Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Βρωμάει ξεφτίλα (αναδημοσίευση)


Όταν ο Γερμανός πρόεδρος Γκάουκ, επισκέφθηκε τους Λυγγιάδες Ιωαννίνων με ύφος περίλυπο για τα θύματα της γερμανικής θηριωδίας είχε πεσκέσι στην τσέπη του ακριβού κουστουμιού του. Όχι μόνο για τους Λυγγιάδες αλλά για όλα τα μαρτυρικά χωριά της Ελλάδας. Παρέα με τον γερμανοθρεμμένο πρόεδρο Παπούλια συμφωνήσαν την ίδρυση του “ Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον”. Μέσα από αυτό το ταμείο οι απόγονοι των σφαγέων για να λύσουν το θέμα της δικαίωσης των νεκρών, θα δίνουν επιχορηγήσεις στις κοινότητες για να τους κλείσουν το στόμα και βέβαια να αποσυρθούν από τα δικαστήρια με κατηγορούμενη την Γερμανία.

Στα μέσα του Ιουλίου της χρονιάς που διανύουμε, ένα ντοκυμαντέρ που φτιάχτηκε για την πυρπόληση των γυναικών του χωριού Καλής Συκιάς της Κρήτης, στάλθηκε και στην Μέρκελ. Η απάντηση που δόθηκε από τον αναπληρωτή μορφωτικό σύμβουλο της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα είναι αποστομωτική: “Το νέο Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον που επισήμως θα εγκαινιάσουν ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας και ο ομοσπονδιακός πρόεδρος, Γιοάχιμ Γκάουκ στις 12 Σεπτεμβρίου του 2014 προορίζεται ουσιαστικά για την στήριξη ακριβώς εκείνων των κοινοτήτων που υπέφεραν ιδιαιτέρως από τις βαρβαρότητες της ναζιστικής κυριαρχίας”. 

Κοινώς, σας κάψαμε, σας βιάσαμε, σας ξεσκίσαμε αλλά τώρα θα στείλουμε στους δήμους και στα χωριά σας λεφτά να ξεχάσετε τον πόνο σας. Το Ταμείο αυτό θα αναπαλαιώσει μουσεία, θα χρηματοδοτήσει σχολικά κτίρια και θα ανταλλάσσει Έλληνες και Γερμανούς μαθητές. οι μεν να λένε τι καλή είναι η Γερμανία που μάς πάει διακοπές και οι δε να προσκυνούν τα χώματα που οι παππούδες τους ξέσκιζαν αθώους. 

Νομίζαμε ότι η Μνήμη δεν ξεπουλιέται. Νομίζαμε ότι το άδικο δεν μπαίνει στο παζάρι για επιδοτήσεις που θα γίνουν μπετά από τις “μαρτυρικές κοινότητες” και να φάνε οι κομματάρχες, ως συνήθως, από υπερτιμολογημένες δωρεές τυράννων. Όμως για άλλη μια φορά, ο νεοέλληνας έκανε το θαύμα του. Στις 25 Ιουλίου του 2014 ο εκ νέου δήμαρχος Καλαβρύτων έφερε θέμα προς συζήτηση υποβολή προτάσεων του Δήμου προς το "Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον" μπαίνοντας πρώτος- πρώτος στην λίστα των Γερμανών χορηγών του Ξεριζώματος της Μνήμης. Και το θέμα πέρασε κατά πλειοψηφία. 150,000 ευρώ είναι το πακέτο που θα πάρει ο Δήμος Καλαβρύτων για να ξεπλύνει το παρελθόν και να ορίσει το μέλλον. 

Με τα φράγκα ξεχνιούνται όλα και όταν μετά τα εγκαίνια του “Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον” οι χορηγοί Γερμανοί απαιτήσουν να ξηλωθούν και οι πλάκες των ονομάτων των σφαγέντων και αυτό θα γίνει. Με ένα πακέτο 100,000 ευρώ στις δύσκολες εποχές που ζούμε με τις βαριές οι δημοτικοί υπάλληλοι θα γκρεμίσουν τις στήλες. Και αν κάποιοι κουβαλάνε τα επίθετα ως απόγονοι των σφαγιασθέντων και αυτό θα είναι δυσάρεστο για τους χορηγούς Γερμανούς τότε να τα αλλάξουμε και αυτά. Με 100 ευρώ αλλαγή επιθέτου και με 50 ευρώ παίρνεις γερμανικό επίθετο και σουλατσάρεις στα μνήματα των παππούδων σου ως νέος μακελάρης. 

Ένα ερώτημα μένει μόνο. Όλοι αυτοί που μέχρι προχθές καμάρωναν ότι είχαν έναν ήρωα νεκρό στην οικογένεια ή έκλαιγαν για τους νεκρούς τους κάθε ημέρα και επί 74 χρόνια στεκόταν από γενιά σε γενιά μπροστά στην στήλη της Μνήμης ανήμερα της φρικαλεότητας, πληρώθηκαν για την ψήφο τους με χρήμα, με διορισμό ή με απάνθρωπη αναξιοπρέπεια; Είναι περήφανοι για την εκλογική τους επιλογή; Σηκώνονται όρθιοι στα καφενεία όταν μπαίνει μέσα ο Δήμαρχος ή ο δημοτικός σύμβουλος που ψήφισε ένα “Υπέρ” αντί να πει το αυτονόητο “Αει στο διάολο, ρε κωλοΓερμαναρά”; Νιώθει πιο Ευρωπαίος τώρα; Είναι της νεοελληνικής φιλοσοφίας που υποστηρίζει ότι αν είναι να μην πάρουμε τίποτε πουλάμε και το παιδί μας; Το παιδί τους ας το κάνουν ότι θέλουν, για τους νεκρούς δεν τους πέφτει λόγος διότι οι νεκροί ανήκουν σε όλους μας όταν "πέφτουν" συνειδητά ή ασυνείδητα για τις αξίες ενός λαού από την Κρήτη μέχρι την Θράκη και από την Κέρκυρα μέχρι τη Λήμνο. 

Το μυαλό σταματά να σκέφτεται όταν έρχονται τέτοια νέα από γωνιές της Ελλάδας που νόμιζες ότι κρατούν λόγω ευαισθησίας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αν όχι ψηλά τουλάχιστον ένα σκαλί παραπάνω από τον πάτο που βρισκόμαστε. Ο Γερμανός έχει αποδεχθεί την θηριωδία που διέπραξε το έθνος του και σου βουλώνει το στόμα με χρωματιστά χαρτιά με ένα γραμμένο Euro επάνω την ώρα ακριβώς που σε έχει με ένα επιβαλλόμενο χρέος κι εσύ αντί να τον στήσεις στο σκαμνί για μια δικαίωση ξεπουλιέσαι διαγράφοντας με ευκολία την καταγωγή σου και το αίμα που κυλάει στις φλέβες σου. 

Άντε, και στις στήλες που αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών, γράψτε ψηλά-ψηλά όχι υπέρ πατρίδος, αλλά υπέρ της κονόμα σας. Της φθηνής, της τιποτένιας, της ραγιάδικης.

Άνθρωποι στην παραλία (αναδημοσίευση)

φωτογραφία: Charles Shedd


Ζωή και θάνατος στο ίδιο νερό

από το Περιοδικό
Γράφει: Θάνος Ανδρίτσος

παραλία είναι κάτι εξαιρετικά απλό και αγνό, που εξισώνει τους ανθρώπους. Και ο βασιλιάς και ο δούλος μπορούν να απολαύσουν περίπου με τον ίδιο τρόπο μια δροσερή βουτιά ή έναν ολιγόλεπτο ύπνο στην άμμο. Υπάρχουν βέβαια όμορφες και γραφικές παραλίες, με ωραία νερά και θαυμάσιο βυθό και κάποιες, που είναι λιγότερο όμορφες και γραφικές. Όμως, πάνω κάτω, όλες από τα ίδια συστατικά αποτελούνται. Μια λωρίδα άμμου ή βοτσάλων, μερικά βράχια, ίσως κάποια δέντρα και τα θαλασσινά κύματα να σκάνε ήρεμα ή με ορμή.

Ακόμα και όσοι, όπως εγώ, είμαστε περισσότερο οπαδοί των ανθρωπογενών παρά των φυσικών τοπίων, δεν μπορούν παρά να παραδεχτούν ότι, κατά κύριο λόγο, η φυσική απλότητα είναι και η μεγαλύτερη ομορφιά των παραλιών. Μπορεί να βρίσκεται δίπλα σε μια κοσμοπολίτικη πόλη ή σε ένα παραδοσιακό οικισμό, αλλά σπάνια αυτό είναι το πρωταρχικό χαρακτηριστικό που την κάνει περισσότερο ή λιγότερο όμορφη. Και κανένας αν σκεφτεί ή αν δει ένα αφιέρωμα με τις πιο όμορφες παραλίες δεν θα εντάξει σε αυτές κάτι παρελάσεις από ξαπλώστρες και μπιτς μπαρ.

Το νερό της θάλασσας, η άμμος και οι πέτρες, τα δέντρα, είναι κοινά αγαθά, είναι για όλους. Δεν τα έφτιαξε κανείς και σε κανέναν δεν ανήκουν. Για αυτό, οι χώρες και οι λαοί, που η θάλασσα «δέχτηκε το χώμα τους να βρέχει», ήταν ιστορικά προικισμένοι. Όχι μόνο γιατί μπορούσαν να αναπτύξουν το εμπόριο, την αλιεία, να κάνουν εξερευνήσεις και επεμβάσεις, αλλά και για την ακαταμάχητη απόλαυση που μια βόλτα στην αμμουδιά, ένα μακροβούτι ή ένα παιχνίδι στην παραλία μπορούν να προσφέρουν. Προικισμένοι, γιατί η μοίρα τούς έδωσε απλόχερα κάτι για το οποίο δε δούλεψαν.

Ακριβώς έτσι αισθανόταν πριν λίγες μέρες μια παρέα που απολάμβανε την ομορφιά της θάλασσας της Μυκόνου. Ένα μέλος της παρέας, ο Βασίλης Μηλιώνης, είχε τα γενέθλιά του και είχε καλέσει όλους τους φίλους και τις φίλες του, για να πιούνε κοκτέιλ στις παραλιακές βίλες του και να παίξουν κοκκορομαχίες.YOLO, You only live once, σκεφτόταν ο Βασίλης. «Περνάμε τέλεια, εδώ στη Μύκονο». Ήθελε να ξεσκάσει γιατί πέρασε μια δύσκολη χρονιά. Βλέπετε, είχε κλέψει περίπου 150 εκατομμύρια από το ελληνικό δημόσιο και για λίγο καιρό είχε προβλήματα με τη δικαιοσύνη, αλλά ευτυχώς γρήγορα ξεμπέρδεψε. «Θα χαρώ τις ελληνικές παραλίες», σκέφτηκε και ξεκίνησε το πάρτι. Αυτός σίγουρα αισθανόταν προικισμένος γατί απολαμβάνει γενικώς πράγματα που απλόχερα του χαρίστηκαν χωρίς να έχει δουλέψει για αυτά.

Προικισμένο αισθανόταν κι ένα νεαρό ζευγαράκι πριν λίγα χρόνια, όταν αποφάσιζε να φέρει στον κόσμο τον καρπό του έρωτά του. Λίγη δουλίτσα υπήρχε, κάποια χρήματα στην άκρη για να πηγαίνει διακοπές στο νησί, και να μεγαλώσει το παιδί στην άμμο, όπως και οι γονείς του όταν ήταν μικροί. Τώρα αισθάνεται λιγότερο προικισμένο, γιατί μείνανε άνεργοι, χρωστάνε στις τράπεζες και το παιδί ψήνεται στην Αθήνα κατακαλόκαιρο.

Προικισμένος αισθανόταν ένας φοιτητής στο κάμπινγκ στην Ελαφόνησο που είχε πάει με την κοπέλα του πριν χρόνια, όταν διάβαζε ένα μυθιστόρημα στο Σαρακίνικο πριν μπει ξανά στα ονειρεμένα νερά. Τώρα σκέφτεται αμήχανα ότι μπορεί να μην τα ξαναδεί, αν κάποιος σεΐχης αγοράσει την παραλία από το ΤΑΙΠΕΔ που έχει περάσει.

Προικισμένος αισθανόταν κι ένας Κρητικός που μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα από πιτσιρίκι. Χθες, μπαίνοντας στη βάρκα του για να ξεκινήσει το ψάρεμα, σκιάχτηκε όταν αντίκρισε έναν πολεμικό στόλο, στη μέση του οποίου βρισκόταν ένα πλοίο με όνομα «Cape Ray». Θυμήθηκε ότι από το πλοίο αυτό πετιούνται στα νερά που μεγάλωσε χημικά από τη Συρία, και αποκαμωμένος ξαναβγήκε στη στεριά.

Ίσως όχι τόσο προικισμένος, πάντως κάπως ξένοιαστος και χαρούμενος, έπαιζε στην παραλία τις προάλλες, ο Ζακαρίγια, Παλαιστίνιος πιτσιρικάς μόλις που είχε πατήσει τα δέκα χρόνια ζωής. Ήξερε ότι η χώρα του ζει μαρτυρικές στιγμές, όμως την άμμο και το νερό δεν μπορεί κανείς να του τα στερήσει, σκέφτηκε. Ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο, ή θα μπορούσε να φτιάξει μαζί με τους τρεις συνομηλίκους του κάστρα και ολόκληρες πόλεις στην άμμο, πόλεις και χώρες για να ζήσουν τα παιδιά που θα γεννηθούν όταν πια αυτός ο εφιαλτικός κόσμος θα έχει γίνει άσχημη ανάμνηση. Δεν μπόρεσε να τα χτίσει, γιατί λίγα μέτρα μακριά του, έσκασε μια βόμβα από ένα ισραηλινό πλοίο – που βγήκε μέσα από τη θάλασσα που υπάρχει για να κολυμπάμε. Μαζί με την παρέα του άρχισε να τρέχει για να ξεφύγει. Δεν τα κατάφερε όμως, γιατί ο σταυρός του στόχου από το όπλο γύρισε προς το μέρος του και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κειτόταν νεκρός, σε αυτή την άμμο που υπήρχε για να παίζει και να κάνει πυργάκια.

Το ίδιο νερό, της Μεσογείου, βρέχει όλους μας. Ίδια η άμμος, ίδιοι οι βράχοι. Κανείς δεν τα έφτιαξε και σε κανένα δεν ανήκουν. Όμως δεν τα απολαμβάνουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Και δυστυχώς, YOLO, ζεις μόνο μια φορά. Και ο μικρός Ζακαρίγια δε θα γεννηθεί ξανά για να εκδικηθεί τους δολοφόνους του. Κι εμείς, σε αυτή τη ζωή, πρέπει να πάρουμε εκδίκηση για πάρτη του, από τους δολοφόνους του, αλλά και από τους Μηλιώνηδες, που βρωμίζουν τις θάλασσες και τις ζωές μας. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τα πυργάκια του Ζακαρίγια στην άμμο…

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Από τον Μπωντλαίρ στον Καββαδία: Η Φυγή και οι Γραμμές των Οριζόντων

γράφει η Κική Μένου
Οι αναθυμιάσεις του καλοκαιριού στροβιλίζονται. Αρχίζουμε να μυρίζουμε το καρπούζι στα πλαινά των χειλιών μας, να γλύφουμε το αλάτι από τα μαλλιά και το κορμί, να μπλέκουμε τα δαχτυλάκια των ποδιών μας εκεί που σκάει το κύμα στη γραμμή του ορίζοντα του δύοντος ηλίου…Εκεί κάπου ανάμεσα στο χαμογελαστό ξύπνημα και στη μεσημεριανή ραστώνη ένα βιβλίο συντροφεύει την άπειρη ύπαρξη μας, ένα τραγούδι, ένα ποίημα.

Το καλοκαίρι είναι έτοιμο να δημιουργήσει ακόμα ένα μεγάλο Ταξίδι ή να θυμηθεί ένα Ταξίδι που δεν έγινε ποτέ, πάντα για κάποιο λόγο. Το πιο ουσιαστικό όμως, του ταξιδιού είναι η φυγή. Εκεί γύρω στροβιλίζεται όλη η ύπαρξη μας, γύρω από τη μικρή ή γιατί όχι και την πιο μεγάλη φυγή. Οι ποιητές, οι πιο ευαίσθητες υπάρξεις του πεπερασμένου τούτου κόσμου, με τα μελανισμένα άκρα τους το έχουν αντιληφθεί αυτό, πολύ πριν ο πρώτος μισθωτός αναφωνήσει «έχω δικαίωμα στις διακοπές». Τυραννισμένες ψυχές μέσα στον αχό αυτού του κόσμου, οι ποιητές αντιλαμβάνονται πριν από εμάς, για εμάς, το πόσο αναγκαίο είναι το «αναπόδραστο της φυγής» και τότε το κάνουν Λέξη, Ρυθμό, Ιστορία.

Δάσκαλος αυτής της επιθυμίας ο γλυκόπικρος Μπωντλαίρ που καταφέρνει να αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο «που βλέπει γύρω του τα όρια της παράδοσης να γκρεμίζονται», και που «βασίζεται σε μία αίσθηση πως μία άβυσσος ανοίγεται μπροστά του…»[1], βλέπει την αγωνία του χάους στην καθημερινή υπόσταση.

 Αυτός ο δάνδης της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, μαθητής του ρομαντισμού, όμως και αγκάθι του, διότι ξεπερνάει τα εσκαμμένα του καθωσπρεπισμού του, καταφέρνει να δώσει στην ποιητική Λέξη μία εικονοποιία μεστή, γεμάτη από αντιθέσεις και ειρωνική αίσθηση. Καθώς ο νεολαίος Σαρλ τριγυρνά στο ακμαίο και πολύβουο Παρίσι, αρνείται να δεχθεί τη «ανάπτυξη» που γεμίζει με φυλλάδες τους δρόμους της πόλης του φωτός και τα καλοκαιρινά σαλόνια των Κυριών, την ίδια αυτή «ανάπτυξη» που επιφέρει ο καπιταλισμός με αντίτιμο την αλλοτρίωση της εργατικής τάξης και των λούμπενοποιημένων κομματιών της κοινωνίας, που χαζεύουν λιγομένοι μια ομορφιά και μια ευχέρεια που δε θα έχουνε ποτέ. Εκεί ο ποιητής για να αντέξει αυτή τη βίαιη κοινωνική σύγκρουση που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του, επιλέγει τη Φυγή. Φυγή για πού, πώς και γιατί; Ο Σάρλ παιδί της τότε αστικοποίησης της κοινωνίας, δεν αντέχει μία πραγματική φυγή στις γραμμές των οριζόντων (θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτές). Αδυνατεί να φανταστεί το μέλλον εκτός Παρισιού, γι’ αυτό και γίνεται ο μεγαλύτερος σκωπτικός κριτικός του.

Αν ο Μπωνλαίρ θέλει να φύγει από το άδοξο σήμερα, το κάνει με την Ποίηση του. Αυτά είναι τα εργαλεία του και τα γιατροσόφια του. Γυρνά στη Μούσα του για να γλύψει τις πληγές που του δημιουργεί η κοινωνία. «Είναι με την ποίηση και μέσα από την ποίηση [...] που η ψυχή ξεκρίνει την κάθε λαμπρότητα που υπάρχει πέρα από τον τάφο»[2]. Ο Μπωντλαίρ αγαπά τη θάλασσα αλλά ποτέ δεν άντεξε τον παφλασμό της, λατρεύει τον εξωτισμό, αλλά δεν κουνήθηκε από τη γενέτειρά του. Μας τα λέει άλλωστε όλα μέσα από την ποίησή του στο εξαιρετικό «Ultima», «Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως μια προτομή μαρμαρινή. Τ’ αδέρφι μου τη βλέπει διαβαίνοντας και μουρμουρίζει. “Αυτός”. Θα ’χεις πολύ, αδερφέ, αγαπήσει μόλους και νησιά τη θάλασσα περισσότερο τ’ αγέρι, εγώ τα ωραία τραγούδια , τα βιβλία, τη μοναξιά. Μα θα ’χουμε και οι δυό τόσο υποφέρει»[3].


Την εποχή που γράφει ο Μπωντλαίρ η Τέχνη μένει σε καλά δωμάτια κλειστά, γιατί ο κόσμος με την διαφθορά του και τον ξεπεσμό του θα την σπάσει. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα ο ποιητής να ανοίξει την πόρτα για να μπουν τα φώτα της λαικής τέχνης και γλώσσας. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα οι «από κάτω» να διεκδικήσουν τον χώρο που τους αναλογεί στην παιδεία, τη γνώση, την Τέχνη, είτε ως δημιουργοί, είτε ώς βασικοί αναπαραγωγοί των αρχών που διέπουν αυτά τα πεδία του ανθρώπινου πνεύματος.

Αυτό θα γίνει πολύ αργότερα και δεν έχει νόημα το πώς, αλλά το ότι ο πυρήνας της πρόσληψης μας για Φυγή δεν εκλείπει ούτε το 1933, όταν ο κακομούτσουνος Κόλιας θα εκδώσει την συλλογή Μαραμπού. Ο Καββαδίας, παιδί της εποχής του, για να φτιάξει προσωπικό στύλ πρέπει να αναμετρηθεί με τα όρια του Καρυωτακισμού. Μέσα από αυτή τη διαδικασία έρχεται αναγκαστικά σε επαφή με τους «άδοξους ποιητές», ανάμεσα σε αυτούς και ο Μπωντλαίρ. Θα ενσωματώσει πολλά στοιχεία της ποίησης του Γάλλου στο έργο του ξεκινώντας με τα μοτίβα (πόρνες, γάτες, άλμπαντρος, πίπα), μέχρι και τα θέματα όπως γυναίκα, θάνατος, φυγή. Μόνο που ο Κόλιας αυτή τη φυγή την έχει κάνει γονιδίωμα του, άλλωστε «μια τσιμινίερα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει»[4].

Αν η φυγή του Μπωντλαίρ  έχει εσωτερικευμένο βάθος, η φυγή του Καββαδία έχει πολλαπλούς ορίζοντες. Αν ο Μπωντλαίρ στρατεύεται στην ονειρική φυγή, ο Καββαδίας ακολουθεί την τραγική πορεία. Εκεί που ο Σάρλ ξεκινά το ταξίδι μόνος για να τονίσει την εκκεντρικότητα της σύλληψής του, ο Κόλιας μεσα στην κενή πορεία του ταξιδιού φέρνει συντρόφους για να συνεχίσει το ατέρμονο της αναζήτησης. Γι’ αυτό και ο Καββαδίας προσωποποιεί το φευγιό όχι στον προσωπικό του πόνο, αλλά στο συλλογικό πόνο της ζωής του ναυτικού «τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι, τη μέρα ταξιδεύουνε στα αστεία»[5]. Κάνει τη φυγή συλλογικό κεκτημένο στην ποιητική δημιουργία. Εκεί που σταματά η αντίδραση και η στοχευμένη ειρωνεία της εκφυλισμένης αστικής κοινωνίας ενός μποέμ νεολαίου, εκεί ξεκινά ο ασίγαστος βριχυθμός των παραγωγικών τάξεων αυτής μηχανής, που με το μόχθο τους και την αφέλειά τους βρίσκουν το ρυθμό της ζωής, στα καταστρώματα των επιβατικών.

Η Μούσα, λοιπόν, μας αποθέτει τα τέκνα της, για να μη λυπούμαστε για τα ταξίδια που δεν έγιναν ακόμα. Για να σώσουμε το μυαλό μας από την ανήλεη σύγκρουση των οριζόντων που έχουμε μπροστά μας ως δυνατότητα, με τα δυο μέτρα θάλασσα που ζούμε στα ταξικά μπαλκόνια μας ως πραγματικότητα. Για να σταματήσει ο πόνος του χωρισμού από τον Χώρο, τον Χρόνο, το Άλλο Κορμί, όχι απο τη θλίψη αλλά από την αδυναμία να αγαπήσουμε «ως το τέλος», δηλαδή την αδυναμία μας να ζήσουμε…[6]


Υ. Γ.: Τα φάρμακα που προτείνονται είναι ενδεικτικά και ποτέ αρκετά για τις ευαίσθητες ψυχές αλλά για αρχή το ταξίδι ξεκινά με τη «Μελαγχολία του Παρισιού», Σαρλ Μπωντλαίρ και συνεχίζουμε με καθημερινές δόσεις από τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία.

[1] Σάρλ Μπωντλαίρ: ένας μεγάλος της τέχνης, Μαρία Αρκαδίου, Κ. Μιχαλάς 1979.
[2] Σάρλ Μπωντλαίρ: ένας μεγάλος της τέχνης, Μαρία Αρκαδίου, Κ. Μιχαλάς 1979.
[3] Σάρλ Μπωντλαίρ -Πώλ Βερλαίν, 25+6 ποιήματα σε μετάφραση Κ.Γ. Καρυωτάκη, Στοχαστής 2009.
[4] Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, Γιώργος Δεληγιάννης, Ίδμων, 2002.
[5] Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, Γιώργος Δεληγιάννης, Ίδμων, 2002
[6] Όπως προηγουμένως.           

Αναδημοσίευση από το Περιοδικό

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Φτάνει πια !

Την Παρασκευή* το βράδυ μέλος του Δικτύου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων δέχτηκε αναίτια (;) επίθεση από γνωστό θαμώνα του Πάρκου Ναυαρίνου ενώ καθόταν με μέλος της συνέλευσης του πάρκου σε εστιατόριο της περιοχής. Μπροστά στα μάτια άναυδων πελατών και υπαλλήλων του εστιατορίου ο 'παραχαϊδεμένος" αυτός θαμώνας άρπαξε το κινητό και μερικά χρήματα (ελάχιστης αξίας) στην κυριολεξία μέσα από τα χέρια του ...θύματος. Έως εδώ "όλα καλά": ένα "σύνηθες" για τις μέρες μας φαινόμενο.

Και ενώ ο θαμώνας του πάρκου φρόντισε γρήγορα να απομακρυνθεί ο Θ.Α μαζί με το μέλος του πάρκου, θέλησαν να μεταβούν στην οδό Θεμιστοκλέους όπου βρισκόταν η ομάδα κατοίκων που περιφρουρεί τον εκεί χώρο για να κοινοποιήσει το γεγονός. Στη διασταύρωση της Βαλτετσίου με την Εμ. Μπενάκη (λίγα μόλις μέτρα όπου είχε γίνει επίθεση), τους "περίμενε" κρυμμένος πίσω από κολώνες ο δράστης. Μόλις τους αντίκρυσε εποχούμενους σε μηχανάκι, μπήκε μπροστά και εν κινήσει γρονθοκόπησε, εξυβρίζοντας και απειλώντας ταυτόχρονα τον Θ.Α και θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του συνεπιβάτη.

Χθες έγινε συνάντηση μελών του πάρκου για να συζητήσουν το συμβάν όπου παρευρέθηκαν και οι μάρτυρες του γεγονότος. Άνοιξαν (επιτέλους) στόματα και αποκαλύφθηκε ότι ο πολλαπλώς ευεργετηθείς αυτός θαμώνας έχει από καιρό καβαλήσει το καλάμι. Μάθαμε ότι τα ίδια τα μέλη φτάσαν στο σημείο να μην μπορούν να πάνε στο πάρκο φοβούμενα τον θαμώνα του. Ο οποίος πια "γαμεί και δέρνει" στην κυριολεξία, παριστάνοντας το "αφεντικό" στο πάρκο και κάνοντας στην κυριολεξία ό,τι γουστάρει. 

Φάνηκε ότι η επίθεση στον Θ.Α. ήταν που ξεχείλισε το ποτήρι. Γιατί όπως και από πολλούς άλλους ο αλήτης αυτός έχει ευεργετηθεί από τον Θ.Α, έστω σε ελάχιστο βαθμό (σε σχέση με τις ευεργεσίες και την αλληλέγγυα προσφορά από μέλη του πάρκου). Αποφασίστηκαν άμεσες δράσεις οι οποίες και θα συνεχίζονται μέχρι το άτομο αυτό να εξαφανιστεί από το πάρκο και όλη την περιοχή.

Δεν είναι η ευεργεσία που έφεραν τα πράγματα έως εδώ, Δεν είναι η συμπόνοια και η αλληλεγγύη όλων των μελών του πάρκου προς το πρόσωπό του (ας σημειωθεί ότι αυτό το άτομο απορρόφησε το 100% της αλληλεγγύης και της φροντίδας των μελών του πάρκου). Εϊναι η ανοχή προς τη μικρή στην αρχή παραβατικότητά του η οποία όμως μέρα με τη μέρα πλουτιζόταν πότε με λεκτικές επιθέσεις, πότε με κλοπές και πότε με άσκηση βίας και τρομοκράτησης προς τους επισκέπτες του πάρκου αλλά και προς τους ευεργέτες του. Και κυρίως είναι η άθελη συγκάλυψη όλων αυτών, η αποσιώπηση των βίαιων συμπεριφορών του κυρίως προς τις γυναίκες-ευργέτριες του. Γιατί η σιωπή και η συγκάλυψη, το  συμπονετικό "στρογγύλεμα" και η υποχωρητικότητα δεν αποθρασσύνουν μόνο τον εν δυνάμει μαχαιροβγάλτη. Δίνουν και πρώτου μεγέθους επιχειρήματα στην εξουσία να επιβάλλει τον δικό της νόμο στο πάρκο, σε κάθε χειραφετημένο χώρο και δομή στη γειτονιά, δυσφημώντας τους αγώνες που δόθηκαν και δίνονται καθημερινά για να μείνει το πάρκο  ελεύθερος χώρος.

"η πιο επαναστατική πράξη είναι να λές τα πράγματα με τ' όνομά τους"
Ρόζα Λούξεμπουργκ

Έστω και αν είναι αργά το άτομο αυτό πρέπει να φύγει "σηκωτό" από το πάρκο και όλα τα Εξάρχεια. Η άσκηση κάθε είδους βίας με πανούργο τρόπο, οι εκφοβισμοί και η τρομοκράτηση πολλών θυμάτων που αρνήθηκαν να υποκύπτουν στις απαιτήσεις του ή που κατήγγειλαν τη συμπεριφορά του από καιρό τώρα είναι πια η καθημερινή πρακτική του κανακεμένου θαμώνα.

Εϊναι δικαίωμά μου να μένω στα Εξάρχεια. Είναι δικαίωμά μου να επιλέγω το σπίτι που θα ζώ. Είναι δικαίωμά μου να κυκλοφορώ χωρίς φόβο στη γειτονιά. Δεν μπορεί να με εξαναγκάσει κανείς να αλλάξω σπίτι, να πάω σε άλλη γειτονιά, να κρύβομαι, να φοβάμαι. Έχω δικαίωμα, εφόσον θέλησα να βοηθήσω το πάρκο, να είμαι ενήμερος για το τί γίνεται εκεί μέσα. Δεν γουστάρω σε καμμιά περίπτωση να είμαι το θύμα ενός "μαλάκα", "ατόμου με ειδικές ανάγκες", "εξαρτημένου", "κλεπτομανούς". Δεν θέλω να καταγραφεί ο τραυματισμός μου, οποιουδήποτε βαθμού στο βιβλίο συμβάντων σαν ατύχημα ή θάνατος για "ξεκαθάρισμα λογαριασμών". Δεν θέλω να αμαυρωθεί η ιστορία μου, να ακυρωθεί η όποια πορεία μου δεκάδων ετών, από ένα καπρίτσιο της εξουσίας, από το μακρύ χέρι ενός κανακάρη εγκληματία.

Φτάνει πια, έως εδώ. Η συνέλευση του πάρκου ας πάρει τις ευθύνες της 
απέναντι στους φίλους του πάρκου, απέναντι στον κόσμο που συχνάζει εκεί, 
απέναντι σε όλη την κοινωνία των Εξαρχείων. Θ.Α.


*εκ παραδρομής γράφτηκε "Παρασκευή". Όπως συνάγεται από την αφήγηση η επίθεση έγινε την Πέμπτη το βράδυ (31 Ιούλη). Παρασκευή βράδυ η Ομάδα Περιφρούρησης της Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων κατόπιν και της σύμφωνης γνώμης όλων των παρευρεθέντων μελών του πάρκου επέμβηκε και με δυναμικό τρόπο προειδοποίησε τον θαμώνα. Το Σάββατο το βράδυ μέλη και φίλοι του πάρκου απεμάκρυναν από τον χώρο τα προσωπικά του είδη, προειδοποιώντας τον ταυτόχρονα να απομακρυνθεί άμεσα τόσο από το πάρκο όσο και από τα Εξάρχεια.

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

του χώματος και τ'ουρανού (αναδημοσίευση)

από τον COSTINHO
  
ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν
Ιφιγένεια εν Ταύροις, στ.166


Καθώς τριγυρίζω στον τόπο των μνημάτων, εδώ που μια ψυχή με ξαναφέρνει πάντα, αργώ πάντα το βήμα μου για να κοντοσταθώ όσο γίνεται -χωρίς να σταματήσω κανονικά- στα μνήματα των αγνώστων, στις φωτογραφίες τους και στις ηλικίες τους. Στέκομαι λίγο παραπάνω σαν δω μικρή ηλικία, κάνω τις πράξεις, φαντάζομαι μια ιστορία· ποια ιστορία έγραψε λίγα χρόνια στη φωτογραφία και μεγάλο πόνο σε όσους συνέχισαν και δεν έγιναν ακόμα φωτογραφίες. Ένας ήσυχος τόπος, μνήματα και πράξεις, ένας τόπος της αριθμητικής. Η μνήμη είναι αριθμητική· προσθέτεις αφαιρείς υπολογίζεις. Πόσα χρόνια μαζί, πόσα χρόνια καλά, πόσα χρόνια από τότε. Μετράω ασπούμε πόσα έζησα με τον παππού και είναι σχεδόν όσα δεν τον έζησα, όσα μεγάλωνα χωρίς αυτόν. Αφαιρώ απ'όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα, έτσι γίνονται οι πράξεις. Αφαιρείς έναν άνθρωπο από σένα, τα χρόνια του από τις δικές σου μνήμες· αφαιρείς για να βγάλεις ταμείο. Ξέρεις ότι ταμείο δεν είναι αυτό που έμεινε, αλλά αυτό που έχεις για να τη βγάζεις, τα ψιλά· με αυτούς ζεις μαζί, με αυτούς μιλάς κάθε μέρα. Πριν ξυπνήσεις ή καθώς αποκοιμιέσαι. Στη μέρα μέσα σε κερδίζουν άλλες πράξεις. 

Εκείνοι που φύγαν δεν μετράνε τώρα, δεν κάνουν αριθμητική· εμείς κάνουμε, εμείς που ζούμε. Έτσι ζούμε. Ανάμεσα σε χρόνια, μετρώντας, υπολογίζοντας, ξεχνώντας. Εγώ ασπούμε όλα τα μετρούσα με το '96, που τελείωσα το σχολείο, που πήγα σε κείνη τη συναυλία που όρισε την εφηβεία μου και κάποιο χαρακτήρα να'χω για μετά. Τώρα που μεγαλώνω -όσο μεγαλώνω- τα μετράω με το '08, πριν και μετά χωρίζονται όλα. Έξι χρόνια πριν· από τότε, Ιούλιοι μαχαιριές στα καλοκαίρια που νόμιζες πως κυλάνε ερήμην, πως περνάνε σαν κύμα. Από τότε δουλεύει η μνήμη, έμαθες τις αντοχές της, τις μαθαίνεις ακόμα· νιώθεις αφόρητα ευλογημένος που τις μαθαίνεις ακόμα, όσες πληγές κι αν στρίβουν. Μιλάω για κάποια που αγαπούσε πολύ τα πράγματα, όλα τα πράγματα, τα πάντα γύρω· αγωνιούσε μόνο, με πολλά λάθη. Μόνο λάθη ίσως. Όποιος αγαπάει, κάνει λάθη. Όποιος αγαπάει πολύ, κάνει τα περισσότερα. Από αυτά δεν μαθαίνει· άμαθος πορεύεται και ανεπίδεκτος, αφοσιωμένος πάντα σε ό,τι μοιάζει με δίκιο, σε ό,τι τον πνίγει, σε ό,τι τον αγάπησε και του'ριξε ένα σκοινί να πιαστεί, σε ό,τι αγάπησε και το'δεσε με σκοινί και άγκυρα, για να έχει βυθό μαζί του, να'χει και στεριά αντάμα. Συλλογή από λάθη, από συνεχόμενα λάθη, που έμαθε να αφήνει πίσω. Πίσω, αλλά όχι σε μας· σε μας άφησε μόνο δρόμους να θυμόμαστε, να επιστρέφουμε, να συναντάμε τις άκρες του, να πιάνουμε το σκοινί και να βρίσκουμε στεριά, να βουτάμε στο βυθό και να κλέβουμε μια μορφή του με φιλί, με χάδι που άφησε κάποτε στον ύπνο μας, στα μαλλιά μας, μικροί ίσως εμείς μεγαλωμένος εκείνος, έμπειρος στα χάδια, με νανουρίσματα που μας μεγάλωσαν. Ή δεν μας μεγάλωσαν, μας κράτησαν πάντα παιδιά, πάντα παιδιά για κείνους. Στο ένα τραπέζι οι μεγάλοι, στο άλλο τα παιδιά. Πόσα καλοκαίρια έτσι.

Λέω εκείνος και εννοώ εκείνη. Εκείνες, ίσως. Θηλυκές είναι πάντα οι μορφές, οι σκιές, οι μνήμες, οι θείες, οι αγάπες, οι στιγμές, οι ανάσες, οι φωτογραφίες, οι λέξεις. Αρσενικός μόνο ο θάνατος, αυτός που δεν πιστεύουμε. Γι'αυτό επιστρέφουμε και αφήνουμε λουλούδια, γι'αυτό επιστρέφουμε και το λέμε σπίτι, σπίτι του αγαπημένου μας -τελευταίο, αλλά σπίτι. Σπίτι είναι εκεί που μπορούμε να επιστρέψουμε· ή να φιλοξενήσουμε, να φιλήσουμε έναν άγνωστο και να τον κεράσουμε κάτι. Μιλάω για εκείνη λοιπόν που τώρα είναι ξαπλωμένη, μάλλον κοιμάται βαθιά. Στα πόδια της έχει παραπέσει ένα βιβλίο, δεν θυμάμαι ποιο, κάποιο παλιό που'χε βρει κάποτε σε παλαιοπωλείο -όλο κάτι τέτοια ξεσκόνιζε- της το έδωσε ο Γιάννης λίγο πιο πέρα, μην πας για ύπνο χωρίς το βιβλίο σου. Κοιμάται, κάτω από τα αεροπλάνα, στα εκατό μέτρα είναι ο αεροδιάδρομος, απογειώνονται εκεί, απογειώνονται ζωές, πολλή φασαρία, οι τουρμπίνες μπορούν να σε πάρουν και να σε σηκώσουν, εκείνη δεν ενοχλείται διόλου, τίποτα δεν μπορεί να αναταράξει αυτή τη γαλήνη της. Θαρρείς κιόλας πως επίτηδες πήγε και ξάπλωσε εκεί, δίπλα στη φυγή, να της τη δώσει καμιά μέρα και να πάρει το πρώτο αεροπλάνο, να έχει αυτή τη δυνατότητα. Ποτέ δεν έφευγε βέβαια, ήταν πάντα εκεί. Και το εκεί ήταν το πιο σταθερό πράγμα του κόσμου. Αδύνατο όμως μου φαίνεται και να κοιμάται τόσο, δεν την θυμάμαι να την παίρνει τόσο εύκολα ο ύπνος, δεν αφηνόταν, δεν έφευγε· εκεί, ξάγρυπνη. Είχε τ'όνομα του ουρανού, αλλά το αεροπλάνο το'παιρνε μόνο για να ξαναγυρίσει εκεί. Εκεί ήταν ο προορισμός της. Εδώ δηλαδή. Και μιλάω σε παρελθόντα χρόνο, λες και έχει φύγει. Δεν έχει φύγει. Κοιμάται ασυνήθιστα βαθιά, με ένα βιβλίο στα πόδια. Δεν λέει να το τελειώσει. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μας κάνει πλάκα. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ της δεν τελείωνε τα βιβλία, τα άφηνε όλα στη μέση· όλα τ'αφήνει στη μέση. Εμάς πρώτα απ'όλα, εμάς με τα βιβλία της. Τον παρελθόντα χρόνο και τον παρόντα τόπο, τον πάντα παρόντα τόπο, πάντα παρόντες στον τόπο. Για κείνη και για κάθε αγαπημένο, μόνο μέλι από ξανθές μέλισσες και ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, όλα αυτά που αναπαύουν τους πεθαμένους, όπως παραγγέλνει ο Ευριπίδης. Ποια άλλη "αθανασία" και "τρυφή" να ευχηθεί κανείς στους νεκρούς εκτός από εκείνη που χαρίζει το γάλα και το μέλι, συνεχίζει κι αναρωτιέται ο Παπαγιώργης.

Μιλάω για το βαθύ πηγάδι που μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ'αγαπούν. Που σ'αγαπούν.


Μια μικρούλα, μια τόση δα μέλισσα εδώ που έχει τ'όνομά της -αυτό τ'ουρανού- είναι ξύπνια, πως το λένε, ξυπνητή. Εντελώς. Μεγαλώνει με ζωή και, κάθε μέρα, γίνεται πιο ζωή. Τη χαζεύω κι όταν κοιμάται, που και που σκάει χαμόγελα -έτσι, ασυνείδητα, αδέξια- και τότε καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος μπορεί και να είναι το πιο παρήγορο μέρος του σύμπαντος, ότι οι άνθρωποι στον ύπνο τους μπορούν να υποσχεθούν πράγματα. Ότι δεν είμαστε μόνο αριθμητική, αλλά ζωή στα χαμόγελα των παιδιών που κοιμούνται, στο φτερούγισμα των μελισσών που χωράνε τα αυτιά μας. Ότι δεν κάνουμε μόνο πράξεις υπολογισμών για να βρούμε πόσο ζήσαμε κοντά στους αγαπημένους ή πόσο κοντά τους ζήσαμε, ότι είμαστε μνήμη κι εμείς, χωρίς προσθαφαίρεση, μνήμη στο χώμα και στις ψυχές που το κρατάνε. Ότι κάπου πατάμε και είναι αυτό ευλογία. Ότι από το πηγάδι κι εμείς τραγουδάμε, στα βαθιά κολυμπάμε.
Μιλάω για το βαθύ πηγάδι που μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ'αγαπούν. Που σ'αγαπούν.

αφιερωμένο στην Ελένη

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Στρες Τεστ (αναδημοσίευση)

Καρδιά από κόπωση




Πολύ με εκνευρίζει όταν προσπαθώ να πληκτρολογήσω μερικές αράδες από φράσεις που πρέπει επειγόντως να διατυπωθούν, να αποθηκευτούν και να εκτυπωθούν εγκαίρως, αλλά τα δάκτυλά μου ιδρώνουν και γλιστράνε και πατάνε άλλα πλήκτρα από αυτά που θέλω να πατήσω. Ένα περίεργο πράγμα, είναι κάποιες τέτοιες στιγμές, που, όσες φορές κι αν σκουπίσω τον ιδρώτα από το δέρμα μου, αυτός δεν στεγνώνει με τίποτα, στέκω για ώρες έτσι, ολόκληρος, νωπός κι αλαφιασμένος. Αυτό βέβαια συνδυάζεται και με άλλα τέτοια αλλόκοτα συμπτώματα, όπως, ας πούμε, το ότι στα καλά καθούμενα νιώθω να με σφίγγουν οι κρόταφοί μου, είναι σαν κάποιος να στέκεται πίσω μου και ν’ ακουμπάει και τις δύο τις κάννες από όπλα ζεματιστά εκεί πέρα και τις στρίβει διαρκώς κι ολοένα και πιο μέσα και πάει να με πεθάνει. Μετά από λίγο, το σφίξιμο αυτό θα πάει παρακάτω και θα κάτσει στο λαιμό, αφαιρώντας κάθε ίχνος από το σάλιο μου, είναι λες και καταπίνω καρφιά που γδέρνουνε αργά κι επαναλαμβανόμενα τον οισοφάγο μου. Όσο η ώρα περνάει, όλα αυτά θα συνδυάζονται μεταξύ τους, με το χειρότερο να συμβαίνει μέσα στο στομάχι μου, που στριφογυρνάει και δένεται, λες κι είναι γόρδιος δεσμός, διπλώνεται κι αναδιπλώνεται, και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζομαι και πέφτω στο πάτωμα και δένομαι σαν κόμπος κι εγώ. Τότε είναι που τίποτε δεν πάει κάτω. Ούτε νερό, ούτε φαγητό, ούτε όρεξη, ούτε ανάσα, ούτε τίποτα. Κι είναι κι αυτή η καρδιά μου, η τραυματισμένη, που με κουφαίνει και χτυπάει δυνατά, λες κι ετοιμάζεται να σπάσει. Όπως κι εγώ που κοντεύω να σπάσω το άτιμο το πληκτρολόγιο, γαμώ τα πλήκτρα του, γαμώ, τα νευρά μου εντελώς έχουνε σπάσει. Κι αγχώθηκα.

Τώρα που το καλοσκέφτομαι, είναι κάμποσα τα χρόνια που κουβαλάω όλες αυτές τις περίεργες ψυχοσωματικές αντιδράσεις, θα έλεγα τελικά ότι ελάχιστα είναι τα διαστήματα στη ζωή μου που να με θυμάμαι χωρίς αυτά τα περίεργα ιδρώματα και τα σφιξίματα, ίσως μόνο τότε που δεν ήμουν παρά παιδάκι μικρό, σχεδόν βρέφος, τότε δηλαδή που έτσι κι αλλιώς ελάχιστα θα μπορούσα να θυμάμαι. Αλλά ακόμα κι από τους γονείς μου είχα να ακούω ιστορίες ολόκληρες για το πόσο ταλαιπωρήθηκαν να με αποκτήσουν και ότι είχαν ένα μόνιμο άγχος γιατί ανησυχούσαν μήπως και μείνουν μόνοι, χωρίς να κάνουν παιδί, και τότε η ιατρική η επιστήμη δεν είχε προχωρήσει τόσο, όμως τα χρόνια προχωρούσαν γοργά κι η ανάγκη τους αυτή διογκώθηκε και συσσωρεύτηκε και στο τέλος όλα καλά, εντάξει, τα καταφέρανε, γεννήθηκα εγώ αλλά ήταν λες κι όλο αυτό το άγχος πήγε και σφηνώθηκε μέσα στην υπόστασή μου, με αποτέλεσμα να είμαι ένας άνθρωπος που ήρθε στη γη αγχωμένος σχεδόν εκ γενετής. Κι όσο μεγάλωνα, σαν δίδυμό μου αδερφάκι μεγάλωνε παρέα μ’ εμένα κι αυτή η περίεργη αρρώστια, όσο η καθημερινότητά μου άλλαζε πρόσωπα, έτσι κι αυτό μου το πρόβλημα μεταλλασσόταν, έπαιρνε μορφές νέες, απρόβλεπτες, όπως ένας ιός που εξελίσσεται διαρκώς κι αλλάζει θέση συνεχώς μέσα στα σωθικά σου και που ποτέ δεν σ’ αφήνει να βρεις τη γιατρειά και να ηρεμήσεις. Και η πιο παράδοξη από όλες τις ιδιότητες που έχει είναι ότι πάει κι εμφανίζεται ακόμα και όταν θεωρητικά θα έπρεπε να είσαι χαρούμενος κι ευτυχισμένος, όχι, θα βρει τρόπο, δικαιολογία κι αφορμή και θα κολλήσει σαν βδέλλα επάνω σχεδόν σε όλες τις στιγμές σου και θα σου τις ρουφάει τόσο, που στο τέλος θα σε κάνει να αγχώνεσαι με τη χαρά σου.

Θυμάμαι τότε που έπρεπε να ξυπνήσω την επόμενη ημέρα και θα κάναμε για πρώτη φορά θρησκευτικά, καθώς κι άλλα μαθήματα νέα κι απαιτητικά, σχεδόν μάτι δεν έκλεισα, ήταν λες κι από την πολλή την ταραχή μου είδα μπροστά μου το Θεό, παρακαλώντας τον να κάνει ένα θαύμα, μήπως και διώξει μακριά μου το άγχος. Μετά πάλι, όταν πήγα στο Γυμνάσιο κι από εκεί στο Λύκειο, κάθε φορά αγχωνόμουν για το τί θα συναντούσα, έπρεπε να προσαρμοστώ, να ξεχάσω αυτά που ήξερα, να προσηλωθώ σε αυτά που από ’δω και πέρα έπρεπε να μάθω. Κι ύστερα, στις πανελλήνιες τις εξετάσεις αγχώθηκα να βγάλω γρήγορα τη διδακτέα ύλη για να μπορέσω ν’ ανταποκριθώ και να συγκεντρωθώ πάνω από το γραπτό χωρίς άγχος αλλά εμένα τα χέρια μου τρέμανε κι ιδρώνανε από τότε, από τότε ήθελα να πάρω τη γόμα και να σβήσω με μιας το δεμένο μου στομάχι, έλα, πως πήγες, σε περιμένουμε έξω, όλα καλά, καλά δεν αισθάνομαι, νιώθω μια ζαλάδα, αναγούλα, εμετό, ευτυχώς που δεν το έπαθα αυτό όσο έγραφα, φαντάζεσαι να ξερνούσα πάνω στο γραπτό όλο μου το άγχος; Και όταν το άγχος για τα αποτελέσματα ήρθε και συνάντησε τη χαρά για την είσοδο στο Πανεπιστήμιο, κατά έναν διαολεμένο πάλι τρόπο, εκεί που νόμιζα ότι πάει, αυτό το άγχος όλο κι όλο ήταν, ήρθε ακόμα χειρότερο από τα προηγούμενα τα χρόνια, ίσως γιατί πλέον ο πήχης είχε ανέβει ψηλότερα κι οι απαιτήσεις ήταν αυξημένες κι αγχωνόμουν πάλι σε κάθε εξεταστική, να τελειώσω, να πάρω το πτυχίο, εντάξει, μην αγχώνεσαι αλλά, που’ σαι, θα πρέπει να κάνεις και μεταπτυχιακό στην ώρα σου, για να μην έχεις άγχος στα λέω όλα αυτά, μπράβο, μπράβο, σιδεροκέφαλος, καλή σταδιοδρομία, υγεία, αυτό μετράει, και που ’σαι, να θυμάσαι, χωρίς άγχος.

Και τώρα δηλαδή τι θα κάνεις; Εντάξει με τη σχολή, εντάξει με τα πτυχία και τα διδακτορικά, με το στρατό και όλα τα άλλα τα αγχωτικά, με τη ζωή σου τι θα κάνεις ρε, γαμώ την επιστήμη μου μέσα; Ξεκίνα να βρεις μια δουλειά, χωρίς άγχος, όλα θα γίνουν, πρέπει να ζήσεις, δεν θα σε θρέφει η μάνα κι ο πατέρας σου για μια ζωή, να εξασκηθείς πάνω στο αντικείμενο των σπουδών σου, αυτό που τόσο ξεσκίστηκες κι αγχώθηκες να κατακτήσεις. Είναι τόσο εκνευριστικά γελοίο το συναίσθημα να κάνεις κάτι που στ’ αλήθεια αγαπάς αλλά από το πολύ άγχος σου για να το κάνεις όσο καλύτερα μπορείς τελικά να καταλήγεις να είσαι ένα επαγγελματικά επιτυχημένο ράκος. Ναι, να πατήσεις στα πόδια σου, κι ας τρέμουν που και που στα κρυφά, δεν πειράζει, όλοι τα έχουν περάσει αυτά, δεν είσαι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος αγχωμένος στη γη, μάζεψε κανένα φράγκο να παντρευτείς, άσε στην άκρη όλα αυτά τα αγχωτικά πηδήματα, στα οποία αγχώνεσαι μόνο για να καυλώσεις το σύντροφό σου και που στο τέλος πηδάς την ψυχολογία σου και μόνο, τα χρόνια περνάνε, πότε θα κάνεις οικογένεια, δεν μπορούν τα παιδιά σου να έχουν σαράντα χρόνια άγχους διαφορά με εσένα, πρέπει να είστε σε αγχωτικά κοντινή ηλικία για να μπορείς να καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που τα αγχώνει. Ωραία, έχεις μια σχέση που τη λες σοβαρή, πρέπει να την επισημοποιήσεις, να βρεις εκκλησιά, κουμπάρο και παπά, να πάτε να διαλέξετε μέσα από δυο χιλιάδες παραμυθένια νυφικά, να ζήσετε, μέχρι γεράματα βαθιά, να σας ενώνουν άγχη κοινά, να κάνετε και κάποια αγορά, ένα σπίτι γεμάτο άγχη και χαρά, μη φοβάσαι, κάποια τράπεζα θα βρεθεί να σας δανείσει λιγάκι ευτυχία αγχωμένη. Έλα σε μας. Με το χαμηλότερο επιτόκιο άγχους τής αγοράς.

Και είναι και το άλλο. Το χειρότερο άγχος από τα άγχη όλα. Το αν θα μπορέσεις να ανταποκριθείς στα άγχη αυτά και όσο γίνεται με το λιγότερο δυνατό άγχος. Κι αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι δεν θα σου συμβεί κάποιο πρόωρο κακό, κάποια ανύποπτη στιγμή, γι’ αυτό προσπαθείς όλη σου τη ζωή, χωρίς άγχος, να βάζεις κάποια λεφτά στην άκρη για την ώρα εκείνη που ίσως χρειαστεί να κάνεις θεραπείες εξειδικευμένες για να αντιμετωπίσεις την ασθένεια εκείνη που θα σιγοτρώει τη ζωή σου και που πιθανότατα θα οφείλεται στο πολύ το άγχος που είχες στη ζωή σου όλη. Και δεν θα πρέπει να ξεχάσεις μέσα σε όλα αυτά να αποκαταστήσεις τα παιδιά, ειδικά τώρα που έχουν όλα τους αγαθά δανεικά, προχτές άκουσα στις ειδήσεις κάτι που με άγχωσε πολύ, ότι οι τράπεζες θα πάρουν τα σπίτια όλων όσων αγχώθηκαν παραπάνω από όσο έλεγε η δανειακή τους σύμβαση και δεν κατάφεραν να πληρώσουν τις δόσεις και ότι δεν πρόκειται να συνεχιστεί αυτή η αγχωτική κατάσταση, με τα κόκκινα δάνεια και τους χλωμούς ανθρώπους, ότι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών έχουν πολύ μεγάλο άγχος γιατί όλες τους πρόκειται να περάσουν από εξαιρετικά απαιτητικές δοκιμασίες, τα λεγόμενα «στρες τεστ», γι’ αυτό θα επιβάλλουν νέα, αγχολυτικά μέτρα, θα προσπαθήσουν δηλαδή να δουν πόσο αντέχει ο κάθε αγχωμένος δανειολήπτης κι αναλόγως θα του παίρνουν πίσω όλα αυτά τα δανεικά άγχη για να τελειώνουν μια και καλή με την αγχωμένη τη ζωή του. Κι αγχώθηκα. Γι’ αυτό έκατσα κι εγώ σήμερα, να πληκτρολογήσω ετούτη τη διαθήκη. Φοβάμαι ότι άκρη δεν θα βγαίνει έτσι αγχωτικά που τα έγραψα όλα. Ότι κι ύστερα από αυτόν τον επερχόμενο, τον τόσο αγχωτικό θάνατό μου, θα εξακολουθώ ν’ αναρωτιέμαι αν, ύστερα από τόσα άγχη, τελικά έζησα.

Ή αν αγχώθηκα να ζήσω.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Ένα διαφορετικό Καρπούζι δροσίζει τα βράδια στα Εξάρχεια


πηγή: left.gr

Σε κάθε περίπτωση, το Καρπούζι δροσίζει σταθερά μέσα στο καλοκαίρι τους Εξαρχειώτες, που, μετά το πάρκο Ναυαρίνου και άλλους ελεύθερους κοινωνικούς χώρους, έχουν πλέον και ακόμα μια επιλογή να περάσουν τον χρόνο τους.

"Έχει ταινία στο κηπάκι, πάμε;" λέει ένας νεαρός σε φίλο του στην Τσαμαδού στα Εξάρχεια. Ο φίλος του "ψήνεται" και πάνε να δουν τη "Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ". Κάπως έτσι, από στόμα σε στόμα, μέσα σε λίγους μήνες το Καρπούζι, η Κινηματογραφική λέσχη Εξαρχείων που γεννήθηκε ως ιδέα από κάποιους νεολαίους του ΣΥΡΙΖΑ, έχει αποκτήσει τους δικούς της πιστούς φαν. "Το Καρπούζι είναι μια χαλαρή δικτύωση ανθρώπων που έχουν ως αναφορά και μεράκι τα Εξάρχεια, την Αριστερά και τη μεγάλη οθόνη. Θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον κινηματογραφικό λόγο και κυρίως τις λιγότερο προβεβλημένες μορφές του, όπως το ντοκιμαντέρ και τις μικρού μήκους ταινίες, ως αφορμή για να μιλήσουμε και να επικοινωνήσουμε", λένε ο Δήμος, η Μαρία και η Ελένη, ορισμένα από τα ιδρυτικά μέλη της πρωτοβουλίας.

Το εγχείρημα ξεκίνησε πριν λίγους μήνες. Το όνομά του ήρθε ως αποτέλεσμα brainstorming. Κανείς δεν θυμάται γιατί κατέληξαν σ' αυτό. "Δυσκολευόμασταν να βρούμε κάτι και το Καρπούζι μάς κόλλησε ωραία", αναφέρουν. Προκαλούν μάλιστα: "Αν έχεις να μας προτείνεις καλύτερο όνομα, έλα και πείσε μας". Σε κάθε περίπτωση, το Καρπούζι δροσίζει σταθερά μέσα στο καλοκαίρι τους Εξαρχειώτες, που, μετά το πάρκο Ναυαρίνου και άλλους ελεύθερους κοινωνικούς χώρους, έχουν πλέον και ακόμα μια επιλογή να περάσουν τον χρόνο τους.

Μια από τις όμορφες ιδιαιτερότητες που έχει το Καρπούζι είναι η δυνατότητα "να έρθεις σ' επαφή με τους δημιουργούς ή τους πρωταγωνιστές της ταινίας". Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προβολή του "Βασιλιά" στις 26 Ιουνίου. Στο παρκάκι βρέθηκαν oι σκηνοθέτης Νίκος Γραμματικός και ο ηθοποιός Βαγγέλης Μουρίκης. Μετά την προβολή κάθισαν και τα είπαν με τον κόσμο, απάντησαν σε ερωτήσεις του, συζήτησαν πάνω σε συμπεράσματά του. Το κλίμα είναι πάντα χαλαρό. Μπιρίτσες και φαλάφελ από τον Σενεγαλέζο Αζίζ που είναι δίπλα στο παρκάκι γεμίζουν τα τραπέζια.

Η οργάνωση της εκδήλωσης γίνεται πάντα στο πνεύμα της αλληλεγγύης και της αυτοδιαχείρισης. Άλλωστε, το επιβάλλει και ο χώρος του κήπου στην Τσαμαδού 10, που λειτουργεί επίσης στη βάση της αυτοδιαχείρισης. Έτσι, κάθε φορά όλοι μαζί φτιάχνουν τις καρέκλες, όλοι μαζί τις μαζεύουν. Κάποιος άλλος θ' αναλάβει τον προτζέκτορα και το λάπτοπ. Οι αποφάσεις για τις επιλογές των ταινιών λαμβάνονται στις συνελεύσεις. "Δεν βάζουμε αμερικανιές. Επιλέγουμε ταινίες που αφορούν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα" λένε. Επόμενος στόχος της πρωτοβουλίας να μετεξελιχθεί από κινηματογραφική λέσχη σε πολιτιστικό πυρήνα που θα συνδεθεί και με άλλες δράσεις στην περιοχή, ώστε να δώσουν μαζί μια ηχηρή απάντηση στη μαφία και τα ναρκωτικά. Να πουν όχι στην γκετοποίηση των Εξαρχείων!-  

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Γι' αυτό σ' αγαπάμε Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (αναδημοσίευση)


Της Αλέκας Ζορμπαλά 

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, γεννήθηκε το 1893 και τέλειωσε με μια σφαίρα στο κρόταφο στις 14 Απριλίου 1930, μόλις 37 ετών... 

"«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ παρ’ όλα και για όλα, σ’ αγάπησα, σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ, είτε είσαι σκληρή μαζί μου είτε είσαι γλυκιά, είτε είσαι δική μου είτε κάποιου άλλου. Οπως και να’ χει εγώ θα σ’ αγαπώ. Αμήν»

Η Επανάσταση και η Λίλυα οι δύο μεγάλοι του έρωτες, άρρηκτα συνδεδεμένοι σε ένα κοινό corpus και οι δύο. 

Μια ερωτική σχέση, ένα τρίγωνο, ο Γάτος (ο σύζυγος και εκδότης του ¨Οσιπ Μπρίκ), η Ψιψίνα (η Λίλυα Μπρικ, η Μούσα του) και το Σκυλάκι της (ο ποιητής, όπως της υπέγραφε τα γράμματά του). 

Μια σχέση 12 χρόνων, που τον στιγμάτισε, τον καθόρισε,
μια σχέση, που έσπασε όλα τα ταμπού και κλισέ της συμβατικής μικροαστικής ηθικής
μια σχέση πάθους και επανάστασης, στα οποία δόθηκε ολοκληρωτικά. 
Γι αυτό και τον αγαπάμε!

Το κορίτσι με τους μπάφους (αναδημοσίευση)


Του Θ. ΚΑΡΤΕΡΟΥ*

Έπιασε το λιμενικό της Μυτιλήνης ένα κορίτσι 22 ετών, με μια μικρή ποσότητα κάνναβης. Έψαξαν και στο σπίτι της και βρήκαν επίσης -έτσι λένε τουλάχιστον- κάτι λίγα γραμμάρια, μια ζυγαριά και τα σύνεργα του καπνίσματος. Μεγάλη επιτυχία! Άξια για τεράστια προβολή στην οποία δεσπόζει όχι τόσο το όνομα του άτυχου κοριτσιού, όσο το όνομα του γνωστού δημοσιογράφου πατέρα της. Άσχετα αν αυτή η προβολή ρημάζει κυριολεκτικά ένα νέο άνθρωπο. Ας πρόσεχε να έχει άλλο μπαμπά.

Είδαμε φωτογραφίες του κοριτσιού και του πατέρα της τραβηγμένες κρυφά στο δικαστικό μέγαρο της Μυτιλήνης. Είδαμε την τυπική ασφαλίτικη φωτογραφία με όλα τα φοβερά και τρομερά ευρήματα της φοβερής και τρομερής κοπέλας. Είδαμε ακόμα και σκληρά σχόλια γιατί ο Παπαδημούλης τόλμησε να πει ότι όλη αυτή η επιχείρηση είναι ωμός κανιβαλισμός. Και τον έβγαλαν υστερόβουλο λογοκριτή. Είναι βλέπετε υποχρέωση της δημοσιογραφίας να καταδικάζει έναν άνθρωπο, πριν καν αυτός δικαστεί από τη δικαιοσύνη.

Εντάξει, λένε ορισμένοι, αλλά είναι κι ο μπαμπάς. Ο επαγγελματίας αχώνευτος για πολλούς. Δεν θα την πληρώνουν πάντα τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Ας την πληρώσει και το παιδί ενός τέτοιου.Ας λουστεί κι αυτό το διασυρμό, χοροστατούντος του Κράτους το οποίο ο μπαμπάς του πάντα υποστήριζε. Α, ωραία τότε, γιατί αυτή η λογική μας λύνει τα χέρια. Να κάνουμε κομμάτια ένα παιδί για ένα αδίκημα που δεν έπρεπε να είναι αδίκημα. Να το διασύρουμε, να το στείλουμε στο πυρ το εξώτερον, να το φάμε ζωντανό, για να εκδικηθούμε τον πατέρα και την οικογένειά του.

Υπάρχει βέβαια -και ευτυχώς- και η άποψη ότι είναι άθλιοι όλοι τους. Και οι ασφαλίτες από τους οποίους ξεκίνησε αυτό το αίσχος. Και οι δημόσιοι λειτουργοί που πάσαραν στους ειδικούς του κιτρινισμού το όνομα του παιδιού. Και οι αθλιέστεροι όλων υπηρέτες της ενημέρωσης να πούμε, που αμόλησαν την "είδηση" στο διαδίκτυο στολισμένη με φωτογραφίες ρουφιανιάς, φωτογραφίες του μπαμπά, σχόλια κοινωνικού κανιβαλισμού και διακηρύξεις δημοσιογραφικών λεονταρισμών. Γιατί αν δεν μαθαίναμε ότι η κόρη του τάδε κατηγορείται ότι κατείχε κάποια γραμμάρια κάνναβη θα ήμασταν λειψά ενημερωμένοι.

Τι να πεις; Μαύροι διώκτες, κίτρινοι δημοσιογράφοι, γκρίζοι ρουφιάνοι. Το πιο καθαρό πρόσωπο σ' αυτή την ιστορία είναι τελικώς το κορίτσι με τους μπάφους....

*Δημοσιεύθηκε στην «Αυγή» το Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Αυτή η Κοινωνία να πάει να γαμηθεί (γαμώ την Κοινωνία μου) [αναδημοσίευση]



Από τον Καρτέσιο


Όταν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ απεργούσαν και γινόταν καμιά δίωρη διακοπή ρεύματος, οι κυβερνήσεις με τα ΜΜΕ ούρλιαζαν για την απανθρωπιά των απεργών απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και το κοινωνικό σύνολο ούρλιαζε για το πεπόνι του που δε θα κρύωνε στο ψυγείο. Τώρα που η κυβέρνηση δολοφονεί «ευάλωτους» προπονώντας μας για την ιδιωτική αντίληψη περί παροχής ρεύματος, η κοινωνία δροσίζεται χαλαρά με το κρύο πεπόνι της.

Όταν οι διαπλεκόμενοι γκαβοδήμαρχοι ανά την επικράτεια χάριζαν τις αμμουδιές του τόπου τους στους κουμπάρους τους για να στήσουν μπιτσόμπαρα με μπίτια πάνω στο κύμα, η κοινωνία με περηφάνια τα γέμιζε συμμετέχοντας στην ατελείωτη πασαρέλα αποτρίχωσης και γράμμωσης. Τώρα που οι παραλίες θα πουληθούν στα μεγαλοσυμφέροντα κάποιοι ελπίζουν ότι αυτή η κοινωνία θα αντιδράσει. Γιατί να αντιδράσει; Και τώρα 10 ευρώ πληρώνει για να πατήσει άμμο και αύριο 10 ευρώ θα πληρώνει. Ευάλωτοι στη μαλακία. Εδώ και καιρό.

Όταν αποκαλύπτεται ότι αυτή «η κοινωνία που στενάζει» ακούμπησε το 2013 σε ΟΠΑΠ, Καζίνο, Κρατικά Λαχεία και ιπποδρομίες 5,49 δισ. ευρώ και άλλα τόσα σε παράνομο τζόγο, γιατί να τη νοιάξει αν δίπλα της κάποιος ψοφάει από την πείνα; Γιατί να τη νοιάξει αν «το φαινόμενο του παράνομου τζόγου θα παταχθεί μέσω των νόμιμων παιχνιδομηχανών που θα εγκαταστήσει εντός του 2014 ο ΟΠΑΠ», τουτέστιν ο ευσυγκίνητος Μελισσανίδης; Αυτή η κοινωνία βάφτισε ελπίδα τον τζόγο και τζογάρει τον κώλο της νυχθημερόν, σιγά μην τη νοιάξει ποιος θα τον κερδίσει.

Αυτή η κοινωνία που δηλώνει ενοχλημένη από τις φωτογραφίες των διαμελισμένων μωρών στην Παλαιστίνη – ενώ ηδονίζεται βλέποντας φωτογραφίες κάποιου τριτοσελέμπριτυ που βρέθηκε νεκρός από τον εραστή του – και ποστάρει στο facebook την αγανάκτησή της επειδή οι νεκροί χαλάνε την ανεμελιά του καλοκαιριού και την αισθητική του γαλάζιου Αιγαίου, από πού κι ως πού να παλέψει για τον ζητιάνο, τον νηστικό, αυτόν που ψάχνει στα σκουπίδια;

Αυτή η κοινωνία που αντί να ονειρεύεται δικαιοσύνη ονειρεύεται να πάρει πίσω τις πινακίδες του τζιπ HUNDAI που παρέδωσε, αυτή η κοινωνία που αντί να παλεύει για ισονομία παλεύει να βρει άκρη στη λαμογιά για να χορτάσει Μύκονο, αυτή η κοινωνία που αντί να παλεύει για να μην υπάρχει δυστυχία δηλώνει ότι αποφάσισε να μη δίνει σημασία σε «δυσάρεστα νέα» και βρήκε την ησυχία της, ας πάει να γαμηθεί. Πατόκορφα!

Θεμιστοκλέους και Δερβενίων:Θεατρική παράσταση- οι Ποιητές των Δρόμων:


Ποιητές των Δρόμων:Μια θεατρική παράσταση φτιαγμένη για να παιχτεί στους δρόμους, 

Κατερίνα Γώγου, Νικόλας Άσιμος, Παύλος Σιδηρόπουλος, Jim Morrison και εμείς και εσείς. 

με ποίηση από ανθρώπους που βγήκαν και βίωσαν τους δρόμους, 
με φράσεις των ανθρώπων που κάθονται και παρακολουθούν την παράσταση στον δρόμο, 
με δράσεις που αναπαριστούν την ομορφιά αλλά και την ασχήμια των δρόμων. 
Γιατί η ζωή η ίδια είναι εκεί έξω, στον δρόμο.

28 Ιουλίου 2014, έναρξη 21:00, είσοδος ελεύθερη
Θεμιστοκλέους & Δερβενίων, Πλατεία εξαρχείων

στηρίζοντας τις δράσεις κατά της μαφίας και των ναρκωτικών στην Θεμιστοκλέους
 
Σύλληψη – σκηνοθεσία: Μαίρη Μαραγκουδάκη 
Φωτισμοί- video art: Τάσος Σκλαβούνος 
Παίζουν: Δάφνη Ατία, Φανή Γιαννακοπούλου, Χρήστος Χατζημιχαήλ, Μαίρη Μαραγκουδάκη 

Λίγα λόγια για τις δράσεις
Το Σάββατο 5 Ιουλίου συμπληρώθηκε ένας μήνας από τη μέρα που, γυρνώντας από τη μεγάλη πορεία κατά της μαφίας, μια χούφτα κάτοικοι διαφόρων ηλικιών επιλέξαμε, αντί να χωθούμε στα σπίτια μας, να κάτσουμε στα σκαλιά μας, στη Θεμιστοκλέους και να διεκδικήσουμε το αυτονόητο, το χώρο που για 2 χρόνια είχαμε στερηθεί... Χωρίς φωνές, χωρίς τσακωμούς, χωρίς βία, με επίμονη καθημερινή παρουσία τις βραδυνές κυρίως ώρες, λίγοι άνθρωποι καταφέραμε κάτι που έμοιαζε αρχικά αδύνατο, να απωθήσουμε από τον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους, μεταξύ Αραχώβης και Καλλιδρομίου, τους επί διετία εγκατεστημένους εμπόρους ναρκωτικών. Σ΄αυτή την προσπάθεια η στήριξη της Λαϊκής Συνέλευσης και η συμμετοχή των γειτόνων και των συλλογικοτήτων των Εξαρχείων υπήρξαν καθοριστικές. Κατά το πρώτο δεκαήμερο επιβεβαιώσαμε με τα ίδια μας τ΄ αυτιά αυτό που από καιρό υποψιαζόμασταν, ότι δηλαδή στα σκαλιά μας λειτουργούσε μαγαζί που προμήθευε με χασίς όλη την περιφέρεια Αττικής. Μιλήσαμε με πελάτες, που έρχονταν τακτικά, όπως μας είπαν, από Πειραιά, Κερατσίνι, Κηφισιά, Χολαργό, Νέα Σμύρνη, Φάληρο κ.α. και τους εξηγήσαμε την κατάσταση. ΄Ολοι έδειξαν κατανόηση και από κάποια στιγμή και μετά εξαφανίστηκαν, ακολουθώντας μάλλον τους προμηθευτές τους. ΄

Οσοι ζείτε εδώ γύρω θα έχετε ήδη διαπιστώσει την αλλαγή. ΄Ενα αεράκι ελευθερίας πνέει ξανά στη Θεμιστοκλέους και η αίσθηση της γειτονιάς επιστρέφει. Παράπλευρα οφέλη αυτής της ιστορίας είναι : η αισθητή μείωση του θορύβου και των σκουπιδιών και η εξαφάνιση της μυρωδιάς των ούρων και του χασίς που έκανε ασφυκτική την ατμόσφαιρα κυρίως στα ισόγεια και τους πρώτους ορόφους. Επιπλέον η καθημερινή μας παρουσία στον πεζόδρομο και τα αυτοσχέδια γλέντια που προέκυψαν έγιναν αφορμή να συναντήσουμε γείτονες της διπλανής πόρτας που την ύπαρξή τους αγνοούσαμε και να γνωριστούμε καλύτερα με άλλους με τους οποίους είχαμε μια τυπική καλημέρα. 

Αν πιστεύετε κι εσείς ότι αξίζει τον κόπο, ελάτε να ενισχύσετε αυτή την προσπάθεια, γιατί χρειάζεται διάρκεια και είμαστε λίγοι. Θα μας βρείτε καθημερινά μετά τις 9.30 στη Θεμιστοκλέους, ας συντονιστούμε. Ο καθένας μπορεί να συμβάλλει με τον τρόπο του π.χ. αναλαμβάνοντας μια βραδιά να βρίσκεται χαλαρά μαζί με την παρέα του στον πεζόδρομο ή οργανώνοντας μια εκδήλωση ή κατεβαίνοντας να πιεί τον καφέ του και να διαβάσει την εφημερίδα του ή φέρνοντας το τάβλι για να παίξει μ΄ένα φίλο, βάζοντας με λίγα λόγια το δημόσιο χώρο ξανά στη ζωή του. 

Για έναν ολόκληρο μήνα το βάρος το σήκωσαν κυρίως 4-5 άνθρωποι θυσιάζοντας καλοκαιρινές διακοπές, ώρες ύπνου και ανάπαυσης, εξόδους και ψυχαγωγία.. Αν το πείραμα της Θεμιστοκλέους πετύχει μπορεί να γίνει παράδειγμα και γι΄ άλλα σημεία της γειτονιάς και για άλλες γειτονιές της Αθήνας. Αν, αντίθετα, παραμείνουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας και συνεχίσουμε να συζητάμε το θέμα ελπίζοντας ότι κάποιος άλλος θα το λύσει, τακτική που οδήγησε το πρόβλημα στο σημερινό σημείο, τότε είναι βέβαιο πως η βαρβαρότητα θα κυριαρχήσει τελικά. Η κατάσταση στη γειτονιά μας αφορά όλους και όλοι μαζί θα πρέπει να κινητοποιηθούμε για να την αντιμετωπίσουμε ενωμένοι. 
Κάτοικοι Θεμιστοκλέους και Δερβενίων

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Επειδή μάθαμε ότι παράλληλα με την παράσταση θα είναι και η συναυλία της Χαρούλας Αλεξίου στο Σύνταγμα για τις καθαρίστριες. Να σας ενημερώσουμε ότι η παράσταση δεν διαρκεί παραπάνω από 45 λεπτά, οπότε όποιος θέλει μπορεί να παρευρεθεί και στα δύο. Ειδικά οι κάτοικοι της περιοχής θα θέλαμε να λάβετε υπόψιν σας ότι εμείς δεν είμαστε κάτοικοι Εξαρχείων αλλά ερχόμαστε να στηρίξουμε τον δικό σας αγώνα, γιατί πιστεύουμε ότι είναι σημαντικός. Μπορεί να μην είμαστε "μεγάλα" ονόματα αλλά έχουμε μεγάλα ψυχικά αποθέματα. 
Ευχαριστούμε
Οι Ποιητές των Δρόμων

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Και... (αναδημοσίευση)

Από τον Καρτέσιο

Σαν τα μικρά παιδιά σε μεγάλο ταξίδι. Πεινάμε, κλαίμε, κατουριόμαστε, χεζόμαστε, φωνάζουμε «πότε θα φτάσουμε;». Και οι μεγάλοι, στην αρχή να λένε «μετά το βουνό, φτάνουμε», «μόλις τελειώσουν τα δέντρα, φτάνουμε», «μετά τη στροφή, φτάνουμε», «μετά τη στροφή», «μετά τη στροφή»… Και μετά την τελευταία στροφή είναι ο γκρεμός. Και πέφτουμε… και πέφτουμε… και πέφτουμε…. Και δεν είναι εφιάλτης. Δεν ξυπνάμε. Δεν πεταγόμαστε ιδρωμένοι. Δε λέμε «ουφ, όνειρο ήταν».

Μόνο πέφτουμε.

Έτσι και τώρα. «Μετά το βουνό είναι η ανάπτυξη», «μόλις τελειώσουν τα δέντρα ξεκινάνε οι νέες θέσεις εργασίας», «μετά τη στροφή τελειώνουν τα μνημόνια»… Και μετά την τελευταία στροφή έρχονται τα μαντάτα για νέα μνημόνια, για νέα ανεργία, για νέα μέτρα… Και πέφτουμε… και πέφτουμε… και πέφτουμε…. Και αυτό είναι πραγματικός εφιάλτης. Αλλά δεν ξυπνάμε. Δεν πεταγόμαστε. Δεν ουρλιάζουμε.

Μόνο πέφτουμε.

Μέχρι που αρχίζει να μας αρέσει αυτή η αίσθηση της πτώσης. Και αφηνόμαστε να μας καταπιεί η δίνη του τίποτα. Απολαμβάνουμε το κενό. Τον ξεπεσμό στην ανυποληψία μας. Δίχως τέλος. Έχει και πιο κάτω να πέσουμε… Και πέφτουμε… Και πέφτουμε…. Γιατί εμείς δεν κάναμε κάτι. Γιατί εμείς περιμέναμε πάντα «κάτι να γίνει». Από μόνο του. Και τώρα που πέφτουμε, δεν ήρθε ο από μηχανής θεός να μας πιάσει. Κι ακόμη κι αν ήθελε να έρθει, σίγουρα θα του το απαγόρευε κάποια δικαστική απόφαση, κάποια εγκύκλιος, κάποια πράξη νομοθετικού περιεχομένου…. Τίποτα δεν κάνουμε πια.

Μόνο πέφτουμε.

[Στ’ αστεία παίζαμε!]
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας 
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας 
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε 
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα. 
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη 
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα 
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιός θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας 
Κλέφτες! 
Στα ψέματα παίζαμε!
Μανώλης Αναγνωστάκης


Μα, στ’ αλήθεια πέφτουμε. Μόνο πέφτουμε….
Τα χάσαμε όλα.
Και γίναμε θέαμα… Αντικείμενο αφ’ υψηλού κριτικής. Εκείνων που μας έσπρωξαν με ωραία λόγια. Και μας έπεισαν ότι πρέπει να πέσουμε για να σηκωθούμε. Κι εμάς, μας άρεσε. Να πέσουμε… Να γίνουμε θυσία. Να πιστεύουμε σε ψέματα. Να κοροϊδευόμαστε. Να περιμένουμε.
Να πέφτουμε…

σε αυτό που έγραψες ταιριάζει και του Βάρναλη*

[Ὁ ἄλλος]
Ἂν θέλεις νὰ χαρεῖς
τὴ λεφτεριά, νωρὶς
γίνε προδότης, γίνε!
Τιμή, ντροπὴ δὲν εἶναι.
Θά ῾ναι μαζί σου οἱ νόμοι
κι ἡ πλερωμένη γνώμη!
Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου
κι ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη πιάσου!
Κι ἅμα σὲ φτύνει ἀφτός,
νὰ κάθεσαι σκυφτὸς
καὶ θά ῾χεις τὰ πρωτεῖα
στὴ σάπια πολιτεία.

updated by Κατερίνα*

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Πώς με Έμαθαν να Τρομοκρατώ τον Κόσμο σε μία Εισπρακτική Εταιρεία (αναδημοσίευση)


από: vice.com

Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Ή τουλάχιστον αυτό λέμε στον εαυτό μας όταν βρισκόμαστε στη θέση να κάνουμε κάτι που ενδεχομένως να μη μας αρέσει, να μην έχει καμία σχέση με τον τομέα μας και ακόμα περισσότερο κάτι που μπορεί να διακυβεύει την ηθική μας. Πριν λίγα χρόνια λοιπόν και αρκετό καιρό πριν αρχίσει η συζήτηση για τις εισπρακτικές εταιρείες και την κομπίνα των τραπεζών που τις χρησιμοποιούν, όντας φοιτήτρια ακόμα, πήγα να δουλέψω σε μία από αυτές. Μία φίλη-φίλου πρότεινε σε εμένα και τη κολητή μου να πάμε να εργαστούμε στην εταιρεία, με μια ατάκα τύπου «Ελάτε, ελάτε. Δεν είναι δύσκολη δουλειά. Θα παίρνετε τηλέφωνα και θα ενημερώνετε τον κόσμο. Θα έχετε και μπόνους!. Πάμε, παίρνουμε (εννοείται) τη δουλειά και ξεκινάμε. Η Μιμή σε τμήμα με κάρτες γνωστής τράπεζας και εγώ σε τμήμα δανείων κάποιας άλλης γνωστής τράπεζας. Για να μπω όμως στο δια ταύτα, ακολουθούν τα τέσσερα στάδια της εκπαίδευσής μου. 

1. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ
Προφανώς και μας είχε δοθεί σενάριο. Κανονικότατο σενάριο, που σου εξηγούσε step by step πώς μιλάς στον Χ και πώς προσπαθείς να τον πείσεις να πάει να καταθέσει χρήματα. Στην αρχή μιλάς γλυκά, πιο γλυκά και από το γλυκό κουταλιού. Οσο περνάει η ώρα και οι μέρες, αρχίζεις να γίνεσαι πιο αυστηρή και βάζεις και μία δόση από Βίρνα Δράκου μέσα.

Δηλαδή, τον τιγκάρεις στις απανωτές ερωτήσεις που έχουν όλες να κάνουν με το ίδιο θέμα. Ακολουθεί δείγμα διαλόγου: «Γεια σας, ονομάζομαι Μπλα Μπλου και καλώ για να σας ενημερώσω για μία οφειλή που έχετε στην ____ Bank. (λες και δεν το ήξερε, εμένα περίμενε).

Θα κάνουμε κάτι για αυτό; / Σκοπεύετε κάνετε κάποια κατάθεση; [μακριά παύση] / Α, τη Δευτέρα! / Δηλαδή την Δευτέρα θα κάνετε κατάθεση. / Άρα θα κάνετε κατάθεση την Δευτέρα». [σε αυτό το σημείο και αφού έχεις πει τη λέξη Δευτέρα πιο πολλές φορές και από το όνομα του γκόμενού σου, αισθάνεσαι σιγά σιγά τα εγκεφαλικά σου κύτταρα να σε εγκαταλείπουν]. Την Δευτέρα λοιπόν και εάν δεν έχει γίνει η κατάθεση ξανακάνεις τον διάλογο βάζοντας την λέξη Τρίτη. Αφού έχεις κάνει αυτό για κάμποσες μέρες/εβδομάδες και κατάθεση ακούς, αλλά κατάθεση δεν βλέπεις, περνάς στο επόμενο στάδιο.

2. ΣΚΥΛΕΣ ΤΗΣ ΛΥΣΣΑΣ
Γλύκες τέλος, περιόδος χάριτος τέλος και γενικά τέλος. Τώρα σε έχει και η υπεύθυνη του τμήματος στη μπούκα και περιμένουν από εσένα να βγάλεις τη σκύλα από μέσα σου. Ο τόνος αλλάζει, η φωνή σου γίνεται πιο αυστηρή και εσύ βρίζεσαι στο τηλέφωνο με αυτόν σαν να είναι ο πρώην άνδρας σου που σου χρωστάει έξι μήνες διατροφή για τα δίδυμα (ναι πλέον και μετά από τόσα τηλεφωνα και υποσχέσεις, η σχέση σας έχει πάει σε άλλο επίπεδο). Έχεις επίσης το… δικαίωμα να κάνεις το οτιδήποτε, αρκεί να εξασφαλίσεις αυτή τη μαγική Κατάθεση (το κεφαλαίο «Κ» μπαίνει για λόγους έμφασης όταν του μιλάς, καθώς επιμένεις ότι πρέπει να γίνει Η Κατάθεση). Μετά από βρισίδια, φωνές, ενδόμυχα κλάματα, κατεβάσματα τηλεφώνου, απειλές, δεήσεις σε Χριστούς και σατανάδες, μπαίνουμε στο roleplaying. 

3. LAW & ORDER
Στο τμήμα μας είχαμε ένα αγόρι. Αυτό το αγόρι λοιπόν, πέρα από τους δικούς του πελάτες, είχε ως καθήκον να προσποιείται τον δικαστικό επιμελητή. Καλά διάβασες. Ο διπλανός μου έκανε τον δικαστικό επιμελητή. Έπαιρνα εγώ τηλέφωνο τον τύπο που είχε υποσχεθεί να κάνει την Κατάθεση πριν από τρεις εβδομάδες και τον ενημέρωνα ότι πλέον την υπόθεση του την έχει αναλάβει δικαστικός επιμελητής. Ένας «φανταστικός» δικαστικός επιμελητής που ενώ τον φωνάζαμε Κύριο Σωκράτη Μπαλαούρα, στην πραγματικότητα ήταν ένας πιτσιρικάς φοιτητής του ΤΕΙ Ιχθυοκαλλιέργειας. Χτυπάγαμε το γραφείο προσποιούμενες ότι βάζουμε κάποια hardcore σφραγίδα στην καρτέλα του πελάτη της τράπεζας και φωνάζαμε στο τηλέφωνο για να μας ακούσει «την υπόθεση σας έχει αναλάβει πλέον δικαστικός επιμελητής! Αυτό ήταν! Τελειώσαμε!». Οι πιο μαλθακοί πλήρωναν την επόμενη μέρα. Οι πιο «ξέρω τι πας να κάνεις μωρή σαλούφα» δεν ένιωθαν και μας το έκλειναν στεγνά.

4. ΒΛΕΠΩ ΚΟΚΚΟΥΣ
Πλεόν, γνώριζα τους πελάτες απ’ έξω και θυμόμουν ακριβώς ποιοι μου έλειπαν για να συμπληρώσω το μήνα μου για να κλείσω. Εκεί ερχόταν το SKIP. Όχι το γνωστο και μη εξαιρετέο προϊόν αλλά ένα συστηματάκι που μας έδινε την δυνατότητα να βρίσκουμε τους χαμένους πια πελάτες. Αυτός που δεν σήκωνε τα τηλέφωνα, ερχόταν αντιμέτωπος με το ρεζιλίκι που καλούμασταν να του προκαλέσουμε. Παίρναμε άτομα με το ίδιο επώνυμο που μέσω στοιχείων υπολογίζαμε ότι έχουν συγγενική σχέση και τους λέγαμε είτε ότι χρώσταγε και τον ψάχνουμε και ότι η τράπεζα θα τα ζητήσει από αυτούς, είτε ότι κέρδισε σε κάποιο διαγωνισμό και είναι απαραίτητο να μας καλέσει άμεσα αλλιώς χάνει το δώρο, είτε ακόμα πιο ακραία ότι ο Χ είναι γραμμένος σε κάποια διαθήκη και έχει περιέλθει στα χέρια του μεγάλη περιουσία. Προφανώς, σε κάποιον τα προαναφερθέντα δύο ακούγονται σαν αυτό το άθλιο spam mail του Αφρικανού πρίγκιπα που μας χαρίζει την περιουσία του με την προϋπόθεση να απάντησουμε στο mail (όλοι το έχουμε λάβει σε κάποια φάση), αλλά στη γιαγιά Ζαχαρούλα από τη Ζαβέρδα Αιτωλοακαρνανίας ήταν αρκετός λόγος για να καλέσει τον άσωτο υιό ή (ακόμα καλύτερα) να μας πει ΟΛΑ τα τηλέφωνα που δεν υπήρχαν καταχωρημένα στη καρτέλα του. Ναι, ακόμα και μετά από αυτό κάποιοι τρόμαζαν και πλήρωναν.

Κάπως έτσι, μετά από όλα αυτά, και εγώ και η Μιμή το ρίξαμε στον απογευματινό αλκοολισμό σε μία ύστερη προσπάθεια να ξεπλύνουμε το κακό μας πια κάρμα. Παραιτηθήκαμε ένα πρωινό, μετά από ένα μήνα δουλειάς. Εγώ δεν απέκτησα ποτέ πιστωτική κάρτα και συμβουλή μου προς εσένα αγαπητέ αναγνώστη, την επόμενη φορά που θα σε πάρουν τηλέφωνο διασκέδασε το λίγο.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Μ' αναπνέω, σ' αναπνέω...(αναδημοσίευση)



Είναι η ζωή κάποιες φορές μονόδρομος και ο δρόμος μας, μέσα σε αυτήν, μια ολάκερη παρουσία στοιχειωμένη με λάθη. Είναι η όρασή μας τυφλή στα πράγματα, χαμένα τα βλέμματά μας μακριά από την ουσία, η υπόσταση των πραγμάτων αλλιώτικη, της μικραίνουμε το είδωλο και ματώνουμε στα σπασμένα κομμάτια του εφήμερου. Είναι η απλότητα των όλων σύνθετη και χάνεται σε κύκλους πραγματικότητας, δήθεν και σοβαροφάνειας. 

Όσο απλό, πραγματικό νόημα βγάζει μια λέξη, ο ήχος μιας κουρασμένης ανάσας, το πάθος ενός "σ' αγαπώ", η λύτρωση μιας προσευχής, το κοίταγμα μιας δύσκολης στιγμής στον ήρεμο ουρανό, ο παλμός μιας αγκαλιάς, ο θόρυβος μέσα μας μιας μεγάλης θλίψης, η απλότητα της ουσίας της ζωής της ίδιας, που τρομάζουμε στα χνάρια που μας αφήνει. Τρομοκρατούμαστε, στο πέταγμα του σαστισμένου, απρόβλεπτου και αναπάντεχου χαμόγελου που μας σκάει ανύποπτα ο χρόνος.

Την ώρα που μας δίνει το δάκρυ για κάθαρση, η θλίψη, αν το σκεφτείς, είναι το πιο αυθεντικό μας συναίσθημα. Πνιγόμαστε στ' ανείπωτα και στα χιλιοειπωμένα, δίχως σεβασμό κανένα στο δώρο της στιγμής ό,τι ακόμα μπορούμε και νιώθουμε και σαν θα 'ρθει μια ανελέητη χαρά με φόβο με χλωμάδα κοιταζόμαστε στα μάτια, μολυβένια στρατιωτάκια ριγμένα στη μάχη μιας ματαιότητας, ντε και καλά δεν δικαιούμαστε χαρές, αγάπες, γέλια... 

Ανατριχιάζει η ψυχή κάθε φορά που αισθάνεται και πάλλεται η καρδιά όσο ανασαίνει και είναι η πιο μεγάλη αλήθεια όλων... Η ίδια η ζωή.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Οι τελευταίοι (αναδημοσίευση)


από Simple Man

Λύπη μόνο για αυτά που θεωρούσαμε ότι θα είναι πάντα εκεί να μάς περιμένουν, όπως οι σπαρμένοι κίονες σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας, που πλέον ούτε σαν τουρίστες δεν θα μπορούμε να τους προσκυνήσουμε. Μεσοτοιχία στα μέτρα του ανθρώπου αρχαίοι ναοί με το υπερπολυτελές τερατούργημα ενός κακομοίρη Κινέζου που θα βάλει τον πολύχρωμο Δράκο του να πάρει την δόξα του μαυροντυμένου Μινώταυρου.

Δάκρυ μόνο για αυτά που βουβά έπεφταν όπως τα δέντρα στην Ιερισσό, όπως οι φωλιές των αγριογούρουνων και τα μονοπάτια των ζαρκαδιών για το χρυσάφι που οι Δυτικοί στοιβάζουν στα αμπάρια των πλοίων τους σαν νέοι Φρανθίσκο Πιθάρρο. Αυτοβαφτιστήκαμε εμείς Δυτικοί δίνοντας το λαιμό ανυπεράσπιστων θαυμάτων της ελληνικής φύσης ως λάφυρο.

Θρήνος μόνο για τις ακρογιαλιές που είτε βουλιάξαμε τα πόδια μας σε αυτές ή το είχαμε όνειρο ότι μια μέρα θα τις ακουμπήσουμε. Η άμμος τους, τα βράχια τους και ο αφρός του κύματος θα μπουν σε ευρωπαϊκή τακτοποίηση, θα δεχθούν τις πολυτελείς πλαστικούρες και τα τσιμεντένια μεγαθήρια τύπου Μαϊάμι. Δεν μπορεί το αλμυρίκι να φυτρώνει άναρχα. Το άναρχο είναι τρομοκρατία για τους ορισμούς των ευρωπαϊκών “ιδεωδών” και πάντα το ταξίδι στο Μαϊάμι θάμπωνε την πλειοψηφία των βλαχοΛουδοβίκων.

Θυμός μόνο για τα ποτάμια που ως ταυτοποιημένοι ευρωπαίοι έχουμε δεχθεί εδώ και 14 ολόκληρα χρόνια ότι δεν είναι στοιχεία της φύσης αλλά προϊόντα υδροηλεκτρικής ενέργειας. Έτοιμοι να φυλακίσουν κι άλλα ποτάμια, να τα κάνουν φράγματα να γίνουμε αναπτυγμένοι, να γίνουμε δυτικοί, Ευρωπαίοι. Να βουλιάξουν πεδιάδες και φαράγγια, να πεθάνουν από ασφυξία δελφίνια, να λιμοκτονήσουν αγριόπαπιες και κύκνοι εις το όνομα του δυτικού πολιτισμού.

Λυγμός μόνο για τα πεδία μαχών υπέρ της ελευθερίας που μόνο μια στήλη λιτή ανέφερε την ανθρώπινη πράξη και τόνοι ξεραμένου αίματος και οστών θαμμένα κάτω από τα πόδια μας. Με σύρματα θα ορίσουν οι Δυτικοί την ιδιοκτησία τους σπάζοντας την στήλη ως άριστοι απόγονοι των Φιλλελήνων. Αμμοκονία θα κάνουν το μάρμαρο, το αίμα και τα οστά. Αμμοκονία....

Πίκρα μόνο για τους λίγους. Για όσους έχουν ήδη νιώσει λύπη, έχουν χύσει δάκρυ, έχουν θυμώσει και κρατάνε βουβό λυγμό για όλα αυτά που τους κληροδοτήθηκαν και προδοτικά παραδόθηκαν από τους πολλούς στων οποίων την ταυτότητα λείπει ο επιθετικός προσδιορισμός για το“ Έλληνας ”: “Κομπλεξικός Έλληνας”.

Αυτό είναι το χειρότερο είδος που πέρασε από τον πλανήτη, που όχι μόνο δεν κατάλαβε που έτυχε να γεννηθεί αλλά έκανε τα πάντα να ξεκαρφώσει και τον τελευταίο κόκκο ελληνικής άμμου για να πάρει μια άλλη ταυτότητα στα λιλιπούτεια μέτρα του. Να γίνει Άγγλος, Γερμανός, Ιταλός, Γάλλος, ακόμα και Τούρκος ή Αλβανός, Βλάχος ή Σκοπιανός αρκεί να μην έχει να υπερασπιστεί αυτά που τυχαία του χαρίστηκαν. Να βγάλει αυτό το βάρος από πάνω του αφού δεν μπορούσε ούτε να το χαρεί, άρα ούτε να το υπερασπιστεί. Ο δύσκολος τρόπος είναι να κρατήσεις την ταυτότητα σου, ο εύκολος να την αποποιηθείς για 100 τμ τσιμεντένιου κλουβιού με τραπεζικό δάνειο και ένα επίδομα από την μαμά Ευρώπη ως εθνικά ανάπηρος.

Φτιαγμένοι από ένα τυχαίο ζευγάρωμα, σε μια τυχαία χρονική στιγμή, δυστυχώς όμως σε αυτόν τον τόπο. Δυστυχώς σε αυτό το κομμάτι γης που όλοι οι θεοί του σύμπαντος βάφτισαν ως “Το κέντρο του κόσμου”. Και οι κομπλεξικοί άνοιξαν τις πόρτες του κέντρου και μπήκε μέσα όλος ο κόσμος. Με δραπανηφόρα, με αλυσοπρίονα, με μπουλντόζες, με γεωτρύπανα, με τουρμπίνες, με ανεμογεννήτριες, με ηλιοσυλλέκτες, με τράπεζες και πάνω από όλα με την λαιμαργία του κατακτητή.

Το μόνο που μένει για τους λίγους είναι να πάρουν μία μπουκάλα κρασί φτιαγμένο με τα τελευταία ελληνικά σταφύλια, ένα κομμάτι τυρί από το τελευταίο ελληνικό γάλα, ένα κομμάτι ψωμί από το τελευταίο ελληνικό στάρι, να ανέβουν στο τελευταίο ελεύθερο ελληνικό ξέφωτο, να ακουμπήσουν στον τελευταίο όρθιο ελληνικό έλατο, δίπλα από το τελευταίο ελεύθερο ελληνικό ρυάκι. Να ζητήσουν σιωπηλά συγνώμη για αυτά που δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν, για αυτά που η ελευθεριότητας της Κομπλεξοκρατίας κατάφερε σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, όση αντίσταση αυτοί κι αν προέβαλαν.

Αυτοί οι λίγοι, οι τελευταίοι, αν έχουν τα κότσια να κάνουν ζημιές ως άναρχα πνεύματα υπέρ της Ελευθερίας, ελληνοπρεπώς θα πράξουν. Κι αν είναι να πεθάνουν γέροι κι ανίκανοι ας αφήσουν την τελευταία τους πνοή αδιαπραγμάτευτοι. Ως πλάσματα που εναρμονίστηκαν απόλυτα με το περιβάλλον των ανθρώπων, των Ελλήνων, των ελεύθερων.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Ο εργασιακός μεσαίωνας της Πλαίσιο Computers 


Είναι πλέον πρόδηλο ότι η εταιρεία Πλαίσιο έχει κυρήξει τον πόλεμο στους εργαζομένους της. Μοναδικός της σύμβουλος είναι η υπεροψία. Μια εταιρεία που έχτισε το όνομα της στα πτώματα των απολυμένων και εξοθούμενων σε παραίτηση υπαλλήλων της, οι οποίοι αριθμούν πάνω από 500 τα τελευταία 3 χρόνια. Διακηρύσει ότι δίνει εργασία σε 1100 άτομα αλλά αποκρύπτει το γεγονός ότι είναι μια εταιρεία πλυντήριο εργαζομένων....

Η ίδια εταιρεία δηλώνει περήφανη κέρδη πάνω από 75% και την ίδια ώρα αντί να κάνει αυξήσεις (στο όπως είναι πλέον γνωστό) εντελώς πιεσμένο προσωπικό της, στρώνει το χαλί ενός εργασιακού μεσαίωνα.

Πρωτοστάτης στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας. Με ενοικιαζόμενους εργαζομένους. Έχοντας 4ωρους εργαζομένους των οποίων τα βασικά δικαιώματα καταπατώνται με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ατομικές συμβάσεις, “υποχρεωτικών” 10ωρων που έχουν “κενά σημεία” στη θέση των ωρών παραπάνω δουλειάς. “Πρωταθλήματα” ανταγωνισμού και "καρφώματος" μεταξύ των υπαλλήλων με έπαθλο την μη απολυσή τους, μηχανάκια χρονομέτρησης της παραγωγικότητας που μετράνε ακόμα και την ώρα που θα πάνε στην τουαλέτα και ένα σωρό άλλες πρακτικές που καθιστούν την ζωή των εργαζομένων της μαρτύριο.

Τελευταίο επεισόδιο στο μακρύ αυτό σήριαλ του success story είναι η ανίθικη μεθόδευση της ώστε να αντικαταστήσει τους 8ωρους εργαζόμενους της, με 4ωρους σκλάβους! Προφασιζόμενη ένα σωρό ανούσιες αφορμές απολύει παλιούς για να φέρει καινούργιους, κάνοντας από επιλογή και όχι ανάγκη, την 4ωρη εργασία κανόνα και όχι εξαίρεση.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι πίσω από τους στατιστικούς πίνακες, τις βραβεύσεις και τις στημένες συνεντεύξεις, η εταιρεία Πλαίσιο Computers είναι μια εταιρεία, που πλήρως εναρμονισμένη με τις καθεστωτικές κυβερνήσεις των μνημονίων, τσακίζει το ηθικό του εργαζόμενου, σκοτώνει τον μικρό-επιχειρηματία ανοίγοντας 52 Κυριακές τον χρόνο και επί της ουσίας σπρώχνει την κοινωνία στην εξαθλίωση, δημιουργώντας σκλαβοπάζαρα για τους νέους εργαζομένους.

ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ