Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Ο φόβος το στρώνει (αναδημοσίευση)


(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εποχή της 4.1.2015)

Φόβος ότι θα δω ένα περιπολικό να μπαίνει στο στενό όπου μένω.
Φόβος ότι θα με πάρει ο ύπνος το βράδυ. 
Φόβος ότι δεν θα με πάρει ο ύπνος.
Φόβος ότι το παρελθόν θα ξυπνήσει.
Φόβος ότι το παρόν θα πετάξει.
Φόβος ότι το τηλέφωνο θα χτυπήσει μες στη μαύρη νύχτα.
Φόβος για τις καταιγίδες.
Φόβος για την καθαρίστρια που έχει ένα σημάδι στο μάγουλο!
Φόβος για τα σκυλιά για τα οποία μου έχουν πει πως δεν δαγκώνουν.
Φόβος αγωνίας!
Φόβος ότι θα πρέπει να αναγνωρίσω το πτώμα ενός φίλου.
Φόβος ότι θα μου τελειώσουν τα λεφτά.
Φόβος ότι θα έχω πάρα πολλά, αν κι οι άνθρωποι δεν θα το πιστεύουν.
Φόβος για τα ψυχολογικά προφίλ.
Φόβος ότι θα αργήσω και φόβος ότι θα φτάσω πριν από όλους.
Φόβος για τον γραφικό χαρακτήρα των παιδιών μου σε φακέλους.
Φόβος ότι θα πεθάνουν πριν από μένα και ότι θα νιώθω ενοχές.
Φόβος ότι θα πρέπει να ζήσω με τη γριά μάνα μου, όταν γεράσω.
Φόβος σύγχυσης.
Φόβος ότι η σημερινή μέρα θα τελειώσει με μια άσχημη είδηση.
Φόβος ότι θα ξυπνήσω και θα έχεις φύγει.
Φόβος ότι δεν αγαπώ και φόβος ότι δεν αγαπώ αρκετά.
Φόβος ότι αυτό που αγαπώ θα αποβεί ολέθριο για αυτούς που αγαπώ.
Φόβος θανάτου.
Φόβος ότι θα ζήσω υπερβολικά πολύ.
Φόβος θανάτου.

Αυτό το είπα.
(Ρέιμοντ Κάρβερ, "Φόβος", μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος)

Ο φόβος νοτίζει τα ρούχα, ενώ μετρούμε τις πρώτες ώρες της νέας χρονιάς. Είναι ο φόβος όταν λες καλή χρονιά και δεν είσαι σίγουρος τι εύχεσαι. Ο φόβος μπροστά σε μια ξεχασμένη πόρτα ανοιχτή σε έναν άδειο παρατημένο δρόμο, ο φόβος πως η ηχώ δεν θα επιστρέψει τη φωνή σου και ο φόβος πως όταν τελικά σου απαντήσει η φωνή αυτή δεν θα σου θυμίζει τίποτα. Ο φόβος μπροστά σε μια χούφτα στάχτη και ο φόβος μπροστά σε μια σκιά δεμένη στην αυλή να γαβγίζει τους περαστικούς. Ο φόβος για το λευκό ύφασμα που πέφτει στα σκοτεινά πατώματα. Ο φόβος πως συνηθίζεις και ο φόβος πως ξέμαθες να αντιδράς. Ο φόβος πως όλα θα μείνουν ίδια και ο φόβος πως τίποτα δεν θα αλλάξει.

Φόβος πως ο κυνισμός θα συνεχίσει να υπάρχει σε άθλιες ανακοινώσεις που αλατίζουν τις πληγές των εγκλημάτων σαν το δελτίο τύπου της ΑΝΕΚ για το Norman Atlantic: «Δεδομένου ότι το πλοίο δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Εταιρείας και ότι η Εταιρεία στο πλαίσιο της ως άνω ναύλωσης έχει προβεί σε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, εκτιμάται ότι δεν θα επέλθει σημαντική επίπτωση στα οικονομικά αποτελέσματα της Εταιρείας» . Φόβος πως δεν θα βρούμε προς τα πού να κατευθύνουμε την οργή μας απέναντι στο απάνθρωπο.

Φόβος πως η δημοσιογραφία θα παραμείνει καρφωμένη στα ίδια επίπεδα αθλιότητας όπως η αντίδραση του Μανώλη Αναγνωστάκη στο πρωινό του Μέγκα όταν μιλώντας με εγκλωβισμένο στο Norman Atlantic άρχισε να φωνάζει ‘’Έλεος πια!’’ επειδή ο ναυαγός έθιξε την στάση του υπέροχου υπουργού Αργύρη Ντινόπουλου. Ή σαν τους δύο δημοσιογράφους της ΝΕΡΙΤ που κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του Αντώνη Σαμαρά μας παρουσίασαν σε προσομοίωση το πώς θα δομούνται οι συνεντεύξεις σε περιόδους δικτατορίας. Φόβος του Άδωνι Γεωργιάδη για την ψυχή της Ρένας Δούρου επειδή δεν πήγε στη δοξολογία της εκκλησίας.

Στην εκστρατεία της κινδυνολογίας που ξεκινά, ο φόβος ορίζεται ως το μόνο επιχείρημα. Ένας φόβος χτισμένος πάνω στην καταστροφή και την απόγνωση, φόβος που δεν τις αντιστρέφει αλλά αντίθετα της συντηρεί. Και το υλικό με το οποίο φτιάχνεται αυτό το ενδεχόμενο της απώλειας είναι ακριβώς οι απώλειες των τελευταίων ετών, σαν μια αντανάκλασή τους στο μέλλον, ένας πολλαπλασιασμός συνέχειας που για να επιμηκύνει τον εαυτό του παριστάνει πως τον αντιμάχεται. Αυτοί που δημιούργησαν την απώλεια τώρα τη χρησιμοποιούν ως όπλο απέναντι σε αντιπάλους διεκδικώντας τη συνέχειά της ως μόνο ενδεχόμενο. Με αυτό τον τρόπο μιλούν κατά της καταστροφής για να συντηρήσουν το υπέρ της, κόντρα σε μια καταστροφή στο μέλλον ώστε να συνεχίσουν να καταστρέφουν στο παρόν. Είναι η κριτική ικανότητα που έχει ατροφήσει μέσα στην παραζάλη της παρατεταμένης διάλυσης και τα αντανακλαστικά του ‘’όχι άλλο’’ που στρατολογούνται για να τρομοκρατήσουν. Μα αυτό το ‘’όχι άλλο’’ δεν επιτυγχάνεται ως ελεημοσύνη μέσα από την παθητικότητα του φόβου, αλλά ως διεκδίκηση μέσα από την ενέργεια της ελπίδας. Και είναι και πάλι ο φόβος αυτός που θα ορίσει την ελπίδα ως ανόητο όνειρο, την διεκδίκηση ως κάτι μάταιο και την υπόσχεση ως λαϊκισμό. 

Είναι τέλος ο φόβος, απέναντι σε κάθε τι το νέο μα και ίσως ο φόβος ως επικύρωση πως αυτό που έρχεται θα είναι νέο.

Ας τρομοκρατήσουμε λοιπόν τους φόβους μας. Βάζοντας τη διεκδίκηση στη θέση της βεβαιότητας, το χώμα στη θέση της στάχτης, την ελπίδα στη θέση της απόγνωσης και του πανικού. Γιατί το νέο δεν είναι τίποτα άλλο από τον ιδρώτα του τρομοκρατημένου φόβου.

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η έμφυτη δειλία του μέσου ανθρώπινου μυαλού (αναδημοσίευση)


Γράφει: Μαριάνθη Πελεβάνη
από το Περιοδικό

Μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα; Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος; Μπορούμε να αλλάξουμε; Στο βάθος, αυτά αντιλαμβάνομαι ότι είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν μέσα στον καθένα, αυτές τις παράξενες, πολιτικά, μέρες. Μπορεί να ανατραπεί το μνημόνιο; Μπορούν να σταματήσουν να πληρώνουν οι πολλοί, οι «από κάτω»; Μπορούν να υπάρξουν θέσεις εργασίας, αύξηση μισθών; Μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη, άμεση δημοκρατία; 

Όχι, πιστεύουν οι περισσότεροι. Είτε ψηφίσουν συντηρητική διακυβέρνηση, ως φανατικοί πιστοί της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων – ακόμη κι αν αυτή είναι άρρωστη και σάπια – φοβούμενοι κάθε αλλαγή, κάθε κίνηση, είτε ψηφίσουν αριστερή διακυβέρνηση, ελπίζοντας σε κάποια ευρώ παραπάνω κι ένα κράτος πιο «ευαίσθητο», βρισκόμαστε πολύ μακριά από το πέρασμα της διακυβέρνησης των ανθρώπων στη διαχείριση των πραγμάτων, όπως οραματίστηκε ο θείος Μαρξ. 

Η κοινή γνώμη, ο μέσος άνθρωπος, οι πιο πολλοί, τέλος πάντων, δεν επιθυμούν μάλλον την αλλαγή και σίγουρα δεν την πιστεύουν. Γιατί μπορεί βιώνοντας σκληρά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης να μετατοπίζεται προς τα αριστερά η ψήφος τους, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη συνείδησή τους. Και βέβαια δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί να έχει επαναστατήσει η τσέπη μας, αλλά το πνεύμα μας ακόμη όχι.

Η επιθυμία της εξουσίας νικά τον πόθο της αλληλοβοήθειας αιώνες τώρα στην ιστορία της ανθρώπινης φύσης. Έτσι τίποτα δεν αλλάζει. Ακόμη κι όταν υψηλά ιδανικά κι αξίες δεν τις καταπολεμούμε, τις αγνοούμε, αρνούμενοι να τις υλοποιήσουμε, αρνούμενοι να αλλάξουμε, έτσι τις νικούμε.

Αυτή η έμφυτη δειλία του μέσου ανθρώπινου μυαλού είναι και η φυλακή του. Αυτήν ταϊζουν και οι μηχανισμοί εξουσίας, εξωτερικοί και εσωτερικοί. Αυτόν τον φόβο μάς εμφυσούν από τα πρώτα βήματά μας. Δεν διδασκόμαστε να ζούμε ελεύθεροι. Η αλλαγή δεν είναι ζωή, η αλλαγή είναι φόβος.

Αυτό φοβάμαι με τη σειρά μου πως είναι και το πρόβλημα μιας αριστερής, μεταρρυθμιστικής ή ριζοσπαστικής, κυβέρνησης. Πώς να διακυβερνήσεις αριστερά, δεξιό λαό; Μπορεί ο πολιτικός πολιτισμός, ο αξιακός κόσμος των συντηρητικών να ανατραπεί, να αλλάξει; Δύσκολο αλλά πιθανόν, αν συμμετέχουν οι ίδιοι, δίνοντας μάχες εντός κι εκτός τους. Μπορεί η αριστερή κυβέρνηση να μετατοπίζεται αυτή δεξιότερα, ώστε να παραμένει και κυβέρνηση; Εύκολο και το πιο πιθανόν, σύμφωνα και με την έως τώρα πορεία. Μπορεί ένα αριστερό κόμμα να κυβερνήσει ή μόνο ένας αριστερός λαός γράφει ιστορία αλλαγής κι εξέλιξης;

Από τα χρόνια της καπιταλιστικής ακόμη ευημερίας κάποιες αριστερές μειοψηφίες ξαναμίλησαν για αντίστροφη ιεράρχηση των αξιών, για τις έμφυτες συγκρουόμενες τάσεις της υποταγής και της χειραφέτησης στην ανθρώπινη φύση και ο λόγος τους επανατοποθετούνταν στον κοινό αιώνιο τόπο του ανθρώπινου στοχασμού που αναζητεί την απελευθέρωσή του ανθρώπου. Στο σημείο όπου ήρωες, ιστορικοί, φιλόσοφοι, μαθηματικοί και ποιητές συναντήθηκαν, όπου και η γεωμετρία και η ηθική συμπεριλήφθησαν, εκεί που ο άνθρωπος σπάει τον τοίχο και βλέπει ολόκληρη τη ζωή. Κι όμως, οι μειοψηφίες μένουν μειοψηφίες, οι ιδέες μένουν ιδέες και οι άνθρωποι μένουν ίδιοι.

Όσο δεν υπάρχει πράξη, όπου να μην υπεισέρχεται το κέρδος, ο φόβος της απώλειας, η επιθυμία για δύναμη, όσο δεν μπορείς να συμπεριφερθείς ελεύθερα κι ισότιμα στους άλλους ανθρώπους, αλλά είσαι αναγκασμένος να τους μεταχειριστείς ή να τους διατάξεις ή να τους υπακούσεις ή να τους κοροϊδέψεις, όσο φοβόμαστε την αλλαγή… ο κόσμος μας θα είναι ένα κουτί, ένα πακέτο τυλιγμένο με το ωραίο χαρτί του γαλανού ουρανού, των κάμπων, των δασών, των μεγάλων πόλεων. Κι όταν ανοίγεις το κουτί, θα βλέπεις μέσα ένα σκοτεινό υπόγειο γεμάτο σκόνη, έναν άνθρωπο νεκρό.

Σε έναν άλλον κόσμο, για τον οποίο γράφει η βραβευμένη Ούρσουλα Λε Γκεν στον «Αναρχικό των δύο κόσμων», στην Ανάρες δεν έχουνε παρά μόνο την ελευθερία τους. Έχουνε νόμο την αρχή της αλληλοβοήθειας των ανθρώπων. Έχουνε κυβέρνηση την ελεύθερη ένωση. Δεν έχουνε κράτη, έθνη, προέδρους, πρωθυπουργούς, αρχηγούς, στρατηγούς, αφεντικά, τραπεζίτες, φεουδάρχες, μεροκαματιάρηδες, ελεημοσύνη, αστυνομία, στρατιώτες, πολέμους. Ούτε κι έχουνε σε τίποτα περίσσευμα. Δεν κατέχουνε, μοιράζονται. Δεν ευημερούνε. Κανένας τους δεν είναι πλούσιος. Κανένας τους δεν είναι παντοδύναμος… Αν θέλετε την Ανάρες, αν θέλετε να στραφείτε στο μέλλον, τότε πρέπει να βαδίσετε μπροστά με άδεια χέρια. Πρέπει να προχωρήσετε μόνοι, γυμνοί, σαν παιδί που έρχεται στον κόσμο, που μπαίνει στο μέλλον του, χωρίς παρελθόν, χωρίς να κατέχει τίποτα, που η ζωή του εξαρτάται εξ ολοκλήρου απ’ τους άλλους. Δεν μπορείτε να πάρετε ό,τι δεν έχετε δώσει, και είστε εσείς που πρέπει να δοθείτε. Δεν μπορείτε να αγοράσετε την Επανάσταση. Δεν μπορείτε να κάνετε την Επανάσταση. Μπορείτε μόνο να είστε η Επανάσταση. Είτε η επανάσταση θα είναι στο πνεύμα σας είτε πουθενά.

Ω φως της ανατολής, αφύπνισε
Όσους κοιμήθηκαν!
Θα διαλυθούν τα σκοτάδια
Θα τηρηθεί η υπόσχεση.

Eduardo Galeano - El miedo manda (greek subs)

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Αντίστροφες πρωτοχρονιές (αναδημοσίευση)


στην Εφημερίδα των Συντακτών

‘’ Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς μοιάζει αρκετά με το θάνατο ενός κατοικίδιου. Ξέρεις πως θα συμβεί, αλλά για κάποιον λόγο ποτέ δεν είσαι προετοιμασμένος για το πόσο απαίσια θα είναι η στιγμή που θα συμβεί’’. 

 Παρά την υπερβολή δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει με την παρατήρηση του κωμικού John Oliver (ακόμη και αν δεν έχει κατοικίδια). Και αν δεν ισχύει σε απόλυτο βαθμό, σίγουρα όλοι μας μπορούμε να ανασύρουμε στην μνήμη Πρωτοχρονιές που περιγράφηκαν ακριβώς έτσι. Τα Sold-out μποτιλιαρίσματα στους άχαρα στολισμένους δρόμους και οι υπερήφανοι κουμανταδόροι που όλα τα ξέρουν γι αυτό θα ξεκινήσουν 5 λεπτά πριν τις 12 ώστε να το αποφύγουν (όλοι μας το έχουμε κάνει), την επιβολή της χαράς και της αισιοδοξίας υποχρεωτικά και άνευ όρων, τις κακές συνεννοήσεις που σε κάνουν να περνάς τον περισσότερο χρόνο της βραδιάς στο κρύο, εκείνος ο φίλος που έτυχε σήμερα να πιει λίγο παραπάνω και τον μαζεύεις, διάφοροι ενοχλητικοί στην τηλεόραση που μας ενημερώνουν τι ώρα είναι, ο δήμαρχος Αθηναίων που κάθε χρόνο μπερδεύεται στην αντίστροφη μέτρηση και μας επιβάλλει έτσι μισή ακόμη ώρα περσινής χρονιάς. Μα η πρωτοχρονιά είναι μια γιορτή που μας ενώνει και μας φέρνει πιο κοντά παρά τις διαφορές μας. Μια γιορτή που μας ενώνει στο πόσο πολύ την αντιπαθούμε.

Αν υπάρχει κάτι που μας δίδαξαν οι Πρωτοχρονιές αυτό είναι να μετρούμε ανάποδα. Και είναι περίεργη αυτή η αντίστροφη κίνησή μας η οποία έχει πάντα σαν αποτέλεσμα να μας στέλνει μπροστά στον χρόνο, βάζοντας το όριο της αλλαγής με τόσο αμετάκλητο τρόπο, γεμίζοντάς μας τόσο αμετάκλητο χρόνο, σαν να ταξιδέψαμε απότομα πολλά μίλια μπροστά. Μα τι θα γινόταν άμα βρισκόμαστε ξάφνου πίσω; Αν την παραμονή και ενώ όλοι περιμένουμε, ο δήμαρχος αποχαιρετούσε το 2014 λέγοντας ‘’3…2…1… σόρρυ παιδιά είναι και πάλι 2013’’.

Νομίζω δεν θα προκαλούσε εντύπωση. Θέλω να πω, τα τελευταία χρόνια, το παρόν μας γέμισε τόσο παρελθόν, που ο χρόνος μοιάζει με μια θολή στιγμή που απλώνει, χωρίς συγκεκριμένα σημεία στον ορίζοντα. Όλοι αναπολούν περασμένες χρονιές, περασμένες περιόδους, σέρνοντας την ανάμνηση στην επιθυμία, το βίωμα στην ευχή. Ακόμη και ως κίνδυνο ή ως ξεπεσμό βρισκόμαστε και πάλι στο παρελθόν: Χούντα, δικτατορία, Τσολάκογλου, αποστασίες, Ιουλιανά. Το παρελθόν είναι εδώ για να περιγράψει την αδράνεια του παρόντος, την κίνηση ενός σώματος που ακόμα και αν μετακινείται μένει παγωμένο ανάμεσα σε λεπτά και λεπτοδείχτες. Διαμπερές στα περασμένα, έκθετο στην επανάληψη, σώμα όσων έφυγαν και όμως δεν φεύγουν. Ας γυρίσουμε λοιπόν πίσω, σαν μια κίνηση αντίστροφου θράσους, σαν μια επιπλοκή νιότης στο μέλλον ετούτο που γερνά.

‘’Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει’’, μας ενημερώνει ο γεμάτος αισιοδοξία ποιητής μας. Μήπως λοιπόν αντί να προσθέτουμε μια χρονιά θα ήταν προτιμότερο να αφαιρούμε μία ή μήπως (αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί στους μαθηματικούς μας τρόπους) να προσθέτουμε μια χρονιά που αφαιρέθηκε; Μήπως αντί να γιορτάζουμε, καλύτερα να στεναχωριόμαστε; Χαζές σκέψεις ίσως, αλλά αυτά παθαίνεις όταν έχεις ως μόνιμο ορίζοντα το παρελθόν, είτε ως αισιοδοξία είτε ως απαισιοδοξία. Φταίει και η ποίηση βέβαια που ποτέ της δεν τα πήγαινε καλά με τα ρολόγια. Ο Γιάννης Βαρβέρης που γράφει: ‘’Έλα λοιπόν, φύγε κι εσύ λοιπόν, φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου, μια και το μόνο μου μέλλον είναι να γίνουν όλα γύρω παρελθόν’’.

Ας βγούμε λοιπόν για μια φορά από τις πρωτοχρονιάτικες επιταγές, τις κοινότοπες ευχές, τις ανέξοδες υποσχέσεις, όλα όσα μας σπρώχνουν επιθετικά προς τα εμπρός. Ας παρατήσουμε για μια φορά τους πολεμικούς χάρτες της αισιοδοξίας και της επιτυχίας στα απομεινάρια του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού, στα απομεινάρια των χαμογελαστών πάρτι, στα απομεινάρια μιας μέρας που στέκει διάτρητη από χρόνο. Και ας μην κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Αυτή τη χρονιά ας κάνουμε σχέδια για το παρελθόν, αφού το μόνο παρελθόν μας είναι να γίνουν όλα μπροστά μας μέλλον.

Να προλάβεις και να πεις (αναδημοσίευση)

από enfo.gr
Tάσος Κ.
© RondellMelling - pixabay.com

Πριν αλλάξει η χρονιά, πριν χαθεί ο χρόνος μέσα από τα χέρια σου, όπως χάνονται οι κόκκοι της άμμου μέσα από τα δάχτυλά σου, πρόλαβε και πες...

Ένα ευχαριστώ σε εκείνον που σε έσωσε όταν το θηρίο μέσα σου κατασπάραζε τα σωθικά σου.

Μία συγγνώμη σε εκείνον που τα λόγια και οι πράξεις σου πλήγωσαν και ανάγκασαν τα φώτα της ψυχής του να σβήσουν, τις λάμπες να σπάσουν και τα θρύψαλά τους έσκιζαν τον εσωτερικό του κόσμο.

Σφίξε το χέρι σε εκείνον που αιφνίδια μπήκε στη ζωή σου και σε άλλαξε. Σε έκανε καλύτερο φίλο, καλύτερο συνοδοιπόρο στο δύσβατο μονοπάτι της ζωής, καλύτερο άνθρωπο.

Κάνε μια αγκαλιά σε εκείνον που ακόμα και όταν ζητούσες να φύγεις από τα πάντα, να μείνεις μόνος σου κάπου μακριά και να μη σκέφτεσαι κανέναν και τίποτα, δεν σε άκουσε και στάθηκε βουβός στο πλάι σου μέχρι το τέλος κι ας νόμιζες πως δεν τον χρειαζόσουν.

Δώσε ένα φιλί σε εκείνον που λαχταρούσες μα φοβόσουν. Δεν ξέρεις τι, αλλά φοβόσουν...

Για μία μέρα στη χρονιά που πέρασε, στη δική σου χρονιά, γίνε πιο ευαίσθητος, πιο καλός, πιο άνθρωπος!

Υ.Γ. Που ξέρεις; Μπορεί όλοι αυτοί να περιμένουν καιρό το ευχαριστώ, τη συγγνώμη, τη χειραψία, την αγκαλιά, το φιλί σου!

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Ο αεί και ωσεί παρών χρόνος (αναδημοσίευση)

"Πρέπει να τρόμαξαν από τούτο τον χορό κι έτσι επέστρεψαν στον πλανήτη, έφτιαξαν τα σπιτάκια τους, 
δάμασαν τον χρόνο και τα πάθη, ρίζωσαν στο «εγώ» τους"


Στις απαρχές του χρόνου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, εικάζουν πολλοί ότι εμφανίστηκε η γλώσσα και ο χορός, η μουσική και ο έρωτας στα σώματα των ανθρώπων. Ο πόνος, η καταστροφή και η πανωλεθρία είχαν προηγηθεί· πουθενά το λογικό ή η τρέλα. Αστέρια χόρευαν στο χάος και τα σώματα συμμετείχαν με χαρά και ευθυμία. Πρέπει να τρόμαξαν από τούτο τον χορό κι έτσι επέστρεψαν στον πλανήτη, έφτιαξαν τα σπιτάκια τους, δάμασαν τον χρόνο και τα πάθη, ρίζωσαν στο «εγώ» τους. Επραξαν καλά.

Κι έτσι φτάσαμε στην προεκλογική περίοδο ώς τις 25 Ιανουαρίου του 2015. Και να, σωρός τα μηνύματα από τους «συμπάσχοντες»: χαρά και ανακούφιση, αποφασιστικότητα και ελπίδα· το μέλλον ανοίγεται μπροστά μας με ονοματεπώνυμο: αριστερή κυβέρνηση. Πρέπει με κάθε τρόπο να το αποκρυπτογραφήσουμε· πρέπει ακόμη να ανακαλύψουμε το σθένος για να τα βγάλουμε πέρα και να αποδεχτούμε το νέο τούτο όνομα, που σκανδαλίζει πολλούς, είναι αλήθεια, αλλά τι να κάνουμε, μπήκε στη γραμματική του αεί παρόντος χρόνου μας.

Τέρμα το ψεύδος και ο τρόμος των εξουσιών, τέλος στα δήθεν του φιλελευθερισμού. Να ‘ναι αλήθεια, έτσι; Σαν άλλα να δείχνει ο χρόνος μας, κάτι σαν επιφυλακτικότητα και μια ψιλοταραχή για το άγνωστο μέλλον της διακυβέρνησης. Η λαϊκή σοφία δεν βοηθάει, μήτε η ψυχανάλυση, ούτε οι επιστήμες του ανθρώπου. Προπαντός ουδείς τολμά να ξεφύγει από τα όριά του (ατομικά ή συλλογικά). Δεν υπάρχει απόλυτη εμπιστοσύνη, μόνο παρηγοριά για την απελευθέρωση από την εξουσία των υποτακτικών των μνημονίων. Υπάρχουν βεβαίως οι κανόνες της λογικής και οι άβυσσοι της τρέλας, αλλά κάπου τα έχουμε μπερδέψει. Η προώθηση της πολιτικής τέχνης απαιτεί γκρέμισμα θεμελίων, καταστροφή του παλιού κόσμου, ξεθωριασμένων ιδεολογιών, εκρίζωση της κρίσης. Κάτω από όλα αυτά ευδοκιμεί το νέο, που όμως απαιτεί τόλμη και αποφασιστικότητα και -κυρίως- παραίτηση από την αλαζονεία και το αρνητικό «εγώ» αυτών που θα καταλάβουν τα γκέμια της κυβέρνησης.

Ας μη βιαζόμαστε να συλλαβίσουμε τον νέο κόσμο αν δεν πειστούμε τι σημαίνει νέος, μάλλον ότι νέος σημαίνει υπερβατικός και αντισυστημικός τρόπος της δομής ενός πολιτικού συστήματος. Ολα τούτα τα οιονεί ασύνδετα θα έβγαζαν κάποιο νόημα αν ο αεί παρών χρόνος (μας) εκληφθεί ως ωσεί παρών· κάτι ίσως καταλαβαίναμε τότε. Μέρες που ‘ναι, καλά είναι τα αινίγματα και τα όνειρα, το νοητικό συναπάντημα με το απρόσμενο και τον σοσιαλισμό. Χωρούν άρα ακροβασίες στην πολιτική σκηνή, να ενθαρρύνουμε όμως τους ακροβάτες και όχι να τους αποθαρρύνουμε ή να τους γιουχαΐζουμε προτού καν ανεβούν στο τεντωμένο σκοινί. Γιατί είναι πολύ πιθανό τούτο το σκοινί να είναι η βαθύτερη υποκειμενικότητα του καθενός μας ξεχωριστά· άρα πρέπει να βάλουμε πλάτη και όχι να ισοπεδώνουμε ιδέες και προσωπικότητες.

Ας μας βοηθήσει ο νέος χρόνος να είμαστε πιο συνετοί και μυαλωμένοι, περισσότερο ρεαλιστές, αλλά το ίδιο περισσότερο κυνηγοί του ονείρου (της κοινωνίας). Πάμε αριστερά, λοιπόν, με ευψυχία και αποτελεσματικότητα. Οχι;a

Καλή χρονιά, κύριε άστεγε (αναδημοσίευση)

από efsyn

Κατηφορίζοντας κάθε βράδυ στην Κολοκοτρώνη η ίδια σκέψη στοιχηματίζει με το αμήχανο βλέμμα μου: ας μην είναι εκεί, ξαπλωμένος στην ίδια θέση, φασκιωμένος στην κόκκινη κουβέρτα του. Και κάθε βράδυ η παρουσία του με διαψεύδει. Λέξη υπερβολική η «παρουσία» εν προκειμένω, ανακαλείται για να αποδώσει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που σημαίνει· την απουσία του ανθρώπου δίχως σπίτι που σκέπασε το πρόσωπό του για να μη βλέπει το προσωπείο αυτής της πόλης.

Ανεβαίνοντας στα γραφεία της εφημερίδας αλλάζω παραστάσεις. Κόσμος πηγαινοέρχεται, έντονα φώτα, φασαρία παντού, συσκέψεις, διαφωνίες, πειράγματα, η επικαιρότητα καταγράφεται στις οθόνες των υπολογιστών, ρεπορτάζ βροντοφωνάζουν για τον κόσμο που δεν αντέχει, αναλύσεις δίνουν και παίρνουν για τον εμπαιγμό των πολιτικών που δεν έχει τελειωμό, φωτογραφίες καταλαμβάνουν τη θέση τους ανάμεσα σε τίτλους και αράδες.

Την ώρα που το βλέμμα μου δραπετεύει από την οθόνη του υπολογιστή και περιεργάζεται τον χώρο σκέφτομαι τα σφαλιστά του μάτια. Όταν ανταποδίδω ένα συναδελφικό χαμόγελο, μια καληνύχτα, ένα χτύπημα στην πλάτη, αναλογίζομαιπώς είναι να ξημερώνεται στο παγωμένο τσιμέντο, τι σκέφτεται όταν περνούν από δίπλα του παρέες γελώντας, πόσο κρυώνει, πώς αντιμετωπίζει τη βροχή, τι φοβάται περισσότερο.

Θυμάμαι πριν από δέκα χρόνια, στο Εδιμβούργο, πόση εντύπωση μου είχε κάνει η εικόνα των αστέγων που είχαν συντροφιά τους έναν σκύλο. Έμαθα ότι οι αρχές της Σκοτίας για να μην υπάρχουν αδέσποτα στον δρόμο δίνουν κάποιο μικρό επίδομα στους «κλοσάρ» για τον τετράποδο φίλο τους. Έρευνες έχουν δείξει ότι οιανέστιοι άνθρωποι βρίσκονται σε καλύτερη, όσο γίνεται, ψυχολογική κατάσταση έχοντας για παρέα κάποιο από αυτά τα ζωντανά πλάσματα.

Οι δρόμοι γύρω από το Σύνταγμα πλημμύρισαν χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, οι βιτρίνες φόρεσαν τα γιορτινά τους και τα βλέμματα μαγνητίζουν κόκκινες γιρλάντες, κόκκινα αγιοβασιλάκια, κόκκινα στολίδια. Μοναδική παραφωνία, μια κόκκινη κουβέρτα κατάχαμα, σαν σακούλα σκουπιδιών που ξέχασαν να τη φορτώσουν στο απορριμματοφόρο.

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Ο ύμνος της αγάπης (αναδημοσίευση)



Οι μετανάστες ελπίζουν. 
Ανοίγουν τις γρίλιες του κορμιού τους για να
μπει φως. 
Για να μπει ο έξω κόσμος μέσα τους. 
Το ζεστό ψωμάκι και το γάλα. 
Το γλυκοχάραμα και το αεράκι.
Οι γυναίκες που βογκάνε.

Οι μετανάστες ελπίζουν, 
προσεύχονται και κατρακυλούν ξανά προς τον ύπνο.
Έχουν τα καθρεφτάκια τους γύρω.
Τσουκάλια και αφρό ξυρίσματος.
Ξυραφάκια και διαφημιστικά φυλλάδια.
Αυτοσχέδιες στρώσεις για τα λιωμένα παπούτσια. 
Αγρύπνια και γαύγισμα τού σκύλου. 

Οι μετανάστες ελπίζουν.
Ομιλούν μια διάλεκτο που λίγοι καταλαβαίνουν. 
Η ανάσα τους με βήμα σημειωτόν 
διασχίζει την Έρημη Χώρα
με τους νεωτερισμούς, τα ωραία νησιά,
τα φροντιστήρια, τα είδη προικός,
τα ζαχαροπλαστεία, τη διανόηση, τα φαρμακεία. 

Οι μετανάστες ελπίζουν.
Λατρεύουν τα σύκα και τους αγρούς.
Τα χόρτα, το τυρί, τις γκαζόζες.
Τη δύση του ήλιου, τα λαγκάδια, τις οξιές. 

Οι μετανάστες ελπίζουν.
Πληρώνουν χίλια ευρώ για να βγουν στον παράδεισο. 
Στη Μανωλάδα, στο Βέλγιο, στις Κάννες, στο Σχιστό,
στα βαμβάκια, στα καπνά,
στα θερμοκήπια της Ισπανίας,
σε αποθήκες στο Αγγελόκαστρο,
σε φορτηγά για το Μπρίντιζι,
σε λιμάνια για τον άλλο κόσμο.

Οι μετανάστες ελπίζουν, 
στο χριστό, στο Μωάμεθ, στο βούδα, 
στις αλογόμυγες, στα μαμούνια. 
Με το καρτοκινητό
στέλνουν χαμόγελα στη μανούλα.

Οι μετανάστες ελπίζουν. 
Ψάχνουν το μέλλον στους καμένους χάρτες
και στις ρουφηγμένες ψυχές. 
Ψάχνουν για μεροκάματα στα χωράφια. 
Για φαί στα σκουπίδια. 
Για σάπια φρούτα στις λαϊκές. 

Οι μετανάστες ελπίζουν.
Λουφάζουν στους σταθμούς των τραίνων. 
Δεν τρώνε φασολάκια χλωρά.
Δεν πηγαίνουν σχολείο. 
Παρά μαζεύουν καμπανούλες 
που φυτρώνουν στις ράγες
που οδηγούν στην πατρίδα.

υγ. πρόσθετο.
μου το δώρησε η σημερινή μου διάθεση 
Καλή Χρονιά κι από 'δώ.

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Οπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά (αναδημοσίευση)

Giovanni Bellini: Άγιος Ιερώνυμος, 1505.National Gallery of Art, Washington.


Στο τέλος της χρονιάς, απόλογος. Κοιτάς φευγαλέα πάνω απ΄ τον ώμο, σαν να οδηγείς μοτοσυκλέτα, να ελέγξεις την κίνηση πίσω. Αλλά η προσοχή είναι συγκεντρωμένη μπροστά, σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάς πίσω, επιμένεις. Ξανά και ξανά. 

Σταδιακά εμφανίζονται φιλμάκια σούπερ οκτώ, βίντεο θαμπά VHS, φωτογραφίες ξεπλυμένες Kodacolor, προτού εφευρεθεί το Instagram και η νοσταλγία ως εφέ. Στο πίσω ρεύμα κυκλοφορούν εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό. 

Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει. 

Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια. 

Ενα: 
Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν: 

«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά». 

Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία. 

Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη. 

Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν. 

Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας. 

Δύο: 
Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον». 

Τρία: 
Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα. 

..κι εσείς γιορτάστε!

“Γιορτάστε. Εγώ πέθανα στο κρύο δίπλα στα σκουπίδια. Εκεί που με στείλατε ως κοινωνία. Στα σκουπίδια.”


Πηγή: forVolos
από την Ηλέκτρα Προσήλια

Αυτές τις γιορτινές μέρες πολλών η διάθεση αλλάζει. Τείνει να γίνεται πιο ευαίσθητη…
Δώρα, κατανάλωση, ψώνια, τηλέφωνα σε συγγενείς, τακούνια, λαμπάκια, στολίδια, κραγιόν, πάρκα Άι – Βασίλη στο κέντρο της πόλης με κιόσκια χαλβά και ασημένιων κοσμημάτων με μουσική υπόκρουση Adele – Someone like you, και φυσικά να μην ξεχάσουμε τα δάκρυα στο ιστορικό κτίριο Πικιώνη (αλήθεια τι γνώμη έχουν οι αρχιτέκτονες της πόλης για αυτό; δεν την ακούσαμε κάπου), αλλά ούτε και το φαντασμαγορικό υπερθέαμα στην οδό Δημητριάδος, τον ασυναγώνιστο μπλε ουρανό από φωτάκια.

Και ένας θάνατος…

Θυμίζει σκηνή από ταινία όπου σε πανηγύρι ή σε λούνα παρκ ξαφνικά σκορπάει ο κόσμος ουρλιάζοντας στο θέαμα ενός ανθρώπινου πτώματος.

Ένας άστεγος βρίσκεται νεκρός δίπλα σε κάδο σκουπιδιών ξημερώματα Σαββάτου από υπαλλήλους της καθαριότητας του Δήμου. Περιφερόταν με ποδήλατο. Κανείς δεν ξέρει γιατί κατέληξε εκεί και πώς. Και κανείς δεν θα ψάξει να μάθει.

Σίγουρα η χαριτωμένη κοπελίτσα με το καινούριο παλτό και τις γόβες που ποζάρει σε selfie με πρόστυχο μορφασμό κάτω από το μπλε φωτεινό χαλί, πριν τον latte decafeine της στο κέντρο, δεν θα ταραχτεί στην είδηση.

Σίγουρα πολλοί θα στεναχωρηθούν για λίγα λεπτά και ύστερα θα επιστρέψουν στην καθημερινότητα των Χριστουγέννων.

Όμως αυτός ο θάνατος μάτωσε όλο το μπλε χαλί της Δημητριάδος και λέκιασε όλα τα κόκκινα χαλιά της Ερμού. Αυτός ο θάνατος χάλασε την γιορτινή καθημερινότητα με τίμιο και ειλικρινή τρόπο. Σαν να μας χτύπησε την πόρτα για τα κάλαντα. “Γιορτάστε. Εγώ πέθανα στο κρύο δίπλα στα σκουπίδια. Εκεί που με στείλατε ως κοινωνία. Στα σκουπίδια.”

Αυτός ο θάνατος έχει ένα όνομα: Αδιαφορία