Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Για τον πόνο, την οργή, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη.

Ανακοίνωση του Ζαπατίστικου Στρατού για την Εθνική Απελευθέρωση (EZLN). 
Σεπτέμβριος 2015


πηγή: Το Περιοδικό
Αναδημοσιεύουμε την τελευταία ανακοίνωση του Ζαπατίστικου Στρατού για την Εθνική Απελευθέρωση, των γνωστών μας Ζαπατίστας. Συνέπεσε με την συμπλήρωση ενός χρόνου από την εγκληματική συνεργασία αστυνομίας και καρτέλ στο Μεξικό, με στόχο την απαγωγή και δολοφονία δεκάδων αριστερών φοιτητών που διαμαρτύρονταν για την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης…

Σεπτέμβριος 2015

Συντρόφισσες & σύντροφοι της έκτης διακήρυξης στο Μεξικό και στον κόσμο :
Αδελφές και αδελφοί των ανθρώπων της Γης:

Η συλλογική μας καρδιά γνωρίζει, πριν και τώρα, ότι η θλίψη μας δεν είναι ένας στείρος θρήνος.

Ξέρει ότι η οργή μας δεν είναι μια ανώφελη εκτόνωση.
Ξέρουμε ποιοι και τι είμαστε, ξέρουμε ότι οι λύπες και η οργή μας γεννιούνται και τρέφονται από τα ψέματα και τις αδικίες.

Είμαστε αυτό που είμαστε, γιατί αυτός που είναι πάνω, σε βάρος όσων από εμάς είμαστε κάτω, λέει ψέματα για να κάνει πολιτική και να στολίζει το θάνατο, την απαγωγή, τη φυλάκιση, την δίωξη και τη δολοφονία, με το σκάνδαλο της διαφθοράς του.

Αυτός που είναι πάνω είναι ένας εγκληματίας με ασυλία και χωρίς ντροπή, το χρώμα της πολιτικής του, δεν έχει σημασία. Δεν έχει σημασία, αν προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την αλλαγή ενός ονόματος και ενός πανό.
Είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο, η ίδια αλαζονεία, η ίδια φιλοδοξία και η ίδια βλακεία.
Σα να θέλουν με την εξαφάνιση και τη δολοφονία, να εξαφανίσουν και να δολοφονήσουν και τη μνήμη.

Από τους πάνω και από εκείνους που εμμένουν στις διαστροφές και τη μιζέρια τους, θα λάβουμε μόνο το ψέμα ως μισθό και την αδικία ως πληρωμή.

Η αδικία και το ψέμα φτάνουν στην ώρα τους κάθε μέρα, όλες τις ώρες, παντού.
Η εκδίωξη από την εργασία μας, τη ζωή μας, τη γη μας και τον φυσικό κόσμο δεν τους ικανοποιεί.
Μας κλέβουν επίσης αυτούς που είναι γιοι, κόρες, αδελφές, αδελφοί, πατέρες, μητέρες, συγγενείς, σύντροφοι-ισσες και φίλοι μας.

Αυτός που είναι πάνω, μας διώκει, μας βάζει φυλακή, μας απαγάγει, μας εξαφανίζει και μας δολοφονεί.
Δεν αποτελειώνουν μόνο σώματα και ζωές.
Καταστρέφουν επίσης και ιστορίες.

Στην κορυφή της λήθης αυτός που είναι πάνω, χτίζει την ατιμωρησία του.
Λήθη είναι ο δικαστής που όχι μόνο τον απαλλάσσει, αλλά και τον ανταμείβει επίσης.
Γι’αυτούς και άλλους λόγους, η λύπη και η οργή μας αναζητά την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.

Αργά ή γρήγορα θα καταλάβουμε, ότι αυτά δεν μπορούμε να τα βρούμε πουθενά, ότι δεν υπάρχει κανένα βιβλίο ή ομιλία, ούτε κανένα δικαστικό σύστημα, όργανο, υπόσχεση, ώρα ή τόπος που να τα δίνει.
Μαθαίνουμε ότι πρέπει να τα χτίσουμε.

Σαν ο κόσμος να μην ήταν ήδη σοφός, σαν ένα κενό να τραυμάτισε τη μήτρα της Γης, κομματιάζοντας την καρδιά του χρώματος εκείνων που ζουν στη Γη.

Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνουμε, ότι χωρίς αλήθεια και χωρίς δικαιοσύνη, δεν υπάρχει συνετή ημέρα ή νύχτα. Το ημερολόγιο δεν παίρνει καμία μέρα ρεπό, η γεωγραφία δεν αναπαύεται.

Σε πολλές γλώσσες, ιδιώματα, σύμβολα, αναφέρουμε εκείνους που λείπουν.
Και κάθε θλίψη και κάθε οργή παίρνει ένα όνομα, ένα πρόσωπο, μια ιστορία, ένα κενό που πονάει και ντροπιάζει.
Ο κόσμος και η ιστορία του είναι γεμάτος με απουσίες.

Και οι απουίες γίνονται ένα μουρμουρητό, μια ισχυρή λέξη, ένα κλάμα ή μια κραυγή.
Δεν ουρλιάζουμε για μεταμέλεια. Δεν κλαίμε για οίκτο. Δεν παραπονιόμαστε για παραίτηση.
Αυτά τα κάνουμε, έτσι ώστε εκείνοι που λείπουν, να μπορέσουν να βρουν το δρόμο τους πίσω.
Ώστε να ξέρουν ότι είναι εδώ, ακόμη κι αν λείπουν.

Ώστε να μην ξεχάσουν, ότι εμείς δεν ξεχνάμε, πάντα θυμόμαστε.
Για την θλίψη, την οργή, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη.

Για την Ayotzinapa και για όλες τις Ayotzinapas, που τραυματίζουν τα ημερολόγια και τις γεωγραφίες αυτών που ανήκουν στους κάτω.
Γι’αυτό το λόγο η αντίσταση.

Γι “αυτό η εξέγερση.
Επειδή θα έρθει η στιγμή, που αυτοί που μας χρωστάνε τα πάντα, θα πληρώσουν.

Αυτός που διώκει θα πληρώσει, αυτός που φυλακίζει θα πληρώσει, αυτός που χτυπάει και βασανίζει θα πληρώσει. Αυτός που επέβαλε την απελπισία των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων, θα πληρώσει. Αυτός που δολοφονεί, θα πληρώσει.

Επειδή το σύστημα που δημιούργησε, έθρεψε, προστάτεψε και με το οποίο κάλυψε εγκλήματα, ντυμένος σαν την κακή κυβέρνηση, θα καταστραφεί. Δεν θα καλλοπιστεί, δεν θα μεταρρυθμιστεί, δεν θα εκσυγχρονιστεί. Θα κατεδαφιστεί, θα καταστραφεί, θα τελειώσει, θα θαφτεί.
Γι “αυτό αυτή τη στιγμή το μήνυμά μας δεν ένα από κείνα, που στοχεύουν στην παρηγοριά όσων υποφέρουν εξαιτίας ενός ή πολλών απουσιών.

Το μήνυμά μας είναι για την οργή, για την ανδρεία.

Επειδή γνωρίζουμε την ίδια θλίψη.
Επειδή έχουμε στα σωθικά μας την ίδια οργή.
Επειδή, όντας διαφορετικοί, έτσι γινόμαστε ίδιοι.
Γι “αυτό και η αντίστασή μας, γι” αυτό η εξέγερση μας.

Για την θλίψη και την οργή.
Για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.

Γι’αυτό:
Μην διστάζετε. Μην ξεπουλιέστε. Μην παραδίδεστε.

Γι’αυτό:
Αλήθεια και τη δικαιοσύνη!

Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικό,
Εξεγερμένος Moisés. Εξεγερμένος Γκαλεάνο.
Σε μια γωνιά του πλανήτη που ονομάζεται «Γη», Σεπτέμβρης 2015.


Την ημέρα αυτή, στις 26 Σεπτεμβρίου, χιλιάδες Ζαπατίστας, αγόρια, κορίτσια, νέοι, γυναίκες, άνδρες, άλλοι (otras)*, γέροντες, ζωντανοί και νεκροί, θα παρελάσουν στο έδαφός μας, για να αγκαλιάσουν όλα τα πρόσωπα που κουβαλούν θλίψη και οργή λόγω των φυλακίσεων, των εξαφανίσεων και του θανάτου, που επιβλήθηκαν από αυτούς που ανήκουν στους πάνω.

Θα τους αγκαλιάσουμε, γιατί έτσι θα αγκαλιάσουμε τους εαυτούς μας, τους Ζαπατίστας.

Και μ’αυτόν τον τρόπο καλούμε όλους τους τίμιους και λογικούς ανθρώπους του πλανήτη, να κάνουν το ίδιο, στα δικά τους χρονοδιαγράμματα και τις γεωγραφικές περιοχές τους, ανάλογα με το χρόνο και τον τρόπο που οργανώνουν τα πράγματά τους.

Γιατί καθώς προσπαθούν να υποκαταστήσουν με ψέματα και χλευασμούς, την έλλειψη της αλήθειας και της δικαιοσύνης, η ανθρωπότητα θα συνεχίζει να είναι ένα αποκρουστικό χαιρέκακο χαμόγελο πάνω στο πρόσωπο της Γης.

*το αρχικό κείμενο στα ισπανικά χρησιμοποιεί τη λέξη οtroas, που σημαίνει, άλλοι , για να δώσει μια σειρά πιθανών έμφυλων αντωνυμιών, συμπεριλαμβανομένων, αντρών, γυναικών, τρανσέξουαλ και άλλων.


(πηγή: OmniaTV / Eurozapatista )
(μετάφραση, επιμέλεια : Σύλβια Βαρνάβα)

Τα καλά και τα κακά νέα (αναδημοσίευση)

του Anselm Jappe


Σας έχω νέα. Κάποια καλά, κάποια κακά. Τα καλά νέα είναι ότι ο παλιός και γνώριμος εχθρός μας, ο καπιταλισμός, μοιάζει να διέρχεται βαθύτατη κρίση. Τα κακά νέα είναι ότι μέχρι στιγμής καμία μορφή χειραφέτησης δεν φαίνεται πραγματικά πρόσφορη και τίποτε δεν εγγυάται ότι το τέλος του καπιταλισμού θα οδηγήσει σε κάποια καλύτερη κοινωνία. Είναι σαν να διαπιστώνουμε ότι η φυλακή στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί εδώ και καιρό έχει πιάσει φωτιά, οι φύλακες έχουν πανικοβληθεί, αλλά οι πύλες παραμένουν κλειστές.

Η κρίση του καπιταλισμού είναι πια αδιαμφισβήτητη. Δεν οφείλεται ωστόσο στη δράση των αντιπάλων του. Όλα τα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα και σχεδόν το σύνολο της κριτικής στον καπιταλισμό τον έχουν φανταστεί να εξαφανίζεται, ηττημένο από οργανωμένες δυνάμεις που αποφάσισαν να τον κατεδαφίσουν και να τον αντικαταστήσουν με κάτι καλύτερο. Το δύσκολο είναι τάχα να πολεμήσουμε την τεράστια εξουσία του καπιταλισμού που βρίσκεται τόσο στην ισχύ των όπλων του, όσο και ριζωμένη βαθιά στα ίδια μας τα μυαλά… Άπαξ όμως και τον νικήσαμε, η λύση ξεπροβάλλει εμπρός μας – ιδού η εναλλακτική πρόταση για την κοινωνία κι αυτή σε τελική ανάλυση γεννά τις επαναστάσεις! Σήμερα αντιμετωπίζουμε την κατάρρευση του συστήματος, την αυτοκαταστροφή, την εξάντληση, το ναυάγιό του. Έφτασε επιτέλους στα όριά του, στα όρια της αποτίμησης της αξίας που ήταν εξαρχής στον πυρήνα του. Ο καπιταλισμός είναι πρωταρχικά παραγωγή αξίας, της αξίας που αντιπροσωπεύει το χρήμα. Η καπιταλιστική παραγωγή ενδιαφέρεται μόνον για ό,τι αποδίδει χρήμα. Αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στην «απληστία των μοχθηρών καπιταλιστών». Οφείλεται στο γεγονός ότι η εργασία και μόνον μπορεί να προσδώσει «αξία» στα εμπορεύματα. Κι αυτό συνεπάγεται επίσης ότι ούτε η τεχνολογία δεν μπορεί να προσδώσει επιπλέον αξία στα εμπορεύματα: Όσο περισσότερο χρησιμοποιεί κανείς μηχανές κι άλλα τεχνικά μέσα στην παραγωγή, τόσο λιγότερη αξία έχει το εμπόρευμα που παράγεται.

Ο ανταγωνισμός όμως ωθεί συνεχώς τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου να χρησιμοποιούν τεχνολογία που αντικαθιστά την εργασία. Έτσι, το καπιταλιστικό σύστημα υπονομεύει τα ίδια του τα θεμέλια, όπως έχει κάνει από ιδρύσεώς του. Η γνωστή μας «υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου» περιγράφει αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Πρόκειται για τη συνεχή διόγκωση της παραγωγής εμπορευμάτων η οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι το κάθε εμπόρευμα περιέχει όλο και λιγότερη «αξία», επομένως και υπεραξία, που μεταφράζεται σε χρήμα. Γνωρίζουμε τις οικολογικές και κοινωνικές συνέπειες της παραφροσύνης της παραγωγικότητας. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η πτώση αυτή της αξίας δεν μπορεί να αντισταθμίζεται επ’ αόριστον, και τελικά οδηγεί σε κρίση της συσσώρευσης του ίδιου του κεφαλαίου. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η αποτυχημένη συσσώρευση έχει αντικατασταθεί από την προσομοίωσή της στη χρηματιστικοποίηση και το χρέος. Το κεφάλαιο, συντηρούμενο τώρα με μηχανική υποστήριξη, έχει φτάσει στα όριά του και η κρίση του μηχανισμού της αξίας φαίνεται ανεπίστρεπτη. Η κρίση δεν είναι μόνον, όπως θα ήθελαν να πιστεύουν κάποιοι, κόλπο των ίδιων των καπιταλιστών για να περάσουν μέτρα ακόμη πιο επαχθή για τους εργαζόμενους και τους δικαιούχους των παροχών της πρόνοιας, για να αποδιαρθρώσουν τις δομές του κοινωνικού κράτους και να αυξήσουν τα κέρδη των τραπεζών και των βαθύπλουτων του πλανήτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες συνεχίζουν να αντλούν τεράστια οφέλη από την κρίση, αυτό όμως απλά σημαίνει ότι η πίτα γίνεται όλο και μικρότερη, κόβεται σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια για έναν αριθμό ανταγωνιστών ολοένα και μειούμενο. Είναι προφανές ότι η κρίση αυτή έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και απειλεί την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι είμαστε μάρτυρες της τελευταίας πράξης ενός δράματος που ξεκίνησε πριν 250 χρόνια. Το ότι ο καπιταλισμός έφτασε στα όριά του, οικονομικά, οικολογικά, ενεργειακά, δεν σημαίνει ότι θα καταρρεύσει από τη μια μέρα στην άλλη – αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τελείως κι αυτό το ενδεχόμενο. Μπορούμε πάντως να προβλέψουμε μια μακρά περίοδο παρακμής της καπιταλιστικής κοινωνίας, με νησίδες, συχνά περιτειχισμένες, όπου θα συνεχίζεται η καπιταλιστική αναπαραγωγή από τη μια, και από την άλλη με απέραντες εκτάσεις καμένης γης, όπου οι υπήκοοι του μετα-εμπορευματικού καθεστώτος θα προσπαθούν να επιβιώσουν όπως όπως. Η διακίνηση ναρκωτικών και η αγορά των απορριμμάτων είναι δύο εμβληματικές όψεις ενός κόσμου που ανάγει τα ανθρώπινα όντα σε «σκουπίδια», των οποίων το πρόβλημα δεν είναι πλέον η εκμετάλλευση, αλλά το ότι είναι «περιττοί» για την εμπορευματική κοινωνία και επιπλέον έχουν χάσει τη δυνατότητα να επιστρέψουν στις προκαπιταλιστικές μορφές της οικονομίας της αυτάρκειας, της γεωργοκτηνοτροφίας για την επιβίωση, των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων. Εκεί όπου ο καπιταλισμός και ο κύκλος της παραγωγής και της κατανάλωσης δεν λειτουργούν πια, είναι αδύνατον να επιστρέψει κανείς στις αρχαϊκές κοινωνικές μορφές, αντίθετα μάλιστα, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει νέες μορφές που συνδυάζουν τα χειρότερα στοιχεία των άλλων κοινωνικών συστημάτων. Είναι επίσης σίγουρο ότι όσοι ανήκουν σε τμήματα της κοινωνίας που ακόμη «τα βγάζουν πέρα» θα θελήσουν να υπερασπιστούν τα προνόμιά τους με νύχια και με δόντια, με εξοπλισμούς και τεχνολογίες επιτήρησης όλο και πιο εκλεπτυσμένες.

Ακόμη και ως θηρίο που αργοπεθαίνει, ο καπιταλισμός είναι ικανός να προξενήσει τρομερές καταστροφές, όχι μόνον σκορπώντας πολέμους και βία παντός είδους, αλλά και προκαλώντας ζημιές μη αναστρέψιμες στο περιβάλλον, με τη διάχυση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, νανοσωματιδίων κ.ο.κ. Οπότε, φιλοσοφικά μιλώντας, μπορεί η κακή υγεία του καπιταλισμού να είναι«αναγκαία συνθήκη» για την έλευση μιας απελευθερωμένης κοινωνίας, επ’ ουδενί όμως δεν είναι και συνθήκη «ικανή». Το γεγονός ότι έχει πάρει φωτιά η φυλακή διόλου δεν μας εξυπηρετεί, αν οι πύλες δεν ανοίγουν, ή αν ανοίγουν μόνο στο χείλος του γκρεμού. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά με το παρελθόν: Για πάνω από έναν αιώνα, δουλειά των επαναστατών ήταν να βρουν τρόπους να σκοτώσουν το τέρας. Αν τα κατάφερναν, θα ακολουθούσε αναπόφευκτα ο σοσιαλισμός, η ελεύθερη κοινωνία, ή ό,τι ήθελε τελοσπάντων ο καθένας. Σήμερα, η ευθύνη των άλλοτε επαναστατών αρθρώνεται με τους αντίστροφους όρους: Απέναντι στις καταστροφές που προξένησαν οι απανωτές επαναστάσεις του κεφαλαίου, δουλειά τους είναι να διατηρήσουν ορισμένα βασικά κεκτημένα της ανθρωπότητας, να τα διαφυλάξουν και να προσπαθήσουν να τα καλλιεργήσουν σε υψηλότερο επίπεδο. Δεν είναι πλέον ανάγκη να αποδείξουμε πόσο εύθραυστος είναι ο καπιταλισμός και πόσο εξαντλήθηκαν οι ιστορικές του δυνατότητές να εξελιχθεί – κι αυτό είναι καλό νέο. Δεν έχουμε πλέον κανένα λόγο –άλλο ένα καλό νέο– να συλλάβουμε προτάσεις εναλλακτικές προς τον καπιταλισμό με μορφές που ουσιαστικά τον διαιωνίζουν.

Πιστεύω το εξής: Η διαύγειά μας σήμερα σχετικά με τους στόχους των κοινωνικών αγώνων είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι πριν σαράντα χρόνια. Ευτυχώς, οι δύο αντιλήψεις για το μετακαπιταλιστικό όραμα που κυριάρχη σαν κατά τον 20ό αιώνα (και που διαπλέκονται μεταξύ τους σε πολλά σημεία) έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας τους τελευταίως, ακόμη κι αν μακράν απέχουν από το να εξαφανιστούν εντελώς. Μιλώ αφενός για το σχέδιο υπέρβασης της αγοράς μέσω του κράτους, του συγκεντρωτισμού, του διαρκούς εκσυγχρονισμού, της επικέντρωσης του αγώνα στη δημιουργία μαζικών οργανώσεων που θα καθοδηγούνται από διορισμένους αξιωματούχους. Ο πρωταρχικός στόχος των μορφών αυτών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν να στρώσει τον κόσμο στη δουλειά. Ας μην ξεχνούμε ότι τόσο για τον Λένιν όσο και για τον Γκράμσι πρότυπο κομμουνιστικής παραγωγής ήταν το φορντικό εργοστάσιο. Είναι αλήθεια ότι η κρατιστική επιλογή εξακολουθεί να έχει τους οπαδούς της, είτε με τη μορφή του ενθουσιασμού για τον caudillo Τσάβες, είτε ως στήριξη του κρατικού παρεμβατισμού στην Ευρώπη. Γενικά ωστόσο, τα ανταγωνιστικά κινήματα των τελευταίων τριάντα χρόνων έχουν απαλλαγεί από τον λενινισμό σε όλες του τις παραλλαγές – πολύ ευχάριστο κι αυτό.

Η δεύτερη άλλοτε κυρίαρχη αντίληψη για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, που μοιάζει περισσότερο με τάση εντατικοποίησης και εκσυγχρονισμού του συστήματος, είναι η τυφλή εμπιστοσύνη στα οφέλη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνολογίας. Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε ότι η κομμουνιστική ή η σοσιαλιστική κοινωνία ταυτίζεται κυρίως με τη δικαιότερη κατανομή των καρπών της ανάπτυξης της καπιταλιστικής και βιομηχανικής κοινωνίας, η οποία κατά τα άλλα παραμένει αμετάβλητη. Η ελπίδα ότι η τεχνολογία και οι μηχανές μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματά μας υπέστη σοβαρά πλήγματα τα τελευταία σαράντα χρόνια με την ανάδυση μιας οικολογικής συνείδησης, αλλά και επειδή έγιναν ακόμη προφανέστερες οι απροσδόκητα βλαβερές επιπτώσεις τους στους ανθρώπους. Η πεποίθηση ότι η τεχνολογική πρόοδος συνοδεύεται από πρόοδο ηθική και κοινωνική μπορεί να μην εκφράζεται πλέον με την έκσταση μπρος στους «σοσιαλιστικούς πυρηνικούς σταθμούς» ή τη μεταλλουργία, ή με εγκώμια του προντουκτιβισμού,έχει ωστόσο λάβει νέα πνοή στη, συχνά γραφική ή και γκροτέσκα, εμπιστοσύνη στην πληροφορική ή στην «άυλη» παραγωγή, όπως για παράδειγμα στην τρέχουσα συζήτηση για την «οικειοποίηση», με την οποία συνδέεται εδώ και κάποιον καιρό η έννοια των «κοινών», ή των κοινών αγαθών.

Ολόκληρη η ιστορία, αλλά και η προϊστορία του καπιταλισμού, υπήρξε πράγματι η ιστορία της ιδιωτικοποίησης των πόρων που ήταν έως τότε κοινοί, με προεξάρχον παράδειγμα τις «περιφράξεις» της Αγγλίας. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, τουλάχιστον μεταξύ των χρηστών της πληροφορικής, ο αγώνας για τη δωρεάν και απεριόριστη πρόσβαση στα αγαθά του ψηφιακού κόσμου έχει την ίδια ιστορική βαρύτητα με τις μάχες των περιφράξεων και θα είναι μάλιστα η πρώτη μάχη μετά από αιώνες που θα έχει κερδηθεί από τους οπαδούς της κοινής χρήσης των πόρων. Τα ψηφιακά αγαθά όμως δεν είναι ποτέ είδη πρώτης ανάγκης. Δεν είναι καθόλου άσχημο να έχεις ελεύθερη πρόσβαση στα πιο φρέσκα βιντεοκλίπ ή στις καινούργιες μουσικές παραγωγές, αλλά η τροφή, η θέρμανση ή η στέγαση δεν «κατεβάζονται» από τον υπολογιστή, αντίθετα μάλιστα υπόκεινται σε τεχνητή σπάνη και σε μια εμπορευματοποίηση ολοένα και εντεινόμενη. Η δυνατότητα να μοιράζεσαι ψηφιακά έγγραφα έχει πολύ ενδιαφέρον, είναι όμως επιφανειακή σε σχέση με τη στέρηση του πόσιμου νερού ή την πλανητική υπερθέρμανση. H τεχνοφιλία στις νέες της αναβιώσεις ακούγεται λιγότερο κακόγουστη από το παλιό σύνθημα «να καταλάβουμε την εξουσία» και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ίσως να αποτελεί εμπόδιο στη βαθιά ρήξη με την καπιταλιστική λογική. Η ευρεία διάδοση ωστόσο προτάσεων όπως η αποανάπτυξη, ο οικοσοσιαλισμός, η ριζοσπαστική οικολογία, καθώς και η επιστροφή των αγροτικών κινημάτων σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ενδείξεις ότι, παρ’ όλη την ετερογένειά του και με όλους τους εγγενείς του περιορισμούς, ένα κομμάτι των σύγχρονων ανταγωνιστικών κινημάτων συνειδητοποιεί ότι η δημιουργία μιας χειραφετημένης κοινωνίας δεν μπορεί να επαφίεται στην τεχνολογική πρόοδο. Άλλο ένα καλό νέο. 

Ωραία λοιπόν. Είμαστε λίγο περισσότερο βέβαιοι ότι ο καπιταλισμός διέρχεται κρίση και ότι οι εναλλακτικές προτάσεις είναι πιο ξεκάθαρες. Τίθεται όμως το ερώτημα: Πώς θα τα καταφέρουμε; Ποιο είδος γυναικών και ανδρών είναι άραγε ικανό να επιτύχει την αναγκαία κοινωνική μεταμόρφωση; Για να το πούμε ευθέως: Έχουμε συχνά την εντύπωση ότι η πραγματική «ανθρωπολογική οπισθοδρόμηση» που προξένησε ο καπιταλισμός, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, έχει πλήξει και αυτούς που θα μπορούσαν ή θα ήθελαν να τον πολεμήσουν.

Πρόκειται για μεγάλη αλλαγή, στην οποία δεν έχουμε δώσει τη δέουσα προσοχή. Η εμπορευματική οικονομία αναδύθηκε σε ορισμένους τομείς συγκεκριμένων κρατών. Κατόπιν, μέσα σε δυόμιση αιώνες κατέκτησε ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο με τη γεωγραφική έννοια, αφού εγκαθιδρύθηκε και στο εσωτερικό της κάθε κοινωνίας επέτυχε τον αποκαλούμενο εσωτερικό αποικισμό. Σιγά σιγά, κάθε δραστηριότητα, κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κοινωνιών έπαιρνε τη μορφή ενός εμπορεύματος ή μπορούσε να ικανοποιηθεί με ένα εμπόρευμα. Έχουν περιγραφεί πολλές φορές οι επιπτώσεις της καταναλωτικής κοινωνίας, κυρίως μάλιστα οι ιδιαίτερα βλαπτικές συνέπειες της βίαιης επιβολής της σε δήθεν «καθυστερημένες» και «υπανάπτυκτες» συνθήκες. Αυτό που δεν επισημαίνεται επαρκώς είναι το γεγονός ότι, εξαιτίας τούτης της εξέλιξης, η καπιταλιστική κοινωνία δεν φαίνεται πια να διαιρείται απλά σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, διοικητές και διοικούμενους, θύτες και θύματα.

Ο καπιταλισμός υπήρξε ανέκαθεν και καταφανώς μια κοινωνία που διοικείται από μηχανισμούς παραγωγής αξίας τυφλούς και αφηρημένους, αυτόματους και ανεξέλεγκτους. Όλος ο κόσμος είναι ταυτόχρονα δράστης και θύμα αυτού του μηχανισμού, ακόμη κι αν οι ρόλοι, οι αποζημιώσεις, τα προνόμια σαφώς και δεν είναι ίδια για όλους. Στις κλασικές επαναστάσεις, με υψηλότερο σημείο την ισπανική επανάσταση του 1936, ο κόσμος που πολέμησε τον καπιταλισμό τον βίωνε ως έξωθεν επιβεβλημένη κατάσταση, ως εισβολή. Αντιπαρέθεσε στον καπιταλισμό εντελώς διαφορετικές αξίες, εντελώς διαφορετικούς τρόπους ζωής, εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις για τον άνθρωπο. Καλώς ή κακώς (δεν εξιδανικεύουμε τίποτε) η κοινωνική του πρόταση ήταν ποιοτικά διαφορετική από την καπιταλιστική κοινωνία. Και είτε το παραδέχονται είτε όχι, τα κινήματα αυτά αντλούσαν μεγάλο μέρος της δύναμής τους από τις προκαπιταλιστικές ρίζες των πρακτικών τους: από τη χαριστικότητα, τη γενναιοδωρία τους, τη συλλογική ζωή, την περιφρόνηση του υλικού πλούτου ως αυτοσκοπού, τη διαφορετική αντίληψη του χρόνου… Ακόμη κι ο Μαρξ,στο τέλος της ζωής του, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι τα υπολείμματα της αρχαϊκής κοινοκτημοσύνης της γης σε πολλούς λαούς στον καιρό του θα αποτελούσουν τη βάση της μέλλουσας κομμουνιστικής κοινωνίας. Αν αυτό είναι κάπως ελπιδοφόρο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σημαίνει ταυτόχρονα και κάτι άλλο: Σχεδόν παντού, από τις μεγαλουπόλεις, από τον λεγόμενο «ανεπτυγμένο» κόσμο μέχρι τις πιο απόμακρες αγροτικές περιοχές,τα άτομα βιώνουν την πανταχού παρουσία του εμπορεύματος όλο και λιγότερο ως ξένο σώμα προς τις παραδόσεις τους και όλο και περισσότερο ως αντικείμενο του πόθου. Έτσι, οι διεκδικήσεις τους αφορούν κυρίως στις συνθήκες της συμμετοχής τους στο εμπορευματικό καθεστώς, όπως συνέβαινε και με το κλασικό εργατικό κίνημα. Είτε πρόκειται για διαπραγμάτευση του συνδικάτου με την εργοδοσία για τους μισθούς, είτε για εξέγερση στα προάστια, το ζήτημα είναι σχεδόν πάντα η πρόσβαση στον εμπορευματικό πλούτο

Δεν αμφισβητούμε ότι η πρόσβαση στον πλούτο είναι απαραίτητη για να επιβιώσουμε στην εμπορευματική κοινωνία, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι αγώνες αυτοί δεν μιλούν για την αναγκαιότητα να υπερβούμε το υπάρχον σύστημα και να χτίσουμε έναν νέο τρόπο ζωής. Από πολλές απόψεις, ο σημερινός άνθρωπος των «ανεπτυγμένων» κοινωνιών φαντάζει πιο απομακρυσμένος από ποτέ από την προοπτική της χειραφέτησης. Στερείται των υποκειμενικών προϋποθέσεων για να απελευθερωθεί, στερείται ακόμη και της επιθυμίας για ελευθερία, αφού έχει εσωτερικεύσει τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής (τον ανταγωνισμό, την ταχύτητα, την επιτυχία κ.ο.κ.). Οι διεκδικήσεις του διαπνέονται γενικά από τον φόβο μην αποκλειστεί από αυτόν τον τρόπο ζωής, μην δεν τα καταφέρει – πολύ σπάνια θα τον απορρίψει, κάτι που συνέβαινε συχνά τη δεκαετία του 1960. Επιπλέον, η εμπορευματική κοινωνία αποστραγγίζει τις πηγές της παιδικής φαντασίας, αφού βομβαρδίζει τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία με «μηχανές εξόντωσης του εγκεφάλου». Αυτό είναι τουλάχιστον εξίσου σοβαρό με τις περικοπές στις συντάξεις, αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να ωθήσει εκατομμύρια κόσμο να διαδηλώσει στο δρόμο ή να εισβάλει σε καταστήματα με βιντεοπαιχνίδια και σε αλυσίδες Baby TV.

Από τα ανταγωνιστικά κινήματα που εμφανίστηκαν τελευταία δεν λείπουν οι αντιφάσεις. Συχνά οι άνθρωποι διαμαρτύρονται επειδή το σύστημα δεν κρατά τις υποσχέσεις του, διαδηλώνουν δηλαδή για να υπερασπιστούν την καθεστηκυία τάξη, ή μάλλον την πρότερη καθεστηκυία τάξη. Το κίνημα Occupy WallStreet και ο λόγος που εξέφρασε αποδίδουν τη σημερινή κρίση στο χρηματιστικό κεφάλαιο και επιμένουν ότι η οικονομία, ίσως κι ολόκληρη η κοινωνία τελικά, καθυποτάσσονται σε αυτό. Είναι άραγε τόσο σίγουρο ότι η παντοδυναμία του χρηματιστικού κεφαλαίου και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που το στηρίζουν, αποτελούν την κύρια αιτία των σημερινών δεινών; Μήπως πρόκειται, αντίθετα, απλά για συμπτώματα μιας πολύ πιο βαθιάς, μιας κρίσης ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας; Τις τελευταίες δεκαετίες η κερδοσκοπία, μακράν του να είναι παράγοντας που μπορεί να δημιουργήσει από μόνος του αναταράξεις σε μια οικονομία κατά τ’ άλλα υγιή, απλά παρέτεινε κάπως τον μύθο της καπιταλιστικής ευημερίας. Χωρίς τα δεκανίκια της χρηματιστικής οικονομίας, η κοινωνία του εμπορεύματος θα είχε καταρρεύσει, μαζί και οι θέσεις εργασίας και η δημοκρατία της. Αυτό που ελλοχεύει πίσω από τις χρηματιστηριακές κρίσεις είναι η εξάντληση των θεμελιωδών κατηγοριών του καπιταλισμού: του εμπορεύματος, του χρήματος, της εργασίας, της αξίας.

Εμπρός στον ολοκληρωτισμό του εμπορεύματος, δεν μπορούμε στις διαμαρτυρίες μας να περιορίζουμε την απεύθυνσή μας στους κερδοσκόπους και τους άλλους μεγαλοαπατεώνες με συνθήματα του τύπου: «Δώστε πίσω τα λεφτά μας». Οφείλουμε να αντιληφθούμε τον εξαιρετικά καταστροφικό χαρακτήρα του χρήματος και του εμπορεύματος, καθώς και της εργασίας που αυτά παράγουν. Πλανώμεθα οικτρά αν απαιτούμε να εξυγιανθεί ο καπιταλισμός για να διανέμει καλύτερα τα αγαθά και να γίνει πιο δίκαιος: Οι σημερινές κατακλυσμιαίες εξελίξεις δεν οφείλονται σε κάποια συνωμοσία της υψηλότερης κάστας της αρπακτικής άρχουσας τάξης. Είναι η αναπόφευκτη συνέπεια προβλημάτων που ανέκαθεν υπήρξαν εγγενή στον καπιταλισμό. Η ζωή μέσα στο χρέος δεν είναι ανωμαλία που διορθώνεται, είναι η τελευταία έκρηξη του καπιταλισμού και όσων τον βιώνουν.

Αν τα συνειδητοποιήσουμε όλ’ αυτά, αποφεύγουμε την παγίδα του λαϊκισμού που επιδιώκει να «απελευθερώσει τους τίμιους εργαζόμενους και τους νοικοκυραίους που έκαναν αποταμίευση», θεωρώντας τους απλά θύματα του συστήματος, από τα δεσμά ενός Κακού που προσωποποιείται στη μορφή του κερδοσκόπου. Να σώσουμε, λέει, τον καπιταλισμό, αποδίδοντας όλο το φταίξιμο στις ατασθαλίες μιας διεθνούς μειονότητας «παρασίτων»: τέτοια ακούμε στην Ευρώπη. Η μόνη λύση είναι η πραγματική κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας και όλων της των όψεων, δηλαδή όχι μόνον του νεοφιλελευθερισμού. Ο καπιταλισμός δεν ταυτίζεται μόνο με την αγορά. Το άλλο του πρόσωπο είναι το κράτος,που υπάγεται πλήρως και δομικά στο κεφάλαιο και του παρέχει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την παρέμβασή του. Το κράτος ποτέ δεν μπορεί να γίνει δημόσιος χώρος, κοινός τόπος λήψης αποφάσεων για την κοινωνία. Ακόμη και ως το διώνυμο κράτους και αγοράς, ο καπιταλισμός δεν είναι, ή τελοσπάντων δεν είναι πλέον, απλό πρόσκομμα που επιβάλλεται έξωθεν σε αλώβητα υποκείμενα.

Εδώ και καιρό, ο τρόπος ζωής που έχει δημιουργήσει ο καπιταλισμός θεωρείται σχεδόν παντού ο πιο επιθυμητός, επομένως και το ενδεχόμενο τέλος του θεωρείται καταστροφή. Κάθε επίκληση στη «δημοκρατία», ακόμη και στην «άμεση» ή τη «ριζοσπαστική» δημοκρατία, είναι παντελώς ανώφελη, αν τα υποκείμενα που θέλουν να της δώσουν φωνή δεν είναι παρά αντανακλάσεις του συστήματος που τα περιβάλλει. Γι’ αυτό και το σύνθημα «είμαστε το 99%», που κατά πάσα πιθανότητα επινοήθηκε από τον Kalle Lasn, έναν πρώην διαφημιστή που πέρασε στην αντιδιαφήμιση (στους Adbusters) και θεωρείται «ιδιοφυΐα» στα μμε, μας φαίνεται παράφρον. Θα αρκούσε αλήθεια να απαλλαγούμε από το ζυγό του ενός τοις εκατό των πλουσίων και ισχυρών για να ζήσουμε οι υπόλοιποι ευτυχισμένοι; Πόσοι απ’ αυτούς που ανήκουν στο 99% δεν κάθονται κάθε μέρα με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση, δεν εκμεταλλεύονται τους υπαλλήλους τους, δεν κλέβουν τους πελάτες τους, δεν παρκάρουν στο πεζοδρόμιο, δεν τρώνε στα McDonalds, δεν δέρνουν τις γυναίκες τους, δεν δίνουν στα παιδιά τους βιντεοπαιχνίδια, δεν κάνουν σεξοτουρισμό, δεν αγοράζουν ρούχα μόνο για τις μάρκες, δεν τρέχουν στο λάπτοπ κάθε δυο λεπτά, δεν είναι με άλλα λόγια κομμάτι αναπόσπαστο της καπιταλιστικής κοινωνίας σε όλο της το μεγαλείο; Καλά το είχε επισημάνει το παράδοξο ο Herbert Marcuse, μιλώντας για τον φαύλο κύκλο σε κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης, έναν φαύλο κύκλο που επιδεινώνεται συνεχώς: Για να απελευθερωθούν, έλεγε, οι σκλάβοι θα πρέπει να είναι ήδη ελεύθεροι

Ίσως κάποιοι να θεωρήσετε την κριτική μου υπερβολική, χωρίς γενναιοδωρία, ίσως και σεχταριστική. Το σημαντικό, θα μου πείτε, είναι να ξεσηκωθεί ο κόσμος,να διαμαρτυρηθεί, ν’ ανοίξει επιτέλους τα μάτια του. Μετά θα φτάσει και πιο βαθιά, θα βρει τους πραγματικούς λόγους που εξεγείρεται και το επίπεδο της συνειδητότητάς του θ’ ανυψωθεί. Πιθανώς να είναι κι έτσι, άλλωστε απ’ αυτό εξαρτάται και η σωτηρία μας. Για να το κατορθώσουμε όμως, οφείλουμε να ασκούμε κριτική στα κινήματα πριν τα ακολουθήσουμε. Όχι, δεν είναι σώνει και καλά οποιαδήποτε διαμαρτυρία και οποιαδήποτε άρνηση καλό νέο. Με τις αλυσιδωτές καταστροφές που θα ’ρθουν με τις ολοένα και εντεινόμενες οικονομικές, οικολογικές και ενεργειακές κρίσεις, είναι βέβαιο ότι ο κόσμος θα αντιδρά και θα εξεγείρεται γι’ αυτά που θα παθαίνει. Το ζήτημα είναι όμως πώς θα αντιδρά. Θα πουλήσει ναρκωτικά και θα εκπορνεύσει την κόρη του, θα κλέψει τα καρότα από τον βιοκαλλιεργητή, θα γίνει μέλος καμιάς πολιτοφυλακής, θα οργανώσει την ανώφελη δολοφονία του τάδε τραπεζίτη ή πολιτικού, θ’αρχίσει να κυνηγάει μετανάστες; Θα φροντίσει για τη δική του επιβίωση μέσα στο γενικό χαμό, θα συμμετάσχει σε λαϊκιστικά και φασιστικά κινήματα που θα παραδίδουν τους υπευθύνους στο εκδικητικό μένος του όχλου; Ή αντίθετα θα ασχοληθεί με τη συλλογική οικοδόμηση ενός καλύτερου τρόπου ζωής πάνω στα ερείπια του καπιταλισμού; Δεν θα τρέξουν όλοι να πραγματοποιήσουν την τελευταία αυτή επιλογή, αφού είναι και η πιο δύσκολη. Αν δεν καταφέρει να πάρει αρκετούς ανθρώπους με το μέρος της, η επιλογή αυτή θα συντριβεί. Ποια είναι η δουλειά μας σήμερα; Να φροντίζουμε ώστε οι συγκρούσεις, που θα προκύπτουν συνεχώς, να μπαίνουν στον ίσιο δρόμο.

πρώτη δημοσίευση: περιοδικό σημειώσεις της στέπας 

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Εκδήλωση: Το σύντομο καλοκαίρι του «Όχι» και η επίμονη ανακατασκευή του «εμείς» της ρήξης

Τα καλοκαίρια μας μικρά ...κι ατέλειωτοι οι χειμώνες;


Το Περιοδικό για τη Διατάραξη της Κοινής Ησυχίας (toperiodiko.gr), το rednotebook.gr, το Εκτός Γραμμής (ektosgrammis.gr), το thecricket.gr και το rproject.gr παίρνουν την πρωτοβουλία για μια συνάντηση/συζήτηση/συνάθροιση ανθρώπων και διαδικτυακών εγχειρημάτων γνώμης, ενημέρωσης και αριστερής παρέμβασης στη δημόσια συζήτηση.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές και αρκετές μέρες μετά το δημοψήφισμα συζητάμε για το Grexit vs Agreekment, για τον δημόσιο λόγο, τα μίντια και το κίνημα, τις νέες γενιές, τις παλιές πολιτικοποιήσεις, τα καινούργια καθήκοντα, την εμπειρία, τις δυνατότητες, τις διαψεύσεις και τις ήττες.

Παρεμβαίνουν:
Κώστας Γούσης – toperiodiko.gr
Αναστασία Ματσούκα – rednotebook.gr
Γιώργος Καλαμπόκας – Εκτός Γραμμής
Σπύρος Παπαδόπουλος (Το βυτίο) – thecricket.gr
Βασίλης Γιαννούλης – rproject.gr


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 2 ΟΚΤΩΒΡΗ στις 19:30
ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ
(Ερμού 134-136, στον σταθμό του Θησείου)



Με επίκεντρο το σύντομο –από πολλές απόψεις– καλοκαίρι που μας αποχαιρετά μαζί με πολλές βεβαιότητες του παρελθόντος:

Τη χρεοκοπία του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ για αριστερή κυβέρνηση και την ταυτόχρονη αναποτελεσματικότητα των εναλλακτικών ριζοσπαστικών σχεδίων. Την ανάγκη αναστοχασμού και ανακατασκευής μιας «στρατηγικής της ρήξης», χωρίς την απόρριψη όλων των προηγούμενων προσπαθειών αλλά και τη –μια απ’ τα ίδια– επανάληψη των ίδιων λαθών. Την εμπειρία του δημοψηφίσματος με τις συνθήκες που διαμόρφωσε, τις δυσκολίες που ανέδειξε, το «πολιτικό βάθος» που εμπεριείχε. Με τη λαϊκή και ιδίως τη νεανική διαθεσιμότητα και (αυτο)οργάνωση, τη διάθεση μη υποταγής και συμβιβασμού, αλλά και τον αδυσώπητο, υπεροργανωμένο χαρακτήρα του αντιπάλου μαζί με την αδυναμία να προχωρήσει η λαϊκή θέληση μπροστά στις απειλές και τους εκβιασμούς.

Με ιδιαίτερη αναφορά στις νέες γενιές πολιτικοποίησης και ριζοσπαστισμού:
Που δραστηριοποιούνται στα κινήματα, στην έρευνα, στην ενημέρωση, και αρνούνται να αποδεχτούν ότι το «παιχνίδι τελείωσε». Τη «γενιά μας», που από τον Δεκέμβρη μέχρι τη Γένοβα, και από τα κινήματα στην εκπαίδευση μέχρι τις πλατείες, το αντιφασιστικό κίνημα και τις απεργίες των τελευταίων χρόνων αναζητά κοινό βηματισμό παρά τις διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες. Τη νεολαία εν γένει, που σε μεγάλο βαθμό παραμένει εκτός δομών συλλογικής οργάνωσης, που δεν βλέπει μέλλον εντός των σημερινών πολιτικών καταστάσεων και σχεδίων.

Με αδιαπραγμάτευτη πεποίθηση και φιλοδοξία ότι ο άλλος δρόμος και ο άλλος κόσμος είναι ακόμη εφικτοί:
Μια πεποίθηση που συνδυάζεται αναντίρρητα με την ανάγκη για μια νέα αριστερή ριζοσπαστική στρατηγική και ένα νέο κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο. Με έμφαση στην αντιπολίτευση της επόμενης μέρας, στην οργάνωση της κοινωνικής αντιεξουσίας, χωρίς την άρνηση της πολιτικής – και δη της κεντρικής πολιτικής.

Με αγωνία για τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν και τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν.


* Θα ακολουθήσει μετεκλογικό-μετακαλοκαιρινό πάρτι με οργανωμένο-συντεταγμένο GREXITunes Dj – Set! [ντι τζέι YoMi]


Γιατί Σοσιαλισμός; - Του Άλμπερτ Αϊνστάιν

από το Περιοδικό

Άλμπερτ Αϊνστάιν: 60 χρόνια από το θάνατό του  
110 χρόνια από τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας.

Στις 27 Σεπτέμβρη του 1905, πριν από 110 χρόνια, Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν διατυπώνει, σε ηλικία 26 ετών, την ειδική θεωρία της σχετικότητας και την περίφημη εξίσωσή του Ε=mc2, σε άρθρο του στο γερμανικό περιοδικό «Χρονικά της Φυσικής». Στις 18 Απριλίου του 1955 απεβίωσε στο Πρίνστον του Νιού Τζέρσεϊ. Εν όψει κι ενός μεγαλύτερου αφιερώματος στο έργο και τη ζωή του Α. Αϊνστάιν αναδημοσιεύουμε την ελληνική μετάφραση ενός σημαντικού πολιτικού κειμένου γραμμένου για το πρώτο τεύχος της γνωστής αριστερής επιθεώρησης Monthly Review:

ΓΙΑΤΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ;
του Αλβέρτου Αϊνστάιν*

(…) Αναρίθμητες φωνές έχουν ισχυριστεί εδώ και καιρό ότι η ανθρώπινη κοινωνία περνάει κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει κλονιστεί σοβαρά.Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι τα άτομα νοιώθουν αδιάφορα ή ακόμα και εχθρικά απέναντι στην ομάδα, μικρή ή μεγάλη, στην οποία ανήκουν. Και για να κάνω σαφέστερο αυτό που εννοώ, ας μου επιτραπεί να θυμίσω μια προσωπική εμπειρία. Συζητούσα πρόσφατα με έναν έξυπνο και καλοπροαίρετο άνθρωπο την απειλή ενός ακόμα πολέμου, που κατά τη γνώμη μου, θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, και έκανα την παρατήρηση ότι μόνο μια υπερεθνική οργάνωση θα προσέφερε προστασία από αυτό τον κίνδυνο. Τότε ο επισκέπτης μου, πολύ ήρεμα και ψυχρά, μου είπε: «Γιατί είστε τόσο βαθιά αντίθετος στην εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;»

Είμαι βέβαιος ότι μόλις πριν από έναν αιώνα κανείς δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο με τόση ανεμελιά. Πρόκειται για μια δήλωση ενός ανθρώπου που προσπάθησε μάταια να βρει την εσωτερική του ισορροπία και έχασε λίγο ή πολύ κάθε ελπίδα να το πετύχει. Πρόκειται για την έκφραση της επώδυνης μοναξιάς και απομόνωσης από την οποία υποφέρουν τόσοι άνθρωποι στις μέρες μας. Ποια είναι η αιτία; Υπάρχει διέξοδος;

Είναι μεν εύκολο να μπαίνουν τέτοια ερωτήματα, αλλά είναι δύσκολο να απαντηθούν με μια κάποια σιγουριά. Θα το προσπαθήσω, όσο καλύτερα μπορώ, παρόλο που έχω πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι τα αισθήματα και οι προσπάθειές μας είναι συχνά αντιφατικές και ομιχλώδεις και ότι δεν μπορούν να εκφραστούν με απλές και εύκολες διατυπώσεις.

Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ον μοναχικό και κοινωνικό. Ως μοναχικό ον, προσπαθεί να προστατεύσει τη δικιά του ύπαρξή καθώς και την ύπαρξη εκείνων που του είναι πιο κοντά, να ικανοποιήσει τις προσωπικές του επιθυμίες, και να αναπτύξει τις έμφυτες δεξιότητές του. Ως κοινωνικό ον, επιδιώκει να κερδίσει την αναγνώριση και τη στοργή των άλλων ανθρώπινων όντων, να μοιραστεί τις χαρές τους, να τα παρηγορήσει στις λύπες τους, και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής τους. Μόνο η ύπαρξη αυτών των διαφορετικών, συχνά αλληλοσυγκρουόμενων, επιδιώξεων αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ανθρώπου, και ο συγκεκριμένος συνδυασμός τους ορίζει πόσο ένα άτομο μπορεί να πετύχει την εσωτερική του ισορροπία και πόσο μπορεί να συμβάλει στην ευτυχία της κοινωνίας. Δεν αποκλείεται η δύναμη αυτών των δυο ροπών να ορίζεται από την κληρονομικότητα. 

Όμως, η προσωπικότητα που τελικά αναδύεται διαμορφώνεται κατά πολύ από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ένας άνθρωπος τυχαίνει να βρεθεί κατά την ανάπτυξή του, από τις δομές της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνει, από την παράδοση αυτής της κοινωνίας, και από την αποτίμηση ιδιαίτερων ειδών συμπεριφοράς. Για το κάθε ανθρώπινο ον, η αφηρημένη έννοια «κοινωνία» σημαίνει το συνολικό άθροισμα των άμεσων και έμμεσων σχέσεών του τόσο με τους ανθρώπους της εποχής του όσο και με εκείνους των προηγούμενων γενεών. Το άτομο είναι ικανό να σκέφτεται, να αισθάνεται, να προσπαθεί, και να εργάζεται από μόνο του. Αλλά εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία –στην φυσική, διανοητική και συναισθηματική του ύπαρξη- ώστε να είναι αδύνατο να το σκεφτούμε ή να το κατανοήσουμε έξω από το πλαίσιο της κοινωνίας. Είναι η «κοινωνία» που εφοδιάζει τον άνθρωπο με τρόφιμα, ρούχα, με ένα σπίτι, με τα εργαλεία της δουλειάς, με γλώσσα, με τις μορφές σκέψης, και με το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της. Η ζωή του γίνεται δυνατή μέσω της εργασίας και των επιτευγμάτων των πολλών εκατομμυρίων παρόντων και προηγουμένων συνανθρώπων του που όλοι τους κρύβονται πίσω από τη λεξούλα «κοινωνία».

(…) Αν αναρωτηθούμε πώς η δομή της κοινωνίας και η πολιτισμική συμπεριφορά του ανθρώπου μπορούν να αλλάξουν ώστε να κάνουμε την ανθρώπινη ζωή όσο γίνεται πιο ικανοποιητική, θα πρέπει να έχουμε συνεχώς συνείδηση του γεγονότος ότι υπάρχουν ορισμένες συνθήκες που δεν είμαστε σε θέση να μεταβάλλουμε. Όπως προαναφέραμε, η βιολογική φύση του ανθρώπου του ανθρώπου, εξαιτίας όλων των πρακτικών λόγων, δεν μπορεί να αλλάξει. Επιπλέον, οι τεχνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις των τελευταίων λίγων αιώνων δημιούργησαν συνθήκες που θα παραμείνουν σε ισχύ. Σε σχετικά πυκνοκατοικημένους πληθυσμούς και με δεδομένα τα αγαθά που είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της επιβίωσής τους, είναι εντελώς απαραίτητος ο ακραίος καταμερισμός εργασίας και ένας εξαιρετικά συγκεντρωτικός παραγωγικός μηχανισμός. Έχουν παρέλθει οριστικά οι καιροί –που, κοιτώντας πίσω, φαίνονται τόσο ειδυλλιακοί- όταν τα άτομα ή σχετικά μικρές ομάδες μπορούσαν να είναι εντελώς αυτάρκεις. Είναι μόνο μικρή υπερβολή να πούμε ότι η ανθρωπότητα αποτελεί τώρα μια πλανητική κοινότητα παραγωγής και κατανάλωσης.

Έφτασα τώρα στο σημείο όπου μπορώ να ορίσω εν συντομία τι αποτελεί την ουσία της κρίσης των καιρών μας. Αφορά τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. Το άτομο έχει συνειδητοποιήσει περισσότερο από ποτέ άλλοτε την εξάρτησή του από την κοινωνία. Όμως, δεν βιώνει αυτή την εξάρτηση σαν κάτι θετικό, σαν ένα οργανικό δεσμό, σαν μια προστατευτική δύναμη, αλλά μάλλον σαν μιαν απειλή στα φυσικά του δικαιώματα, ή ακόμα και στην οικονομική του ύπαρξη. Επιπλέον, η θέση του στην κοινωνία είναι τέτοια ώστε οι εγωιστικές επιδιώξεις του να οξύνονται συνεχώς, ενώ οι κοινωνικές του επιδιώξεις, που είναι από τη φύση τους πιο αδύναμες, να επιδεινώνονται προοδευτικά. Όλα τα ανθρώπινα όντα, όποια κι αν είναι η θέση τους στην κοινωνία, υποφέρουν από αυτή τη διαδικασία επιδείνωσης. Φυλακισμένα, χωρίς να το ξέρουν, του ίδιου του εγωισμού τους, αισθάνονται ανασφαλή, μοναχικά και στερημένα από την αφελή, απλή και ανεπιτήδευτη απόλαυση της ζωής. Ο άνθρωπος μπορεί να βρει το νόημα της -σύντομης και επικίνδυνης καθώς είναι- ζωής μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία.

Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως αυτή υπάρχει σήμερα είναι, κατά τη γνώμη μου, η αληθινή πηγή του κακού. Βλέπουμε μπροστά μας μια τεράστια κοινότητα παραγωγών τα μέλη της οποίας αγωνίζονται ασταμάτητα να στερήσουν το ένα το άλλο από τα προϊόντα της συλλογικής τους εργασίας –όχι με τη βία, αλλά μάλλον εφαρμόζοντας πιστά νόμιμα εγκαθιδρυμένους κανόνες. Σε σχέση με αυτό, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι τα παραγωγικά μέσα –δηλαδή, η συνολική παραγωγική ικανότητα που χρειάζεται για να παραχθούν καταναλωτικά αγαθά όπως και επιπρόσθετα κεφαλαιουχικά αγαθά- μπορεί νόμιμα να είναι, και κατά κύριο λόγο είναι, ιδιωτική ιδιοκτησία ατόμων.

Για να απλουστεύσω, στη συζήτηση που ακολουθεί θα αποκαλώ «εργάτες» όλους εκείνους που δεν μετέχουν στην ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων –παρόλο που αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως στη συνήθη χρήση του όρου. Ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αγοράζει την εργατική δύναμη του εργάτη. Χρησιμοποιώντας τα παραγωγικά μέσα, ο εργάτης παράγει νέα αγαθά που γίνονται ιδιοκτησία του κεφαλαιοκράτη. Το ουσιώδες σημείο αυτής της διαδικασίας είναι η σχέση μεταξύ αυτού που ο εργάτης παράγει και αυτού με το οποίο πληρώνεται, πράγματα που μετρώνται και τα δυο με όρους πραγματικής αξίας. Στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που αποκομίζει ο εργάτης καθορίζεται όχι από την πραγματική αξία των αγαθών που παράγει, αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και τις απαιτήσεις των καπιταλιστών για εργασιακή εξουσία σε σχέση με τον αριθμό των εργατών που ανταγωνίζονται για θέσεις εργασίας. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ακόμα και στη θεωρία η πληρωμή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία του προϊόντος του.

Το ιδιωτικό κεφάλαιο τείνει να συγκεντρωθεί σε μερικά χέρια, εν μέρει εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών, και εν μέρει επειδή η τεχνολογική ανάπτυξη και η αύξηση του καταμερισμού εργασίας ενθαρρύνουν τη δημιουργία μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος των μικρότερων. Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι μια ολιγαρχία ιδιωτικού κεφαλαίου η τεράστια δύναμη της οποίας δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί ουσιαστικά ακόμα και από μια δημοκρατικά οργανωμένη πολιτική κοινωνία. Αυτό αληθεύει επειδή τα μέλη των νομοθετικών οργάνων επιλέγονται από πολιτικά κόμματα, που χρηματοδοτούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό ή έστω επηρεάζονται από ιδιωτικούς καπιταλιστές που, για πρακτικούς λόγους, διαχωρίζουν το εκλογικό σώμα από το κοινοβούλιο. Η συνέπεια είναι ότι οι εκπρόσωποι του λαού ντε φάκτο δεν υπερασπίζονται τα συμφέροντα των μη προνομιούχων τμημάτων του πληθυσμού. Επιπλέον, υπό τις παρούσες συνθήκες, οι ιδιωτικοί κεφαλαιοκράτες αναπόφευκτα ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπος, ραδιόφωνο, εκπαίδευση). Είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο, και σε πολλές περιπτώσεις σχεδόν αδύνατο, για τον εξατομικευμένο πολίτη να οδηγηθεί σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να κάνει έξυπνη χρήση των πολιτικών δικαιωμάτων του.

Η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία του κεφαλαίου χαρακτηρίζεται λοιπόν από δυο κύριες αρχές: πρώτον, τα παραγωγικά μέσα (κεφάλαιο) κατέχονται ιδιωτικώς και οι κάτοχοι τα κάνουν ό,τι θέλουν. Δεύτερον, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη. Φυσικά, δεν υπάρχει πούρα καπιταλιστική κοινωνία με αυτή την έννοια. Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι εργάτες, μέσα από μακρόχρονους και σκληρούς πολιτικούς αγώνες, έχουν πετύχει να εξασφαλίσουν μια κάπως βελτιωμένη μορφή «ελεύθερης σύμβασης εργασίας» για ορισμένες κατηγορίες εργατών. Όμως, εξεταζόμενη ως ένα σύνολο, η σημερινή οικονομία δεν διαφέρει και πολύ από τον «πούρο» καπιταλισμό.

Η παραγωγή γίνεται για το κέρδος, όχι για τη χρήση της. Δεν υπάρχει πρόνοια ότι όλοι εκείνοι που είναι ικανοί και πρόθυμοι να εργαστούν θα είναι πάντα σε θέση να βρίσκουν εργασία. Ο «στρατός των ανέργων» υπάρχει σχεδόν πάντα. Ο εργάτης φοβάται συνεχώς μην χάσει τη δουλειά του. Μια και οι άνεργοι και οι κακοπληρωμένοι εργάτες δεν δημιουργούν μια επικερδή αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών περιορίζεται, και η συνέπεια είναι μεγάλα δεινά. Η τεχνολογική πρόοδος οδηγεί συχνά σε ακόμα μεγαλύτερη ανεργία παρά στη μείωση του φόρτου εργασίας για όλους. Το κίνητρο του κέρδους, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών, ευθύνεται για την αστάθεια στη συσσώρευση και στη χρήση του κεφαλαίου, που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές υφέσεις. Ο απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε τεράστια σπατάλη εργασίας, καθώς και στον ακρωτηριασμό της κοινωνικής συνείδησης των ατόμων, που ανάφερα προηγουμένως.

Είναι αυτός ο ακρωτηριασμός των ατόμων που θεωρώ ως το χειρότερο κακό του καπιταλισμού. Ολάκερο το εκπαιδευτικό μας σύστημα υποφέρει από αυτό το κακό. Εμφυσούν στον σπουδαστή την υπερβολικά ανταγωνιστική συμπεριφορά, προπονώντας τον στη λατρεία της επίκτητης επιτυχίας ως προετοιμασίας για τη μελλοντική του καριέρα.

Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει μόνον ένας τρόπος για να εξαλειφθούν αυτά τα σοβαρά κακά, καθαρά και ξάστερα μέσα από την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, που θα συνοδεύεται από ένα εκπαιδευτικό σύστημα προσανατολισμένο προς κοινωνικούς στόχους. Σε μια τέτοια οικονομία, τα παραγωγικά μέσα είναι ιδιοκτησία της ίδιας της κοινωνίας και χρησιμοποιούνται με σχεδιασμένο τρόπο. Μια σχεδιασμένη οικονομία, που προσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινότητας, θα διανέμει την απαιτούμενη εργασία μεταξύ όλων εκείνων που είναι ικανοί να εργάζονται και θα εξασφαλίζει τα προς το ζειν σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Η εκπαίδευση του ατόμου, πέρα από την ανάπτυξη των έμφυτων ικανοτήτων του καθενός, θα προσπαθεί να αναπτύξει το αίσθημα ευθύνης απέναντι στους συνανθρώπους μας αντί να υμνεί την εξουσία και την επιτυχία, όπως γίνεται στη σημερινή κοινωνία μας.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να θυμόμαστε ότι η σχεδιασμένη οικονομία δεν είναι ακόμα ο σοσιαλισμός. Μια σχεδιασμένη οικονομία μπορεί να συνοδεύεται από την απόλυτη υποδούλωση του ατόμου. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση μερικών πολύ δύσκολων κοινωνικο-πολιτικών προβλημάτων: πώς είναι δυνατό, με δεδομένη την τρομακτική συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, να αποτραπεί η γραφειοκρατία από το να γίνει παντοδύναμη και αλαζονική; Πώς μπορούν να προστατευθούν τα δικαιώματα του ατόμου και κατ’επέκταση, πώς μπορεί να εξασφαλισθεί ένα δημοκρατικό αντίβαρο στην εξουσία της γραφειοκρατίας;

Στη σημερινή μεταβατική εποχή είναι ύψιστης σημασίας η διαφάνεια για τους στόχους και τα προβλήματα του σοσιαλισμού. Επειδή, υπό τις παρούσες συνθήκες, η ελεύθερη και ανεμπόδιστη συζήτηση αυτών των προβλημάτων έχει φτάσει να γίνει ένα πανίσχυρο ταμπού, θεωρώ ότι η ίδρυση αυτού του περιοδικού συνιστά μια σπουδαία υπηρεσία κοινής ωφέλειας.


* Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε αρχικά για το πρώτο τεύχος του Monthly Review (Μάης 1949).

Καρλ Πολάνυι – Η αυτορυθμιζόμενη αγορά και τα πλασματικά εμπορεύματα: εργασία, γη και χρήμα (αναδημοσίευση)

Από respublica.gr

[…] Ποτέ πριν την εποχή μας δεν ξεπέρασαν οι αγορές την καταστατική θέση του εξαρτήματος της οικονομικής ζωής. Κατά κανόνα, το οικονομικό σύστημα ήταν ενσωματωμένο στο κοινωνικό, και η μορφή της αγοράς ήταν συμβατή με οποιαδήποτε αρχή συμπεριφοράς επικρατούσε στην οικονομία. Η αρχή της ανταλλαγής, που βρίσκεται πίσω από τη μορφή της αγοράς, δεν φανέρωνε μια τάση επέκτασης σε βάρος των υπολοίπων. Εκεί που οι αγορές ήταν περισσότερο αναπτυγμένες, όπως στο μερκαντιλιστικό σύστημα, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο μιας κεντρικής εξουσίας, που ασκούσε την αυταρχική εξουσία της τόσο στην αγροτική οικονομία όσο και στην εθνική ζωή. Ουσιαστικά, έλεγχος και αγορά αναπτύσσονταν παράλληλα. 

Η αυτορυθμιζόμενη αγορά ήταν άγνωστη έννοια· πράγματι, η εμφάνιση της ιδέας της αυτορύθμισης έφερε μια πλήρη μεταστροφή του ρεύματος της εξέλιξης. Κάτω από το φως αυτών των εξελίξεων μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως τις ασυνήθιστες απόψεις που κρύβονται πίσω από μία οικονομία της αγοράς.

Η οικονομία της αγοράς αποτελεί ένα οικονομικό σύστημα που ελέγχεται, ρυθμίζεται και κατευθύνεται μόνον από τις αγορές. Η τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών επαφίεται σε αυτόν τον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό. Μία τέτοια οικονομία πηγάζει από την αντίληψη ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να τους αποφέρει τα μέγιστα χρηματικά οφέλη. Προϋποθέτει αγορές, στις οποίες η παροχή αγαθών (και υπηρεσιών), που διατίθενται σε μια ορισμένη τιμή, θα ισούται με τη ζήτηση. Προϋποθέτει την παρουσία του χρήματος, που λειτουργεί ως αγοραστική δύναμη στα χέρια των κατόχων του. Συνεπώς, η παραγωγή θα ελέγχεται από τις τιμές, επειδή τα κέρδη αυτών που διευθύνουν την παραγωγή θα εξαρτώνται από αυτές· η διανομή των αγαθών θα εξαρτάται επίσης από τις τιμές, επειδή αυτές δημιουργούν εισοδήματα και ίσα ίσα χάρη στα εισοδήματα αυτά παράγονται και διανέμονται τα αγαθά μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Με αυτές τις αντιλήψεις, η τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών εξασφαλίζεται αποκλειστικά από τις τιμές.

Η αυτορύθμιση συνεπάγεται ότι ολόκληρη η παραγωγή προσφέρεται προς πώληση στην αγορά και ότι όλα τα εισοδήματα πηγάζουν από τέτοιες πωλήσεις. Συνεπώς, υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, όχι μόνο για τα αγαθά (συμπεριλαμβανομένων πάντα των υπηρεσιών) αλλά και για την εργασία, τη γη και το χρήμα που οι τιμές τους ονομάζονται τιμές εμπορευμάτων, μισθοί, πρόσοδος και τόκος αντίστοιχα. Οι ίδιοι όροι δείχνουν ότι οι τιμές διαμορφώνουν τα εισοδήματα: ο τόκος είναι η τιμή για τη χρήση του χρήματος και αποτελεί το εισόδημα όσων είναι σε θέση να χορηγήσουν χρήμα. Η πρόσοδος είναι η τιμή της χρήσης της γης και αποτελεί το εισόδημα εκείνων που παρέχουν γη· οι μισθοί είναι η τιμή για τη χρήση της εργασιακής δύναμης και αποτελούν το εισόδημα όποιων την πωλούν. Τέλος, οι τιμές των εμπορευμάτων αποτελούν τα εισοδήματα όποιων πουλούν τις επιχειρηματικές τους υπηρεσίες, και το εισόδημα ονομάζεται κέρδος επειδή αποτελεί ουσιαστικά τη διαφορά ανάμεσα σε δύο κατηγορίες τιμών, την τιμή των παραχθέντων αγαθών και το κόστος τους, δηλαδή την τιμή των αγαθών την αναγκαία για την παραγωγή τους. Εφ’ όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, όλα τα εισοδήματα θα προέρχονται από πωλήσεις στην αγορά και θα επαρκούν για να αγοράζουν όλα τα παραγόμενα αγαθά.

Μια άλλη κατηγορία αντιλήψεων αφορά στο κράτος και την πολιτική του. Τίποτε δεν πρέπει να επιτρέπεται να δημιουργηθεί με τρόπο άλλον εκτός από τις πωλήσεις. Ούτε και πρέπει να υπάρχει οποιαδήποτε παρεμβολή στην προσαρμογή των τιμών στην αλλαγή των συνθηκών της αγοράς – είτε οι τιμές αφορούν σε αγαθά είτε σε εργασία, γη ή χρήμα. Έπεται ότι πρέπει να υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας[1] και ότι απαγορεύεται η λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη δράση των αγορών αυτών. Ούτε η τιμή ούτε η προσφορά ούτε η ζήτηση πρέπει να είναι σταθερές ή ρυθμιζόμενες. Είναι επιτρεπτές μόνον εκείνες οι πολιτικές που συντελούν στη διασφάλιση της αυτορύθμισης της αγοράς και δημιουργούν συνθήκες που καθιστούν την αγορά μοναδική οργανωτική δύναμη στη σφαίρα της οικονομίας.

Για να αντιληφθούμε πλήρως τι σημαίνει αυτό, θα στραφούμε για λίγο στο μερκαντιλιστικό σύστημα και στις εθνικές αγορές, των οποίων την ανάπτυξη βοήθησε πολύ ουσιαστικά. Στον φεουδαλισμό και στο συντεχνιακό σύστημα, γη και εργασία αποτελούσαν μέρος της καθαυτό κοινωνικής οργάνωσης (το χρήμα δεν είχε ακόμα εξελιχθεί σε κυρίαρχο στοιχείο της βιομηχανίας). Η γη, το θεμελιώδες στοιχείο του φεουδαλισμού, ήταν η βάση για το στρατιωτικό, δικαιοδοτικό, διοικητικό και πολιτικό σύστημα· η καταστατική θέση και η χρήση της καθοριζόταν από νομικούς και εθιμικούς κανόνες. Το κατά πόσον η κατοχή της μεταβιβαζόταν ή όχι και, αν ναι, σε ποιόν και υπό ποιους περιορισμούς, τι συνεπαγόταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, σε όποια χρήση θα υποβάλλονταν συγκεκριμένες εκτάσεις γης – όλα αυτά τα ζητήματα δεν υπάγονταν στην οργάνωση της αγοραπωλησίας, αλλά σε μια εντελώς διαφορετική κατηγορία θεσμικών ρυθμίσεων.

Τα ίδια ίσχυαν και για την οργάνωση της εργασίας. Στο συντεχνιακό σύστημα, όπως και σε όλα τα προηγούμενα οικονομικά συστήματα στην ανθρώπινη ιστορία, τα κίνητρα και οι περιστάσεις των παραγωγικών δραστηριοτήτων στηρίζονταν στην γενικότερη οργάνωση της κοινωνίας. Οι σχέσεις τεχνίτη, βοηθού, μαθητευόμενου, οι συνθήκες εργασίας της κάθε τέχνης, ο αριθμός των μαθητευόμενων, οι μισθοί των εργατών, ρυθμίζονταν όλα από την παράδοση και τη διοίκηση της κάθε συντεχνίας και πόλης. Το μερκαντιλιστικό σύστημα απλώς ενοποίησε όλες αυτές τις συνθήκες, είτε με διατάγματα, όπως στην Αγγλία, είτε δια μέσου της «εθνικοποίησης» των συντεχνιών, όπως στη Γαλλία. Όσον αφορά στη γη, το φεουδαλικό καθεστώς είχε καταργηθεί μόνον όπου σχετιζόταν με περιφερειακά, τοπικά προνόμια. Για όλα τα υπόλοιπα, η γη παρέμενε extra commercium στην Αγγλία και τη Γαλλία. Μέχρι την Επανάσταση του 1789, η κτηματική περιουσία παρέμενε η πηγή των κοινωνικών προνομίων στη Γαλλία, ενώ στην Αγγλία, ακόμη και μετά από αυτήν την περίοδο, το εθιμικό δίκαιο της γης ήταν ουσιαστικά μεσαιωνικό. Παρ’ όλη την τάση του για εμπορευματοποίηση, ο μερκαντιλισμός ουδέποτε επιτέθηκε στα εχέγγυα που προστάτευαν τα δύο βασικά στοιχεία της παραγωγής –την εργασία και τη γη– από τυχόν απόπειρες εμπορευματοποίησής τους. Στην Αγγλία, η «εθνικοποίηση» της εργατικής νομοθεσίας με τον «Νόμο περί τεχνιτών» (1563) και τον νόμο της «Κοινωνικής πρόνοιας» (1601) έθεσε υπό την προστασία της την εργασία, ενώ η πολιτική των Τυδώρ και των πρώτων Στιούαρτ εναντίον των περιφράξεων αποτελούσε μία σταθερή αντίσταση στην αρχή της κερδοφόρου χρήσης της κτηματικής περιουσίας.

Παρ’ όλη την έμφαση που έδινε στην εμπορευματοποίηση ως εθνική πολιτική, ο μερκαντιλισμός αντιμετώπιζε τις αγορές πολύ διαφορετικά από ό,τι η οικονομία της αγοράς, πράγμα που δείχνει σαφέστατα η υπερβολική επέκταση του κρατικού παρεμβατισμού στη βιομηχανία. Στο σημείο αυτό δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα στους μερκαντιλιστές και τους νοσταλγούς της φεουδαρχίας, ανάμεσα στον σχεδιασμό του στέμματος και τα κεκτημένα δικαιώματα ή ανάμεσα στους συγκεντρωτικούς γραφειοκράτες και τους συντηρητικούς αυτονομιστές. Διαφωνούσαν μόνον ως προς τις μεθόδους της ρύθμισης: συντεχνίες, πόλεις και επαρχίες επικαλούνταν την παράδοση και το έθιμο, ενώ η νέα κρατική εξουσία έκλινε προς τα νομοθετικά μέτρα· αλλά και οι δύο ήταν αντίθετες στην εμπορευματοποίηση της γης και της εργασίας – προϋπόθεση της οικονομίας της αγοράς. 

Συντεχνίες και φεουδαλικά δικαιώματα καταργήθηκαν στη Γαλλία μόλις το 1790, ενώ ο ελισαβετιανός «Νόμος περί φτωχών» μόλις το 1834. Και στις δύο χώρες, η εδραίωση της ελεύθερης αγοράς εργασίας ούτε που συζητιόταν πριν από την τελευταία δεκαετία του 18ου αι. Όσο για την ιδέα της αυτορύθμισης της οικονομικής ζωής, βρισκόταν εντελώς πέρα από τον ορίζοντα της εποχής. Ο μερκαντιλισμός ασχολούνταν με την ανάπτυξη των πόρων της χώρας, και της προσφοράς εργασίας, δια μέσου του εμπορίου· θεωρούσε δεδομένη την παραδοσιακή οργάνωση γης και εργασίας. Από την άποψη αυτήν, βρισκόταν τόσο μακριά από τις σύγχρονες αντιλήψεις όσο ήταν και στον χώρο της πολιτικής, στον οποίο καμία νύξη εκδημοκρατισμού δεν ήταν ικανή να μετριάσει την ένθερμη πίστη του στις απολυταρχικές εξουσίες του πεφωτισμένου δεσπότη. Όπως ακριβώς η μετάβαση σε ένα δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα επέφερε την πλήρη ανατροπή της κυρίαρχης αντίληψης της εποχής, η αλλαγή από ρυθμισμένες σε αυτορυθμιζόμενες αγορές, στα τέλη του 18ου αι., αντιπροσώπευε τον πλήρη μετασχηματισμό της κοινωνικής δομής.

Μία αυτορυθμιζόμενη αγορά απαιτεί τον θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας στην οικονομική και την πολιτική σφαίρα δραστηριοτήτων. Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί στην ουσία απλώς την επαναδιατύπωση, από την πλευρά της κοινωνίας ως συνόλου, της ύπαρξης μιας αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο διαχωρισμός των δύο σφαιρών δραστηριοτήτων ενυπάρχει σε όλους τους τύπους κοινωνίας, σε όλες τις εποχές. Αυτό, όμως, θα βασιζόταν σε πλάνη. Είναι γεγονός ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ένα σύστημα που να εξασφαλίζει την τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών. Αλλά αυτό δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την ύπαρξη ξέχωρων οικονομικών θεσμών· συνήθως, η οικονομική τάξη αποτελεί απλώς λειτουργία της κοινωνικής, στην οποία εμπεριέχεται. Ξεχωριστό οικονομικό σύστημα στην κοινωνία δεν υπήρχε στην φυλετική ούτε στην φεουδαλική ούτε στην μερκαντιλιστική πραγματικότητα. Η κοινωνία του 19ου αι., στην οποία η οικονομική δραστηριότητα απομονώθηκε και αποδόθηκε σε ένα ιδιαίτερο οικονομικό κίνητρο, αντιπροσώπευε πράγματι μια ριζικά νέα κατεύθυνση.

Ένα τέτοιο θεσμικό πρότυπο μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με την σχετική υποταγή της κοινωνίας στις απαιτήσεις του. Μία οικονομία της αγοράς μπορεί να υπάρξει μόνο σε μια κοινωνία της αγοράς. Αναλύοντας την εξέλιξη της μορφής της αγοράς, φτάσαμε σε αυτό το γενικό συμπέρασμα. Μπορούμε τώρα να συγκεκριμενοποιήσουμε τον ισχυρισμό μας. Μία οικονομία της αγοράς πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένων της γης, της εργασίας και του χρήματος. (Σε μια οικονομία της αγοράς, το τελευταίο αποτελεί επίσης ουσιαστικό στοιχείο της βιομηχανικής ζωής και η συμπερίληψή του στον μηχανισμό της αγοράς έχει, όπως θα δούμε, σημαντικότατες θεσμικές συνέπειες). Αλλά εργασία και γη δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που απαρτίζουν κάθε κοινωνία, καθώς και από το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή υπάρχει. Η συμπερίληψή τους στον μηχανισμό της αγοράς σημαίνει την καθυπόταξη της καθαυτό υπόστασης της κοινωνίας στους νόμους της αγοράς.

Είμαστε τώρα σε θέση να διατυπώσουμε πιο συγκεκριμένα τη θεσμική φύση της οικονομίας της αγοράς και τους κινδύνους που περικλείει για την κοινωνία. Πρώτα πρώτα, θα περιγράψουμε τις μεθόδους με τις οποίες ο μηχανισμός της αγοράς καθίσταται ικανός να ελέγχει και να κατευθύνει τα στοιχεία της βιομηχανικής ζωής. Δεύτερον, θα προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε τις επιπτώσεις του μηχανισμού αυτού σε μία κοινωνία που υφίσταται τη δράση του.

Ο μηχανισμός της αγοράς προσαρμόζεται στα διάφορα στοιχεία της βιομηχανικής ζωής με τη βοήθεια της έννοιας του εμπορεύματος. Τα εμπορεύματα εδώ ορίζονται εμπειρικά ως αντικείμενα που έχουν παραχθεί για πώληση στην αγορά, ενώ οι αγορές ορίζονται, πάλι εμπειρικά, ως οι επαφές πωλητών και αγοραστών. Κατά συνέπεια, όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας θεωρείται ότι έχουν παραχθεί για πώληση, καθώς τότε και μόνο τότε θα γίνουν αντικείμενο της αλληλεπίδρασης του μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης με την τιμή. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, καθώς και ότι, σε αυτές τις αγορές, καθένα από τα στοιχεία αυτά θα οργανώνεται σε μία ομάδα προσφοράς και ζήτησης· τέλος, ότι κάθε τέτοιο στοιχείο θα έχει μία τιμή, η οποία θα βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την προσφορά και τη ζήτηση. Αυτές οι –αναρίθμητες– αγορές αλληλοσυνδέονται, για να δημιουργήσουν Μία Μεγάλη Αγορά[2].

Σημαντικό στοιχείο είναι το ακόλουθο: η εργασία, η γη και το χρήμα είναι ουσιαστικά στοιχεία της βιομηχανίας και πρέπει και αυτά να οργανώνονται σε χωριστές αγορές· πράγματι, αυτές οι αγορές αποτελούν πολύ ζωτικό μέρος του οικονομικού συστήματος. Αλλά εργασία, γη και χρήμα δεν αποτελούν προφανώς εμπορεύματα· το αξίωμα πως οτιδήποτε αγοράζεται και πουλιέται πρέπει να έχει παραχθεί για πώληση, είναι καταφανώς αναληθές στην περίπτωσή τους. Με άλλα λόγια, δεν αποτελούν εμπορεύματα, σύμφωνα με τον εμπειρικό ορισμό του εμπορεύματος. Η εργασία είναι απλώς ένα ακόμη όνομα για μια ανθρώπινη δραστηριότητα που ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή, και που δεν παράγεται για πώληση αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους, και δεν μπορεί να διαχωρισθεί από την ανθρώπινη ζωή, να «αποθηκευτεί» ή να μετακινηθεί. Γη, άλλωστε, είναι ένα άλλο όνομα της Φύσης, που δεν παράγεται από τον άνθρωπο. Τέλος, το χρήμα αποτελεί απλώς ένα τεκμήριο αγοραστικής δύναμης που, κατά κανόνα, δεν παράγεται αλλά δημιουργείται με τον μηχανισμό της ιδιωτικής και της δημόσιας Πίστης. Κανένα απ’ αυτά δεν παράγεται για πώληση. Η απόδοση της ιδιότητας του εμπορεύματος στην εργασία, τη γη και το χρήμα είναι ολότελα πλασματική.

Κι όμως, ίσα ίσα με τη βοήθεια αυτής της κατασκευής οργανώνονται οι αγορές εργασίας, γης και χρήματος[3]· αυτά πωλούνται και αγοράζονται στην αγορά και η προσφορά και η ζήτησή τους αποτελούν πραγματικά μεγέθη· κάθε μέτρο ή πολιτική που θα εμπόδιζε τον σχηματισμό τέτοιων αγορών, θα απειλούσε αναπόφευκτα την αυτορύθμιση του συστήματος. Επομένως, η νοητική κατασκευή του εμπορεύματος παρέχει μία ζωτική οργανωτική αρχή για το σύνολο της κοινωνίας και επηρεάζει με τους πιο ποικίλους τρόπους όλους τους θεσμούς της: την αρχή σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κάθε διακανονισμός ή συμπεριφορά που θα απέτρεπαν την ουσιαστική λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς με βάση την νοητική κατασκευή του εμπορεύματος.

Πάντως, σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα, αυτό το αξίωμα δεν μπορεί να επικυρωθεί. Η καθιέρωση του μηχανισμού της αγοράς ως μοναδικού ρυθμιστή της τύχης των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος, ως και του μεγέθους και της χρήσης της αγοραστικής δύναμης, κατέληγε στην κατάλυση της κοινωνίας. Το υποτιθέμενο εμπόρευμα «εργασιακή δύναμη» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αδιακρίτως, ούτε και να αφήνεται αχρησιμοποίητο, δίχως να επηρεάσει τον άνθρωπο, που τυχαίνει να είναι φορέας αυτού του ιδιαίτερου εμπορεύματος. Αχρηστεύοντας την εργασιακή δύναμη του ανθρώπου, το σύστημα αναπόφευκτα θα αχρήστευε τη φυσική, ηθική και ψυχολογική οντότητα που λέγεται «άνθρωπος», η οποία συνδέεται με αυτό το εμπόρευμα. Αν έχαναν την προστατευτική κάλυψη των πολιτισμικών θεσμών, οι άνθρωποι θα εκμηδενίζονταν από τα αποτελέσματα της κατάλυσης της κοινωνίας· τελικά θα πέθαιναν, θύματα μιας οξείας κοινωνικής αποσάθρωσης, μίας έξαρσης του εγκλήματος, της περιθωριοποίησης και της λιμοκτονίας. Θα ακολουθούσε η ισοπέδωση της φύσης, η μόλυνση των τοπίων, των ποταμών και των κατοικημένων χώρων, η διακύβευση της εθνικής ασφάλειας και η πλήρης απώλεια της δυνατότητας παραγωγής τροφίμων και πρώτων υλών. Τέλος, η ρύθμιση της αγοραστικής δύναμης από την αγορά θα κατέστρεφε τις επιχειρήσεις, επειδή η έλλειψη ή η πληθώρα του χρήματος θα απέβαιναν εξ ίσου καταστροφικές για την επιχείρηση, όπως οι πλημμύρες και οι ξηρασίες για την πρωτόγονη κοινωνία. 

Αναμφίβολα, η εργασία, η γη και το χρήμα είναι ουσιώδη για μία οικονομία της αγοράς. Αλλά καμία κοινωνία δεν θα άντεχε τις συνέπειες από την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος χονδροειδών νοητικών κατασκευών, έστω και για απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, αν δεν προστατεύονταν η ανθρώπινη, η φυσική της υπόσταση, όπως και η επιχειρηματική της οργάνωση, από την καταστροφική επιρροή αυτού του σατανικού μύλου.

Η άκρως τεχνητή φύση της οικονομίας της αγοράς έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι η ίδια η διαδικασία της παραγωγής οργανώνεται με τη μορφή της αγοραπωλησίας[4]. Κανένας άλλος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής δεν είναι εφικτός σε μία εμπορική κοινωνία. Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, η βιομηχανική παραγωγή για τις εξαγωγές ήταν υπό τον έλεγχο πλούσιων αστών και διεκπεραιωνόταν υπό την άμεση επίβλεψή τους στην πόλη τους. Αργότερα, στην εμπορική κοινωνία, η παραγωγή ήταν υπό τον έλεγχο των εμπόρων και δεν περιοριζόταν πια στις πόλεις· ήταν η εποχή της «οικοτεχνίας», τότε που η βιομηχανία της αγροτικής υπαίθρου προμηθευόταν τις πρώτες ύλες από τον έμπορο καπιταλιστή, ο οποίος διεύθυνε την παραγωγική διαδικασία ως καθαρά εμπορική επιχείρηση. Τότε η βιομηχανική παραγωγή πέρασε σε μεγάλη κλίμακα υπό την καθοδήγηση του εμπόρου. Αυτός είχε γνώση της αγοράς, του όγκου και της ποιότητας της ζήτησης· αυτός εγγυόταν την προμήθεια των πρώτων υλών, όπως το μαλλί και μερικές φορές οι αργαλειοί, για το οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής. Αν δεν επαρκούσαν οι προμήθειες, δυσμενέστερες ήταν οι επιπτώσεις πάνω στον τεχνίτη, που έχανε προσωρινά την απασχόλησή του. Δεν απαιτούνταν καμία μεγάλη βιομηχανική εγκατάσταση και ο έμπορος δεν έπαιρνε σημαντικό ρίσκο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της παραγωγής.

Το σύστημα αυτό ισχυροποιόταν και βελτιωνόταν οργανωτικά επί αιώνες, ως την εποχή που, σε μία χώρα, την Αγγλία, η υφαντουργία, υπό τον έλεγχο του υφασματέμπορου, προσέλαβε σχεδόν εθνικές διαστάσεις. Αυτός που αγόραζε και πουλούσε, εξασφάλιζε την παραγωγή – δεν απαιτούνταν ένα ξέχωρο κίνητρο. Η παραγωγή αγαθών δεν λάμβανε υπ’ όψη ούτε τις αμοιβαίες σχέσεις αλληλοϋποστήριξης ούτε την έγνοια του νοικοκύρη για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειας ούτε την περηφάνια του τεχνίτη για το προϊόν του ούτε την ικανοποίηση και επιδοκιμασία του αγοραστικού κοινού· τίποτα, παρά μόνο το καθαρό κίνητρο του κέρδους, ίδιον του ανθρώπου που το επάγγελμά του είναι να πουλά και να αγοράζει. Μέχρι τα τέλη του 18ου αι., η βιομηχανική παραγωγή στην δυτική Ευρώπη ήταν απλώς συμπληρωματική του εμπορίου.

Όσο η μηχανή αποτελούσε ένα φτηνό και μη εξειδικευμένο εργαλείο, δεν υπήρχε καμία αλλαγή σε αυτήν την κατάσταση. Το γεγονός ότι ο οικοτεχνίτης μπορούσε να παράγει περισσότερα προϊόντα στις ίδιες εργάσιμες ώρες, πιθανόν να τον ωθούσε να χρησιμοποιήσει μηχανές για να μεγιστοποιήσει το εισόδημά του, αλλά δεν επηρέαζε αναγκαστικά την οργάνωση της παραγωγής. Το αν ο τεχνίτης –ή ο εργοδότης– ήταν κάτοχος φθηνών μηχανημάτων, προκαλούσε μια κάποια διαφοροποίηση στην κοινωνική θέση των δύο συμβαλλομένων και, οπωσδήποτε, σήμαινε μια διαφορά στα εισοδήματα του εργάτη, που κέρδιζε περισσότερα όταν ήταν ο ιδιοκτήτης των εργαλείων του. Αυτό, όμως, από μόνο του δεν προέτρεπε τον έμπορο να μεταβληθεί σε βιομήχανο καπιταλιστή ή να περιορίσει τις δραστηριότητές του αποκλειστικά στο να δανείζει σε τέτοιους ανθρώπους. Η πώληση αγαθών σπάνια ήταν πλήρης και η μεγαλύτερη δυσκολία παρέμενε η προμήθεια πρώτων υλών, που μερικές φορές ήταν αδύνατον να διακοπεί. Αλλά ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις, η ζημία του εμπόρου-ιδιοκτήτη των μηχανημάτων δεν ήταν σημαντική. Αυτό που άλλαξε τελείως τη σχέση τού εμπόρου με την παραγωγή δεν ήταν η εμφάνιση της μηχανής καθ’ εαυτή, αλλά η εφεύρεση περίπλοκων μηχανημάτων και άρα εξειδικευμένων μηχανημάτων. Αν και ίσα ίσα ο έμπορος εισήγαγε την νέα οργάνωση της παραγωγής – γεγονός που καθόρισε την όλη πορεία του μετασχηματισμού – η χρήση των πολύπλοκων μηχανημάτων και εγκαταστάσεων απαίτησε τη δημιουργία εργοστασίων και, συνακόλουθα, αλλοίωσε την ισορροπία της σχέσης εμπορίου και βιομηχανίας, καταφανώς προς όφελος της τελευταίας. Η βιομηχανική παραγωγή έπαψε να λειτουργεί ως εξάρτημα του εμπορίου, και περίεκλειε πια μακροπρόθεσμες επενδύσεις και ανάλογα ρίσκα. Όσο δεν διασφαλιζόταν η απρόσκοπτη παραγωγή αγαθών, τέτοια ρίσκα δεν ήταν εφικτά για τον επενδυτή.

Όσο, όμως, γινόταν πολυπλοκότερη η βιομηχανική παραγωγή, τόσο αύξανε ο αριθμός των στοιχείων της βιομηχανίας, που η προμήθειά τους έπρεπε να διασφαλισθεί. Από αυτά, τρία ήταν κεφαλαιώδους σημασίας: η εργασία, η γη και το χρήμα. Σε μία εμπορική κοινωνία, υπήρχε μόνον ένας τρόπος οργάνωσής τους: να καταστούν διαθέσιμα προς πώληση. Επομένως, έπρεπε να οργανωθούν για να πουλιούνται στην αγορά, δηλαδή σαν εμπορεύματα. Η επέκταση του μηχανισμού της αγοράς στην εργασία, τη γη και το χρήμα, υπήρξε αναπόφευκτη συνέπεια της εισαγωγής των εργοστασίων σε μία εμπορική κοινωνία. Όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας έπρεπε να προσφέρονται προς πώληση.

Αυτό συνδεόταν με την ανάγκη να υπάρχει ένα σύστημα αγοράς. Γνωρίζουμε πως σε ένα τέτοιο καθεστώς τα κέρδη διασφαλίζονται μόνο αν εξασφαλίζεται η αυτορύθμιση δια μέσου της ύπαρξης αλληλένδετων ανταγωνιστικών αγορών. Καθώς η ανάπτυξη των εργοστασίων αποτελούσε μέρος της διαδικασίας αγοράς και πώλησης, η εργασία, η γη και το χρήμα έπρεπε να μετατραπούν σε εμπορεύματα για να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη παραγωγή. Βέβαια, δεν θα μπορούσαν πραγματικά να μετατραπούν σε εμπορεύματα, καθώς δεν παράγονταν για να πουληθούν στην αγορά. Αλλά ο μύθος της εμπορευματοποίησής τους κατέστη η οργανωτική αρχή της κοινωνίας. Από τα τρία διακρίνεται ένα: «εργασία» είναι ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, εφ’ όσον είναι υπάλληλοι και όχι εργοδότες· συνάγεται ότι, εφ’ εξής, η οργάνωση της εργασίας θα άλλαζε παράλληλα με την οργάνωση του συστήματος της αγοράς. Αλλά καθώς η οργάνωση της εργασίας είναι απλώς μια άλλη περιγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων, αυτό σημαίνει πως η ανάπτυξη του συστήματος της αγοράς θα συνοδευόταν από μία αλλαγή στην οργάνωση της κοινωνίας. Τελικά, η ανθρώπινη κοινωνία είχε καταστεί εξάρτημα του οικονομικού συστήματος.

Επανερχόμαστε στις παράλληλες ιστορίες των ζημιών που προκάλεσαν οι περιφράξεις στην αγγλική ιστορία, και της κοινωνικής καταστροφής που ακολούθησε την Βιομηχανική Επανάσταση. Έχουμε επισημάνει ότι, κατά κανόνα, βελτιώσεις επιτυγχάνονται με αντίτιμο την κοινωνική αποδιάρθρωση. Αν αυτή προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, τότε η κοινότητα υποκύπτει στο μοιραίο. Οι Τυδώρ και οι πρώτοι Στιούαρτ γλίτωσαν την Αγγλία από την τύχη της Ισπανίας, ρυθμίζοντας την ταχύτητα και την επέκταση της αλλαγής ώστε αυτή να καταστεί ανεκτή, και παροχετεύοντας τα αποτελέσματα της σε λιγότερο καταστροφικές απολήξεις. Τίποτε, όμως, δεν έσωσε τον αγγλικό λαό από τον αντίκτυπο της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η τυφλή πίστη στην αυθόρμητη πρόοδο είχε κυριεύσει τον νου των ανθρώπων, και οι πιο φωτισμένοι πίεζαν για απεριόριστη και ανεξέλεγκτη κοινωνική αλλαγή, με θρησκευτικό φανατισμό. Οι συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων είναι φρικτές, ξεπερνούν κάθε προσπάθεια περιγραφής. Πράγματι, η ανθρώπινη κοινωνία θα βάδιζε στην εξολόθρευση, αν δεν υπήρχαν προστατευτικές αντιδράσεις, που περιόριζαν τη δράση αυτού του μηχανισμού αυτοκαταστροφής.

Η κοινωνική ιστορία του 19ου αι. υπήρξε, επομένως, το αποτέλεσμα μιας διπλής κίνησης: η επέκταση της οργάνωσης της αγοράς για τα γνήσια εμπορεύματα, συνοδεύθηκε από έναν περιορισμό για τα πλασματικά. Ενώ από τη μία οι αγορές κατέκλυσαν την υφήλιο και η ποσότητα των διατιθέμενων αγαθών προσέλαβε απίστευτες διαστάσεις, από την άλλη ένα δίκτυο μέτρων και πολιτικών ενσωματώθηκε σε ισχυρούς θεσμούς, που είχαν σχεδιαστεί για να ελέγξουν τη δράση της αγοράς σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ενώ η οργάνωση παγκόσμιων αγορών εμπορευμάτων, κεφαλαίων και νομίσματος, υπό την αιγίδα του διεθνούς κανόνα του χρυσού, έδωσε μία πρωτοφανή ώθηση στον μηχανισμό των αγορών, αναδύθηκε ένα βαθιά ριζωμένο κίνημα αντίστασης στις καταστροφικές συνέπειες μιας οικονομίας υπό τον έλεγχο της αγοράς. Η κοινωνία αυτοπροστατεύτηκε από τους κινδύνους που ήταν εγγενείς στο σύστημα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς – αυτό αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορίας της περιόδου.


* Πρόκειται για το 6ο κεφάλαιο του βιβλίου σταθμός του Καρλ Πολάνυι αναφορικά με τις φιλοσοφικές καταβολές, την πρακτική εφαρμογή, τις κοινωνικές επιπτώσεις, την ιστορία και την εξέλιξη του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Βλ. Polanyi Karl, «Η αυτορυθμιζόμενη αγορά και τα πλασματικά εμπορεύματα: εργασία, γη και χρήμα» στο Ο μεγάλος μετασχηματισμός: οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας (μτφρ. Γαγανάκης Κώστας), χ.χ. [1944], Θεσσαλονίκη: Νησίδες, σσ. 69-77.

παραπομπές
[1] Henderson, H.D., Supply and Demand, 1922. Η πρακτική της αγοράς είναι διττή: η κατ’ αναλογία κατανομή των παραγόντων στις διαφορετικές χρήσεις και η οργάνωση των δυνάμεων που επηρεάζουν την συνολική προσφορά παραγόντων
[2] Hawtrey, G.R., The Economic Problem, 1925. Η λειτουργία της Μεγάλης Αγοράς, όπως την ορίζει ο Hawtrey, συνίσταται στο «να καθιστά τις σχετικές αγοραστικές αξίες όλων των εμπορευμάτων αμοιβαία συμβατές/σύμμετρες».
[3] Η αναφορά του Μαρξ στον φετιχιστικό χαρακτήρα των εμπορευμάτων σχετίζεται με την ανταλλακτική αξία των γνήσιων εμπορευμάτων και δεν έχει καμία σχέση με τα πλασματικά εμπορεύματα για τα οποία μιλούμε εδώ.
[4] Cunningham, W., «Economic Change», , στο Cambridge Modern History, Vol. I.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Εκείνοι που θα ζήσουν… (αναδημοσίευση)

Του Σταύρου Παναγιωτίδη
Από το Barikat

...Κάθισα, έκλεισα τα μάτια, να, έτσι, και σκέφτηκα: εκείνοι που θα ζήσουν ύστερα από εκατό-διακόσια χρόνια έπειτα από εμάς και που εμείς τώρα ανοίγουμε το δρόμο γι’ αυτούς, θα μας μνημονέψουν μ’ έναν καλό λόγο; Κι όμως Βάγια, δε θα μας μνημονέψουν!...
Άντον Τσέχοφ, Ο Θείος Βάνιας

Ο Τσέχοφ έγραψε για να βγάλει από την ψυχή του και να απλώσει μπροστά στα μάτια του κόσμου όλη τη γκρίζα απόγνωση που έβλεπε στην μουντή, άτονη και φοβική ζωή των Ρώσων των αρχών του εικοστού αιώνα. Ήταν, το βλέπουμε, εξαιρετικά απαισιόδοξος. Του το γεννούσε το παρόν του. Πέθανε το 1904, μην προλαβαίνοντας να δει τις μεγάλες μέρες που συντάραξαν την εποχή του και μπογιάτισαν την Ιστορία των επόμενων εποχών, μια δεκαετία αργότερα, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Φαίνεται, όμως, να πίστευε σε καλύτερες μέρες για τους ανθρώπους του μέλλοντος. Θλιβόταν, μόνο, που το κόστος για αυτές τις μακρινές μέρες, που ο ίδιος δεν θα έβλεπε, ήταν η ζοφερά άτονη και αδιέξοδη ζωή των καιρών του. Η θυσία του πριν για το μετά. Και αναρωτιόταν αν, έστω, οι άνθρωποι της εποχής του θα μνημονεύονταν για λίγο από τους επόμενους. Δηλαδή, αν είχε κάποιο μικρό προσωπικό αντίδωρο, κάποια παρηγοριά να τους προσφερθεί για όλο αυτό που ζούσαν.

Το ότι λίγο μετά ήρθε η Επανάσταση είναι, ασφαλώς, μια ειρωνεία τραγική. Δεν ξέρουμε αν φτιάχτηκε ο Οκτώβρης πάνω στη μνήμη των προηγούμενων ή στην ελπίδα των επόμενων. Ας μας λέει ο Μπένγιαμιν ότι για την τάξη, το μίσος όσο και το πνεύμα θυσίας «τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών». Ας μας λένε οι αγωνιστές μας των παλιών χρόνων, με ειλικρίνεια, πως ό,τι έκαναν το έκαναν για εμάς, για να ζήσουμε εμείς. Έτσι το νιώθουν πια, έτσι τους έμεινε με τα χρόνια στην ψυχή. Αλλά στη βάση, οι άνθρωποι ό,τι κάνουν, το κάνουν για το τώρα. Για το καθήκον τους ή για το συμφέρον τους. Ή για το συνταίριασμά των δυο τους.

Για αυτό, το ιδανικό κάθε επαναστάτη θα ήταν να θυμούνται όλοι τη δράση του. Αλλά να ξεχάσουν, για πάντα, το όνομά του. Να θυμούνται, να μνημονεύουν τους αγώνες, όλα όσα οδήγησαν τα πράγματα στο μέλλον. Καλύτερα, να τα θυμούνται αμυδρά. Σαν όνειρο. Να έχουν κερδίσει οι αγώνες, να έχουν πιάσει καλή ρίζα τα αίματα τόσο πολύ, να έχουν φυτρώσει τέτοια λουλούδια στη ζωή που να φαίνονται όλα αυτά τα παλιά τόσο πια μακριά, τόσο παράξενα που να μην πιστεύουν οι επόμενοι, καλά-καλά, πως έγιναν. Να είναι τόσο νέα η ζωή που ζουν οι επόμενοι, τόσο αλλαγμένος ο κόσμος, τόσο ανοιξιάτικος ο νέος ήλιος της Ιστορίας που να μην μπορούν άλλο πια οι καινούριοι να καταλάβουν πως ήταν εκείνα, τα μαυρισμένα, τα παλιά χρόνια. Να μοιάζουν όλα αυτά, πια, σαν έναν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Για τα πολύ μικρά παιδιά. Από αυτά τα περίεργα παραμύθια, που είναι τόσο τρελά που μόνο τα μικρά παιδιά τα πιστεύουν, και τόσο μαγικά, που μόνο αυτά μπορούν να τα ξεκλειδώσουν, για λίγο. Κι έτσι, να ξεχαστούν και τα ονόματα. Γιατί στα παραμύθια σημασία δεν έχουν τα ονόματα. Σημασία έχει να βλέπουμε το δικό μας πρόσωπο στα πρόσωπα του παραμυθιού.

Κι εμείς; Εμείς ανοίγαμε αυτά τα χρόνια δρόμους. Με καθήκον. Εμπνευσμένο από τις αφηγήσεις για τα παλιά και τις ελπίδες για τα επόμενα. Αλλά για το τώρα. Για την ανταπόκριση σε αυτό το καθήκον. Και δεν το ξέραμε πως μπορεί και να νικήσουμε. Και δεν το νιώθαμε πάντα. Και κάποιες φορές δεν θέλαμε να βλέπουμε μπροστά γιατί τα σύννεφα ήταν πολλά, ο δρόμος μαύρος και ο κόσμος περνούσε από μπροστά μας γελώντας και άλλοτε μας περιεργαζόταν με απορία, που είχαμε βαλθεί να ανοίγουμε τέτοιους δρόμους, πεσμένοι εκεί κάτω, χωρίς να είναι η δουλειά μας. Χωρίς να μας το έχει επιβάλει κάποιος. Κι όμως. Το είχε επιβάλει το καθήκον. Και σκύβαμε και ανοίγαμε το δρόμο, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε, γιατί αν σταματούσαμε και σηκώναμε λίγο στα σοβαρά το κεφάλι μπορεί και να σταματούσαμε. Όπως σταμάτησαν τόσοι. Μόνο με το κεφάλι κάτω, μόνο κοιτώντας πίσω μπορούσαμε να φτιάξουμε αυτόν τον δρόμο. Πράγματι, «από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων». Από το καθήκον. Για το τώρα. Με την ελπίδα του μέλλοντος, θολή και χωρίς πολύ σκέψη και πίστη, αλλά για να είμαστε συνεπείς απέναντί της. Για το τώρα. Για το καθήκον.

Και ένας κάποιος δρόμος άνοιξε. Το πιστεύαμε – δεν το πιστεύαμε, αυτός άνοιξε. Και τώρα, με παλινδρομήσεις, φόβους, διαθέσεις αντίστροφες, προχωράμε. Σαν τους μεθυσμένους, άλλοτε σαν τους κάβουρες, άλλοτε με φόβο και με βήματα καμιά φορά γρήγορα προς τα πίσω, στην ασφάλεια της περήφανης ήττας των υποδουλομένων προγόνων. Κι άλλοτε μπροστά, με θάρρος, με τον ήλιο του αγώνα από πάνω μας. Εμείς τον σηκώνουμε. Για να φωτίζει εμάς, να ζεσταίνει τους παλιούς, να φτιάχνει τους επόμενους. Και έχουμε κι εμείς μια ευχή: να ξεχαστούμε. Να μην μας μνημονεύει κανείς. Να μην θυμάται ποιος του άνοιξε το δρόμο. Να φαίνεται ο δρόμος αυτονόητος. Να μην έχει γυρισμό. Να έχουν μπει τα οδοφράγματα στον παλιό κόσμο, να έχει καεί το μονοπάτι που μας έφερε, κι εμείς μαζί, να μην μας μνημονεύουν. Να έχουμε νικήσει τόσο πολύ που να έχουν ξεχαστεί οι νικητές. Να μην μας μνημονεύουν. Να μην θυμηθούν ποτέ ονόματα. Να μην σκέφτονται προγόνους. Για να μπορούν να νιώθουν πια «το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών», για να παίρνουν φως από το μέλλον και όχι από πίσω. Για να αρχίσουν την ανθρώπινη ιστορία. Για να σηκώνεται πια ο άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Για να μαθαίνουν τα παιδιά παραμύθια. Με εμάς. Χωρίς τα ονόματά μας. Με τα δικά τους πρόσωπα. Για να μας βγάζουν τη γλώσσα. Με χαμόγελο... Πως αλλιώς μπορεί να είναι ο κομμουνισμός;

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Dead End: Ταξίδι στην ήττα, των φίλων του Σίσυφου (αναδημοσίευση)

από το Περιοδικό

Στην παράδοση της αριστεράς η λέξη ήττα συναγωνίζεται διαρκώς με τη λέξη προδοσία. Σχεδόν κάθε ήττα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης προδοσίας. Το να φορτώνεται η ήττα σε προδοσία λειτουργεί ως ένας μεγάλος μηχανισμός αποσιώπησης των πραγματικών αδιεξόδων. Επιτρέπει σε θεωρητικά σχήματα και δοξασίες να επιβιώνουν αφού σε τελευταία ανάλυση «δεν ηττήθηκαν, αλλά προδόθηκαν». Έτσι μετά από κάθε ήττα/προδοσία αυτό που χρειάζεται είναι η επιστροφή στην καθαρότητα μιας συλλογικότητας χωρίς προδότες και στην πολιτική και θεωρητική συνέπεια που μπορεί να ολοκληρώσει νικηφόρα τον αγώνα.

Αρκεί μια γρήγορη ματιά στον τρόπο με τον οποίο το κομμουνιστικό κίνημα χειρίστηκε ζητήματα όπως η μετασταλινική περίοδος, ή η ανατροπή στις χώρες του ανατολικού μπλοκ για να δει κάποιος τη σκουριά της ανάλυσης και τη θεωρητική τύφλωση. Προφανώς και η ελληνική αριστερά δεν έχει ξεστρατίσει από τον παραπάνω κανόνα. Αδιαμφισβήτητος μάρτυρας η τύχη της πλειοψηφίας όσων διετέλεσαν κάποια στιγμή γενικοί γραμματείς του ΚΚΕ.

Αντιθέτως, η παραδοχή μιας ήττας μπορεί να φέρει πραγματικά λυτρωτικά αποτελέσματα. Μπορεί να απελευθερώσει νέες δυναμικές και να οδηγήσει τον προβληματισμό και την αναζήτηση σε αχαρτογράφητα πεδία.

Μπροστά σε ένα τέτοιο σταυροδρόμι βρισκόμαστε και σήμερα. Το ζήτημα δεν βρίσκεται απλά στην κρίση σχετικά με μια κυβέρνηση. Ζητούμενο είναι ο αναστοχασμός μιας περιόδου που ξεκινάει τουλάχιστον από τον Δεκέμβρη του 2008. Μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο οφείλουμε να μελετήσουμε τις αναλύσεις μας, τα εργαλεία κατανόησης της πραγματικότητας που χειριστήκαμε, καθώς και την πολιτική πρακτική που επιλέξαμε τόσο σε επίπεδο παρέμβασης όσο και ανάλυσης.

Η εύκολη επιλογή για άλλη μια φορά είναι αυτή της προδοσίας. Μία αφήγηση η οποία προφανώς όπως και κάθε αφήγηση θα περιέχει μια σειρά από πραγματικά δεδομένα, συναρθρώνεται σε ένα σχήμα προδοσίας των αγώνων από τον ΣΥΡΙΖΑ ή από κάποιους μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ (μικρή σημασία έχει). Έτσι αυτό που μας μένει να κάνουμε είναι να φτιάξουμε έναν «πιο συνεπή ΣΥΡΙΖΑ», χωρίς προδότες και με πιο αγωνιστικό πλαίσιο ή έναν «πιο συνεπή αντί-ΣΥΡΙΖΑ». Ανεξαρτήτως επιλογής η μεθοδολογία παραμένει ακριβώς η ίδια.

Αποφεύγοντας όμως να μιλήσουμε για ήττα, στην πραγματικότητα κρύβουμε το ίδιο το πρόβλημα και άρα και τους όρους για την υπέρβασή του. Είναι πραγματικά ενοχλητικό να παραδεχτείς ότι το αποτέλεσμα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει συνολικά τα όρια ενός συγκεκριμένου τρόπου παρέμβασης και οργάνωσης του κινήματος και της αριστεράς. Είναι ενοχλητικό γιατί μια τέτοια παραδοχή σε μετατρέπει κομμάτι της αποτυχίας, άρα κομμάτι του προβλήματος.

Δεν υπάρχει κανένα νόημα στην επανάληψη μιας μεθοδολογίας που έδειξε τα όρια της, ακόμα και αν αυτή η επανάληψη γίνει στα πλαίσια μιας πιο συνεπoύς-καθαρής-αγωνιστικής λύσης. Το ίδιο αδιέξοδη με τη στροφή στον ρεαλισμό της ανθρώπινης διαχείρισης του καθεστώτος. Δεν υπάρχει νόημα στην αναπαραγωγή της ίδιας μορφής κοινωνικής εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης, αναπαραγωγής των ίδιων μορφών παρέμβασης. Στο βαθμό μάλιστα που δεν αναπτύσσεται μια διαδικασία αναστοχασμού, αυτοκριτικής και ανίχνευσης νέων δρόμων, τότε θα παγιδευόμαστε μεταξύ οργανωτικού ακτιβισμού και «μεταπολιτικής.

Προφανώς τα παραπάνω αποτελούν μικροπράγματα μπροστά σε μια γενικευμένη κουλτούρα «εμείς τα λέγαμε». Μπροστά σε όλους αυτούς που απλά περιμένουν τη σειρά τους στα πλαίσια του σχήματος «μετά τον ΣΥΡΙΖΑ ερχόμαστε εμείς». Μέσα σε αυτή την ανάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτεί ένα «συλλογικό Κερένσκι», τον οποίο, όπως πάντα γίνεται, δεν μπορεί παρά να τον διαδεχτούν ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι. Δυστυχώς υπάρχει μια μικρή πιθανότητα αυτό το θεωρητικό σχηματάκι να μην λειτουργήσει. Να μην λειτουργήσει γιατί μεταξύ άλλων ο στρατός του «Όχι» δεν είναι κάπου περιμένοντας ένα νέο στρατηγό να σαλπίσει την επίθεση. Γιατί πιθανότατα το «Όχι» θα συναντηθεί με τον Δεκέμβρη του ’08 σαν δύο ερωτήματα και όχι σαν απαντήσεις. Σαν δύο ερωτήματα που θα δείχνουν δυνατότητες αλλά την ίδια στιγμή θα δείχνουν και αδιέξοδα.

Η αποτυχία οργάνωσης και κινητοποίησης της κοινωνίας τους τελευταίους μήνες, περιλαμβάνει καθολικά κάθε έκφανση και απόχρωση του κινήματος και του χώρου. Είναι φανερή η ευκολία με την οποία η δημιουργικότητα και η διαθεσιμότητα του κόσμου συγκρούεται με την αρτηριοσκλήρωση και την σκουριά των οργανωτικών μας επιλογών. Έτσι διεξάγουμε μια ακαδημαϊκή συζήτηση για το ποια εντολή έδωσε το «Όχι» στο δημοψήφισμα, αντί να έχουμε πειραματισμούς πρακτικής και οργάνωσης που θα αναπτύσσονται από την δυναμική που απελευθερώθηκε.

Το δύσκολο ερώτημα δεν είναι τι θα κάνουμε μπροστά σε μια γενικευμένη συνθήκη κοινωνικής έκρηξης. Το δύσκολο ερώτημα είναι πώς δεν θα επιτρέψουμε να μετατραπεί μία ήπια διαχείριση σε «καλό σενάριο». Να μετατραπεί σε κανονικότητα, κυνισμό και παραίτηση. Το πραγματικό ζόρι είναι για όσους δεν μπορούν να χωρέσουν στον ρεαλισμό της ανθρώπινης διαχείρισης και παράλληλα κατανοούν ότι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο μπορούν να επιστρέψουν για να αρχίσουν από την αρχή, σαν να μην υπήρξαν τα πέντε τελευταία χρόνια.

Και τώρα τι; Πρώτα από όλα να βάλουμε ερωτήματα. Να βάλουμε ερωτήματα που είχαμε μάθει να κρύβουμε. Να βάλουμε ερωτήματα ενοχλητικά για τα θεωρητικά μας εργαλεία και για την πρακτική μας. Να αντιμετωπίσουμε το αδιέξοδο για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε νέες ρωγμές. Γιατί το μόνο σίγουρο είναι ότι η ιστορία δεν τελειώνει και ρωγμές θα ανοίξουν.