Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Το σχολείο της οδού Κωλέττη (αναδημοσίευση)

του Τάση Παπαϊωάννου*
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 28/4/2016

Κορυφαίο έργο του αρχιτέκτονα Νίκου Μητσάκη, το 35ο Δημοτικό Σχολείο είναι από 
τους πιο σημαντικούς και ζωντανούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς πυρήνες των Εξαρχείων.

Περπατώ μέσα στην πόλη. Δρόμοι παράλληλοι και κάθετοι τεμαχίζουν το συμπαγές σώμα της σε οικοδομικά τετράγωνα. Αλλα μικρά και άλλα μεγάλα, το ένα δίπλα στο άλλο σε παράταξη, συγκροτούν τον πυκνοδομημένο αστικό ιστό της. Δρόμοι φωτεινοί κι άλλοι σκοτεινοί, ενώ ώρες ώρες καθώς περπατάς έχεις την αίσθηση ότι διαβαίνεις κάποιο ανήλιο φαράγγι, ανάμεσα σε βράχια που μετεωρίζονται στο κενό.

Από πάνω σου κρέμονται μπαλκόνια κάθε λογής. Οριζόντια επίπεδα που διαχωρίζουν τη μάζα των πολυκατοικιών σε οριζόντιες φέτες, ακουμπισμένες η μία πάνω στην άλλη να συνεχίζουν προς τα πάνω, λες και συναγωνίζονται ποια θα πλησιάσει περισσότερο στο φως. Ποια θα ξεφύγει από τη μιζέρια της θέας τού απέναντι μπαλκονιού και να αντικρίσει ελεύθερα τον ουρανό.

Κάτω χαμηλά, στα ισόγεια των κτιρίων, τα graffiti έχουν κατακυριεύσει τους τοίχους. Μια πολύχρωμη ταινία ξεδιπλώνεται πάνω σε πόρτες, παράθυρα, τζαμαρίες, μάρμαρα, σοβάδες, σαν μια φωνή διαμαρτυρίας των νέων για τη ζωή τους που έχει γίνει μαρτύριο, για την πόλη τους που δεν τους επιτρέπει πλέον να ελπίζουν και να ονειρεύονται.

Τα κτίρια φέρνουν πάνω τους τα σημάδια της απόγνωσης μιας γενιάς που μοιάζει να μην έχει μέλλον. Κι αυτά τα χρώματα, ανάκατα, ασύνδετα, χαοτικά φαντάζουν με τις υπογραφές όλων εκείνων που προσπαθούν μάταια να φωνάξουν όσο πιο δυνατά μπορούν: «Είμαστε κι εμείς εδώ!»

Εξάρχεια. Στουρνάρη, Τοσίτσα, Αραχώβης, Θεμιστοκλέους, Βαλτετσίου, Καλλιδρομίου... Μια γειτονιά της Αθήνας ζωντανή, φασαριόζικη, ώρες ώρες εκρηκτική. Μια γειτονιά που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, αλλά που δεν έχει ακόμη παραδοθεί, που ακόμη αναπνέει ελεύθερα και αντιστέκεται στον λήθαργο, στη σταδιακή παραίτηση και στην αργή αποσύνθεση.

Περπατώ στους δρόμους της γειτονιάς μου. Η βουή η ίδια. Αυτοκίνητα, κορναρίσματα, μηχανάκια που στριγγλίζουν, η σειρήνα από κάποιο μακρινό ασθενοφόρο που προσπαθεί απεγνωσμένα να συρθεί ανάμεσα στις αργοκίνητες ουρές των λεωφόρων, κάποιοι που φωνάζουν σ’ ένα καφενείο, η μουσική που ακούγεται σ’ ένα άλλο, λίγο παρακάτω.

Πλησιάζω στην Κωλέττη. Ξαφνικά οι ήχοι αλλάζουν. Φωνές ακούγονται τώρα να αντηχούν στα μέτωπα των δρόμων ολόγυρα. Παιδικές φωνές και ξεφωνητά και τρεχαλητά πλημμυρίζουν και καταλαμβάνουν τον ηχητικό χώρο των δρόμων. Είναι ώρα διαλείμματος.

Οι ξέγνοιαστες χαρούμενες φωνές και τα γέλια σκίζουν τον αέρα σαν βέλη μιας άλλης αισιοδοξίας μέσα στο μουντό περιβάλλον της πόλης. Την ίδια ώρα θαρρείς σαν να φωτίζεται άξαφνα ο χώρος.

Τα μπαλκόνια σταματούν να τρέχουν το ένα δίπλα στο άλλο, το ίδιο και οι φέτες των επάλληλων διαμερισμάτων. Οι λευκές μεγάλες επιφάνειες των τοίχων του μεσοπολεμικού κτιρίου διακόπτουν την ομοιογένεια του μετώπου του οικοδομικού τετραγώνου. Το στέγαστρο της εισόδου, τα επιμήκη οριζόντια παράθυρα και ο ψηλότερος όγκος των τάξεων σε κάνουν να κοντοσταθείς και να παρατηρήσεις το σχολικό συγκρότημα.

Από πίσω, μέσα στην αυλή γίνεται πανζουρλισμός. Η χαρά των παιδιών που παίζουν, φωνάζοντας με την ψυχή τους, σε σπρώχνει άθελά σου να βυθιστείς στις δικές σου παιδικές αναμνήσεις της αθωότητας. Την ώρα του μαθήματος, αλλά και τη λυτρωτική ώρα που χτυπούσε το κουδούνι και ξεχυνόμασταν έξω για παιχνίδι.

Το 35ο Δημοτικό Σχολείο της οδού Κωλέττη, κορυφαίο έργο του ταλαντούχου αρχιτέκτονα Νίκου Μητσάκη (1899-1941), είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και ζωντανούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς πυρήνες των Εξαρχείων.

Κατασκευασμένο το 1932, αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα που κάθε χρόνο επισκεπτόμαστε με τους σπουδαστές μας. Χτισμένο σε σχετικά μικρό και δύσκολο οικόπεδο, βλέπει σε δύο δρόμους, την Κωλέττη και τη Σουλτάνη.

Η κάτοψη του κτιρίου ακολουθεί το σχήμα Π, με τον τριώροφο γραμμικό όγκο των δώδεκα αιθουσών διδασκαλίας να προστατεύει την αυλή από τον βοριά, ενώ στο μικρό λοξό τμήμα του οικοπέδου προς την οδό Σουλτάνη βρίσκεται σε ανεξάρτητο κτίριο η αίθουσα εκδηλώσεων και η αίθουσα χειροτεχνίας. Με τον τρόπο αυτό ο Μητσάκης δημιούργησε μια περίκλειστη προστατευμένη από τους γύρω δρόμους αυλή, στην οποία εκτονώνονται όλες οι λειτουργίες του σχολείου, αποτελώντας την καρδιά του σχολείου.

Η κύρια είσοδος βρίσκεται στο τμήμα της οδού Κωλέττη που είναι σήμερα πεζοδρομημένο και γίνεται κάτω από το χαρακτηριστικό στέγαστρο-γέφυρα που συνδέει τα γραφεία των καθηγητών με τις αίθουσες διδασκαλίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη των τάξεων, η οποία δεν ακολουθεί ακριβώς την γνωστή τυπολογία των άλλων μεσοπολεμικών σχολείων, όπου η πρόσβαση γίνεται απ’ ευθείας από τον ανοιχτό μεσημβρινό διάδρομο.

Εδώ οι τάξεις οργανώνονται ανά δύο και η είσοδος σ’ αυτές γίνεται μέσω ενός ενδιάμεσου κλειστού χώρου προθαλάμου-βεστιαρίου, που αποτελεί τον κοινόχρηστό τους χώρο. Ο Μητσάκης έγραψε για το σχολείο αυτό ότι αποτελεί μια «μορφή ζωντανή που αντιμετωπίζει εις την ουσίαν του το πρόβλημα της αρχιτεκτονικής μας»

Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι πληροφορίες ότι δρομολογείται η υποβάθμιση του σχολείου από εξαθέσιο σε τετραθέσιο, γεγονός που οδήγησε γονείς, δασκάλους, συλλόγους εκπαιδευτικών, αλλά και κατοίκους της περιοχής να διαμαρτυρηθούν έντονα για την πρόθεση αυτή της Δ/νσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Αλλοι υποστηρίζουν -και όχι άδικα- ότι μια τέτοια προοπτική υποβάθμισης και τελικά κλεισίματος του σχολείου την καλοβλέπει και ο δήμος, αφού θα μπορούσε να προχωρήσει στη μελλοντική «αξιοποίηση» του ακινήτου που βρίσκεται σε κεντρική περιοχή της πόλης.

Εχω πολύ έντονα στο μυαλό μου την εικόνα των μικρών παιδιών, πιασμένα χέρι χέρι, να μπαίνουν κάθε τόσο στο Πολυτεχνείο για να μας επισκεφθούν μαζί με τους δασκάλους τους, από το διπλανό δημοτικό σχολείο. Και είναι εκείνη η ώρα που οι μικροί μαθητές μπλέκονται με τους σπουδαστές μας, μια ώρα σημαντικής ώσμωσης των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης, που τόσο έχουν κακοπάθει τις τελευταίες δεκαετίες.

Αλήθεια, πόσο πρέπει να επιχειρηματολογήσει σήμερα κανείς σ’ αυτή την έρημη χώρα για τα αυτονόητα; Ποιο είναι το μέλλον που προοιωνίζεται για τη νέα γενιά, αν όχι η «ζωντανή μορφή» των σχολείων μας, όπως έγραφε διορατικά πριν από τόσα χρόνια ο Μητσάκης;

Αντί να διεκδικούμε την αναβάθμιση με κάθε τρόπο των σχολείων μας, αυτά συρρικνώνονται το ένα μετά το άλλο, έρμαια στις καταστροφικές επιταγές της νέας τάξης πραγμάτων. Πώς μπορούν κάποιοι σήμερα να παίρνουν ανερυθρίαστα τέτοιες καταστροφικές αποφάσεις; Ενα όμως είναι σίγουρο, ότι μια κοινωνία δίχως Παιδεία, είναι μια κοινωνία ολοκληρωτικά καταδικασμένη στον αφανισμό.

*αρχιτέκτων- καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Ένα τσιγάρο για το δρόμο (αναδημοσίευση)

 από 3PointMagazine 
της Κλειώς Βλαχάκη 

Μπερδεύτηκαν οι μέρες σα κουβάρι. Στραπατσαρισμένες οι σκέψεις βαδίζουν στην κόψη ενός ξυραφιού. Δεν έχω χρόνο. Όλο έτσι λέω για να ‘χω ένα άλλοθι να τρέχω. Οι σόλες των παπουτσιών μου διαγράφουν πορείες με γρήγορους ρυθμούς. Να τα προλάβω όλα. Ποια; Όποτε με ρωτάω δεν έχω απάντηση και συνεχίζω να τρέχω.

Με παρατηρώ από απόσταση. Μου δίνω χρόνο, τόπο, δικαιολογία, άφεση. Η σειρήνα από το ασθενοφόρο μου βάζει φρένο. Το ακολουθώ. Τώρα που έρχεται η άνοιξη δε θέλω να κλαίω. Το κλάμα το φυλάω για τους άνυδρους χειμώνες που θα ΄ρθουν, μα καμιά φορά ξεχνώ το λόγο και δροσίζω τα μάγουλα και στο κατακαλόκαιρο.

Στο διπλανό κρεβάτι ο παππούς πασχίζει να βγάλει τα παπούτσια του. Τον βοηθώ και κρυφά, σχεδόν ενοχικά, κοιτάζω τις σόλες. Εβδομήντα πέντε χρόνια χιλιόμετρα. Έχει πράσινα μάτια. Πόσο αγαπώ τα πράσινα μάτια! Μου πιάνει το χέρι και με ευχαριστεί. Πόσο αγαπώ τους ευγενικούς παππούδες! Ετούτος ένας μικρός θεός στο δικό του σύμπαν. Πληγωμένος μα υπερήφανος για τα εγγόνια που του άφησε ο αδικοχαμένος του μονάκριβος γιος. Κάνει το ταμείο της ζωής και πάλι βγαίνει κερδισμένος. Δυο εγγόνια κι εκείνος να κλαίει μόνος για την απώλεια και να χαμογελά με τους άλλους.

Του πιάνω το χέρι. Θέλω να αγγίξω τα χιονισμένα του μαλλιά. Ξεχνώ το λόγο που βρέθηκα εκεί. Μου δίνει ευχές. Ο παππούς με την τουφεκισμένη ζωή και τα πράσινα μάτια. Εβδομήντα πέντε χρόνια χιλιόμετρα! Πάλι δεν κράτησα την υπόσχεση μου! Όταν μπαίνει η Άνοιξη δεν κλαίω ποτέ!

Βγαίνω έξω. Ανάβω τσιγάρο. Ένα τσιγάρο για το δρόμο. Ένα τσιγάρο για τις στραπατσαρισμένες, αχάιδευτες μέρες. Ένα τσιγάρο για τον πόνο των ανθρώπων. Ένα τσιγάρο για τον παππού με τα πράσινα μάτια και τη γιαγιά που στεκόταν δίπλα του και τον αγαπούσε με το βλέμμα της. Ένα τσιγάρο για όλους τους κακοτράχαλους δρόμους που μπορεί να σε οδηγήσουν στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, ανυποψίαστος για το διπλανό!

Δεν πρόκειται να το κόψω ποτέ. Πάντα θα μετρώ τη ζωή με καπνό. Πώς τα ‘χω καταφέρει έτσι; Ό,τι έγινε, καλά καμωμένο. Δεν έχει πρόβα η ρημάδα η ζωή! Κι εγώ θέλω να σου γράψω ένα γράμμα και να σου πω ότι σ’ αγαπώ τρία χρόνια χιλιόμετρα με τρία ζευγάρια παπούτσια με λιωμένες σόλες. Γιατί κάθε φορά που σε σκεφτόμουν έπαιρνα τους δρόμους αγκαλιά και γουργούριζα από ανάγκη και επιθυμία.

Μπερδεύτηκαν οι μέρες σαν κουβάρι. Μπλέχτηκαν οι ανάγκες μου σα κισσός και σκαρφαλώνουν, ανεβαίνουν, ψηλώνουν. Με πνίγει που ακόμα δεν έχω καταφέρει να μην κλαίω την άνοιξη. Με σκοτώνει που ακόμα τρέχω. Τι θέλω να προλάβω; Η ζωή είναι αλλού. Εκεί στο σιδερένιο κρεβάτι. Στον παππού με τα πράσινα μάτια. Στον ήλιο που κρύβεται όταν θυμώνει. Που βρήκα τόσο ξερά φύλλα μέσα στην άνοιξη;

Ένα τσιγάρο ακόμα για την αθανασία που γυρεύουμε στα μάτια των άλλων. Για το καλοκαίρι που δε θα κλάψω καθόλου…

Αγαπημένο μου ημερολόγιο (αναδημοσίευση)

από 3Point Magazine
της Κλειώς Βλαχάκη
Σου γράφω, όλο σού γράφω και τίποτα δε λέω. Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε, μην ξεχαστούμε και μας πάρει το ποτάμι κι εμάς σαν τους άλλους. Αντιστέκομαι ακόμα. Έτσι θέλω να πιστεύω. Έτσι να ελπίζω. «Σε ποιους αντιστέκεσαι; Με τι αντιστέκεσαι;» με ρωτάς κι εγώ μασάω τα λόγια μου και καλούμαι να δώσω συγκεκριμένη απάντηση. Αντιστέκομαι στα αινίγματα γιατί θέλουν πονηρή σκέψη και δε διαθέτω τόσο ισχυρό όπλο. Αντιστέκομαι και στην καχυποψία γιατί αν δεν αντισταθώ θα πεθάνω από αγωνία και ανία και πλήξη και βαρεμάρα και η ζωή δε θα με ξαφνιάσει ποτέ κι ο διπλανός μου θα έχει όψη δράκου και τα τέρατα θα κάνουν επιδρομή στο μυαλό μου και θα μου πάρουν τη λαλιά.

Όλο σου γράφω και τίποτα δε σου λέω ουσιαστικό, ελπιδοφόρο, ανοιξιάτικο να καθαρίσει κι ο ουρανός ο δικός σου να φέξει κι ο δικός μου. Είναι που όλα μπερδεύτηκαν πάλι σαν τα χρώματα στην παλέτα του ζωγράφου. Είναι που και η ζωή θέλει να φυτέψω ένα καινούριο δέντρο, να βάλω ένα τραπεζάκι από κάτω και μια καρέκλα στον ίσκιο του και να παίξω κρυφτό με τον ήλιο μη με ζαλίσει και ξεχάσω να σκεφτώ. Κι όλο το αναβάλλω. Όλο αύριο και αύριο και ποτέ δεν στρώνομαι στη δουλειά λες κι αυτό θα έρθει μόνο του και θα με καλημερίσει και θα με φιλέψει από τους καρπούς του.

Κάθε μέρα όταν βγαίνω από το σπίτι ένα αδέσποτο γατί, η Ζιζέλ, έρχεται και χουχουλιάζει στα πόδια μου και νιαουρίζει μέχρι που κουράζεται να ζητιανεύει χάδια και σταματά κοιτώντας με παράπονο. Όλο λέω να τη μαζέψω κι αυτή να γίνουμε τρεις στο σπίτι κι όλο το αφήνω και αλλάζω γνώμη και μετανιώνω που της δίνω ελπίδες κι αυτή περιμένει και περιμένει και περιμένει μέχρι το αύριο.

Ήθελα να σου πω πως τελικά με κούρασε η ευθεία. Θα αλλάξω δρόμο. Βρήκα ένα άλλο μονοπάτι με πολλές στροφές να δοκιμάσω τις αντοχές μου πάλι – λες και δεν έφτασα ποτέ στα όρια μου! Αλλά πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι! Τώρα θα αλλάξω;

Δε σου είπα και το πιο σημαντικό! Είδες πάλι ξέχασα. Όλο τα ασήμαντα θυμάμαι και ξεχνάω τα σημαντικά. Ανάποδος άνθρωπος, παιδί μου, στραβόξυλο που έλεγε και η μάνα μου γιατί τώρα μαλάκωσε και δεν το λέει πια. Μα το κακό είχε γίνει. Με μαθε να το πιστεύω κι άντε να μου αλλάξεις γνώμη. Μα τι ήθελα να πω;; Α! ναι, κάτι πολύ σημαντικό! Βρήκα κι ύστερα τον έχασα πάλι έναν άνθρωπο που νομίζω πως λέγαμε τα ίδια. Κι ύστερα κατάλαβα ότι λέγαμε τα ίδια μα κάναμε διαφορετικά. Είχα την αίσθηση πως είχε κι αυτός κάτι γκρεμισμένους τοίχους που είχαν χορταριάσει κι έψαχνε να βρει δρόμο να βγει. Λάθεψα! Αυτός γύρευε τρόπο να παραμείνει εκεί κι εγώ έτρεξα να τον ξεβολέψω. Έπεσα έξω κι έφυγα με την ουρά στα σκέλια γιατί είχε πάρει ψεύτικη πόζα και φοβήθηκα πολύ. Τον ήξερα και παλιά αλλά μπορεί και όχι.

Θα ήθελα τώρα να βρέχει και να στέκομαι ψηλά στα Αστερούσια. Να γυρίζω πίσω και να βλέπω την ανταριασμένη θάλασσα. Να γυρίζω μπροστά και να βλέπω τον κάμπο με τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Να υψώνω το χέρι και να χαϊδεύω τη μακριά γενειάδα εκείνου του παππού που λένε θεό. Πού χάθηκε κι αυτός;

Όλο σου γράφω και ποτέ δε σου λέω την αλήθεια. Μεγάλη απάτη η αλήθεια. Κι αν υπάρχει δεν είναι μία. Ο καθείς και η δική του. Γραμμένη σε τετράδια ή σε τοίχους με μεράκι και αγάπη από φόβο μη χαθεί στο σκοτάδι η αλήθεια μας, η προσωπική ουτοπία, η χίμαιρα και χάσουμε το δρόμο και βρεθούμε στα κουτουρού σε άλλη αλήθεια : «εγώ για αλλού ξεκίνησα κι αλλού η ζωή με βγάζει».

Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κρύβει πάντα καραμέλες στην τσέπη και να τις γλύφει όταν δεν την κοιτούσε κανείς. Όταν κάποτε τη ρώτησα τι τις θέλει τόσες καραμέλες μου απάντησε: «Όταν νιώθω πίκρα βάζω μια στο στόμα και βρίσκω ισορροπία κι ύστερα μασάω και λίγο δυόσμο κι έρχεται και ισιώνει». Δεν πρόλαβα όμως να το αναλύσω γιατί η γιαγιά έφυγε και πήρε και το μυστικό μαζί με τις καραμέλες που της έβαλα κρυφά για να μην έχει πίκρες.

Αντιστέκομαι και στα μικρά. Αγαπώ την υπερβολή. Στη χαρά και στη λύπη και στον έρωτα και στην αντιπάθεια. Το μεγαλείο του απόλυτου και η αδιαφορία του τίποτα. Αν δεν έχει θύελλα η ζωή τι να την κάνω τη νηνεμία! Αδέκαστη τη θέλω την ψυχή μου. Κι όσοι αντέχουν ας κοπιάσουν. Στα όμοια δε χάλασα ποτέ χατίρι.

Βρε μπας κι η ζωή είναι κάτι άλλο κι εγώ πιστεύω ακόμα στα λόγια των τρελών που γίνανε αντάρτες; Άκου τώρα κάτι σκέψεις! Κι αυτή ζωή τη μια σε πάει εδώ και την άλλη σου ρίχνει μια τρικλοποδιά και σου τα φέρνει όλα τούμπα. Και γίνεσαι δραπέτης και κυνηγάς τη φυγή. Λες κι άμα πας αλλού δε θα κουβαλήσεις τα βάρη!

Μάλλον δε θα αντισταθώ στον εαυτό μου κι ας είναι απελπισμένος καμιά φορά. Τώρα που έρχεται η άνοιξη θα του βάλω ένα καπέλο με φτερά και θα τον αφήσω να σουλατσάρει όπου ποθεί η ψυχή του. Κι αν έρθει στραπατσαρισμένος θα του φροντίσω τις πληγές και θα του γράψω στιχάκια να ‘χει παρηγοριά. Κι ύστερα θα του χαρίσω μια λιακάδα σαν καλοκαίρι ολόκληρο…

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Μοναξιάς εγκώμιο (αναδημοσίευση)

από ArtiNews
Παναγιώτα Ψυχογιού 

Η πρώτη κραυγή μας ήταν κραυγή μοναξιάς. Στην επικράτεια του πόνου και του θανάτου ή του έρωτα, επίσης ο καθένας μας είναι μόνος. Για τον M. Cioran, «είμαστε τόσο μόνοι σ’ αυτή τη ζωή που πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως η μοναξιά του θανάτου δεν είναι παρά ένα σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης».

Για τον Καβάφη, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ/μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη/Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον/Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Ο Ρίτσος στη «Σονάτα του σεληνόφωτος» αφιερώνει στη μοναξιά τους εμβληματικούς του στίχους: "Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,/μοναχός στη δόξα και στο θάνατο". Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γράφει: «Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,/μόνος έζησα του κάκου,κι όπως ήρθα και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου». «Η μοναξιά είναι για το πνεύμα ό,τι η δίαιτα για το σώμα», έγραψε ο Νίτσε ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι «αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε θεός». Για άλλους είναι όπως το σκοτάδι, η απουσία του φωτός, νοείται ως απουσία. Ωστόσο, όλη η εμπειρία της ζωής υποστηρίζει τη συνεχή αλλαγή και σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, δεν μπορείς να προσκολληθείς σε τίποτα. Γι αυτό η μοναξιά είναι και η ελευθερία από το φόβο του να νιώθεις μόνος. Η εμπειρία της μοναχικότητας ξεδιαλύνει την ταυτότητά μας. Για τον Μπέρναρντ Σω «Το να μπορείς να αντέχεις τη μοναξιά και, επιπλέον, να την απολαμβάνεις, είναι μεγάλο προσόν».

Για την Hannah Arend («Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», εκδ. Ευρύαλος), η αποξένωση δεν ταυτίζεται με τη μοναξιά. Ο πρώτος που έκανε τη διάκριση μεταξύ μοναξιάς και αποξένωσης, γράφει, ήταν ο Επίκτητος, ο ελληνικής καταγωγής απελευθερωμένος σκλάβος και φιλόσοφος. Όπως παρατηρεί ο Επίκτητος (Διατριβαί, Βιβλίο 3, Κεφ. 13), ο αποξενωμένος άνθρωπος περιτριγυρίζεται από άλλους ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί να έχει κάποια επαφή μαζί τους και είναι εκτεθειμένος στην εχθρότητά τους. Ο μοναχικός, αντίθετα, είναι μόνος και μπορεί γι΄αυτό «να είναι μαζί με τον εαυτό του». Στη μοναξιά είμαστε δηλαδή «με τον εαυτό μας», ενώ στην αποξένωση είμαστε στην πραγματικότητα εγκαταλειμμένοι απ΄όλους. Κάθε σκέψη γεννιέται στη μοναξιά και είναι ένας διάλογος με τον εαυτό μας. Αυτό που κάνει τόσο αφόρητη την αποξένωση είναι η απώλεια του εαυτού, που δεν υπάρχει πραγματικά στη μοναξιά που μπορεί να είναι λυτρωτική, όταν αποτελεί επιλογή, και κατάρα όταν επιβάλλεται αναγκαστικά. Η μοναξιά ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Γίνεται καταφύγιο όταν ο αγαπημένος άλλος είναι απών ή ψευδαισθητικά παρών. Μοναξιά νοιώθουμα νεογέννητα, αποκομμένα από τον πλακούντα, με την κραυγή και το κλάμα εκφράζοντας τη βαριά απόγνωση, τον ανοίκειο χωρισμό από τα σπλάχνα της μητέρας όπου βρίσκαμε ως τότε καταφύγιο. Συνδέεται με τις ψευδαισθήσεις και την αδυναμία επικοινωνίας των εραστών, την απόρριψη, με μια μητέρα που κοιτάζει το παιδί της να κοιμάται και συλλογίζεται το άγνωστο μέλλον του, την επιθανάτια αγωνία, την έλλειψη επικοινωνίας.

Για την Φρανσουάζ Ντολτό (μετάφραση: Ελισάβετ Κούκη, επιμέλεια σειράς: Ηλίας Γιούρης, Σμίλη, 2008), είναι η μοναξιά του πλούσιου και του φτωχού, του δυστυχισμένου παιδιού, του άρρωστου, του ηλικιωμένου. Είναι η μοναξιά των γιορτών, του κρυφού πόνου, της δουλειάς, της απώλειας της πίστης, κάθε απώλειας. Είναι θελκτική ωστόσο όταν παραδινόμαστε στη μαγεία των ρεμβασμών μας. Η πορεία της επιθυμίας, λέει, η Ντολτό χαράσσεται με την εναλλαγή μοναξιάς και επικοινωνίας. Εξημμένη από τη μοναξιά, η επιθυμία εφευρίσκει τρόπους για να διαμεσολαβηθεί η επικοινωνία. Η μοναξιά είναι άλλοτε ανοίκεια κι άλλοτε ελκυστική ή απειλητική, μαρασμός ή διέγερση της επιθυμίας. Είναι συγκροτητικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, συνθήκη πρωτεϊκή που οδηγεί στο αναπάντεχο της συνάντησης με τον άλλον και τον εαυτό όσο και στην απώλεια του εαυτού.

Η μοναξιά, μας ωθεί να αγγίξουμε και να υπερβούμε τα όρια μας, γράφει η Ντολτό. Το 1975, αντιμέτωπη με την ασθένεια του συντρόφου της Μπορίς Ντολτό, επιχειρεί μια γραφή σε ύφος προσωπικού ημερολογίου και αποκαλύπτει τις διαφορετικές όψεις της μοναξιάς, της παράδοξης αυτής εμπειρίας που είναι εγγενής της υπόστασής μας από τη στιγμή της γέννησης ως τα γηρατειά. Η Ντολτό αναδεικνύει όψεις της μοναξιάς συναιρώντας τον θεωρητικό, ψυχαναλυτικό λόγο, την κλινική εμπειρία και το προσωπικό της βίωμα: «Δίχως εσένα, Μοναξιά του ανθρώπινου Ζην, που από τα παιδικά χρόνια ως τα γηρατειά, είσαι παγίδα ή οίστρος της ανθρώπινης επιθυμίας... δεν θα υπήρχαν παρά μονόλογες σκέψεις, δεν θα υπήρχαν καθόλου έργα, καθόλου πολιτισμός, γέλια παιδιών, χαρά, γιορτές ποίησης, τέχνες, επιστήμες». 
Η μοναξιά νοείται ως παγίδα και ανία ή οδύνη μετά από αναπόφευκτο χωρισμό αλλά και φορέας νέων δρόμων, αναζωπύρωση της επιθυμίας. Συνδέεται με την κτητικότητα των γονιών προς τα παιδιά επειδή φοβούνται να έρθουν αντιμέτωποι με τη μοναξιά τους, πηγή ζωής και θανάτου, συνώνυμο μάλλον της ζωής της ίδιας στις πολλαπλές της εκφάνσεις. Για μερικούς ανθρώπους η μοναξιά είναι απόδραση όχι από τους άλλους, αλλά από τον εαυτό τους. Ξεκινώντας από την πρωταρχική μοναξιά του βρέφους που βιώνει ως μοναξιά τους πολλαπλούς αποχωρισμούς και τους αντισταθμίζει, εντέλει, με τη γλώσσα, μας ακολουθεί ως τη στιγμή του θανάτου. Για την Ντολτό, η μοναξιά θεωρείται ως μια κατεξοχήν ρευστή και απροσδιόριστη έννοια, ως συνώνυμο της ζωής όπου το νόημα της ζωής μπορεί να επιβεβαιώνεται και συγχρόνως να απειλείται. «Η πιο μεγάλη οδύνη όταν αγαπάμε κάποιον είναι η αδυναμία μας να τον εμποδίσουμε να υποφέρει από τη μοναξιά του», γράφει.

Για τον Οδυσσέα Ελύτη, «η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς.» Στην «Ιδιωτική οδό γράφει: «Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ‘χα πεθάνει της πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.»

Η ιστορία της μοναξιάς είναι η ιστορία των τραυμάτων, των ερώτων και των φιλικών μας σχέσεων. Όπως το το πένθος είναι κι αυτή η αρχή της ζωής καθώς δεν υπάρχει ζωή χωρίς πένθος. Αν δεν υπήρχε πένθος θα είμαστε ακόμα στην κοιλιά της μάνας μας. Με ένα κλάμα γεννιόμαστε και αυτό το κλάμα σηματοδοτεί το πρώτο πένθος και τη συναίσθηση της μοναξιάς καθώς φεύγουμε από την θαλπωρή του ενδομήτριου παραδείσου. Ωστόσο, χωρίς πένθος, χωρίς απώλεια, χωρίς αποχωρισμό από μια προηγούμενη κατάσταση δεν υπάρχει ζωή. Όλοι παλεύουμε να βγούμε αρτιμελείς μέσα από την αναμέτρηση με τη φθορά, το θάνατο και την απώλεια όντας συνεχώς σε διάλογο με τη μοναξιά. Στις σημαντικές στιγμές της ζωής είμαστε πάντα μόνοι και η μοναξιά προσθέτει θλίψη αλλά και ομορφιά στη ζωή αυτή. Δίνει μια ιδιαίτερη απόχρωση στα ηλιοβασιλέματα και στις νύχτες μας, είναι τόπος εξαγνισμού, όσο και μαρτυρίου.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Χώρος Στέγασης Προσφύγων City Plaza – Κάλεσμα για αλληλεγγύη

 
 
Ο Χώρος Στέγασης Προσφύγων City Plaza διανύει τη δεύτερη μέρα λειτουργίας του. Από χτες το πρωί μπήκαμε στο εγκαταλελειμμένο κτίριο του παλιού ξενοδοχείου για να το μετατρέψουμε σε χώρο φιλοξενίας προσφύγων. To κτίριο του City Plaza παρέμενε κλειστό από το 2010, όταν χρεοκόπησε η ξενοδοχειακή επιχείρηση. Από χτες απέκτησε ξανά ζωή, δίνοντας τη δυνατότητα σε 112 πρόσφυγες (57 παιδιά, 31 γυναίκες και 24 άντρες) να κοιμηθούν σε κρεβάτι για πρώτη φορά μετά από μήνες.

Την ώρα που χιλιάδες πρόσφυγες ζουν σε συνθήκες που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (στο λιμάνι του Πειραιά, στην Ειδομένη, σε πολλά στρατόπεδα, καθώς και σε σπίτια στην Αθήνα), είναι εκατοντάδες τα κτίρια που ρημάζουν άδεια. Η κυβέρνηση αρνείται να προχωρήσει στην ενοικίαση/επίταξη αυτών των κτιρίων, κάτι που από τη μια μεριά θα εξασφάλιζε τη διαμονή μεγάλου αριθμού προσφύγων και, από την άλλη, θα άνοιγε το δρόμο στην κοινωνική ένταξή τους. Αντιθέτως, έχει επιλεγεί η λύση των στρατοπέδων έξω από τις πόλεις τα οποία, πέρα από το ότι δεν έχουν αρκετές θέσεις αυτή τη στιγμή, ούτε καλές συνθήκες διασφαλίζουν ούτε, πολύ περισσότερο, ευνοούν την κοινωνική ένταξη των προσφύγων.

Αυτή τη στιγμή που τα σύνορα είναι κλειστά, εφαρμόζεται η κατάπτυστη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, οι απελάσεις μαζικοποιούνται, το στεγαστικό των προσφύγων είναι οξυμένο και οι αλληλέγγυοι συκοφαντούνται με κάθε δυνατό τρόπο («υποκινούν», «τα πιάνουν» κτλ), η αλληλεγγύη είναι απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε. Τώρα πρέπει να δείξουμε αταλάντευτη αποφασιστικότητα για να σταθούμε στο πλάι των προσφύγων. Έχουν ανάγκη τη στήριξή μας, έχουμε ανάγκη τη μαχόμενη αξιοπρέπειά τους.

Απευθύνουμε κάλεσμα αλληλεγγύης προς όλες και όλους για να ενισχυθεί ο Χώρος Στέγασης Προσφύγων City Plaza.

Κόντρα στο ρατσισμό και τη βαρβαρότητα, η αλληλεγγύη!


Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Οικονομικούς και Πολιτικούς Πρόσφυγες

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

ΒΙΟΜΕ: οδός Αυτοδιαχείρισης κι Αλληλεγγύης γωνία (αναδημοσίευση)


Άρθρο στον Ημεροδρόμο για τη ΒΙΟΜΕ
από την ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΙΩΣΑ

«Καθαρίστε με αλληλεγγύη», προτρέπει το σύνθημα πάνω στην ετικέτα του μαλακτικού ρούχων της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής, κατά κόσμον ΒΙΟΜΕ. «Η αλληλεγγύη είναι η θερμοκοιτίδα μέσα στην οποία μεγαλώνει το εγχείρημά μας. Τη θέση της προστασίας του κράτους και του κεφαλαίου, που απορρίπτουμε, παίρνει η αλληλεγγύη της κοινωνίας», υποστηρίζει ο Κώστας Χαριτάκης, εργαζόμενος της ΒΙΟΜΕ εξ Αθηνών.

Από το 2013 μέχρι σήμερα, το ενδιαφέρον σχετικά με το πρώτο εργοστάσιο στην Ελλάδα (η έδρα του βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη), το οποίο περνάει στα χέρια των εργατών του, γίνεται όλο και πιο έντονο. Ήταν το 2013 όταν το κλειστό εργοστάσιο, που είχε αφεθεί στην τύχη του από τους προηγούμενες ιδιοκτήτες του, ανοίγει ξανά, με τη διαφορά ότι ο έλεγχος της παραγωγής γίνεται πλέον από τους εργάτες και με όρους αυτοδιεύθυνσης. Μία κατάληψη κι ο μονόδρομος της αυτοδιαχείρισης γίνονται τα όπλα των εργαζομένων ενάντια στην ανεργία και τα συνοδά της αποτελέσματα. Αποφασίζουν να σπάσουν το λουκέτο και μαζί μ’ αυτό να πετύχουν ένα κάθε άλλο παρά αδιάφορο ράγισμα στο οικοδόμημα του ισχύοντος καπιταλιστικού συστήματος.

Κρεμοσάπουνο χεριών, σκόνη και μαλακτικό ρούχων, υγρό πιάτων, καθαριστικά γενικής χρήσης, καθαριστικά για τα τζάμια, αλλά και σαπούνια είναι τα αλληλέγγυα προϊόντα που φτιάχνουν οι εργαζόμενοι της ΒΙΟΜΕ και τα διαθέτουν σε επιλεγμένα στέκια ανά την Ελλάδα. Τα σαπούνια, μάλιστα, εξάγονται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, στην Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ιταλία και τη Γαλλία, όπως σημειώνει ο κύριος Χαριτάκης. Έχει δημιουργηθεί, επίσης, ένα δίκτυο αλληλέγγυων εγχειρημάτων μέσω ενός συνεδρίου, που έλαβε χώρα στη Γαλλία, υπό τον τίτλο Οικονομία των εργαζομένων και αφορούσε αυτοδιαχειριζόμενες ή κατειλημμένες επιχειρήσεις, και τον ερχόμενο Οκτώβρη θα επαναληφθεί στο χώρο της ΒΙΟΜΕ με συμμετοχές εργατικών ενώσεων και σωματείων ακόμη και από τη Βόρειο Αφρική.

Ήδη από την αρχή, κύριο μέλημα των εργαζομένων ήταν το άνοιγμα του εργοστασίου στην κοινωνία. «Η απόφαση να λειτουργήσει ξανά το εργοστάσιο συναποφασίστηκε με ένα κομμάτι αλληλέγγυου κόσμου που είχε πλαισιώσει τον αγώνα», λέει ο κύριος Χαριτάκης. «Οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, πρώτα στη Θεσσαλονίκη, κι έπειτα στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας, είχαν οργανικό ρόλο όχι μόνο στη στήριξη και τη διάδοση του εγχειρήματος, αλλά και στις αποφάσεις σχετικά με την εξέλιξή του». Όμως, είναι και το άνοιγμα του ίδιου του χώρου του εργοστασίου που αποτελεί συνιστώσα της κοινωνικής συνισταμένης. «Φιλοξενούμε πολιτιστικές εκδηλώσεις, παζάρια χωρίς μεσάζοντες, συναυλίες. Έχουμε διαθέσει ένα χώρο για την αποθήκευση των ειδών πρώτης ανάγκης που διανέμονται στους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ειδομένη, ενώ εδώ και κάποιους μήνες λειτουργεί, σε συνεργασία με το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης, εργατικό ιατρείο αλληλεγγύης, ανοιχτό σε όλο τον κόσμο: σε εργαζόμενους, άνεργους, μετανάστες, ανασφάλιστους». Είναι σαφές πως τα τείχη κι η απομόνωση δεν ταιριάζουν στη ΒΙΟΜΕ.

«Θα επιμένεις», γράφει ο Άρης Αλεξάνδρου στο ομότιτλο ποίημα, «πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου/θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο». «Εμείς χρειάστηκε να πριονίσουμε δύο ειδών πέτρες: εσωτερικές και εξωτερικές», συμπεραίνει ο Κώστας Χαριτάκης. «Οι εσωτερικές είναι τα βαρίδια που κρατούν δέσμια τη μέση συνείδηση των ανθρώπων και των εργαζομένων. Όσοι πήραν μέρος στη ΒΙΟΜΕ δεν ήταν επαναστάτες ή όλοι ομοϊδεάτες, αλλά καθημερινοί άνθρωποι, με διαφορετικές απόψεις, με διαφορετικές πολιτικές διαδρομές, από διάφορους χώρους. Άλλοι τόλμησαν συνειδητά, άλλοι δοκιμαστικά κι άλλοι, που ήταν πολύ αρνητικοί στην αρχή, στη συνέχεια μπήκαν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό στο εγχείρημα. Κάποιοι εγκατέλειψαν κι αυτό είναι σεβαστό. Οι εξωτερικές πέτρες, από την άλλη, είναι το θέμα της ιδιοκτησίας, αυτής της…ιερής αγελάδας του καπιταλισμού, των αφεντικών, του δικαστικού και πολιτικού συστήματος, όπως και των θεσμικών οργάνων του συνδικαλιστικού συστήματος. Ήρθαμε αντιμέτωποι με όλους», συμπληρώνει.

Η πρώην εργοδοσία δεν έχει καταθέσει ακόμη τα δεδουλευμένα των προηγούμενων ετών κι η απορία για το αν βγαίνει, τελικά, το μεροκάματο τρία χρόνια μετά την επαναλειτουργία του εργοστασίου παραμένει. Η απάντηση είναι σαφής: «Είμαστε πάνω από το επίδομα ανεργίας. Αυτό δεν είναι ικανοποιητικό, όμως είναι μια νίκη. Καταφέραμε να μην το παίρνουμε από το κράτος, αλλά να το παίρνουμε μόνοι μας, με τα χέρια μας και φυσικά με τη στήριξη και την αλληλεγγύη της κοινωνίας. Τη στιγμή που θα πετύχουμε ένα σημαντικό πλεόνασμα, θα επιστρέψουμε μέρος αυτού στην κοινωνία, αυτό εξάλλου σημαίνει αλληλεγγύη».

Μέχρι το τέλος Ιουνίου το οικόπεδο που στεγάζεται η ΒΙΟΜΕ είναι προστατευμένο από τη νομοθετική ρύθμιση που ανέστειλε τους πλειστηριασμούς για ένα εξάμηνο, ενώ έχει ήδη ζητηθεί η εξαίρεσή του και η συνέχιση της διαδικασίας με τα υπόλοιπα οικόπεδα , στα οποία στεγαζόταν το σύνολο της επιχείρησης προ πτώχευσης. «Στο παρελθόν, ο ίδιος κίνδυνος, του πλειστηριασμού, αντιμετωπίστηκε κινηματικά και με επιτυχία μέσω συνεχών αποκλεισμών και κινητοποιήσεων τις μέρες αυτών. Μετά την εκπνοή αυτού του εξαμηνιαίου διαστήματος, δε θέλουμε να βρεθούμε στην ίδια κατάσταση, γι’ αυτό κλιμακώνουμε τόσο την παραγωγική μας δραστηριότητα όσο και την κοινωνική, αγωνιστική μας δράση».

Δίπλα στη νομική λύση για την περίπτωση της ΒΙΟΜΕ, δεν θα μπορούσε ν’ απουσιάζει κι η πολιτική: «να κατοχυρωθεί αυτό που κάνουμε, να συνεχιστεί να γίνεται χωρίς την απειλή της καταστολής ή της έξωσης. Εκεί που θα ήταν μια ερειπωμένη εγκατάσταση, εμείς συνεχίζουμε μια δραστηριότητα και, μάλιστα, μ’ έναν τρόπο που πιστεύουμε ότι είναι πολύ πιο δημιουργικός και πολύ πιο ουσιαστικός για τον εργαζόμενο και την κοινωνία».

Η αλληλέγγυα οικονομία της ΒΙΟΜΕ, ωστόσο, φύεται και μεγαλώνει μέσα σε χώμα μπολιασμένο με κανόνες και νόμους αντιδιαμετρικά αντίθετους με τις αρχές της. «Νομίζω ότι η δύναμη της δική μας εργασίας και της αλληλεγγύης μπορεί είναι πολύ πιο δυνατή απ’ όσο θεωρούμε ακόμη κι εμείς οι ίδιοι. Είναι αρκετά δυνατή για ν’ αντιμετωπίσει τις επιθέσεις και τα εμπόδια που συνθλίβουν την κοινωνία συνολικά», καταλήγει ο κύριος Χαριτάκης. 
Το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ ακολούθησαν προσφάτως κι οι επονομαζόμενοι Ρομπέν του Ξύλου, το κατειλημμένο, αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο επεξεργασίας ξυλείας στην Ημαθία. «Μπορούν να γενικευτούν αυτές οι πρακτικές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για κάτι εύκολο ή με δεδομένη κατάληξη. Το κίνημα της αυτοδιαχείρισης είναι συστατικό στοιχείο του ευρύτερου εργατικού και κοινωνικού κινήματος, αναγκαίο για να έρθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός που όλοι επιθυμούμε. Συγκριτικά με άλλες μορφές αγώνα και διεκδίκησης, είναι ένας τρόπος άμεσης αλλαγής κάποιων σχέσεων εργασίας και συνθηκών παραγωγής, έστω και σε μια μικρή κλίμακα. Εντούτοις, από τη μικρή κλίμακα μπορεί να γίνει αντιληπτό τι είναι αυτό που επιδιώκουμε και στη μεγάλη κλίμακα της κοινωνίας. Από μόνο του, όμως, δεν μπορεί να δώσει συνολική πολιτική και κοινωνική απάντηση.»

Η καρυδόψυχα αυτού του εγχειρήματος, που ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια και φαίνεται να προχωρά, μαινόμενο, προς το μέλλον, ίσως να είναι η αλλαγή που έχει τελεστεί στις συνήθεις τακτικές που ακολουθούσαν οι εργαζόμενοι. «Είναι εξαιρετικής σημασίας η αυτοεκπαίδευση όλων μας. Από εκεί που έχεις μάθει να λειτουργείς σαν ένας εργαζόμενος μ’ έναν επιστάτη από πάνω σου, σε μια ιεραρχική λειτουργία στην οποία εσύ απλώς εκτελείς ορισμένα καθήκοντα, ξαφνικά θα πρέπει να διευθύνεις μαζί με όλους τους υπόλοιπους ισότιμα και συλλογικά μια ολόκληρη διαδικασία. Να τη διευθύνεις με τρόπο που δεν θα έχεις την ευκολία της εκμετάλλευσης του εργαζόμενου ή της επιβάρυνσης της φύσης, αλλά με τους περιορισμούς, πρώτον, του ότι όλοι πρέπει να είμαστε ελεύθεροι κι αξιοπρεπείς και, δεύτερον, ότι η φύση δεν πρέπει να επιβαρύνεται από τη δική μας δραστηριότητα».

Στο τέλος της ημέρας, το ερώτημα που καλείται ο καθείς ν’ απαντήσει είναι ένα και μοναδικό: ποιες είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες θέλουμε να ζούμε; Κι αν δώσουμε μιαν απάντηση, το επόμενο βήμα είναι ν’ αναλογιστούμε αν μπορούμε να τις διαμορφώσουμε. «Εμείς οι εργαζόμενοι, οι δημιουργοί του πλούτου, μπορούμε να τα καταφέρουμε και όχι μόνο στο μικρό εργοστάσιο, αλλά συνολικά στην κοινωνία. Μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας, χωρίς αφεντικά, και, μάλιστα, καλύτερα. Μπορούμε να συνεργαστούμε και όχι ν’ ανταγωνιζόμαστε στις αγορές εργασίας του καπιταλισμού. Το σύνθημά μας είναι: μπορούμε. Δεν μπορείτε εσείς; Mπορούμε εμείς», δηλώνει με σιγουριά ο κύριος Χαριτάκης.

Ίσως, Κεμάλ, ήρθε η ώρα να διακόψεις τον ύπνο σου. Ίσως, τελικά, αυτός ο κόσμος να μπορεί ν’ αλλάξει.

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

"Το όνομά μου είναι Άνθρωπος"

Mein Name ist Mensch

Τon Steine Scherben

«Εχω πολλούς πατέρες κι έχω πολλές μητέρες
Κι έχω πολλές αδερφές κι έχω πολλούς αδερφούς
Οι αδελφοί μου είναι μαύροι κι οι μητέρες μου κίτρινες
Κι οι πατέρες μου είναι κόκκινοι κι οι αδελφές μου ανοιχτόχρωμες.


Refrain 
Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων
Και τ' όνομά μου είναι άνθρωπος

Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων
Και τ' όνομά μου είναι άνθρωπος.


Και ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί
Και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη
Κι έχω δυο μάτια κι όλα μπορώ να τα δω
Κι έχω δυο αυτιά κι όλα μπορώ να τα καταλάβω.
Κι έχουμε έναν εχθρό, αυτός μας στερεί τη μέρα
Ζει απ' τη δική μας τη δουλειά
Και ζει απ' τη δύναμή μας
Κι έχει δυο μάτια και δεν θέλει να δει
Κι έχει δυο αφτιά, κι όμως δεν θέλει να καταλάβει.
Κι είναι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων
Κι έχει πολλά ονόματα.
Και ξέρω, θα πολεμήσουμε
Και ξέρω, θα νικήσουμε
Και ξέρω, θα ζήσουμε
Και θ' αγαπηθούμε
Κι ο πλανήτης Γη
Σ' όλους μας θ' ανήκει
Κι ο καθένας θα έχει αυτό που χρειάζεται
Και δεν θα πάρει πια δέκα χιλιάδες χρόνια
Γιατί έφτασε η ώρα».

απόσπασμα από την εισήγηση του Τέο Ρόμβου στην εκδήλωση Αναδρομή στην ιστορία των Εξαρχείων που έγινε την την Πέμπτη 14 Απρίλη στο Νοσότρος.

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Εκδήλωση ενάντια στην υποβάθμιση/κλείσιμο του 35ου Δημοτικού Σχολείου στα Εξάρχεια


Ο Σύλλογος Διδασκόντων, ο Σύλλογος Γονέων/Κηδεμόνων και οι Μαθητές του 35ου Δημοτικού Σχολείου Εξαρχείων μαζί με τη Λαϊκή Συνέλευση Εξαρχείων στην οποία συμμετέχει και το Δίκτυο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων, διοργανώνουν ανοικτή εκδήλωση ενάντια στην υποβάθμιση/κλείσιμο του 35ου Δημοτικού Σχολείου.

Η εκδήλωση θα γίνει στην πλατεία Εξαρχείων το Σάββατο 16 Απρίλη από τις 2 μ.μ έως αργά το βράδυ.

Η προσέλευση στην εκδήλωση είναι ελεύθερη. Καλούμε γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικούς, επαγγελματίες και εργαζόμενους στη γειτονιά, κατοίκους των Εξαρχείων αλλά και κάθε έναν που πιστεύει, όπως και εμείς, πως δεν πρέπει να κλείνει κανένα σχολείο.

Το πρόγραμμα της εκδήλωσης απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους.
Στην παιδική ζώνη περιλαμβάνονυται: παιγνίδια και δημιουργική απασχόληση των παιδιών, παιδικό θέατρο, αφήγηση παραμυθιών, μπαλέτο, χορός από τους μαθητές του σχολείου, τσίρκο.

Στη μουσική ζώνη μουσικά σχήματα θα παίξουν έντεχνο, παραδοσιακό, ρεμπέτικο και λαϊκό ρεπερτόριο.

Αναλυτικά το πρόγραμμα
Ξεκίνημα με μουσικές από το μπουζούκι του Σταύρου

ΠΑΙΔΙΚΗ ΖΩΝΗ
-Παραμύθια για παιδιά με την Γεωργία Χαϊκάλη και την Μαρία Κωνσταντή
-Παραμύθια-παιγνίδι του Αισώπου και των Αδελφών Γκριμ από τη θεατρική ομάδα "Τόπι".
-Χοροί από τους μαθητές του 35ου Δημοτικού Σχολείου.
-Θεατρική παράσταση. "Ο Κλέφτης των Επτά Κάκτων" από το "Θέατρο Αλληλεγγύης για Παιδιά".
-Τσίρκο "Cachivache" Απόλαυση για μικρά και ..μεγάλα παιδιά

ΜΟΥΣΙΚΗ ΖΩΝΗ
-Οι "Ψυχή του Δρόμου" σε παραδοσιακό και λαϊκό ρεπερτόριο
-Η "Λαϊκή Ορχήστρα της Λαμπηδόνας" σε έντεχνο, παραδοσιακό και λαϊκό ρεπερτόριο και ρεμπέτικα τραγούδια.
Links που ενημερώνουν για τους καλλιτέχνες/ ή τις δράσεις τους που μετέχουν στην εκδηλώση.

ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
ΛΑΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΛΑΜΠΗΔΟΝΑΣ

Θεατρική ομάδα "Τόπι"

Θέατρο αλληλεγγύης για παιδιά

Τσίρκο cachivache
https://www.youtube.com/watch?v=7Iu1pmIWrCU

ΟΧΙ ΣΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΟΥ 35ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ

Με λύπη πληροφορηθήκαμε ότι η απελθούσα Διευθύντρια της Α`βάθμιας Εκπαίδευσης Α`Αθήνας εισηγήθηκε τον υποβιβασμό του 35ου Δημοτικού Σχολείου από εξαθέσιο σε τετραθέσιο!
Αν αυτό εφαρμοστεί θα οδηγήσει μετά βεβαιότητας το σχολείο σε κλείσιμο, αφού κανένας γονιός δεν θα δεχθεί τα παιδιά του να έχουν συνδιδασκαλία με παιδιά άλλης τάξης και θα αναγκαστεί να τα στείλει στα άλλα σχολεία της περιοχής, με βεβαρημένο αριθμό μαθητών σε κάθε τάξη.

Ο καθένας αντιλαμβάνεται πόσο ζωτική είναι η ύπαρξη του σχολείου για την γειτονιά μας και πόσο αυτή θα υποβαθμιστεί, εάν το αφήσουμε να κλείσει αφού το σχολείο όχι μόνο αποτελεί πολιτιστική και πνευματική εστία της περιοχής, αλλά την διατηρεί ως ζώνη κατοικίας, ικανοποιώντας τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών της.

Χωρίς το 35ο Δημοτικό Σχολείο οι οικογένειες θα αναγκαστούν να φύγουν από τη γειτονιά μας. Αυτό θα είναι τεράστιο και ανεπανόρθωτο πλήγμα για τα Εξάρχεια που θα οδηγήσει στην πλήρη υποβάθμισή τους.

Το ιστορικό 35ο Δημ.Σχολείο σχεδιάστηκε το 1930 από τον εμπνευσμένο αρχιτέκτονα Νικόλαο Μητσάκη και ως κτήριο πληροί όλες τις προδιαγραφές για τη λειτουργία του ως δημοτικού σχολείου με όλες τις αίθουσές του ηλιόλουστες, ευρύχωρες και ψηλοτάβανες, πλήρως εξοπλισμένες (διαδραστικοί πίνακες, βιβλιοθήκες,ηλεκτρονικοί υπολογιστές κ.λπ.) με υπέροχη αυλή για τα παιδιά και μηδενικό δείκτη ατυχημάτων.

Οι φορείς του 35ου Δημοτικού Σχολείου, οι κάτοικοι και οι συλλογικότητες των Εξαρχείων απαιτούμε να μη ληφθεί υπ`όψη από τα αρμόδια όργανα η εισήγηση του υποβιβασμού. Να παραμείνει το 35ο Σχολείο εξαθέσιο.

Είμαστε αποφασισμένοι να παλέψουμε γι`αυτό το σκοπό έως την τελική δικαίωσή μας.

Σύλλογος Διδασκόντων,
Σύλλογος Γονέων/Κηδεμόνων και Μαθητές του 35ου Δημοτικού Σχολείου,
Λαϊκή Συνέλευση Εξαρχείων.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Έλεγχος ονείρων (αναδημοσίευση)

από Anarchy press

 
 
Αν υπάρξει έστω μια φευγαλέα στιγμή αφύπνισης 
όλο το οικοδόμημα καταστρέφεται και πέφτει 
όπως μια κουρτίνα και το κυριότερο 
η κουρτίνα αυτή δεν μπορεί να αναρτηθεί ξανά. 
Νόαμ Τσόμσκυ

Η επιβολή capital controls, που ισχύει από τον περασμένο Ιούλιο όπως είχε αποφασιστεί από την ΕΚΤ, ώστε να διατηρηθεί σταθερό το όριο της χρηματοδότησης των τραπεζών μέσω του έκτακτου μηχανισμού ELA, τείνει να χρονίσει. Η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος τότε, αλλά και πολύ περισσότερο τώρα, είναι οριακή. Υπάρχει η εκτίμηση ότι ακόμη και αν κλείσει επιτυχώς η αξιολόγηση και υπάρξουν μέτρα χαλάρωσης των capital controls, δεν προβλέπεται η κατάργηση τους.

Όταν οι κρατούντες δημιουργούν ένα πρόβλημα, μια «έκτακτη κατάσταση» όπως θα έλεγαν και τα ΜΜΕ, για την οποία μπορούν να προβλέψουν ότι θα προκαλέσει μια συγκεκριμένη αντίδραση στο κοινό, ώστε το ίδιο να φτάσει στο σημείο να αναζητήσει μέτρα που εύχονται να τα πάρουν όσο πιο γρήγορα, τότε αποδεικνύεται ότι ήδη ο έλεγχος έχει επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό.

Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι τα επαναλαμβανόμενα μέτρα ή όρια τα οποία επιβάλλουν οι εξουσιαστές είτε στον οικονομικά δύσβατο τομέα, είτε και στον τρόπο σκέψης μας, ενισχύει τόσο την χρηματική όσο και την συναισθηματική κατάρρευση. Με αυτόν τον τρόπο οι εξουσιαστές επιδιώκουν την δημιουργία άβουλων όντων και επιτυγχάνουν ευκολότερα αυτά που θέλουν. Ο μεθοδευμένος τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται ο έλεγχος του Νου και γενικότερα της ζωής των ανθρώπων ισοδυναμεί με μαγικό κλειδί που ανοίγει και κλείνει κάθε πόρτα-στόχο και εκπληρώνει κάθε επιθυμία λογική ή παράλογη.

Ο βαθύτερος στόχος είναι ένα άτομο να πεισθή ότι είναι το μόνο υπεύθυνο για την συμφορά του, εξ αιτίας της υποτιθέμενης διανοητικής ανεπάρκειάς του, των περιορισμένων ικανοτήτων του ή της αναποτελεσματικότητας των προσπαθειών του. Έτσι, αντί να εναντιώνεται στον εξουσιαστικό βράχνα, απαξιώνει τον ίδιο του τον εαυτό και αυτο-ενοχοποιείται. Το αποτέλεσμα αυτής της πνευματικής υποστολής (και καταστολής) του ατόμου έχει σαν αποτέλεσμα την αποχή από οποιασδήποτε συλλογική δράση, αλλά και την προσωπική του αποξένωση.

Όμως, από την στιγμή που «ρίχτηκε» ο άνθρωπος στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και τις επιλογές του. Δεν χρειάζεται να διαφύγη της ελευθερίας ως πηγής αυτοκαθορισμού του. Σκοπός του είναι να αντιληφθεί την πραγματική ελευθερία που κατέχει και συνυπάρχοντας να συμπορευθή με αυτήν και όχι να χαθή μέσα σε ένα νομοτελειακά καθεστωτικό περιβάλλον το οποίο, όπως εμπράκτως αποδεικνύεται και στις μέρες μας, τον κατακρεουργεί. Επίσης, να αποδεχθή την ευθύνη που του αναλογεί και τις αντίστοιχες επιπτώσεις για τις οποιεσδήποτε επιλογές έχει θέσει σε εφαρμογή.

Μέσα σ’ αυτά, σημαντική παραμένει η επίτευξη της πολυπόθητης γαλήνης και ηρεμίας σε ένα περιβάλλον κατάθλιψης και σύγχυσης, κάτι το οποίο είναι δυνατόν να επιδιωχθή μέσω της ανιδιοτελούς πνευματικής και υλικής εργασίας.

Είναι γεγονός ότι οι εξουσιαστές ως ρυθμιστές των επιβιούντων όντων έφθασαν να γνωρίζουν τον μέσο άνθρωπο καλύτερα απ’ όσο γνωρίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το εξουσιαστικό σύμπλεγμα ασκεί έναν πολύ πιο αυξημένο έλεγχο και επιβάλλεται με μια μεγαλύτερη ισχύ επάνω στα άτομα απ’ όσο τα ίδια στον εαυτό τους. Ο έλεγχος, ακόμα και στα οποιαδήποτε όνειρα και επιδιώξεις τού κάθε ανθρώπου, θέτει αναρίθμητους περιορισμούς στη νοημοσύνη καθώς και στην ίδια την ζωή του. Εννοείται εάν και εφ’ όσον ο ίδιος το επιτρέπει…

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Συνυπάρξεις (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Όσο κι αν φούντωσε η αγκιναριά, η σπαραγγιά βρήκε 
τον τρόπο να ξεπεταχτεί από μέσα της


Ο γατούλης αποζητεί το χάδι του Ερμή


και ο Ερμής δεν τον απογυρίζει ποτέ


Πού να ξέρουν όλα αυτά τα αθώα της ανθρώπινης ασυνειδητότητας πλάσματα ότι υπάρχει κίνδυνος πυρηνικού πολέμου και αφανισμού όλων μας, λόγω ανοησίας του “ανώτερου” πλάσματος

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Η επανάσταση αρχίζει από τον εαυτό μας (αναδημοσίευση)

Δρόμος της Αριστεράς
του Στέλιου Ελληνιάδη

Μετά την καλοκαιρινή ψυχρολουσία, ένα κομμάτι αριστερών που έμεινε στον νέο ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από μια μειοψηφία φανατικών που περιλαμβάνει κάποιους νεοπροσήλυτους από τη ΔΗΜΑΡ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι οι οποίοι -βασιλικότεροι του βασιλέως- αισθάνονται δικαιωμένοι, παρακολουθεί με ανησυχία την εξέλιξη των πραγμάτων.

Βιώνει από τα μέσα το ξήλωμα όλων των θέσεων που συνάρθρωναν το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας ότι θα υπάρξει μια θετική πλευρά η οποία –με σαφώς μειωμένες προσδοκίες- θα εξισορροπεί τις απώλειες από τη μεγάλη αναστροφή και αναδίπλωση. Μια θετική πλευρά που θα επιβεβαιώνει την επιθυμία ότι ό,τι και να είναι η κυβέρνηση είναι πάντως καλύτερη -με την έννοια της «μεγαλύτερης ευαισθησίας», από μια κυβέρνηση της Δεξιάς, και θα προσπαθήσει κάτι να περισώσει.

Υποστηρίζουν ότι, απ’ αυτά που διαθέτουμε σήμερα, όσο κι αν μας πικραίνει η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουμε εναλλακτική λύση ικανή να διαχειριστεί την κρίση. Με τον νέο ΣΥΡΙΖΑ πάμε για το μίνιμουμ και εμποδίζουμε την επιστροφή της επάρατης Δεξιάς. Αυτό περίπου είναι το σκεπτικό κάποιων παλιών μας συντρόφων που εξακολουθούν να στηρίζουν τον νέο ΣΥΡΙΖΑ και διαχωρίζονται απ’ αυτούς που ψοφάνε για τίτλους, θέσεις και εξουσία.

Από τους συντρόφους που αρνήθηκαν να ενταχθούν στον νέο ΣΥΡΙΖΑ, ένας σημαντικός αριθμός ακολούθησε τη Λαϊκή Ενότητα, αλλά η μεγάλη πλειονότητα απλώς την ψήφισε. Κι ένας επίσης απροσδιόριστος αριθμός αποσύρθηκε απογοητευμένος ή αγαναχτισμένος επιλέγοντας την αποχή. Σε όλο το εύρος της Αριστεράς υπάρχει κόσμος που ψάχνεται, αλλά οι φωνές που βγαίνουν είναι ακόμα πνιχτές. Γιατί αυτοί που ψάχνονται νιώθουν την ανάγκη και την υποχρέωση να επανεφεύρουν την Αριστερά. Αλλά ποιος ξέρει πώς;

Η Λαϊκή Ενότητα, παλιομοδίτικη, χωρίς στοιχειώδεις δημοκρατικές λειτουργίες, με ανυποστήριχτες πολιτικές θέσεις και πολύ παρεοκεντρική, δεν πείθει ούτε τους εκτός της ούτε τους εντός της. Και οι υπόλοιπες δυνάμεις, όπως είναι φυσικό, δυσκολεύονται να βρουν έξοδο από τη λακκούβα μέσα στην οποία βρέθηκαν μετά το σπρώξιμο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις συνιστώσες, αλλά όλο το φάσμα της Αριστεράς.

Συζητήσεις γίνονται. Ενδιαφέρον θα είχε μία κίνηση που θα ξέφευγε από την πεπατημένη. Μέχρι στιγμής, σε γενικές γραμμές, μερικοί φαντάζονται ότι πρέπει με την ίδια ή παραπλήσια συνταγή να φτιαχτεί ένας καλύτερος, πιο αληθινά αριστερός ΣΥΡΙΖΑ. Άλλοι ότι η εμπειρία καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα γνήσιο κομμουνιστικό κόμμα. Υπάρχουν κι εκείνοι που θεωρούν ότι προέχει η δημιουργία ενός ευρύτερου μετώπου, αντιμνημονιακού και όχι μόνο. Αλλά, δεν λείπει και η πιο «παραδοσιακή» κλίση προς τη δημιουργία προσωποκεντρικών σχημάτων που θα αμφισβητήσουν ευθέως σε κοινοβουλευτικό επίπεδο την κυβέρνηση και τον νέο ΣΥΡΙΖΑ.
Παγιωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες χρεοκόπησαν
Οι αριστεροί έχουν δυσκαμψία να είναι μέσα στην κοινωνία, να δουλεύουν με τους συμπολίτες τους, να δημιουργούν πολιτικούς «χώρους» μέσα στους χώρους δουλειάς, στη γειτονιά και στους μαζικούς χώρους. Παραμένει κυρίαρχη η αντίληψη ότι εμείς παράγουμε τη γραμμή και τα μέλη της κοινωνίας μας ψηφίζουν ή εντάσσονται στα δικά μας σχήματα.

Η τάση υποτίμησης των πρωτοβουλιών των πολιτών δεν είναι κάτι καινούργιο παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις. Ειδικά το ΚΚΕ, που αντλεί ακόμα σημαντικό μέρος της δύναμής του από τα στρώματα των εργαζομένων στην παραγωγή, απορρίπτει κάθε κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία που δεν ελέγχει, θεωρώντας κάθε δράση έξω από το κόμμα, αντιδραστική , ρεφορμιστική ή άνευ σημασίας. Όταν ο στόχος δεν είναι η δημιουργία από τους ίδιους τους πολίτες εστιών και πυρήνων εναλλακτικών μορφών επιβίωσης και αντίστασης, η επιδίωξη της μίας και μοναδικής ριζικής λύσης, που είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος στο απώτερο μέλλον, αποτελεί μονόδρομο. Αλλά αυτή η αντίληψη, με πιο εξευγενισμένα παραπλανητικό τρόπο κυριαρχεί και στην εκτός ΚΚΕ Αριστερά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πλατείες δεν υποκινήθηκαν ούτε από τις πιο ριζοσπαστικές συνιστώσες που ΣΥΡΙΖΑ και τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που στην αρχή τουλάχιστον, είδαν με σχετική αμηχανία το φαινόμενο, πριν το απορρίψουν ή πριν προσπαθήσουν να συνταυτιστούν μ’ αυτό. Ούτε ότι οι πρωτοβουλίες των πολιτών σε όλη την Ελλάδα για την ίδρυση και λειτουργία διαφόρων μορφών συλλογικοτήτων, από τα κοινωνικά μπακάλικα ως τις βιολογικές καλλιέργειες και τις καταλήψεις εγκαταλειμμένων χώρων, δεν αγκαλιάστηκαν με θέρμη, αλλά αντιμετωπίστηκαν ως συμπαθητικές αλλά γραφικές δράσεις ή απορρίφθηκαν σιωπηρώς ως μη επαρκείς για τη μεγάλη επανάσταση της παραγωγικής ανασυγκρότησης που επαγγέλλεται η Αριστερά, η οποία είναι τόσο μεγάλη που είναι αδύνατο να περιγραφεί και να εφαρμοστεί εν μέρει πριν από την κατάληψη της εξουσίας.
Είναι χρόνιο και βαθιά ριζωμένο το πρόβλημα. Η Αριστερά δεν έχει την άνεση να αντλεί ιδέες από τα πιο δραστηριοποιημένα μέλη και ομάδες της κοινωνίας, να διδάσκεται από την εμπειρία των πολιτών και να υπηρετεί την κοινωνία. Η αμφίδρομη σχέση δεν είναι το φόρτε της. Η Αριστερά των τελευταίων δεκαετιών, της περιόδου της ευημερίας, χωρίς να είναι ομοιόμορφη, είχε έντονα γραφειοκρατική δομή και ισχυρή –συνειδητή ή ασυνείδητη- τάση ενσωμάτωσης. Χωρίς πραγματική δημοκρατία προς τα μέσα και προς τα έξω, κρατώντας αποστάσεις από την κοινωνία, λειτουργώντας μονόδρομα, μέχρι που στέγνωσε από ιδέες και η επαναστατικότητά της άδειασε εσωτερικά διατηρώντας μόνο κάποια από εξωτερικά γνωρίσματα.
Πώς ξεκινάμε;
Αφού η Αριστερά δεν ήθελε, αλλά και να ήθελε δεν μπορούσε, να φτιάξει ένα ορίτζιναλ κομμουνιστικό κόμμα, αντάξιο των καλύτερων παραδόσεων (και όχι των χειρότερων) των επαναστατικών κομμάτων, θα μπορούσε ενδεχομένως να αναπληρώσει αυτό το έλλειμμα βυθιζόμενη μέσα στην καρδιά του κοινωνικού σώματος. Να αιμοδοτείται αδιάκοπα από την κοινωνία, να συμπάσχει και να αποκρυσταλλώνει αυτή τη σχέση κι αυτή την εμπειρία σε θέσεις που θα διεγείρουν το κοινωνικό σώμα, θα του προσφέρουν την απαραίτητη πολιτική πλατφόρμα που θα προκύπτει σαν προϊόν της ανάμιξης της θεωρίας με την πραγματική ζωή και τους πραγματικούς ανθρώπους της βιοπάλης. Και θα οργανώνει αυτό το σώμα ή θα στηρίζει και θα παλεύει μέσα από τις μορφές οργάνωσης που το ίδιο το κοινωνικό σώμα γεννάει.
Αντ’ αυτού, η Αριστερά βολεύτηκε μέσα στη στασιμότητά της. Συνέχεια και «μετεξέλιξη» της παλιάς γραφειοκρατίας του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ., που πέρασε αυτούσια στον Συνασπισμό και στη συνέχεια στον ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι τόσο ισχυρή αυτή η γραφειοκρατία, που κατάπιε ή απέβαλε όλες τις μικρές «γραφειοκρατίες» που συνασπίστηκαν στο εγχείρημα, όπως μάσησε κι έφτυσε και όλους εκείνους, όλους εμάς, οργανώσεις και άτομα, που διακινδυνεύσαμε συμμετέχοντας και νομίζοντας, όπως αποδείχτηκε ανεπιτυχώς, ότι η καλή μας πρόθεση, τα επαναστατικά μας πιστεύω και ο από μηχανής θεός, θα διαμόρφωναν ένα αριστερό κίνημα το οποίο με αγωνιστικότητα, ειλικρίνεια και αφοσίωση στο κοινωνικό σώμα θα ανυψωνόταν, θα έσπρωχνε στην άκρη και θα αποδυνάμωνε τη γραφειοκρατία και θα έδινε με συνέπεια τη μάχη που βρισκόταν σε εξέλιξη.
Σήμερα, εάν μπορέσουμε να δούμε σε βάθος τα αίτια που μας οδήγησαν σ’ αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά τραυματική εμπειρία και συνειδητοποιήσουμε ότι θα πέσουμε ξανά στα ίδια λάθη και τις ίδιες παγίδες, εάν δεν αλλάξουμε εκ βάθρων τις αντιλήψεις μας για το ρόλο της κοινωνίας και τη σχέση μας μαζί της, για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των δυνάμεών μας, για την εμβάθυνση στα ζητήματα πολιτικής ξεπερνώντας την επιφανειακή θεώρηση των πραγμάτων, οι συνθήκες, που θα χειροτερεύουν συνεχώς στην Ελλάδα και την Ευρώπη, είναι μάλλον ευνοϊκές για τη συγκρότηση μιας Αριστεράς ενός ανώτερου επιπέδου, ικανής να παλέψει με τα θηρία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Αλλά αυτή η συγκρότηση προϋποθέτει επαναστατικές αλλαγές μέσα στα ίδια μας τα μυαλά, πράγμα που θέλει διαύγεια, τόλμη και συλλογικότητα.

το μοιρολόι της Τροίας

η φωτογραφία του Enri Canaj,από την Ειδομένη,συσσίτιο

από:

Όρθωσε το κορμί σου, δύσμοιρη,
σήκωσε από τη γη την κεφαλή,
τέντωσε το λαιμό σου.
Αυτά τα ερείπια δεν είναι πια η Τροία.
Κι εσύ, Εκάβη, βασίλισσα αυτής της Τροίας.
Όρθια να δεχθείς της μοίρας σου την άκρα ανατροπή.
Αρμένιζε, λοιπόν, όπου η μοίρα σε πάει
Και μη πηγαίνεις κόντρα στους καιρούς.
Να πλέεις με πρίμο τον άνεμο της συμφορά σου.
΄Αχού! 
Πώς να μην κλάψω η δύστυχη;
Σαν τι να πω, τι να μην πω, τι να πρωτοθρηνήσω;
Η χώρα μου, ο αφέντης μου, τα πολλά παιδιά μου,
η προγονική μου αρχοντιά, όλα χαθήκαν! 
Σαν να μην υπήρξανε ποτέ! Το γέρικο κορμί μου
ριγμένο στη σκληρή τη γη παντού πονάει:
στις κλείδωσες, στην πλάτη, στα μελίγγια....
Τις συμφορές τους οι βαριόμοιροι 
ταιριάζουν σε μακρόσυρτα, λυπητερά τραγούδια.
Πώς θά ΄θελα κι εγώ σαν βάρκα γέρικη
να λικνιστώ δεξιά, ζερβά….
Και με το λίκνισμα
να συνταιριάξω το θρήνο τον αξεδίψαστο.
Καράβια γρήγορα αρμενίζοντας, 
αφήσανε τότε τ’ απάνεμα λιμάνια της Ελλάδας
και το γαλάζιο Αιγαίο περάσαν.
Με μισητούς πολεμικούς παιάνες 
και στριγκλιές της σάλπιγγας ιαχές.
Ήρθανε στην Τροία την ιερή   
κι αράξανε, κατάρα και ανάθεμα,
στης πόλης το ακρογιάλι.
Ήρθαν εδώ για να πάρουν πίσω εκείνο το σίχαμα,
το ταίρι του Μενέλαου.
Που ατίμασε τον αδελφό της Κάστορα   
και ντρόπιασε του Ευρώτα την κοιλάδα.
Αυτή θανάτωσε ένα Πρίαμο, που έσπειρε γιους πενήντα.
Κι εγώ καράβι γέρικο που εξόκειλε στις συφοράς τα βράχια.
οικτρό της συφοράς ναυάγιο.
Άχου, τι πόνος και ντροπή, 
σε τέτοιο θρόνο καθισμένη,
γριά αδύναμη με πένθιμα κομμένα τα μαλλιά μου,
αιχμάλωτη έξω από τη σκηνή του Αγαμέμνονα.
Και να με σέρνουν δούλα στα γεράματα,
διωγμένη από το σπίτι μου, 
θλιβερό ενός πολέμου λάφυρο.
Ε! σεις χαροκαμένες σύζυγοι των Τρώων,
και σεις κόρες ανύμφευτες, στο πρώτο ανθό της νιότης,
που σας σέρνουν στη σκλαβιά να πικροπαντευτείτε,
το μοιρολόι της Τροίας που καίγεται αρχινήστε!
Εὐριπίδου “Τρῳάδες” Μονόλογος Ἑκάβης α’
Στίχοι ἀρχαίου κειμένου 98-152

Δεσμώτης και οφειλέτης (αναδημοσίευση)

Από Marxism
του Χρήστου Μιάμη

Μπορεί στις γειτονιές των καπιταλιστικών μητροπόλεων να μην ακούγονται θόρυβοι από αλυσίδες. Μπορεί ακόμη οι φυλακισμένοι να είναι ελεύθεροι να περιπλανώνται στην πόλη, απολαμβάνοντας την φαντασμαγορία του καθεστώτος. Οι αλυσίδες όμως βρίσκονται εκεί. Γιατί οι φυλακισμένοι έχουν μετατραπεί οι ίδιοι στα δεσμά που τους φυλακίζουν. Δεσμώτες και δεσμά, ως μια αδιάρρηκτη ενότητα αντιθέτων.

Οι δεσμώτες του καπιταλιστικού καθεστώτος, αποτιμούν την καθημερινή απώλεια της ελευθερίας τους, με γνώμονα το μέτρο του χρέους που τους αναλογεί, απέναντι στο κράτος και στις τράπεζες.

Με αυτό τον τρόπο διενεργείται η αποψίλωση της ατομικότητας από κάθε δυνατότητα καθολικής χειραφέτησης από το καθεστώς, του οποίου η κυριαρχία εδράζεται ακριβώς σε αυτή την παραδοχή. Το άτομο ως πειθήνιος πολίτης, ως συνεπής οφειλέτης, βρίσκεται μόνος του απέναντι στο καθεστώς με μόνο κατοχυρωμένο δικαίωμα, την διττή μονόδρομη επιλογή να συρρικνώσει το ζωτικό χώρο της ελευθερίας του ως αντάλλαγμα της επιμήκυνσης, του χρονικού ορίζοντα αποπληρωμής των χρεών του.

Η απόπειρα ατομικής άρνησης υποταγής στο δικαιϊκό πλαίσιο της κυριαρχίας, είναι μια επιλογή μη αναστρέψιμης πορείας προς τις πάντα ανοικτές πύλες του Πύργου του Κάφκα, όπου σωρεύονται και καταχωρούνται οι μικρές ιστορίες ατομικής ανυπακοής, καταλήγοντας πάντα ή σχεδόν πάντα, στους τόπους της λήθης ως σύμβολα παραδειγματισμού. Φιγούρες γυμνής ατομικότητας που είτε στην εκδοχή της αποδοχής είτε στην εκδοχή της άρνησης του κανονιστικού πλαισίου του καθεστώτος, δεν είναι σε θέση να αντιπαρατεθούν στην δεσπόζουσα καθολικότητα της κυριαρχίας.

Δεν υφίσταται δυνατότητα ατομικής χειραφέτησης από την ολοκληρωτική κυριαρχία ενός καθεστώτος που είναι προγραμματισμένο, είτε να ενσωματώνει, είτε να συντρίβει τις επιμέρους εξάρσεις, απονενοημένης απόδρασης.

Η φυγή από την πραγματικότητα δεν είναι αποδεκτή, ακριβώς γιατί δεν είναι δυνατή. Η ριζική αλλαγή της πραγματικότητας είναι εφικτή, ακριβώς γιατί αμφισβητεί την δυνατότητα του καθεστώτος να αντιμετωπίζει την καθολική οικουμενικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ως θλιβερό μοναδιαίο, σωρευτικό άθροισμα ατομικοτήτων, κομμάτια του παζλ της κυριαρχίας, που η ακριβή τους θέση είναι αμετάκλητα δεδομένη.

Η ενδεχόμενη διάρρηξη του αρραγούς της καπιταλιστικής κυριαρχίας, κυοφορείται ακριβώς στην απροσδόκητη πιθανότητα συλλογικής αμφισβήτησης των πυλώνων της ηγεμονικής κανονικότητας, ως ολιστική μη αποδοχή του δικαιϊκού ιστού που συνέχει, την εσωτερική ισορροπία του καθεστώτος.

Η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας της κυριαρχίας όπως και των θεσμικών εκφράσεων αυτής, να κατακερματίζει και να διυλίζει την ανθρώπινη ζωή ως μέσο συντήρησης της νομοτέλειας του καθεστώτος, μπορεί να τεθεί μόνο με όρους καθολικότητας και μόνο ως υπέρβαση της ατομικής φιγούρας του απεγνωσμένου και χρεωμένου ανθρώπου, σε μια νέα εκδοχή οικουμενικότητας που -ευτυχώς- δεν μπορεί να περιγραφεί, αλλά είναι βέβαιο πως μπορεί να πραγματωθεί μόνο ως συλλογικός αναστοχασμός της ανθρώπινης ζωής, ως καθολική αποκαθήλωση κάθε βεβαιότητας που μοιάζει αληθινή , ενώ είναι μόνο, άλλη μια κατασκευή του καθεστώτος.

Σε κάθε περίπτωση, τρόπος ατομικής διαπραγμάτευσης με την ιστορία δεν υπάρχει, τρόπος ατομικής αναμέτρησης με τους δαίμονες του φόβου και του αναχωρητισμού δεν υφίσταται.

«Οι εργαζόμενοι στο Πλαίσιο αξιολογούμαστε από πληρωμένους πελάτες»


Η εργαζόμενη, Σοφία Πάτα, που απολύθηκε από το «Πλαίσιο», με τη δικαιολογία πως δεν… χαμογελούσε αρκετά, μιλά στον «Ημεροδρόμο»

Η ιστορία της Σοφίας Πάτα έγινε γνωστή τον Γενάρη βγάζοντας στην επιφάνεια με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας που επιβάλουν οι πολύ μεγάλες επιχειρήσειςκαι τα πολυκαταστήματα στους εργαζόμενους.

Μια πραγματικότητα που μας επιβεβαιώνει πως για ένα κομμάτι ψωμί, δεν φτάνει μόνο η δουλειά…

Η Σοφία, είναι μια νεαρή μητέρα που μεγαλώνει εντελώς μόνη της την 3χρονη κόρης. Η δουλειά της στο «Πλαίσιο» ήταν απαραίτητη για την επιβίωση του παιδιού της και για αυτό έκανε τα πάντα να την κρατήσει.

Η Σοφία δούλευε για οκτώ χρόνια στο «Πλαίσιο». Τα τελευταία χρόνια εργαζόταν στο κατάστημα της Λάρισας, από το οποίο και απολύθηκε με την δικαιολογία πως δεν… χαμογελούσε αρκετά. Η Σοφία διεκδίκησε πίσω την θέση της, καταγγέλλοντας στην επιθεώρηση εργασίας το περιστατικό.

Για την υπόθεση της από το περασμένο Γενάρη εκδόθηκαν δεκάδες ανακοινώσεις αλληλεγγύης, από συνδικάτα, φορείς, ενώ το θέμα έφτασε ακόμα και στη Βουλή.

Η Σοφία επιδίωξε τρεις συναντήσεις με τους υπευθύνους του καταστήματος, για να δοθούν εξηγήσεις. Η εργοδοσία όμως παρέμεινε αμετακίνητη στην απόφαση της, με συνέπεια η νεαρή εργαζόμενη να διεκδικεί πλέον δικαστικά τα δικαιώματα της.

Εμείς συναντήσαμε την Σοφία και κουβεντιάσαμε, για την υπόθεση της, αλλά και τι σημαίνει να δουλεύει κάποιος στην εταιρεία «Πλαίσιο».

Σε μια εταιρεία η οποία είναι από τις επιχειρήσεις που τα κέρδη της να αυξάνουν κατακόρυφα, ακόμα και κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ενώ την ίδια στιγμή από την μεριά της εργοδοσίας επιβάλλονται εργασιακές συνθήκες μεσαίωνα.


***

Σοφία, απολύθηκες από το«Πλαίσιο» με την δικαιολογία πως δεν χαμογελούσες αρκετά. Τι σημαίνει το να χαμογελάς για το «Πλαίσιο»;

Προφανώς αυτό που μας ζητούσαν είναι να είμαστε μέσα στην τρελή χαρά. Τα κριτήρια που υπάρχουν καθορίζονται με βάση τους πληρωμένους πελάτες που έρχονταν για να μας αξιολογήσουν. Οι πληρωμένοι πελάτες είναι γνωστοί και ως Mystery shoppers, οι οποίοι έρχονταν στο κατάστημα για να αξιολογήσουν τις υπηρεσίες και τους εργαζόμενους! Έρχονται λοιπόν στο κατάστημα, να αξιολογήσουν αν κάποιος εργαζόμενος κάνει σωστά την δουλειά του – σύμφωνα με την δική του άποψη – αν είναι χαμογελαστός, αν είναι εξυπηρετικός κτλ.

Ήταν σε γνώση σας αυτό;

Βεβαίως,αυτό είναι καθεστώς στο «Πλαίσιο».

Υπάρχει κάποιος εσωτερικός κανονισμός;

Είχα ενημερωθεί πως σαν σωματείο στην Αθήνα είχαν ζητήσει τους εργασιακούς κανονισμούς και δεν τους δόθηκαν ποτέ. Ενώ έγινε γνωστό πως ο επίσημος εσωτερικός κανονισμός που κατατέθηκε στην επιθεώρηση εργασίας πριν πολλά χρόνια δεν εγκρίθηκε ποτέ.

Έγινε γνωστό πως εκδίδεται και κάποια εφημερίδα στο «Πλαίσιο» που αναφέρεται στους εργαζόμενους. Τι ακριβώς συμβαίνει;

Η εταιρεία κάθε πρωί πραγματοποιεί μια ενημέρωση μέσω μιας «εφημερίδας» στην οποία αναγράφονται για παράδειγμα.«Ο τάδε εργαζόμενος είναι πολύ καλός, ο άλλος… σκίζει, ο άλλος έχει πάρει mystery πάτο. Ο άλλος θα πρέπει να προσέξει, γιατί θα γίνει χαμός. κτλ.». Με απλά λόγια αυτό που επικρατεί είναι τραγικό, γιατί σε βάζουν σε μια ψυχολογία να τρως την σάρκα του άλλου για το ποιος θα είναι πρώτος σε παραγωγικότητα και ποίος θα είναι πρώτος σε τζίρο.

Καθεστώς και οι τετράωροι εργαζόμενοι.

Ναι είναι γνωστό και το έζησα και εγώ. Στόχος είναι να μπορούν να τους στέλνουν και από κατάστημα σε κατάστημα,κτλ.Κυρίως σε αυτές τις συνθήκες παίρνουν φοιτητές. Το θέμα είχε συζητηθεί τότε και στην Βουλή.Η απάντηση βέβαια της εταιρείας ήταν πως στηρίζεται στο οκτάωρο δυναμικό και στο έμπειρο προσωπικό, αλλά εγώ κάτι τέτοιο δεν το είδα.

Υπάρχουν αναφορές πως η εταιρεία προχωράει σε προσλήψεις προσωπικού με δίμηνες συμβάσεις. Πού αποσκοπούν;

Αυτό είναι γνωστό. Και στην δική μου περίπτωση αυτό συνέβη. Η εταιρεία προσλαμβάνει εργαζόμενους με δίμηνες ή τρίμηνες συμβάσεις και μετά τους διώχνει.Αλλά επίσης τους χρησιμοποιεί όταν θέλει να διώξει κάποιον παλιό.

Πώς αντιδρούν οι εργαζόμενοι σε αυτές τις εργασιακές συνθήκες. Υπάρχουν αντιστάσεις ή κυριαρχεί ο φόβος;

Μόνο ο φόβος υπάρχει. Υπάρχει ο φόβος της απόλυσης και της ανεργίας, αλλά και ηττοπάθεια.Δηλαδή, υπάρχει η λογική που λέει«Όλοι ξέρουμε πως θα μας διώξουν από το «Πλαίσιο», αλλά τουλάχιστον το χρονικό διάστημα που δουλεύουμε να είμαστε εντάξει»

Στις 3 Μαρτίου, είχες μια προγραμματισμένη συνάντηση με την εργοδοσία για την υπόθεση σου. Τι εξελίξεις υπήρχαν;

Ήταν η τρίτη συνάντηση. Τις δύο πρώτες φορές επικαλεστήκαν την απεργία των δικηγόρων. Την τρίτη φορά ήρθαν με ένα χαρτί, στο οποίο ανέφεραν πως είναι πλήρως νόμιμοι διότι έχουν το διευθυντικό δικαίωμα της απόλυσης!

Πιστεύεις πάντως πως συνδέεται με το γεγονός πως συνδικαλίζεσαι;

Σίγουρα έχει και αυτό κάποια σύνδεση. Γιατί όταν κάποιος άνθρωπος είναι παραγωγικός και του λες αυτή την δικαιολογία της απόλυσης, σημαίνει πως έχεις εμπάθεια στο πρόσωπο του. Όμως είναι γνωστό πως όλες οι μεγάλες εταιρείες έτσι και το «Πλαίσιο», ουσιαστικά λειτουργούν ως πλυντήριο εργαζομένων. Τους εργαζόμενους τους χρησιμοποιούν μέχρι κάποια ηλικία και μετά τους πετάνε. Στην Αθήνα για παράδειγμα γίνεται χαμός, καθώς δεν υπάρχουν εργαζόμενοι που δουλεύουν πολλά χρόνια. Για παράδειγμα μέσα σε τρία χρόνια η εργοδοσία έχει προχωρήσει σε 500 απολύσεις, ενώ το 20% έχει παραιτηθεί από μόνο του. Γενικώς οι συνθήκες εργασίας θυμίζουν μεσαίωνα.

Η εταιρεία μέσα από ανακοινώσεις δηλώνει περήφανη πως είναι κερδοφόρα μέσα στην κρίση, ενώ την ίδια ώρα είναι προφανές πως κυριαρχεί η εργασιακή ζούγκλα. Πώς την αντιλαμβάνεσαι αυτή την αντίθεση;

Αυτό που καταλαβαίνω είναι πως όσα περισσότερα χρόνια μένει ένας υπάλληλος σε μια εταιρεία τόσα περισσότερα δικαιώματα αποκτά. Αλλά αυτό δεν το θέλουν, γιατί τους συμφέρει να μένει ένας υπάλληλος το πολύ 4 χρόνια στη δουλειά, ώστε να μην αποκτά πολλά δικαιώματα. Για την εργοδοσία οι μονιμότητα σημαίνει περισσότερα έξοδα!

Μητέρα και εργαζόμενη. Την ίδια ώρα μεγαλώνεις μόνη σου το παιδί σου. Πώς τα έβγαζες πέρα στη δουλειά;

Ευτυχώς στη Λάρισα υπάρχουν και οι απογευματινοί δημοτικοί παιδικοί σταθμοί, οπότε την είχα εγγράψει στο παιδικό σταθμό και το απόγευμα. Η καημένη είχε εξαντληθεί αλλά δεν παραπονιόταν. Άλλωστε τα παιδιά δεν παραπονιούνται, καθώς μεγαλώνουν με τον ρυθμό των γονιών τους. Η αλήθεια είναι πως φαινόταν πως έκανα τα πάντα για να κρατήσω την δουλειά μου με αυτές τις συνθήκες. Γιατί με αυτή τη δουλειά ζούσα όχι μόνο τον εαυτό μου αλλά και την 3χρονη κόρη μου. Αλλά την εργοδοσία δεν την ένοιαζε τίποτα από όλα αυτά.

Υπήρξε ένα μεγάλο κύμα αλληλεγγύης στο πρόσωπο σου με αφορμή την απόλυση σου. Πώς το εισέπραξες όλο αυτό;

Από συνδικάτα περίμενα να υπάρξει αλληλεγγύη, αλλά δεν περίμενα πως θα φτάσει το θέμα ακόμα και στην Βουλή. Να πω την αλήθεια πιστεύω πως είναι προς όφελος δικό μου αλλά και άλλων εργαζομένων το γεγονός ότι το θέμα έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις. Πιστεύω πως στο πρόσωπο το δικό μου έχουν δει τη ζωής τους και άλλοι άνθρωποι. Υπάρχουν οικογένειες ολόκληρες στις οποίες εργάζεται μόνο ένας άνθρωπος. Είναι τραγικό να χάσει κάποιος την δουλεία του. Αλλά από φόβο όμως δεν μιλάει κανείς!

Από εδώ και πέρα πώς προχωράς;

Από εδώ και πέρα προχωράω δικαστικώς. Με την επιχειρηματολογία πως η απόλυση είναι εκδικητική και καταχρηστική. Να πω την αλήθεια από εδώ και πέρα το άγχος μου είναι αν θα γίνει γρήγορα η δίκη. Και αν θα μπορέσω να τα φέρω βόλτα. Ξέρεις… δουλεύω από 22 χρονών και δεν έχω μάθει να κάθομαι. Αυτοί οι δύο μήνες που είμαι εκτός δουλειάς, είναι τραγικοί. Τουλάχιστον έχω την μικρή… Δεν ξέρω τι θα έκανα πάντως χωρίς αυτή.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Τι χάθηκε (αναδημοσίευση)


από το Από Κοινού

σημείωση του blog:
Πρόκειται για ένα πολύτιμο κείμενο για την αυτάρκεια των πληθυσμών και την ισορροπία της φύσης πριν αυτή βληθεί από την επίθεση της κερδοσκοπικής ανάπτυξης.
Σημείωση του Από Κοινού
(Mε αφορμή την εκδήλωση που ετοιμάζει η συλλογικότητα του Απο κοινού για το παρελθόν,τις ρίζες,τις παραδόσεις και τις ταυτότητες στις 19 Μαρτίου 2016 στα Τρίκαλα στις 8:30 το βράδυ στη Μουσική Σκηνή Μανδραγόρας με τον καθηγητή κοινωνικής λαογραφίας Βασίλη Νιτσιάκο ανεβάζουμε ενα παλιότερο κείμενο του Αλέκου Ζούκα)
Θα αναρωτιούνται, όπως είναι φυσικό, οι νεότεροι, δηλαδή όλοι όσοι μεγάλωσαν μέσα σ” ένα καθεστώς επάρκειας ή, στην καλύτερη περίπτωση, ευμάρειας για το ποιος ήταν άραγε αυτός ο πλούτος σε προϊόντα, διατροφικά ή άλλα, που χάθηκε και κάτω από ποιες συγκεκριμένες συνθήκες; Ή, πιο συγκεκριμένα, ήταν τόσο απαραίτητα όλα αυτά τα προϊόντα που η εξαφάνισή τους από τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου να προβάλλεται σήμερα ως πλήγμα στην ισορροπημένη ζωή και υγιεινή διατροφή του; Η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα είναι προφανής. Στη φύση δεν περισσεύει τίποτα, απαραίτητα για την διατροφή του ανθρώπου μπορεί να μην είναι τα λαθούρια, αλλά σίγουρα σε κάποια άλλη βιολογική αλυσίδα είχαν το ρόλος τους. Με την σταδιακή τους εξαφάνιση φτωχαίνει η βιοποικιλότητα ενός τόπου κι οπωσδήποτε θα εμφανισθούν οι συνέπειές της.

Ίσως ακόμα να σκέφτονται κάποιοι με μια δόση εφησυχασμού πως τελικά η εξέλιξη είναι αυτή που ρυθμίζει αυτού του είδους τις απώλειες και πως αυτό είναι μια εντελώς φυσιολογική διαδικασία, που ονομάζεται και Φυσική Επιλογή. Θα συμφωνούσα, πράγματι, με την τελευταία άποψη αν αυτό συνέβαινε σε ένα καθεστώς πλήρους ελευθερίας, αν δηλαδή η επιλογή ήταν αποτέλεσμα μιας απρόσκοπτης φυσικής διαδικασίας κι όχι της εντατικής ανθρώπινης παρέμβασης. Δυστυχώς όμως όπως θα φανεί στη συνέχεια δεν υπήρξε καμιά ελεύθερη επιλογή, αντιθέτως, ο χάρτης της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής και ο κατάλογος των διατροφικών προϊόντων, διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα της μεθοδικής αλλοίωσης της παραγωγικής φυσιογνωμίας της χώρας.

Ωστόσο δεν ήταν μόνον η παραγωγική φυσιογνωμία της χώρας που αλλοιώθηκε στους δύο περίπου αιώνες ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Ή, καλύτερα, κι αυτή ακολούθησε με τη σειρά της ολόκληρο τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο προσανατολισμός αυτός, από την δημιουργία του ελληνικού κράτους, και για ολόκληρο τον 19ο αιώνα μέχρι και τα μέσα του εικοστού, ήταν πρωτίστως πολιτικός, στραμμένος ακλόνητα προς την δύση, κυρίως Αγγλία και Γαλλία, και σπανιότερα Ρωσία[1]. Υπήρξαν βέβαια και ορισμένες περιπτώσεις που η προσήλωση αυτή είχε καθαρά ιδιοτελή κίνητρα ενώ κατά τα τέλη του 20ου αι. διαμορφώνεται ο οικονομικός και μιλιταριστικός της χαρακτήρας. Επιπροσθέτως ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός των δυνάμεων αυτών μεταφέρονταν και στο εσωτερικό της χώρας με συνέπεια οι εγχώριες κομματικές αντιπαλότητες να παίρνουν ενίοτε διαστάσεις πολεμικής ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οδήγησαν τη χώρα σε εθνικές περιπέτειες.

Όμως η ελληνική ύπαιθρος ήταν αυτή που ιστορικά δοκιμάστηκε σκληρά. Μετά το αποτυχημένο Κίνημα των Ορλωφικών του 1770 γνώρισε την ανελέητη βιαιότητα των Οθωμανών, μεγάλες κωμοπόλεις που ανθούσαν από το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων καταστράφηκαν, αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, παραδόθηκαν στη λεηλασία, με λίγα λόγια η ύπαιθρος στα χρόνια εκείνα γνώρισε τη μεγαλύτερη καταστροφή, από την επικράτηση των Οθωμανών τον 15ο αι. Ωστόσο μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας είχαν ανασυνταχθεί, όπως φαίνεται από τις αναφορές διαφόρων περιηγητών και ιδιαίτερα στις εκθέσεις του Γάλλου προξένου Felix Beaujour[2], ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις των προϊόντων που κατείχαν αξιοσημείωτη θέση στο εξαγωγικό εμπόριο και στην ευρωπαϊκή αγορά. 
Οι περίφημες κάπες της Ζαγοράς που κατασκευάζονταν με γιδόμαλλο, που έφτανε στο Χορευτό με καΐκια από την περιοχή της Λειβαδιάς, κι αυτές των Καλαρυτών, διακινούνταν στην Ευρώπη αλλά και στους Έλληνες και Αλβανούς κτηνοτρόφους (μακριές μέχρι τον αστράγαλο) και κοντές (τα λεγόμενα κοντοκάπια) για τους ναυτικούς του Αιγαίου και της Αδριατικής. Τα υφαντουργεία του Τιρνάβου, προμήθευαν τον Οθωμανικό στρατό με τόνους τσόχες, αμπάδες, σερβέτες, και άλλα υφάσματα, ο Συνεταιρισμός των Αμπελακίων έβαφε και διακινούσε τα μεταξωτά νήματα σ” ολόκληρη την Ευρώπη ενώ οι εξαγωγές των μαλλιών και δερμάτων είχαν φθάσει στο απόγειό τους. 
Η εξαιρετική, για την εποχή, επεξεργασία κάποιων προϊόντων καθώς και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν προκάλεσαν την περιέργεια των Ευρωπαίων που «προσπάθησαν να βρουν το «μυστικό» της βαφής των νημάτων. Έστελναν δήθεν περιηγητές, που δεν ήταν παρά εμπορικοί κατάσκοποι, στα Αμπελάκια, στον Τύρναβο και αλλού κι έμαθαν τον τρόπο βαφής. Ο Beaujour τον περιγράφει με ακρίβεια χημικού. Προμηθεύτηκαν σπόρους ριζαριού, τους μετέφεραν στη Γαλλία, κυρίως στη Μασσαλία και στο Παρίσι, ακριβοπλήρωσαν Αμπελακιώτες τεχνίτες και τους πήραν στη Γαλλία. Με το ριζάρι της Γαλλίας, με τους Έλληνες τεχνίτες και με την επίβλεψη του διάσημου Λαβουαζιέ (Lavoiser), πατέρα της χημείας, προσπάθησαν να επιτύχουν καλές βαφές. Γίνονταν όλα σχολαστικά, με συνεχείς επαναλήψεις. Το αποτέλεσμα πάντα ήταν απογοητευτικό. Άλλο χρώμα έδινε το παραγόμενο στην Θεσσαλία ριζάρι με τον ήλιο και το νερό της Ελλάδας και άλλο στην Γαλλία χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις. Ο Λαβουαζιέ και οι άλλοι πρωτοπόροι της χημείας παράτησαν τελικά την προσπάθεια με τα χρωστικά φυτά και στράφηκαν στις χημικές βαφές. Και ανακάλυψαν τα χρώματα ανιλίνης». [3]
Ωστόσο η πανώλη των αρχών του 19ου αιώνα ανέκοψε αποφασιστικά αυτή την πορεία την οποία ανακοπή ολοκλήρωσαν τα επαναστατικά γεγονότα του 1821 και οι, εξ αυτών, συχνές εκστρατείες των στρατευμάτων της Πύλης. Κάθε εκστρατευτική προπαρασκευή σήμαινε για τους κτηνοτρόφους και γεωργούς της υπαίθρου βαρύτατες απώλειες που κοντά σ” αυτές θα πρέπει να υπολογιστεί και η τροφοδοσία -οικειοθελώς ή παρά τη θέλησή τους- των ελληνικών επαναστατικών σωμάτων.

Στην σύντομη πρωθυπουργία του ο Καποδίστριας (1828 – 1831) συνειδητοποίησε την ανάγκη ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης αγροτικής οικονομίας και μεταξύ των άλλων μέτρων μετακάλεσε από τη Γαλλία τον Γρηγόριο Παλαιολόγο φιλόλογο και κυρίως γεωπόνο, μέλος της Κηποκομικής και της Γεωργικής Εταιρείας στο Παρίσι, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα με χρήματα, μηχανήματα και σπόρους για να βοηθήσει την ελληνική γεωργία. Εδώ ανέλαβε την διεύθυνση των Εθνικών Κτημάτων και του Προτύπου Αγροκηπίου της Τίρυνθας. Η δολοφονία όμως του Καποδίστρια απομάκρυνε με σκαιό τρόπο τον Παλαιολόγο από τις θέσεις του και το αγροκήπιο ερήμωσε. Ωστόσο οι ιδέες του για την αγροτική ανασυγκρότηση της χώρας, μπολιασμένες με τις ιδέες του Σαιντ Σιμόν που είχαν -με προτροπή του Κοραή- αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, πρώτα στο Πανεπιστήμιο, άρχισαν να κυκλοφορούν και στους αγροτικούς πληθυσμούς κυρίως μέσα από διαλέξεις, επαφές και αρθρογραφία, στο περιοδικό Αθηνά, που συνέχιζε ο Παλαιολόγος και μετά την απομάκρυνσή του.

Ο Παλαιολόγος υπήρξε ο άνθρωπος που πρώτος αυτός στη νεότερη Ελλάδα προσπάθησε να ανασυγκολλήσει τη χαμένη συνέχεια της γνώσης των αρχαίων γύρω από τα φυτά και τις ιδιότητές τους. Το Κεχρί (με το αλεύρι του εμπλούτιζαν το ψωμί), τα Κουκιά, ο Βίκος (πλούσια σε παραγωγή γάλακτος ζωοτροφή), ο Όροβος ή ρόβι (για την διατροφή των βοοειδών), το Φηγόπυρο ή μαυροσίταρο (όσπριο με το οποίο γίνονταν το κρίμνο ή ο χόνδρος δηλ. το ψιλό ή χονδρό πληγούρι), ο Θέρμος (ξεχασμένο και στα χρόνια του Παλαιολόγου όσπριο για ζωοτροφή που εμπλούτιζε με την καλλιέργειά του όπως και το κεχρί τα φτωχά εδάφη), [4] όπως και πολλά, ξαναήρθαν στην επιφάνεια σε σχέση και με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις της καλλιέργειάς τους αλλά και σε σχέση με τις παρατηρήσεις των αρχαίων (Θεόφραστου, Διοσκουρίδη, Γαληνού και άλλων) για τη θρεπτική τους αξία και τις άλλες τους ιδιότητες. Με το ογκώδες δίτομο έργο του Γεωργική και Οικιακή Οικονομία 1833 – 1835, αλλά και με τις δεκάδες μονογραφίες του με πρακτικές οδηγίες και καλλιεργητικές συμβουλές, άφησε για τις επερχόμενες γενεές μια σπουδαία παρακαταθήκη γνώσεων που στο σύνολό τους παραμένουν, δυστυχώς, επίκαιρες. Η ελληνική ύπαιθρος συνέχισε να παραδέρνει έρμαιο, αυτή τη φορά, των ομοεθνών μεγάλων γαιοκτημόνων οι οποίοι διαδέχθηκαν, στην κυριότητα της γης, τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς.

Η αρπαγή της γης με διάφορα νομικά τερτίπια και το καθεστώς της δουλοπαροικίας των ακτημόνων, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, θα συγκινήσει τον επαναστάτη και οραματιστή πολιτικό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο (στο διάστημα 1865 – 1883 εξελέγη δέκα φορές πρωθυπουργός) που ξεκίνησε το μεγάλο μεταρρυθμιστικό του σχεδιασμό από τη Θεσσαλία, η οποία ελευθερώθηκε επί πρωθυπουργίας του και η οποία με κατάλληλες υποδομές (σιδηρόδρομος, εγγειοβελτιωτικά έργα), με την αποκατάσταση των ακτημόνων και με συνδυασμένη αγροτική – βιομηχανική ανάπτυξη, θα μπορούσε να ξελασπώσει τη βαλτωμένη οικονομία της χώρας και να χορτάσει τον εξαθλιωμένο της πληθυσμό. 
Σ' αυτό το ελπιδοφόρο περιβάλλον, έρχεται από την Αμερική -όπου σπούδασε φυσικές και φυσικοϊστορικές επιστήμες ο Παναγιώτης Γεννάδιος, γιος του λόγιου και διδάσκαλου του γένους Γεωργίου Γεννάδιου. Η δράση του υπήρξε πολυσχιδής, όντας Επιθεωρητής Γεωργίας στο Υπ. Εσωτερικών, την περίοδο 1880 – 1894, γράφει, επιμελείται και εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό «Ελληνική Γεωργία» για 12 χρόνια αδιαλείπτως [5]. Γύρω από το περιοδικό συγκεντρώνονται αρκετοί επιστήμονες γεωπόνοι, χημικοί, βοτανολόγοι και άλλοι. Αν σκεφτεί κανείς τα μέσα της εποχής και την ανάγκη περιγραφής των ασθενειών με εικόνες (εδώ γίνονταν με σκίτσα) η προσπάθεια του Γεννάδιου φαντάζει τιτάνια!

Τον Κουμουνδούρο όμως ανατρέπει ο υπουργός του Χαρίλαος Τρικούπης με τη βοήθεια βουλευτών που εξυπηρετούσαν πρωτίστως τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων. Ο Τρικούπης θα διαχειριστεί το δάνειο των 5 εκ. φράγκων, που είχε συνάψει ο Κουμουνδούρος με τη Γαλλία, για τα εγγειοβελτιωτικά έργα στη Θεσσαλία, για ίδιο κομματικό όφελος. Τροποποιεί τη σύμβαση του σιδηροδρόμου και ορίζει πλάτος της γραμμής το ένα μέτρο (μετρική) κι όχι το διεθνές πλάτος του 1,44 μέτρα. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα. Η μειονεκτική της θέση (τερματικός προορισμός) επέβαλε στη χώρα να πληρώνει παντού τις διελεύσεις των εμπορευμάτων της, από και προς την Ευρώπη, και να μην εισπράττει από κανέναν. Τώρα πληρώνει και την ενοικίαση των ξένων βαγονιών για τις μεταφορές της και την μεταφόρτωση τους στο μεθοριακό σταθμό του Πυργετού Λάρισας στα οθωμανικά τρένα. Η σκληρή του στάση στα συλλαλητήρια της εποχής, για την αποκατάσταση των ακτημόνων και ενάντια στις αυθαιρεσίες -με την ανοχή των αρχών- των τσιφλικάδων, εξανάγκασε το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας της εποχής, έπειτα από εισήγηση του Δήμαρχου Γαλάτη, να κηρυχθεί ο Τρικούπης πρόσωπο ανεπιθύμητο για τη Λάρισα και να μην ονομασθεί ποτέ οποιαδήποτε οδός ή μνημείο στο όνομά του. Αντίθετα το Άγαλμα του Κουμουνδούρου καθώς και το όνομά του τιμούν την πρώτη οδό της πόλης. Θεωρώ πως είναι ντροπή, αν όχι ανοησία, άνθρωποι που δηλώνουν ιστορικοί, και ιδιαίτερα Θεσσαλοί, να αναφέρονται στον Τρικούπη με το χαρακτηρισμό «υποδειγματικός ηγέτης» υπερεκτιμώντας τις πολιτικές του δεξιότητες και παραβλέποντας το γεγονός πως, η πολιτική τελικά, ακόμα και στην εξαιρετική περίπτωση, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το μέσο, το «όχημα» δηλαδή που θα οδηγήσει τον άνθρωπο και την κοινωνία στην ευτυχία, και όχι αυτοσκοπός.

Εν μέσω κομματικών αλληλοσπαραγμών, μισαλλοδοξίας και αποτυχημένων πολέμων και κινημάτων, ο Παν. Γεννάδιος θα συνεχίσει το έργο του και θα ολοκληρώσει το περίφημο Φυτολογικό Λεξικό του, το 1914, με πάνω από δέκα χιλιάδες φυτά, με αναφορές στις ιδιότητές τους, στην καλλιέργειά τους, τις παθήσεις τους και την αντιμετώπισή τους [6]. Η φτώχεια, βέβαια, σε βαθμό εξαθλίωσης της υπαίθρου είχε ήδη συγκινήσει τους διανοούμενους και λογοτέχνες της εποχής. Αρκετοί αποτύπωσαν στο έργο τους τη δυστυχία που επικρατούσε στην ύπαιθρο, άλλοι συμπαρατάχθηκαν με το μέρος των δυστυχισμένων εκθειάζοντας τον Κοινοτικό τρόπο ζωής όμως κανένας δεν βρέθηκε με το μέρος του κομματικού κράτους και των καπιταλιστικών του οραμάτων με ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις αυτών που ενέδωσαν στις μεγαλοϊδεατικές προσδοκίες της εποχής. Αρκεί κανείς να ανατρέξει στο «Ζητιάνο» του Α. Καρκαβίτσα ή στον πρόλογο του Συνεταιρισμού της Κοινότητας Κοσκινά Καρδίτσας του 1908, που υπογράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [7] προκειμένου να κατανοήσει τις συνθήκες που επικρατούν. Μέσα σ” ένα τέτοιο περιβάλλον εμφανίζονται οι Ντίνος Μαλούχος και Κων/νος Καραβίδας, κύριοι εκφραστές του Κοινοτισμού ως εναλλακτικού σχεδιασμού της οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης του κράτους.

«Το καθεστώς Βενιζέλου, επισημαίνει ο Μαλούχος, μετά το 1909 άφησε ελεύθερο το πεδίο δράσης στα νέα ιδεολογικά ρεύματα που έρχονταν από την Ευρώπη, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές. Οι θεωρίες αυτές, τελευταίες αναλαμπές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα, διότι η ελληνική πραγματικότητα ήταν πλατύτερη από τα σχήματα αυτά. Προσέκρουαν στην ψυχρή αδιαφορία των αγροτών, μικροεπαγγελματιών και άλλων λαϊκών τάξεων, δηλαδή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Παρόμοια ξενόφερτη, εντελώς θεωρητική, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα προσπάθεια ανασυγκρότησης, υπήρξε αυτή των κομμουνιστών. Προσπάθεια άγονη, τουλάχιστον για την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που αποτελείται από μικρονοικοκυραίους, αγρότες και επαγγελματίες, θεωρία που διδάσκει την πάλη του προλεταριάτου εναντίον των κεφαλαιούχων, την στιγμή που στην Ελλάδα το μεν προλεταριάτο είναι σχεδόν ανύπαρκτο, το δε κεφάλαιο διασκορπισμένο στα χέρια όλου σχεδόν του αγροτικού και μικροαστικού πληθυσμού» [8].

Είναι η εποχή που αρθρώνονται οι πρώτες αμφισβητήσεις σχετικά με τον καπιταλιστικό προσανατολισμό της ανάπτυξης της χώρας, με κύριους εκπροσώπους τον Ντίνο Μαλούχο και τον Κωνσταντίνο Καραβίδα, κατ” αρχή στο περιοδικό «Κοινότης». Οι αμφισβητήσεις αυτές πολύ γρήγορα πήραν το χαρακτήρα πολεμικής και πάλι εις μάτην. Τόσο ο Μαλούχος, που πέθανε πολύ νέος μόλις 33 ετών, με την αρθρογραφία του, όσο και ο Καραβίδας με τις πολυετείς έρευνες πεδίου, σχετικά με την αγροτική παραγωγή -κύρια στην Μακεδονία- επισήμαναν την εγκληματική αδιαφορία της πολιτικής με την έννοια της κομματοκρατίας και την αναπηρία του κοινοβουλευτικού μοντέλου διακυβέρνησης. Πιστεύοντας ακράδαντα στην άμεση δημοκρατία και στον Συνεταιριστικό – Κοινοτικό τρόπο οργάνωσης της υπαίθρου, θα αναλύσουν διεξοδικά τα μοντέλα παραγωγής, κύρια τους Συνεταιρισμούς, για τους γεωργούς, και τα Τσελιγκάτα για τους κτηνοτρόφους.

Ο Καραβίδας στο μνημειώδες έργο του τα «Αγροτικά» [9] θα αναλύσει διεξοδικά την κατάσταση της υπαίθρου ενώ με εκατοντάδες αναφορές του θα προσπαθήσει να τραβήξει την προσοχή των κυβερνώντων πάνω στο πρόβλημα της οικονομικής και δημογραφικής κατάρρευσης της υπαίθρου. Το αρχικό βιβλίο, υπό μορφή ογκώδους έκθεσης μερικών χιλιάδων σελίδων, που παραδόθηκε το 1929 ιδιοχείρως στον Υπουργό Εξωτερικών της Κυβέρνησης Βενιζέλου, ο υπουργός (μάλλον ο Αλ. Καραπάνος) το έχασε!!! [9a] «Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ερεύνησε ενδελεχώς την νεοελληνική κοινότητα. Η σκέψη του μετατοπίστηκε από μια εξαντλητική και επιτυχή συλλογή πρωτογενούς υλικού στην ανάδειξη της κοινότητας σε μια «πραγματική ουτοπία» προορισμένη να συγκρουστεί στο χώρο της ιδεολογίας με άλλες «πραγματικές ουτοπίες». Ο Καραβίδας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινότητα όχι μόνο υπήρξε, αλλά διεκπεραίωνε λειτουργίες διοικητικές και παραγωγικές. Γηγενής αντικαπιταλιστικός θεσμός, δημιούργημα εν πολλοίς γεωοικονομικών παραγόντων, είναι αναγκαία σε κάθε στάδιο της τεχνικής εξέλιξης και κλειδί για την κατανόηση του νεοελληνισμού»[10].

Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολούθησε επέβαλαν άλλες προτεραιότητες και η ύπαιθρος για μια ακόμα φορά περιορίσθηκε στα απολύτως απαραίτητα. Ωστόσο οι διατροφικές ανάγκες της κατοχής και η φτώχεια ανάγκασαν το λαό ειδικά της υπαίθρου, για ένα μικρό δυστυχώς χρονικό διάστημα, να ξαναθυμηθεί μια πληθώρα πρακτικών και προϊόντων της φύσης όπως τα άγρια μπιζέλια, την μολόχα, διάφορα είδη κιχώριου (από την καβουρδισμένη και τριμμένη ρίζα του παράγονταν και ένα υποκατάστατο του καφέ), το πρωινό κατσαμάκι, τα σούρβα, διάφορες επίσης φυτικής προέλευσης βαφές: ριζάρι (Ερυθρόδανο), Λάπατο (αποξηραμένοι κόνδυλοι των ριζών έβγαζαν καφεκίτρινο χρώμα), καρύδι (το σαρκώδες περίβλημα του καρυδιού για βαφή), οι χλωρές φλούδες του μέλεγου ή μέλιου για την απολύμανση του νερού των πουλερικών κ.ο.κ. Σχεδόν κάθε αγροτικό νοικοκυριό ήταν και ένα μικρό εργαστήριο που συντηρούσε τα εργαλεία του, ύφαινε τα απαραίτητα στρωσίδια ή ρούχα, κατασκεύαζε τις αποθήκες και τους στάβλους του και επισκεύαζε τις ζημιές τους, με τους μπαχτσέδες του, τα οπωροφόρα του και τα λίγα οικόσιτα ζώα. Αντίστοιχα κάθε κτηνοτρόφος, ακόμα και οι νομάδες, είχε τον κήπο του δίπλα στα μαντριά του, έφτιαχνε τα τουλούμια του για το τυρί από δέρματα συνήθως κατσικιών, ξύλινες βαρέλες για νερό, οι γυναίκες ύφαιναν τα μαλλιά κ.ο.κ. Σήμερα οι εντατικές καλλιέργειες εξαφάνισαν την αυτάρκεια του αγροτικού νοικοκυριού και ένα από τα μεγάλα προβλήματα των κτηνοτρόφων είναι το … πετρέλαιο που χρειάζονται για να κάψουν τα μαλλιά των κοπαδιών.

Πριν τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο ήδη η κτηνοτροφία είχε αρχίσει να συρρικνώνεται και από εξαγωγική δύναμη που ήταν στις αρχές του αιώνα άρχισε να μην καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό που δεν κατόρθωσαν οι πολεμικές συγκρούσεις και η πολιτική αστάθεια του πρώτου κυρίως μισού του 20ου αιώνα το κατάφερε ο Δυτικός προσανατολισμός των κυβερνήσεων. Η Α. Χατζημιχάλη [11] στα 1955 θα καταγράψει 1.839 τσελιγκάτα (κοινοπρακτικές μορφές οργάνωσης της κτηνοτροφίας) τα οποία ανήκουν σε 7.620 οικογένειες και αριθμούν 1.403.875 κεφάλια ζώα. Η καταγραφή αυτή αφορούσε μόνον τους Σαρακατσαναίους νομάδες κτηνοτρόφους στις περιοχές της θερινής τους διαβίωσης στα βουνά της Πελοποννήσου, Ηπείρου, Μακεδονίας, Στερεάς, Θεσσαλίας και Θράκης. Στα 1983 ο συνολικός πληθυσμός των ζώων της μεταβατικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα μόλις που φθάνει τα 630.000 [12] ζώα σ’ ολόκληρη τη χώρα, ενώ δεν έμεινε ούτε ένα τσελιγκάτο! Η κατάρρευση υπήρξε ραγδαία…

Η εκτατική (κοπαδιάρικη) κτηνοτροφία αντικαταστάθηκε σταδιακά από τα βιομηχανικά εκτροφεία προβάτων και βοοειδών που κι αυτά σήμερα δεν καλύπτουν ούτε το 30% της εγχώριας κατανάλωσης κρέατος. Δεν χρειάζεται νομίζω ν” αναφερθώ στον διατροφικό εφιάλτη της Ευρώπης, τουλάχιστον αυτόν που ανακαλύπτει κατά καιρούς ο Τύπος (σκεφτείτε τι άλλο γίνεται που δεν το μαθαίνει ή το αποσιωπά) ούτε φαντάζομαι στην αναγνώριση των θεσσαλικών προϊόντων στην ιστορική τους πορεία. Κι αφού ούτε τα βιομηχανικά βουστάσια της Δανίας διαθέτουμε, ούτε ταΐζουμε τα ζώα ορυκτέλαια, ας προστατέψουμε τουλάχιστον τα υψηλής ποιότητας γεωργοκτηνοτροφικά μας προϊόντα και φυσικά ας στηρίξουμε (και στηριχτούμε) στην εκτατική μας κτηνοτροφία και στις μικρές εκτατικές καλλιέργειες που μπορούν να αποτελέσουν την μοναδική απάντηση στο σύγχρονο διατροφικό εφιάλτη. Η κάθοδος στο στίβο του παγκόσμιου ή και ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, χωρίς την προστασία των προϊόντων και με κόστη παραγωγής πολλαπλάσια των ανταγωνιστών μας (λόγω ορυκτελαίων, οστεάλευρων κ.λ.π.), φαντάζει σαν απονενοημένο διάβημα.

Η Τοπική αυτοδιοίκηση ουσιαστικά μη ανθιστάμενη κι ακολουθώντας άκριτα τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας, περιφρόνησε την παραγωγική φυσιογνωμία της περιοχής της και εγκατέλειψε το πρόβλημα στις δυνάμεις της αγοράς η παντοδυναμία της οποίας τείνει να υποκαταστήσει κάθε εθνικό σχεδιασμό σε οικονομικό επίπεδο. Αλλά και το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ΤΑ περιόρισε τις βασικές της λειτουργίες αφού «ο νεοέλληνας νομοθέτης δεν αξιώθηκε να καταλάβει πως η κοινότητα δεν ήταν μόνο διοικητική περιφέρεια αλλά εστία αναπτύξεως και εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην πιο συγκεκριμένη τους εκδήλωση» [13]. Οι ρυθμίσεις των αγροτικών χρεών, τόσο σε αγρότες όσο και σε συνεταιρισμούς, παρά το ότι επιβάρυναν τον Έλληνα φορολογούμενο, έχουν αποδειχθεί ετεροχρονισμένες και αναποτελεσματικές. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να βελτιώσουν πρόσκαιρα το χαρτοφυλάκιο της ΑΤΕ και να συγκαλύψουν τις ευθύνες των κυβερνήσεων και των διοικούντων τον αγροτοσυνεταιριστικό χώρο.

Ζούμε στην εποχή όπου η ποσότητα θριάμβευσε υπέρ της ποιότητας με τις ποικίλες ανησυχητικές προεκτάσεις αυτής της διαπίστωσης. Σε όλους τους τομείς της ζωής και ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα αθροίζουμε ποσότητες ενώ καθημερινά χάνουμε γενετικό υλικό. Στην αμπελουργία για παράδειγμα, δεκάδες παλιές ποικιλίες αμπελιών αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες ευρωπαϊκές μεγαλύτερης απόδοσης. Ο Αγιορείτης Ευλόγιος Κουρίλας διερεύνησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. εκατοντάδες ποικιλίες γνωστές στους αρχαίους, με τα ιδιαίτερα ονόματα και ιδιότητές τους [14]. Από αυτές ελάχιστες υπάρχουν σήμερα και μόνο σε παλιούς αμπελώνες, μη εκμεταλλεύσιμους, στα νησιά ή στα ορεινά της χώρας. Αρκετές ποικιλίες ελληνικών βοοειδών εξαφανίστηκαν χάριν των κρεατοπαραγωγών μοσχαριών υψηλής απόδοσης Σαρολέ, Λιμουζίν και άλλων. Ο Μόκας κι ο Φασούλας στους Καλαρύτες με τα δόντια κυριολεκτικά κρατάνε αμιγή τα κοπάδια τους με τα βραχύσωμα Καλαρυτινά (τα λεγόμενα Μπούτσκα), πρόβατα με τεράστια πλεονεκτήματα έναντι των άλλων.

Αγαπητοί φίλοι δεν σας κρύβω ότι αντιμετωπίζω με μελαγχολία όλη αυτή την υπόθεση. Δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον χρόνος προκειμένου να ανατραπεί αυτή η πορεία. Ωστόσο πιστεύω πως το μεγαλύτερο κέρδος από τους προβληματισμούς αυτούς και από όλα αυτά τα κινήματα είναι πως κάποιοι άνθρωποι συνειδητοποιούν καθημερινά πως υπήρχε -και υπάρχει- κι άλλος δρόμος από αυτόν που ακολουθήθηκε. Μια διαφορετική πορεία που απελευθερώνει τον άνθρωπο από οικονομικά, πολιτικά ή άλλου είδους δεσμά και τον μεταμορφώνει σε κυρίαρχο της προσωπικής και κοινωνικής του ιστορίας. Κι αυτό είναι μια ιστορική αλήθεια που θα δυναμώσει την πίστη όσων κουράστηκαν να σέρνονται πίσω από τα τερτίπια του κοινοβουλευτισμού δηλαδή τις υποσχέσεις, τα διλήμματα και τους εκβιασμούς.
Αρκετά όμως ως εδώ και ευχαριστώ για την υπομονή σας.

Παραπομπές
[1] «Αυτό το φαινόμενο οφείλεται, σύμφωνα με τον (Ντίνο σ.δ.) Μαλούχο, (α) στον υλικό και ψυχικό κάματο που προήλθε από την Επανάσταση, (β) στην τεχνική και υλική υπεροχή της Δύσης, (γ) στην έλλειψη ντόπιας ιθύνουσας τάξης, ικανής να αντιμετωπίσει τα μετεπαναστατικά προβλήματα, (δ) στον ρόλο των εξ Ευρώπης Ελλήνων πολιτικών, (ε) στην ευνοϊκή για την Ελλάδα παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων». Μελετόπουλος Μελέτης, «Ο Ντίνος Μαλούχος και η επιθεώρηση «Κοινότης»», Περιοδικό Άρδην, τ. 44., όπου και σπουδαίες πληροφορίες για τις δυσχέρειες και την «τύχη» των ιδεών του Κοινοτισμού στην Ελλάδα.
[2] Felix Beaujour «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία» (1787-1797), εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1974.
[3] Λάζαρος Αρσενίου «Η Θεσσαλία στην τουρκοκρατία», σελ. 76, Επικαιρότητα, Αθήνα 2010.
[4] Γρηγόριος Παλαιολόγος «Γεωργική και Οικιακή Οικονομία», τόμος 1ος, Ναύπλιο, εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας, 1833 και τόμος 2ος, Αθήνα, ο.π. 1835.
[5] «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ», «Σύγγραμμα κατά μήνα εκδιδόμενον, όργανον των συμφερόντων των απανταχού Ελλήνων κτηματιών, καλλιεργητών της γης και κτηνοτρόφων», υπό Π. Γενναδίου, έτος πρώτον, Αθήνα 1885.
[6] Π. Γ. Γενναδίου, «Φυτολογικόν Λεξικόν, περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκακισχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι», Αθήνα 1914.
[7] 1908, Αλεξάνδρος Παπαδιαμάντης, τόμος Ε’, επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις Δόμος. «Το βιβλιάριον τούτο, το περιέχον το Καταστατικόν της νεωστί αποκαταστάσης Κοινότητος του μικρού χωρίου Κοσκινά της Καρδίτσης, μοι φαίνεται ως μία αίγλη φωτός, εν φαεινόν βήμα, εν εύηχον κήρυγμα προόδου, ευημερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Η αλλαγή εξουσίας και Κυβερνήσεως, και η φυσική εντεύθεν ανωμαλία, η ζύμωσις η εκ του κομματισμού προερχομένη, η ανεπάρκεια και αφροντισία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, των λόγω μεν επαγγελλομένων εκάστοτε την λεγομένην αποκέντρωσιν, πράγματι δε εξασκουσών την συγκέντρωσιν μέχρις αποπνιγμού, και η γειτνίασις του συχνά πλημμυρούντος Παμίσου, όλα ταύτα συλλήβδην υπήρξαν αφορμή όπως μη διοικήται καλώς το χωρίον και φθίνη η Κοινότης. Χάρις τω Θεώ ανέτειλεν επ’ εσχάτων η ευεργέτις πρωτοβουλία νεαρών ευπαιδεύτων ανδρών, τέκνων του αυτού χωρίου, εις το πνεύμα των οποίων επήλθε φωτισμός και ευβουλία, προς άρσιν των κακών τούτων και το ανά χείρας βιβλιάριον δύναται να χρησιμεύση ως υπόδειγμα πώς πρέπει να διευθύνωνται εκασταχού αι κοινοτικαί περιουσίαι. Οι γεωργικοί πληθυσμοί της Θεσσαλίας και της Ελλάδος, οίτινες αποτελούσι την βάσιν της κοινωνίας, και πρέπει να σεμνύνωνται δι’ αυτό, ας λάβωσι διδάγματα και ας καρπωθώσιν ωφελήματα εκ του διαυγούς τούτου Καταστατικού, του περιποιούντος τιμήν εις εκείνους οίτινες το υιοθέτησαν και το κατήρτισαν, και, συν Θεώ αρωγώ, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον. Το μέλλον αναγκαίως θα είναι καλύτερον του παρελθόντος».
[8] Μελετόπουλος Μελέτης, ό. π.
[9] Κ. Δ. Καραβίδα «Αγροτικά», «Έρευνα επί της οικονομικής και κοινωνικής μορφολογίας εν Ελλάδι και εν ταις γειτονικαίς σλαυϊκαίς χώραις», Μελέτη Συγκριτική, Παράρτημα του ΣΤ» τεύχους του Γεωργικού Δελτίου, Αθήνα 1931.
[9a] Κ. Δ. Καραβίδα, ό π., σελ ιδ. Έτσι περιγράφει ο ίδιος την σημασία που έδωσε ο Υπουργός στην έκθεσή του: «Και η μεν παλαιοτέρα εκείνη έκθεσις, δυστυχώς ή ευτυχώς, απωλέσθη κατά τον ίδιον έτος το 1929, αν και ογκωδεστάτη, εις χείρας του κ. Υπουργού επί των Εξωτερικών -έτσι τουλάχιστον εδικαιολογήθη το πράγμα εκ των υστέρων».
[10] Σπύρος Κουτρούλης, «Ο κοινοτικός συνεργατισμός και ο Κ. Καραβίδας», Περιοδικό Άρδην τ. 44.
[11] Χατζημιχάλη Α.: «Σαρακατσάνοι», τ. Α., Αθήνα 1975.
[12] Ψυχογιός Δ., Παπαπέτρου Γιούλη: «ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ», άρθρο στο «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ», Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1987.
[13] Νικόλαος Πανταζόπουλος «Κοινοτισμός και τοπική αυτοδιοίκηση», άρθρο στην εφ. MAKΕΔΟΝΙΑ, Κυριακή 07.11.2010.
[14] Ευλογίου Κουρίλα Λαυριώτου «Οι Αμπελώνες του Άθω» Θεσσαλονίκη 2001 (απόσπασμα από το έργο «Άθως, φως εν σκότει», Αθήνα 1935).