Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Όπως τότε...

Κάστρο Χλεμούτσι, (λεπτομέρεια)

...έτσι και σήμερα

...Βαρύς έπεσε ο χειμώνας τη χρονιά εκείνη. Άνεμοι κρυεροί σαρώσανε τον κάμπο, σβήσανε κάθε λάμπος από τον ουρανό και τις σκιές από το χώμα. Πελιδνή ξυπνούσε η μέρα, με το λειψό της αίμα αναρουφηγμένο, σαν ύστερα από ύπνο που τον στοίχειωσαν όνειρα κακά. Τα πουλιά έφυγαν τρομαγμένα, πριν της ώρας τους, κυνηγώντας τον ήλιο. 

Τότε κάτι σαν τρόομς αόριστος απλώθηκε σ' όλη τη χώρα, μια σιγανή, σύσμιχτη βοή από το στόμα των πεινασμένων. Τα βράδια, με το ηλιόγερμα, οι συνοδείες των αφεντάδων που ταξίδευαν ή γύριζαν από το κυνήγι, συναντούσαν στο δρόμο τους πλάσματα ακατονόμαστα, κάτι σαν σκέλεθρα που τα ξέρασε, πράσινα και νωπά από τη μούχλα της γής, το στόμα του τάφου. Σέρνονταν κουρελιάρικα στ' αυλάκια, σκαρφάλωναν στα μπάζα των δρόμων γαντζώνοντας τα δάχτυλά τους σπασμωδικά, ανοίγανε το στόμα τους μαύρο, και κοίταζαν γύρω με μάτι γυάλινο, ψόφιο, θαμπό. Οι βιλάνοι λιμοχτονούσαν. Σαν τσακάλια που ξεσκαρίζουν με το σύθαμπο, παρατάγανε τα χωριά τους, τις καλύβες απ' όπου δεν έβλεπες πια ούτε ένα γαϊτάνι ν' ανεβαίνει καπνός, και πιάνανε τα περάσματα. Δεν ζητιανεύανε. Τα γδυμένα από σάρκα χέρια τους δεν είχανε λες τη δύναμη να σηκωθούν, να τεντώσουν τη χούφτα. Λέξη δεν έλεγαν, κοίταζαν μονάχα. Και το μάτι τους, το ναρκωμένο και βαρύ, είχε ένα χαραχτηριστικό αλλόκοτο, να το βλέπεις μπροστά σου κι όταν ακόμα δεν το κοιτάζεις, να το νοιώθεις σαν είχες αντιπεράσει, καρφωμένο στη ράχη σου. 

Σήκωναν με κόπο το κεφάλι τους, ακούγοντας καβαλαρία να ζυγώνει, το στήνανε στο λιπόσαρκο λαιμό, κρατούσαν την ανάσα τους και πρόσμεναν. Η συνοδεία περνούσε. Τότε, δίχως λέξη, σωριάζονταν πάλι μονοκόμματοι, σαν σωρός κόκκαλα ξερά, κι απόμεναν κεραυνωμένοι, με τα δόντια στο χώμα. 

Κάποτε, περνώντας τους άκουγες να βγάζουν έναν αχό παράξενο, τρεμουλιαστό σαν τραγούδι. Δεν ξεχώριζες λόγια. Μια γλώσσα στεγνή και πυρετοφρυμένη αναδευότανε πίσω από το σκοπό, πηχτή. Κυμάτιζε αδύναμο το τραγούδι πάνω στον βραδιασμένο κι έρημο κάμπο, ξετυλιγότανε κι έκλωθε σαν καπνός, έλιωνε την απόσταση, όμως και τότε δεν έλεγες πως έχει σωπάσει. Το έπαιρνες θαρρείς μαζί σου, τ' άκουγες ατέλειωτα να σου τριβελίζει τ' αυτιά, ένιωθες πως στο εξής θα σε κατοικεί και θα σε στοιχειώνει.. 

Είδανε στο κάστρο ανθρώπους της κούρτης που ήρθαν απ' έξω κατάχλομοι, σαν αλλοπαρμένοι, και που δεν ξέρανε να πούνε γιατί. Στα μάτια τους μέσα, τρομάρες περνούσαν ακόμα, αντιλάμποντας κρυερά, Σαν να είχαν διασταυρωθεί στο δρόμο τους με λιτανείες από λείψανα που πορεύονταν βρυκολακιασμένα. 

Ο πρίγκιπας έλαβε μέτρα. Πρόσταξε τους κεφαλάδες ν' ανοίξουν τις γιστέρνες των δυναμαριών τους και να δώσουν στάρι, λάδι, καλαμπόκι στους βιλάνους των φίε τους. Αυτός ο ίδιος, για να γίνει παράδειγμα, έβαλε να μοιράσουν το ένα πέμπτο από τις σοδειές των κάστρων που είχε στην άμεση εξουσία του. Για τους σκλάβους που ξεσηκώνονται έδωσε οδηγίες να κάνουν οι τοπάρχοι, όσο ήτανε βολετό, στραβά μάτια και να μην τους ερεθίζουν με ποινές αγύριστες. Τέτοιες όπως ο θάνατος, ο ακρωτηριασμός ή ο ραβδισμός ώς το σακάτεμα. Τους παλατιανούς του τέλος τους ορμήνεψε σοφά να μην τριγυρίζουν στη ύπαιθρη χώρα παραστολισμένοι βελούδα, μεταξωτά, ερμίνες και τα ρέστα, πράμα που θα γαργάλιζε τ' αρπαχτικά ένστιχτα των λιμασμένων, θα έδινε αφορμή σε ληστείες ή κι ακόμα θα τους ξυπνούσε την αγανάχτηση.
.....

Άγγελος Τερζάκης, Η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ (απόσπασμα)
μέρος 3ο, κεφάλαιο 3ο (Χειμωνιάτικο τραγούδι).
Εκδόσεις Εστία, Δεκέμβρης 2009

Ντέϊβιντ Χάρβεϊ: Είναι σημαντικό να φανταζόμαστε τον κόσμο μετά τον καπιταλισμό (αναδημοσίευση)


Από τα ζητήματα της στέγασης μέχρι τους μισθούς, ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ υποστηρίζει ότι η εξέταση των αντιφάσεων του καπιταλισμού μπορεί να δείξει τον δρόμο προς έναν εναλλακτικό κόσμο

- Ετοιμάζετε το νέο βιβλίο σας «Οι δεκαεπτά αντιφάσεις του καπιταλισμού». Γιατί επικεντρώνεστε σε αυτές;

-Η ανάλυση του καπιταλισμού δείχνει ότι υπάρχουν σημαντικές και θεμελιώδεις αντιφάσεις. Σε τακτά χρονικά διαστήματα οι αντιφάσεις αυτές ξεφεύγουν από τον έλεγχο και δημιουργούν κρίσεις. Σήμερα βρισκόμαστε μέσα σε μια κρίση, και νομίζω ότι είναι σημαντικό να ρωτήσουμε «ποιες ήταν οι αντιφάσεις που μας οδήγησαν σε αυτήν;». «Πώς μπορούμε να αναλύσουμε την κρίση από την άποψη των αντιφάσεων;» Μια από τις μεγάλες ρήσεις του Μαρξ ήταν ότι «μια κρίση είναι πάντα το αποτέλεσμα υπόγειων αντιφάσεων». Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ασχοληθούμε με αυτές, παρά με τα αποτελέσματά τους.

-Μία από τις αντιφάσεις στις οποίες επικεντρώνεστε, είναι αυτή μεταξύ της χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας ενός εμπορεύματος. Γιατί αυτή η αντίφαση είναι τόσο θεμελιώδης για τον καπιταλισμό, και γιατί χρησιμοποιείτε την στέγαση για να το τονίσετε;

-Όλα τα εμπορεύματα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι έχουν μια αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία. Αν έχω μια μπριζόλα, η αξία χρήσης είναι ότι μπορώ να την φάω, και η ανταλλακτική αξία είναι το πόσο θα έπρεπε να πληρώσω για αυτήν. Όμως η στέγαση είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση, επειδή ως αξία χρήσης μπορούμε να την αντιληφτούμε ως καταφύγιο, ως ιδιωτική ζωή, ως ένα κόσμο των συναισθηματικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μια μεγάλη λίστα από πράγματα για τα οποία χρησιμοποιείται ένα σπίτι. Στη συνέχεια, όμως, υπάρχει το ερώτημα του «πώς μπορείτε να πάρετε το σπίτι».

Κάποτε τα σπίτια χτίζονταν από τους ίδιους τους ανθρώπους και δεν υπήρχε καθόλου ανταλλακτική αξία. Στη συνέχεια, από τον 18ο αιώνα και μετά, εμφανίστηκε το κερδοσκοπικό χτίσιμο των σπιτιών, με τις πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν και πωλήθηκαν αργότερα. Μετά τα σπίτια απέκτησαν ανταλλακτική αξία για τους καταναλωτές, με την μορφή της αποταμίευσης. Αν αγοράσω ένα σπίτι και έχω πληρώσει το στεγαστικό δάνειο, μπορώ να καταλήξω ιδιοκτήτης του. Έτσι έχω ένα περιουσιακό στοιχείο. Ως εκ τούτου, γίνομαι πολύ ανήσυχος για τη φύση του περιουσιακού μου στοιχείου. Αυτό δημιουργεί ενδιαφέρουσες πολιτικές: «όχι στην αυλή μου», «δεν θέλω οι μετακομίσουν δίπλα μου άνθρωποι που δεν μοιάζουν με μένα», κλπ. Έτσι, αρχίζει να υπάρχει ένας διαχωρισμός στις αγορές κατοικιών, επειδή οι ​​άνθρωποι θέλουν να προστατεύσουν την αξία των αποταμιεύσεών τους. Στη συνέχεια, περίπου πριν από τριάντα χρόνια, οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν την στέγαση ως μια μορφή κερδοσκοπίας. Μπορούσες να πάρεις ένα σπίτι για 200.000 λίρες, και μετά από ένα χρόνο το πουλούσες 250.000. Κέρδιζες 50.000 λίρες, οπότε γιατί να μην το κάνεις; Η ανταλλακτική αξία ανέβηκε. Υπήρξε κερδοσκοπική έκρηξη.

Το 2000, μετά την κατάρρευση των παγκόσμιων χρηματιστηριακών αγορών, το πλεόνασμα κεφαλαίου άρχισε να υπεισέρχεται και στην στέγαση. Είναι ένα ενδιαφέρον είδος αγοράς. Αν μπορώ να αγοράσω ένα σπίτι, τότε οι τιμές κατοικιών ανεβαίνουν, και λέω «αφού οι τιμές κατοικιών ανεβαίνουν θα πρέπει να αγοράσω ένα σπίτι». Στη συνέχεια κάποιος άλλος μπαίνει στο παιχνίδι και έτσι έχουμε μια στεγαστική φούσκα. Οι άνθρωποι σέρνονται μέσα σε αυτήν, και εκείνη σκάει. Τότε ξαφνικά πολλοί άνθρωποι διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να έχουν την αξία χρήσης των κατοικιών πια, γιατί το σύστημα ανταλλακτικής αξίας την έχει καταστρέψει. Όλο αυτό αναδεικνύει το ερώτημα «είναι καλή ιδέα να επιτραπεί η αξία χρήσης στον τομέα της στέγασης που είναι ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους;», «πρέπει να παραδοθεί σε ένα τρελό σύστημα ανταλλακτικής αξίας;».

Αυτό δεν είναι πρόβλημα που αφορά μόνο τη στέγαση, αλλά και διάφορα άλλα πράγματα, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις έχουμε δημοσιοποιήσει την θεωρία για την δυναμική της ανταλλακτικής αξίας που θα καθόριζε και την αξία χρήσης, αλλά συχνά αυτή καταστρέφει τις αξίες χρήσης και οι άνθρωποι καταλήγουν να μην έχουν καλή υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, στέγαση, κλπ. Γι΄ αυτό νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε τη διάκριση μεταξύ της χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας. 

- Μια άλλη αντίφαση που περιγράφετε είναι αυτή που αφορά τη διαδικασία μετάβασης, με την πάροδο του χρόνου, από την προσφορά που εστιάζει στην παραγωγή, προς τη ζήτηση που εστιάζει στην κατανάλωση στον καπιταλισμό. Θα μπορούσατε να εξηγήσετε πώς εκδηλώθηκε αυτή στον εικοστό αιώνα και γιατί είναι τόσο σημαντική; 

- Ένα από τα μεγάλα ζητήματα είναι η διατήρηση επαρκούς ζήτησης στην αγορά, έτσι ώστε να απορροφηθεί ό,τι παράγει το κεφάλαιο. Το άλλο είναι η δημιουργία των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες μπορεί να παράγει το κεφάλαιο επικερδώς. Αυτές οι συνθήκες επικερδούς παραγωγής, συνήθως σημαίνουν την υποβάθμιση της εργασίας. Πληρώνοντας όλο και χαμηλότερους μισθούς, το ποσοστό του κέρδους ανεβαίνει. Έτσι, από την πλευρά της παραγωγής, θέλουν να συμπιέσουν την εργασία όσο γίνεται περισσότερο. Αυτό τους δίνει υψηλά κέρδη. Στη συνέχεια, όμως, τίθεται το ερώτημα, «ποιος πρόκειται να αγοράσει το προϊόν;». Εάν η εργασία συμπιέζεται, ποια είναι η αγορά τους; Αν συμπιέσουν την εργασία πάρα πολύ, θα καταλήξουν με μια κρίση επειδή δεν θα υπάρχει αρκετή ζήτηση στην αγορά για να απορροφήσει το προϊόν.

Πολλοί ερμηνεύουν το πρόβλημα της κρίσης της δεκαετίας του 1930 ως έλλειψη της ζήτησης. Υπήρχε επομένως μια στροφή προς το κράτος για να κάνει δημόσιες επενδύσεις. Είπαν «θα αναζωογονήσουμε την οικονομία από το χρέος με χρηματοδοτούμενη» ζήτηση, και με τον τρόπο αυτό, στράφηκαν στην κεϋνσιανή θεωρία. Έτσι βγήκαν από τη δεκαετία του 1930 με μια πολύ ισχυρή ικανότητα διαχείρισης της ζήτησης, και με μεγάλη εμπλοκή του κράτους στην οικονομία. Ως αποτέλεσμα είχαν πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης συνοδεύτηκαν από μια ενδυνάμωση της εργατικής τάξης, με την αύξηση των μισθών και με ισχυρότερες συνδικαλιστικές ενώσεις. Ισχυρά συνδικάτα και υψηλοί μισθοί σημαίνει ότι το ποσοστό κέρδους αρχίζει να κατεβαίνει. Το κεφάλαιο είναι σε κρίση όταν δεν συμπιέζει αρκετά την εργασία.

Στη δεκαετία του 1970 στράφηκαν προς τον Μίλτον Φρίντμαν και η Σχολή του Σικάγου κυριάρχησε στην οικονομική θεωρία. Άρχισε να δίνεται προσοχή στην προσφορά, ιδίως των μισθών. Σήμερα έχουμε μια συμπίεση των μισθών, η οποία άρχισε στη δεκαετία του 1970. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν επιτέθηκε στους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, η Μάργκαρετ Θάτσερ επιτέθηκε στους ανθρακωρύχους, ο Πινοσέτ σκότωσε τους αριστερούς, κλπ. Έχουμε μια επίθεση στην εργασία, η οποία αυξάνει το ποσοστό κέρδους. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, το ποσοστό κέρδους έχει εκτιναχτεί επειδή οι ​​μισθοί συμπιέζονται και το κεφαλαίο ευημερεί. Αλλά τότε εμφανίζεται το πρόβλημα πού θα πουλήσουν τα προϊόντα.

Στη δεκαετία του 1990, αυτό καλύπτεται από την οικονομία του χρέους. Άρχισαν να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να δανείζονται συνέχεια, άρχισαν να δημιουργούν μια οικονομία με πιστωτική κάρτα και με υψηλά στεγαστικά δάνεια. Έτσι κάλυψαν το γεγονός ότι δεν υπήρχε πραγματική ζήτηση. Αλλά τελικά αυτό έσκασε την περίοδο 2007-2008. Το κεφάλαιο έχει αυτό το ερώτημα: «δουλεύεις στην πλευρά της προσφοράς ή της ζήτησης;». Η άποψή μου για έναν αντικαπιταλιστικό κόσμο, είναι ότι θα πρέπει να ενοποιηθούν αυτά. Θα πρέπει να επιστρέψουμε στην αξία χρήσης. Τι αξίες χρήσης χρειάζονται οι άνθρωποι και πώς οργανώνουμε την παραγωγή ώστε να ταιριάζει με αυτές;

- Φαίνεται ότι είμαστε σε μια κρίση της προσφοράς, και η λιτότητα είναι μια προσπάθεια να βρεθεί μια λύση στο θέμα της προσφοράς. Πώς μπορεί να λυθεί αυτό; 

- Θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στα συμφέροντα του καπιταλισμού στο σύνολό του και σε αυτό που είναι ειδικά προς το συμφέρον της καπιταλιστικής τάξης ή σε ένα τμήμα της. Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, σε μεγάλο βαθμό η καπιταλιστική τάξη έχει πάει καλά. Μερικοί από αυτούς καταστράφηκαν, αλλά ως επί το πλείστον έχουν πάει εξαιρετικά καλά. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες των χωρών του ΟΟΣΑ, η κοινωνική ανισότητα έχει αυξηθεί σημαντικά από την έναρξη της κρίσης, πράγμα που σημαίνει ότι τα οφέλη της κρίσης ρέουν προς τις ανώτερες τάξεις. Με άλλα λόγια, δεν θέλουν να βγούμε από την κρίση, επειδή τα καταφέρνουν πολύ καλά μέσα σε αυτήν. Ο πληθυσμός στο σύνολό του πάσχει, ο καπιταλισμός στο σύνολό του δεν είναι υγιής, αλλά η καπιταλιστική τάξη -ιδίως μια ολιγαρχία μέσα σε αυτήν- έχει εξαιρετικά οφέλη. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, όπου για να προωθήσουν τα ταξικά τους συμφέροντα οι επιμέρους καπιταλιστές μπορούν πραγματικά να κάνουν πράγματα τα οποία είναι πολύ επιζήμια για το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του. Νομίζω ότι είμαστε σε αυτό το είδος της κατάστασης αυτή τη στιγμή.

- Έχετε πει πολλές φορές ότι ένα από τα πράγματα που πρέπει να κάνουμε στην αριστερά είναι να ορίσουμε την εικόνα του κόσμου μετά τον καπιταλισμό, αρχίζοντας με το ερώτημα τι είναι ένας μετακαπιταλιστικός κόσμος. Γιατί είναι τόσο σημαντικό; Και, κατά την άποψή σας, πώς θα είναι ο μετακαπιταλιστικός κόσμος; 

- Είναι σημαντικό, επειδή μας έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου για μεγάλο χρονικό διάστημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να κάνουμε είναι να σκεφτούμε την εναλλακτική λύση, προκειμένου να κινηθούμε προς τη δημιουργία της. Η αριστερά έχει γίνει τόσο συνένοχη με τον νεοφιλελευθερισμό, που συχνά δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τα πολιτικά κόμματα της από τα δεξιά, εκτός από τα εθνικά ή κοινωνικά ζητήματα. Στην πολιτική οικονομία δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Πρέπει να βρούμε μια εναλλακτική πολιτική οικονομία απέναντι στο πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός. Γι΄ αυτό και οι αντιφάσεις του καπιταλισμού είναι ενδιαφέρουσες.

Θα εξετάσουμε κάθε μια από αυτές, όπως, για παράδειγμα, την αντίφαση ανάμεσα στις αξίες χρήσης και ανταλλαγής, και θα πούμε «ο εναλλακτικός κόσμος θα είναι ένας κόσμος όπου θα έχουμε αξίες χρήσης». Έτσι, έχουμε επικεντρωθεί στις αξίες χρήσης και προσπαθούμε να μειώσουμε τον ρόλο των ανταλλακτικών τιμών. Ή στο θέμα του νομίσματος, χρειαζόμαστε χρήματα για να κυκλοφορούν τα προϊόντα, δεν μπαίνει ερώτημα σε αυτό. Αλλά το πρόβλημα με το χρήμα είναι ότι μπορεί να πιστωθεί από ιδιώτες. Γίνεται μια μορφή της προσωπικής δύναμης/εξουσίας, και στη συνέχεια μια φετιχιστική επιθυμία. Οι άνθρωποι κινούν τις ζωές τους γύρω από την αναζήτηση για χρήματα. Άρα, πρέπει να αλλάξουμε το νομισματικό σύστημα. Είτε με την φορολογία του κέρδους είτε με ένα νέο νομισματικό σύστημα. Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να ξεπεραστεί η ιδιωτική ιδιοκτησία και να καταλήξουμε σε ένα κοινό καθεστώς ιδιοκτησίας. Και σε μια δεδομένη στιγμή θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα βασικό εισόδημα για τους ανθρώπους, γιατί αν έχουμε μια μορφή χρήματος που είναι αντιαποταμιευτική, θα πρέπει να δοθούν εγγυήσεις στους ανθρώπους. Θα πρέπει να πούμε, «δεν χρειάζεται να αποταμιεύετε για μια δύσκολη ημέρα, επειδή πάντα θα έχετε αυτό το βασικό εισόδημα ό,τι και αν συμβεί». Πρέπει να δώσουμε στους ανθρώπους την ασφάλεια με αυτόν τον τρόπο, και όχι ιδιωτικά, με την προσωπική αποταμίευση.

Με την αλλαγή σε κάθε ένα από αυτά τα αντιφατικά πράγματα καταλήγουμε σε ένα διαφορετικό είδος κοινωνίας, η οποία είναι πολύ πιο λογική από αυτήν που έχουμε. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι παράγουμε πράγματα και στη συνέχεια προσπαθούμε να πείσουμε τους καταναλωτές να καταναλώνουν ό,τι παράγεται, είτε το θέλουν πραγματικά είτε όχι. Θα πρέπει να ανακαλύψουμε ποιες είναι οι βασικές επιθυμίες των ανθρώπων, και στην συνέχεια να κινητοποιήσουμε το σύστημα παραγωγής για να τις ικανοποιήσει. Με την εξάλειψη της δυναμικής της ανταλλακτικής αξίας, μπορούμε να αναδιοργανώσουμε το σύνολο του συστήματος σε ένα διαφορετικό τρόπο. Έτσι, μπορούμε να ορίσουμε την κατεύθυνση μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης, που θα σπάσει την κυρίαρχη μορφή συσσώρευσης του κεφαλαίου που κινεί τα πάντα σήμερα.

Μετάφραση: Δημήτρης Γκιβίσης 
Πηγή: Red Pepper

Καταργείται η Τράπεζα διατήρησης της ελληνικής βιοποικιλότητας


Διαλύεται η Τράπεζα διατήρησης της ελληνικής βιοποικιλότητας με νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όπως καταγγέλλουν η Πανελλήνια Ένωση Καταναλωτών ΒΙΟΖΩ και ο Μη Κυβερνητικός οργανισμός περιβάλλοντος ΗΛΕΣΙΟΝ.

Τα αγροτικά ιδρύματα που υπάγονται στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας βάσει του «σχεδίου» του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων συγχωνεύονται-διαλύονται και 30 χρόνια κόπων τινάζονται στον αέρα, τονίζουν οι δύο οργανώσεις. Αποστολή της Τράπεζας Γενετικού Υλικού ήταν η προστασία και η διάσωση των φυτών της ελληνικής βιοποικιλότητας. Από το 1981 έως σήμερα συγκέντρωσε και διατηρεί 14.500 πολύτιμους σπόρους άγριων και καλλιεργούμενων συγγενών φυτών.

Speak, memory (Πίσω από την ερημία των δρόμων). Αναδημοσίευση.


Υποκειμενικό πάντα το βλέμμα σαρώνει το αθηναϊκό κέντρο τις τελευταίες νύχτες του Αυγούστου, τις πρώτες Σεπτεμβρίου. Η πόλη είναι μουδιασμένη ακόμη, άδεια, σαν παρατημένη, ακόμη και τα φώτα φαίνονται λίγα, αδύναμα να φωτίσουν το αστικό κενό, το διαρκώς εκτεινόμενο. Τα καφέ και τα μπαρ ανοιγοκλείνουν διαδοχικά, λειτουργούν σαν μικροεστίες κίνησης, σποραδικά, προσωρινά, οι πιάτσες μετακινούνται, τίποτε όμως δεν μπορεί να ανασχέσει τη βουβή εντροπία που κυριεύει σιγά σιγά το ιστορικό κέντρο.

Στους ήσυχους σκοτεινούς δρόμους αφουγκράζεσαι κάτι να σιγοβράζει. Ισως ο φόβος να αναδεύεται στα σπλάχνα και να ξεδιπλώνεται, να αλλάζει θέση. Ισως να παίρνει τη θέση του η οργή. Ισως να προσπαθεί να βγει μπροστά η ελπίδα. Πϊσω από την ερημία των δρόμων κάτι σαλεύει.

Οταν φωτίζει η μέρα, διακρίνεις κάτι. Ενα χάσμα. Η κρίση αναδεικνύει κρυμμένες χαράδρες, και ανοίγει καινούργιες: ταξικές, πολιτικές, πολιτισμικές, ανθρωπολογικές. Οι αδύναμοι, οι πεπτωκότες, μένουν πίσω, άλλοτε φανερά, και το συχνότερο σιωπηλά: γέροντες αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους τους και να επιζήσουν με τα απομεινάρια σύνταξης, παιδιά που αδυνατύν να συνδράμουν τους γονείς τους, γονείς που δυσκολεύονται να στηρίξουν τα παιδιά τους. Η ταξική χαράδρα είναι η πιο βαθιά και η πιο αποτρόπαιη. Το περιλάλητο λίπος κάηκε, τόσο επιπολής που ήταν, και τώρα σιγοσβήνουν ζωές και αξιοπρέπειες, κοινωνικές αρθρώσεις.

Στη σιγαλιά της νύχτας έως όρθρου βαθέος, στους αθόρυβους πλην πυρακτωμένους δρόμους των δικτύων, ακούγεται υπόκωφη η οργή, η ματαίωση, κοχλάζουν βαριές κουβέντες, ορίζονται διαχωριστικές γραμμές. Ο,τι ελάνθανε μισοκεπασμένο από τη δάνεια ημιχλιδή τα χρόνια του 1990 και του 2000, ό,τι ψευδοενοποιούσε ο φενακισμός της ισχυράς Ελλάδος, τώρα προβάλλει γυμνό και γωνιώδες, τροχισμένο από την σπάνη και την ανάγκη, φλογισμένο από την ανισότητα. Η ανοχή περιορίζεται, ακόμη και η αδιαφορία, το «εντάξει μωρέ, και τι έγινε» τέλειωσε. Η ψευδοευφορία του λάιφστάιλ, ο εξισωτισμός της κατανάλωσης και του ομοιόμορφου στυλ, τελειώνουν με γδούπο και λυγμό. Κάθε κακομοίρης στη μοίρα του.

Και να, μέσα απ’ τα αποκαΐδια του παλιού κόσμου, ένα αναποδογύρισμα. Οι πρώην φλύαροι γελωτοποιοί του λάιφστάιλ, τα ρουλεμάν ολιγαρχών και φυλάρχων, οι παπαγάλοι τοπαρχών και κομματαρχών ξεμυτίζουν σαν αρχάγγελοι της νέας εποχής και της δίκαιης τιμωρίας, σαν τιμητές: κουνάνε το δάχτυλο στον τζίτζικα λαουτζίκο τον εκμαυλισμένο, τον μέγα συνυπεύθυνο, τον ένοχο αμέριμνο. Φταίει ο άρρωστος για την αρρώστια, ο φτωχός για τη φτώχεια. Επιασε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έπιασε· η γιγάντια επιχείρηση ενοχοποίησης και χειραγώγησης θυμικού και λογικού λειτούργησε. Θα ‘λεγες ότι εφαρμοζόταν μάνιουαλ κοινωνικής ψυχολογίας, με οδηγίες βήμα βήμα για τον έλεγχο των μαζών, για τη διάχυση και εμπέδωση ενός new speak και την πειθήνια συμμόρφωση των νεοπληβείων κατά την προσγείωση τους στις πίστες του κάτω κόσμου.

Το σοκ της κρίσης αμβλύνει τη μνήμη. Πολλοί απ’ όσους σήμερα καταριούνται τα λαμόγια, την ασωτία και την ανομία, τω καιρώ εκείνω, της ασωτίας και της γκλαμουριάς, ήσαν συναυτουργοί τους, ιεροφάντες, συνδαιτυμόνες και αυλικοί. Γλεντούσαν στα ίδια μαγαζιά, έπαιρναν δημόσιες θέσεις και κρυφά πέι-ρολ, συμμετείχαν και συναινούσαν. Χαχάνιζαν στα ράδια με μπιτάκια και ποζάριζαν στα γκλόσσυ εξώφυλλα. Ή σιωπούσαν.

Η φρενίτις του χρηματιστηρίου, ο παροξυσμός των εθνικών εργολάβων και των εθνικών προμηθευτών, η θρησκεία του real estate, η επέλαση των ξέκωλων, τα ώπα στα σκυλοβαρελάδικα, τυλίγονταν όλα με αποδοχή, θαυμασμό, συγκατάθεση, ανοχή. Ή ηχηρή σιωπή.

Speak, memory. Εζήσαμε τα χρόνια του ’70 και του ’80 των αρχομένων μετασχηματισμών, θυμόμαστε λόγια μεγάλα μ-λ και ιδεολαγνίες, αυθάδειες και αλαζονίες, κωλοπαιδισμούς. Διαπλεύσαμε ευδαίμονες και μελαγχολικοί μαζί τα χρόνια του ’90, την υπερδιαστολή του φαντασιακού και των προσδοκιών, τη γενικευμένη χυδαιότητα, την αλήθεια ως μια μόνο στιγμή του ψεύδους. Διαβάσαμε εντιτόριαλ και ακκισμούς, δημόσιες καταθέσεις, εζήσαμε στο πλάι και σε κρυμμένα κέντρα, ήμαστε εκεί, όλο τον καιρό, παντού.

Μερικοί, καμπόσοι, δεν σιώπησαν, ούτε το ’80 ούτε το ’90 ούτε το 2000. Και θυμούνται πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις. Ετσι, ώστε η μνήμη να λειτουργεί ανακουφιστικά και δημιουργικά, ηρεμιστικά και διασωστικά. Και αυστηρά και δίκαια «και φοβηθήσονται αι νήσοι από ημέρας πτώσεώς σου». Speak, memory.

Λάβετε θέσεις (αναδημοσίευση)


του Γιάννη Μακριδάκη

Διαβάζω ότι γνωστός πολύτιμος συνεργάτης προπαγανδιστής του νεοναζισμού συνέστησε χτες από τηλεοράσεως την συγκρότηση κυβέρνησης ΝΔ- Χρυσής Αυγής για να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Το Πασόκ το λησμόνησε άραγε ή δεν το χει πια σε καμία υπόληψη ούτε αυτό το ρετάλι της δημοσιογραφίας;

Εκτός από το ότι όλα είναι θέμα ευρώ, ακόμα και η απόφαση για εκπόρνευσή μας, ψυχική και σωματική, αυτό ήταν γνωστό προ πολλού και το έκραζαν προς πάσα κατεύθυνση αυτού του είδους οι παπαγάλοι της αναξιοπρέπειας, ο προπαγανδιστής του νεοναζισμού μάς έκανε χτες επιτέλους τη χάρη να δώσει την πολυπόθητη σπρωξιά στην Ιστορία και να πει την πραγματικότητα με το όνομά της, ως δήθεν διακαή του πόθο.

Οι νεοναζί που κάνουν τους αντικαθεστωτικούς και οι νεοναζί που κυβερνούν δεν έχουν καμιά διαφορά ούτε στη μούρη ούτε στα μυαλά. Ομοίως και οι παπαγάλοι τους.

Είναι καιρός λοιπόν να φέρουν στο προσκήνιο όλοι οι νεοναζί, κρατικοί και παρακρατικοί, την έως τώρα παρασκηνιακή τους συνεργασία για να λάβει χώρα όσο το συντομότερο το τελικό ξεπάστρεμα.

Το ταξίδι της ζωής ή Χρόνια μετά το κακό (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Όποτε μπω στο διαδίκτυο για να ενημερωθώ περί των ειδήσεων της συστημικής μας επικαιρότητας, νιώθω ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο έντονα ότι όλο αυτό το σύμπαν δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα και τη ζωή.

Κι επειδή στο μούρκι που ζω δεν έχω σύνδεση στο δίκτυο, διανύω περπατώντας μια απόσταση χιλιομέτρου περίπου μέχρι το κοντινότερο σημείο σύνδεσης κι έτσι έχω όλον το χρόνο να σκεφτώ αυτή μου τη μετάβαση από τη ζωή των πλασμάτων στο φιάσκο των καταναλωτών.

Βγαίνω, περπατώντας, από τον κόσμο του οικοσυστήματος, από την λιτή και σε απόλυτη αρμονία με τα άλλα πλάσματα ζωή, βγαίνω από τον κόσμο της αργής φυσικής ανάπτυξης, της οποίας είμαι παρατηρητής αλλά και συμμέτοχος και εισέρχομαι εντός ολίγων λεπτών σε έναν κόσμο γεμάτο βία κάθε μορφής, ανισόρροπο, καταφανώς άδικο και, ακόμα πιο εμφανώς, μάταιον. Σε ένα σύστημα που, αντιθέτως από τη φύση, έχει ως κύριο γνώρισμα την βίαιη ανάπτυξη, τον βίαιο γιγαντισμό, σε ένα σύστημα που ενσαρκώνεται από δίποδα όντα τα οποία δεν έχουν χρόνο να νιώσουν πια, μόνο σκέφτονται, λογαριασμούς κάνουν συνέχεια, προσθέσεις κι αφαιρέσεις μέσα σε μια μίζερη επανάληψη οκταώρων.

Κι αναρωτιέμαι τότε, εκείνες τις στιγμές της μετάβασής μου από το ένα σύστημα στο άλλο, τις στιγμές που περπατώ και, ανασαίνοντας τη φύση γύρω μου, ο θάνατος πάντα έρχεται να μου θυμίσει πως ζει και καρτερεί τους πάντες, αναρωτιέμαι λοιπόν εκείνες τις στιγμές πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να μην έχουν πάνω απ’ όλα κάθε μέρα τον ανθρώπινο εαυτό τους, το πρόσκαιρο, φθαρτό, θνητό Είναι τους αλλά να νιώθουν αθάνατοι κι έτσι να λειτουργούν, σαν να μην τους αφορά η ζωή, να την αφήνουν για άλλη μέρα, για κάποια επόμενα χρόνια, όταν θα πάρουν σύνταξη ας πούμε ή όταν θα είναι έτοιμοι, όταν θα έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να… ζήσουν!

Ειλικρινά, το χω ξαναγράψει, απορώ. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η λύση των πάντων, η αποκαθήλωση της Ύβρης, το προσωπικό φορμάτ, η τρυφερή επανάσταση, με όποιαν ορολογία σας αρέσει πείτε το, εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία, η ομορφιά, η αγνότητα, η απλότητα, η λιτότητα, η αρμονία, η ταπεινότητα, η ευτυχία, η ζωή. Στην καθημερινή συνειδητοποίηση του θνητού μας Είναι, που πιθανότατα δεν έχει άλλη μέρα ζωής εκτός από σήμερα. Που έχει Χρέος να ζήσει, να νιώσει, να οσφρανθεί, να δει, να γευτεί, να πλημμυρίσει Φύση. Διότι, βρείτε μου έναν άλλο λόγο για τον οποίον ήρθαμε στη ζωή αν όχι για να κάνουμε ένα ταξίδι σ’ αυτό το υπέροχο αρμονικό σύμπαν του οικοσυστήματος, βρείτε μου έναν άλλον λόγο που γεννηθήκαμε. Προσωπικά, όσο κι αν το σκέφτηκα, όσο κι αν το έψαξα, στα 42 χρόνια της ζωής μου δεν έχω άλλην αιτία που γεννήθηκα πλην του να δω αυτό το θαύμα της Φύσης γύρω μου, να αποτελέσω μέρος του κι εγώ με τη ζωή μου και να φύγω αφήνοντάς το όσο γίνεται ανέγγιχτο για να το δουν κι οι κατοπινοί

Σήμερα το πρωί πάλι, καθώς βάδιζα, ό,τι που χε χαράξει, πάνω στην παραλία των Μαγεμένων, δίπλα στο κύμα, ανάμεσα στα πουλιά και στης γης τα φυντάνια, ένας απ’ όλους κι εγώ, μια ανεπαίσθητη ύπαρξη μέσα στην πανδαισία κινήσεων, ήχων, ψυχών, εκεί ένιωσα καθαρά ότι τη συνειδητότητα αυτή του Είναι σου την αποκτάς μονάχα όταν ζεις στη φύση, ανάμεσα στα τόσα πολλά και διαφορετικά από σένα θνητά πλάσματα, κι όχι όταν ξυπνάς τα πρωινά της ζωής σου εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος και βλέπεις γύρω σου μονάχα άψυχα αντικείμενα και άλλα όμοιά σου.

Εκεί την πάτησε ο άνθρωπος και τώρα, χρόνια μετά το κακό, ψάχνει λύσεις μάταια.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Μέρες αδέσποτες (αναδημοσίευση)

του Πάνου Μουχτερού, 
από τα ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)

Σκύλιασαν οι άνθρωποι


Είχα κάμποσο καιρό να κατέβω προς το κέντρο της πόλης. Πήρα τους δρόμους έτσι, χωρίς να θέλω να πάω απαραίτητα κάπου συγκεκριμένα. Πέρασα από τα στέκια τα παλιά, τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί ήταν τότε που ήμουν αρκετά πιο νέος. Για έναν περίεργο λόγο, θυμόμουν με λεπτομέρεια ποιες διαδρομές έπρεπε να ακολουθήσω, δεν χάθηκα ούτε στιγμή, αν και διαπίστωσα ότι είναι πολλά εκείνα που έχουν αλλάξει μετά από τόσα χρόνια. Τελικά είναι φοβερό πράγμα η μνήμη. Ειδικά αν την έχεις λιγάκι ενισχυμένη όπως εγώ. Έτσι και τώρα. Θυμήθηκα ακόμα και τις πιο καλά κρυμμένες γωνιές των δρόμων, τα ασπρόμαυρα μάρμαρα στις πλατείες, τα περίεργα εκείνα σχήματα πάνω στο φθαρμένο ξύλο από τα παγκάκια στο πάρκο. Μέχρι και μερικές φυσιογνωμίες αναγνώρισα αμέσως με το που τις συνάντησα, καθώς περνούσα έξω από σπίτια, πάγκους και μαγαζιά. Δεν έχει σημασία που κανείς τους δεν κατάλαβε ποιος ήμουν, είναι όλοι τους δικαιολογημένοι, περάσαν τα χρόνια, οι άνθρωποι μεγάλωσαν, ασπρίσαν τα μαλλιά τους, άλλοι δεν έχουν καν πια μαλλιά, μεγάλωσα και εγώ, άλλαξα, άλλαξε ακόμα και αυτή η ίδια η γειτονιά, είναι λογικό λοιπόν που κανένας τους δεν μου έκανε έστω ένα νόημα, ένα σινιάλο, για να δείξει ότι με ξέρει. Τι και αν μερικές φορές κοντοστάθηκα επίτηδες έξω από την πόρτα τους, τι κι αν μπήκα μπροστά τους την ώρα που βγαίναν βόλτα με τα παιδιά τους, τι κι αν έκανα πως φωνάζω, πως τάχα κάτι μου είχε συμβεί. Όχι μόνο δεν τους ένοιαξε. Ήταν λες και τους ενοχλούσα, έτσι όπως με παραμέριζαν. Ουστ! 

Πως αγρίεψαν έτσι όλοι. Γέμισε η περιοχή από ανθρώπους που είναι λες και έχουν όλοι τους το ίδιο πρόσωπό. Λες και έφυγε το χαμόγελο από τα χείλη τους, λες και δεν έχουν πια καμία άλλη έκφραση παρά μόνο την έκφραση κάποιου που έπαψε να εκφράζεται. Κοιτάζονται σπάνια μεταξύ τους όταν μιλάνε, τις περισσότερες φορές ούτε καν μιλάνε. Κι ύστερα από λίγο, το βλέμμα τους χάνεται, φεύγει σε διαφορετικές κατευθύνσεις, λες και ξεχνιούνται, λες και ξεχνάνε ποιοι είναι, που βρίσκονται, γιατί βρίσκονται, από πότε βρίσκονται εκεί. Μπερδεύουν τα βήματά τους, σκοντάφτουν και ξανασηκώνονται, σκουπίζοντας τα ματωμένα χέρια τους από ρούχα άσπρα γεμάτα τρύπες και λίγο αργότερα ουρλιάζουν, μαλλιοτραβιούνται, κάνουν λες και δεν αναγνωρίζουν αυτόν που έχουν δίπλα τους, αυτόν με τον οποίο μόλις πριν λίγο ήταν αγκαλιά, περίεργα πράγματα, είναι λες και όλοι τους ονειρεύονται ξύπνιοι. Μερικοί από αυτούς έρχονται προς το μέρος μου, μου μιλάνε χωρίς να με ξέρουν, μου πιάνουν κουβέντα, μου λένε λέξεις που είναι μπερδεμένες και που δεν καταλαβαίνω και απλώνουν τα χέρια τους προς το πρόσωπό μου και είναι λες και με παρακαλάνε να τους δώσω λίγη προσοχή, έτσι όπως με περιεργάζονται με τα θολωμένα τους μάτια. Και λίγο μετά, πέφτουν στα γόνατα και με ικετεύουν να τους βοηθήσω ενώ έχω μείνει να παρατηρώ ένα-ένα τα δάκρυα που κυλάνε πάνω στα μάγουλά τους. Και έτσι όπως κλαίνε, βγάζουν κραυγές πνιχτές, κραυγές που τις ακούς κι ας βγαίνουν από στόματα κλειστά. Σαν κλάμα σκύλου.

Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα στ’ αλήθεια με όλα αυτά κι έκανα να απομακρυνθώ από εκείνους τους παράξενους και ανήμπορους τύπους. Πήγα παραπέρα, και άρχισα να χάνομαι μέσα σε πιο απόμερα στενά, δίπλα από κάδους σκουπιδιών, κάτω από σκάλες σάπιες, ετοιμόρροπες. Προχώρησα γοργά και προσπέρασα τοίχους ζωγραφιστούς και κτίρια με τζαμαρίες μεγάλες που όταν έκανες να κοιτάξεις πάνω τους, έβλεπες μονάχα το είδωλό σου, μιας και στο εσωτερικό τους δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο το κενό. Έτσι όπως περιπλανιόμουν αμέριμνος, ένιωσα να μπλέκονται τα πόδια μου με τα πόδια ενός τύπου που είχε ξαπλώσει στο πεζοδρόμιο, πάνω σε μερικά βρεγμένα χαρτόνια και είχε τυλιχτεί από τα νύχια μέχρι το κεφάλι, τόσο που δεν μπορούσες να διακρίνεις καν τα χαρακτηριστικά του, αν ήταν άντρας, αν ήταν γυναίκα, αν ήταν άνθρωπος, αν ήταν ζώο τυλιγμένο. Μόλις τον πάτησα, πετάχτηκε απότομα και αμέσως κουλουριάστηκε σε μια γωνιά, με το κορμί του να τρέμει λες και ένιωσε κάποιον τρόμο μεγάλο, λες και είχε να φάει για ημέρες, δεν ξέρω, μόνο τα μάτια του μπόρεσα να δω μέσα από τη βρώμα, έτσι όπως ανοιγόκλεινε αργά τα τρομαγμένα βλέφαρά του. Κι αυτός ο τρόπος που με κοίταζε, πρώτη μου φορά έβλεπα άνθρωπο να κοιτάζει έτσι, σαν σκυλάκι φοβισμένο, από εκείνα που έχουν ένα βλέμμα μόνιμα θλιμμένο. Πιο κάτω, παραπάτησα πάλι κι έπεσα πάνω σ’ έναν ακόμα τέτοιο. Και σ’ έναν ακόμα. Και σ’ έναν ακόμα. Και σ’ έναν ακόμα. Ήταν τόσοι πολλοί. Και τόσο ίδιοι. Σαν αγέλη.

Έβαλα τα δυνατά μου και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να γλιτώσω. Βγήκα και πάλι στην ελεύθερη, μεγάλη λεωφόρο κι έκανα μια στάση να ηρεμήσω λίγο από το συνεχόμενο λαχανητό. Είχα αρχίσει να διψάω ύστερα από όλη αυτήν την περιπλάνηση αλλά εκεί που βρέθηκα δεν υπήρχε κανείς τριγύρω να μου δώσει λίγο νερό, ψυχή δεν έβλεπες, λες και όλοι είχαν εξαφανιστεί, λες και πήγανε όλοι μαζί για ύπνο, ούτε αυτοκίνητα έβλεπες να κινούνται, ούτε να περπατάει κανείς. Εκμεταλεύτηκα αυτήν την απουσία και σωριάστηκα για λίγο στην άσφαλτο να πάρω μιαν ανάσα, να ξεκουραστώ. Έτσι όπως ηρεμούσα, άκουσα από τη μια μεριά να έρχονται ποδοβολητά λες και τρέχανε μαζί άνθρωποι χιλιάδες, φωνές ακούστηκαν βγαλμένες ταυτόχρονα από τα στόματα, όλες με τον ίδιο το ρυθμό, έτσι καθώς μεγάλωνε η έντασή τους και με πλησιάζανε ολοένα. Από την άλλη την πλευρά είδα να έρχονται άνθρωποι που είχαν όλοι την ίδια φορεσιά και φορούσαν όλοι το ίδιο κράνος και κρατούσαν όλοι το ίδιο κομμάτι γυαλί και είχανε όλοι την ίδια σειρά και βήμα ίδιο. Σε λίγο, χωρίς να το υποψιαστώ, από το πουθενά, βρέθηκα ανάμεσα σε αυτούς που ήρθαν από τη μια πλευρά του δρόμου και που ορμήξανε σε αυτούς που ερχόντουσαν από την άλλη και δεν μπορούσα να βρω τρόπο να ξεμπλέξω από όλο αυτό το πλήθος, έτσι όπως όλοι έτρεχαν και έπαιρναν φόρα και έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο. Ξάφνου, ένιωσα καπνό που μου έκαιγε το λαιμό και τη μύτη και τα μάτια. Κι άρχισα να δακρύζω χωρίς να το θέλω. Με το ζόρι.

Δεν είναι κατάσταση αυτή. Όταν ηρέμησε ο πανικός, πήρα την απόφαση να φύγω, να γυρίσω στο σπίτι μου. Κόντευε πλέον να νυχτώσει. Μου πήρε ώρα να επιστρέψω πίσω αλλά τα κατάφερα, παρά την εξάντλησή μου. Επειδή ήξερα καλά τους δρόμους πήγα από τον συντομότερο. Πέθαινα και της πείνας. Μα, όταν έφτασα, το σπίτι ήταν άδειο και η πόρτα ανοιχτή. Πολλή ησυχία έπεσε εδώ πέρα. Μήπως ανησύχησαν και είπαν να με ψάξουν; Ούτε φαγητό βλέπω να είναι έτοιμο, ακόμα και αυτό το πιάτο μου αδειανό είναι. Ανυπομονώ να βρω τον καλό μου φίλο να του πω όσα είδα και άκουσα σήμερα! Είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, χωρίς υπερβολές. Είναι εδώ όποτε τον χρειαστώ, θα τρέξει να δει αν μου έλειψε τίποτα, αν έχω φάει, αν έχω κοιμηθεί, αν είμαι ήρεμος κι ευτυχισμένος. Θα παίξουμε, θα τρέξουμε, θα κάνουμε τρέλες και κόλπα ωραία και στο τέλος θα μου δώσει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Μα που έχει πάει; Και τι είναι όλα αυτά τα σχηματισμένα βήματα στον χωματένιο δρόμο; Θα τα ακολουθήσω από ένστικτο για να δω που βγάζουν. Που ξέρεις, ίσως τον βρω έτσι. Κι όλο πάω και πάω και ακολουθώ τα χνάρια με όλες μου τις αισθήσεις, μέχρι στη μύτη μου νιώθω τη μυρωδιά από τα ρούχα του, από το κορμί του. Κι ολοένα πλησιάζω. Κι ολοένα τον νιώθω δίπλα μου. Μα δεν τον βλέπω! Το μόνο που βλέπω είναι λουλούδια και ένα μικρό βουνό από χώμα και έναν σταυρό επάνω του. Σαν να τον ακούω μέσα στο έδαφος. Μάλλον θα κρύφτηκε για να μου κάνει έκπληξη. Θα κάτσω εδώ. Όλη τη νύχτα αν χρειαστεί. Και θα γαβγίζω δυνατά. Μήπως και φανεί.

Και θ’ ακούγεται το γάβγισμα σαν κλάμα.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Είδα ένα όνειρο και φοβήθηκα (αναδημοσίευση)

της Αυγής Πλατσή (http://omniatv.com)

Ότι... 
Μπορεί να ντύσεις την εικόνα του άστεγου που κοιμάται στο παγκάκι μ' ένα ψέμα περί ατομικής επιλογής, για να μην πληγωθεί το δικό σου παιδί... Μπορεί να μεταφράσεις σε ισορροπισμό χωρίς δίχτυ το σάλτο του αυτόχειρα που αγωνιά για το αύριο των άλλων, για να μην ταραχτεί το δικό σου παιδί... Μπορεί να υψώσεις αγάλματα στις πλατείες και στα πάρκα ώστε να κρύψουν τους πεινασμένους που κάνουν ουρές στα συσσίτια, για να πιει ήρεμα το τοξικό του γάλα το δικό σου παιδί... Μπορεί να ζωγραφίσεις με άλλο χρώμα το αίμα και το θάνατο που ρέουν κάθε μέρα, για να μη δει εφιάλτη το δικό σου παιδί... 

Ότι... 
Μπορεί να τα κάνεις αυτά χαρούμενο ξενόγλωσσο τραγούδι για να χορέψει το δικό σου παιδί... 

Άνοιξα τα μάτια και είδα... 

* Το αυτονόητο: διαδηλώσεις, πορείες, αναγραφή συνθημάτων, σπάσιμο παρμπρίζ (τέντωσα τα μάτια και δεν είδα ακόμα γκρέμισμα κρατικών κινητών και ακινήτων) για τη δολοφονία ενός παλικαριού που δεν πλήρωσε εισιτήριο από έναν συνειδητά μεταλλαγμένο σε κεφαλοκυνηγό τέως άνθρωπο. Σα να λέμε: για την άρνηση υποταγής στον κατακτητή. 

* Το αυτονόητο: την ανάληψη ευθύνης των δικαζομένων για τη συμμετοχή στα παραπάνω. Σα να λέμε: τη στοιχειώδη αντίσταση στον κατακτητή. 

** Το μη αυτονόητο: τις κραυγές εκείνων που θέλουν οργανωμένο και διαρκή αγώνα ενάντια στη δολοφονία της Παιδείας και της Υγείας να εμπαίζονται, να λοιδορούνται και να καταπνίγονται από τις παρατάξεις που νέμονται τον θεσμοθετημένο συνδικαλισμό. 

** Το μη αυτονόητο: την κάθε λογής ανθρωποφαγία, το μαυραγοριτισμό, την επιλογή της κουκούλας του καταδότη και του δημίου ως μέσου χρηματισμού, με χαρακτήρα «συνετισμού των μαζών». 

** Το μη αυτονόητο: την αντιμετώπιση κάθε στρατιωτικής επέμβασης, επεκτατικής ή «ανθρωπιστικού χαρακτήρα», με ερμηνείες διεθνούς δικαίου --- δηλαδή, νομικού, οικονομικού/εμπορικού δικαίου, δηλαδή τρισχιλιετούς αθλιότητας. 

Ήπια νερό και δεν ξεδίψασα... 

Η αλληλεγγύη, η ύψωση του αναστήματος απέναντι στις όποιες Αρχές, η διεκδίκηση με όποιον τρόπο του κεφαλαιώδους δικαιώματος στη ζωή απέναντι σ' έναν κρατικό, ντόπιο και παγκόσμιο, μηχανισμό κυριολεκτικής σήψης και δολοφονικής μανίας (σα να λέμε: η απαίτηση για τα στοιχειώδη, για τα αυτονόητα) έφτασαν να επαινούνται ως παλικαριά, μαγκιά, εντιμότητα, ηρωισμός... από μια κοινωνία που παρατηρεί ακόμα --- σα να λέμε: ακολουθεί τα χνάρια του θεοποιημένου από την ίδια κράτους, το οποίο σχεδόν παρακαλάει να υπάρχει ακόμα και ως έχει, στο οποίο αναθέτει τη ζωή της και συγχρόνως το κατηγορεί. 

Κάνει ζέστη κι ο ιδρώτας στεγνώνει πάνω στα σεντόνια... 

Ακολουθούν τα ρίγη πολιτισμικού αποτροπιασμού απέναντι στη φύση από εκείνους που έμμισθα εκπαιδεύουν την αποχαυνωμένη κοινωνία στη διαφθορά: 
- απέναντι στη μάνα που θηλάζει σε δημόσια θέα, 
- απέναντι στα παιδιά που γεννιούνται ανεξέλεγκτα (!) σε χώρες που οι λαοί λιμοκτονούν... στις ίδιες χώρες που δεν είχαν ποτέ (ή που κατάργησαν) και την ελάχιστη έννοια πρόνοιας. 

Παραχαράσσοντας την Ιστορία, αποσιωπώντας ότι ο χριστιανισμός (η θρησκεία που ως προϊόν εκπολιτισμού εξάγεται εδώ και αιώνες ακόμα -με άμεση ή έμμεση βία και με αντίδωρο την εδαφική προτεραιότητα ενός εκάστου δόγματος- από τον πρώτο και τον «νέο» κόσμο στον δεύτερο και στον τρίτο) απαγορεύει την αντισύλληψη --- όμοια όπως ανάγουν σε μύθο των αναρχοκομμουνιστών πως το δίδυμό της κεφάλαιο καταπατά, επί αιώνες ώς τώρα, σ' αυτές τις ίδιες ηπείρους την ελευθερία, την εδαφική και οικονομική ανεξαρτησία, το δικαίωμα στο νερό και στην τροφή, πως εισήγαγε δικής του έμπνευσης ενδοφυλετικό αλληλοσπαραγμό, όπλα, ναρκωτικά και κατασκευασμένες ασθένειες. 

Σ' ένιωσα να στριφογυρνάς, ξυπνώντας από τον ήχο της βροχής στα δέντρα του βόρειου κήπου σου... 
Και πόνεσα στη σκέψη σου. 

Πώς θα αποβιβαστεί σ' αυτόν τον κόσμο το δικό σου παιδί; 
Ακόμα κι αν γεννηθεί στην ακρογιαλιά μιας σμαραγδένιας θάλασσας, στην πλαγιά μιας καταπράσινης οροσειράς, στα βάθη του πιο τροπικού δάσους... ακόμα κι αν οι ερωτευμένοι με τον έρωτα και την έφοδο στον ουρανό τραγουδούν δυνατότερα από τις μπόμπες... ακόμα κι αν οι στρατιές των εξεγερμένων το προστατεύουν αποτελεσματικά από τα δηλητήρια και τις αιχμές του «πολιτισμένου» κόσμου... 

Θα 'ρθεί η στιγμή που θα ξεφύγει. 
Που θα δει το αίμα κόκκινο και το θάνατο μαύρο. 
Που θα πάει εκεί που σκοτώνουν 15χρονα και 20χρονα... θα τρέξει πλάι στους θαλασσοπνιγμένους πρόσφυγες... θα ανοίξει τα φτερά για κει που 5χρονα έχουν για παιχνίδι τη σφεντόνα απέναντι σε τανκς και πυραύλους... 

Θέλοντας να δει με τα μάτια του όσα δε θα μπορείς πια να του κρύψεις, θέλοντας να τα πολεμήσει με πάθος, με την αυθύπαρκτη αίσθηση δικαίου που έχουν όλα τα παιδιά πριν τα περιλάβει η κοινωνία των ενηλίκων. 

Φοβήθηκα πως... 
Δεν θα το νανουρίσεις γι' αυτά, δεν θα σκιρτά η καρδιά σου στα πρώτα του λόγια αν πει λέξη γι' αυτά, δεν θα κλάψεις από αγαλλίαση βλέποντάς το να μπουσουλάει στην αυλή ενόσω εκείνο συνεχίζει για τη Μεσολογγίου ή την Κολομβία, για τη ΓΑΔΑ ή τη Συρία, για τη Γουατεμάλα ή την Τσιάπας... 

Είδα ένα όνειρο, φοβήθηκα και θέλησα να σου γράψω. 
Μα τώρα που το σκέφτηκα καλύτερα, ησύχασα. 

Παιδί της Γης, ακόμα κι αν η δύναμη όλων των γονιών του Σύμπαντος συνωμοτήσει για να σε κρατάει «αλλού», ξέρω πως κάπου εδώ θα σε συναντήσω.

Φθινοπωριάζει στην Μονόπολη (αναδημοσίευση)


του Γιάννη Μακριδάκη (http://yiannismakridakis.gr/)

Όσο περισσότερο συμβιώνει κάποιος με τη γη και το οικοσύστημα, τόσο πιο ευδιάκριτη γίνεται στα μάτια του και στην ψυχή του η άθλια πραγματικότητα της Μονόπολης που παίζουν με πιόνια τους εαυτούς τους όσοι “ζούνε” μέσα στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Παιχνίδι ύβρης ανούσιο, μάταιο, ανθυγιεινό, καταστροφικό εν τέλει για όλους, και για τους παίκτες και για τους μη μετέχοντες σ’ αυτό, οι οποίοι δέχονται τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο της κατανάλωσης στις ζωές και στους βιοτόπους τους....

Με την προσδοκία μιας υποτιθέμενης προόδου και εξέλιξης έφτιαξε ο σύγχρονος άνθρωπος αυτό το σύστημα κι εντάχθηκε εντός του, στρατός καταναλωτών που απομυζεί και αφανίζει μέρα με τη μέρα τον πλανήτη και ταυτόχρονα, δίχως να του καίγεται καρφί γι αυτό, φέρνει στον κόσμο παιδιά, για το μέλλον των οποίων δήθεν νοιάζεται, λέει.

Όσο πιο κοντά στη γη είναι κανείς, όσο πιο κοντά στην διατροφική αυτάρκεια φτάνει με εργασίες καλλιέργειας και συλλογής τροφής, όσο πιο λιτός είναι, όσο πιο κοντά στη ζωή όπως ακριβώς την ορίζει η φύση ζει, τόσο πιο ευκρινώς νοιώθει την πλάνη που ζουν όσοι παίζουν Μονόπολη με τις ζωές τους. 

Όσοι δώσανε την υγεία τους και την ελευθερία τους ενέχυρο στο σύστημα που τους ταϊζει αρρώστιες και τους ασφαλίζει ταυτόχρονα. Όσοι απαξίωσαν τον πλούτο και τις αξίες και ανήγαγαν σε φυσικό πόρο τα κουπόνια που τους δίνουνε κάθε μήνα για να τα δίνουν με τη σειρά τους πάλι πίσω και να “ζουν”, παράγοντας απορρίμματα. Όσοι απαξίωσαν τις ζωές και το είναι τους κι εντάχθηκαν ως αριθμημένα γρανάζια στο σύστημα της μηχανής κυκλοφορίας του χρήματος, με την ελπίδα να προλάβουν κάποτε στα γεράματα να ζήσουν μερικά χρόνια ελεύθεροι, έστω και ασθενείς βαριά. Όσοι, δήθεν πετυχημένοι, κάνουνε ταξίδια και ψώνια, κάνουνε σόπινγκ θέραπυ, σπαταλούν φυσικούς πόρους δίχως να έχουν καν σκεφτεί ποτέ τι σημαίνει αυτό, ζουν μια ζωή ελαφρότητας, ματαιότητας και υποκρισίας, πεθαίνοντας μια μέρα έντρομοι και δίχως να χουν ζήσει.

Όσο πιο κοντά είναι κανείς στη γη, τόσο πιο όμορφο και ελπιδοφόρο τού φαίνεται το Φθινόπωρο που έρχεται να ρίξει τις βροχούλες του στο οικοσύστημα, να φυτρώσουνε οι σπόροι. Κι ακόμα πιο ελπιδοφόρο του φαίνεται, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, για το φύτρωμα των σπόρων του λόγου και της σκέψης στους ανθρώπους, το διαρκές φθινόπωρο που βιώνει το χρηματοοικονομικό σύστημα και ο βαρύς πολυετής χειμώνας που θα ακολουθήσει.

ΥΓ
Σήμερα έκοψα γλυκό πεπόνι και το χώρισα στα τέσσερα. Η σάρκα του για τους ανθρώπους, τα υπολείμματα της σάρκας μέχρι τον φλοιό για τις κότες, τα τσόφλια για την γη και τους σπόρους για του χρόνου. τίποτε δεν περίσσεψε για τα απορρίμματα…

Το δικαίωμα στη δυστυχία (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 31/8/2013)

«Οι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Κακοποιημένη, σπαταλημένη και παρεξηγημένη, η φράση με την οποία ο Τολστόι ξεκινά την «Άννα Καρένινα» παραμένει ένας γρίφος. Ακόμη κι όταν κανείς ολοκληρώσει την ανάγνωση των χιλίων και πλέον σελίδων του ερωτικού (;) έπους. Αναρωτιέμαι αν το απόφθεγμα του μεγάλου αφηγητή μπορεί να ισχύσει όχι μόνο για οικογένειες, αλλά και για κοινωνίες ολόκληρες. Εντάξει, οι κοινωνίες δεν είναι οικογένειες, οι αντιθέσεις που τις διαπερνούν είναι συντριπτικά περισσότερες από τους δεσμούς που τις συνθέτουν, αλλά μπορούν να είναι ευτυχισμένες ή δυστυχισμένες με τον τρόπο των οικογενειών; 

Δεν ξέρω αν πράγματι οι ευτυχισμένες κοινωνίες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν υπήρξαν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένες κοινωνίες. Ίσως υπήρξαν απλώς κοινωνίες στις οποίες, κατά περιόδους, πλειοψηφούσαν τα μέλη τους τα οποία «δήλωναν» ευτυχισμένα. Μην ανησυχείτε, δεν θα τολμήσω να ορίσω την «ευτυχία», που παραμένει ένα μέγεθος σχετικό, ενδιάθετο και κατά κανόνα εφήμερο. Υποψιάζομαι, ωστόσο, ότι το απόφθεγμα του Τολστόι ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τις κοινωνίες ως προς το δεύτερο σκέλος του. «Κάθε δυστυχισμένη κοινωνία είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Ισχύει στον γεωπολιτικό χώρο, ισχύει και στον ιστορικό χρόνο. Κι επειδή η δυστυχία συνδέεται κυρίως με την «απώλεια» (προσώπων, αγαθών, πλεονεκτημάτων, δικαιωμάτων, κοινωνικού ήθους, μνήμης), σημασία έχει από ποιο σύνολο κεκτημένων μετράς απώλειες, από ποιο επίπεδο πέφτεις. Έτσι, δεν έχει νόημα να πεις «είμαι δυστυχής ως μνημονιακός Έλληνας, αλλά τουλάχιστον είμαι ευτυχέστερος από τον εμπόλεμο Σύριο». Ούτε, επίσης, έχει νόημα να συγκρίνεις το επίπεδο δυστυχίας της γενιάς των σημερινών 1,5 εκατομμυρίων ανέργων με τη δυστυχία των παππούδων τους, που έζησαν δυο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους, μια Κατοχή, έναν Εμφύλιο και άφθονη καταπίεση. Το κρίσιμο μέγεθος είναι η βιωμένη ευτυχία ή δυστυχία κάθε γενιάς. Κάθε γενιά έχει τη δική της κλίμακα δυστυχίας, διαρκώς μεταβαλλόμενη στο πέρασμα του χρόνου. Και μιαν αντίστοιχη κλίμακα έχει και κάθε κοινωνία, ανάλογα με το αν βρίσκεται στην καθημαγμένη Αφρική, στην αναπτυσσόμενη Ασία ή στην κατά συνθήκη ευημερούσα Ευρώπη. Η Ευρώπη σήμερα βρίθει κοινωνιών που καλπάζουν προς τη δυστυχία, κι ας τις χωρίζουν ιλιγγιώδεις αποστάσεις από τις πάμφτωχες αφρικανικές κοινωνίες.

«Αν είχα γεννηθεί στην κλασική Αθήνα πιθανότατα θα ήμουν δούλος, αν είχα γεννηθεί στην αρχαία Ρώμη μάλλον θα ήμουν πληβείος, αν είχα γεννηθεί στη Γαλλία των Λουδοβίκων θα ήμουν αγρότης στο έλεος των βασιλικών φοροεισπρακτόρων, αν είχα γεννηθεί στη βικτωριανή Αγγλία θα είχα πεθάνει μέχρι τα 30 μου, μέσα σ’ ένα άθλιο ανθρακωρυχείο. Επομένως, οφείλω να είμαι ευτυχής που ζω εδώ και τώρα». Ένας τέτοιου είδους συλλογισμός ακούγεται παρηγορητικός. Αλλά είναι άτοπος και μεταφυσικός. Κάθε εποχή έχει τις μορφές της -ακόμη και τις μορφές δυστυχίας της-, κάθε γενιά και το μέτρο της. Στη Δύση, οι γενιές μετά τον Β΄ Πόλεμο έζησαν σε ένα περιβάλλον που καλλιεργούσε την προσδοκία συνεχούς βελτίωσης του επιπέδου ζωής, έστω και με σκαμπανεβάσματα. Και για δεκαετίες εκπλήρωνε σε μεγάλο βαθμό την προσδοκία αυτή. Αυτή η γραμμική, σχεδόν εγγυημένη εξέλιξη, λειτούργησε ως θερμοκήπιο «ευτυχίας» για τις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, γιατί εκπλήρωνε μια βασική λειτουργία: έδινε τη δυνατότητα σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού να ικανοποιήσουν συσσωρευμένες ανάγκες σε πυκνό χρόνο. Ένα αίσθημα ευφορίας που θα μπορούσε να θυμίζει «ευτυχία» ήταν το αποτέλεσμα. Σήμερα, η εξίσου εγγυημένη διακοπή και αντιστροφή αυτής της γραμμικής εξέλιξης ανοίγει τον δρόμο για την αντίστροφη πορεία: για μια μαζική διολίσθηση προς τη δυστυχία. Γιατί μας φαίνεται, λοιπόν, παράξενο που οι μνημονιακές χώρες του ηλιόλουστου και κατά τεκμήριο αισιόδοξου ευρωπαϊκού Νότου έχουν τα πρωτεία σε ακραία δυστυχισμένους, που καταλήγουν αυτόχειρες;

Κατ’ αναλογία, μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι οι αναρίθμητοι Κινέζοι, που ζουν με πολύ λιγότερα χρήματα, υλικά και άυλα αγαθά από τους δυστυχέστερους των Ευρωπαίων, έχουν αρκετούς λόγους να ρέπουν προς την ευτυχία όχι μόνο λόγω αυτάρκειας και ιδιοσυγκρασίας, αλλά γιατί είναι αγκιστρωμένοι στην προσδοκία για βελτίωση της ζωής τους και γιατί εδώ και είκοσι χρόνια αυξάνεται γεωμετρικά η ταχύτητα ικανοποίησης συσσωρευμένων αναγκών τους. Αυτό, τουλάχιστον, υπόσχεται το γεγονός ότι η χώρα τους είναι το εργοστάσιο του κόσμου, ο παγκόσμιος πρωταθλητής της ανάπτυξης. Αλλά, αυτή η προσδοκία μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαψευστεί, αν επιβεβαιωθούν να σενάρια μιας δραματικής επιβράδυνσης ή ύφεσης της κινεζικής οικονομίας.

Αντιθέτως, στη λεηλατημένη Αφρική, το γεγονός και μόνο ότι αρκετές χώρες βγαίνουν δειλά δειλά από μια κατάσταση μακρόχρονων εμφυλίων και ξένων επεμβάσεων, γενοκτονιών, μαζικών λιμοκτονιών και επιδημιών, σε καθημερινή εγγύτητα με τον θάνατο, μπορεί να καταστήσει τις κοινωνίες τους αίφνης «ευτυχισμένες». Τουλάχιστον με την έννοια που όριζε ο Φρόιντ την ευτυχία, ως απλή κατάσταση αποτροπής της δυστυχίας. Όταν η βασική ανάγκη μιας κοινωνίας και των δυστυχισμένων μελών της είναι απλώς να γλιτώνουν τον πρόωρο και βίαιο θάνατο που ελλοχεύει καθημερινά, η ικανοποίησή της μπορεί να τους κάνει τους ευτυχέστερους ανθρώπους του κόσμου.

Παρέθεσα τις παραπάνω πομφόλυγες όχι γιατί χθες ξύπνησα με κακή διάθεση, αλλά για ν’ απαντήσω σε ένα υπόρρητο ερώτημα που πλανάται, καθηλώνοντας τους ανθρώπους σε κατάσταση λογοκριμένης μελαγχολίας: δικαιούμαστε να αισθανόμαστε δυστυχείς; Δικαιούμαστε να αισθανόμαστε δυστυχείς απλώς και μόνο γιατί είμαστε άνεργοι, γιατί είναι αβάσταχτοι οι φόροι που πληρώνουμε, γιατί γίναμε φτωχότεροι κατά 30% μέσα σε τρία χρόνια; Δικαιούμαστε να νιώθουμε δυστυχείς και, πολύ περισσότερο, να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως δυστυχισμένη κοινωνία, όταν οι δρόμοι μας δεν είναι γεμάτοι θύματα βομβαρδισμών, στα πεζοδρόμια δεν σκοντάφτουμε σε σκελετωμένα πτώματα, οι άστεγοι δεν έχουν δημιουργήσει αχανείς παραγκουπόλεις, τα παιδιά μας δεν ζητιανεύουν μαζικά στους δρόμους και ο μέσος όρος ζωής δεν έχει πέσει από τα 80 στα 40 χρόνια; Έχουμε δικαίωμα στην αίσθηση της δυστυχίας ή πρέπει να αποδεχθούμε τη νέα μας πραγματικότητα ως την αναγκαία «διόρθωση» μιας υπερβολής, το τίμημα μας υπερβολικής, άδικης και σπάταλης ευτυχίας; Το επιχείρημα εμπεριέχει μια ηθική απάτη, καλλιεργεί εδώ και τρία χρόνια μια καθηλωτική συλλογική ενοχή, και από τη χυδαιότητα του παγκάλειου «μαζί τα φάγαμε» περνά στο στάδιο του «μαζί τα χάσαμε». Πράγμα που υπονοεί ότι ως κοινωνία οφείλουμε να αισθανόμαστε «ήπια ευτυχής», απλά και μόνο επειδή η δυστυχία, ως συσσώρευση απωλειών και ανικανοποίητων αναγκών, κατανέμεται αναλογικά σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, από τον αφρό μέχρι το θολό ίζημά του. Επομένως, ο άνεργος που οσονούπω θα μείνει και άστεγος χάνει το δικαίωμα στη δυστυχία όχι μόνο επειδή δεν κινδυνεύει να πεθάνει από ασιτία, αλλά κι επειδή επίλεκτοι εκπρόσωποι της οικονομικής ελίτ βρίσκονται στη φυλακή, έχασαν την έπαυλή τους στη Μύκονο και αδυνατούν να χρησιμοποιούν το κατασχεμένο Learjet τους. Να κάνουμε ένα έρανο, να τους αποκαταστήσουμε τους δυστυχείς…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Στο πρόγραμμα της δημιουργίας δεν περιέχεται η πρόθεση να είναι ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Αυτό που ονομάζουμε σε αυστηρή έννοια ευτυχία προέρχεται μάλλον από την ξαφνική ικανοποίηση συσσωρευμένων αναγκών και είναι σύμφωνα με τη φύση του δυνατό μόνο σαν συγκυριακό φαινόμενο. Κάθε διάρκεια μιας ποθητής με βάση την αρχή της ηδονής κατάστασης προσφέρει μόνο ένα αίσθημα χλιαρής ευχαρίστησης. Είμαστε έτσι φτιαγμένοι, ώστε μπορούμε να απολαμβάνουμε έντονα μόνο την αντίθεση, την κατάσταση μόνο λίγο. Έτσι, οι δυνατότητες της ευτυχίας μας είναι περιορισμένες ήδη από την ιδιοσυστασία μας. Πολύ πιο εύκολο είναι να μας βρει η δυστυχία. Από τρεις πλευρές απειλεί ο πόνος. Από το ίδιο μας το σώμα, που προορισμένο να μαραθεί και να διαλυθεί δεν μπορεί να αποφύγει τον πόνο και το άγχος σαν προειδοποιητικά σημάδια. Από το περιβάλλον, που μπορεί να στραφεί εναντίον μας με πανίσχυρες αδυσώπητες και καταστρεπτικές δυνάμεις. Και τελικά από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Τον πόνο που προέρχεται από αυτήν την πηγή τον αισθανόμαστε ίσως οδυνηρότερα από κάθε άλλον. (…) Δεν είναι παράξενο που οι άνθρωποι κάτω από την πίεση αυτών των δυνατοτήτων του πόνου συνηθίζουν να μειώνουν την απαίτησή τους για ευτυχία, όπως επίσης και η ίδια η αρχή της ηδονής μεταμορφώθηκε κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος στην λιτότερη αρχή της πραγματικότητας, αφού θεωρούμαστε ήδη ευτυχείς όταν έχουμε αποφύγει τη δυστυχία, όταν έχουμε ξεπεράσει τον πόνο, όταν γενικά το καθήκον της αποφυγής του πόνου απωθεί στο παρασκήνιο το καθήκον της αποκόμισης της ηδονής …
Ζίγκμουντ Φρόιντ, «Η δυσφορία στον πολιτισμό»