Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Δεν έχω χρόνο (αναδημοσίευση)


Από 3pointmagazine
Κλειώ Βλαχάκη


Άτιμο πράγμα τούτο το σκιάχτρο που φτιάξαμε. Το κάναμε παντιέρα και πορευτήκαμε. Ένα σωρό μάχες τις δώσαμε μόνοι. Οι άλλοι δεν είχαν χρόνο κι εμείς ξεμείναμε από κουράγια. Κι ύστερα μάθαμε πως δεν έχουμε την ανάγκη κανενός. Βολικές δικαιολογίες. Εύκολο το έχεις να πεις την αλήθεια;

Δεν έχω χρόνο! Κρυφτήκαμε πίσω από τρεις λέξεις. «Είχα κάποτε πολύ χρόνο». Τον υπερσυντέλικο να τον φοβάσαι. Έχει αναπόληση, νοσταλγία, θλίψη. Έχει την ικανότητα να σε κρατάει εκεί που νόμιζες πως όλα ήταν αλλιώτικα, καλύτερα.

Ήθελα να σου πω ότι εγώ έχω χρόνο. Πως η δικαιολογία αυτή δε μου ταιριάζει. Πως το συναπάντημα με ανθρώπους που αγαπώ και νοιάζομαι και ανησυχώ είναι ό,τι καλύτερο έχει απομείνει στη ζωή μας. Και φοβάμαι μήπως δεν πούμε όλες τις αλήθειες, μήπως δεν κρεμαστούμε από λόγια που σου γαργαλάνε το μυαλό και την καρδιά και τα μάτια. Και τρέμω ότι μια μέρα θα κοιταχτούμε και δε θα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο έτσι ξένοι που θα έχουμε γίνει με τόσα φτιασιδωμένα ψέματα.

Άτιμο πράγμα τούτο το σκιάχτρο που φτιάξαμε. Με τέτοια δύναμη για να μπορεί να δικαιολογεί την αδυναμία μας. Κι έτσι ερχόμαστε και φεύγουμε και ποτέ δε διεκδικούμε εκείνο που μας αναλογεί. Τις αγκαλιές, τα φιλιά, τις ματιές, τις κουβέντες καρδιάς. Αυτά είναι τα δώρα μας, τα πολύτιμα με τους πολύτιμους μας, τους λατρεμένους, τους συνοδοιπόρους. Δεν έχει άλλο…

Υποφέρω από αϋπνίες. Είχα πάντα μια ενοχή με τον ύπνο. Είχα και ένα κουσούρι με τη μνήμη. Όλα τα θυμάμαι. Τις μικρές και τις μεγάλες μάχες που έδωσα με τον εαυτό μου. Τις υποσχέσεις που έδωσα και πήρα. Τις ιστορίες που σκαρώναμε και τα όνειρα που δε βρήκαν καράβι να ταξιδέψουν. Τις μαύρες, τρομακτικές σκέψεις που ήταν σα δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι μου στις σκοτεινές μου μέρες. Σαν το τώρα που λίγο πριν ξημερώσει ανοίγω τον υπολογιστή και ελπίζω πως θα ξεφορτώσω τα βαρίδια χαϊδεύοντας το πληκτρολόγιο. Να γράψω για όλους εκείνους που δεν έχουν ποτέ χρόνο για συναπάντημα και κουβέντα.

Για την εποχή μας που ξαφνικά έγινε τόσο εγωκεντρική και απρόσωπη αλλά και φλύαρη, χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό και ελπιδοφόρο. Να μιλήσω για τους ανθρώπους που αγαπώ με ένα δικό μου τρόπο και μου λείπουν και τους αποζητώ σαν τον ήλιο μέσα στον πιο βαρύ χειμώνα. Να τους βάλω δίπλα, να πιάσω το χέρι τους και να τους πω όλα όσα νιώθω χωρίς να φοβάμαι, χωρίς να τρέμω ότι δε θα καταλάβουν γιατί οι λέξεις μου θα είναι φτωχές και δύσμοιρες και απαγορευμένες. Να φτύσω τους θυμούς και τα παράπονα. Να ανοίξω μια μικρή ρωγμή, να κοιτάξω και να πετάξω όλα τα άσχημα, τα περιττά που κουβαλώ και με κουβαλούν και με πηγαίνουν όπου θέλουν κάποιες φορές. Να τους πω ότι όταν αγαπάμε κάποιον πάντα βρίσκουμε χρόνο γιατί υπάρχει εκείνη η διάθεση του «μαζί», η ανάγκη να ακουμπήσουμε το βλέμμα μας σε ένα δικό μας άνθρωπο, να ξεκουραστούμε και να τον ξεκουράσουμε.

Δεν έχω χρόνο για χλιαρές κουβέντες. Για λόγια του αέρα και συναναστροφές του δήθεν. Για κίβδηλα συναισθήματα και κούφιες κουβέντες. Για ανθρωπάκια που κομπάζουν με το τίποτα και πουλούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Για άδειες ματιές και ανούσιες κουβέντες που δε θα σου δείξουν ποτέ ένα τόπο να ξεκουράσεις τη σκέψη σου.

Για όλους εκείνους που αγαπώ, εγώ θα έχω πάντα χρόνο. Θα έχω ένα τρόπο να σηκώσω τα σακιά τους, τα βλέμματα, τις λέξεις, τους θυμούς, τις σκοτεινές και φωτεινές στιγμές…

Τελικά ξημέρωσε. Πάντα θα ξημερώνει. Έχει η ζωή τον τρόπο να στρώνει βελούδινο χαλί και να σκεπάζει την καρδιά. Να δίνει μια ελπίδα πως θα τα καταφέρουμε.

Στις 6.00 το πρωί, ημέρα Κυριακή ήθελα να σου πω ότι οι αγκαλιές σώζουν από τους φόβους. Μακάριοι οι ευτυχισμένοι που αν βρεις κάποιον μην παραλείψεις να μου τον δείξεις. Θέλω να μάθω όσα έχει να μου πει…

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου (αναδημοσίευση)

φωτο: μπουγάδα στην Αγ.Παύλου (Βάθεια)

3pointmagazine
Της Μάριας Μπονοβόλια

Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

Μούτρα. Ν’ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σ’ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα. Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Προβολή ντοκιμαντέρ: Πορτρέτο του πατέρα σε καιρό πολέμου.

 
Του Τίμωνα Κουλμάση,

«Πώς ν’ αντισταθείς στη βαρβαρότητα
με στοχασμό, με ποίηση;»

Τα γράμματα του Πέτρου Κουλμάση στην αγαπημένη του ζωγράφο και γλύπτρια Νέλλη Ανδρικοπούλου μέσα από το φακό του Τίμωνα Κουλμάση (http://www.timonkoulmasis.eu/gr/timon-koulmasis/index.php)
 
πρώτη προβολή, είσοδος ελεύθερη
Δευτέρα 24/10 ώρα 20.30 GOETHE-INSTITUT Ομήρου 14-16, Αθήνα.
Διάρκεια 80 λεπτά, θα ακολουθήσει συζήτηση με τον σκηνοθέτη

«Μετά ήρθε το αναπάντεχο και ασύλληπτο βάρος του πεπρωμένου. Στο λυκόφως του ουμανισμού. Η επίθεση γίνεται ενάντια στον άνθρωπο αυτόν καθαυτόν. Το ζήτημα είναι αν θα νικήσει το τεχνητό ρομπότ ή ο φανατισμένος πιστός του Εγώ ή ο δαιμονοποιημένος άνθρωπος της μάζας ή αν η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να υπάρχει: ο Goethe και ο Hegel. Άνθρωποι με αξίες. Το καρφί από το οποίο κρέμεται ο κόσμος σπάει. Το ερώτημα είναι αν γίνεται να το ξανακαρφώσουμε.»
Πέτρος Κουλμάσης, συγγραφέας, αρθρογράφος (1914-2003).

Ο γιος του Πέτρου Κουλμάση, ο Τίμων Κουλμάσης, γεννημένος όπως και ο πατέρας του στη Γερμανία, έζησε εκεί από κοντά την αντίσταση της οικογένειάς του κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, όπως και τα ανήσυχα χρόνια της δεκαετίας του 1970 στη Γερμανία. Ζει και εργάζεται σήμερα στο Παρίσι και στην Αθήνα με «έδρα» του τη μνήμη και το σινεμά. Αθεράπευτα αισιόδοξος και ο ίδιος, κινηματογραφεί με πόνο και πίστη στην ποίηση της ζωής τα γράμματα του πατέρα του προς την αγαπημένη ζωγράφο και γλύπτρια Νέλλη Ανδρικοπούλου (1921-2014). Ποντάρει ξανά και ξανά, όπως κι ο πατέρας του, ενάντια στη βαρβαρότητα. Ποντάρει στον κινηματογράφο και την αξιοπρέπεια στη ζωή.

Η Δρέσδη ασπρόμαυρη, συνυφασμένη γύρω της ανάμνηση, σαν κλειδαρότρυπα στην ιστορία. Ο πολίτης του κόσμου και παντού ο ξένος στα στοχαστικά χρώματα του γερμανικού δάσους. Το Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο στην Αθήνα (1941-1944), η μυστηριώδης μορφή του διευθυντή του Rudolf Fahrner και η στενή του σχέση με τους αδερφούς Stauffenberg, διαδρομές της κάμερας, μια ξεκάθαρα χαραγμένες, μια υπαινικτικές, ανάμεσα σε χειρόγραφες αράδες, ανάμεσα σε χώρες, βλέμματα που αναζητούν εσωτερικές αλήθειες.

Και η Αθήνα, σε πείσμα όλων των καταστάσεων, φωτεινή κι ολάνοιχτη. Από την Ομήρου η Νέλλη, ξεναγός στην ταινία, κοιτά κατάματα τον επιστολογράφο, τον καιρό της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, εμάς σήμερα, θαρραλέα, ελεύθερη, δυνατή.
 
Τα δικά της γράμματα προς τον Πέτρο Κουλμάση δεν σώζονται, όμως την απάντησή της τη δίνει στην ταινία. Κι είναι απάντηση αφοπλιστική, συμφιλιωτική.

«Στο ‘Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου’ δεν θέλω να ισχυριστώ ότι εγώ ξέρω. Προσπαθώ να καταλάβω και προσπαθώ να κάνω να φανούν ανάμεσα στις εικόνες όσα δεν φαίνονται στις εικόνες. Η ταινία δεν είναι χρονικό ‘ιστορικών’ γεγονότων, αλλά μια σειρά στιγμών που στο πέρασμα της ιστορίας έχουν γίνει στιγμές ζωής και βιώματα.»
Τίμων Κουλμάσης

Ακολουθεί συζήτηση με το κοινό και τους:
Τίμωνα Κουλμάση
Φαίδρα Κουτσούκου, ιστορικό-εκπαιδευτικό
Εύα Στεφανή, ντοκουμενταρίστρια, Αν.Καθηγήτρια Ιστορίας και Θεωρίας του Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Συντονίζει ο Καθηγητής Νικόλαος Τζαβάρας, ψυχίατρος, ψυχαναλυτής.

Πόλεμος και Αγάπη/Αγάπη μες στον Πόλεμο. Τίτλοι που θα μπορούσαν να δοθούν σε αυτό το ντοκιμαντέρ, λέει η σύζυγος του Τίμωνα Κουλμάση, Ηρώ Σιαφλιάκη. Γιατί ο μόνος τρόπος να σταματήσεις τη βαρβαρότητα είναι να κοιτάξεις βαθειά μέσα σου.

πηγές:
Ηρώ Σιαφλιάκη

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

«Αρχίζω με το Σ’ Αγαπώ» (αναδημοσίευση)


 Κλειώ Βλαχάκη 
Ψιλο-λόγια

 9/9/2016
Ηράκλειο

«Ήρθες, είδες, απήλθες. Κι εγώ σου γράφω ακόμα γράμματα. Ο καθένας πορεύεται όπως μπορεί. Άλλος με τις λέξεις του κι άλλος με την απουσία. Εμένα η ανάγκη μου είναι γράμματα. Θαρρώ πως έτσι βρίσκω μαξιλάρι κι ακουμπώ για λίγο την ψυχή μου. Παράξενα πλάσματα είμαστε! Θα φτάσουμε στο τέρμα και δε θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε την αλήθεια. Δεν είναι μία. Ευτυχώς γιατί θα θέλαμε όλοι από το ίδιο μερίδιο και θα ξεσκίζαμε πάλι τις σάρκες μας.

Ο νοτιάς τις τελευταίες μέρες έχει στήσει πανηγύρι. Κάθε Σεπτέμβρη μου δίνει ραντεβού. Και τότε θυμάμαι την υπόσχεση που είχα δώσει και πιάνω μολύβι και χαρτί και σου γράφω. Ήθελα να προλάβω να σου πω ότι μου λείπεις. Μόνο γι’ αυτό δε θα ’θελα να μου κόψουν τη γλώσσα. Θα τους παρακαλούσα, θα τους ικέτευα, θα τους έταζα το πιο μεγάλο, το πιο σπουδαίο, το πιο ακριβό. Ποτέ δεν κατάφερα να σου το πω. Πάντα σου το έγραφα μα το ρημάδι το στόμα μια φορά δεν το άνοιξα. Αυτές τις μέρες όμως έχω εκείνο το φόβο του προσωρινού. Με έπιανε από παιδί. Μια φίλη μου λέει πως είναι διαταραχή και πρέπει να πάω σε κάποιον ειδικό. Εγώ είμαι σίγουρη ότι μεγαλώνω και μεγαλώνουν και οι απώλειες. Πληθαίνουν οι πουτάνες!

Όταν ήμουν πιο μικρή είχα αποκούμπι εκείνο το καραβάνι της ελπίδας. Μετά το εγκατέλειψα. Η ελπίδα είναι δίκοπο μαχαίρι. Σε κάνει να περιμένεις και περιμένεις μέχρι το άπειρο. Ευτυχώς που το κατάλαβα νωρίς γιατί εκείνα τα στερητικά άλφα με είχαν αποδιοργανώσει. Και ο μέλλοντας δεν ήταν ο αγαπημένος μου χρόνος. Ξεχνούσα τον ενεστώτα. Γιατί τον ξεχνάμε όλοι; Πόσο παράξενα πλάσματα!

Δε μου αρέσουν τα καλοκαίρια. Αρέσουν σε όλους. Εμένα λιώνουν τα χέρια μου. Είναι κέρινα. Κι ήθελα τόσο πολύ να σου γράψω δυο στίχους. Τώρα δεν έχω τρόπο να σε αγγίξω. Τώρα δεν έχω χρόνο. Τον σπατάλησα να σε περιμένω. Τρώγοντας τα νύχια μου από αγωνία, έφαγα και τις σάρκες μου. Δε φταις. Ο καθένας έχει τις ανάγκες του. Αγαπάμε και περιμένουμε να μας αγαπά και ο άλλος; Μα αφού η αγάπη είναι προσωπική υπόθεση.

Το Σάββατο βρεθήκαμε σε ένα καφενείο ενός χωριού να πίνουμε ρακές. Δυο ελιές, ένα κομμάτι φέτα, δυο παξιμάδια, μια τομάτα κομμένη στα τέσσερα. Κάτσαμε έξω στην αυλή κάτω από την κιτρινισμένη κληματαριά. Το φθινόπωρο μου αρέσει να κλωτσάω τα φύλλα. Κάνουν εκείνο το τρίξιμο που μοιάζει με ρέκβιεμ! Αργά το απόγευμα και μας βρήκε το βράδυ. Ο τίτλος ήταν «μνημόσυνο». Φέρνει η μνήμη θύμησες και νοσταλγία. Μαζί με εκείνον μνημόνευα και όλα τα άλλα. Ταύτιση ανθρώπων. Διαφορετικές ζωές. Πιο στομωμένες, πιο κλειστές. Όλο το βράδυ έλεγα την ίδια φράση: «Ξέρω πώς νιώθει απόψε. Τον νιώθω. Σα να του μιλώ. Κι εκείνος ξέρει».

Είχε μια δροσιά φθινοπωρινή. Ένα μούχρωμα και μια υγρασία. Κλαίγαμε, γελούσαμε και πάλι από την αρχή. Να πηγαίνουμε ασορτί με τη φύση. Να κουμπώνουμε τουλάχιστον με αυτό μια και με όλα τα άλλα δεν τα καταφέραμε.

Δυο ελιές, ένα κομμάτι φέτα, δυο παξιμάδια και μια τομάτα κομμένη στα τέσσερα. Και στάμπες από κίτρινα φύλλα. Πάντα μου άρεσε να κλωτσάω κίτρινα φύλλα. Εκείνο το βράδυ δεν πόνεσα κανένα. Τα άφησα πεταμένα στη γη να αργοπεθαίνουν. Έβαλα μια ζακετούλα και άναψα τσιγάρο.

Κι αλήθεια, ήξερα ακριβώς πώς ένιωθες.
Κι αλήθεια, ήξερες ακριβώς πώς ένιωθα.

Στομωμένες οι ζωές με πρέπει. Να δεις που κανένα βράδυ θα πνιγούμε από τις ανείπωτες λέξεις. Γι’ αυτό σου γράφω. Πριν πνιγώ γιατί στη διαδρομή θα χτυπάω το κεφάλι μου και θα κλαίω που δεν είπα όσα ήθελα να πω.
 
Πέθανε ο Θάνος. Εκείνο το βράδυ που πίναμε στο καφενείο για εκείνον τα πίναμε. Πενθούμε. Δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Εμείς ξέρουμε. Έχω το βιβλίο του. Διάλεξα ένα απόσπασμα για σένα. Στην αρχή σκέφτηκα πως είναι ένας τρόπος να απολογηθώ και να δικαιολογηθώ που σου γράφω. Μα ύστερα σκέφτηκα πως δεν πρέπει να έχουμε ανάγκη να δικαιολογήσουμε την αγάπη. Αγαπώ σημαίνει αγαπώ και τίποτα άλλο. Μη ρωτήσεις ποτέ κανέναν άνθρωπο γιατί. Αν βρει απάντηση δεν αγαπά. Λέει ψέματα.
 
«Σ’ αγαπώ
κι όταν χτυπάει μεσάνυχτα
κι όταν ακούγεται ο τελευταίος ασπασμός μιας πόρτας πίσω μας
κι όταν πρέπει να υπομείνουμε πολύ
κι όταν χρειάζεται τα δικά μας παράθυρα να ανοίγουμε
κι όταν καθόλου δεν ξεκουράζεται αυτό το “σ’ αγαπώ”
ολοένα
διαρκώς
ανάμεσα στους δαίμονες και στα θαύματα
συνέχεια
Σ’ ΑΓΑΠΩ».
 
Έτσι θα κλείσω. Εκείνος τα είπε όλα.
«Καλή αντάμωση…»

Υ. Γ. Μια φίλη με πήρε τηλέφωνο.
– Γιατί δε γράφεις κάτι για το Θάνο; Αφού ξέρω την αδυναμία που του έχεις.
– Τα έγραψαν όλα. Κι έπειτα νομίζω πως ό,τι γράψω θα είναι λίγο, μικρό.
– Γράψε αυτό που νιώθεις.

Σήμερα αποφάσισα να γράψω σε κάποιον άλλο που κι εκείνος αγαπούσε πολύ το Θάνο. Και να μιλήσω για την αγάπη που είναι η αρχή και το τέλος. Ο πιο ισχυρός αλλά ξεχασμένος θεός. Όμως ακόμα αναρωτιέμαι: Αφού τον αγαπούσαμε τόσο γιατί πέθανε;

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Πριν το τέλος πώς μοιάζει η σιωπή…(αναδημοσίευση)


από την Κλειώ Βλαχάκη 

Έχω καιρό να γράψω. Ίσως γιατί έχω και καιρό να νιώσω. Τόσο αδιάφορα συναισθήματα ασπάζομαι αυτές τις καλοκαιρινές μέρες. Τόσα άχρωμα, άγευστα, άοσμα που σκέφτομαι πως μάλλον ζω σε ενυδρείο. Σαν ψάρι που κάθε λεπτό ξανασυστήνομαι ή προσπαθώ να θυμηθώ από ποια μεριά είδα τα πρόσωπα που συνάντησα.

Εκείνες οι μέρες οι αδιάφορες! Εκείνες οι μέρες που δε φέρνουν τίποτα! Ούτε ανεβοκατεβάσματα, ούτε αέρηδες, ούτε μια πινελιά καινούριο. Επίπεδα όλα! Και η γη ολοστρόγγυλη και μια σταλιά που θαρρείς πως με ένα σάλτο τη γύρισες και την είδες όλη. Και αν δεν έχεις ένα πρόσωπο να σε περιμένει σε ποιον να τη διηγηθείς την ιστορία που συνάντησες;

Χόρευε το μυαλό μου μέσα στο αυτοκίνητο. Σε μια απόσταση 40 χιλιομέτρων είδα τις σκέψεις μου χαμένες και βουβές. Πότε στο χθες που με χωρίζει ένα τσιγάρο δρόμος, πότε στο σήμερα που, ανάθεμα με, κι αν ξέρω να διακρίνω! Ποτέ δεν έμαθα πως τα ξεχωρίζεις αυτά τα δυο. Ποιο ήταν και ποιο είναι.

Αγαπώ τα τραγούδια. Και προτιμώ τον ελληνικό στίχο γιατί αγαπώ τη γλώσσα μου, την κατανοώ, είναι οικεία, κτήμα μου και δούλεψα σκληρά για να αποκτήσω, για να με αγκαλιάσει και να ανταλλάξουμε φιλιά και δώρα. Είναι μια σχέση που δουλεύεται ακόμα. Κι έτσι όταν οι αποστάσεις είναι μεγάλες και ταξιδεύω μόνη μου βάζω δυνατά μουσική, ανοίγω το παράθυρο ό,τι καιρό κι αν κάνει κι αφήνω τον αέρα από το Γιούχτα κι ύστερα από τα Αστερούσια να μου ανακατεύει τα μυαλά. Κινηματογραφική ηρωίδα γίνομαι με τραγικότητα και μυστήριο και πάθη αδιαφιλονίκητα και ανθρώπινα που δεν έχει αντίβαρο και οξειδώνεται αργά στην πολυτέλεια του τίποτα.

Σήμερα μου έκανε την τιμή ο Αγγελάκας. Μπορεί να είναι και ο μοναδικός που κράτησα από την εποχή της εφηβείας.
Μέσα μου ο αέρας που φυσά
Στιγμή δε λιγοστεύει
Μάλλον τρελά θα μ’ αγαπά
Γι’ αυτό έτσι με παιδεύει

Αυτή η αρχέγονη κραυγή που ακούγεται στο τραγούδι που καταπατεί το θάνατο και φέρνει τον αέρα να στοιχειώσει τις ζωές των ανθρώπων, τα όνειρα, που στροβιλίζει στη δύνη του σήμερα τη ματαιότητα και την κάνει δύναμη και τραγούδι και κραυγή! Μεγαλείο ζωής και ανάσα λύτρωσης! Πόσο μικροί είμαστε για να μας αξίζει αυτή η κραυγή κι αυτή η ανάσα και η λευτεριά της ψυχής! Κι αν έφευγα μια μέρα έτσι ξαφνικά αυτό το τραγούδι θα ήθελα να ακούγεται από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου χωρίς λοιδορία και μομφή για όλα αυτά που ήρθαν κάποτε κι έκλεισα τα μάτια να μην τα δω κι εκείνα βρήκαν τρόπο και με κυρίεψαν.

Κι ύστερα πετώντας με ένα φτερό θα σκεφτόμουν εκείνο το θεϊκό στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου που στοίχειωσε τα παιδικά μου χρόνια κι αργότερα μεγαλώνοντας κατάλαβα πόσο μεγάλη αλήθεια έκρυβε η αταξία του τέλους: 
Πριν το τέλος πως μοιάζει σιωπή σαν αγάπη μεγάλη

Αν έφευγα ένα πρωί ξαφνικά θα ήθελα να προλάβω να σου πω πόσο πολύ σε αγάπησα γιατί ήρθες από το χθες και θρονιάστηκες στο σήμερα μπορεί και χωρίς το αιτιατό παρά μόνο με την αιτία, χωρίς αφορμή. Κι ύστερα θα σου άφηνα ένα μικρό σημείωμα για μια νύχτα που μέσα στους αιώνες μονάχα αυτή έμεινε ζωντανή στη μνήμη μου χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς και φαμφάρες, γεμάτη χρώματα κι ας ήταν νύχτα χειμωνιάτικη. Θα σου έλεγα για την αίσθηση που είχε την εικόνα μιας παιδικής ζωγραφιάς αθώας με ανθρώπους που υψώνουν τα ποτήρια κι εύχονται καλή τύχη στα μελλούμενα. Ή ακόμα κι αυτός ο στίχος που μου θύμιζε και θα μου θυμίζει πάντα εσένα:
Μου ‘γνεφε η καρδιά,πάρε μυρωδιά,
το λάδι εδώ πως καίγεται
και ζήσε το ταξίδι….
Αν δεν προλάβαινα απλά ήθελα να το ξέρεις….

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Να με ταξιδεύεις (αναδημοσίευση)


από Rubies and Clouds

Να με πάρεις στο πλοίο σου, κουράστηκα να αρμενίζω με το δικό μου, για χρόνια καπετάνιος και μούτσος, ταυτόχρονα και εναλλάξ, με τρικυμία ή μπουνάτσα, με παντιέρα ή λάθρα, με σκοπό ή αστόχαστα, στάσου ν’ αδειάσω τα έρματα μόνο, κι έλα, πάμε,

Έλα να χτίσουμε ένα πλοίο και να ταξιδεύουμε μαζί, να πλέουμε πελάγη, σύννεφα, ωκεανούς, θάλασσες και ποταμούς, να σκαρφαλώσουμε παγόβουνα, να κατεβούμε φαράγγια, να βουτήξουμε σε λίμνες παγωμένες, να ζεσταθούμε πάνω από ηφαίστεια, να κρυφτούμε σε σπηλιές και καλύβες, να κουνάμε το κεφάλι μας αντί να μιλάμε στη γλώσσα μας, να πιάσουμε ένα ναυτίλο για να ακούσουμε τον ήχο του ωκεανού, να κοιτάξουμε ένα άγριο ζώο στα μάτια, τολμάμε; να σπάσουμε τα εμπόδια, που μας κρατάνε πίσω, τολμάμε; να ξαπλώσουμε σε προβλήτες βρώμικες, να κλέψουμε καρέκλες στην παραλία, να στήσουμε μια σκηνή στον ουρανό, να διαβάζουμε όσο θα ακουμπάμε τα κεφάλια μας στα σακίδια, να στεριώσουμε τα μάτια μας στο ηλιοβασίλεμα μέχρι να μας πληγώσει - μόνο αυτό να αφήσουμε να μας πληγώσει, να βυθιστούμε στη μαγεία μιας ανατολής, με τις δονήσεις να κομματιάσουν τις σκέψεις που κουβαλάμε μέσα μας, να ζήσουμε αβέβαιες περιπέτειες, ναι, ας κάνουμε βόλτα στους πιο επικίνδυνους δρόμους του πλανήτη, να συναντήσουμε τις πιο τρελές φυλές στη γη, στο διάολο η ασφάλεια, αυτή που μας πουλάνε σε τιμή άνισης ευκαιρίας…

Κι ύστερα - ή πρώτα, να φύγουμε προς την Ανατολή, τη μεθυστική, την απόκρυφη, τη μυστικιστική, αυτήν την πλανεύτρα τη γυναίκα, εκεί που όλα βρίσκουν το δρόμο τους, εκεί που τα ερωτήματα είναι οι ίδιες οι απαντήσεις τους…

Κι έπειτα να κυλίσουμε προς το Νότο, αυτόν το γέροντα τον ταλαίπωρο, που έχει βρει τη ραστώνη του, που τα’χει κάνει πλακάκια με την τεμπελιά του, το σοφό γεροξεκούτη, που τα΄χει χαμένα και ντρέπεται, που τα κουτσοπίνει και το κρύβει, αυτός ο νότος θα μας σώσει;

Και μετά να φύγουμε προς το Βορρά, ο βορράς είναι διάφανος, χωρίς ενδοιασμούς κι αναβολές, ήταν νιος κι άντεξε, δεν διαβρώθηκε τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα, είναι αυτός που αντέχει ακόμη, σαν έφηβος, σκοτεινός κι απρόσιτος, με το βλέμμα στη φύση.

Ίσως στο τέλος ή στην αρχή, κι όσο αντέξουμε, να σαλπάρουμε προς τη Δύση, να μας ξελογιάσει με τις ανέσεις της και τους τεχνητούς παραδείσους της, με τα φαντασιοκοπήματα και τις υπερβολές της, να ζήσουμε λίγο σύμφωνα με τους κανόνες των άλλων, να ζήσουμε ανυπόφορα, αλλά με νόμο και τάξη,

Μα μη διστάζεις, έλα! Έλα να απλωθούμε σε νησιά παραδεισένια πάνω σε αιώρες από νήμα ντόπιου μεταξοσκώληκα, να κολυμπήσουμε γυμνοί στα ποτάμια, να κάνουμε έρωτα πάνω σε βράχους απρόσιτους και σε μαρμαρένια αλώνια, χορταριασμένα κι άγνωστα, να πίνουμε νερό μόνο από την πηγή, να ρουφάμε αλμύρα κι αστερόσκονη, να τρώμε φύκια και καρύδες το καλοκαίρι, ρίζες και μανιτάρια το χειμώνα…Να γίνουμε ένα με τη φύση, όσο μας μένει, όσο δεν την πληγώνουμε, βυθισμένοι στα ταξίδια μας, να λησμονήσουμε το χρόνο, μπας και μας λησμονήσει κι αυτός, ας γίνουμε για λίγο, θέλω μας και όχι τα πρέπει μας, ποιος να μετρήσει αυτό το λίγο; Να σκοτώσουμε το φόβο μέσα μας, να σταθούμε απέναντι από τον εχθρό - είναι αυτός πραγματικά ο εχθρός μας; έλα να φύγουμε μακριά από τη σκόνη και το μίσος, από τις σφαίρες και το βουητό του θανάτου, να γλυτώσουμε τις πλημμύρες και τους ανεμοστρόβιλους, πόσο μακριά είναι το μακριά;

Το ξέρω, το ξέρεις, όλα αυτά δεν είναι παρά η άγρα της ονειροπαγίδας μου, ένα συμπίλημα φιλοδοξίας και φαντασίωσης, ένα συνονθύλευμα πραγματικών και πλασματικών ονείρων, καλοκαιρινών ή παντοτινών, γνώριμων κι αλλότριων, μια δαντελένια ουτοπία που πλέκω κάθε χρόνο, κάθε άνοιξη, για να κρατά ως το χειμώνα, για να ξαναρχίσει πάλι, θέλω να δω την άλλη πλευρά της ψυχής σου, μου είπε, ahava είναι η αγάπη, στα εβραϊκά, μου είπε…
εκσαιρετικά αφιερωμένο στην Ελένη

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

ήταν πολύ νωρίς (αναδημοσίευση)


Posted by Кроткая
Κάθομαι και κοιτάω το άσπρο ηλεκτρονικό χαρτί και σκέφτομαι μονάχα πως το μόνο που λυπάμαι είναι εκείνα τα βράδια που έφυγα νωρίς από την Ιπποκράτους, εκείνα τα Χριστούγεννα που πάλι την είχαμε κλείσει (την Ιπποκράτους ντε) με γέλια και ποτά στα χέρια, κι ίσως να ήταν η τελευταία φορά που σε είδα, και μού’χες φανεί καλά, αλλά έφυγες εσύ πολύ νωρίς.

Εκείνο το βράδυ έφυγες νωρίς. Αλλά και γενικά. Ξαναδιαβάζω τα δώρα και νιώθω πλούσια, δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω, σου χρωστάω ξέρεις πολλά, αλλά δε στό’πα ποτέ, αυτή τη μαλακία κάνουμε μωρέ, νομίζουμε πως θα είμαστε εδώ για πάντα και δεν μιλάμε, δεν λέμε στους ανθρώπους αυτά που λάμπουν στα μάτια μας, το αφήνουμε για αργότερα, μην και μας πέσει η μύτη, και μετά είναι αργά πια και λες γαμώτο, έφυγε, πέρασε η ώρα, πέρασε η μέρα, πέρασε η ζωή -και δεν πρόλαβα.

Πάλι για μένα θα πω, αυτό το «δεν πρόλαβα» δεν παίζει να ξανασυμβεί, άλλαξα ούτε και φαντάζεσαι πόσο, δεν υπάρχει «δεν πρόλαβα», δεν υπάρχει «άστο για αύριο», όχι, αύριο θα είναι αργά, αύριο παίζει και να μην προλάβω, τώρα, τώρα πρέπει, τώρα *θέλω*. Τώρα που το νιώθω, τώρα που έχω τις λέξεις έτοιμες και θέλουν λίγο σπρωξιματάκι για να αρθρωθούν. Λίγο τσιπουράκι.

Λίγο τσιπουράκι, σαν εκείνο που πίναμε στην Ιπποκράτους, γαμώτο σου, και βρίζαμε όλοι μαζί το μλκ τον κουμπάρο σου που γενικά σπαστικός είναι -το ξες- αλλά τους αγαπάμε τους σπαστικούς που μας κάνουν να γελάμε και μπορούμε άνετα να τους βρίζουμε και μετά πάλι να γελάμε.

Άλλαξα που λες. Δεν κάνω πλάνα γιατί βαρέθηκα να κάνω το θεό να γελάει, λέω καλύτερα να γελάω εγώ. Δηλαδή μερικά πλάνα τα κάνω, όχι μόνη, με όσους θέλουν να ακολουθήσουν. Όποιος θέλει καλώς, όποιος δε θέλει κρίμα. Αλλά αν έμαθα κάτι στο ίδρυμα (ξές, το ίδρυμα της Ιπποκράτους), είναι πως είναι καλό να αφήνεις τους ανθρώπους να ανθίσουν, και τα ζιζάνια καλά είναι, γνώση και εμπειρία, ειδικά όταν τα ξεριζώνεις. Πιο καλά όμως ακόμα να ποτίζεις το σπόρο της αμφιβολίας και μετά να τον βλέπεις να θεριεύει.

Όλοι αλλάζουμε, όλα αλλάζουν, αυτή είναι η ουσία στη ζωή, αυτή είναι η ζωή τελικά. Κι ακόμα κι αν μένουμε αμετακίνητοι, πάλι αλλάζουμε, γιατί αλλάζει το πλαίσιο, οπότε αναγκαστικά αμετακίνητος εσύ σε άλλο φόντο, κι αυτό ακόμα συνιστά αλλαγή και εξέλιξη, ανεξάρτητα από σένα. Ανθρώπινο να φοβόμαστε το ξένο, το διαφορετικό, το καινούριο, το άγνωστό. Θαρραλέος δεν είσαι επειδή δε φοβάσαι. Θαρραλέος είσαι όταν φοβάσαι, αλλά παρόλαυτά πηγαίνεις, τολμάς, πράττεις κι ας τρέμεις.
***παύση***
νοτιφικέσιο στο φβ. αυτό.

Πάνω που σκεφτόμουν πως κι ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής. Πάνω που ξαναθυμόμουν την απόλυτη εκλογίκευση αυτού που δε χωράει στο μυαλό του ανθρώπου. «Στις κηδείες δεν κλαίμε για κείνους που έφυγαν. Κλαίμε για εκείνους που έμειναν πίσω, κλαίμε για μας.» Φυσικά. Γιατί ο άλλος την έκανε και πια δε νιώθει, εμείς όμως νιώθουμε ακόμα και ζούμε και όχι, δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου. Και δεν τη δέχεται βρε αδερφέ την αδικία, δεν την θέλει.

Πάω να γράψω «μου λείπεις». Αντί γι’αυτό προτιμώ να πω πως χαίρομαι που σε γνώρισα, που έζησα το μοίρασμα, την αίσθηση να ξαναγίνομαι μαθήτρια και να ρουφάω την κάθε λέξη, το κάθε πείραγμα, το κάθε απόσταγμα σοφίας που έλαβα από σένα. Χαρά και ευγνωμοσύνη μόνο. Κρίμα για όποιον δεν είχε τη δική μου τύχη, ακόμα χειρότερα για όποιον δεν κατάλαβε. Και ξυπνάει ο ελιτισμός μου και μου ψιθυρίζει πως όποιος δεν κατάλαβε δεν το άξιζε, αλλά δεν είναι ώρα τώρα γι’αυτά. Τέρμα πια με τα δηλητήρια. Αρκετό δηλητήριο κύλησε στις δικές σου φλέβες, φτάνει να καταστρέψει ολόκληρη χώρα.

Εγώ δεν ήμουν εκεί όταν σου είπαν το τελευταίο γεια χαρά. Αλλά νιώθω να φουσκώνω από χαρά και περηφάνεια που ήταν εκεί άνθρωποι που δε σε γνώρισαν καν. Έτσι πρέπει να γίνεται, αυτό είναι το σωστό. Ένα θησαυρό πρέπει να τον μοιραζόμαστε, ακόμα και αν είμαστε πια στο «και πέντε», δεν είναι αργά.

Σαν την αγάπη: όσο πιο πολλή δίνεις, τόσο πιο πολλή έχεις. Χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς αστερίσκους, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς προσδοκίες. Και χωρίς επεξηγήσεις. Αγαπάς γιατί απλά δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Ή αγαπάς ή δεν αγαπάς. Δεν έχει λίγο, πολύ, μέτρια. Δεν είναι καφές η αγάπη. Μερικά μεγέθη είναι απολύτως απόλυτα, και αυτά είναι που αξίζουν, αυτά είναι που γεμίζουν, εκεί είναι η ουσία.

Η αγάπη είναι το αντίθετο της σύγκρισης. Στην αγάπη δε χωρούν τα γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί αγάπη. Στην αγάπη δεν υπάρχει το πιο και το λιγότερο. Αγάπη τόσο. Αγάπη έτσι. Χωρίς ερωτηματικά. Χωρίς σημεία στίξης. Συνεχής και αρμονική ροή είναι η αγάπη.

Και δε σταματάς να αγαπάς επειδή ο άλλος έφυγε. Και τι πα’να πει «έφυγε»; Τι πα’να πει «πέθανε»;
***
 

Άνοιξα σήμερα, για χάρη σου, ένα κουτάκι με αναμνήσεις. Βρήκα εκεί μέσα ξεχασμένα, καλά και κακά. Θύμωσα, στεναχωρήθηκα, μετάνιωσα, έκλαψα, χαμογέλασα, έσκασα στα γέλια, μου κόπηκε η όρεξη, μου κόπηκε ο βήχας, ντράπηκα λίγο, αναστέναξα από χαρά, αναστέναξα από λύπη.
Ένιωσα.
Έζησα.

Ευχαριστώ.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

σκάβει από μέσα τον πλανήτη (αναδημοσίευση)

Solitude 
εικόνα κλεμμένη από τον @zero_iv
Posted by Кроткая

Είμαι τόσο πολύ χρεωμένη που τρεις ζωές δεν φτάνουν να ξεπληρώσω. Απόψε ακούω αυτό στο ρηπήτ, δεν ξέρω πόσες φορές, πάνω από δέκα ήδη. Διαβάζω και ξαναδιαβάσω τους στίχους και νιώθω μια ζεστασιά, παρά τη θλίψη. Είναι αλλόκοτο πώς μια κουβέντα μπορεί να σε σκοτώσει ή να σε σώσει. Αλλόκοτο. Όσο αλλόκοτες είναι και οι συναισθηματικές μεταπτώσεις. Όσο αλλόκοτοι είμαστε οι άνθρωποι τελικά.

Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω εκείνους που πιο πολλά αξίζουν, να υποφέρουν. Εκείνους που επιλέγουν να πράττουν τα όμορφα πράγματα, τα λιγοστά έστω όμορφα πράγματα που μας περιβάλλουν. Εκείνους που ξέρουν να χαμογελούν, να λένε ευχαριστώ και συγγνώμη και να τα εννοούν. Εκείνους που τα μάτια τους λάμπουν πυρετικά στο άκουσμα ενός στίχου και που τρέμουν από οργή μπροστά σε ένα ξεριζωμένο δέντρο, μπροστά στην αδικία, μπροστά σε αυτό τον τόσο στρεβλά φτιαγμένο κόσμο. Αυτούς που θέλουν μια αλλιώτικη κοινωνία, χτισμένη από ανθρώπους που δεν χρειάζεται να δώσουν διαπιστευτήρια. Που δεν ζητούν από κανένα να απολογηθεί για την διαφορετική του τοποθέτηση. Που δεν κατατάσσουν τους ανθρώπους σε κουτάκια. Που νιώθουν τον πόνο του άλλου ακόμα κι αν χιλιάδες χιλιόμετρα τους χωρίζουν. Εκείνους που τελικά μπορώ να αποκαλώ «συντρόφους«.

Κοιτάζω γύρω μου και σκέφτομαι πως τελικά αυτός ο κόσμος μπορεί και να μην αλλάξει, κι είναι απελπιστικό αυτό το ενδεχόμενο. Και μετά σκέφτομαι πως αν υπάρχουν κάποιοι που γράφουν τραγούδια σαν αυτά, αν υπάρχουν άνθρωποι που δακρύζουν στη θέα ενός άστεγου που ψάχνει στα σκουπίδια, στη θέα ενός παιδιού που σώθηκε από ναυάγιο, στη θέα ενός πληγωμένου ζώου -αν υπάρχουν άνθρωποι που δε δακρύζουν μονάχα γι’αυτά, αλλά προσφέρουν τις λγοστές τους δυνάμεις, τη μηδαμινή τους ύπαρξη στην προσπάθεια για να μην συμβαίνουν αυτά – ε, αν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι [που υπάρχουν, φυσικά και υπάρχουν, τους ξέρω με τα ονόματά τους τα πραγματικά], απλά δεν γίνεται να μην αλλάξει αυτός ο κόσμος.

Η απόσταση τελικά μπορεί και να μηδενιστεί, αφού η αγάπη σκάβει από μέσα τον πλανήτη και τρέχει με ταχύτητα φωτός στα λαγούμια, διαπερνά κοιτάσματα και βράχια. Στο λέω πως είναι δυσκολα. Το ξέρω πως «οι άνθρωποι πόσο είναι κακοί«. Το ξέρω πως φοβάσαι. Το ξέρεις πως φοβάμαι.
Όμως, όπως μου’πε και η φίλη μου, μέσα από τις χαραμάδες περνάει το φως. Υπάρχει το φως.
Υπάρχει η αγάπη.
Την ακούω.
Ακούω τις χαρές σου ακούω τις λύπες σου.
Και μια μικρή ζεστή αγωνία μου γλυκαίνει το αίμα.
Και δεν ακούω τις σκέψεις μου.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Κόκκινα δάνεια"-Eξουδετερώστε τ’ «αρπακτικά»!


 
Της Βάλιας Μπαζού (από το «ΠΟΝΤΙΚΙ»).
Οι δανειολήπτες ν’ αγοράζουν το δάνειό τους όσο τα funds
Τις 80.000 πλησιάζουν οι διαδικτυακές υπογραφές που έχουν συγκεντρωθεί με αίτημα να δοθεί το δικαίωμα στους δανειολήπτες να ξεχρεώσουν τα δάνειά τους στην τιμή που θα τα αγόραζαν τα funds, πριν από τη διαδικασία πώλησής τους στα λεγόμενα και «αρπακτικά».

Η πρωτοβουλία της συγκέντρωσης υπογραφών είναι της δικηγόρου και μέλους του Avaaz Αριάδνης Νούκα, η οποία, όπως επισημαίνει στο κείμενο που έχει αναρτήσει στη διαδικτυακή πλατφόρμα, «ίσως είναι η τελευταία μας ευκαιρία να σταματήσουμε το μεγαλύτερο ξεπούλημα της ιδιωτικής περιουσίας στην Ελλάδα».

Το κείμενο με τις υπογραφές των πολιτών που θα παραδοθεί στον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον υπουργό Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού Γιώργο Σταθάκη αναφέρει: «Ως πολίτες, σας καλούμε να προστατεύσετε τα σπίτια και τις επιχειρήσεις μας από τα ξένα funds και να περάσετε άμεσα νόμο που θα υποχρεώνει τις τράπεζες να δίνουν πρώτα το δικαίωμα στους δανειολήπτες να ξεχρεώσουμε τα δάνειά μας στην τιμή που θα τα αγόραζαν τα funds -όπως έκανε πρόσφατα η Κύπρος. Αυτή είναι μια ευκαιρία να βάλετε τους Έλληνες πολίτες πάνω από τα συμφέροντα των αρπακτικών κερδοσκόπων».

Περίεργη παράλειψη
Η πρόβλεψη να έχει ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής προτεραιότητα στην εξαγορά του δανείου πριν από τα funds ισχύει στην Κύπρο, όπου δίνεται η δυνατότητα στους δανειολήπτες να υποβάλουν οι ίδιοι, πριν από την απόφαση πώλησης του δανείου τους, πρόταση εξαγοράς στις τράπεζες εντός 45 ημερών. Παράλληλα έχει νομοθετηθεί και η υποχρέωση της τράπεζας να καλεί τον δανειολήπτη, πριν πουλήσει το δάνειό του, να του γνωστοποιεί την πώληση και να τον καλεί αν θέλει κι εκείνος να συμμετέχει στην αγορά του δανείου του.

Η πρόβλεψη αυτή δεν υπάρχει στον σχετικό νόμο που ψηφίστηκε στην Ελλάδα, με τη λογική ότι θα αποτελούσε ένα είδος κινήτρου προκειμένου ακόμα και εκείνοι που εξυπηρετούν τα δάνειά τους να σταματήσουν προκειμένου να μπορέσουν να επωφεληθούν από μια τέτοια πρόβλεψη. Και αυτό γιατί στις ρυθμίσεις δεν προβλέπεται μόνο η πώληση «κόκκινων» δανείων στα «αρπακτικά», αλλά και των εξυπηρετούμενων δανείων.

Όσοι ζητούν, πάντως, να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στους δανειολήπτες, θέτουν και ένα ηθικό θέμα, που έχει να κάνει με την εξευτελιστική, όπως λένε, τιμή πώλησής των δανείων. Λένε, δηλαδή, εφόσον οι τράπεζες θα πουλήσουν σε κερδοσκοπικά funds τα «κόκκινα» δάνεια όσο-όσο, γιατί να μη δοθεί «πρώτα το δικαίωμα στους Έλληνες πολίτες να ξεχρεώσουμε οι ίδιοι τα δάνειά μας στις εξευτελιστικές τιμές που θα πωλούνταν στα funds». Και το υποστηρίζουν αυτό επισημαίνοντας ότι έτσι κι αλλιώς οι τράπεζες θα κερδίσουν ό,τι ακριβώς θα κέρδιζαν από τη συναλλαγή τους με τα «αρπακτικά», με μόνη διαφορά ότι η περιουσία θα παραμείνει στους σημερινούς ιδιοκτήτες.

Μπιρ-παρά
Το πώς θα καθοριστούν οι τιμές πώλησης των «κόκκινων» δανείων από τα κερδοσκοπικά funds και τις τράπεζες είναι το μεγάλο ζητούμενο. Η πρακτική, όμως, σε άλλες χώρες δείχνει ότι πράγματι οι τιμές είναι εξευτελιστικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έκθεση που είχε παρουσιάσει το 2015 η Deloitte, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παροχής συμβουλευτικών, λογιστικών και φορολογικών υπηρεσιών, σχετικά με τις τιμές που προσφέρουν τα «αρπακτικά» για την αγορά δανείων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι τιμές είναι πέρα από κάθε λογική. Σύμφωνα με την έρευνα, στη Ρουμανία καταναλωτικά δάνεια πουλήθηκαν στο 6% έως 10% της ονομαστικής αξίας τους, στην Ουγγαρία στο 12%-15% της αξίας τους, στην Τσεχία και τη Σλοβακία έναντι 19%-21%, ενώ στην Πολωνία τα καταναλωτικά δάνεια πουλήθηκαν μεταξύ 11% και 14% της ονομαστικής και τα επιχειρηματικά δάνεια έναντι 6% με 10% της ονομαστικής αξίας τους.

Τα «κόκκινα» δισεκατομμύρια
Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια φτάνουν το 45% και σε απόλυτα μεγέθη τα 108,6 δισ. ευρώ, που αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μετά την Κύπρο.

Στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων φθάνει στο 67%, στα στεγαστικά στο 42% και στα καταναλωτικά στο 55%.
Ο στόχος που έχει τεθεί είναι στο επίπεδο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ως το 2019 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα να έχουν μειωθεί κατά 40% ή 41 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει τα «κόκκινα» δάνεια να μειώνονται κατά 13 με 14 δισ. ευρώ τον χρόνο για την επόμενη 3ετία.

Σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, σε funds αναμένεται να μεταβιβαστούν δάνεια ύψους 5,4 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 5% των «κόκκινων» δανείων, ενώ σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς, σύμφωνα με την ΤτΕ, σε τροχιά ρευστοποίησης θα βρεθεί το 7% των καθυστερούμενων οφειλών, που αντιστοιχεί σε δάνεια ύψους 7,6 δισ. ευρώ.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Δεν υπάρχει Αντιγόνη, μόνο Κρέοντες (αναδημοσίευση)

Γιώργος X. Παπασωτηρίου
στο Artinews

Η σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων του Οιδίποδα, Πολυνείκη και Ετεοκλή, για την εξουσία στη Θήβα έχει τελειώσει. Τα δύο αδέλφια βρίσκονται νεκρά στο πεδίο της μάχης. Ο Κρέων, ο νέος βασιλιάς της Θήβας, έχει δώσει διαταγή να παραμείνει άταφος ο Πολυνείκης, που πολέμησε ενάντια στην πατρίδα του. Όμως η αδελφή του νεκρού, Αντιγόνη, αποφασίζει να τον τιμήσει με την πρέπουσα ταφή. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Κρέοντα, που, τηρώντας τους νόμους της πολιτείας, την καταδικάζει σε θάνατο. Ο βασιλιάς παραμένει αμετάπειστος ακόμη και μετά την παρέμβαση του γιου του, Αίμονα, και διατάζει να θαφτεί η Αντιγόνη ζωντανή σε μια σπηλιά. Ωστόσο, τα δεινά που έχει προβλέψει ο μάντης Τειρεσίας δεν θα αργήσουν να γίνουν πραγματικότητα. Η καθυστερημένη υπαναχώρηση του βασιλιά δεν θα προλάβει την καταστροφή. Η Αντιγόνη έχει απαγχονιστεί μέσα στη φυλακή της, ο Αίμονας έχει αυτοκτονήσει και η Ευρυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα, ακολουθεί τον γιο της στο θάνατο.

Ο Σοφοκλής έκανε τον Κρέοντα σύμβολο της εξουσίας και την Αντιγόνη σύμβολο της Ανυπακοής στο διηνεκές. Κάποιοι δεν εστιάζουν στην Ανυπακοή της Αντιγόνης, αλλά στην Αγάπη της. Κάθε εποχή θέλει την τραγωδία να φωτίζεται από τη δική της πλευρά. Αλλά να που η τραγωδία επαναλαμβάνεται. Μιλώ για την Τουρκία. Μόνο που δεν ξέρουμε, αν υπάρχει Αντιγόνη. Μόνο Κρέοντες. Παντού Κρέοντες. Νικητές ή ηττημένοι. Η μάχη των «Πάνω» στην πιο άγρια μορφή. Και τα συνήθη θύματα, οι «κάτω», οι σφαγμένοι φαντάροι με το απορημένο βλέμμα της αρνάδας.

Ο Λιβαθινός, κάπου διάβασα, πως έχει τη δική του οπτική, την αυθεντική, λέει, οπτική του Σοφοκλή. Δεν ξέρω αν αυτό ήθελε να πει ο ποιητής. Ξέρω ότι δεν ταιριάζει στην εποχή. Σήμερα, έχουμε ανάγκη την Αντιγόνη της Ανυπακοής, το σύμβολο της αντίστασης και της υπέρβασης των κατεστημένων ορίων αλλά και των ορίων του ατόμου. Την Αντιγόνη των ετερόδοξων. Την Αντιγόνη που έπαιζαν οι σύντροφοι του Νέλσονα Μαντέλα στη φυλακή για να αντέχουν, για να συνεχίσουν να σκέφτονται και να αισθάνονται «μεγαλοπρεπώς», να αποτολμούν σκέψεις υψιπετείς και να επιδεικνύουν συνάμα μία υψηλή αίσθηση του εαυτού τους. Αυτή η «α-μετροέπεια», που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν «ύβρη», καθιστά το άτομο ιερόσυλο αλλά και ήρωα αν η στάση του επιβεβαιωθεί εκ των υστέρων. Σε όλα τα καθεστώτα, ακόμη και στα δημοκρατικά, όπως εκείνο που γνώριζε ο Σοφοκλής, υπάρχουν πάντα αιτίες για ετεροδοξία, μόνο που η θέση της είναι ανάλογη με την αξία που αποδίδεται στην «ιδιωτική ευτυχία ή στη δημόσια δράση», δηλαδή στην απόφαση της Ισμήνης για υπακοή ή της Αντιγόνης για ανυπακοή.

Σήμερα, είκοσι πέντε αιώνες μετά το δράμα της Αντιγόνης βρισκόμαστε υπό την καταλυτική επιρροή της Ισμήνης. Η ύβρις έχει αντικατασταθεί από τον χαρακτηρισμό «γραφικός» και «παρανοϊκός». Αυτός ο τρόπος αποκλεισμού απορρέει από την αντιπαράθεση αντιφατικών κοινωνικών παραστάσεων, τις οποίες εκφράζουν αντίστοιχα ο αιρετικός και ο εκπρόσωπος της τάξης. Οι λειτουργικοί θεσμοί, όπως τους βιώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες, μας δίνουν για τον εαυτό μας μια εικόνα πιονιών, τροχών ενός κοινωνικού συστήματος που λειτουργεί σαν μηχανή. Έξω από τη λειτουργία που μας έχει ανατεθεί, όπως αυτή ορίζεται μέσα στους κόλπους των ιεραρχημένων σχέσεων, δεν θα είχαμε καμιά δύναμη απέναντι σε μια αδικία της οποία είμαστε μάρτυρες ή θύματα εκτός από το να προσφύγουμε σε άλλους θεσμούς (δικαστήρια, συνδικάτα, σωματεία, κόμματα, κ.λπ.). 
Ο θεσμικά αμφισβητίας, αφού πρώτα αποπειράται μάταια να κινητοποιήσει αυτούς τους θεσμούς, αποτολμά να παλέψει μόνος επαληθεύοντας και πάλι, με μια συμβολική πράξη, τις αρχές του θεσμού που οι πρακτικές έχουν ποδοπατήσει. Ο άνθρωπος αυτός, παρόμοια με την Αντιγόνη, τελεί υπό πλήρη αμετροέπεια, μια αμετροέπεια που δεν ερμηνεύεται πια στην εποχή μας ως «ιεροσυλία», αλλά σαν κρούσμα της «παράνοιάς» του. Αυτή η απόρριψη είναι πιο έκδηλη από εκείνους που κατέχουν την ίδια θέση με αυτόν και οι οποίοι τίθενται υπό κρίση καθώς ο ετερόδοξος με τη συμπεριφορά του αμφισβητεί μαζί με την κοινωνική πραγματικότητα και την αναπαράσταση, την ιδέα που έχουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.

Γενικά, με την πράξη του ο αμφισβητίας προκαλεί αντιδράσεις εκ μέρους της ιεραρχίας του, των συναδέλφων του, κινητοποιώντας εις βάρος του μια δέσμη δυνάμεων, η οποία τον κατηγορεί ως υποκείμενο «μανίας καταδιώξεως». Από εδώ αρχίζουν να εμφανίζονται ένα-ένα τα διαγνωστικά στοιχεία της «παράνοιας» που θα επιτύχουν τον εξοστρακισμό και τον αποκλεισμό ή τον εγκλεισμό του ετερόδοξου. Υπ’ αυτή την οπτική, η «ψυχιατρική» διαγνωστική γίνεται ένα «σύστημα υπεράσπισης των κανόνων» της καθεστηκυίας τάξης που αποσκοπούν έκδηλα να αποδυναμώσουν τον λόγο-πράξη του αμφισβητία, έναν λόγο που εξαιτίας της ετερότητάς του κλονίζει πολλά επίπεδα.

Ο ετερόδοξος, όπως η Αντιγόνη, είναι ο «άλλος» που θέτει την αξία μιας ιδεώδους αρχής ως πηγή του νοήματος της ζωής του και την οποία αντιπαραθέτει σε πλειοψηφικές πρακτικές που την εξευτελίζουν. Η ετεροδοξία εισηγείται πάντα μια ηθική διάσταση εντός του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου και αρνείται το διαζύγιο ανάμεσα στο πρέπει και στο είναι. Και για τούτο μία όντως δημοκρατική κοινωνία έχει συμφέρον να δίνει χώρο στον «άτοπο λόγο» των αιρετικών της.