της Τόνιας Κατερίνη
προέδρου του Πανελληνίου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων
στο RednoteBook
Το κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς έχει ενισχυθεί το τελευταίο διάστημα. Όχι μόνο γιατί έχει πετύχει την αποτροπή πλειστηριασμών σε πλήθος περιπτώσεων. Αλλά, κυρίως, γιατί έχει αναδείξει την έλλειψη προστασίας για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ως πολιτικό πρόβλημα.
Η επιτυχία αυτή αποτυπώθηκε μέχρι σήμερα σε πολλά επίπεδα:
Πρώτον, στο γεγονός ότι οι συμβολαιογράφοι αναγνώρισαν την ανάγκη να υπάρξει θεσμική προστασία για την πρώτη κατοικία, και ακόμα περισσότερο, στην απεργία τους που επακολούθησε: μια απεργία που αναγνώρισε τόσο το πρόβλημα, όσο και την αδυναμία του δικού τους κλάδου να επωμιστεί το ρόλο του μεσολαβητή σε αυτή την υφαρπαγή.
Δεύτερον, στη σπουδή της κυβέρνησης να εκδώσει ένα (φαιδρό) non paper προκειμένου να στηρίξει την επιχειρηματολογία της, εξαγγέλλοντας την ίδια στιγμή τη θεσμική προστασία της πρώτης κατοικίας σε περίπτωση οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Τρίτον, στις εξαγγελίες για την δημιουργία 120 ειδικών ΚΕΠ που θα εξυπηρετήσουν 1.500.000 οφειλέτες: μέχρι χτες, η ίδια η κυβέρνηση ισχυριζόταν πως η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών είναι προστατευμένη.
Τέταρτον, εδώ όμως με τον πιο δραματικό τρόπο, στην απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη διαδικασία εκτέλεσης ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αναμένεται να θεσμοθετηθούν μέσα στον Μάρτιο, σε μια προσπάθεια να παρακαμφθούν οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις που μέχρι σήμερα παρεμποδίζουν τους πλειστηριασμούς.
Ενώ συμβαίνουν αυτά, οι τράπεζες εμφανίζονται να προσφέρουν «ευνοϊκές» ρυθμίσεις, ασκώντας τη μέγιστη δυνατή πίεση στους οφειλέτες. Κι αυτό, τη στιγμή που παραμένει θολό το τοπίο όσον αφορά τις πωλήσεις πακέτων δανείων σε κεφαλαιακές εταιρείες πιστωτικού κινδύνου. Με την απειλή των πλειστηριασμών και την πιθανότητα της πώλησης να δημιουργούν περισσότερη αβεβαιότητα για τους οφειλέτες, με δεδομένη όμως σε κάθε περίπτωση τη στήριξη της κυβέρνησης, οι τράπεζες συνεχίζουν ανενόχλητες μια στρατηγική εγκλωβισμού της κοινωνίας. Μια στρατηγική που ξεκίνησε στην Ελλάδα εικοσιπέντε χρόνια πριν: ό,τι ζούμε σήμερα δεν είναι παρά οι επιπτώσεις της – δυστυχώς, όμως, όχι ακόμα η κορύφωσή της.
Η στρατηγική της υπερχρέωσης: από το μακρινό 1990…
Το 1990, λίγοι Έλληνες γνώριζαν τον τραπεζικό δανεισμό (εξαιρουμένων των επιχειρηματιών) και ακόμη λιγότεροι το πλαστικό χρήμα. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία και οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών κατευθύνονταν προς επενδύσεις σε ακίνητα, καθιστώντας την Ελλάδα μια από τις πρώτες σε ιδιοκατοίκηση χώρες στην Ευρώπη. Με μια αμφίδρομη σχέση αιτίας-αποτελέσματος, η Ελλάδα είχε πάντα πολύ περιορισμένες πολιτικές κοινωνικής κατοικίας, και σήμερα η κοινωνική κατοικία αποτελεί περίπου το 3,5% των κατοικιών. Με την επιθετική πολιτική των τραπεζών στη χορήγηση δανείων, τα περισσότερα νοικοκυριά που απέκτησαν κατοικία μέσα στην εικοσαετία 1990-2010, την απέκτησαν μέσω δανεισμού.
Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής ήταν η ραγδαία αύξηση των τιμών των ακινήτων, που σε ορισμένες περιπτώσεις εκτίναξε την κερδοφορία του κλάδου από 20% σε 60-90%, και ενίοτε ως και το 200%. Η αύξηση αυτή έκανε αδύνατο να αποκτήσει κανείς κατοικία με τις αποταμιεύσεις του, ακόμη και αν η επιλογή του ήταν να αποφύγει το δανεισμό. Έτσι γίναμε μάρτυρες της στρατηγικής του χρέους ως μηχανισμού για τον έλεγχο της ανθρώπινης ζωής δια βίου.
…στο κοντινότερο 2008
Το 2008 λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα γνώριζαν τι είναι «κόκκινο» δάνειο. Η παρατεταμένη ύφεση κατά τα χρόνια της κρίσης, ωστόσο, και η απότομη πτώση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έκαναν τα «κόκκινα» δάνεια μονόδρομο για πολλά νοικοκυριά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στα τέλη του 2008, τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα ήταν το 3,12% του συνόλου: στο τέλος του 2011 ανήλθαν σε 12,10%, στο τέλος του 2013 έφτασαν το 24,19% και σήμερα ανέρχονται σε 53% του συνόλου των δανείων.
Σε αυτήν την εικόνα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών θα πρέπει να προσθέσουμε τη συσσώρευση χρεών στο Δημόσιο λόγω υπερφορολόγησης, τις οφειλές στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και τις οφειλές στις ΔΕΚΟ, οι οποίες συνεχώς αυξάνονται.
Πριν από λίγες ημέρες, παρακολουθήσαμε σε αίθουσα του Ειρηνοδικείου μια σειρά από δίκες-προσφυγές των υπερχρεωμένων με βάση τον νόμο 4336/15 (αναθεωρημένος νόμος Κατσέλη) για την εξασφάλιση της πρώτης κατοικίας τους και τον προσδιορισμό μιας δόσης έναντι των οφειλών τους, στην οποία να μπορούν να ανταποκριθούν. Αρχικά θα πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι, αν και οι υπερχρεωμένοι πολίτες ήταν οι προσφεύγοντες, στην πραγματικότητα είναι ΑΥΤΟΙ που δικάζονται: για το γεγονός ότι πήραν δάνειο, για τους λόγους που τους οδήγησαν να το πάρουν, για τους κακούς υπολογισμούς που έκαναν, και τελικά για την αποτυχία τους να ανταπεξέλθουν. Καμιά νύξη για το γεγονός ότι οι τράπεζες, κατά παράβαση όλων των κανόνων (και με την ανοχή της Τράπεζας της Ελλάδος) διαφήμιζαν και χορηγούσαν αφειδώς δάνεια σε ανθρώπους που φανερά, τόσο εκείνη τη στιγμή όσο και στο απώτερο μέλλον, δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίασε, λοιπόν, η κοινή απάντηση στην ερώτηση «πότε σταματήσατε να πληρώνετε το δάνειό σας»: «το 2011». Και το γεγονός ότι η επόμενη ερώτηση από τους δικαστές ήταν το «πείτε μας τι συνέβη το 2011».
Τι συνέβη, λοιπόν, το 2011;
Εδώ ξετυλίγονται ιστορίες ανθρώπων και όχι αριθμών. Ξαφνική ανεργία, απόλυση, κλείσιμο επιχείρησης, δραματική απομείωση εισοδημάτων ή μισθών. Μετά το πρώτο σοκ και τη φυσιολογική αντίδραση των πολιτών να διακόψουν την καταβολή των δόσεων, προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν άλλες ουσιώδεις βιοτικές ανάγκες, οι τράπεζες, με τρόπο συστηματικό, εξασφαλίζοντας την πλήρη υποστήριξη των διεθνών μηχανισμών και των κυβερνήσεων, οργανώνουν την απομόχλευση. Οι πλειστηριασμοί δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα από τα βασικά εργαλεία για να πιεστούν οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες να αποστραγγίσουν και το τελευταίο ευρώ που θα τους επέτρεπε μια ζωή πάνω από το όριο της φτώχειας. Έτσι, μέσα από τις εξωδικαστικές ή και τις δικαστικές ρυθμίσεις, οι δανειολήπτες οδηγούνται στην αποξένωση από κάθε είδους υλικό πόρο που δημιουργήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες από την εργασία δύο γενεών.
Σήμερα οι τράπεζες καταστρέφουν. Το νέο θέλει να «οικοδομηθεί» πάνω στα ερείπια της κοινωνίας που θα παραδοθεί στην απελπισία. Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα επίχειρα του θανάσιμου εναγκαλισμού των τραπεζών. Η κατανόηση αυτής της στρατηγικής είναι κρίσιμη για την στρατηγική που θα αναπτύξει το κίνημα, ξεπερνώντας διχαστικά δίπολα που έντεχνα καλλιεργούν κυβέρνηση και κυρίαρχα ΜΜΕ.
Καθολική προστασία της κατοικίας και «κούρεμα» οφειλών
Καμία «λύση» ζωής δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την καθολική προστασία της κατοικίας: του τόπου καταφυγής, προστασίας της ζωής και της αξιοπρέπειας των πολιτών, της βάσης ασφάλειας πάνω στην οποία ο κάθε άνθρωπος πατά για να ξεκινήσει ή να διατηρήσει όποια δραστηριότητα θα του επιτρέψει να επιβιώσει στο σημερινό ασφυκτικό περιβάλλον.
Όλοι πλέον γνωρίζουν, ωστόσο, ότι αυτό δεν αρκεί. Πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές έχουν αποδείξει ότι, στα ύψη που βρίσκεται σήμερα, το ιδιωτικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και δεν επιτρέπει να ελπίζουμε σε καμία ανάκαμψη της οικονομίας. Καμία «λύση» ζωής δεν μπορεί να υπάρξει για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά αν αυτή δεν περνά από το δραστικό κούρεμα των οφειλών τους. Οι μόνοι κερδισμένοι από τη συνεχιζόμενη επίθεση και την ακραία αβεβαιότητα είναι όσοι «τζογάρουν» στην καταστροφή.
Πολύ μεγάλη πέτρα έγινε το ψέμα.
Κανένας ψεύτης δεν μπορεί να τη σηκώσει.
Γ. Ζησιμόπουλος
Κανένας ψεύτης δεν μπορεί να τη σηκώσει.
Γ. Ζησιμόπουλος
Το κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς έχει ενισχυθεί το τελευταίο διάστημα. Όχι μόνο γιατί έχει πετύχει την αποτροπή πλειστηριασμών σε πλήθος περιπτώσεων. Αλλά, κυρίως, γιατί έχει αναδείξει την έλλειψη προστασίας για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ως πολιτικό πρόβλημα.
Η επιτυχία αυτή αποτυπώθηκε μέχρι σήμερα σε πολλά επίπεδα:
Πρώτον, στο γεγονός ότι οι συμβολαιογράφοι αναγνώρισαν την ανάγκη να υπάρξει θεσμική προστασία για την πρώτη κατοικία, και ακόμα περισσότερο, στην απεργία τους που επακολούθησε: μια απεργία που αναγνώρισε τόσο το πρόβλημα, όσο και την αδυναμία του δικού τους κλάδου να επωμιστεί το ρόλο του μεσολαβητή σε αυτή την υφαρπαγή.
Δεύτερον, στη σπουδή της κυβέρνησης να εκδώσει ένα (φαιδρό) non paper προκειμένου να στηρίξει την επιχειρηματολογία της, εξαγγέλλοντας την ίδια στιγμή τη θεσμική προστασία της πρώτης κατοικίας σε περίπτωση οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Τρίτον, στις εξαγγελίες για την δημιουργία 120 ειδικών ΚΕΠ που θα εξυπηρετήσουν 1.500.000 οφειλέτες: μέχρι χτες, η ίδια η κυβέρνηση ισχυριζόταν πως η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών είναι προστατευμένη.
Τέταρτον, εδώ όμως με τον πιο δραματικό τρόπο, στην απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη διαδικασία εκτέλεσης ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αναμένεται να θεσμοθετηθούν μέσα στον Μάρτιο, σε μια προσπάθεια να παρακαμφθούν οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις που μέχρι σήμερα παρεμποδίζουν τους πλειστηριασμούς.
Ενώ συμβαίνουν αυτά, οι τράπεζες εμφανίζονται να προσφέρουν «ευνοϊκές» ρυθμίσεις, ασκώντας τη μέγιστη δυνατή πίεση στους οφειλέτες. Κι αυτό, τη στιγμή που παραμένει θολό το τοπίο όσον αφορά τις πωλήσεις πακέτων δανείων σε κεφαλαιακές εταιρείες πιστωτικού κινδύνου. Με την απειλή των πλειστηριασμών και την πιθανότητα της πώλησης να δημιουργούν περισσότερη αβεβαιότητα για τους οφειλέτες, με δεδομένη όμως σε κάθε περίπτωση τη στήριξη της κυβέρνησης, οι τράπεζες συνεχίζουν ανενόχλητες μια στρατηγική εγκλωβισμού της κοινωνίας. Μια στρατηγική που ξεκίνησε στην Ελλάδα εικοσιπέντε χρόνια πριν: ό,τι ζούμε σήμερα δεν είναι παρά οι επιπτώσεις της – δυστυχώς, όμως, όχι ακόμα η κορύφωσή της.
Η στρατηγική της υπερχρέωσης: από το μακρινό 1990…
Το 1990, λίγοι Έλληνες γνώριζαν τον τραπεζικό δανεισμό (εξαιρουμένων των επιχειρηματιών) και ακόμη λιγότεροι το πλαστικό χρήμα. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία και οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών κατευθύνονταν προς επενδύσεις σε ακίνητα, καθιστώντας την Ελλάδα μια από τις πρώτες σε ιδιοκατοίκηση χώρες στην Ευρώπη. Με μια αμφίδρομη σχέση αιτίας-αποτελέσματος, η Ελλάδα είχε πάντα πολύ περιορισμένες πολιτικές κοινωνικής κατοικίας, και σήμερα η κοινωνική κατοικία αποτελεί περίπου το 3,5% των κατοικιών. Με την επιθετική πολιτική των τραπεζών στη χορήγηση δανείων, τα περισσότερα νοικοκυριά που απέκτησαν κατοικία μέσα στην εικοσαετία 1990-2010, την απέκτησαν μέσω δανεισμού.
Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής ήταν η ραγδαία αύξηση των τιμών των ακινήτων, που σε ορισμένες περιπτώσεις εκτίναξε την κερδοφορία του κλάδου από 20% σε 60-90%, και ενίοτε ως και το 200%. Η αύξηση αυτή έκανε αδύνατο να αποκτήσει κανείς κατοικία με τις αποταμιεύσεις του, ακόμη και αν η επιλογή του ήταν να αποφύγει το δανεισμό. Έτσι γίναμε μάρτυρες της στρατηγικής του χρέους ως μηχανισμού για τον έλεγχο της ανθρώπινης ζωής δια βίου.
…στο κοντινότερο 2008
Το 2008 λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα γνώριζαν τι είναι «κόκκινο» δάνειο. Η παρατεταμένη ύφεση κατά τα χρόνια της κρίσης, ωστόσο, και η απότομη πτώση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έκαναν τα «κόκκινα» δάνεια μονόδρομο για πολλά νοικοκυριά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στα τέλη του 2008, τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα ήταν το 3,12% του συνόλου: στο τέλος του 2011 ανήλθαν σε 12,10%, στο τέλος του 2013 έφτασαν το 24,19% και σήμερα ανέρχονται σε 53% του συνόλου των δανείων.
Σε αυτήν την εικόνα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών θα πρέπει να προσθέσουμε τη συσσώρευση χρεών στο Δημόσιο λόγω υπερφορολόγησης, τις οφειλές στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και τις οφειλές στις ΔΕΚΟ, οι οποίες συνεχώς αυξάνονται.
*****
Πριν από λίγες ημέρες, παρακολουθήσαμε σε αίθουσα του Ειρηνοδικείου μια σειρά από δίκες-προσφυγές των υπερχρεωμένων με βάση τον νόμο 4336/15 (αναθεωρημένος νόμος Κατσέλη) για την εξασφάλιση της πρώτης κατοικίας τους και τον προσδιορισμό μιας δόσης έναντι των οφειλών τους, στην οποία να μπορούν να ανταποκριθούν. Αρχικά θα πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι, αν και οι υπερχρεωμένοι πολίτες ήταν οι προσφεύγοντες, στην πραγματικότητα είναι ΑΥΤΟΙ που δικάζονται: για το γεγονός ότι πήραν δάνειο, για τους λόγους που τους οδήγησαν να το πάρουν, για τους κακούς υπολογισμούς που έκαναν, και τελικά για την αποτυχία τους να ανταπεξέλθουν. Καμιά νύξη για το γεγονός ότι οι τράπεζες, κατά παράβαση όλων των κανόνων (και με την ανοχή της Τράπεζας της Ελλάδος) διαφήμιζαν και χορηγούσαν αφειδώς δάνεια σε ανθρώπους που φανερά, τόσο εκείνη τη στιγμή όσο και στο απώτερο μέλλον, δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίασε, λοιπόν, η κοινή απάντηση στην ερώτηση «πότε σταματήσατε να πληρώνετε το δάνειό σας»: «το 2011». Και το γεγονός ότι η επόμενη ερώτηση από τους δικαστές ήταν το «πείτε μας τι συνέβη το 2011».
Τι συνέβη, λοιπόν, το 2011;
Εδώ ξετυλίγονται ιστορίες ανθρώπων και όχι αριθμών. Ξαφνική ανεργία, απόλυση, κλείσιμο επιχείρησης, δραματική απομείωση εισοδημάτων ή μισθών. Μετά το πρώτο σοκ και τη φυσιολογική αντίδραση των πολιτών να διακόψουν την καταβολή των δόσεων, προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν άλλες ουσιώδεις βιοτικές ανάγκες, οι τράπεζες, με τρόπο συστηματικό, εξασφαλίζοντας την πλήρη υποστήριξη των διεθνών μηχανισμών και των κυβερνήσεων, οργανώνουν την απομόχλευση. Οι πλειστηριασμοί δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα από τα βασικά εργαλεία για να πιεστούν οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες να αποστραγγίσουν και το τελευταίο ευρώ που θα τους επέτρεπε μια ζωή πάνω από το όριο της φτώχειας. Έτσι, μέσα από τις εξωδικαστικές ή και τις δικαστικές ρυθμίσεις, οι δανειολήπτες οδηγούνται στην αποξένωση από κάθε είδους υλικό πόρο που δημιουργήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες από την εργασία δύο γενεών.
Σήμερα οι τράπεζες καταστρέφουν. Το νέο θέλει να «οικοδομηθεί» πάνω στα ερείπια της κοινωνίας που θα παραδοθεί στην απελπισία. Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα επίχειρα του θανάσιμου εναγκαλισμού των τραπεζών. Η κατανόηση αυτής της στρατηγικής είναι κρίσιμη για την στρατηγική που θα αναπτύξει το κίνημα, ξεπερνώντας διχαστικά δίπολα που έντεχνα καλλιεργούν κυβέρνηση και κυρίαρχα ΜΜΕ.
Καθολική προστασία της κατοικίας και «κούρεμα» οφειλών
Καμία «λύση» ζωής δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την καθολική προστασία της κατοικίας: του τόπου καταφυγής, προστασίας της ζωής και της αξιοπρέπειας των πολιτών, της βάσης ασφάλειας πάνω στην οποία ο κάθε άνθρωπος πατά για να ξεκινήσει ή να διατηρήσει όποια δραστηριότητα θα του επιτρέψει να επιβιώσει στο σημερινό ασφυκτικό περιβάλλον.
Όλοι πλέον γνωρίζουν, ωστόσο, ότι αυτό δεν αρκεί. Πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές έχουν αποδείξει ότι, στα ύψη που βρίσκεται σήμερα, το ιδιωτικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και δεν επιτρέπει να ελπίζουμε σε καμία ανάκαμψη της οικονομίας. Καμία «λύση» ζωής δεν μπορεί να υπάρξει για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά αν αυτή δεν περνά από το δραστικό κούρεμα των οφειλών τους. Οι μόνοι κερδισμένοι από τη συνεχιζόμενη επίθεση και την ακραία αβεβαιότητα είναι όσοι «τζογάρουν» στην καταστροφή.