Αλ. Παπαδιαμάντη-"Βαρδιάνος στα Σπόρκα"
Απόσπασμα από το διήγημα Βαρδιάνος στα Σπόρκα που πρωτοδημοσιεύθηκε σε σειρά επιφυλλίδων στην εφημερίδα Ακρόπολις από τις 14 Αυγούστου έως τις 5 Σεπτεμβρίου του 1893.
Αφηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (καράβια ευρισκόμενα σε καραντίνα εξαιτίας μολυσματικής νόσου), προκειμένου να σώσει το γιο της.
Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβαν οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις.
Άκρως επίκαιρες οι επισημάνσεις του συγγραφέα που καθόλου δεν απέχουν από ανάλογες τη ημερινή εποχή και δη εν μέσω της πανδημίας
Το απόσπασμα αντιγράφτηκε από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Αλ. Παπαδιαμάντη σε έκδοση της "Εστίας" του 1998. Στην έκδοση διατηρήθηκε ως είχε η ορθογραφία του πρωτοτύπου, εδώ μεταφέρεται αυτούσια σε μονοτονικό.
Ολόκληρο το διήγημα εδώ (με διορθωμένη την ορθογραφία) όπου μπορείτε να περιπλανηθείτε στη άκρως γλαφυρή και εξόχως γλυκόπικρη μαγεία της αφήγησης.
...Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της Ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, δια να αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. Αλλά ταύτα δεν είναι του παρόντος. Όπως και εν έχη, αληθεύει ότι εις την ερημόνησον, την χρησιμεύουσαν ως αυτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, το κρέας επωλείτο υπό ελαστικής συνειδήσεως κερδοκόπων αντί τριών δραχμών κατ’ οκάν, ο άρτος αντί ογδοήκοντα λεπτών και ο οίνος αντί δραχμής. Όσον δια το νερόν, επειδή το μόνον πηγάδιον το υπάρχον επί της ερημονήσου, κατήντησε να πωληθή προς δύο δραχμάς η στάμνα.
Φυσικά, η μεγάλη πληθύς των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών ήσαν άνθρωποι πτωχοί. Ολίγοι μεταξύ αυτών ήσαν εύποροι. Οι κερδοκόποι απέθετον τα εμπορεύματά των εις την άκραν της απωτάτης ακτής της ερημονήσου, ελάμβανον τα λεπτά των και έφευγον. Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα, αλλά εις τα χρήματα όχι.
Ελέχθη, ότι οι πλείστοι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, απέθανον πραγματικώς υπό πείνης. Ίσως να μην υπήρξεν όλως χολέρα. Αλλά υπήρξε τύφλωσις και αθλιότης και συμφορά ανήκουστος. Οι άνθρωποι, όλοι πάσχοντες, εσκληρύνοντο κατ’ αλλήλων εις επίμετρον, και καθίστων την δεινοπάθειαν απείρως μεγαλυτέραν.
Οι εύποροι εκ των καθαριζομένων εσκληρύνοντο κατά των πτωχών, και εμέμφοντο αυτούς ως παραιτίους της δυστυχίας δι’ αυτής της παρουσίας των. Οι πτωχοί εσκληρύνοντο κατά των ευπόρων και τους ητιώντο ως προκαλούντας την ακρίβειαν των τροφίμων δια της παρουσίας των. Όλοι ομού οι υπό κάθαρσιν ταξιδιώται εσκληρύνοντο κατά των κατοίκων της πολίχνης και τους κατηγόρουν επί ασυνειδήτω αισχροκερδεία και σκληρότητι, ενώ το αληθές ήτο ότι δέκα μόνον άνθρωποι εκ της εμπορικής και τυχοδιωκτικής τάξεως, ήτις πουθενα δεν λείπει, ήσαν οι αισχροκερδείς και οι σκληροί εκμεταλλευταί της δυστυχίας. Οι κάτοικοι της πολίχνης εσκληρύνοντο κατά των ταξιδιωτών, και εμίσουν αυτούς, διότι είχον έλθει να τους φέρωσι την χολέραν. Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια, χωρούσαν μέχρι απανθρωπίας, εβασίλευε παντού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος, και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. Θα έλεγέ τις, ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις, και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων…