Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Τ' όνομά μου ήταν... (αναδημοσίευση)

    Μ' έλεγαν Νίκο, μ' έλεγαν Γιώργο, μ' έλεγαν Στάθη. Μ' έλεγαν Βασιλική, μ' έλεγαν Ηλέκτρα, μ' έλεγαν Μαρία. Τώρα μας λένε αυτόχειρες. Κατοικούμε πια σε άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο. Κατοικούμε στο άπειρο του λογισμού και της φαντασίας σας.

Από τότε που αποχωριστήκαμε βαλθήκαμε να φτιάξουμε τις καινούργιες ζωές μας. Δεν λέμε, οι ευχές σας μας θέρμαιναν και μας θερμαίνουν, οι σταγόνες μνήμης σας μας δροσίζουν. Όμως, καθώς των παλαιών ημερών τα διδάγματα μας φώτισαν, ξέραμε ότι κι' εδώ μια κρύα κόλαση θα ήταν ο παράδεισος που μας τάζανε οι μισθοφόροι του θανάτου. Κι' έτσι ξανά κι απ' την αρχή. Περιπλάνηση για μια γωνιά στο άπειρο, για ένα στασίδι στο χρόνο.

Όλοι εμείς οι αναχωρητές εκείνης της μακρόσυρτης νύχτας σμίξαμε 'δώ πάνω όχι από πρόσταγμα δικαιοσύνης, μα πιο πολύ από πρόταγμα εκπλήρωσης των ονείρων μας. Αυτών που δεν ζήσαμε, αυτών που δεν χώρεσαν στις άϋπνες νύχτες μας. Ναι, οι νεκροί ονειρεύονται με χρώματα, ζωγραφίζουν σε τρισδιάστατους καμβάδες, εκθέτουν στων νεράϊδων τα τάγματα και στων κολασμένων τις ψυχές. Ναι, οι νεκροί βλέπουν όνειρα χρωματιστά.

Και σείς μπορείτε να τα δείτε. Όχι με τα δικά σας μάτια, μα με τα μάτια της ψυχής σας, αυτής που δραπετεύει από το κορμί σας, αποζητώντας την ελευθερία. Μπορείτε ακόμη να μας δείτε την ώρα που συνεδριάζουμε, εμείς οι τέσσερις χιλιάδες ιφιγένειες-θυσίες σε ανέμους ανάπτυξης. Φτιάξαμε ένα σύλλογο λοιπόν και κάθε Σάββατο συνεδριάζουμε. Γιατί το Σάββατο το νοιώθουμε σαν καταφθάνουν οι μνημονεύσεις σας, καθώς η μάνα σας η Γή προστάζει. Και κεί που συνεδριάζουμε, εσείς είστε το μοναδικό θέμα συζήτησης. Εσείς και η πιότερη ζωή μας.

Αυτήν που δεν αγαπήσαμε κι' ας αγαπηθήκαμε, αυτήν που αγαπήσαμε κι' ας μην αγαπηθήκαμε. Όλα τώρα θα τα σιάξουμε, λέει ο Νώντας και γελάμε. Γιατί ξέρουμε ότι εμείς δεν μπορούμε τίποτα να διορθώσουμε πια, όμως γελάμε. Και χορεύουμε. Τραγουδά ο Πάνος μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι' ασβέστη, τ' ακούει ο Τάσος και καταφθάνει από την πέρα γειτονιά κι' αρχίζει τον χορό, άφθαρτο το άϋλο της παρουσίας του, ξεχωρίζει στο ασπρογάλανο φώς. Ναι, οι νεκροί ακούνε, γελάνε, χορεύουν. Μα δεν μπορούν τίποτα να σιάξουν πια. Μόνο να ζήσουν όπως κάποτε ονειρεύτηκαν.


Και να σας κοιτάνε, να σας ακούνε, να σας αισθάνονται. Να νοιώθουν το αχ της μάνας γής από τις βαριές περπατησιές σας. Μα και να γνέθουν τα όνειρά σας, να τροχίζουν το νού σας,  να γίνονται παρηγοριά στη θλίψη σας και δάσκαλοι στα καμώματά σας.

 Δείτε μας, πόσο αθόρυβα σμίξαμε εμείς εδώ. Πως ακούμπησαν οι ψυχές μας πάνω στην απειρότητα του χρόνου, στο οικείο των ονείρων μας. Και τις στιγμές που τα δάκρυά σας τρέχουνε στα μάτια μας, ανασύρουμε τις λέξεις εκείνες που κάποτε λέγαμε οδηγείστε τον κόσμο σε πιο φωτεινά μονοπάτια, σπάστε τις αλυσίδες που κρατούν δεμένες τις ψυχές σας. Και σας μιλάμε. Ναι, εμείς οι νεκροί μιλάμε, μα πιο πολύ κλαίμε. Και δεν μπορούμε τίποτα πια να διορθώσουμε. Κάντε το εσείς για μάς.


από φιλικό blog

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Άνοιξα μανταρίνι ! (αναδημοσίευση)


της Αννίτας Λουδάρου (http://ann-lou.blogspot.gr/)

Έχω πια βάσιμες υποψίες ότι τα παπούτσια μας όταν κοιμόμαστε παίρνουν ζωή, βγαίνουν από το σπίτι και αρχίζουν τις βόλτες εν αγνοία μας. Ίσως επιχειρούν να πάνε εκεί που εμείς δεν πάμε. Να ακολουθήσουν τ΄όνειρα μας με λίγη παραπανίσια συνέπεια. Αλλοιώς δεν εξηγείται πως κατα καιρούς βλέπω στο δρόμο σε άσχετα σημεία, ζευγάρια παπουτσιών αφημένα σαν να περιμένουν κάτι η κάποιον. Δεν είναι ούτε πεταμένα, ούτε παλιά. Είναι τα περισσότερα σε αρκετά καλή κατάσταση, έχω δει ακόμα και καινούργια. Ίσως να είναι παπούτσια που αγοράστηκαν με ελπίδα , μπερδεύτηκαν με τα χρόνια σε άγονες γραμμές και ξαστόχησαν.

Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο βράδυ που σκόνταψα σ΄ένα ζευγάρι αθλητικά έξω από το κολυμβητήριο του Πανελληνίου. Αλλά και την περασμένη Κυριακή τριγυρνώντας το πρωί έπεσα πάνω σ΄ένα ζευγάρι, ξενυχτισμένες, γυναικείες μαύρες γόβες. Ήταν αφημένες η μια δίπλα στην άλλη, λες και περίμεναν δύο γυναικεία πόδια να τους δώσουν ζωή ή σαν να βαρέθηκαν την προηγούμενη ζωή τους και αποφάσισαν να κάνουν νέα αρχή.

Την πρώτη φορά που είδα τα μοναχικά παπούτσια μου φάνηκε παράξενο. Πλέον με διασκεδάζει και περιμένω να δω που θα συνατήσω το επόμενο ζευγάρι παπουτσιών. Κάτι απροσδιόριστο μου θυμίζουν με την σιωπή τους. Ίσως γιατί μαζί τους ξεκινάμε να πάμε σε απάτητες διαδρομές. Από τα βρώμικα πεζοδρόμια της πόλης, ως τα ασβεστωμένα σκαλάκια των νησιών. Μαζί τους στεκόμαστε μπροστά σε ακίνητες ανθρώπινες φιγούρες στο Θησείο, σε μουσικούς ξεκούρδιστους. Πατάμε φύλλα φθινοπωρινά, μαζεύουμε αδέσποτα χαρτιά, κλωτσάμε τα χαλίκια. Είναι παπούτσια που κάποια στιγμή στην ζωή μας, όταν τα φορούσαμε ή περνούσαμε τα κορδόνια τους από τις μεταλλικές ανυπόμονες τρύπες τους, ήταν σαν να τα ρωτούσαμε ''στις όχθες ποιου παραμυθιού θα με βγάλετε απόψε"; Ένα ελαφρύ τρίξιμο στο ξύλινο πάτωμα είναι η μόνη απάντηση που εγώ τουλάχιστον έπαιρνα.

Το καλοκαίρι αυτό μου φαίνεται διαφορετικό. Σαν κάποιος να πέρασε και να του φόρεσε τα ρούχα του Σεπτέμβρη. Βλέπεις το φθινόπωρο είναι πάντα καλύτερο άλλοθι κι ας αρχίζουν να μικραίνουν οι μέρες. Τα καλοκαίρια τα παπούτσια ανυπομονούν πιο πολύ για βόλτες, σε μέρη που θα ήθελες να είσαι. Είναι και που η πραγματικότητα ώρες ώρες γίνεται αβάσταχτη. Όμως για δες. Προχθές ακόμα μαζευτήκαμε με τους φίλους. Από αυτή την κατηγορία των φίλων που θέλεις να τους φωνάξεις, αντί για εκείνο το ''Μην ενοχλείτε'' που μπαίνει έξω από τις πόρτες των ξενοδοχείων, ''ενοχλείτε !'' 

Φιλίες που δυναμώσανε με αυτή την περιβόητη αβάσταχτη πραγματικότητα και δώσανε υπόσταση στο ψωμί κι αλάτι φάγαμε μαζί. Συναντηθήκαμε για να γιορτάσουμε το πλησίασμα ενός απ΄όλους μας στην μέση κάποιας δεκαετίας. Το μόνο που θέλω να πω είναι, πως είμαι εδώ που θέλω να ΄μαι : στην πόλη που αγαπώ, με τους φίλους και γενικά με τους ανθρώπους που αγαπώ. Με αυτούς που με κάνανε να πιστέψω πως ό,τι υπήρξε μια φορά, δεν γίνεται να πάψει να υπάρχει. Όπως εκείνο το ''άνοιξα μανταρίνι'' που παίζαμε παιδιά και χόρταινε αέρα η ψυχή μας, γιατί ξυπνάγαμε από την δύναμη των αναμνήσεων κι ας ήταν η στιγμή που μόλις τις φτιάχναμε. Υπάρχουν φωτογραφίες από την παιδική μας ηλικία, που μας βλεπεις να ξυπνάμε μέσα στην ίδια την φωτογραφία. Ξυπνούσαμε την ίδια ώρα που μαζεύαμε αναμνήσεις.

Με την σκέψη και μόνο (και κάθε σκέψη φέρνει πράξη) ανοίγεις δρόμους που περιμένουν ένα ζευγάρι παπούτσια να τους διαβούν. Με αυτόνομη σκέψη. Φαντάζομαι με όλα αυτά πως και τα δικά μου παπούτσια το σκάνε τα βράδια. Και αφού το σκάνε άραγε που πάνε; Ίσως εδώ που θέλω να είμαι.

Κοίταζε τη χούφτα της (αναδημοσίευση)


Αναδημοσίευση από το βυτίο

Με πλησίασε μια γυναίκα λίγο πριν τα σκαλάκια της εξόδου του μετρό. Τελευταία, διάφοροι άνθρωποι ζητάνε χρήματα όχι καθισμένοι όπως παλιά στην άκρη κάποιου πεζοδρομίου, αλλά κατεβαίνοντας στα εκδοτήρια των σταθμών του μετρό. Στέκονται δίπλα σου καθώς εσύ βάζεις τα κέρματα στο μηχάνημα. Έτσι, γρήγορα σκέφτεσαι ότι αυτό το εξωπραγματικό για την τσέπη σου 1,40, θα έπιανε περισσότερο τόπο αν αντί για εισιτήριο, γινόταν κουλούρι, καφές, τσιγάρο ή οτιδήποτε άλλο χρειάζεται ή θέλει αυτός ο άνθρωπος. Η γυναίκα λοιπόν με πλησίασε, άρχισα να σκέφτομαι αν και πόσα ψιλά έχω, αν και πόσα θέλω να δώσω. Η γυναίκα όμως μόλις έφτασε μπροστά μου ζήτησε απλά αν έχω ένα εισιτήριο για να πάει σπίτι της. Τα ρούχα της έμοιαζαν με κουρέλια, το πρόσωπό της ήταν σε άσχημη κατάσταση και οι λέξεις της αν και κανονικά τοποθετημένες αντηχούσαν μόνο τη γενικευμένη απόγνωση. Θέλω ένα εισιτήριο να πάω στο Περιστέρι, σπίτι μου.

Βγαίνοντας απ’ το μετρό πέτυχα ένα φίλο που είχα να δω καιρό. Στο τέταρτο που κουβεντιάσαμε, μου ανέλυσε τα σχέδια του για τη χρονιά που έρχεται. Τις χρονιές τις υπολογίζουμε ακόμη, όπως όταν πηγαίναμε σχολείο, από Σεπτέμβριο. Το περίπλοκο και με απειράριθμα αν σχέδιό του, μπορεί να συνοψιστεί στη λέξη επιβίωση. Ακούγονταν ποσά της τάξης των 200 και 300 ευρώ. Ακούγονταν φράσεις του στιλ μπορώ να ζήσω με τόσα. Μου αρκεί μια σαλάτα, δεν θα πολυβγαίνω και τέτοια. Δεν είχε απελπισία ο λόγος του φίλου, μόνο σκληρό ρεαλισμό και ίσως μια ελαφριά αίσθηση παραίτησης. Παραίτησης όχι απ’ τη ζωή, όσο απ’ τον άνισο και ανυπόφορο αγώνα με τα τέρατα της εποχής της λιτότητας και των ατελείωτων μέτρων. Θα ζήσουμε ναι, αλλά κουραστήκαμε πια να κυνηγάμε, να τρέχουμε σ’ ένα στάδιο χωρίς γραμμή τερματισμού, να τρέχουμε σ’ ένα αγώνα που είναι ταυτόχρονα σπριντ και μαραθώνιος και μετ’ εμποδίων. Κάπου θες απλά να σταθείς, να πιεις ένα δροσερό ποτήρι νερό και να ηρεμήσεις για πέντε λεπτά. Φέτος ο φίλος επέλεξε να είναι το δικό του πεντάλεπτο.

Λίγα λεπτά αργότερα σταματώντας με το αυτοκίνητο σε ένα φανάρι, βλέπω μια άλλη γυναίκα. Μοιάζει με την πρώτη του μετρό. Ρούχα βρώμικα, μαλλιά μπλεγμένα, πρόσωπο που φωνάζει όλα τα πιθανά είδη της απόγνωσης. Από τα πέντε μέτρα απόσταση μας μιλάει: «Πεινάω. Μήπως μπορείτε να μου δώσετε κάτι να φάω». Κοιτάζω το φανάρι, αλλά το κορίτσι ανοίγει την τσάντα της και δίνει ότι ψιλό είχε. Ας πούμε ότι ήταν δυομιση ευρώ. Τα δίνω στη γυναίκα, έκπληκτη κοιτάζει τη χούφτα της, μονολογεί «αυτά είναι πολλά λεφτά», ανάβει το φανάρι, συνεχίζει να κοιτάει τη χούφτα της, φεύγουμε.

Λέμε και ξαναλέμε για τη φτώχεια. Λέμε ότι δε μας φοβίζει. Μιλάμε για αλληλεγγύη, για κεράσματα, οι γονείς βοηθάνε, τα παιδιά βοηθάνε, οι φίλοι αλληλοβοηθιούνται. Μιλάμε για εγχειρήματα, συλλογικές κουζίνες και ένα σωρό ωραίες ιδέες.

Αλλά η φτώχεια μας κυκλώνει, δεν είναι εύκολος αντίπαλος, γονατίζει ανθρώπους, γονατίζει περαστικούς και φίλους, τους κλέβει χρόνια, τους αποκλείει απ’ την ίδια τους τη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Η φτώχεια δεν είναι παλιά ελληνική ταινία, δεν έχει μόνο αυτοσαρκασμό και πλάκα και ωραίες ατάκες. Έχει κόσμο που παλεύει να ζήσει με 200 ευρώ και αυτό θα είναι το αισιόδοξο σενάριο. Έχει κόσμο που λέει πεινάω και θέλω να πάω σπίτι μου και κόσμο που ψάχνει το σπίτι του και δεν το βρίσκει πουθενά.

Μας βομβαρδίζουν με success stories και ανταγωνιστικότητα και τη θέση της χώρας που σταθεροποιείται στην Ευρώπη. Μιλάνε τη γλώσσα των αρπακτικών σε prime time, παρέχουν προκαταβολικά ασυλία στους ακριβούς εαυτούς τους, κουνάνε το δάκτυλο, μεταρρυθμίζουν χαλαρά, ασκούνται στον κυνισμό επαναλαμβάνοντας μονότονα «11.000 απολύσεις». Εμείς που δεν ζούμε στην τηλεόραση ή στο εικονικό κόσμο των υπουργικών γραφείων, κάθε μέρα, κάθε ώρα, περπατάμε μετρώντας τους πεσμένους, τους βουβούς επιβάτες των μέσων μεταφοράς, τους ανθρώπους που κουράστηκαν, τους ανθρώπους που δεν αντέχουν άλλο. Μετράμε τους ανθρώπους που δεν ανήκουν πια σ’ αυτή την εποχή.

Εύφορες εποχές για σπόρους λόγου (αναδημοσίευση)


 του Γιάννη Μακριδάκη  (http://yiannismakridakis.gr)

Την περασμένη Παρασκευή, μαζί με όσους ανθρώπους βρέθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη, και ήταν παραπάνω από 100, κάναμε ξανά μια προσέγγιση όλων αυτών των ζητημάτων που θα συζητηθούν κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μας συναντήσεων, 23-26 Αυγούστου στη Βολισσό.

Με ανθρώπους που έχουν γίνει πλέον γνωστοί μου, λόγω του ότι έρχονται σχεδόν σε κάθε εκδήλωση στην Αθήνα αλλά και με πάρα πολλούς αγνώστους, συγγενείς στις σκέψεις και στους προβληματισμούς, συζητήσαμε, ακόμα και στα όρθια αφού μας σήκωσαν από το αίθριο του Μουσείου, για την πορεία της ανθρωπότητας, για την αστικοποίηση του πλανήτη, για την υποκατάσταση του οικοσυστήματος από το χρηματοοικονομικό σύστημα, για τις συνέπειες της άκρατης αστυφιλίας και αστικοποίησης των περασμένων δεκαετιών, τις οποίες ζούμε τώρα, και, εν τέλει, για το ότι αυτό το αδιέξοδο, στο οποίο έχει οδηγηθεί η ανθρωπότητα των καταναλωτών, αλλά και οι κρίσεις του ή οι σπασμωδικές του προσπάθειες ανάκαμψης με χειρότερους όρους για τον άνθρωπο και τον πλανήτη, δεν είναι προϊόν κάποιας συνωμοσίας αλλά αυτής και μόνο της συμπεριφοράς και της στάσης ζωής του καθενός από μας.

Το σύστημα είμαστε εμείς και μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο μέσα μας και γύρω μας.Η Ελλάδα χάνεται επειδή ακριβώς οι νεοέλληνες έζησαν με το ρητό: μην ανακατεύεσαι, μην παίρνεις θέση, μη νοιάζεσαι, γύρευε τη δουλίτσα σου, εσύ θα σώσεις τον κόσμο;

Κάπως έτσι ζει και πορεύεται κάθε άνθρωπος, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Κι έτσι, όλοι μαζί αποτελούμε έναν κόσμο που ο καθένας αποποιείται της ευθύνης να τον σώσει, και δεν πιστεύει ούτε στο ελάχιστο ότι μπορεί να το πράξει. Το χειρότερο; Κάνει ό,τι μπορεί για να τον καταστρέψει ακόμη περισσότερο μόνο και μόνο για να επιβιώσει ο ίδιος, κι έχει αφήσει δήθεν σε χέρια άλλων, το να τον σώσουν. Τον ίδιον και τον κόσμο όλον.

Είναι όμως πλέον ορατό σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους ότι αυτό αποτελεί ανευθυνότητα και μη σοβαρή πολιτική στάση ζωής. Για την ακρίβεια αποτελεί μιαν ανάλγητη και απόλυτα καταστροφική συμπεριφορά.

Το τριήμερο 23-26 Αυγούστου, στα πλαίσια του Απλεπιστημίου Βολισσού, σε φυσικό περιβάλλον, θα ζήσουμε τρεις μέρες στο οικοσύστημα, θα καταπολεμήσουμε ο καθένας προσωπικά την υποκατάστασή του από το χρηματοοικονομικό σύστημα, θα συζητήσουμε επ’ αυτού, θα πάρουμε προσωπικές αποφάσεις και θα αναλάβουμε ο καθένας τις μικρές και μεγάλες του προσωπικές δράσεις για να γίνουμε, αν μη τι άλλο, σπορείς του λόγου, που φυτρώνει και εξαπλώνεται ταχύτατα σε τέτοιες εύφορες εποχές, για μια νέα προσέγγιση στη Ζωή, για μια νέα ματιά, με σεβασμό στους φυσικούς πόρους και αναπλήρωση, με στροφή στην παραγωγή και όχι στην κατανάλωση, με ανάληψη ξανά της ευθύνης για τα αρχέγονα αγαθά της ανθρώπινης κοινοκτημοσύνης, σπόροι, νερό, ενέργεια, τα οποία αφήσαμε και τα πήραν ή τα διεκδικούν άλλοι, ανήθικοι κερδοσκόποι.

Το καμπανάκι της χρηματοοικονομικής κρίσης χτύπησε και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, όπως βλέπω και με τα ίδια μου τα μάτια στις εκδηλώσεις, το ακούν και δηλώνουν έτοιμοι για δράση. 

Ο κόσμος αλλάζει ήδη. Επειδή αλλάζουμε ο καθένας μέσα του. Μόνο εμείς μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα. Μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει για μας.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

«Πάρε μας μανούλα στο σπίτι κι εμείς δεν θα πεινάμε ποτέ» ...


«Βρέθηκα σήμερα σε ένα νηπιοτροφείο στην Καλλιθέα όπου φιλοξενεί παιδιά, που αδυνατούν οι γονείς να τους προσφέρουν ακόμη και την απαραίτητη διατροφή!

Εκεί λοιπόν εκτυλίχθηκε το εξής περιστατικό: Μια μητέρα επισκέφθηκε τα παιδιά της για να μείνει λίγο μαζί τους, πέρασε η ώρα με αγκαλιές χαρές και παιχνίδια. Ήρθε η ώρα όμως που έπρεπε να φύγει. 

Κλάματα, τα μικρά κρατούσαν την μανούλα με τα χεράκια τους τόσο σφιχτά, που την πονούσαν, ενώ εκείνη το μόνο που μπορούσε να δώσει ήταν υποσχέσεις ότι θα ξανάρθει την επομένη ημέρα… Τότε ήταν που το μεγαλύτερο, με ποτάμι τα δάκρυα άρχισε να την παρακαλάει με δυνατή φωνή να τα πάρει στο σπίτι… Δεν μπορώ καρδούλα μου, δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι ούτε να φάμε… Το πρόσωπο της μικρής σοβάρεψε, σκέφτηκε λίγο και έδωσε την ποιο συγκλονιστική λύση στο πρόβλημα που έχω ακούσει στην ζωή μου… 

“Πάρε μας μανούλα μου στο σπίτι και εμείς δεν θα πεινάμε ποτέ…’’»

Πηγή:left.gr
Την ιστορία βρήκαμε στο facebook. 

Η επανάσταση των σιωπηλών (αναδημοσίευση)


του Γιώργου Γραμματικάκη

Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. 
Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το 
τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους.
Φραντς Κάφκα, Η σιωπή των σειρήνων


Η επανάσταση που οραματίζομαι θα είναι μια επανάσταση των σιωπηλών. Δεν θα έχει σημαίες αναπεπταμένες, συνθήματα και ιδεολογικές διακηρύξεις. Θα είναι μια επανάσταση βουβή, που θα στηρίζεται απλώς στην αλληλεγγύη των βλεμμάτων. Θα ξεκινήσει από την απόλυτη, την οργισμένη σιωπή, και θα αποδώσει στον άνθρωπο ό,τι στερήθηκε, ό,τι ονειρεύθηκε, ό,τι ζήτησε με κραυγές -πριν επιλέξει τη σιωπή.

Γιατί αυτή η σιωπή είναι η απόγνωση και η προσδοκία του. Δεν είναι αποδοχή, μήτε μοιρολατρία. Η σιωπή είναι το μέτρο της διαψευσμένης του ζωής, η πίκρα για τις επαγγελίες που ακυρώθηκαν, η οργή για την υποκρισία και το ψέμα. Η σιωπή είναι το ανώτερο στάδιο της πολιτικής ωριμότητας. Αν οδηγήσει στην επανάσταση, θα είναι μια επανάσταση αληθινή, αφού για πρώτη φορά δεν θα δεσμεύεται από τα λόγια της, θα δεσμεύεται μόνον από τα αισθήματά της.

Η επανάσταση των σιωπηλών δεν απευθύνεται λοιπόν σε ορισμένες τάξεις κοινωνικές, ούτε υπόσχεται ευημερία και δικαιώματα. Υπόσχεται μόνον μια άλλη γλώσσα: Την ξεχασμένη γλώσσα της ειλικρίνειας και της ευθύνης. Δεν επιδιώκει την εξουσία, αφού όπως απέδειξε η Ιστορία αυτό οδηγεί στη βία και τον εκφυλισμό. Επιδιώκει, όμως, να αποδώσει στον άνθρωπο την εξουσία της ζωής του, να απαντήσει στη βουβή απόγνωση της σιωπής του. «Η επανάσταση», σχολίασε ο μέγιστος των θεωρητικών της, «συνιστά μια πνευματική αναταραχή, μέσω της οποίας μια ομάδα ανθρώπων επιδιώκει να θέσει νέα θεμέλια για την ύπαρξή της».

Σε αυτήν λοιπόν την επανάσταση, που αναζητά αιωνίως τα θέμελιά της, δεν έχουν ίσως θέση οι ποιητές, μήτε οι φιλόσοφοι. Εχουν όμως θέση οπωσδήποτε οι άνεργοι. Ο φιλόσοφος προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο, ο ποιητής δημιουργεί τον δικό του. Ο άνεργος όμως τον στερείται εξ ορισμού. Η ανεργία αποτελεί τον παραλογισμό ενός πολιτισμού, που δεν παύει να επαίρεται για τις κατακτήσεις του. Ο παραλογισμός αυτός, αλλού μεταφράζεται στην πρόκληση της χλιδής, στον άνεργο σε ταπεινώσεις που δεν τελειώνουν. Ο άνεργος κατέφυγε στη σιωπή, επειδή κουράστηκε να ακούει για επενδύσεις και για τη μείωση της ανεργίας· που εξαιρεί ωστόσο πάντοτε τον ίδιο. Ο άνεργος είναι πια σιωπηλός, όχι επειδή θέλει να κρύψει την οργή του, αλλά επειδή δεν αντέχει να μιλήσει άλλο.

Η σιωπή -που κρύβει την απόγνωση- χαρακτηρίζει ακόμα όσους νοιάζονται αληθινά για τα δεινά του περιβάλλοντος. Δεν είναι οι οικολόγοι: Οι οικολόγοι φλυαρούν χωρίς μέτρο, και αναζητούν διαρκώς άλλοθι στον εαυτό τους και την «ανάπτυξη». Στην επανάσταση των σιωπηλών, θα συμμετέχουν οι άλλοι: Οσοι γνωρίζουν ότι η ανάσα της φύσεως είναι το ίδιο σπουδαία με τη δική τους ανάσα, ότι τα τραύματά της αποτελούν τραύματα στο δικό τους σώμα και την ψυχή. Αν σήμερα η μόνη προσδοκία τους είναι η επανάσταση των σιωπηλών, είναι επειδή κουράστηκαν να καταγγέλουν: την ασίγαστη μανία καταστροφής σε παραλίες και δάση, τις απάνθρωπες πόλεις που στεγνώνουν τις ψυχές, τη θυσία του αιώνιου και του αναγκαίου στο εφήμερο και το ταπεινό. Η επανάσταση των σιωπηλών δεν υπόσχεται νόμους και διατάγματα, που θα αποβλέπουν στην «προστασία» του περιβάλλοντος. Θεωρεί, αντίθετα, ότι είναι ο άνθρωπος που πρέπει να προστατευθεί. Εκείνος -που σήμερα σιωπά με απόγνωση- και οι επίγονοί του. Το περιβάλλον είναι ανάγκη να παραμείνει όσο γίνεται υπερήφανο και ανέγγιχτο, επειδή μόνον έτσι ανθεί πράγματι η ζωή. Αλλιώς, θα πληθαίνουν οι απομιμήσεις και τα ομοιώματά της.

Στην επανάσταση των σιωπηλών συμμετέχουν και όσοι είδαν το διαφορετικό κόσμο, που έπλασαν μέσα τους, να διαψεύδεται και να συντρίβεται. Μήτε μετάνιωσαν όμως, επειδή ο κόσμος τους είχε αξίες και ήθος, μήτε αλλάζουν. Στην επανάσταση των σιωπηλών, είναι σημαιοφόροι χωρίς σημαίες, πεζοπόροι χωρίς προμήθειες. Διαθέτουν την τιμιότητα του βλέμματος και μια παράδοξη αξιοπρέπεια. Ο κόσμος όμως που έπλασαν -που είχε αξίες και ήθος- είναι πάντοτε εκεί. Και απαιτεί το σεβασμό από όσους μιλούν εξ ονόματός του. Αυτοί οι σημαιοφόροι -χωρίς σημαίες- στην επανάσταση των σιωπηλών είναι η εγρήγορση και η συνείδησή της.

Όσοι άλλωστε κατέφυγαν στη σιωπή δεν έπαυσαν να ονειρεύονται: τη δίκαιη συγκρότηση του κοινωνικού ιστού, την αύρα μιας παιδείας ουσιαστικής, την ενίσχυση των δημιουργικών δυνάμεων που εν είδει μικρής φωτιάς υπάρχουν στον καθένα. Αντί όμως να κερδίσουν τη μοναδικότητά τους, έγιναν αριθμοί και αποδέκτες. Αριθμοί σε πίνακες στατιστικής και σε μετρήσεις θεαματικότητας· αποδέκτες σε επίπλαστες ανάγκες και όμηροι μιας ανεξέλεγκτης προόδου. Κι ενώ τα στοιχεία και οι εξαγγελίες των πολιτικών μιλούν για τη διαρκή άνοδο του εθνικού εισοδήματος, εκείνοι αισθάνονται ότι το βιοτικό τους επίπεδο -με την έννοια του βίου, της ζωής- διαρκώς μειώνεται.

Αυτός άλλωστε -εγώ ή εσείς- που οραματίζεται την επανάσταση των σιωπηλών, δεν ενδιαφέρεται αν επικριθεί ως ρομαντικός, μήτε αν καταταχθεί από τους εχέφρονες στους υπέρμαχους μιας ουτοπίας, από τις πολλές που γνώρισε η Ιστορία. Οι επικριτές της επανάστασης των σιωπηλών, συχνά φορτωμένοι με διπλώματα και κοινωνιολογικές περγαμηνές, αγνοούν την αξία της σιωπής, το εν δυνάμει επαναστατικό της περιεχόμενο. Τι άλλο όμως ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου -για να αναφερθούμε στην επικαιρότητα- από μια κραυγή σπαρακτική, μια στιγμή επαναστάσεως ύστερα από χρόνια σιωπής; Η σιωπή υπήρχε από νωρίς στις διαψευσμένες προσδοκίες των νέων ανθρώπων, σερνόταν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και τους δρόμους της Αθήνας, μιλούσε με μουσικές και αθέατα δάκρυα. Η βία επιτάχυνε την έκφρασή της, τα τανκς προσπάθησαν να καλύψουν την απειλή της.

Όσοι λοιπόν αμφισβητούν την επανάσταση των σιωπηλών, δεν μέτρησαν ποτέ την αξία της σιωπής, δεν έτυχε ποτέ να αντιληφθούν την εκρηκτική της δύναμη. Μήπως όμως και ο έρωτας δεν είναι ως επί το πλείστον σιωπή, μήπως μέσα στη σιωπή δεν πλάθει ο δημιουργός το έργο του;

«Οι επαναστάσεις είναι τρελές εμπνεύσεις της Ιστορίας», έγραψε ένας σπουδαίος επαναστάτης, που δολοφονήθηκε μάλιστα από τους πρώην συντρόφους του στην εξορία. Η επανάσταση των σιωπηλών δεν θα είναι απλώς μια τρελή έμπνευση της ανθρώπινης ιστορίας. Θα είναι ίσως η συνέχεια και η αποθέωσή της.

σημείωση: το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε τον Φλεβάρη του τρέχοντος έτους. Αναδημοσιεύεται με καθυστέρηση (;) μάλλον όμως σε μια πιο κατάλληλη στιγμή. Οι υπογραμμίσεις του διαχειριστή.

Ονομάζομαι Ed Snowden (αναδημοσίευση)



«Γεια σας. Ονομάζομαι Ed Snowden. Λίγο περισσότερο από ένα μήνα πριν, είχα οικογένεια, ένα σπίτι στον παράδεισο και ζούσα με μεγάλη άνεση. Είχα επίσης τη δυνατότητα, χωρίς κανένα ένταλμα, να έχω πρόσβαση και να διαβάζω τις επικοινωνίες σας. Την επικοινωνία του καθενός ανά πάσα στιγμή. Μια εξουσία που μπορεί να αλλάζει τη μοίρα των ανθρώπων.

Πρόκειται για σοβαρή παραβίαση του νόμου. Οι Τροποποιήσεις 4 και 5 του Συντάγματος της χώρας μου, το άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και πολυάριθμα καταστατικά και συνθήκες απαγορεύουν τέτοια συστήματα μαζικής, διάχυτης επιτήρησης. Ενώ το Σύνταγμα των ΗΠΑ χαρακτηρίζει αυτά τα προγράμματα ως παράνομα, η κυβέρνησή μου υποστηρίζει ότι μυστικές δικαστικές αποφάσεις, που ο κόσμος δεν επιτρέπεται να δει, νομιμοποιούν με κάποιο τρόπο μια παράνομη πράξη. Οι αποφάσεις αυτές φθείρουν απλά την πιο βασική έννοια της δικαιοσύνης – την έννοια της διαφάνειας των πράξεων. Κάτι ανήθικο δεν μπορεί να γίνει ηθικό μέσω ενός μυστικού νόμου.

Πιστεύω στην αρχή που διακηρύχθηκε στη Νυρεμβέργη το 1945: «Τα άτομα έχουν διεθνείς υποχρεώσεις που υπερβαίνουν τις εθνικές υποχρεώσεις υπακοής. Ως εκ τούτου, οι πολίτες έχουν το καθήκον να παραβιάζουν εθνικούς νόμους προκειμένου να προληφθούν εγκλήματα κατά της ειρήνης και της ανθρωπότητας».

Κατά συνέπεια, από πλευράς μου έκανα ό,τι πίστευα σωστό και άρχισα μια εκστρατεία για να διορθωθεί αυτή η αδικία. Δεν επιδιώκω πλουτισμό για τον εαυτό μου. Δεν επεδίωξα να πουλήσω μυστικά των ΗΠΑ. Δεν συνεργάζομαι με οποιαδήποτε ξένη κυβέρνηση προκειμένου να εγγυηθεί την ασφάλειά μου. Αντ΄ αυτού, δημοσιοποίησα ό,τι ήξερα, έτσι ώστε ό,τι επηρεάζει όλους μας, να μπορεί να συζητηθεί από όλους μας στο φως της ημέρας, και ζήτησα δικαιοσύνη απ΄όλη την ανθρωπότητα.

Αυτή η ηθική απόφαση να μιλήσω δημόσια για την κατασκοπεία που επηρεάζει όλους μας είχε μεγάλο κόστος, αλλά ήταν το σωστό που έπρεπε να κάνω και δεν το μετανιώνω.

Από εκείνη τη στιγμή, η κυβέρνηση και οι υπηρεσίες πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής έχουν προσπαθήσει να με κάνουν παράδειγμα – προειδοποίηση προς όλους τους άλλους που θα μπορούσαν να μιλήσουν όπως εγώ. Έχασα την ιθαγένειά μου και καταδιώκομαι για πράξη πολιτικής έκφρασης. Η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών με έχει τοποθετήσει στη λίστα απαγόρευσης πτήσεων. Ζήτησε από το Χονγκ Κονγκ την έκδοσή μου εκτός του νομικού πλαισίου της χώρας αυτής, παραβιάζοντας άμεσα την Αρχή της μη επαναπροώθησης – Νόμο των Ην. Εθνών.

Έχει απειλήσει με κυρώσεις τις χώρες που θα υψώσουν το ανάστημά τους για να υπερασπίσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά μου και το σύστημα ασύλου του ΟΗΕ. Προχώρησε μάλιστα σε μια άνευ προηγουμένου ενέργεια να ζητήσει από στρατιωτικούς συμμάχους να προσγειώσουν το αεροπλάνο προέδρου της Λατινικής Αμερικής, προκειμένου να αναζητήσουν έναν πολιτικό πρόσφυγα. Αυτές οι επικίνδυνες κλιμακώσεις αντιπροσωπεύουν μια απειλή όχι μόνο για την αξιοπρέπεια της Λατινικής Αμερικής, αλλά και για τα βασικά δικαιώματα κάθε ατόμου, κάθε έθνους, να ζει ελεύθερο από διώξεις, αναζητώντας και λαμβάνοντας άσυλο.

Ωστόσο, και παρά αυτή την ιστορικά δυσανάλογη επιθετικότητα, χώρες σε όλο τον κόσμο προσέφεραν υποστήριξη και άσυλο. Αυτά τα έθνη, η Ρωσία, η Βενεζουέλα, η Βολιβία, η Νικαράγουα και το Εκουαδόρ, έχουν την ευγνωμοσύνη μου και αξίζουν το σεβασμό να είναι τα πρώτα που όρθωσαν το ανάστημά τους ενάντια στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πραγματοποιούνται από τους ισχυρούς και όχι τους αδύναμους. Με την άρνησή τους να παραβιάσουν τις αρχές τους μπροστά στον εκφοβισμό, έχουν κερδίσει το σεβασμό του κόσμου. Είναι πρόθεσή μου να ταξιδέψω σε κάθε μία από αυτές τις χώρες για να αποδώσω τις προσωπικές μου ευχαριστίες στους ανθρώπους και τους ηγέτες τους.

Ανακοινώνω σήμερα την επίσημη αποδοχή εκ μέρους μου όλων των προσφορών στήριξης ή ασύλου που έχουν δοθεί και κάθε άλλη που μπορεί να προσφερθεί στο μέλλον. Με τη χορήγηση ασύλου, για παράδειγμα, από τον Πρόεδρο της Βενεζουέλας Maduro, η κατάσταση ασυλίας μου είναι τώρα επίσημη και κανένα κράτος δεν έχει νομική βάση να περιορίσει ή να παρεμποδίσει το δικαίωμά μου να απολαύσω αυτό το άσυλο. Όπως είδαμε, όμως, ορισμένες κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής επέδειξαν προθυμία να ενεργούν έξω από το νόμο, και αυτή η συμπεριφορά εξακολουθεί να υφίσταται σήμερα. Αυτή η παράνομη απειλή καθιστά αδύνατο για μένα να ταξιδέψω στη Λατινική Αμερική και να απολαύσω το άσυλο που μου χορηγείται εκεί σύμφωνα με τα κοινά δικαιώματα όλων.

Αυτή η βούληση των ισχυρών κρατών να ενεργούν εκτός νομιμότητας αντιπροσωπεύει μια απειλή για όλους μας, και δεν πρέπει να επιτραπεί να επιτύχει. Ως εκ τούτου, ζητώ τη βοήθειά σας στην αναζήτηση εγγυήσεων ασφαλούς διέλευσης από τις εμπλεκόμενες χώρες, ώστε να διασφαλίσω το ταξίδι μου στη Λατινική Αμερική, καθώς και στην αναζήτηση άσυλου στη Ρωσία, μέχρις ότου οι χώρες αυτές εφαρμόσουν το δίκαιο και επιτρέψουν το νόμιμο ταξίδι μου. Θα υποβάλω την αίτηση μου στη Ρωσία σήμερα, και ελπίζω ότι θα γίνει ευνοϊκά δεκτή.

Εάν έχετε οποιεσδήποτε ερωτήσεις, θα απαντήσω σε ό, τι μπορώ.
Σας ευχαριστώ. Εντ Σνόουντεν».

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

ΚΙΜΠΙ: Η αρρυθμία των αριθμών


(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 13/7/2013) 

Το ΙΟΒΕ αναθεώρησε επί τα χείρω την πρόβλεψή του για την ύφεση στην ελληνική οικονομία φέτος. Το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 5%, έναντι αρχικής πρόβλεψης 4,3%. Η ανεργία, θα διευρυνθεί ως το 27,8%, μία μονάδα πάνω από την αρχική εκτίμηση, ενώ η απασχόληση έχει μειωθεί κατά 20% από το 2008. Κάτι ανάλογο προβλέπει το ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία. Φέτος θα αναπτυχθεί κατά 3,1%, 0,2% χαμηλότερα από την αρχική πρόβλεψη. Για την Ευρωζώνη αυτό μεταφράζεται σε ύφεση 0,6%. Στην Ευρωζώνη οι άνεργοι θα ξεπεράσουν φέτος τα 20 εκατομμύρια, στον κόσμο ολόκληρο τα 200 εκατομμύρια. Το παγκόσμιο ΑΕΠ τρέχει προς τα 75 τρισεκατομμύρια δολάρια. Με δεδομένο ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός κινείται προς τα 7,3 δισεκατομμύρια, αναλογούν λίγα παραπάνω από 10.000 δολάρια σε κάθε κάτοικο του πλανήτη. Φέτος θα παραχθούν 31 εκατ. αυτοκίνητα και θα πουληθούν 183 εκατ. PC. Οι χρήστες του Internet θα ξεπεράσουν τα 2,5 δισεκατομμύρια και μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν στείλει 88 τρισεκατομμύρια ηλεκτρονικά μηνύματα. Περίπου 900 εκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν υποσιτιζόμενοι και από αυτούς σχεδόν 6 εκατομμύρια θα πεθάνουν από την πείνα. Αλλά ταυτόχρονα 1,6 δισ. άνθρωποι θα καταγραφούν ως υπέρβαροι. Οι καπνιστές θα καπνίσουν 2,8 τρισ. τσιγάρα, αλλά 2,6 εκατ. από αυτούς θα πεθάνουν από ασθένειες που σχετίζονται με το κάπνισμα. 4,3 εκατ. άνθρωποι θα πεθάνουν από καρκίνο και πάνω από 550.000 άνθρωποι θα αυτοκτονήσουν. Απομένουν 164 χρόνια για να αντληθεί και το τελευταίο κυβικό φυσικού αερίου, αλλά μόλις 34 χρόνια για το πετρέλαιο που υπάρχει στην «κοιλιά» της Γης. Αντιθέτως, για τους επόμενους τέσσερις αιώνες μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι δεν θα εξαντληθούν τα αποθέματα άνθρακα, εκτός αν χρειαστεί να τον εξορύξουμε με πολύ ταχύτερους ρυθμούς. Το παγκόσμιο χρέος έχει ξεπεράσει ήδη τα 51 τρισ. δολάρια, αλλά τα ιδιωτικά και δημόσια περιουσιακά στοιχεία σε όλο τον κόσμο είναι υπερτετραπλάσια σε αξία. Ξεπερνούν τα 225 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Τι σημασία έχουν, άραγε, όλοι αυτοί οι αριθμοί; Τι ιστορίες ή τι παραμύθια μας αφηγούνται; Τι σημαίνουν οι αποκλίσεις και οι αναθεωρήσεις τους, οι αυξήσεις και οι μειώσεις τους; Μας λένε αλήθεια; Ή, τουλάχιστον, μας λένε όλη την αλήθεια; Δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής άλλος τρόπος για να μετρούμε την «υγεία» μιας οικονομίας και μιας κοινωνίας, παρά με αριθμούς, μέτρα, σταθμά, δείκτες και ποσοστά.Θεωρητικά, οι αριθμοί είναι υπεράνω ιδεολογικής υποψίας και ταξικής ιδιοτέλειας. Καθαρές ανθρώπινες επινοήσεις, υποτίθεται πως υποτάσσουν τη χαοτική γήινη πραγματικότητα σε μια ανθρώπινη κλίμακα, της δίνουν κάποιο νόημα ή τουλάχιστον ένα μέτρο και μια εσωτερική τάξη. Πού πάει ο κόσμος; Μπροστά ή πίσω; Πού βρίσκεται η ανθρώπινη ανάπτυξη; Μεγεθύνεται ή συρρικνώνεται; Προοδεύει ή οπισθοδρομεί; Ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομέτρης για να αντιληφθεί ότι οι αριθμοί δεν τα λένε όλα. Απαντούν στο «πόσο», αλλά μπορεί να μη μας λένε απολύτως τίποτα για το «τι». 

Έπειτα, υπάρχει κι ένα παρεπόμενο ερώτημα. Ποιοι αριθμοί είναι σε θέση να μας δώσουν έστω μια μικρή ιδέα για την πραγματικότητά μας; Και ποιος τους διαλέγει; Υπάρχει το παράδειγμα της μεσαιωνικής και της προκαπιταλιστικής Ευρώπης, όπου οι αριθμοί μετρούσαν αποκλειστικά τη βούληση των βασιλέων, των αριστοκρατών και των φεουδαρχών να πλουτίσουν εις βάρος όλων των άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Καθένας τους μετρούσε κατά βούληση τις αποστάσεις, τις εκτάσεις, τα βάρη, τους όγκους, είχε το δικό του μετρικό σύστημα, το δικό του αριθμητικό σύμπαν, το δικό του νομισματικό σύστημα ή σύστημα τιμολόγησης που το χρησιμοποιούσε για να εκμεταλλευτεί ληστρικά τους «αν-άριθμους» υποτελείς με τους οποίους συναλλασσόταν. Άλλα τα μέτρα στη γαλλική αυτοκρατορία, άλλα τα σταθμά στα γερμανικά κρατίδια, άλλα στη Γηραιά Αλβιώνα.

Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός υποτίθεται ότι ενοποίησε το σύμπαν των αριθμών που μετρούν τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Αλλά το μέτρο του κόσμου παρέμεινε ολιγαρχικό. Ίσως είναι πιο ολιγαρχικό από ποτέ. Μπορεί πλέον να μετριούνται τα πάντα, από την ποσότητα μεθανίου που εκπέμπουν οι περδόμενες γαλακτοφόρες αγελάδες μέχρι τον αριθμό των δακτυλισμών που κάθε μέρα πραγματοποιούν τα εκατομμύρια χρήστες υπολογιστών, αλλά το μέτρο του κόσμου παραμένει εμπορευματικό, υποταγμένο στην εξίσωση κόστος-απόδοση, στην αριθμητική της μεγέθυνσης και τελικά του κέρδους. Όταν το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών κι όλοι οι συναφείς διακρατικοί ή ιδιωτικοί οργανισμού μετρούν τις απειροελάχιστες μετακινήσεις και αυξομειώσεις του πλούτου, κατά χώρα ή παγκόσμια, στην ουσία δεν έχουν άλλο κριτήριο από τη συσσώρευση κεφαλαίου. Είτε αυτό περιφέρεται με τον μανδύα του εθνικού πλούτου είτε ίπταται ξεδιάντροπα σαν κερδοσκοπικό γεράκι πάνω από τα θύματά του.

Οι άρχοντες των αριθμών δεν ενδιαφέρονται διόλου να μετρήσουν την ανθρώπινη κατάσταση – την ευτυχία, τη δυστυχία, την ικανοποίηση, τη δυσφορία, τον θυμό, την ηρεμία, την απελπισία, την αισιοδοξία, την απογοήτευση, την ανοχή, την οργή, ακόμη κι αυτή τη στοιχειώδη και αρχέγονη μάχη της επιβίωσης. Κι όταν παρεμπιπτόντως το κάνουν είναι απλώς για να μη λείψει κανένας συντελεστής από τον ιερό αλγόριθμο της «ευημερίας»: μετρούν το «οικονομικό κλίμα», την «καταναλωτική εμπιστοσύνη», την «πολιτική εμπιστοσύνη», την «εμπιστοσύνη στους θεσμούς», την «κλίμακα αισιοδοξίας - απαισιοδοξίας» μόνο στον βαθμό που αυτές μπορούν να επηρεάσουν τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου, την εντροπία των αγορών και την ευστάθεια του πολιτικού status.

Αυτό επιτρέπει -υποτίθεται- στο υπουργείο Οικονομικών ή στην τρόικα να ισχυρίζονται με το ύφος επιστημονικής αυθεντίας ότι, μετρώντας ευρώ προς ευρώ τη «δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική πρόοδο» της χώρας -έλλειμμα, χρέος, έσοδα, νομισματική κυκλοφορία, πληθωρισμό, εισαγωγές, εξαγωγές-, κάνουν κάτι που έχει κάποια σημασία για την κοινωνία και τους πιο αδύναμους κρίκους της. Πέρασαν και δεν κόλλησαν… Η αριθμολαγνεία τους θα είχε κάποια αντικειμενικότητα αν είχαν υιοθετήσει, τουλάχιστον, δείκτες μέτρησης της ανθρωπιστικής κρίσης που προκαλούν: Πόσο έχει αυξηθεί η θνητότητα στους χρόνια ασθενείς, στους υπερήλικες, στους ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας; Ποιος μετράει επίσημα τις αυτοκτονίες και τις απόπειρες; Ποια επίσημη Αρχή μετράει τα περιστατικά κατάθλιψης, την υποβάθμιση της ποιότητας της διατροφής και διαβίωσης του πληθυσμού; Πώς θα μετρηθεί η προϊούσα εξαφάνιση του γέλιου, η «εγκατάσταση» της δυσφορίας και του θυμού στα ανθρώπινα πρόσωπα, η απώλεια του κοινωνικού μας ήθους, η διάβρωση των κοινωνικών σχέσεων ή η κατάρρευση της αυτοεκτίμησης των νέων ανθρώπων, που εκτός από άνεργοι αρχίζουν και νιώθουν άχρηστοι, ανίκανοι και περιττοί; Και ποιος θα αναλάβει να μετρήσει την έλλειψη μέτρου, την αναλγησία και τη βλακεία των «μετρητών»;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Και ελάλησεν ο Κύριος προς Μωυσήν λέγων. Λάβε το κεφάλαιον των σκύλων της αιχμαλωσίας από ανθρώπου έως κτήνους, συ και Ελεάζαρ ο ιερεύς και οι άρχοντες των πατριών της συναγωγής, και διελείτε τα σκύλα ανά μέσον των πολεμιστών των εκπεπορευμένων εις την παράταξιν, και ανά μέσον πάσης συναγωγής. Και αφελείτε τέλος Κυρίω παρά των ανθρώπων των πολεμιστών των εκπεπορευμένων εις την παράταξιν μίαν ψυχήν από πεντακοσίων, από των ανθρώπων και από των κτηνών και από των βοών και από των προβάτων και από των όνων· και από του ημίσους αυτών λήψεσθε και δώσεις Ελεάζαρ τω ιερεί τας απαρχάς Κυρίου. Και από του ημίσους του των υιών του Ισραήλ λήψη ένα από τα πεντήκοντα των ανθρώπων και από των βοών και από των προβάτων και από των όνων και από πάντων των κτηνών και δώσεις αυτά τοις Λευίταις τοις φυλάσσουσι τας φυλακάς εν τη σκηνή του Κυρίου. Και εποίησε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς καθά συνέταξε Κύριος τω Μωυσή. Και εγεννήθη το πλεόνασμα της προνομής, ο προενόμευσαν οι άνδρες οι πολεμισταί από των προβάτων, εξακόσιαι χιλιάδες και εβδομήντα και πέντε χιλιάδες και βόες δύο και εβδομήκοντα δύο και εβδομήκοντα χιλιάδες και όνοι μία και εξήκοντα χιλιάδες και ψυχαί ανθρώπων από των γυναικών, αι ουκ έγνωσαν κοίτην ανδρός, πάσαι ψυχαί δύο και τριάκοντα χιλιάδες. 

Παλαιά Διαθήκη, Αριθμοί, κ. 31 (σ.σ. η κατά Μωυσή δημοσιονομική πολιτική των Εβραίων μετά την Έξοδο)

Πλησιάζει η μέρα που δεν θα πάω πάλι στο σχολείο (αναδημοσίευση)



Καλέ μου πιτσιρίκο, πλησιάζει η μέρα που δεν θα πάω πάλι στο σχολείο… Πιο πολύ μοιάζει με παράπονο μαθήτριας της Γ΄ λυκείου αλλά είναι παράπονο καθηγήτριας. Παράπονο και θυμός και λύπη και γαμώτο! Μόνο τρόμο δε νιώθω. Ούτε απόγνωση. Δεν τους κάνω τη χάρη.

Δεν έχω βιολογικά παιδιά. Μόνο πνευματικά. Πολλά όμως! Εκτός από υποχρεώσεις, δεν έχω και φράγκο επίσης. Οι γονείς απολυμένοι εκπαιδευτικοί αισθάνονται ασφυξία. Κάπως έτσι νιώθουν ή θα νιώσουν και οι γονείς των μαθητών μας που θα πληρώνουν ακριβά από εδώ και μπρος ό,τι τους πρόσφερε μέχρι σήμερα η δωρεάν δημόσια εκπαίδευση.

Περίμενα απολύσεις. Δεν περίμενα ξεκλήρισμα ολόκληρων ειδικοτήτων. Δεν ήθελα καμία απόλυση και αυτό δεν είναι ούτε ρομαντισμός, ούτε υπερβολή.

Έβλεπα τα διάφορα σενάρια και σκεφτόμουν, με ποιο κριτήριο θα απέλυαν κόσμο; Στην εκπαίδευση προφανώς αποκαλύφθηκε. Κριτήριο είναι η ιδιωτικοποίησή της και παράλληλα το αίμα που ζητά η Μορμώ Τρόικα.

Δεν θα σου πω την δεκαπενταετή μου ιστορία ως εκπαιδευτικός. Ο καθένας έχει τη δική του και είναι σημαντική.

Μου άρεσε το σχολείο. Παρά τον χαμηλό μισθό, τις δύσκολες συνθήκες στο νησί, τους φίλους και τους γονείς που έλεγαν, πότε θα πάρεις μετάθεση – λες και δεν έκανα αίτηση, τις δυσκολίες τις διδακτικής διαδικασίας σε ανομοιογενή τμήματα, είναι όμορφο πράγμα το σχολείο. Η επαφή με τα παιδιά σε κρατάει νέο. Εμένα τουλάχιστον με κρατάει νέα. Δεν φτάνει που παίρνουν τη δουλειά μου, που αγαπώ, παίρνουν και το λίφτινγκ μου.

Στους μαθητές παίρνουν μία απ’ τις δασκάλες τους (έτσι μας φωνάζουν τα παιδιά στο σχολείο, δασκάλα, δάσκαλε, όχι κυρία ή κύριε τάδε) και βάζουν πάλι στο στόχαστρο το συνήθως πενιχρό εισόδημα των γονιών τους. Πώς θα ζήσουν τόσα ιδιωτικά ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης; Κάποιοι γονείς πρέπει να πληρώσουν.

Τι στα γράφω όλα αυτά; Λες και δεν τα ξέρεις..

Έτσι επειδή είσαι πιτσιρίκος και τ΄ αγαπώ τα πιτσιρίκια και σε νιώθω και λίγο φίλο μου τόσο καιρό που σε διαβάζω. Κι επειδή σκέφτηκα ότι φέτος τον Σεπτέμβρη μάλλον δεν θ΄ ανοίξω την πόρτα της τάξης, μάλλον δεν θα δω πρόσωπα μαθητών και μαθητριών.

Ήδη το όνομα μου έχει κοινοποιηθεί πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου. Έτσι για να ξέρουμε ποιος είναι πάνω από το νόμο.

Ελπίζω και σήμερα και αύριο, τη Δευτέρα, την Τρίτη να δω τον κόσμο να μη το επιτρέψει αυτό. Το σχολείο μας χρειάζεται και το χρειαζόμαστε.

Αλλά και να το επιτρέψει, στις επόμενες απολύσεις, στις επόμενες καταστροφές εγώ πάλι θα είμαι εκεί να φωνάζω όχι! Χρειάζονται πολλά όχι και δυνατά.

Σε φιλώ

(Αγαπητή φίλη, σας καταλαβαίνω γιατί το παιδικό μου όνειρο ήταν να γίνω φιλόλογος, και -σε αντίθεση με πολλούς άλλους- είχα καλούς δασκάλους που τους αγάπησα και με αγάπησαν. Το θετικό είναι πως τα τελευταία χρόνια -μετά την χρεοκοπία- είναι ένα μεγάλο σχολείο για όλους μας. Κάθε μέρα σχολείο, χωρίς απουσίες. Για να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε και όχι τι φανταζόμαστε ότι είμαστε. Και στο τέλος να πάρουμε αυτό που αξίζουμε. Αυτό για το οποίο αγωνιστήκαμε. Αν αγωνιστήκαμε. Καλή τύχη. Σας φιλώ.)

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Πιοτρ Κροπότκιν: ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ (αναδημοσίευση)

«Τι να πω, επίσης στον δάσκαλο, όχι στον άνθρωπο εκείνον που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό, αλλά σε αυτόν ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια χαρούμενη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα εύθυμα πρόσωπα και το χαριτωμένο τους χαμόγελο. Σ’ εκείνον που προσπαθεί να φυτέψει στο μικρό τους κεφάλι τις ιδέες εκείνες του ανθρωπισμού που και ο ίδιος αγάπησε όταν ήταν νέος.

Συχνά σε βλέπω λυπημένο και ξέρω τι είναι εκείνο που σε κάνει να κατσουφιάζεις. Σήμερα ο πιο αγαπημένος σου μαθητής που, αλήθεια, δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά, αλλά που, παρ’ όλα αυτά, διαθέτει μια θαυμάσια καρδιά, διηγείτο με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου. Τα μάτια του βούρκωσαν, φαινόταν σαν να ήθελα να μαχαιρώσει όλους τους τυράννους που υπήρξαν ποτέ. Απέδωσε με τέτοιο πάθος τους φλογερούς στίχους του Σίλερ:

“Μπροστά στο σκλάβο όταν σπάζει τα δεσμά του και όχι μπροστά στον ελεύθερο να τρέμει”.

Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, οι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που επέδειξε απέναντι στον υπουργό ή τον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες, μιλώντας του για «σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους καλυτέρους του», ώσπου άφησε παράμερα τον Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία θα προοδεύσει ο κόσμος.

Κι έπειτα, χθες ακόμα έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει τον κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτε άλλο από το ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με το αφεντικό του κλέβει τον τιποτένιο μισθό των εργατών και εσύ, που έτρεφες τόσες ελπίδες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογιέσαι τώρα τη θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή σου και στο ιδανικό σου.

Ακόμα συλλογίζεσαι αυτή την αντίφαση, αλλά προμαντεύω ότι το πολύ σε δύο χρόνια, αφού θα έχεις υποστεί την μια απογοήτευση μετά την άλλη, θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλλος ήταν αληθινά ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέρα από αυτό τίποτε άλλο: ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της ανάπαυσης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει την μέθοδο των τριών όλη την ημέρα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές αεροβατούν πάντα και οι στίχοι τους δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή ζωή ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή.

Ή, από την άλλη μεριά, τα όνειρα της νιότης σου θα γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου. Θα θέλεις να υπάρχει μια πλατιά, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο και έξω από αυτό και βλέποντας ότι αυτό είναι αδύνατο μέσα στις συνθήκες που επικρατούν, θα χτυπήσεις τα ίδια ακριβώς τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.

Τότε, διωγμένος καθώς θα είσαι από το Υπουργείο Παιδείας, θα εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους, που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στη ζωή τους, πόσο δελεαστική είναι η γνώση, πώς όφειλε να είναι η ανθρωπότητα, αλλά και τι θα μπορούσαμε να είμαστε. Θα έρθεις και θα εργαστείς με τους επαναστάτες για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του επικρατούντος συστήματος. Θα αγωνιστείς δίπλα μας, για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, αδελφότητα και την ατελείωτη ελευθερία για όλο τον κόσμο».