Βρήκα χτες το βράδυ στην ταβέρνα την Κατερίνα (του Πιάμπα). Έπινε το ποτηράκι της με τον άντρα της.
Την ρωτάω πως φτιάχνανε παλιά την Αλισίβα.
Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα της και πετάγεται να μου δώσει την απάντηση ένας συνομήλικος της από ένα διπλανό τραπέζι.
Τα παίρνω και γίνομαι απότομος.
-«Δε ρώτησα εσένα . Εσύ δεν αξιώθηκες μια φορά στη ζωή σου να πλύνεις το σώβρακο σου.»
Το χάρηκε η Κατερίνα.
Σώπασαν και οι άλλοι και άρχισε να μου εξηγεί.
Η Αλισίβα (Lisciva) είναι ο τρόπος με τον οποίο έπλεναν τα ρούχα την μακράν και προ πλυντηρίων εποχή. Πρώτα κουβαλούσαν στην πλάτη το νερό από την άλλη άκρη του Θεού. Άναβαν φωτιά . Έβραζαν το νερό και μέσα στο καζάνι έριχναν στάχτη και φύλλα δάφνης. Έβαζαν τα ρούχα μέσα σε κάνιστρες . Τα σκέπαζαν με ένα κομμάτι κατάλληλο πανί για σούρωμα . Έριχναν το σταχτόνερο από πάνω. Στη συνέχεια έπλεναν τα ρούχα στο μαστέλο με πράσινο σαπούνι που έφτιαχναν οι ίδιες από λάδι ελιάς. Έπαιρναν τέλος τα ρούχα και τα πήγαιναν στο ποτάμι η στις βρύσες (που ήταν μακριά) και τα ξέβγαζαν.
Τα ρούχα γινόταν κατάλευκα . Καμιά σύγκριση με τα σημερινά απορρυπαντικά. Εδώ ο αναγνώστης πρέπει να λάβει υπόψη του ότι μιλάμε για τα ρούχα πολυμελών οικογενειών που ζούσαν σε περιβάλλον απόλυτης λασπουριάς. Ακόμα και το πάτωμα της κουζίνας ήταν χωμάτινο και λασπωμένο.
Αυτή ήταν η μια από τις γυναικείες δουλειές της καθημερινότητας. Πρέπει να προσθέσουμε τη δουλειά στα χωράφια , το τάισμα των παιδιών και πολλά άλλα.
Ακόμα και το βράδυ στο κρεβάτι με τον «αγαπημένο τους άντρα» έδεναν δύο σχοινιά από το ταβάνι ( τα λεγόμενα αναπαψώλια) για να κρατιούνται τα πόδια τους ψηλά . Ήταν αδύνατο να το αντέξουν και αυτό μετά την κούραση της ημέρας.
Αυτές οι γυναίκες δεν χάρηκαν ποτέ το φαΐ τον ύπνο και τον έρωτα. Αισθάνονταν ενοχές αν είχαν μια ώρα ελεύθερη.
Δεν μιλάμε για τη νεολιθική εποχή αλλά για πριν το εξήντα.
Μιλάμε για τις μανάδες μας.
Δεν μιλάμε για μεγάλες γυναίκες .
Μιλάμε για ηλικίες των είκοσι έως τριάντα.
Στην Pavia, δίπλα στο φημισμένο Ponte Coperto βρίσκεται το άγαλμα μιας άγνωστης πλύστρας .
Πλένει δίπλα στο ποτάμι όλες τις εποχές του χρόνου .
Έχω και μια φωτογραφία με χιόνια στην πλάτη της.
Φτάνει πια με τα αγάλματα των σπουδαίων δολοφόνων , των διάσημων απατεώνων και των αδίστακτων κακοποιών.
Δεν χρειάζονται ούτε καν τα αγάλματα των μεγάλων ποιητών , κάνουν κακό στα ποιήματα μας.
Ονειρεύομαι μια Πόλη που στις πλατείες και στα σταυροδρόμια θα έχουμε στήσει το άγαλμα του άγνωστου φίλου μου οδοκαθαριστή που πέθανε τις προάλλες και που μάζευε τα σκουπίδια υπό καταρρακτώδη βροχή χωρίς ούτε νιτσεράδα.
Θέλω να περνάω και να βλέπω το άγαλμα εκείνης της δασκαλίτσας που μου έλεγε ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια γιατί κουβαλάει μαζί της το οικογενειακό δράμα του μικρού της μαθητή.
Αν πέρναγε από το χέρι μου θα έστηνα το άγαλμα της πλύστρας στη πάνω πλατεία. Αυτοί δεν το χρειάζονται. Θα χρειαστούν, όμως, οι επόμενες γενεές ένα μέρος που να αξίζει τον κόπο , για την κατάθεση των στεφάνων.
Αυτό θέλω. Όλα τα άλλα τα συζητάμε.
Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
ΑπάντησηΔιαγραφή