Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Όπως τότε...

Κάστρο Χλεμούτσι, (λεπτομέρεια)

...έτσι και σήμερα

...Βαρύς έπεσε ο χειμώνας τη χρονιά εκείνη. Άνεμοι κρυεροί σαρώσανε τον κάμπο, σβήσανε κάθε λάμπος από τον ουρανό και τις σκιές από το χώμα. Πελιδνή ξυπνούσε η μέρα, με το λειψό της αίμα αναρουφηγμένο, σαν ύστερα από ύπνο που τον στοίχειωσαν όνειρα κακά. Τα πουλιά έφυγαν τρομαγμένα, πριν της ώρας τους, κυνηγώντας τον ήλιο. 

Τότε κάτι σαν τρόομς αόριστος απλώθηκε σ' όλη τη χώρα, μια σιγανή, σύσμιχτη βοή από το στόμα των πεινασμένων. Τα βράδια, με το ηλιόγερμα, οι συνοδείες των αφεντάδων που ταξίδευαν ή γύριζαν από το κυνήγι, συναντούσαν στο δρόμο τους πλάσματα ακατονόμαστα, κάτι σαν σκέλεθρα που τα ξέρασε, πράσινα και νωπά από τη μούχλα της γής, το στόμα του τάφου. Σέρνονταν κουρελιάρικα στ' αυλάκια, σκαρφάλωναν στα μπάζα των δρόμων γαντζώνοντας τα δάχτυλά τους σπασμωδικά, ανοίγανε το στόμα τους μαύρο, και κοίταζαν γύρω με μάτι γυάλινο, ψόφιο, θαμπό. Οι βιλάνοι λιμοχτονούσαν. Σαν τσακάλια που ξεσκαρίζουν με το σύθαμπο, παρατάγανε τα χωριά τους, τις καλύβες απ' όπου δεν έβλεπες πια ούτε ένα γαϊτάνι ν' ανεβαίνει καπνός, και πιάνανε τα περάσματα. Δεν ζητιανεύανε. Τα γδυμένα από σάρκα χέρια τους δεν είχανε λες τη δύναμη να σηκωθούν, να τεντώσουν τη χούφτα. Λέξη δεν έλεγαν, κοίταζαν μονάχα. Και το μάτι τους, το ναρκωμένο και βαρύ, είχε ένα χαραχτηριστικό αλλόκοτο, να το βλέπεις μπροστά σου κι όταν ακόμα δεν το κοιτάζεις, να το νοιώθεις σαν είχες αντιπεράσει, καρφωμένο στη ράχη σου. 

Σήκωναν με κόπο το κεφάλι τους, ακούγοντας καβαλαρία να ζυγώνει, το στήνανε στο λιπόσαρκο λαιμό, κρατούσαν την ανάσα τους και πρόσμεναν. Η συνοδεία περνούσε. Τότε, δίχως λέξη, σωριάζονταν πάλι μονοκόμματοι, σαν σωρός κόκκαλα ξερά, κι απόμεναν κεραυνωμένοι, με τα δόντια στο χώμα. 

Κάποτε, περνώντας τους άκουγες να βγάζουν έναν αχό παράξενο, τρεμουλιαστό σαν τραγούδι. Δεν ξεχώριζες λόγια. Μια γλώσσα στεγνή και πυρετοφρυμένη αναδευότανε πίσω από το σκοπό, πηχτή. Κυμάτιζε αδύναμο το τραγούδι πάνω στον βραδιασμένο κι έρημο κάμπο, ξετυλιγότανε κι έκλωθε σαν καπνός, έλιωνε την απόσταση, όμως και τότε δεν έλεγες πως έχει σωπάσει. Το έπαιρνες θαρρείς μαζί σου, τ' άκουγες ατέλειωτα να σου τριβελίζει τ' αυτιά, ένιωθες πως στο εξής θα σε κατοικεί και θα σε στοιχειώνει.. 

Είδανε στο κάστρο ανθρώπους της κούρτης που ήρθαν απ' έξω κατάχλομοι, σαν αλλοπαρμένοι, και που δεν ξέρανε να πούνε γιατί. Στα μάτια τους μέσα, τρομάρες περνούσαν ακόμα, αντιλάμποντας κρυερά, Σαν να είχαν διασταυρωθεί στο δρόμο τους με λιτανείες από λείψανα που πορεύονταν βρυκολακιασμένα. 

Ο πρίγκιπας έλαβε μέτρα. Πρόσταξε τους κεφαλάδες ν' ανοίξουν τις γιστέρνες των δυναμαριών τους και να δώσουν στάρι, λάδι, καλαμπόκι στους βιλάνους των φίε τους. Αυτός ο ίδιος, για να γίνει παράδειγμα, έβαλε να μοιράσουν το ένα πέμπτο από τις σοδειές των κάστρων που είχε στην άμεση εξουσία του. Για τους σκλάβους που ξεσηκώνονται έδωσε οδηγίες να κάνουν οι τοπάρχοι, όσο ήτανε βολετό, στραβά μάτια και να μην τους ερεθίζουν με ποινές αγύριστες. Τέτοιες όπως ο θάνατος, ο ακρωτηριασμός ή ο ραβδισμός ώς το σακάτεμα. Τους παλατιανούς του τέλος τους ορμήνεψε σοφά να μην τριγυρίζουν στη ύπαιθρη χώρα παραστολισμένοι βελούδα, μεταξωτά, ερμίνες και τα ρέστα, πράμα που θα γαργάλιζε τ' αρπαχτικά ένστιχτα των λιμασμένων, θα έδινε αφορμή σε ληστείες ή κι ακόμα θα τους ξυπνούσε την αγανάχτηση.
.....

Άγγελος Τερζάκης, Η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ (απόσπασμα)
μέρος 3ο, κεφάλαιο 3ο (Χειμωνιάτικο τραγούδι).
Εκδόσεις Εστία, Δεκέμβρης 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.