από 3Point Magazine
της Κλειώς Βλαχάκη
της Κλειώς Βλαχάκη
Σου γράφω, όλο σού γράφω και τίποτα δε λέω. Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε, μην ξεχαστούμε και μας πάρει το ποτάμι κι εμάς σαν τους άλλους. Αντιστέκομαι ακόμα. Έτσι θέλω να πιστεύω. Έτσι να ελπίζω. «Σε ποιους αντιστέκεσαι; Με τι αντιστέκεσαι;» με ρωτάς κι εγώ μασάω τα λόγια μου και καλούμαι να δώσω συγκεκριμένη απάντηση. Αντιστέκομαι στα αινίγματα γιατί θέλουν πονηρή σκέψη και δε διαθέτω τόσο ισχυρό όπλο. Αντιστέκομαι και στην καχυποψία γιατί αν δεν αντισταθώ θα πεθάνω από αγωνία και ανία και πλήξη και βαρεμάρα και η ζωή δε θα με ξαφνιάσει ποτέ κι ο διπλανός μου θα έχει όψη δράκου και τα τέρατα θα κάνουν επιδρομή στο μυαλό μου και θα μου πάρουν τη λαλιά.
Όλο σου γράφω και τίποτα δε σου λέω ουσιαστικό, ελπιδοφόρο, ανοιξιάτικο να καθαρίσει κι ο ουρανός ο δικός σου να φέξει κι ο δικός μου. Είναι που όλα μπερδεύτηκαν πάλι σαν τα χρώματα στην παλέτα του ζωγράφου. Είναι που και η ζωή θέλει να φυτέψω ένα καινούριο δέντρο, να βάλω ένα τραπεζάκι από κάτω και μια καρέκλα στον ίσκιο του και να παίξω κρυφτό με τον ήλιο μη με ζαλίσει και ξεχάσω να σκεφτώ. Κι όλο το αναβάλλω. Όλο αύριο και αύριο και ποτέ δεν στρώνομαι στη δουλειά λες κι αυτό θα έρθει μόνο του και θα με καλημερίσει και θα με φιλέψει από τους καρπούς του.
Κάθε μέρα όταν βγαίνω από το σπίτι ένα αδέσποτο γατί, η Ζιζέλ, έρχεται και χουχουλιάζει στα πόδια μου και νιαουρίζει μέχρι που κουράζεται να ζητιανεύει χάδια και σταματά κοιτώντας με παράπονο. Όλο λέω να τη μαζέψω κι αυτή να γίνουμε τρεις στο σπίτι κι όλο το αφήνω και αλλάζω γνώμη και μετανιώνω που της δίνω ελπίδες κι αυτή περιμένει και περιμένει και περιμένει μέχρι το αύριο.
Ήθελα να σου πω πως τελικά με κούρασε η ευθεία. Θα αλλάξω δρόμο. Βρήκα ένα άλλο μονοπάτι με πολλές στροφές να δοκιμάσω τις αντοχές μου πάλι – λες και δεν έφτασα ποτέ στα όρια μου! Αλλά πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι! Τώρα θα αλλάξω;
Δε σου είπα και το πιο σημαντικό! Είδες πάλι ξέχασα. Όλο τα ασήμαντα θυμάμαι και ξεχνάω τα σημαντικά. Ανάποδος άνθρωπος, παιδί μου, στραβόξυλο που έλεγε και η μάνα μου γιατί τώρα μαλάκωσε και δεν το λέει πια. Μα το κακό είχε γίνει. Με μαθε να το πιστεύω κι άντε να μου αλλάξεις γνώμη. Μα τι ήθελα να πω;; Α! ναι, κάτι πολύ σημαντικό! Βρήκα κι ύστερα τον έχασα πάλι έναν άνθρωπο που νομίζω πως λέγαμε τα ίδια. Κι ύστερα κατάλαβα ότι λέγαμε τα ίδια μα κάναμε διαφορετικά. Είχα την αίσθηση πως είχε κι αυτός κάτι γκρεμισμένους τοίχους που είχαν χορταριάσει κι έψαχνε να βρει δρόμο να βγει. Λάθεψα! Αυτός γύρευε τρόπο να παραμείνει εκεί κι εγώ έτρεξα να τον ξεβολέψω. Έπεσα έξω κι έφυγα με την ουρά στα σκέλια γιατί είχε πάρει ψεύτικη πόζα και φοβήθηκα πολύ. Τον ήξερα και παλιά αλλά μπορεί και όχι.
Θα ήθελα τώρα να βρέχει και να στέκομαι ψηλά στα Αστερούσια. Να γυρίζω πίσω και να βλέπω την ανταριασμένη θάλασσα. Να γυρίζω μπροστά και να βλέπω τον κάμπο με τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Να υψώνω το χέρι και να χαϊδεύω τη μακριά γενειάδα εκείνου του παππού που λένε θεό. Πού χάθηκε κι αυτός;
Όλο σου γράφω και ποτέ δε σου λέω την αλήθεια. Μεγάλη απάτη η αλήθεια. Κι αν υπάρχει δεν είναι μία. Ο καθείς και η δική του. Γραμμένη σε τετράδια ή σε τοίχους με μεράκι και αγάπη από φόβο μη χαθεί στο σκοτάδι η αλήθεια μας, η προσωπική ουτοπία, η χίμαιρα και χάσουμε το δρόμο και βρεθούμε στα κουτουρού σε άλλη αλήθεια : «εγώ για αλλού ξεκίνησα κι αλλού η ζωή με βγάζει».
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κρύβει πάντα καραμέλες στην τσέπη και να τις γλύφει όταν δεν την κοιτούσε κανείς. Όταν κάποτε τη ρώτησα τι τις θέλει τόσες καραμέλες μου απάντησε: «Όταν νιώθω πίκρα βάζω μια στο στόμα και βρίσκω ισορροπία κι ύστερα μασάω και λίγο δυόσμο κι έρχεται και ισιώνει». Δεν πρόλαβα όμως να το αναλύσω γιατί η γιαγιά έφυγε και πήρε και το μυστικό μαζί με τις καραμέλες που της έβαλα κρυφά για να μην έχει πίκρες.
Αντιστέκομαι και στα μικρά. Αγαπώ την υπερβολή. Στη χαρά και στη λύπη και στον έρωτα και στην αντιπάθεια. Το μεγαλείο του απόλυτου και η αδιαφορία του τίποτα. Αν δεν έχει θύελλα η ζωή τι να την κάνω τη νηνεμία! Αδέκαστη τη θέλω την ψυχή μου. Κι όσοι αντέχουν ας κοπιάσουν. Στα όμοια δε χάλασα ποτέ χατίρι.
Βρε μπας κι η ζωή είναι κάτι άλλο κι εγώ πιστεύω ακόμα στα λόγια των τρελών που γίνανε αντάρτες; Άκου τώρα κάτι σκέψεις! Κι αυτή ζωή τη μια σε πάει εδώ και την άλλη σου ρίχνει μια τρικλοποδιά και σου τα φέρνει όλα τούμπα. Και γίνεσαι δραπέτης και κυνηγάς τη φυγή. Λες κι άμα πας αλλού δε θα κουβαλήσεις τα βάρη!
Μάλλον δε θα αντισταθώ στον εαυτό μου κι ας είναι απελπισμένος καμιά φορά. Τώρα που έρχεται η άνοιξη θα του βάλω ένα καπέλο με φτερά και θα τον αφήσω να σουλατσάρει όπου ποθεί η ψυχή του. Κι αν έρθει στραπατσαρισμένος θα του φροντίσω τις πληγές και θα του γράψω στιχάκια να ‘χει παρηγοριά. Κι ύστερα θα του χαρίσω μια λιακάδα σαν καλοκαίρι ολόκληρο…
Όλο σου γράφω και τίποτα δε σου λέω ουσιαστικό, ελπιδοφόρο, ανοιξιάτικο να καθαρίσει κι ο ουρανός ο δικός σου να φέξει κι ο δικός μου. Είναι που όλα μπερδεύτηκαν πάλι σαν τα χρώματα στην παλέτα του ζωγράφου. Είναι που και η ζωή θέλει να φυτέψω ένα καινούριο δέντρο, να βάλω ένα τραπεζάκι από κάτω και μια καρέκλα στον ίσκιο του και να παίξω κρυφτό με τον ήλιο μη με ζαλίσει και ξεχάσω να σκεφτώ. Κι όλο το αναβάλλω. Όλο αύριο και αύριο και ποτέ δεν στρώνομαι στη δουλειά λες κι αυτό θα έρθει μόνο του και θα με καλημερίσει και θα με φιλέψει από τους καρπούς του.
Κάθε μέρα όταν βγαίνω από το σπίτι ένα αδέσποτο γατί, η Ζιζέλ, έρχεται και χουχουλιάζει στα πόδια μου και νιαουρίζει μέχρι που κουράζεται να ζητιανεύει χάδια και σταματά κοιτώντας με παράπονο. Όλο λέω να τη μαζέψω κι αυτή να γίνουμε τρεις στο σπίτι κι όλο το αφήνω και αλλάζω γνώμη και μετανιώνω που της δίνω ελπίδες κι αυτή περιμένει και περιμένει και περιμένει μέχρι το αύριο.
Ήθελα να σου πω πως τελικά με κούρασε η ευθεία. Θα αλλάξω δρόμο. Βρήκα ένα άλλο μονοπάτι με πολλές στροφές να δοκιμάσω τις αντοχές μου πάλι – λες και δεν έφτασα ποτέ στα όρια μου! Αλλά πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι! Τώρα θα αλλάξω;
Δε σου είπα και το πιο σημαντικό! Είδες πάλι ξέχασα. Όλο τα ασήμαντα θυμάμαι και ξεχνάω τα σημαντικά. Ανάποδος άνθρωπος, παιδί μου, στραβόξυλο που έλεγε και η μάνα μου γιατί τώρα μαλάκωσε και δεν το λέει πια. Μα το κακό είχε γίνει. Με μαθε να το πιστεύω κι άντε να μου αλλάξεις γνώμη. Μα τι ήθελα να πω;; Α! ναι, κάτι πολύ σημαντικό! Βρήκα κι ύστερα τον έχασα πάλι έναν άνθρωπο που νομίζω πως λέγαμε τα ίδια. Κι ύστερα κατάλαβα ότι λέγαμε τα ίδια μα κάναμε διαφορετικά. Είχα την αίσθηση πως είχε κι αυτός κάτι γκρεμισμένους τοίχους που είχαν χορταριάσει κι έψαχνε να βρει δρόμο να βγει. Λάθεψα! Αυτός γύρευε τρόπο να παραμείνει εκεί κι εγώ έτρεξα να τον ξεβολέψω. Έπεσα έξω κι έφυγα με την ουρά στα σκέλια γιατί είχε πάρει ψεύτικη πόζα και φοβήθηκα πολύ. Τον ήξερα και παλιά αλλά μπορεί και όχι.
Θα ήθελα τώρα να βρέχει και να στέκομαι ψηλά στα Αστερούσια. Να γυρίζω πίσω και να βλέπω την ανταριασμένη θάλασσα. Να γυρίζω μπροστά και να βλέπω τον κάμπο με τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Να υψώνω το χέρι και να χαϊδεύω τη μακριά γενειάδα εκείνου του παππού που λένε θεό. Πού χάθηκε κι αυτός;
Όλο σου γράφω και ποτέ δε σου λέω την αλήθεια. Μεγάλη απάτη η αλήθεια. Κι αν υπάρχει δεν είναι μία. Ο καθείς και η δική του. Γραμμένη σε τετράδια ή σε τοίχους με μεράκι και αγάπη από φόβο μη χαθεί στο σκοτάδι η αλήθεια μας, η προσωπική ουτοπία, η χίμαιρα και χάσουμε το δρόμο και βρεθούμε στα κουτουρού σε άλλη αλήθεια : «εγώ για αλλού ξεκίνησα κι αλλού η ζωή με βγάζει».
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κρύβει πάντα καραμέλες στην τσέπη και να τις γλύφει όταν δεν την κοιτούσε κανείς. Όταν κάποτε τη ρώτησα τι τις θέλει τόσες καραμέλες μου απάντησε: «Όταν νιώθω πίκρα βάζω μια στο στόμα και βρίσκω ισορροπία κι ύστερα μασάω και λίγο δυόσμο κι έρχεται και ισιώνει». Δεν πρόλαβα όμως να το αναλύσω γιατί η γιαγιά έφυγε και πήρε και το μυστικό μαζί με τις καραμέλες που της έβαλα κρυφά για να μην έχει πίκρες.
Αντιστέκομαι και στα μικρά. Αγαπώ την υπερβολή. Στη χαρά και στη λύπη και στον έρωτα και στην αντιπάθεια. Το μεγαλείο του απόλυτου και η αδιαφορία του τίποτα. Αν δεν έχει θύελλα η ζωή τι να την κάνω τη νηνεμία! Αδέκαστη τη θέλω την ψυχή μου. Κι όσοι αντέχουν ας κοπιάσουν. Στα όμοια δε χάλασα ποτέ χατίρι.
Βρε μπας κι η ζωή είναι κάτι άλλο κι εγώ πιστεύω ακόμα στα λόγια των τρελών που γίνανε αντάρτες; Άκου τώρα κάτι σκέψεις! Κι αυτή ζωή τη μια σε πάει εδώ και την άλλη σου ρίχνει μια τρικλοποδιά και σου τα φέρνει όλα τούμπα. Και γίνεσαι δραπέτης και κυνηγάς τη φυγή. Λες κι άμα πας αλλού δε θα κουβαλήσεις τα βάρη!
Μάλλον δε θα αντισταθώ στον εαυτό μου κι ας είναι απελπισμένος καμιά φορά. Τώρα που έρχεται η άνοιξη θα του βάλω ένα καπέλο με φτερά και θα τον αφήσω να σουλατσάρει όπου ποθεί η ψυχή του. Κι αν έρθει στραπατσαρισμένος θα του φροντίσω τις πληγές και θα του γράψω στιχάκια να ‘χει παρηγοριά. Κι ύστερα θα του χαρίσω μια λιακάδα σαν καλοκαίρι ολόκληρο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.