Από REDNotebook
Τα δυό τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες του αγώνα για τη ζωή που δίνουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, πρόσφυγες και μετανάστες, εγκαταλείποντας εμπόλεμες ζώνες, περιοχές όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, χώρες που επικρατεί ακραία φτώχεια. Δεν πρόκειται φυσικά για μια καινούργια κατάσταση. Πρόκειται όμως για μια δραματική αύξηση των προσφυγικών ροών, ιδιαίτερα στην περιοχή μας. Για τους ανθρώπους που αναζητούν μια ελπίδα στην «πολιτισμένη» Ευρώπη, η πρόσφατη απόφαση-συμφωνία Τουρκίας-Ε.Ε., που ισοδυναμεί με κλείσιμο των συνόρων, και για χιλιάδες από αυτές και αυτούς με καταδίκη σε απέλαση, αποτέλεσε μια συνθήκη ασφυξίας και απελπισίας.
Σε όλη αυτή την περίοδο, η ελληνική κοινωνία στη μεγάλη πλειοψηφία της επέδειξε πρωτοφανή αλληλεγγύη και αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση άμεσων αναγκών, καλύπτοντας τα τεράστια κενά σχεδιασμού και υλοποίησης στοχευμένων δράσεων στήριξης από την μεριά της πολιτείας - κι αυτό για ένα πολύ μεγάλο αρχικό διάστημα. Δυστυχώς, η «ανασυγκρότηση» της πολιτείας αποτέλεσε μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη, καθώς σημαδεύτηκε από την έντονη στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης των ζητημάτων υποδοχής και εγκατάστασης, τις απαράδεκτες συνθήκες διαμονής σε πολλά από τα κέντρα υποδοχής-κράτησης, την αδιαφάνεια στην όλη διαχείριση (με την εύλογη ανησυχία για το ρόλο που προετοιμάζονται να παίξουν ποικίλοι παράγοντες), και τέλος, την επίθεση, έως και ποινικοποίηση, της αλληλεγγύης και των αλληλέγγυων. Προκρίθηκε λοιπόν η «αλληλεγγύη» υπό κρατικό έλεγχο, οι πιστοποιήσεις (αλήθεια, πόσες χιλιάδες πιστοποιημένες ανύπαρκτες ΜΚΟ υπάρχουν στα αρχεία των αρμόδιων υπουργείων;) και ο συντεταγμένος σχεδιασμός κεκλεισμένων των θυρών, με τους συνήθεις γραφειοκρατικούς ρυθμούς, απόρροια τόσο των δομικών προβλημάτων της διοίκησης, όσο και των επιπρόσθετων μνημονιακών δεσμεύσεων.
Σε αυτό το τοπίο, οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης όχι μόνο εξακολουθούν να είναι ζωτικής σημασίας, αλλά αποκτούν και βαρύνουσα πολιτική διάσταση, όταν καταφέρνουν να προτείνουν έναν άλλο τρόπο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και την αντιμετώπιση των ίδιων των ανθρώπων. Σε πείσμα όσων τους διαχειρίζονται ως αριθμούς (538 επαναπροωθήσεις στην Τουρκία σε μια μέρα, μηδενικές είσοδοι στα νησιά του Αιγαίου το τριήμερο, 100 νεκροί ανοιχτά της Σικελίας κ.λπ.), οι άνθρωποι αυτοί έχουν ονόματα, ανάγκες, πόνο, οργή, χαμόγελα.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να φτωχοποιείται. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, πάνω από 30% του πληθυσμού ζει στα όρια της φτώχειας και κάτω από αυτά. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι αντιμετωπίζουν πρόβλημα στέγης, είτε λόγω υπερχρέωσης, είτε λόγω αδυναμίας να πληρώνουν το ενοίκιο, ενώ πολλές χιλιάδες βρίσκονται ήδη στο δρόμο ή ζουν σε συνθήκες επισφαλούς ή ακατάλληλης στέγης. Για όσες και όσους από εμάς βρεθήκαμε λίγο πιο συστηματικά τα προηγούμενα χρόνια να δουλεύουμε μαζί με τα κινήματα αλληλεγγύης και μέσα σ’ αυτά, η υπόνοια διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, ντόπιους ή ξένους, ήταν και παραμένει αδιανόητη. Κερδίσαμε τη μάχη ενάντια στην ψευδεπίγραφη φιλανθρωπία των φασιστοειδών, που φάνηκε σε μια πρώτη περίοδο να αναπτύσσεται. Τίποτα δεν θα μας αναγκάσει να πάμε πίσω από αυτό.
Έτσι, οι πρώτες αρνητικές αντιδράσεις στην κατάληψη του ξενοδοχείου City Plaza, όπου σήμερα φιλοξενούνται περίπου 200 άτομα, με τα μισά σχεδόν να είναι παιδιά, αποτέλεσαν ένα ξάφνιασμα: για τη σφοδρότητα της επίθεσης, για το είδος των επιχειρημάτων που επικαλέστηκαν οι επιτιθέμενοι και βεβαίως για τους χώρους από τους οποίους προήλθαν. Αν και είναι νωρίς για να κάνει κανείς αποτίμηση ενός τέτοιου εγχειρήματος, και με δεδομένο ότι πολλοί και πολλές έχουν μέχρι σήμερα συμβάλει ιδιαίτερα εποικοδομητικά σε έναν διάλογο που σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμος, πιστεύω ότι έχει σημασία να συνεχίσουμε να βλέπουμε πλευρές αυτού του εγχειρήματος, το οποίο, μπορεί, μαζί με άλλες αυτό-οργανωμένες πρωτοβουλίες, να αποτελέσει υπόδειγμα της δικής μας αλληλεγγύης: ένα καθαρό μήνυμα ότι γίνεται και αλλιώς.
Η κατάληψη ενός κτιρίου για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών δεν είναι μια καινούργια εμπειρία των κινημάτων. Χρονολογείται από πολλές δεκαετίες και από τις διαφορετικές εμπειρίες των καταλήψεων μπορούν να βγουν σήμερα χρήσιμα συμπεράσματα. Όπως όλες οι κινηματικές διαδικασίες, οι καταλήψεις άφησαν παρακαταθήκες, λειτούργησαν προωθητικά για νέα εγχειρήματα, πίεσαν για πολιτικές παρεμβάσεις, έγιναν τρόπος ζωής, άλλοτε ηττήθηκαν. Στο πλήθος των παραδειγμάτων περιλαμβάνονται κτίρια δημόσια και ιδιωτικά, λειτουργίες στέγης αλλά και κοινωνικής ζωής, στρατηγικές απόλυτης αυτονομίας, συνεργατικά εγχειρήματα στέγης, πρακτικές που συναντήθηκαν με αυτοδιοικητικές κοινωνικές πολιτικές.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, βασικές αρχές που κάνουν ένα εγχείρημα ριζοσπαστικό και υπερασπίσιμο είναι η συμμετοχή και η δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων, η κάλυψη με ασφάλεια και αξιοπρέπεια των αναγκών στις οποίες έρχεται να απαντήσει μια κατάληψ, η ανάπτυξη της κοινοτικής ζωής, το άνοιγμα στη γειτονιά και την πόλη, η διάχυση της πληροφορίας και της γνώσης και η στήριξη νέων ανάλογων εγχειρημάτων. Η συζήτηση σε σχέση με την κατάληψη του City Plaza δεν φάνηκε να επικεντρώνει στις παραπάνω προϋποθέσεις, οι οποίες όμως αποτελούν μέριμνα όλων όσων συμμετέχουν στο εγχείρημα. Αντίθετα, εξελίχθηκε σε μια συζήτηση με άξονα το ζήτημα της ιδιοκτησίας του κτιρίου και την ορθότητα της επιλογής ως προς αυτό.
Σε μια εποχή που η νεοφιλελεύθερη στρατηγική στοχεύει στην υφαρπαγή της γης, της μικρής και της μεσαίας ιδιοκτησίας στο πλαίσιο ενός σχεδίου ευρείας αναδιανομής πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, είναι λογικό να αναπτύσσονται ανακλαστικά «υπεράσπισης» της ιδιωτικής περιουσίας, ακόμα και σε περιπτώσεις που το κοινωνικό πρόσημο αυτής της υπεράσπισης δεν είναι πολύ καθαρό. Όσες και όσοι πηγαίνουμε στα ειρηνοδικεία τα τελευταία τρία χρόνια σπάζοντας τους πλειστηριασμούς, είμαστε κοινωνοί μιας μεγάλης συζήτησης για τα κριτήρια με τα οποία ασκείται η δράση μας. Η συζήτηση αυτή αφορά την κοινωνία και τα κινήματα. Και είναι καθαρό ότι υπερασπιζόμαστε την περιουσία των υπερχρεωμένων ανθρώπων απέναντι στις αρπακτικές διαθέσεις των τραπεζών και των τοκογλύφων, απέναντι στους άδικους φόρους και την ποινικοποίηση της φτώχειας και της αδυναμίας πληρωμής. Αυτό, όμως, δεν μας καθιστά υπερασπιστές της ιδιωτικής περιουσίας γενικά. Κάτι τέτοιο απέχει από το δικό μας αξιακό πλαίσιο.
Ζούμε σε μια χώρα όπου υπάρχουν ήδη διαπιστωμένες τεράστιες στεγαστικές ανάγκες, με αιχμή αυτές των προσφύγων, και χιλιάδες κενά κτίρια, ιδιωτικά και δημόσια. Η επανάχρηση των άδειων κτιρίων αποτελεί άμεσο αίτημα. Βασικά κριτήρια, η καταλληλότητα του κτιρίου για τη χρήση, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ως προς το απαιτούμενο κόστος επισκευών, η θέση μέσα στον οικιστικό ιστό ώστε να μην ενισχύει αποκλεισμούς και γκετοποίηση. Χρειαζόμαστε μια σύνθετη ανοιχτή κοινωνικοποιημένη διαδικασία ως προς την επιλογή αυτών των κτηρίων, την διαμόρφωση κινήτρων για τους ιδιοκτήτες όταν πρόκειται για ιδιωτικά κτήρια αλλά και την διατύπωση διακριτών κριτηρίων για χρήσης υψηλού κοινωνικού συμφέροντος. Η κοινωνική χρήση ενός κτιρίου δεν θέτει το ερώτημα της ιδιοκτησίας. Αντίθετα, αποτελεί ανάχωμα στις αρπακτικές διαθέσεις της «ελεύθερης» αγοράς, που στις σημερινές ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες προσβλέπει στην αρπαγή των ιδιοκτησιών όσων βρίσκονται ή θα βρεθούν σε ανάγκη (και ήδη κάνει σχετικές κινήσεις...).
Η κατάληψη του City Plaza, όπως και άλλες πρόσφατες καταλήψεις, ανοίγει με πολλούς τρόπους έναν ουσιαστικό διάλογο. Ταυτόχρονα, χωρίς ολιγωρία, απαντά στο άμεσο: στις ανάγκες των χιλιάδων ανθρώπων που βρίσκονται στο δρόμο. Αυτή η σχέση στρατηγικών και άμεσων στόχων αποτελεί βασική αξία κάθε ριζοσπαστικής κινηματικής δράσης.
της Τόνιας Κατερίνη
φωτογραφία: Άγγελος Καλοδούκας
Τα δυό τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες του αγώνα για τη ζωή που δίνουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, πρόσφυγες και μετανάστες, εγκαταλείποντας εμπόλεμες ζώνες, περιοχές όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, χώρες που επικρατεί ακραία φτώχεια. Δεν πρόκειται φυσικά για μια καινούργια κατάσταση. Πρόκειται όμως για μια δραματική αύξηση των προσφυγικών ροών, ιδιαίτερα στην περιοχή μας. Για τους ανθρώπους που αναζητούν μια ελπίδα στην «πολιτισμένη» Ευρώπη, η πρόσφατη απόφαση-συμφωνία Τουρκίας-Ε.Ε., που ισοδυναμεί με κλείσιμο των συνόρων, και για χιλιάδες από αυτές και αυτούς με καταδίκη σε απέλαση, αποτέλεσε μια συνθήκη ασφυξίας και απελπισίας.
Σε όλη αυτή την περίοδο, η ελληνική κοινωνία στη μεγάλη πλειοψηφία της επέδειξε πρωτοφανή αλληλεγγύη και αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση άμεσων αναγκών, καλύπτοντας τα τεράστια κενά σχεδιασμού και υλοποίησης στοχευμένων δράσεων στήριξης από την μεριά της πολιτείας - κι αυτό για ένα πολύ μεγάλο αρχικό διάστημα. Δυστυχώς, η «ανασυγκρότηση» της πολιτείας αποτέλεσε μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη, καθώς σημαδεύτηκε από την έντονη στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης των ζητημάτων υποδοχής και εγκατάστασης, τις απαράδεκτες συνθήκες διαμονής σε πολλά από τα κέντρα υποδοχής-κράτησης, την αδιαφάνεια στην όλη διαχείριση (με την εύλογη ανησυχία για το ρόλο που προετοιμάζονται να παίξουν ποικίλοι παράγοντες), και τέλος, την επίθεση, έως και ποινικοποίηση, της αλληλεγγύης και των αλληλέγγυων. Προκρίθηκε λοιπόν η «αλληλεγγύη» υπό κρατικό έλεγχο, οι πιστοποιήσεις (αλήθεια, πόσες χιλιάδες πιστοποιημένες ανύπαρκτες ΜΚΟ υπάρχουν στα αρχεία των αρμόδιων υπουργείων;) και ο συντεταγμένος σχεδιασμός κεκλεισμένων των θυρών, με τους συνήθεις γραφειοκρατικούς ρυθμούς, απόρροια τόσο των δομικών προβλημάτων της διοίκησης, όσο και των επιπρόσθετων μνημονιακών δεσμεύσεων.
Σε αυτό το τοπίο, οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης όχι μόνο εξακολουθούν να είναι ζωτικής σημασίας, αλλά αποκτούν και βαρύνουσα πολιτική διάσταση, όταν καταφέρνουν να προτείνουν έναν άλλο τρόπο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και την αντιμετώπιση των ίδιων των ανθρώπων. Σε πείσμα όσων τους διαχειρίζονται ως αριθμούς (538 επαναπροωθήσεις στην Τουρκία σε μια μέρα, μηδενικές είσοδοι στα νησιά του Αιγαίου το τριήμερο, 100 νεκροί ανοιχτά της Σικελίας κ.λπ.), οι άνθρωποι αυτοί έχουν ονόματα, ανάγκες, πόνο, οργή, χαμόγελα.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να φτωχοποιείται. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, πάνω από 30% του πληθυσμού ζει στα όρια της φτώχειας και κάτω από αυτά. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι αντιμετωπίζουν πρόβλημα στέγης, είτε λόγω υπερχρέωσης, είτε λόγω αδυναμίας να πληρώνουν το ενοίκιο, ενώ πολλές χιλιάδες βρίσκονται ήδη στο δρόμο ή ζουν σε συνθήκες επισφαλούς ή ακατάλληλης στέγης. Για όσες και όσους από εμάς βρεθήκαμε λίγο πιο συστηματικά τα προηγούμενα χρόνια να δουλεύουμε μαζί με τα κινήματα αλληλεγγύης και μέσα σ’ αυτά, η υπόνοια διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, ντόπιους ή ξένους, ήταν και παραμένει αδιανόητη. Κερδίσαμε τη μάχη ενάντια στην ψευδεπίγραφη φιλανθρωπία των φασιστοειδών, που φάνηκε σε μια πρώτη περίοδο να αναπτύσσεται. Τίποτα δεν θα μας αναγκάσει να πάμε πίσω από αυτό.
Έτσι, οι πρώτες αρνητικές αντιδράσεις στην κατάληψη του ξενοδοχείου City Plaza, όπου σήμερα φιλοξενούνται περίπου 200 άτομα, με τα μισά σχεδόν να είναι παιδιά, αποτέλεσαν ένα ξάφνιασμα: για τη σφοδρότητα της επίθεσης, για το είδος των επιχειρημάτων που επικαλέστηκαν οι επιτιθέμενοι και βεβαίως για τους χώρους από τους οποίους προήλθαν. Αν και είναι νωρίς για να κάνει κανείς αποτίμηση ενός τέτοιου εγχειρήματος, και με δεδομένο ότι πολλοί και πολλές έχουν μέχρι σήμερα συμβάλει ιδιαίτερα εποικοδομητικά σε έναν διάλογο που σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμος, πιστεύω ότι έχει σημασία να συνεχίσουμε να βλέπουμε πλευρές αυτού του εγχειρήματος, το οποίο, μπορεί, μαζί με άλλες αυτό-οργανωμένες πρωτοβουλίες, να αποτελέσει υπόδειγμα της δικής μας αλληλεγγύης: ένα καθαρό μήνυμα ότι γίνεται και αλλιώς.
Η κατάληψη ενός κτιρίου για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών δεν είναι μια καινούργια εμπειρία των κινημάτων. Χρονολογείται από πολλές δεκαετίες και από τις διαφορετικές εμπειρίες των καταλήψεων μπορούν να βγουν σήμερα χρήσιμα συμπεράσματα. Όπως όλες οι κινηματικές διαδικασίες, οι καταλήψεις άφησαν παρακαταθήκες, λειτούργησαν προωθητικά για νέα εγχειρήματα, πίεσαν για πολιτικές παρεμβάσεις, έγιναν τρόπος ζωής, άλλοτε ηττήθηκαν. Στο πλήθος των παραδειγμάτων περιλαμβάνονται κτίρια δημόσια και ιδιωτικά, λειτουργίες στέγης αλλά και κοινωνικής ζωής, στρατηγικές απόλυτης αυτονομίας, συνεργατικά εγχειρήματα στέγης, πρακτικές που συναντήθηκαν με αυτοδιοικητικές κοινωνικές πολιτικές.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, βασικές αρχές που κάνουν ένα εγχείρημα ριζοσπαστικό και υπερασπίσιμο είναι η συμμετοχή και η δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων, η κάλυψη με ασφάλεια και αξιοπρέπεια των αναγκών στις οποίες έρχεται να απαντήσει μια κατάληψ, η ανάπτυξη της κοινοτικής ζωής, το άνοιγμα στη γειτονιά και την πόλη, η διάχυση της πληροφορίας και της γνώσης και η στήριξη νέων ανάλογων εγχειρημάτων. Η συζήτηση σε σχέση με την κατάληψη του City Plaza δεν φάνηκε να επικεντρώνει στις παραπάνω προϋποθέσεις, οι οποίες όμως αποτελούν μέριμνα όλων όσων συμμετέχουν στο εγχείρημα. Αντίθετα, εξελίχθηκε σε μια συζήτηση με άξονα το ζήτημα της ιδιοκτησίας του κτιρίου και την ορθότητα της επιλογής ως προς αυτό.
Σε μια εποχή που η νεοφιλελεύθερη στρατηγική στοχεύει στην υφαρπαγή της γης, της μικρής και της μεσαίας ιδιοκτησίας στο πλαίσιο ενός σχεδίου ευρείας αναδιανομής πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, είναι λογικό να αναπτύσσονται ανακλαστικά «υπεράσπισης» της ιδιωτικής περιουσίας, ακόμα και σε περιπτώσεις που το κοινωνικό πρόσημο αυτής της υπεράσπισης δεν είναι πολύ καθαρό. Όσες και όσοι πηγαίνουμε στα ειρηνοδικεία τα τελευταία τρία χρόνια σπάζοντας τους πλειστηριασμούς, είμαστε κοινωνοί μιας μεγάλης συζήτησης για τα κριτήρια με τα οποία ασκείται η δράση μας. Η συζήτηση αυτή αφορά την κοινωνία και τα κινήματα. Και είναι καθαρό ότι υπερασπιζόμαστε την περιουσία των υπερχρεωμένων ανθρώπων απέναντι στις αρπακτικές διαθέσεις των τραπεζών και των τοκογλύφων, απέναντι στους άδικους φόρους και την ποινικοποίηση της φτώχειας και της αδυναμίας πληρωμής. Αυτό, όμως, δεν μας καθιστά υπερασπιστές της ιδιωτικής περιουσίας γενικά. Κάτι τέτοιο απέχει από το δικό μας αξιακό πλαίσιο.
Ζούμε σε μια χώρα όπου υπάρχουν ήδη διαπιστωμένες τεράστιες στεγαστικές ανάγκες, με αιχμή αυτές των προσφύγων, και χιλιάδες κενά κτίρια, ιδιωτικά και δημόσια. Η επανάχρηση των άδειων κτιρίων αποτελεί άμεσο αίτημα. Βασικά κριτήρια, η καταλληλότητα του κτιρίου για τη χρήση, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ως προς το απαιτούμενο κόστος επισκευών, η θέση μέσα στον οικιστικό ιστό ώστε να μην ενισχύει αποκλεισμούς και γκετοποίηση. Χρειαζόμαστε μια σύνθετη ανοιχτή κοινωνικοποιημένη διαδικασία ως προς την επιλογή αυτών των κτηρίων, την διαμόρφωση κινήτρων για τους ιδιοκτήτες όταν πρόκειται για ιδιωτικά κτήρια αλλά και την διατύπωση διακριτών κριτηρίων για χρήσης υψηλού κοινωνικού συμφέροντος. Η κοινωνική χρήση ενός κτιρίου δεν θέτει το ερώτημα της ιδιοκτησίας. Αντίθετα, αποτελεί ανάχωμα στις αρπακτικές διαθέσεις της «ελεύθερης» αγοράς, που στις σημερινές ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες προσβλέπει στην αρπαγή των ιδιοκτησιών όσων βρίσκονται ή θα βρεθούν σε ανάγκη (και ήδη κάνει σχετικές κινήσεις...).
Η κατάληψη του City Plaza, όπως και άλλες πρόσφατες καταλήψεις, ανοίγει με πολλούς τρόπους έναν ουσιαστικό διάλογο. Ταυτόχρονα, χωρίς ολιγωρία, απαντά στο άμεσο: στις ανάγκες των χιλιάδων ανθρώπων που βρίσκονται στο δρόμο. Αυτή η σχέση στρατηγικών και άμεσων στόχων αποτελεί βασική αξία κάθε ριζοσπαστικής κινηματικής δράσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.