Κείμενο & Φωτογραφίες
Αλέξανδρος Μασσαβέτας*
Στην πόλη του Λαυρίου με την πλούσια ιστορία, που έχει χάσει την κοινωνική της συνοχή, ταπερισσότερα νεοκλασικά και βιομηχανικά κτίρια που την χαρακτήριζαν και πολλούς από τους θησαυρούς της, η Δημοτική Βιβλιοθήκη αγωνίζεται με τη βοήθεια εθελοντών να κρατηθεί τουλάχιστον η ιστορική μνήμη.
Γοητευτικότατος οικισμός της Αττικής, το Λαύριο είναι αναμφίβολα και εκείνος με την πιο ενδιαφέρουσα πορεία στον χρόνο. Τα διάσπαρτα βιομηχανικά κτίρια που επιβιώνουν εντός και στα περίχωρα της πόλης συγκροτούν το σημαντικότερο βιομηχανικό μνημείο της Ελλάδας. Αποτυπώνουν μια ιστορία που ξεπερνά κατά πολύ τα ελληνικά σύνορα και αγκαλιάζει ολόκληρη την λεκάνη της Μεσογείου. Μια ιστορία δυσανάλογα μεγάλη για μια μικρή πόλη 11.000 κατοίκων.
Παρά την κακοποίηση που υπέστη – συστηματικά και ανενδοίαστα – από την δεκαετία του 1980 και εφεξής, το Λαύριο έχει προς το παρόν γλιτώσει την πλήρη και μη αναστρέψιμη τερατοποίηση που υπέστησαν τα γειτονικά του κέντρα. Σε αντίθεση με την Κερατέα, το Κορωπί και το Μαρκόπουλο, διατηρεί κάποια χάρη και ψήγματα ενός παρελθόντος που, αν και οπωσδήποτε όχι ρόδινο, ήταν πάντως αισθητικά κομψότερο.
Πάνω: : Το «σπίτι της Τοτώς» στην Αγία Παρασκευή, ζωγραφισμένο από τον Τσαρούχη σε ένα ομορφότερο Λαύριο. Κάτω: Σήμερα σώζεται μόνο το ένα από τα τρία πήλινα αγάλματά του, ο Ερμής.
Πολλοί Αθηναίοι έχουν αγοράσει τα τελευταία χρόνια παραθεριστικές κατοικίες στην περιφέρεια του Λαυρίου, ιδίως προς το Σούνιο. Τα συχνά περάσματά τους τούς έχουν κάνει να αγαπήσουν την μικρή πόλη, με την τέλεια ρυμοτομία, τα εναπομείναντα νεοκλασικά και βιομηχανικά κτίρια, τα μικρομάγαζα, την προκυμαία και τα λοφώδη περίχωρά της. Δεν λείπουν αυτοί που, μεγαλωμένοι στην πρωτεύουσα μεγαλούπολη, επέλεξαν την Λαυρεωτική ως τόπο μόνιμης κατοικίας. Πολλοί περισσότεροι, βέβαια, είναι οι περαστικοί θαυμαστές του Λαυρίου.
Κοντά στο λιμάνι, πίσω από το νεοκλασικό μέγαρο του 1864 που στεγάζει την Δημαρχία Λαυρεωτικής, κρύβεται ένα σύμπλεγμα βιομηχανικών κτιρίων που αποτελεί πια σημείο αναφοράς της ζωής της πόλης. Πρόκειται για το Παλαιό Μηχανουργείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου, οικοδόμημα της δεκαετίας του 1870. Στο κτίριο η Εταιρεία κατασκεύαζε τα απαραίτητα για την λειτουργία της μηχανήματα και εξαρτήματα. Δυστυχώς, δεν σώθηκε ο μηχανικός του εξοπλισμός. Σώθηκε όμως το ίδιο το κτίριο, με την χαρακτηριστική των εδώ βιομηχανικών κτιρίων λιθοδομή από πέτρα και τούβλο, τοξωτά ανοίγματα και κεραμοσκεπή.
Παλαιό μηχανουργείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου.
Στεγάζει σήμερα την Δημοτική Βιβλιοθήκη Λαυρίου.
Σε τμήμα του Παλαιού Μηχανουργείου βρήκε στέγη και καταφύγιο η Δημοτική Βιβλιοθήκη Λαυρίου. Το όλο εγχείρημα της οργάνωσης, του εξοπλισμού και της καταγραφής των βιβλίων της έχει αναλάβει ομάδα εθελοντών, που ίδρυσε τον σύλλογο «ΛΑΥΡΑ-Σύλλογος Φίλων Βιβλιοθήκης Λαυρίου και Ιστορικών Αρχείων Λαυρεωτικής». Σε ένα Λαύριο που έχει γίνει αγνώριστο, τόσο στην εμφάνιση όσο και στην κοινωνική του σύνθεση, η Βιβλιοθήκη στοχεύει να αποτελέσει τον φύλακα της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης.
Η Βιβλιοθήκη δεν θα μπορούσε να βρει καταλληλότερη στέγη από ένα ιστορικό βιομηχανικό κτίριο. H μεταλλουργία υπήρξε ο λόγος ύπαρξης του Λαυρίου: το νεότερο Λαύριο ιδρύθηκε για την εκμετάλλευση των εδώ μεταλλείων και έζησε από την μεταλλευτική βιομηχανία ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η περιοχή αποτελεί ένα υπαίθριο μουσείο βιομηχανικής ιστορίας – αρχαίας και νεότερης. Τα νεοκλασικά της πόλης, αντικείμενο θαυμασμού, τα έκτισε ο πλούτος που έφεραν τα μεταλλεία σε μια μικρή ομάδα επενδυτών και υπαλλήλων. Ελάχιστα γλίτωσαν την δράση των καιροσκόπων αλλά και των αρχών, που παραδοσιακά συνεργάσθηκαν με τους πρώτους.
Λεηλασία και δεκαετής περιπλάνηση: η ιστορία μιας βιβλιοθήκης
«Δώσαμε στον σύλλογο το όνομα ΛΑΥΡΑ, που σημαίνει στενωπός, σήραγγα» εξηγεί η πρόεδρός του Στέλλα Γκρανιά. «Από την λέξη αυτή προέρχεται και το όνομα του Λαυρίου, καθώς αναφέρεται στις μεταλλευτικές στοές. Κανονικά γράφεται Λαύρειο, με ει» τονίζει. «Στην βιβλιοθήκη ειδικότερα, η λέξη παραπέμπει στο πέρασμα μέσα από γεμάτους βιβλία διαδρόμους». Η Γκρανιά συντονίζει το έργο των εθελοντών και την όλη προσπάθεια καταγραφής των βιβλίων και εξοπλισμού της βιβλιοθήκης. Εκείνη σχεδίασε και τον εντυπωσιακό φωτισμό του χώρου, προσθέτοντας στα ήδη υπάρχοντα σφαιρικά φώτα από ριζόχαρτο πολλά περισσότερα, που εναλλάσσονται σε θερμούς και ψυχρούς τόνους.
Η Στέλλα Γκρανιά με τον ερευνητή της Σμύρνης Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου.
«Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Λαυρίου είναι από τις παλαιότερες στην Ελλάδα. Άνοιξε στο κοινό το 1954 και στεγάσθηκε στο ισόγειο του παλαιού δημαρχείου, στην κεντρική πλατεία του Λαυρίου» εξηγεί η Γκρανιά. «Παρέμεινε εκεί ως το 2003, όταν στο ισόγειο εγκαταστάθηκε το ΚΕΠ. Τότε τα βιβλία πετάχθηκαν στον επάνω όροφο, που δεν είχε ανακαινισθεί. Τα παράθυρά του ήταν ανοικτά και τα βιβλία εκτεθειμένα στα στοιχεία της φύσης και τα περιστέρια. Μπορούσε να μπει ελεύθερα από το ΚΕΠ όποιος ήθελε, και εκλάπη σημαντικό κομμάτι των παλαιότερων και πολυτιμότερων βιβλίων. Μέχρι και για σκηνικό χρησιμοποιήθηκαν – κάποια από τα παλαιότερα δερματόδετα – από την θεατρική ομάδα του δήμου. Υπεβλήθη λοιπόν η βιβλιοθήκη σε δεκαετή δοκιμασία, που περιλάμβανε περιπλάνηση, καταστροφή και λεηλασία. Το 2013 ιδρύσαμε τον σύλλογο ΛΑΥΡΑ, ώστε να παραλάβουμε όσα βιβλία είχαν γλιτώσει. Εμείς οι ίδιοι, τα μέλη της ΛΑΥΡΑΣ, τα μεταφέραμε από το παλιό δημαρχείο ως εδώ. Μας συνέδραμε ο Κώστας Πόγκας, που διετέλεσε επί εικοσαετία δήμαρχος Λαυρίου και είναι μέλος της ΛΑΥΡΑΣ».
Σε ένα από τα ράφια της ανασυσταθείσας βιβλιοθήκης δεσπόζει η φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας, ντυμένης με την μόδα του 1950. «Είναι η Αλίκη Πρεβενά. Υπήρξε η πρώτη βιβλιοθηκάριος, που δούλεψε με μεγάλο ζήλο. Όταν πήγα να δω την ηλικιωμένη Αλίκη για να την ενημερώσω πως έλαβε απόφαση το δημοτικό συμβούλιο να σωθεί η βιβλιοθήκη και ότι ανετέθη στην ΛΑΥΡΑ η καταμέτρηση και καταγραφή της, έκλαψε από χαρά… Δυστυχώς δεν ζει πια».
Φωτογραφία της Αλίκης Πρεβενά, της πρώτης βιβλιοθηκαρίου της Βιβλιοθήκης Λαυρίου.
Η σκιά της ιστορίας του νεότερου Λαυρίου βαραίνει στον χώρο. Εκτός από την φωτογραφία της Πρεβενά, στον έναν τοίχο της Βιβλιοθήκης παρελαύνουν φωτογραφίες καλλιτεχνών, συγγραφέων και διανοουμένων που είχαν σχέση με την πόλη, αλλά και ανωνύμων Λαυριωτών από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης και την αντικατάσταση όσων βιβλίων χάθηκαν, η τοπική κοινωνία έχει ήδη δείξει ενδιαφέρον. Πολλοί Λαυριώτες δωρίζουν βιβλία, κάποιοι ολόκληρες τις βιβλιοθήκες τους. «Έχουμε φθάσει τα 16.000 αντίτυπα καταγεγραμμένα πλήρως, ενώ έχουμε 3.000 ακόμη των οποίων επίκειται η καταγραφή. Μας δώρισαν πολύ καλά βιβλία, παλαιά και δυσεύρετα. Ειδικά όσον αφορά την ιστορία και την αρχαιολογία του Λαυρίου και της Λαυρεωτικής, αλλά και την βιομηχανική ιστορία της πόλης, έχουμε πια αντικαταστήσει εκείνα που χάθηκαν. Δημιουργείται έτσι εκ νέου η βιβλιογραφία του τόπου. Στα παλαιά βιβλία (1860-1920) τα περισσότερα από αυτά που διασώσαμε είναι ξενόγλωσσα. Έχουμε πάρα πολλά στην γαλλική, αγγλική και γερμανική γλώσσα. Διαθέτουμε πάρα πολλά ελληνικά της εποχής του Μεσοπολέμου. Το τμήμα το σχετικό με το περιβάλλον και την νομική του προστασία είναι ιδιαίτερα πλούσιο, ιδίως σε αγγλόφωνη βιβλιογραφία. Πολλοί Λαυριώτες σημειώνουμε πια στην διαθήκη μας πως αφήνουμε όλα μας τα βιβλία στην Δημοτική Βιβλιοθήκη».
Καταγραφή γεωλογικών χαρτών στην Βιβλιοθήκη.
Οι εθελοντές της ΛΑΥΡΑΣ αποτελούν πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, σημειώνει η Γκρανιά. «Δεν προσφέρουμε μόνο αφιλοκερδώς εργασία, αλλά χρηματοδοτούμε οι ίδιοι το έργο μας. Έχουμε περιορισμένα μέσα στην διάθεσή μας. Εξαρτώμεθα όχι μόνο από δωρεές βιβλίων, αλλά και υλικού. Για παράδειγμα, τα ράφια όπου φυλάσσονται τα βιβλία τα έχουμε μαζέψει εδώ κι εκεί – εξού και είναι τόσο διαφορετικά. Κουβαλήσαμε οι ίδιοι κάποιες βιβλιοθήκες από τα σπίτια μας, μαζέψαμε άλλες που τις είχαν πετάξει, ενώ άλλες μας τις δώρισαν. Δεν επαρκούν, όμως, και τα βιβλία στα περισσότερα ράφια είναι τοποθετημένα οριζόντια σε στοίβες, αντί για κάθετα όπως θα έπρεπε. Ζητούμε εδώ και τέσσερα χρόνια μια βιβλιοθήκη ασφαλείας για τα σπάνια βιβλία, χωρίς ανταπόκριση.
Τα δερματόδετα παλιά βιβλία που διασώθηκαν από την παλιά βιβλιοθήκη
πρέπει να τοποθετηθούν σε μια βιβλιοθήκη ασφαλείας.
Οι υπολογιστές, εκτυπωτές και η όλη γραμματειακή υποδομή είναι και αυτά προϊόντα δωρεών – από τον ΟΤΕ, από ιδιώτες. Το κτίριο του μηχανουργείου δεν διαθέτει κλιματισμό για το καλοκαίρι, ούτε όμως θέρμανση για τον χειμώνα. Το τελευταίο είναι πραγματικά δύσκολο».
Αφοσιωμένες εθελόντριες: τρεις γυναίκες επί τω έργω
Τα περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΛΑΥΡΑΣ είναι γυναίκες. Η Στέλλα Γκρανιά είναι πρόεδρος, η αρχαιολόγος Όλγα Κακαβογιάννη αντιπρόεδρος και η Αθηνά Πατέλη γραμματέας. Στον σύλλογο έχουν γραφεί πολλά μέλη από το Λαύριο αλλά και από πολύ μακρύτερα: πρόσωπα από την Αθήνα και το εξωτερικό που έχουν κάποιον σύνδεσμο με τον τόπο. Γυναίκες είναι και οι τρεις εθελόντριες που θα συναντήσει κανείς συχνότερα στην βιβλιοθήκη. Η Στέλλα Γκρανιά ξεκίνησε να εργάζεται εθελοντικά στον χώρο πριν πέντε χρόνια· σήμερα πια παρίσταται καθημερινά. Η Όλγα Κακαβογιάννη – που κατοικεί στην Αθήνα – ξεκίνησε πριν δύο χρόνια, και έρχεται στην βιβλιοθήκη κάθε Σάββατο και Κυριακή. Η Αθηνά Καρρά, που μόλις μετακόμισε στο Λαύριο από το Πόρτο Ράφτη, παρίσταται κι εκείνη καθημερινά, ασχολούμενη με την ηλεκτρονική καταγραφή του υλικού.
Ιστορικά βιβλία στην Βιβλιοθήκη.
Η Στέλλα Γκρανιά γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά πέρασε τα επτά πρώτα χρόνια της ζωής της στο Λαύριο, σε ένα νεοκλασικό σπίτι στην συνοικία της Αγίας Παρασκευής που δεν υπάρχει πια. «Βρισκόταν ακριβώς πίσω από το Ξενοδοχείο Ευρώπη, στην κατηφόρα. Είχε τρεις αυλές σε διαφορετικά επίπεδα». Η μητέρα της, Μαρία Μάνθου-Γκρανιά, καταγόταν από μία από τις παλαιότερες οικογένειες του Λαυρίου. Εδώ και μία δεκαετία, η Γκρανιά εγκαταστάθηκε μόνιμα στο εξοχικό της οικογένειας στο Λιμάνι Πασά του Σουνίου, μετά από πολυετή σταδιοδρομία στην Αθήνα ως γραφίστας. Διετέλεσε, για δεκαοκτώ χρόνια, πρόεδρος του συλλόγου Ποσειδωνία, που – με έδρα στο Λιμάνι Πασά – προστατεύει το φυσικό περιβάλλον του Σουνίου.
«Τον σύλλογο Ποσειδωνία τον είχαν ιδρύσει οι γονείς μας, ως εξωραϊστικό σύλλογο. Συνειδητοποίησα πως θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για την ακύρωση διοικητικών αποφάσεων που κινδύνευαν να αποβούν επιβλαβείς για τον τόπο. Όταν εμφανίσθηκε ο κίνδυνος εγκατάστασης δεξαμενών πετρελαίου στο Λαύριο, το 1998, ζούσα ακόμη στην Αθήνα. Βλέποντας τα τοπία της παιδικής μου ηλικίας, συνειδητοποίησα πως η απειλή των πετρελαίων ξεπερνούσε το τοπίο του Λαυρίου και ήταν απειλή για όλο το Αιγαίο…». Υπό την πολυετή προεδρία της Γκρανιά, η Ποσειδωνία κατόρθωσε να ακυρώσει τα σχέδια για εγκατάσταση δεξαμενών στο Λαύριο και, αργότερα, παραχωρητήρια του Υπουργείου Οικονομικών και την απόπειρα πολεοδόμησης του Σουνίου, με στόχο την κατασκευή συγκροτημάτων παραθεριστικών κατοικιών από μεγαλοκατασκευαστές.
Η Στέλλα Γκρανιά στην συνοικία της Αγίας Παρασκευής, όπου έζησε ως παιδί.
Η Γκρανιά θεωρεί πως «σειρά συμπτώσεων» την έσπρωξε στην Βιβλιοθήκη. «Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Σήμερα, 101 ετών, διαβάζει ακόμη με μανία. Μεγάλωσα σε σπίτι με βιβλιοθήκη και από παιδί απέκτησα αναγνωστική εμπειρία. Το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας μου ως γραφίστριας έγινε στον εκδοτικό κόσμο της Αθήνας – ξεκίνησα σχεδιάζοντας εξώφυλλα. Ο πρώτος μου σύζυγος Άλεξ Βόλκοφ ήταν παλαιοπώλης και συλλέκτης παλαιών βιβλίων στην Βιέννη. Έχω η ίδια μια βιβλιοθήκη με 6.000 βιβλία. Όλα αυτά με εφοδίασαν με γνώσεις πάνω στο βιβλίο, που τώρα εφαρμόζω για να καταγραφεί σωστά η Βιβλιοθήκη και να συντηρηθούν τα σπάνια βιβλία της».
Η Όλγα Κακαβογιάννη δεν είναι η ίδια Λαυριώτισσα, αλλά απέκτησε στενό δεσμό με τον τόπο λόγω της καταγωγής του συζύγου της, Βαγγέλη Κακαβογιάννη, αλλά και του επαγγέλματός της. «Ο σύζυγός μου ήταν Λαυριώτης – τον έχασα πρόπερσι. Είμαστε και οι δύο αρχαιολόγοι – τον γνώρισα μάλιστα το 1964 στην Ρόδο, όπου βρισκόμασταν και οι δύο για δουλειά. Στο Λαύριο έρχομαι συνεχώς από το 1965. Το Λαύριο που αντίκρισα δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό. Έσωζε τότε ακόμα όλα τα βιομηχανικά του κτίρια – όχι μόνο το συγκρότημα της Γαλλικής Εταιρείας, αλλά και τα περισσότερα κτίρια της Ελληνικής. Η κεντρική πλατεία και η συνοικία της Αγίας Παρασκευής, που αποτελούσαν τον τόπο κατοικίας των λίγων “αστικών” οικογενειών της πόλης, ήταν ένα αρμονικό σύνολο από νεοκλασικά…».
Νεοκλασικά αστικά σπίτια στην Αγία Παρασκευή.
Το ζεύγος Κακαβογιάννη εργάσθηκε σε ανασκαφές στην Αττική. «Ο άνδρας μου, και λόγω καταγωγής, είχε ειδικευθεί στα αρχαία μεταλλεία και είχε βάση του το Λαύριο. Ίδρυσε την Εταιρεία Μελετών Λαυρεωτικής (Ε.ΜΕ.Λ) και το Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρίου, που στεγάσθηκε σε βιομηχανικό κτίριο της Ελληνικής Εταιρείας. Εγώ, πάλι, είχα την βάση μου στα Μεσόγεια. Ποτέ δεν κατοικήσαμε μόνιμα στο Λαύριο».
Η Βιβλιοθήκη δέχεται καθημερινά επισκέπτες, ο αριθμός των οποίων αυξάνει μέρα με την ημέρα. «Καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί η καταγραφή, δεν έχουμε ακόμη ξεκινήσει τον δανεισμό. Έρχεται όμως κόσμος και κάθεται και διαβάζει» λέει η Γκρανιά. Η Κακαβογιάννη έχει αναλάβει την καταγραφή των παιδικών βιβλίων. «Το κάνω με μεγάλη χαρά. Έχουμε εξαιρετική συλλογή που φθάνει τα 8.000 αντίτυπα. Πολλά είναι παλιά βιβλία με μεγάλη καλλιτεχνική αξία» λέει η αρχαιολόγος. «Ελπίζουμε να βρεθεί χώρος ώστε να στεγασθεί δίπλα, αλλά χωριστά, η Παιδική Βιβλιοθήκη. Προς το παρόν, πολλοί γονείς φέρνουν τα παιδιά τους να γνωρίσουν τον χώρο και αυτό αποτελεί σημαντική ανταμοιβή για το έργο μας» επισημαίνει η Γκρανιά.
Η Αθηνά Καρρά εγκαταστάθηκε πριν λίγους μήνες στο Λαύριο, καθώς διορίσθηκε στο εδώ δασαρχείο. Έχει σπουδάσει ελληνικό πολιτισμό στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. «Όταν τελειώνει η βάρδια μου, έρχομαι στην βιβλιοθήκη. Η ιδέα της βιβλιοθήκης πάντοτε με γοήτευε, καθώς αγαπώ τα βιβλία». Μέχρι να προσαρμοσθεί στο Λαύριο, μια πόλη που παρότι μικρή, έχει μεγάλη παράδοση στην υποδοχή «ξένων», έχει βρει στην Βιβλιοθήκη το καταφύγιό της. «Διαβάζοντας για το Λαύριο κτίζω σιγά σιγά την σχέση μου και τους δεσμούς μου με τον τόπο» λέει.
Κάθε στάδιο της καταγραφής και της κατηγοριοποίησης των βιβλίων που ολοκληρώνεται ελέγχεται από την Ευριδίκη Ρετσίλα, μουσειολόγο-βιβλιοθηκονόμο και επίσης μέλος του Δ.Σ. της Λαύρας. Η Τζουλιάνα Δαβάκη επίσης ασχολείται με την ηλεκτρονική καταγραφή, αλλά εργάζεται από το σπίτι της. Τον κύριο όγκο της χειρόγραφης καταγραφής, πραγματικό άθλο κατά την Γκρανιά, έχει επιφορτισθεί η Χρυσή Ντούλια, που κατέγραψε 12.000 βιβλία. «Όλοι οι εθελοντές της βιβλιοθήκης δουλεύουν με ένα προσωπικό στοίχημα» λέει η Γκρανιά με μια δόση υπερηφάνειας.
Η γέννηση της πρώτης βιομηχανικής πόλης της Ελλάδας
Όταν μιλάμε για «πόλη του Λαυρίου» αναφερόμαστε στο Λαύριο των νεότερων χρόνων. «Το αρχαίο Λαύριο δεν περιελάμβανε συνοικισμό. Στον χώρο του λιμανιού, όπως σε όλες τις ακτές, βρίσκονταν τα καλούμενα εργαστήρια καμίνων» τονίζει η Όλγα Κακαβογιάννη. Για την διακίνηση των μεταλλευτικών προϊόντων των «αργυρείων» του Λαυρίου δεν χρησιμοποιείτο το σημερινό λιμάνι, αλλά εκείνα του Θορικού και του Λιμανιού του Πασά, όπου βρισκόταν και η νεότερη αγορά του Δήμου Σουνιέων.
«Εκμεταλλεύονταν τα εδώ κοιτάσματα αργυρούχου μολύβδου από την προϊστορική εποχή. Ο πλούτος τους έθρεψε τον κυκλαδικό, τον μινωϊκό και τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Με το ασήμι του Λαυρίου, ήδη ο Πεισίστρατος έκοψε τις περίφημες λαυρεωτικές γλαύκες, ασημένια τετράδραχμα που στην μία πλευρά φέρουν την Αθηνά και στην άλλη την γλαύκα. Αργότερα ο Θεμιστοκλής, που καταγόταν από την περιοχή (τον δήμο Φρεαρίων κοντά στην σημερινή Ανάβυσσο), αποφάσισε να κατασκευάσει με τα έσοδα των μεταλλείων τις διακόσιες τριήρεις, που έσωσαν την Αθήνα από τους Πέρσες στην Σαλαμίνα» λέει η αρχαιολόγος. Στους Πέρσες, ο Αισχύλος αναφέρει για τους Αθηναίους πως «ἀργύρου πηγὴ τις αὐτοῖς ἐστι, θησαυρὸς χθονός».
Τα μεταλλεία εγκαταλείφθηκαν τον 2ο αι. π.Χ., διότι εξαντλήθηκαν τα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Το λιμάνι του Λαυρίου έμεινε γνωστό για αιώνες ως «Πόρτο Εργαστηράκια». Ως τα μέσα του 19ου αι. η θέση ήταν έρημη. Οι μελανόχρωμοι λόφοι από τις «σκωρίες» (σκουριές), απορρίμματα της τήξης του μεταλλεύματος για την εξαγωγή του αργυρούχου μολύβδου, ήταν τα μόνα ορατά ίχνη της αρχαίας σημασίας του Λαυρίου. Αυτήν την γνώριζαν, φυσικά, όσοι είχαν μελετήσει τα αρχαία κείμενα.
Χαρακτηριστική λιθοδομή του Λαυρίου (δίπλα στον φούρνο της καλαμίνας στο λιμάνι), όπου λευκά μάρμαρα εναλλάσσονται με κόκκινα τούβλα και κομμάτια από τις αρχαίες σκουριές.
Πίσω από την ίδρυση της πόλης του Λαυρίου την δεκαετία του 1860 βρίσκεται η προσπάθεια του μικρού και οικονομικά καχεκτικού ελληνικού βασιλείου να εκμεταλλευθεί τις πλουτοπαραγωγικές του πηγές και να αναπτύξει βιομηχανία. Επί Όθωνος, η κυβέρνηση στέλνει στο Λαύριο τον σπουδαγμένο στην Γερμανία Σμυρναίο μηχανικό και μεταλλειολόγο Ανδρέα Κορδέλλα. Του ζητά να εκτιμήσει τις δυνατότητες εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της περιοχής. Σε έκθεσή του, ο Κορδέλλας διαβλέπει την οικονομική προοπτική που παρέχει η ανάτηξη των αρχαίων σκωριών και η επεξεργασία των εκβολάδων, των μεταλλευμάτων δηλαδή που οι αρχαίοι είχαν απορρίψει κατά την εξόρυξη λόγω της χαμηλής τους περιεκτικότητας σε άργυρο.
«Πιστεύεται πως η έκθεση διέρρευσε στην γαλλική πρεσβεία» λέει η Στέλλα Γκρανιά. Σε κάθε περίπτωση, τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν έχει πια καθαιρεθεί ο Όθων και φθάσει ο Γεώργιος Α’, εμφανίζεται στο Λαύριο ο Ιταλός
Giovanni Battista (Giambattista) Serpieri. Γεννηθείς στο Ρίμινι, ο Σερπιέρι είχε εργασθεί στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας στην επιχείρηση του πατέρα του, που ειδικευόταν στην εκμετάλλευση σκωριών ρωμαϊκής εποχής. Διαβλέποντας την οικονομική προοπτική των σκωριών και των εκβολάδων του Λαυρίου, ο Σερπιέρι συμπράττει με τον γαλλικό τραπεζικό οίκο I. Roux-Fressynet και ιδρύει το 1864 την εταιρεία «Roux-Serpieri-Fressynet et Cie». «Ο Σερπιέρι αναφέρεται ως ιδρυτής του νεότερου Λαυρίου, αλλά η αρχή των γεγονότων βρίσκεται βέβαια στην επίσκεψη και την έκθεση του Κορδέλλα» λέει η Γκρανιά.
Η δράση της Roux-Serpieri-Fressynet προσέλκυσε εσωτερικούς αλλά και εξωτερικούς μετανάστες. Το Λαύριο έγινε η πρώτη ελληνική πόλη που σχεδιάσθηκε από το μηδέν και η πρώτη αμιγώς βιομηχανική πόλη της χώρας. Από τους πρώτους κατοίκους του ήταν ομάδα Ισπανών καμινευτών και των οικογενειών τους, που η εταιρεία έφερε το 1865 από την Καρταχένα ώστε να αναλάβουν την ανακαμίνευση των σκωριών. Την χρονιά εκείνη παράγεται και πάλι αργυρούχος μόλυβδος στο Λαύριο, ύστερα από είκοσι αιώνες. Για την εγκατάσταση των Ισπανών καμινευτών η εταιρεία δημιούργησε τον πρώτο εργατικό οικισμό στην Ελλάδα, με ομοιόμορφες κατοικίες, στην θέση που παραμένει γνωστή ως «[Ι]Σπανιόλικα». Μερικές σώζονται, πολύ κοντά στο Παλαιό Μηχανουργείο και την Βιβλιοθήκη.
Τα (Ι)Σπανιόλικα, ο πρώτος οικισμός του νεότερου Λαυρίου. Κάποιες από τις ομοιόμορφες εργατικές κατοικίες που η Roux – Serpieri – Fressynet οικοδόμησε για τους καμινευτές από την Καρταχένα.
Συνέρρευσαν οικογένειες εργατών και υπαλλήλων από την Ιταλία, την νότια Γαλλία, την Μάλτα (οι οικογένειες Μuscat και Attard, απόγονοι των οποίων ζουν ακόμη στην πόλη). Το Λαύριο έγινε γρήγορα το κατεξοχήν πρόσωπο της νεωτερικότητας του μικρού κράτους.
Η οικογένεια Μποργίνη (Borghini) ήλθε στο Λαύριο από την Ιταλία.
Το 1867, η Roux-Serpieri-Fressynet απασχολούσε 1.200 εργαζομένους. Αποτελούσε την σημαντικότερη βιομηχανία του ελληνικού κράτους και την μεγαλύτερη ξένη επένδυση εκείνη την εποχή. Οι εγκαταστάσεις της εκτείνονταν ανάμεσα στο λιμάνι και τα (Ι)Σπανιόλικα. «Δεν σώζονται δυστυχώς τα βιομηχανικά κτίρια της Roux-Serpieri-Fressynet. Από την εποχή της απομένουν μονάχα οι λίγες εργατικές κατοικίες στα Ισπανιόλικα και το νεοκλασικό μέγαρο του 1865, στο λιμάνι, που στέγαζε τα γραφεία της. Σήμερα στεγάζει το Δημαρχείο Λαυρεωτικής» λέει η Στέλλα Γκρανιά.
Το συγκρότημα της Roux – Serpieri – Fressynet. Χαλκογραφία από τα αρχεία της Βιβλιοθήκης.
Τα Λαυρεωτικά: χρηματιστηριακό σκάνδαλο προ χρηματιστηρίου
Το 1869 ξεσπά το «Λαυρεωτικό ζήτημα». Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, κατόπιν επίμονων πιέσεων της αντιπολίτευσης του Επαμεινώνδα Δηληγιώργη, αμφισβητεί στην Roux-Serpieri-Fressynet το δικαίωμα επανακαμίνευσης των σκωριών και των εκβολάδων. Ισχυρίζεται πως η εταιρεία έχει δικαίωμα μόνο εξόρυξης μεταλλευμάτων και όχι την εκμετάλλευση προϊόντων ανθρώπινης εργασίας που βρίσκονται ήδη στην επιφάνεια. «Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου επικαλέσθηκε τον αρχαιολογικό νόμο του 1834 προκειμένου να απαγορεύσει στην Εταιρεία να εκμεταλλεύεται τις σκωρίες και τις εκβολάδες, προϊόντα εργασίας των αρχαίων» επισημαίνει η Κακαβογιάννη.
Κάμινος καθαρισμού της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλίων Λαυρίου.
Χαλκογραφία από τα αρχεία της Βιβλιοθήκης.
Η Εταιρεία δεν δέχεται την κυβερνητική θέση, ζητεί την παρέμβαση της Γαλλίας και της Ιταλίας, που απειλούν ακόμη και να στείλουν τα πολεμικά τους πλοία προκειμένου να προασπίσουν τα συμφέροντά της. Στο μεταξύ, ο Δηληγιώργης – για να πλήξει την κυβέρνηση – βάζει ανθρώπους του να διαδώσουν ότι στις εκβολάδες περιέχεται χρυσός. Τερατολογίες για ένα Ελ Δοράδο κρυμμένο στις σκουριές του Λαυρίου ηλεκτρίζουν την κοινή γνώμη στην πρωτεύουσα. Η αποτυχία εύρεσης συμβιβασμού με την ξένη εταιρεία οδηγεί σε σοβαρή πολιτική κρίση και επάλληλες παραιτήσεις κυβερνήσεων, μέχρι την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Δηληγιώργη.
Μετοχή της Compagnie francaise des mines du Laurium που ιδρύθηκε το 1875. [Wikimedia Commons]
Τελικά, την λύση παρέχει ο Κωνσταντινουπολίτης Ανδρέας Συγγρός, συνιδιοκτήτης της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως, στον οποίο απευθύνονται ο βασιλεύς Γεώργιος και ο Δηληγιώργης. Η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως εξαγοράζει την Roux-Serpieri-Fressynet το 1873, μετονομάζοντάς την σε Ελληνική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου. Ο Σερπιέρι ιδρύει το 1875 νέα εταιρεία, την Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (Compagnie Française de Mines du Laurion) με έδρα το Παρίσι. Η μεν Ελληνική Εταιρεία έχει δικαίωμα εκμετάλλευσης των σκωριών και των εκβολάδων, η δε Γαλλική Εταιρεία το δικαίωμα εξόρυξης. Η Ελληνική Εταιρεία εκδίδει μετοχές και οι Αθηναίοι, επηρεασμένοι από τον πυρετό του πατριωτισμού και ακόμη περισσότερο από τις τερατολογίες περί τόνων χρυσού στο Λαύριο, σπεύδουν να τις αγοράσουν. Διαδίδεται πως αυτές θα κάνουν κάθε Έλληνα πλούσιο. Δεν έχει ιδρυθεί ακόμη χρηματιστήριο και οι συναλλαγές πραγματοποιούνται στο καφενείο «Η ωραία Ελλάς», στην γωνία Ερμού και Αιόλου. Η μετοχή της Ελληνικής Εταιρείας γίνεται ανάρπαστη και η τιμή της εκτινάσσεται στα ύψη, χωρίς να αντιστοιχεί σε κάποια πραγματική αξία. Γρήγορα οι φήμες περί χρυσού διαψεύδονται και η φούσκα σκάει. Ιδίως οι μικρομέτοχοι που έχουν επενδύσει τις αποταμιεύσεις τους καταστρέφονται. Πρόκειται για το πρώτο χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην ελληνική ιστορία.
Το Λαύριο ως “company town”: H ζωή στην σκιά των δύο εταιρειών
Από το 1875, η πόλη του Λαυρίου ζει στην σκιά των δύο μεταλλευτικών εταιρειών, της ελληνικής και της γαλλικής. Οι εταιρείες κτίζουν κατοικίες για τους εργάτες, τους υπαλλήλους και τους διευθυντές τους, καταστήματα, λιμενικές εγκαταστάσεις, σχολεία και δημόσια κτίρια, και ναούς – όπως τον ωραίο, σε νεοκλασικό ρυθμό και γαλάζιο χρώμα, Άγιο Ανδρέα, προς τιμήν του Ανδρέα Κορδέλλα, το ωραίο εξωτερικό του οποίου τα τελευταία χρόνια αδαείς κατέστρεψαν. Αναλαμβάνουν και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του προσωπικού. Η πόλη έχει αποκτήσει το άρτιο πολεοδομικό της σχέδιο την εποχή της Roux-Serpieri-Fressynet, με απόλυτα ευθείς και φαρδείς δρόμους και μια επιμήκη κεντρική πλατεία, γύρω από την οποία συγκεντρώνονται σταδιακά όλα τα δημόσια κτίρια.
Το κτίριο του παλαιού δημαρχείου Λαυρίου, που στέγασε την βιβλιοθήκη από το 1954 ως το 2003. Λεπτομέρεια.
«Στο ιστορικό Λαύριο δεν υπάρχουν στενά σοκάκια. Η πόλη είχε μια αρμονία, με τους φαρδείς δρόμους και την μεγάλη πλατεία στην μέση και ένα ενιαίο, νεοκλασικό αστικό τοπίο» τονίζει η Στέλλα Γκρανιά. Χάρη στις εταιρείες, η πόλη απέκτησε υποδομές άγνωστες την εποχή εκείνη στην Ελλάδα, όπως αστικό δάσος, και θεσμούς όπως η Φιλαρμονική. «Χάρη στην γαλλική και ιταλική παρουσία, είναι από τις πρώτες πόλεις στην Ελλάδα που αποκτά φιλαρμονική ορχήστρα. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η δημιουργία της Ελληνικής Εταιρείας είναι που παγίωσε την δομή της κοινωνίας του Λαυρίου» τονίζει η Γκρανιά. «Διευθυντές της υπήρξαν σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως ο Κορδέλλας και ο Φωκίων Νέγρης».
Εσωτερικοί μετανάστες από ολόκληρη την τότε επικράτεια συνέρρευσαν να εργασθούν στην Ελληνική Εταιρεία. «Τα δημόσια κτίρια, όπως το παλαιό Δημαρχείο που στέγαζε την Βιβλιοθήκη, η Αγορά της πόλης, τα σχολεία, αρρένων και θηλέων από το 1907, τα νεοκλασικά της Αγίας Παρασκευής, οικοδομήθηκαν από την Ελληνική Εταιρεία για τους Αθηναίους επενδυτές που ήλθαν στο Λαύριο και το διοικητικό προσωπικό της. Εκείνη οικοδόμησε και το κτίριο του Συλλόγου των Φιλομούσων, το 1885-6, που στέγαζε την φιλαρμονική της και σήμερα το πολιτιστικό κέντρο του δήμου».
«Λαϊκά νεοκλασικά», έργα μαστόρων, στην Αγία Παρασκευή.
Στην company town που αποτελεί το Λαύριο εμφανίζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα πολλοί νεωτερισμοί, ιδίως τεχνολογικοί. Εδώ θα λειτουργήσει η πρώτη τηλεφωνική γραμμή στην χώρα, συνδέοντας τα γραφεία της Ελληνικής Εταιρείας στο λιμάνι με τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της στην είσοδο της πόλης. Στο Λαύριο πρωτοχρησιμοποιούνται ηλεκτρικοί λαμπτήρες. Η Ελληνική Εταιρεία κατασκευάζει και τον Αττικό Σιδηρόδρομο, το περίφημο «Θηρίο», που εγκαινιάζεται το 1885. Από τα την Πλατεία Αττικής οδηγεί στο Λαύριο, μέσω Ηρακλείου, Κηφισιάς και των χωριών της Μεσογαίας. «Ο σιδηρόδρομος έβγαλε το Λαύριο από την απομόνωσή του» λέει η Γκρανιά, που τον πρόλαβε πριν κλείσει το 1957. «Καταργήθηκε λόγω των συμφερόντων του ΚΤΕΛ: οι Μεσογίτες έχουν το μονοπώλιο στα εισιτήρια». Σώζονται, κοντά στο λιμάνι, το κτίριο του σταθμού και εκείνο του καφενείου του. Δυστυχώς γκρέμισαν το αμαξοστάσιο.
Οι δύο μεταλλευτικές εταιρείες είχαν διαφορετική πορεία. Η Ελληνική Εταιρεία είχε περιορισμένη προοπτική, καθώς εκμεταλλευόταν μονάχα τις σκωρίες και τις εκβολάδες και δεν εξόρυσσε. Σταμάτησε τις εργασίες της το 1917, καθώς εξαντλήθηκε το προς εκμετάλλευση υλικό. Το 1920 ο πληθυσμός του Λαυρίου, που στην αυγή του 20ου αι. είχε ξεπεράσει τις 10.000, έπεσε στο μισό, και ανέκαμψε μόνο μετά την άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων. Η Γαλλική Εταιρεία, αντίθετα, υπήρξε από τις μακροβιότερες επιχειρήσεις της χώρας. Λειτούργησε ως το 1982, οπότε ενοικίασε τις εγκαταστάσεις της στην Ελληνική Μεταλλουργική Εταιρεία, η οποία έκλεισε το 1989.
Ακριβώς απέναντι από την πόλη του Λαυρίου βρίσκεται η Μακρόνησος, αναπόσπαστο στοιχείο του πανοράματος της Λαυρεωτικής. Η τραγική πρόσφατη ιστορία του νησιού είναι σήμερα ευρύτερα γνωστή από εκείνη του Λαυρίου, ακριβώς επειδή είναι πιο πρόσφατη.
Η Βιβλιοθήκη φύλακας της Ιστορίας και της συλλογικής μνήμης
Στόχος της ΛΑΥΡΑΣ είναι να συγκεντρώσει όλα τα τεκμήρια της ιστορίας του Λαυρίου για την διευκόλυνση της έρευνας, εξηγεί η Στέλλα Γκρανιά. Η βιβλιοθήκη φιλοδοξεί να καταστεί κέντρο τεκμηρίωσης για τους ερευνητές. «Ήδη την εποχή της ίδρυσής της υπήρξε το απαραίτητο ορμητήριο για να βρει κανείς τις πληροφορίες για το αρχαίο ή το νεότερο Λαύριο, η απαραίτητη στάση των ερευνητών» σημειώνει. Η Όλγα Κακαβογιάννη επισημαίνει πως η Δημοτική Βιβλιοθήκη διαθέτει, όπως θα ανέμενε κανείς, εξαιρετικά πλούσια συλλογή τόμων σε διάφορες γλώσσες, τόσο για την αρχαιολογία της Λαυρεωτικής όσο και για την μεταλλευτική επιστήμη, την ορυκτολογία και την ιστορία του νεότερου Λαυρίου.
«Έρχονται συχνά ερευνητές που συμβουλεύονται τα βιβλία για τα διδακτορικά ή την έρευνά τους» λέει η αρχαιολόγος, ενώ η Γκρανιά σημειώνει: «Παρότι είμαστε εθελοντές, η καταγραφή των βιβλίων γίνεται με απολύτως επαγγελματικά κριτήρια. Αποτυπώνονται όλα τα στοιχεία του βιβλίου, βιβλιοδεσία, κολοφώνες, ακόμη και εκτιμήσεις για την σπανιότητά του. Κάνουμε το παν για να διευκολυνθεί ο ερευνητής, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν απευθυνόμαστε στο γενικό κοινό».
Πέραν της επίσημης ιστορίας, οι δύο γυναίκες αναφέρονται στην σημασία που έχει η καταγραφή και διατήρηση της προφορικής ιστορίας, της συλλογικής μνήμης των γηραιοτέρων. «Το νεότερο Λαύριο είναι ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος ως προς την ιστορία και την κοινωνική του σύνθεση» λέει με έμφαση η Κακαβογιάννη. «Δέχθηκε κόσμο από ολόκληρο τον ελληνικό χώρο και το εξωτερικό, και αποτέλεσε ένα ψηφιδωτό συνοικιών από συντοπίτες, καθεμία από τις οποίες είχε το δικό της αρχιτεκτονικό και κοινωνικό χαρακτήρα: τα Σπανιόλικα, τα Μανιάτικα (Νεάπολη), ο Κυπριανός (για τους εργάτες και τους υπαλλήλους της Γαλλικής Εταιρείας), τα Κουμιώτικα, τα Σαντοριναίικα, η Αγία Παρασκευή (περιοχή των αστών), ο Συνοικισμός (των Μικρασιατών προσφύγων)». Οι Σαντορινιοί ήλθαν στο Λαύριο μετά τους σεισμούς του 1956. «Πολλά από τα σπίτια στα Σαντοριναίικα τα έκτισαν υπόσκαφα στην πλαγιά του λόφου πάνω από τον Κυπριανό, όπως στην Σαντορίνη…» λέει η Γκρανιά.
Σπίτια στον συνοικισμό των Μικρασιατών του Λαυρίου.
Μέσα από τις τάξεις των εργατών του Λαυρίου έμελλε να αναδειχθούν συγγραφείς και δημιουργοί, που προστέθηκαν στις σημαίνουσες προσωπικότητες που – ιδίως η Ελληνική Εταιρεία – προσέλκυσε ως διευθυντές και διοικητικούς στην πόλη. Τα έργα Λαυριωτών δημιουργών έχουν, φυσικά, ξεχωριστή θέση στην Βιβλιοθήκη. Η Γκρανιά ξεχωρίζει τον Βάσο Δασκαλάκη (1897-1944), που γεννήθηκε στην Μάνη και εργάσθηκε στο Λαύριο ως μεταλλωρύχος. «Απέκτησε σημαντική μόρφωση με δική του προσπάθεια, καθώς δεν είχε μπορέσει – λόγω ένδειας της οικογενείας του – να φοιτήσει στο γυμνάσιο. Παρακολούθησε νυκτερινά σχολεία και μελέτησε μόνος του ξένες γλώσσες. Έμαθε τόσο καλά σουηδικά και νορβηγικά, ώστε έγινε ο βασικός μεταφραστής στα ελληνικά του Χένρικ Ίψεν και του Κνουτ Χάμσουν. Στο έργο του Οι Ξεριζωμένοι περιγράφει την ζωή των μεταλλωρύχων που, από κάθε γωνιά της Ελλάδας, είχαν έλθει στο Λαύριο». Μεταξύ των νέων λογοτεχνών της πόλης, η Κακαβογιάννη ξεχωρίζει τον Νίκο Βουρλάκο και την Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά. Από τους καλλιτέχνες, θεωρεί σημαντική την παρουσία στην πόλη του κεραμιστή και εικαστικού Πάνου Βαλσαμάκη, ο οποίος διετέλεσε την περίοδο 1942-1957 καλλιτεχνικός διευθυντής του εργοστασίου κεραμικής ΑΚΕΛ ΑΕ στο Λαύριο.
Γκρανιά και Κακαβογιάννη αναφέρονται στην αλλοίωση της κοινωνικής ταυτότητας του Λαυρίου. «Τα τελευταία χρόνια, ο άνδρας μου μιλούσε για ένα “Λαύριο χωρίς Λαυριώτες”. Ενώ ο πληθυσμός ήταν ένα μείγμα ξένων και Ελλήνων από διάφορες περιοχές, είχε παρά ταύτα οικοδομηθεί μια λαυρεωτική ταυτότητα. Το 1965 που πρωτοήλθα, γνώρισα μια κοινωνία εμφανώς στερημένη οικονομικά, αλλά με κοινωνική συνοχή» λέει η Κακαβογιάννη, ο άνδρας της οποίας είχε πατέρα ναυτικό, με καταγωγή από εργατική οικογένεια. «Η κοινωνία δεν ήταν κοινωνία αστική – αστική κουλτούρα είχε μονάχα μια μικρή ομάδα υπαλλήλων και μηχανικών της Γαλλικής Εταιρείας, που λειτουργούσε ακόμη, ιατρών και άλλων επαγγελματιών. Κατοικούσαν κατά κύριο λόγο στα νεοκλασικά της Αγίας Παρασκευής. Δεν ήταν όμως μια ομάδα περιχαρακωμένη. Η κοινωνική διαστρωμάτωση δεν ήταν άγρια, ήταν υποβόσκουσα. Τα παιδιά, μου έλεγε ο άνδρας μου, δεν έδιναν σημασία. Αργότερα την κατήργησαν».
Φωτογραφίες παλιών Λαυριωτών στην βιβλιοθήκη.
Η Γκρανιά, που κατάγεται εκ μητρός από την ομάδα αυτήν της Αγίας Παρασκευής, συμφωνεί. «Η κοινωνική ζωή είχε πολλά κοινά σημεία για όλους τους Λαυριώτες. Όλοι αντάλλασσαν συνταγές, πέραν κοινωνικών τάξεων. Κοινό σημείο ήταν και η ζωή στις αυλές, τόσο στα νεοκλασικά των αστών όσο και στα σπίτια των εργατών, που σημάδευε τους καλοκαιρινούς μήνες. Ήταν μια κοινωνία ορθάνοιχτη, όχι εσωστρεφής. Σε αυτό βοηθούσε βέβαια και η σιδηροδρομική σύνδεση με την Αθήνα». Την δεκαετία του 1950 άρχισε νέος κύκλος εσωτερικής μετανάστευσης προς και από το Λαύριο. «Εργάτες έφθασαν για να εργασθούν εδώ στην κλωστοϋφαντουργία του Καρέλλα. Παράλληλα, πολλοί παλιοί Λαυριώτες έφυγαν στην Αθήνα. Έτσι, το Λαύριο δεν γιγαντώθηκε πληθυσμιακά, αλλά άλλαξε σύνθεση» λέει η Γκρανιά.
Σήμερα η κοινωνία του Λαυρίου είναι πιο εσωστρεφής από ό,τι στο παρελθόν, συμφωνούν οι δύο γυναίκες. «Θεωρώ χαρακτηριστικό τον τοπικισμό των τοπικών συλλόγων. Οι Πελοποννήσιοι ανήγειραν ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, σε μια πόλη που δημιουργήθηκε πολύ μετά τα κατορθώματα του ήρωα. Οι Κρητικοί, πάλι, ανήγειραν άγαλμα του Βενιζέλου. Πελοποννήσιοι, Κρητικοί, Πόντιοι κ.λπ. κάνουν χωριστές εκδηλώσεις, συχνά αγνοώντας οι μεν τους δε» λέει η Κακαβογιάννη. «Η αλήθεια είναι πως και στις παλιότερες γενιές υπήρχαν τοπικισμοί και διαφορές. Σε μια εκδήλωση που οργανώσαμε πρόσφατα για την προφορική ιστορία», λέει η Γκρανιά, «ένας από τους Μανιάτες μου είπε, απερίφραστα: κοινή εκδήλωση με τους Τουρκόσπορους δεν κάνω!».
Παλαιό μνήμα στο δημοτικό κοιμητήριο.
Η ΛΑΥΡΑ φιλοδοξεί να καταστήσει την βιβλιοθήκη κέντρο εκδηλώσεων για την ιστορία, την βιομηχανική και αρχιτεκτονική κληρονομία και ιδίως την προφορική ιστορία του Λαυρίου. Το 2015 είχε οργανώσει την εκδήλωση «
Στις Γειτονιές του Λαυρίου», που καλούσε τους πολίτες να συναντηθούν και να μοιραστούν τις μνήμες τους ώστε να αναβιώσει και να καταγραφεί η ιστορία των συνοικιών. Η καταγραφή αυτή είναι πολύ σημαντική, τονίζει η Στέλλα Γκρανιά, καθώς έχει πια αλλάξει τόσο η κοινωνική σύνθεση όσο και η εμφάνιση των συνοικιών. «Aπό την εποχή της χούντας άρχισαν σημαντικές καταστροφές. Ως το 2000 περίπου, όμως, τα όρια και η χωριστή φυσιογνωμία των συνοικιών ήταν ακόμη κάπως διακριτά. Με την επιδημία των κατεδαφίσεων που ακολούθησε, σήμερα είναι αδύνατο να τις ξεχωρίσεις μέσα στην επέλαση του μπετόν».
Στόχος της ΛΑΥΡΑΣ είναι να γίνει ο χώρος διαδραστικό πολιτιστικό κέντρο, με παρουσιάσεις νέων βιβλίων, συζητήσεις, εκδηλώσεις. «Η κοινωνία του Λαυρίου έχει αγκαλιάσει την προσπάθεια αυτή και αδημονεί να έχει ξανά την Βιβλιοθήκη της, που αποτελεί τον κύριο χώρο πολιτισμού της πόλης» λέει η Γκρανιά. Σχεδιάζει για το φθινόπωρο εκδήλωση στον χώρο με θέμα το ταξίδι και την ταξιδιωτική λογοτεχνία στην ελληνική γραμματεία.
Καρτ ποστάλ που απέστειλε Λαυριώτης σε φίλο από την Κόρδοβα. Βρέθηκε σε βιβλίο σχετικό με την πόλη. Τα ταξιδιωτικά βιβλία και λευκώματα είναι μία από τις συλλογές που έχουν αναδειχθεί στην Βιβλιοθήκη.
Καταστροφή των μνημείων και αντίσταση στην λήθη
Η αλήθεια είναι πως δύσκολα συγκρατεί κανείς την οργή του επισκεπτόμενος την Βιβλιοθήκη και ξεφυλλίζοντας τα παλιά βιβλία, συγκρίνοντας το οικοδομικό τοπίο του Λαυρίου πριν πενήντα χρόνια με το σημερινό. Μοναδικά στην Ελλάδα βιομηχανικά κτίρια καταστράφηκαν, ενώ τα νεοκλασικά που έδιναν στην πόλη το ιδιαίτερο χρώμα της αφανίσθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους, είτε επρόκειτο για αστικά μέγαρα είτε για σεμνά εργατικά σπίτια. Δεδομένης της ανεπανόρθωτης καταστροφής του αρχιτεκτονικού τοπίου, ο ρόλος της Βιβλιοθήκης ως κέντρου μνήμης και τεκμηρίωσης γίνεται ακόμη πιο καίριος.
Εργατικές κατοικίες στον Κυπριανό. Είχαν ανεγερθεί από την Γαλλική Εταιρεία για τους εργάτες της.
Η λίστα καταστροφών της οικοδομημένης ιστορίας του Λαυρίου είναι μακριά και οδυνηρή. «Το σήμα κατατεθέν του λιμανιού ήταν οι διπλές καμινάδες της Ελληνικής Εταιρείας στον λόφο. Ανατινάχθηκαν από τους Γερμανούς το 1944 καθώς ήταν το σημάδι για τα βρετανικά αεροπλάνα να εντοπίσουν το λιμάνι. Οι Γερμανοί είχαν συστήσει εννέα πολυβολεία στην γύρω περιοχή» λέει η Γκρανιά. Η καταστροφή εκείνη ήταν και η μόνη που δεν συντελέσθηκε από τις ελληνικές αρχές ή από Έλληνες κατασκευαστές με την άδεια των πρώτων.
«Η πρώτη μεγάλη συμφορά έγινε επί χούντας» λέει η Κακαβογιάννη. «Ο χουνταίος δήμαρχος έδωσε την άδεια σε έναν εργολάβο να γκρεμίσει το σημαντικότερο βιομηχανικό κτίριο του Λαυρίου. Πρόκειται για το μεγάλο ατμήλατο μεταλλοπλύσιο της Ελληνικής Εταιρείας, από τα μεγαλύτερα μεταλλοπλύσια του κόσμου και μοναδικό στην νότια Ευρώπη. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία προκάλεσε αρχικά την διακοπή των εργασιών, αλλά στο τέλος η κατεδάφιση πραγματοποιήθηκε. Ο εργολάβος θησαύρισε πουλώντας τα υλικά του συγκροτήματος, ιδίως τις τεραστιες ποσότητες σιδηροκατασκευών, καθώς και τα οικοδομικά υλικά, σε οικοδομές… Σήμερα απομένει μονάχα το θυρωρείο, που στεγάζει το Ορυκτολογικό Μουσείο, αφιερωμένο στην μνήμη του μεταλλειολόγου Ανδρέα Κορδέλλα, καθώς και η πρόσοψη ενός κτιρίου, που έχει κηρυχθεί διατηρητέα ως νεώτερο Μνημείο. Το κτίριο θα αναστηλωθεί, για να χρησιμοποιηθεί για την στέγαση του Ορυκτολογικού Μουσείου».
Το ατμήλατο μεταλλοπλύσιο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλίων Λαυρίου.
Χαλκογραφία από τα αρχεία της Βιβλιοθήκης.
Από τα άλλα κτίρια που οικοδόμησε η Ελληνική Εταιρεία σώζονται, πέραν του Μηχανουργείου, εκείνο του Οργανισμού Λιμένος Λαυρίου με το χαρακτηριστικό ρολόι, τα εναπομείναντα του σιδηροδρόμου και τα νεοκλασικά μέγαρα των σχολείων και της Φιλαρμονικής πάνω στην πλατεία του Λαυρίου. Σώζεται και η δημοτική Αγορά, που είναι κηρυγμένη από το υπουργείο Πολιτισμού ως Νεότερο Μνημείο. «Σήμερα δεν την βλέπεις από τις τέντες και τις καρέκλες των ταβερνών. Το μαρμάρινο σιντριβάνι στην μέση το κρύβει μια τεράστια πινακίδα καταστήματος» λέει η Γκρανιά. «Ήταν πάντοτε λευκή. Σήμερα την έχουν βάψει ροζ, κίτρινη, κόκκινη. Αυτό το ζήτημα του χρώματος είναι μεγάλο θέμα, ιδίως με τα νεοκλασικά. Τα βάφουν ροζ, πορτοκαλί, ασημί, γαλάζιο, χρώματα για κουφέτα ή εσώρουχα που δεν χρησιμοποιούντο ιστορικά. Τα πεζοδρόμια στην Αγία Παρασκευή και την κεντρική πλατεία ήταν στρωμένα με μαρμαρόπλακες από το λατομείο της Αγριλέζας, στον εθνικό δρυμό του Σουνίου. Η δημαρχία τα αφαίρεσε. Σήμερα πολλές από εκείνες τις μαρμαρόπλακες τις βρίσκεις σε βίλες του Σουνίου…».
Μάρμαρα από την Αγριλέζα στο κατώφλι διατηρητέου σπιτιού. Στην συνοικία της Αγίας Παρασκευής και στην πλατεία του Λαυρίου υπήρχε πλακόστρωση με μάρμαρο της Αγριλέζας. Ήταν το πρώτο πράγμα που λεηλατήθηκε στην πόλη. Συναντάς σήμερα τις πλάκες σε βίλες.
Σώζονται, ευτυχώς, τα 39 βιομηχανικά κτίρια της Γαλλικής Εταιρείας στο συγκρότημά της, έκτασης 45.000 τ.μ., στον Κυπριανό, στην βόρεια είσοδο της πόλης. Τα περισσότερα ανάγονται στην δεκαετία του 1870. Το εντυπωσιακό συγκρότημα, σήμερα Τεχνολογικό και Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου, δίνει μια καλή εικόνα της εξέλιξης της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Γραφεία και βιομηχανικά κτίρια της Γαλλικής Εταιρείας στο συγκρότημα του Κυπριανού (σημερινό Τεχνολογικό Πάρκο).
«Το θεωρώ μεγάλο ατόπημα ότι δεν υπάρχει ούτε μία πινακίδα στον χώρο που να αναφέρεται στην Γαλλική Εταιρεία. Ως Γαλλική Εταιρεία κηρύχθηκε ο χώρος διατηρητέος ως νεότερο μνημείο. Ακόμη πιο ατυχές είναι ότι μέρος της σκεπής κάποιων κτιρίων κατέρρευσε πριν λίγα χρόνια, ενώ η αποκατάσταση του χώρου είχε ανατεθεί, με κρατικά κονδύλια, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Το θέμα το παρακολουθούσαμε – κάθε χρόνο βούλιαζε η στέγη. Κάποιοι είναι υπεύθυνοι που κατέρρευσε…».
Κτίρια της Γαλλικής Εταιρείας στο συγκρότημα του Κυπριανού (σημερινό Τεχνολογικό Πάρκο).
Για τον αφανισμό των νεοκλασικών και βιομηχανικών κτιρίων υπεύθυνοι είναι πάρα πολλοί. «Στο Λαύριο υπήρξαν τόσες πολλές κηρύξεις νεότερων μνημείων από την δεκαετία του 1980 που είναι απορίας άξιο αν, με το που κηρύσσεται κάτι, εξαφανίζεται» λέει η Γκρανιά. «Η ίδια, με την δράση μου, πληρώνω οικογενειακές αμαρτίες. Συγγενείς μου γκρέμισαν νεοκλασικά στο Λαύριο και κατέστρεψαν ολόκληρες εκτάσεις του Σουνίου…».
Πάνω: Νεοκλασικό στην Αγία Παρασκευή, προτού παραμορφωθεί από τους σημερινούς του ενοίκους. Κάτω: Το ίδιο νεοκλασικό μεταλλαγμένο σε «κάτω παντεσπάνι και πάνω κρέμα», κατά την Στέλλα Γκρανιά.
Πολλά από τα κηρυγμένα μνημεία του Λαυρίου που έχουν γλιτώσει την κατεδάφιση δεν έχουν γλιτώσει την κακοποίηση ή την εγκατάλειψη. «Ο Κυπριανός κηρύχθηκε στην ολότητά του, ως οικιστικό σύνολο, εργατικός οικισμός. Είναι η συνοικία του Λαυρίου που έχει καλύτερα αντισταθεί στο μπετόν». Τα ίχνη της κακοποίησης των διατηρητέων κτιρίων, κατοικιών κάποτε των εργατών της Γαλλικής Εταιρείας, είναι αμέσως ορατά. Πέτρινες «διακοσμητικές» ταινίες στην εξωτερική τοιχοποιία, αλουμινένιες πόρτες και παράθυρα, κλιματιστικά ορατά στις προσόψεις.
Εργατικές κατοικίες του 1870 στον Κυπριανό. Η κακόγουστη πέτρινη επίστρωση, οι αλουμινένιες πόρτες και παράθυρα και τα εμφανή κλιματιστικά αποτελούν απαράδεκτες παρεμβάσεις στα κτίρια της κηρυγμένης συνοικίας.
Το μέγαρο της «Ευτέρπης», πάλι, είναι μια τυπική περίπτωση εγκατάλειψης. Το κτίριο κατασκευάσθηκε από την Γαλλική Εταιρεία το 1893 για να στεγάσει την ομώνυμη φιλαρμονική ορχήστρα της, αλλά και για να φιλοξενεί χορούς και θεατρικές παραστάσεις. Εσωτερικά, είναι κοσμημένο με οροφογραφίες Ιταλού καλλιτέχνη εμπνευσμένες από την ελληνική μυθολογία. Σήμερα, μετά βίας στέκεται όρθιο, έχοντας αφεθεί για δεκαετίες στην τύχη του…
Κυπριανός. Το μέγαρο της «Ευτέρπης» αφημένο στην τύχη του.
Η πόλη γύρισε την πλάτη της όχι μόνο στους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς της, αλλά και στην ίδια της την ιστορία. «Το Λαύριο απαρνήθηκε το μεταλλευτικό του παρελθόν. Στην ιστορία της εργασίας καταλαμβάνει πολύ σημαντική θέση. Η πρώτη απεργία στην Ελλάδα έγινε εδώ, το 1896. Η κυβέρνηση έστειλε τον στρατό και τον στόλο να την καταστείλει και σκοτώθηκαν τέσσερις εργάτες. Αυτά δεν μελετώνται σοβαρά – πρυτανεύουν οι εύκολες αναλύσεις του λαϊκισμού» λέει η Γκρανιά. Θεωρεί ενδεικτικές σχετικά τις αντιδράσεις που ακολούθησαν την
προβολή της σειράς Τα Λαυρεωτικά- Η Μεγάλη Απεργία το 1982, που γυρίσθηκε κατά παραγγελία της τότε (πρώτης) κυβέρνησης του ΠAΣΟΚ και έμεινε γνωστή ως «η πρώτη σειρά της Αλλαγής».
Η σειρά «Τα Λαυρεωτικά-Η μεγάλη απεργία» έκανε πρεμιέρα την Τρίτη του Πάσχα, 20 Απριλίου 1982.
«Η σειρά είχε πολλές ιστορικές ανακρίβειες. Παρουσίαζε τα Λαυρεωτικά (1869-1873) και την Μεγάλη Απεργία (1896) ως διαδοχικά, ενώ τα χωρίζει μία εικοσαετία» εξηγεί η Κακαβογιάννη. «Η προβολή της σειράς προκάλεσε μια υστερία στο Λαύριο και την πλήρωσε το άγαλμα του Serpieri στην κεντρική πλατεία. Είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Βρούτου (1899). Κόσμος από το ΚΚΕ πήγε και έριξε μπογιές στο άγαλμα, ενώ το κατέβασαν από την βάση του. Ο τότε δήμαρχος, Πόγκας, πρώην μεταλλωρύχος ο ίδιος, ειδοποίησε αμέσως την Πινακοθήκη που ήλθε και το παρέλαβε. Ένα άγαλμα δεν το καταστρέφεις, και μάλιστα ενός τόσο σημαντικού καλλιτέχνη…». Ο ανδριάντας του Serpieri παρέμεινε ανεπιθύμητος για είκοσι περίπου χρόνια, και επανατοποθετήθηκε στην βάση του, στο ένα άκρο της πλατείας, μετά το 2000.
Στην άλλη άκρη της πλατείας, για αντιδιαστολή, τοποθετήθηκε πριν λίγα χρόνια το «Σύνταγμα» των μεταλλωρύχων, του σημαντικού Συμιακού γλύπτη Κώστα Βαλσάμη, σημειώνει η Κακαβογιάννη. Δημιουργήθηκε στο Βέλγιο, αλλά στην χαμηλή βάση του δεν αναγράφεται το όνομα του δημιουργού του!.
Σε μια πόλη που έχει χάσει τα σημεία αναφοράς της και πολλούς από τους θησαυρούς της, η Δημοτική Βιβλιοθήκη αγωνίζεται να κρατηθεί τουλάχιστον η ιστορική μνήμη. Τα ράφια της παρέχουν όλες τις κατευθύνσεις και τις πληροφορίες για όποιον θέλει να την περιηγηθεί.
*Αλέξανδρος Μασσαβέτας
Σπούδασε νομικά σε Αθήνα και Cambridge. Έζησε νομαδικά με βάση του την Πόλη (2003-2015). Εκεί έγραψε δύο βιβλία για την Κωνσταντινούπολη και ένα για την Μικρά Ασία, ενώ συνεργάσθηκε με ελληνικά και ξένα έντυπα. Σήμερα συνεχίζει την νομαδική του ύπαρξη, με βάση την Αθήνα.