Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

«Ποιήματα και Εγκλήματα»

  

Γιάννης Ψυχοπαίδης, «Καμένη γη»

«Ποιήματα και Εγκλήματα»
Γιάννης Ψυχοπαίδης


"Μετά τον αδόκητο χαμό του Σάμη Γαβριηλίδη, οι τράπεζες-δανειστές προτίμησαν την πολτοποίηση των εκατοντάδων βιβλίων της περιουσίας του εκδότη".

Στη μνήμη του Σάμη Γαβριηλίδη

Η πλατεία Μπέμπελ, που ήταν και η παλιά πλατεία της Οπερας στο κέντρο του σημερινού ενωμένου Βερολίνου -μερικά μόλις μέτρα απόσταση από το Πανεπιστήμιο Χούμπολντ-, υπήρξε η σκηνή όπου διαδραματίστηκαν βίαια και σημαδιακά γεγονότα στην ιστορία της εθνικοσοσιαλιστικής, γερμανικής βαρβαρότητας.

Στις 10 Μαΐου 1933, σ’ αυτήν ακριβώς την πλατεία ρίχτηκαν από τους ναζί σε μια τεράστια πυρά τα βιβλία σημαντικών διανοητών, λογοτεχνών και ποιητών, κάτω από τους ήχους των παρελάσεων και τις κραυγές της επίσημης ομιλίας του Γκέμπελς.

Και όλα αυτά μέσα στα κύματα μιας ανθρωποθάλασσας, που όταν δεν χειροκροτούσε ξέφρενα τα συμβάντα, «απλώς» τα ανεχόταν. Ανάμεσα στα καμένα βιβλία βρίσκονταν έργα τόσο διαφορετικών συγγραφέων, όπως ο Γκόρκι και ο Τουχόλσκι, ο Μαρξ και ο Κέστνερ, ο Τόμας Μαν και ο Χάινριχ Μαν, ο Σίγκμουντ Φρόιντ και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Αλφρεντ Ντέμπλιν και ο Γιοχάνες Μπέχερ, ο Στέφαν Τσβάιχ και πολλοί άλλοι. Η βαθιά συμβολική αυτή πράξη ενάντια στο ελεύθερο πνεύμα ήταν και η αρχή για τη βίαιη απομάκρυνση από τις δημόσιες βιβλιοθήκες κάθε απαγορευμένης από τους ναζί λογοτεχνίας και μαζί και η αρχή για τη φυσική εξόντωση των συγγραφέων, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Ο σημερινός διαβάτης, που τα βήματά του τον οδηγούν στον ιστορικό αυτό χώρο, περπατώντας στην κυκλική πλατεία με το αδρό λιθόστρωτο, μάταια αναζητεί τη φανερή υπόμνηση ενός εφιαλτικού παρελθόντος. Η άδεια πλατεία, χωρίς ίχνος μνημειώδους υπόδειξης της ιστορικότητάς της, χωρίς κάποιο κραυγαλέο μνημείο, χωρίς την όποια τραγική-ηρωική έπαρση ενός συμβατικού ανδριάντα, μοιάζει σαν να ’χει ξεχάσει τα γεγονότα που τη σημάδεψαν.

Τα κτίρια που περιβάλλουν τον χώρο με τον ανακτορικό τους ρυθμό, με τα αγάλματα και τη διακοσμητική φλυαρία, πνίγουν κάθε διάθεση για μια εύκολη καταβύθιση στην ιστορική μνήμη. Ακριβώς στο κέντρο αυτής της πλατείας, όμως, ο απρόσεκτος διαβάτης πατά επάνω σ’ ένα οριζόντιο γυάλινο παράθυρο στο ύψος του εδάφους, το οποίο, παρατηρώντας πιο προσεκτικά, του επιτρέπει να ρίξει το βλέμμα κάτω από τη γη σ’ έναν λευκό χώρο υπόγειου δωματίου, ερμητικά κλειστού.

Στους τοίχους του βρίσκονται τα λιτά, λευκά ράφια μιας άδειας βιβλιοθήκης, που παρακολουθεί τις τέσσερις πλευρές του λευκού τετραγώνου. Τα ράφια αυτά, νοητά, μπορούν να υποδεχτούν τα είκοσι χιλιάδες βιβλία, που το 1933 κάηκαν δημόσια στον ίδιο αυτό χώρο.

Το πνεύμα όμως αυτού του κλειστού δωματίου-βιβλιοθήκης είναι να παραμένει άδειο και τα ράφια του κενά. Εξήντα χρόνια μετά την πυρά της ντροπής και συνειδητά, ακριβώς στην αντίστοιχη 10η Μαΐου του 1993, η πόλη του Βερολίνου προκήρυξε καλλιτεχνικό διαγωνισμό για το μνημείο σε ανάμνηση του καψίματος των βιβλίων, Μάιο του 1933.

Η υπόγεια άδεια βιβλιοθήκη, που προτάθηκε από τον εννοιολογικό καλλιτέχνη Μίσα Ούλμαν, έσπρωξε και την πόλη του Βερολίνου να ξεπεράσει τα όρια μιας συμβατικής επιλογής και να βραβεύσει μια καλλιτεχνική πρόταση μεγάλης ιδεολογικής και φορμαλιστικής πυκνότητας. Είναι προς τιμήν μιας μεγαλούπολης -φορτωμένης με όλο το βαρύ φορτίο της αρνητικής ιστορικής μνήμης- να τολμά να αναμοχλεύει το ιστορικό της παρελθόν στήνοντας ένα μνημείο με μια γλώσσα ριζοσπαστικής ενδοστρέφειας και καλλιτεχνικής τόλμης.

Αυτό που ασυνείδητα περιμένει κανείς από μια μνημειακή κατασκευή -τη φυσική της δηλαδή υπέργεια παρουσία σ’ έναν διαρκή κατά μέτωπο διάλογο με τον διαβάτη- εδώ ανατρέπεται. Το θέμα των καμένων βιβλίων, ως απουσία, μεταφέρεται πλαστικά με μια «αρνητική», ελλειπτική φόρμα, που οδηγεί το καλλιτεχνικό έργο σε μια απόλυτη και ακραία εξισορρόπηση μορφής και περιεχομένου.

Το θέμα της λογοκρισίας των ελεύθερων ιδεών και η φυσική απουσία των καμένων βιβλίων γίνονται εδώ το αρνητικό καλούπι μιας καινοφανούς καλλιτεχνικής φόρμας. Το αντι-μνημείο αυτό υποχρεώνει τον θεατή του, μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, να αντιληφθεί τη γλώσσα της τέχνης ως γλώσσα της απουσίας. Ο θεατής αναγκάζεται να ανατρέψει το κλισέ των συμβατικών εικόνων και σκύβοντας κάτω από τα πόδια του μέσα από τη μικρή τρύπα να ξανα-ορίσει τη σχέση του με την Ιστορία ως σχέση κριτική, τη σχέση του με την ιστορική μνήμη ως σχέση δημιουργικής εκσκαφής.

«Βιβλιοθήκη», πλατεία Μπέμπελ, Βερολίνο

Η ανυπαρξία κάθε γραπτής αναφοράς για το τι είναι αυτό το λευκό υπόγειο δωμάτιο στο κέντρο μιας άδειας πλατείας κάνει την αυτονόητη εικόνα της πόλης να χάνει τα γνωστά περιγράμματά της. Τα ερωτηματικά της πρώτης ματιάς δίνουν τη θέση τους σε μια βαθιά υποβολή μέσα από έναν ελλειπτικό καλλιτεχνικό λόγο διόλου γνωστών και δεδομένων πλαστικών αξιών. Η παγωμένη ατμόσφαιρα του υπόγειου έργου με τη νεκρική λευκότητα μεταφέρει το κλίμα μιας διάχυτης απειλής.

Η κραυγαλέα σιωπή αυτού του χώρου είναι μια τιμητική σιωπή γι’ αυτό που απουσιάζει και συνάμα η προειδοποίηση για την καταστροφική σημασία της απουσίας του. Ο χώρος αυτός -ταυτόχρονα ένα λευκό κελί και ένα φέρετρο- είναι γεμάτος από την ασφυκτική, εκρηκτική παρουσία του πνευματικού λόγου, που θα ’πρεπε να είναι εδώ, αλλά βίαια έχει απομακρυνθεί.

Πιο εκεί, μέσα στην είσοδο του διπλανού Πανεπιστημίου, ο θεατής, αν αναζητήσει, θα βρει μια μικρή πινακίδα με τα στοιχεία του έργου της πλατείας Μπέμπελ. Ο καλλιτέχνης έχει απαγορεύσει ρητά την οποιαδήποτε αναφορά για το έργο στο κέντρο της πλατείας ή σε κοντινή απόσταση. Η πρώτη έλλειψη των ιστορικών στοιχείων κάνει και τη βαθιά υποβολή αυτής της λιτής σκηνογραφίας των ελάχιστων πυκνών μηνυμάτων ακόμη εντονότερη.

Η πόλη του Βερολίνου τιμά τον πολίτη της με μια καλλιτεχνικά δόκιμη κριτική και ανατρεπτική πρόταση για το ιστορικό του παρελθόν. Τιμά, όμως, και τον εαυτό της και το ιστορικό της παρόν με τα έργα που επιλέγει για τους δημόσιους χώρους, που, πέρα από την πλαστική τους ευρωστία ή την περίτεχνη ευρηματικότητά τους, διαθέτουν κυρίως την πολύτιμη απλότητα, πλούτο και πνευματική οξύτητα και κριτική και αυτοκριτική διάσταση ενός ευρωπαϊκού ουμανιστικού πνεύματος.

Μέσα στην εύκολη ανεμελιά μιας χυδαίας μετα-μοντέρνας ισοπέδωσης, αυτό που φανερά υπονοεί η σιωπηλή δύναμη αυτού του μνημείου είναι η σημασία της κριτικής εσωστρέφειας και η αντίληψη της Ιστορίας σαν ανοιχτό ερώτημα, σ’ ένα συνειδητά βιωμένο παρόν.

Αυτές οι βερολινέζικες εικόνες έρχονται στον νου αυτόν τον καιρό και το μυαλό τρέχει στους αθηναϊκούς δημόσιους χώρους και στους πολύτιμους ανθρώπους που στάθηκαν στυλοβάτες και παραδείγματα, άνθρωποι που με όλες τους τις δυνάμεις στήριξαν τους δημιουργούς -νέους και ώριμους - κάνοντας αξεχώριστες την τέχνη και τη ζωή. Δημιουργώντας τα άυλα μνημεία του σύγχρονου πολιτισμού.

Στο μικρό αδιέξοδο, πίσω από την οδό Αγίας Ειρήνης, στο Μοναστηράκι, τα «Ποιήματα και τα Εγκλήματα», το στέκι αυτού του πολυπράγμονα εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη, κατάφεραν το ακατόρθωτο. Να μαζέψουν -με τη μοναδική και ανεξάντλητη ενέργεια του ιδρυτή τους- τον κόσμο του πολιτισμού και όχι μόνο, τους μουσικούς, εικαστικούς, λογοτέχνες, ποιητές, σκηνοθέτες, ψυχιάτρους, κοινωνικούς επιστήμονες, βιβλιόφιλους και βιβλιοφάγους αλλά και γευσιγνώστες σε μια καθημερινή αυτοσχέδια αλλά και καλά οργανωμένη γιορτή της επικοινωνίας.

Επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων που θέλαν να ξεφύγουν από τον κλειστό τους μικρόκοσμο, να μοιραστούν σκέψεις, προτάσεις και ιδέες και να σκεφτούν από κοινού για τις δομές αλληλεγγύης μεταξύ κοινωνίας και δημιουργών. Να αναστοχαστούν πάνω στους όρους που κάνουν τη ζωή ένα έργο τέχνης και το έργο τέχνης μια άσκηση ζωής.

Εδώ στην καρδιά μιας Αθήνας σε κρίση, μιας «άλλης» Αθήνας, που σφύζει από την ανελέητη νεότητα αλλά και τα πρόωρα γεράματα, από τους πλανόδιους και τους οδοιπόρους, από τους άστεγους και τους κοινωνικά περιθωριακούς, από τους πεισματάρηδες της ανατροπής και τους σκεπτικιστές, από τους απόβλητους, τους αποδιοπομπαίους και τους παρίες, από τους γρηγορούντες και τους καταθλιπτικούς, απ’ τους αιθεροβάμονες και τους αυτοκαταστροφικούς, από τους αποσυρμένους, συμφωνούντες ή βαθιά νυχτωμένους, κρινόταν κάθε φορά και η χαμένη ή ξανακερδισμένη τιμή μιας αυθεντικής τολμηρής, πρωτότυπης καλλιτεχνικής έκφρασης και στάσης ζωής.

Τα δεκάδες βιβλία, απλωμένα προκλητικά πάνω στα τραπέζια του ισόγειου καφέ σαν απαραίτητο συμπλήρωμα, σε «υποχρέωναν» σε μια φευγαλέα καταβύθιση στους πιο απίθανους κόσμους του λογοτεχνικού σύμπαντος. Ποίηση, λογοτεχνία, δοκίμιο και η φευγαλέα ματιά στο τυχαίο βιβλίο κατέληγε συχνά στην αποκάλυψη ενός λογοτεχνικού θαύματος. Ο αέρας μύριζε χαρτί, μελάνι και τυπωμένα αισθήματα. Σ’ αυτόν τον ρευστό χώρο μιας δημιουργικής διαπλοκής ιδεών, εικόνων και ανθρώπων, εκεί όπου όλα μπορούσαν να διηγηθούν τις μύχιες ιστορίες τους, συνέβη το ανεκδιήγητο.

Μετά τον αδόκητο χαμό του Σάμη, οι τράπεζες-δανειστές προτίμησαν την πολτοποίηση των εκατοντάδων βιβλίων της περιουσίας του εκδότη. Ολα πολτός. Ο τυπωμένος θησαυρός της αποθήκης δεν σκέφτηκαν να παραδοθεί έγκαιρα ούτε στους ναυαγοσώστες συγγραφείς του, ούτε στα σχολεία, ούτε στις επαρχιακές βιβλιοθήκες. Πολτός στα μυαλά των ανθρώπων.

Σήμερα ακούμε τον ποιητή να πενθεί μέσα στα χρόνια:

...πια δεν ακούει τσιμουδιά
βούλιαξε και ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Γεώργιος Σεφέρης

Ο πολτός των πολύτιμων βιβλίων στέκεται μπρος μας σαν τραγική, ειρωνική, επετειακή αντίστιξη, σαν σύγχρονος, βάρβαρος χλευασμός απέναντι στα επιτακτικά λόγια του γέρου του Μοριά: «Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματα». 
1821 – Διακόσια χρόνια μετά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.