από Кроткая (http://krotkaya.wordpress.com/)
Και μας λένε να καταλάβουμε τους φονιάδες. Και μας λένε να εξισώσουμε τους νεκρούς, όλοι οι νεκροί είναι ίδιοι και οι νεκροί δεδικαίωνται. Κι επειδή δεδικαίωνται οι νεκροί, κι επειδή άπαξ και ένας άνθρωπος βρεθεί κάτω από το χώμα, αυτό τάχα εξισώνει και τους δολοφόνους και βάζει ίσες αποστάσεις στις εκτιμήσεις και τις αντιδράσεις.
Λοιπόν, όχι, δεν είναι έτσι. Και δεν σκοπεύουμε να τα βάλουμε με τους νεκρούς, κουβαλάμε εξάλλου μπόλικους στις πλάτες μας και ξέρουμε καλά πώς είναι ο θάνατος. Όμως, οι φονιάδες είναι άλλη ιστορία. Κι όχι μονάχα οι φονιάδες με τα περίστροφα που πυροβολουν σε ευθεία βολή και εν ψυχρώ παιδιά που τα λογίζουν για επικίνδυνα. Μα και κείνοι οι άλλοι φονιάδες με τα ψυχρά βλέμματα, τα κυνικά έγγραφα και τα στρογγυλά λόγια γεμάτα ποσοστά και διαιρέσεις. Εκείνοι που ορίζουν πως από την τάδε του μηνός τόσα παιδιά θα χλωμιάσουν και τόσα τραπέζια θα μένουν άδεια.
Και δεν είμαστε με τους νεκρούς, οι νεκροί απλά μας τσιγκλάνε το μνημονικό. Είμαστε με τους ζωντανούς που ζωγραφίζουν την άσφαλτο και χορεύουν στους δρόμους. Είμαστε με τους ζωντανούς που ξέρουν ποιες τζαμαρίες πρέπει να σπάσουν και ποιες όχι. Με κείνους τους ζωντανούς που γράφουν αυτά, λένεαυτά και δείχνουν αυτά. Που τους είπαν ανοργάνωτους, αυθόρμητους και ανώριμους, νομίζοντας πως τους βρίζουν. Γιατί δεν κατάλαβαν πως αυτό που φαίνεται είναι άλλο από αυτό που συμβαίνει.
Θα’ρθει ο καιρός που θα καταλάβουν, όμως, γιατί το χάσμα βαθαίνει και η μέση οδός χορταριάζει και οι ίσες αποστάσεις κουτσαίνουν. Οι πιέσεις που αυξάνουν, αναπόδραστα οδηγούν σε λύσεις συγκεκριμένες -στο χρυσό σημείο που η ιστορία συναντά τη βία και πιάνουν δουλειά μαζί. Απλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς και δεν είναι καμιά νομοτέλεια, είναι η φυσική ροή των πραγμάτων, η φυσική πορεία, σα να παίρνεις χλώριο και νάτριο και να φτιάχνεις αλάτι.
Εμείς λοιπόν δεν αξιολογούμε τους νεκρούς, τους ξέρουμε όμως τους δικούς μας και ξέρουμε και τους φονιάδες τους. Κι όταν μας λένε για καμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα, για σπασμένα τζάμια και για αδικοχαμένους εγκλωβισμένους σκλάβους, απαντάμε πως αυτά όλα ενώνονται από την ίδια κλωστή, εκείνη που οδηγεί στους συγκεκριμένους θύτες, στους αυτουργούς που μας κάνουν μάθημα, υψώνοντας το δάχτυλο κι αγορεύοντας δεκάρικους. Ποιος δεν το βλέπει άραγε πως γι’αυτούς που βίαια πάνε να περιορίσουν το ποτάμι, οι εγκλωβισμένοι αδικοχαμένοι σκλάβοι και τα καμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα βαραίνουν το ίδιο, πως αυτοί τα βάζουν και τα δυο στην ίδια μεριά της ζυγαριάς;
Μας λένε για τη βία. Μας λένε για ασφάλεια. Μας λένε για κανονικότητες. Τους λέμε πως την κανονικότητα δεν τη γνωρίσαμε και πως η βία έχει χρώμα και οσμή και πρόσημο. Και θυμόμαστε καλά πως: “ή ελευθερία ή ησυχία, πρέπει να διαλέξετε. Ή θα είστε ελεύθεροι, ή θα είστε ήσυχοι, και τα δύο μαζί δεν γίνονται.“
Κι αν μάθαμε ένα πράγμα, μετά από δεκαετίες καβγάδων, απογοητεύσεων, οργής και θυμού, μετά από χρόνια με νίκες και με ήττες, με πειράματα και με λάθη, κι αν τελοσπάντων έχουμε κερδίσει κάτι, αυτό είναι οι συλλογικότητες. Οι αυθόρμητες, ανοργάνωτες, ανώριμες και άτακτες συλλογικότητες, με τα λάθη και τα σωστά τους, με τα στραβοπατήματα και τα βήματα μπρος. Που δεν είναι το παν για τον κόσμο, αλλα που χωρίς αυτές ο κόσμος θα’ταν φτωχότερος, μικρότερος, λιγότερος.
Μας κάνουν μάθημα πως δεν είμαστε αρκετά καλοί, αρκετά σωστοί, αρκετά οργανωμένοι, πως κάνουμε λάθη, πως δεν πάμε σωστά, να το πάρουμε αλλιώς. Μόνο που εμείς που μοιραστήκαμε χρώματα και χορούς και φωτιές μέσα από συλλογικότητες, γράφουμε αυτά, λέμε αυτά και δείχνουμε αυτά κι ένα σωρό άλλα. Και τους βγάζουμε κοροϊδευτικά τη γλώσσα, και συνεχίζουμε να θυμόμαστε τους νεκρούς μας, να κάνουμε τα λάθη μας, να ζωγραφίζουμε την άσφαλτο και τους τοίχους, να χορεύουμε στους δρόμους, να τραγουδάμε σε πλατείες και να κουβεντιάζουμε -και πού και πού να είμαστε και αποτελεσματικοί. Εμπιστευόμαστε το ένστικτο και τα αντανακλαστικά μας, που κάποιες νύχτες μας οδήγησαν έξω, και μας έδειξαν το “όλα για όλους“; το “από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του“; Πες το όπως θες. Και πες μου πώς και πού σφάλλω και μάθε με αυτό που λες εσύ σωστό, να σου πω κι εγώ το δικό μου.
Πριν απ’αυτό, όμως, λέω να σου πω έναν αγαπημένο στίχο του Μαγιακόφσκυ:
Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό