με αφορμή μια πρωτοχρονιά
(αναδημοσίευση από φιλικό blog).
Για την αντιγραφή Θ.
όσοι ζουν σ' αυτήν φαντάζονται πως καμιά αλλαγή δεν θα πραγματοποιηθεί πια,
ακριβώς όπως ενώ είδαν να πρωτοεμφανίζεται το τηλέφωνο, δεν θέλουν να
πιστέψουν στο αεροπλάνο. Και ωστόσο οι φιλόσοφοι των εφημερίδων
καταδικάζουν την προηγούμενη εποχή και όχι μόνο τις απολαύσεις που
γνώριζαν τότε και που τις θεωρούν το έπακρο της διαφθοράς, αλλά ακόμη
και τα έργα των καλλιτεχνών και των φιλοσόφων που δεν έχουν πια
στα μάτια τους καμιά αξία, λές και ήταν δεμένα αδιάρρηκτα με τις
διαδοχικές κοινοτυπίες της κοσμικής επιπολαιότητας...
Μαρσέλ Προύστ, Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο.
Αθόρυβη τούτη η πρωτοχρονιά, πιο βουβή από κάθε άλλη. Κι' ας σέρνει μαζί της σιωπές, φόβους και απογοητεύσεις συσωρευμένες για χρόνια τώρα. Όμως τούτη τη φορά η αλλαγή του χρόνου μοιάζει να μη συνεπαίρνει κανέναν. Στεγνή από προστάγματα εκκίνησης για κάτι καινούργιο, ή έστω για την αναζωογόνηση του παληού.
Κι' έτσι ο χρόνος φαίνεται να ανακτά την χαμένη από αιώνες ενότητά του. Αδιάσπαστος πια, αυστηρός και οχυρωμένος πίσω από τη δική του εξουσία δείχνει διστακτικός να προκαλέσει ρήξη με όλες τις προηγούμενες βεβαιότητες και συγκινήσεις μας, που κάποτε συμμάχησαν ενάντια στην ολότητά του. Εκδίκηση για τον τεμαχισμό του-όπως εύστοχα παρατηρεί ο ΚΙΜΠΙ) η δίχως προηγούμενο εκκωφαντική μας μοναξιά. Άδειοι δρόμοι και χορταριασμένες αυλές μαρτυρίες εγκατάλειψης μιας μονομαχίας μας με τον χρόνο έτσι όπως τον ορίσαμε.
Το 1985, λίγες ώρες πριν καταφθάσει το νέο έτος, δραπέτευα από την πόλη που ζούσα για να αποφύγω την εκκωφαντική υποδοχή του νέου χρόνου. Και καθώς ποτέ δεν με συγκινούσε η ρηχότητα των πανηγυρισμών, αναζήτησα στην άηχη νοσταλγία του καινούργιου, δίπλα στη θάλασσα-ώρες μακρυά από την πόλη μου και τα πρότυπα της ευτυχίας της, τη Σιωπή. Σκιερό φώς το σκοτάδι της νύχτας, λίγα σύννεφα στον ουρανό, φεγγάρι μισόγιομο, άστρα πρόθυμα να αναπληρώσουν κάθε στιγμής την απουσία του, και Σιωπή. Απόλυτη, μες στη σιγουριά του σκοταδιού, οικεία με τα πλάσματα της φύσης που υμνούσαν την ύπαρξή της μ' ένα κράξιμο, μια λαλιά, ένα θρόϊσμα.
Και ταξίδεψα σ' εκείνες τις στιγμές, στην απαρχή του κόσμου, να ψηλαφίσω τους πόνους της πρώτης μας γένας. Και στη χνουδάτη ομορφιά ενός παραδομένου στα χέρια της μάνας- φύσης ανθρώπου, μάντεψα πόσα μέτρα και πόσα ισοδύναμα όρισε στο κατόπιν ο καθένας μας για να τα βγάλει πέρα, στη μονομαχία του μ' έναν ανύπαρκτο εχθρό. Και στους χορταριασμένους τάφους των νεκρών, στις στραγγισμένες μνήμες των ανθρώπων αντίκρυσα το μέχρι γελοιότητας άδικο του θανάτου.
Σιωπή, η βαμβακένια ύπαρξη που κλώθει μέσα της τα μεγάλα. Αλλά κι' ένα πετράδι, ένα φύλλο, ένα λουλούδι, μια άφοβη ματιά στον ήλιο που χάνεται μέσα στα απύθμενα νερά του ωκεανού. Και είναι όλα τούτα τα μικρά της ύπαρξης μορφές αλληγορικές που διαιωνίζουν τα μεγάλα, γιατί σε μια άϋλη και αέναη μεταμόρφωση γίνονται η πρώτη ύλη της ύπαρξής μας: Αγάπη, Έρωτας, Λευτεριά, Ευτυχία, Ζωή.
Έννοιες και κρατήματα, καρποί και σπόρος μαζί μιας έγνοιας αδιάλειπτης για τη δημιουργία, μιας γαληνεμένης υπομονής για τον θερισμό, μιας αποδοχής του κύκλου της ζωής, γεννήματα φωτός. Εκείνου, που εκπέμπουν τα πρόσωπα των κοριτσιών-ανθισμένα πρόσωπα- όταν η φύση πάνω τους γνέθει ακόμα την ύπαρξή τους. Του φωτός που μεταμορφώνει το πιο ασήμαντο σε μια λεπτομέρεια αλληγορική πάνω σ' έναν πίνακα ζωγραφικής, που αιτιολογεί την ύπαρξη του κόσμου.
...κι' είπα πως ένα βήμα μας αρκεί να δούμε τον κόσμο αλλοιώς, τον Χρόνο αλλοιώς, το Α-σήμαντο να μας δείχνει πατρικά με το δάχτυλο τον ουρανό, την ταπεινότητα να φωλιάζει μέσα μας, τις κακοφορμισμένες πληγές μας να γιαίνουν.
Και ταξίδεψα σ' εκείνες τις στιγμές, στην απαρχή του κόσμου, να ψηλαφίσω τους πόνους της πρώτης μας γένας. Και στη χνουδάτη ομορφιά ενός παραδομένου στα χέρια της μάνας- φύσης ανθρώπου, μάντεψα πόσα μέτρα και πόσα ισοδύναμα όρισε στο κατόπιν ο καθένας μας για να τα βγάλει πέρα, στη μονομαχία του μ' έναν ανύπαρκτο εχθρό. Και στους χορταριασμένους τάφους των νεκρών, στις στραγγισμένες μνήμες των ανθρώπων αντίκρυσα το μέχρι γελοιότητας άδικο του θανάτου.
Σιωπή, η βαμβακένια ύπαρξη που κλώθει μέσα της τα μεγάλα. Αλλά κι' ένα πετράδι, ένα φύλλο, ένα λουλούδι, μια άφοβη ματιά στον ήλιο που χάνεται μέσα στα απύθμενα νερά του ωκεανού. Και είναι όλα τούτα τα μικρά της ύπαρξης μορφές αλληγορικές που διαιωνίζουν τα μεγάλα, γιατί σε μια άϋλη και αέναη μεταμόρφωση γίνονται η πρώτη ύλη της ύπαρξής μας: Αγάπη, Έρωτας, Λευτεριά, Ευτυχία, Ζωή.
Έννοιες και κρατήματα, καρποί και σπόρος μαζί μιας έγνοιας αδιάλειπτης για τη δημιουργία, μιας γαληνεμένης υπομονής για τον θερισμό, μιας αποδοχής του κύκλου της ζωής, γεννήματα φωτός. Εκείνου, που εκπέμπουν τα πρόσωπα των κοριτσιών-ανθισμένα πρόσωπα- όταν η φύση πάνω τους γνέθει ακόμα την ύπαρξή τους. Του φωτός που μεταμορφώνει το πιο ασήμαντο σε μια λεπτομέρεια αλληγορική πάνω σ' έναν πίνακα ζωγραφικής, που αιτιολογεί την ύπαρξη του κόσμου.
Και κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, πότε δεξιά, πότε αριστερά
-όχι πίσω ούτε εμπρός-
είδα τούτες τις χιλιάδες ασήμαντες -μια μια ξεχωριστά- λεπτομέρειες
που έκαναν τον Προύστ να τον ονοματίσει σαν τον ωραιότερο πίνακα του κόσμου,
και τον ήρωα του Χόρχε Σεμπρούν να βυθιστεί
μέσα σε τούτο το κανάλι της ενόρασης, θωπεύοντας την ουλή της γής ,
έτσι όπως στις σκέψεις του τούτο το κανάλι μεταμορφώθηκε.
Πόσα στ' αλήθεια κομμάτια αυτού του κόσμου χώρεσαν σε τούτο τον πενήντα επί πενήντα πίνακα του Γιαν Βερμέερ... Μια κιβωτός το έργο του,
φιλοξένησε για αιώνες το αναλλοίωτο της φύσης μας, τον λόγο των όντων.
...ένα βήμα-δύναμη σκοτεινά φωτεινή- π' αναβλύζει φώς ιριδίζον πάνω στην τεφρότητα της καθημερινότητάς μας, που μας οδηγεί έξω από τη ζώνη της terra incognita, στη γωνιά μιας γαληνεμένης θέασης του κόσμου, στ' άγγιγμα της ανέφικτης ευτυχίας, στη λευτεριά.
...ένα πέταγμα που σπάει τον κρίκο που μας κρατά αιχμαλωτισμένους σε κύβους πυκνής μοναξιάς στα κοφτερά σκοτάδια, σε γραφές ψευτοπροφητών που κάθε τόσο ένας Παράκελσος καλείται να κάψει, λυτρώνοντας την ανθρωπότητα από τα δεσμά με τα οποία θέλησε να τυλίξει το κάθε τί ορατό στην απογυμνωμένη της ψυχή.
...ένα πέταγμα της μνήμης στον αλυσοδεμένο Προμηθέα κάθε εποχής που μας θυμίζει πως το σκοτάδι δεν είναι παρά ένα διάλειμμα της ζωής, ένα λύγισμα για να ξαναβρούμε την ψυχή μας.
*****
Κείνη την πρωτοχρονιά έμεινα εκεί κοιτάζοντας μες στη σιωπή, μέσα από τις χαραμάδες που τα πλάσματα της φύσης, με τις επίμονες νύξεις των, άφηναν το βλέμμα μου να αιχμαλωτίσει τα λίγα και μεγάλα του κόσμου τούτου. Επέτρεπαν στον νού μου ν' αναβαπτισθεί σε ποτάμια εξαγνισμού, στην ψυχή μου να ξεδιψάσει από το κύλισμα του νερού.
Κι' ερχόταν άνοιξη, κι' ερχόταν καλοκαίρι. Και θαρρούσα πως θα μπορούσα ακόμα και να λαχταρώ τα κίτρινα φύλλα πάνω στα κλαριά, καταμεσής το καλοκαίρι, δείγματα και υπόμνηση για το ξαναγένημα. Σημάδια επιστροφής προς την αναβάπτιση στην προαιώνια ζωή, την πριν από τον άνθρωπο, σ' αυτήν που την εξουσία κατείχε η φύση και που καμιά ύβρις προς τον Χρόνο, κανένας τεμαχισμός του δεν θα θεράπευε τις πληγές μου. Ύβρις και πληγή η ασυνείδητη άγνοιά μου (μας) πως η ζωές μας είναι κάτι διαφορετικό από τις ζωές των άλλων, πως η ξεμοναχιασμένη παρουσία μας στη γή θα ξεκλέψει από τους άλλους με αξιοζήλευτη μαστοριά τον χρόνο τους.
Κι' ήλθε μετά ο κυρ Ήλιος να προστάξει πως την εξουσία του μόνο σαν μια ρηχή δύναμη πρέπει να φοβόμαστε και πως είναι εδώ για να φωτίσει τη δυσκολοδιάβαστη ροή του χρόνου. Θυμάμαι το φώς να σκορπιέται απαλά ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, κυνηγώντας παιγνιδιάρικα τον αγέρα και την χειμωνιάτικη ομίχλη πάνω στα κλαριά τους, χαϊδεύοντας στοργικά το άηχο θρόϊσμα της σκέψης μου πάνω στις αιχμαλωτισμένες εικόνες.
*****
Σιωπή! Δεν έρχεται καινούργιος χρόνος. Είναι αυτοπροσώπως και αμετάβλητα ο ίδιος που μας ξαναχτυπάει την πόρτα, ακριβώς τα μεσάνυχτα, όπως ορίσαμε. Είναι η φρυκτωρία μιας προαιώνιας γένας που έρχεται να μας επιστρέψει με καλωσύνη τις αλυσίδες που θελήσαμε να του φορέσουμε, να μας πάρει αγκαλιά στην μεταξένια του απαλότητα. Είναι αυτός ο αιώνια ύποπτος για τις ρήξεις με το εγώ μας.
υγ. έναν τέτοιο καλοσυνάτο χρόνο εύχομαι για όλους μας.
υγ. έναν τέτοιο καλοσυνάτο χρόνο εύχομαι για όλους μας.
πίνακες:
-Η άποψη της Ντελφτ, Johannes Vermeer
-Η καρδερίνα, Carel Fabritius.μουσική:
Σούλικο, παραδοσιακό τραγούδι της Γεωργίας.
φωτογραφία:
Η παραλία, δυτική Πελοπόννησος
Η επιλογή των πινάκων και της μουσικής οφείλονται στο βιβλίο του Χόρχε Σεμπρούν Ο Δεύτερος Θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ.