Της Αννίτας Λουδάρου
Μας βλέπω καθισμένους αναπαυτικά στους καναπέδες μ΄ένα μπολ ποπ κορν ( ίσως) στο χέρι να παρακολουθούμε τις ειδήσεις. Μας βλέπω και στα πρακτορεία ΠΡΟ-ΠΟ να τζογάρουμε σιωπηλά την θλίψη μας. Στα σούπερ μάρκετ, με τα κουπόνια να ψάχνουμε τις πιο συμφέρουσες προσφορές απορρυπαντικών. Σκυφτούς στις στάσεις των λεωφορείων, σε ουρές νοσοκομείων, να ανεχόμαστε τις βασικές ελλείψεις. Μας βλέπω να κρυφοκοιτάμε ακόμα τα τελευταία κουφάρια του lifestyle και του interior design. Και δεν λέμε τίποτα....
Μας βλέπω από δω και από κεί, Φίλοι κάποιοι από παλιά, ζήσαμε μαζί την προ-ολυμπιακή Αθήνα, με τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα μπάζα, τα αναχώματα, τις ατελείωτες διαδρομές των αστικών λεωφορείων με την αισιοδοξία τότε πως η ζωή μας και η Αθήνα αλλάζουν. Εξακολουθούμε να κάνουμε τις ίδιες ασυνάρτητες, βουβές διαδρομές, σαν να παρέμειναν όλα ακίνητα. Και δεν λέμε τίποτα.
Πολλοί με το άψογο βρεταννικό φλέγμα που υιοθετήθηκε από τις σπουδές στο εξωτερικό. Βρέχουμε τα φιλήσυχα μουστάκια μας με κοκτέηλς. Αν χρειαστεί φυσικά κάποιοι θα την κάνουν για έξω, που να χαραμίζονται εδώ. Εξάλλου κάποιοι υπήρξαν τα καλύτερα μυαλά μιας εποχής που τελείωσε εδώ και καιρό και αυτοί δεν είδαν τίποτα, δεν άκουσαν τίποτα, δεν λένε τίποτα.
Μας βλέπω κάποτε να μιλάμε για ό,τι έχει ήδη χρεωκοπήσει. Τις μάρκες κακοραμμένων ρούχων, τις τιμές γρήγορων αυτοκινήτων, για χρώματα και σχήματα άσχημων συσκευών, για θερμίδες άνοστων φαγητών. Νερόβραστοι, απολιτίκ αλλά με άποψη για όλα. Με την φτώχεια, την ανεργία και την κρατική βία να είναι εικονικά ολογράμματα σε μεσημεριανές εκπομπές. Αψεγάδιαστοι υπερασπιστές του cool, όσοι μάθανε ότι αυτό είναι ο σκοπός της ζωής τους. Ανυποψίαστοι ακόμα και για την προσωπική τραγωδία που τους περιμένει στην γωνία. Και δεν λέμε τίποτα. Κουβέντα.
Μας βλέπω να συνηθίζουμε τα συσσίτια μπροστά από το σπίτι μας, τον εκφασισμό του κράτους , τα σχολεία χωρίς θέρμανση, τους άνεργους να γίνονται ποτρέτα σε εκπομπές, τους χρεοκοημένους εκδότες να προπαγανδίζουν τον φόβο, να ανεβάζουν και να κατεβάζουν ό,τι και όποιον θέλουν, τον ναζισμό να παρελαύνει, να βουλιάζουμε στην κατάθλιψη, να καταναλώνουμε στημένες δημοσκοπήσεις. Και δεν λέμε τίποτα.
Σαν έντιμοι άνθρωποι, σαν κυρ- Παντελήδες. Δεν ξέρω αν χωράμε όλοι σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες. Προφανώς όχι. Ποτέ άλλωστε στην ζωή το όλον δεν βρίσκει το όλον.
Δεν έχω όμως ακόμα καταλάβει . Αν είναι όλο αυτό σιωπή, ανοχή ή η στιγμή εκείνη που θα αρχίσει να γεννά αρνησίες. Απ΄αυτούς που όσες φιλότιμες προσπάθεις και να κάνουν, δεν θα μπορέσουν να μπουν στα ίδια παπούτσια και δεν θα συμμορφωθούν. Που θα ξεντυθούν τα σαβανωμένα συνολάκια της σκονισμένης μπλοκαρισμένης νεολαίας και θα τινάξουν την σκόνη από τα μυαλά τα δικά τους και των άλλων. Σαν να βρισκόμαστε λίγο πριν μια στροφή, κάπου που δεν βλέπεις τι έχει από πίσω, μα ακούς φωνές και βήματα.
Και θέλω να πω σε όλους αυτούς τους σιωπηλούς πλειοψηφούντες , τους κοπαδίτες τους βουβούς, πως πάντα σ΄αυτό τον κόσμο ήταν οι αδίσταχτες μειοψφίες που έφερναν τον αέρα του μέλλοντος και τις ανατρεπτικές αλλαγές. Πως και τούτη η εποχή είναι από εκείνες που διαλέγουμε όλοι μας αν θα υποταχτούμε στο φόβο ή αν θα τον αντιμετωπίσουμε κοιτώντας τον στα μάτια, έστω και με μάτια τρομαγμένα. Και πως τώρα πια, δεν είναι για να μην λέμε τίποτα.
Στη Φωτό η Αθήνα μας από το Γαλλικό Ινστιτούτο