της Αννίτας Λουδάρου
Ίσως οι πιο σπουδαίες συζητήσεις γίνονται μέσα στο αυτοκίνητο. Εκεί που αλλάζεις νευρικά διαδρομές, διαλέγοντας τις πιο μακρινές με το πρόσχημα ότι ξέχασες και δεν βρίσκεις τον πιο σύντομο δρόμο. Λες και μας λύνεται η γλώσσα όταν ερχόμαστε από κάπου ή όταν πάμε κάπου....
Εκεί είναι που αρχίζουμε και μιλάμε πάλι για όσα έγιναν την τελευταία βδομάδα και δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα κανένα, γιατί υπάρχει μια μαύρη τρύπα που ρουφάει νούμερα, αποτελέσματα και ανθρώπους.
΄Υστερα μπερδευόμαστε στα μποτιλιαρισμένα στενά αλλά δεν μας νοιάζει γιατί σκεφτόμαστε πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι πια και μόνο που καταφέρνουμε να χαμογελάμε και να κάνουμε σχέδια για το μέλλον, ενώ γύρω μας η πόλη φοράει άλλη μια μεγάλη νύχτα.
Είναι σ΄αυτές τις συνηθισμένες διαδρομές με το αυτοκίνητο που ήρθες για να με πας κάπου και ήρθα για να σε πετάξω δίπλα, που αφηνόμαστε να πούμε για εκείνα τα λίγα, τα ασήμαντα που ανακαλύπτουμε ο ένας στον άλλον. Αλλά και για τα πολλά, τα σημαντικά, αυτά που καθορίζουν το παρόν και το μέλλον. Είναι τότε που μιλάμε για τα ερείπια, αυτά που είμαστε, αυτά που θα γίνουμε, αυτά που τελικά ίσως ξαναχτίσουμε, ξαναβάψουμε και τα κάνουμε οικεία.
Είναι αυτές οι διαδρομές που ανακαλύπτουμε την πραγματικότητα μέσα σε λίγα λεπτά. Πως τελικά δεν θέλουμε να ξαναπούμε για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Αυτά τα ξέρουμε, τα βλέπουμε καθημερινά, κάθε λεπτό, σε μας, στους φίλους μας, στους περαστικούς που προλαβαίνουμε να τους ρίξουμε ένα φευγαλέο, συνήθως λυπημένο, βλέμμα. Κατά βάθος, το παραδεχόμαστε, άλλα είναι αυτά που μας απασχολούν.
Για τα ευχαριστώ σου, για τα χομόγελα μου, για όλα τα ημερολόγια που φτιάξαμε με παλιά χαρτιά για να τα γεμίσουμε νέες μνήμες. Για τις κουρτίνες που τραβάω για να μπει φως. Για τις κουρτίνες που κλείνεις για να ησυχάσουμε. Για τον διπλό ελληνικό στο χάρτινο ποτήρι, σ΄ένα ξεχασμένο καφενείο. Για την στάση στην κορφή του βουνού για να δούμε όλο το νησί, για την κατηφόρα προς τις νότιες παραλίες, για τις επιστροφές που πάντα μοιάζουν πιο σύντομες, και για τις νύχτες που μοιάζουν όλο και πιο μικρές.
Και είναι ακριβώς τότε που αρχίζουμε να βλέπουμε καθαρά πως μέσα σε όλο αυτό το χαμό, αυτά τα ''συναισθηματικά'' μας είναι που μας ενδιαφέρουν κατάκαρδα. Είναι εκείνη η στιγμή που επιτέλους μπορώ να σου πω, πως μου αρκεί αν ακούω τα βήματα σου μέσα στο σπίτι, πως τα βράδια δεν αναζητούν λύτρωση στις διάφορες προτάσεις των φίλων. Λυτρώνονται μ΄ένα μόνο άγγιγμα.
Αλήθεια δεν ξέρω άλλο τρόπο ν΄αντέξουμε το σήμερα, εκτός από το να χωνέψουμε την δική μας ξεχωριστή ιστορία. Ο καθένας την δική του και μετά οι δυό μαζί. Μια σύντομη, μοναδική, αληθινή ιστορία. Ένα στιχάκι που συμπεριλαβάνει δύο. Και αυτό δεν είναι θαύμα, είναι ενηλικίωση.
Φωτογραφία από την ταινία '' Chico & Rita''