γράφει ο Πανος Μουχτερος
Θηλάζοντας δήθεν δικαιώματα
Κάποιος είπε ότι η Δημοκρατία είναι η μάνα των αδυνάτων. Ότι είναι το μόνο πολίτευμα που θα φροντίσει τους φτωχούς, τους μη ευνοημένους, όπως η γυναίκα που μόλις έχει φέρει στο φως μια νέα ζωή και σφιχταγκαλιάζει το βρέφος και το τοποθετεί προσεκτικά πάνω της, για να του προσφέρει τροφή από το σώμα της το ίδιο. Ότι, όταν της γης οι αδικημένοι πληθύνουν, θα τους περιβάλλει όλους με αγάπη και θαλπωρή, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι θα είναι ανά πάσα στιγμή δίπλα τους για να τους προστατεύσει από τις διάφορες απειλές, όπως ακριβώς θα έκανε και η μητέρα εκείνη, με το που αντιλαμβανόταν ότι τα παιδιά της παρασύρθηκαν και εκτέθηκαν σε κινδύνους, τους οποίους ακόμα αγνοούν. Ότι θα δει τους ανθρώπους σαν να πρόκειται για τα δάκτυλα στα χέρια της τα ίδια, όλα όμοια και διαφορετικά την ίδια στιγμή. Θα κόψει και θα μοιράσει την ελπίδα σε κομμάτια ίσα, κανένας να μη νιώσει παραπονεμένος. Ότι αυτό το γάλα το μητρικό δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά τα θεμελιώδη δικαιώματα όλων αυτών που θα τη θηλάσουν. Κι έχει σημασία που επιλέγει να μεταφέρει τη δύναμή της κατ’ αυτόν τον πηγαίο τρόπο, το κάνει για να βασιστεί η υπόσταση του καθενός στις πολύτιμες ιδιότητές της από την πρώτη στιγμή που θα συνδεθεί μαζί της. Για να κουβαλάμε συνεχώς μέσα μας βαθιά αυτήν την αίσθηση της ασφάλειας, της παραδεισένιας αγκαλιάς, ανακαλώντας τις στιγμές που κουρνιάσαμε στα στήθη της. Για να είναι για πάντα η ζωή μας βασισμένη στη γεύση εκείνη, με ατόφια μέσα της τα συστατικά που δεν μπορούν ποτέ να υποκατασταθούν με άλλα, σκευάσματα Δημοκρατίας.
Τελευταία, διαδόθηκε ότι αυτή η υπέροχη, γλυκιά μάνα είναι χλωμή και ταλαιπωρημένη. Βρεθήκανε, λέει, γύρω της κάμποσοι κομπογιαννίτες και τη φοβερίσανε ότι σύντομα πρόκειται να νοσήσει βαριά και ότι λύση δεν θα υπάρχει και ότι θα είναι πια πολύ αργά για δάκρυα και πρέπει εκ των προτέρων να λάβει αποφάσεις καθοριστικές. Ότι όλοι αυτοί συστήθηκαν σ’ εκείνη ως γιατροί εξειδικευμένοι που ξέρουν να διαβάζουν τα γονίδια τα προβληματικά και της είπαν ότι κουβαλάει ένα από αυτά και ότι είναι επικίνδυνο πολύ γιατί διαρκώς μεταλλάσσεται και σαρώνει το κορμί της. Ότι αυτό το γονίδιο πρώτα θα εισβάλλει στο μαστό της και σταδιακά θα την κατασπαράξει. Ναι, θα ξεκινήσει από εκεί γιατί διεγείρεται από τη μυρωδιά των δικαιωμάτων και θρέφεται από τη σάρκα τους, καθώς θα σιγοτρώει αθόρυβα κάθε ελάχιστη ατομική ελευθερία που θα παράγεται μέσα στους ιστούς της. Ότι προτιμότερο είναι να προβεί σε μέτρα δραστικά, κόβοντας τα ίδια της τα στήθη, για να εξακολουθήσει τουλάχιστον να υπάρχει. Και όταν αυτή απόρησε ποιο το νόημα να τη λένε Δημοκρατία, όταν πια δεν θα μπορεί να ταΐσει τα παιδιά αυτού του κόσμου, της είπαν ότι θα γίνει ολική αποκατάσταση, ότι η επιστήμη έχει προοδεύσει και όλα αυτά λύνονται με μια επέμβαση ρουτίνας. Βεβαίως, δεν θα μπορεί πια να παράγει το πολύτιμό της γάλα αλλά εξωτερικά δεν θα έχει καμία απολύτως διαφορά με πριν. Άσε δε που θα συνεχίσει να δίνει την εντύπωση ότι ουδέποτε επήλθε αλλαγή στο σώμα της. Εντάξει, το πολύ-πολύ να βάλει πάνω της μια ένδειξη για να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Να γράφει, για παράδειγμα, κατ’ επίφαση Δημοκρατία.
Έκατσε κι αναρωτήθηκε. Για τόσες δεκαετίες, όλη της η ανάπτυξη βασίστηκε στην ιδέα της πρόληψης. Ακόμα και όταν ήταν μικρό παιδάκι η ίδια, αδιαμόρφωτη ως προς τις αξίες και τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα της, έτσι τη θεμελιώσανε. Στην πορεία, το είδε γραμμένο σε πολυσέλιδα βιβλία, σε εκστρατείες διαφημιστικές και σε νόμους που είχαν πάνω τ’ όνομά της. Μετέπειτα, το ίδιο έπραξε κι εκείνη, σε όσους την πλησίαζαν και της θέτανε ερωτήματα για το πώς να λύνουν προβλήματα, φαινόμενα κοινωνικά, καταστάσεις ανώμαλες και ανεξέλεγκτες. Τους απαντούσε πάντα με την ίδια σύνεση και τους ορμήνευε ότι η καλύτερη θεραπεία σε όλες τις ασθένειες είναι ο προληπτικός έλεγχος και ότι αυτό αφορά την κάθε τελευταία έκφανση της καθημερινότητάς μας, όχι μόνο την υγεία μας τη σωματική αλλά πολύ περισσότερο την πνευματική, την υγεία των θεσμών, την υγεία ολόκληρου του τόπου. Ότι πρέπει να ενεργούμε με στόχο την εξαφάνιση όχι τόσο των προβλημάτων αλλά των αιτιών που τα προκαλούν. Και τα σκεφτόταν όλα αυτά γιατί η απόφαση που την ανάγκαζαν τώρα να πάρει ταυτιζόταν ολοκληρωτικά με την καταστολή. Ότι δηλαδή επρόκειτο να αφαιρεθεί μονομιάς ένα κομμάτι τόσο βασικό από την ίδια της τη φύση, χωρίς καν αυτό να έχει νοσήσει ακόμα. Και αν εν τέλει οι τρανοί τούτοι επιστήμονες έπεφταν έξω και δεν γινόντουσαν τα πράγματα όπως λέγανε; Γιατί να της αφαιρεθεί από πριν το δικαίωμα του αγώνα; Κάπως έτσι, έχοντας τις προστατευτικές της χούφτες στα στήθη, θυμήθηκε μια χούφτα λέξεις που περιγράφανε τέλεια τις σκέψεις της. Γιατί να ζήσουμε αφού θα πεθάνουμε;
Παρά τον πόνο και τον καημό, πείστηκε να πράξει θαρραλέα και να ξαπλώσει στο χειρουργικό τραπέζι. Αφότου τη βυθίσανε σε λήθαργο βαρύ, τρυπώντας της τις φλέβες με μπόλικες δόσεις αναισθησίας, στάθηκαν από πάνω όλοι αυτοί οι σωτήρες τής Δημοκρατίας, με τις περίεργες στολές και τις μάσκες τους να κρύβουν τα αληθινά χαρακτηριστικά από τα πρόσωπά τους. Και μουρμούριζαν μεταξύ τους και λέγανε διάφορα γιατροσόφια και διέκρινες μόνο αποσπασματικά κάποιες λέξεις από τους διαλόγους, όπως όταν κλέφτες συνωμοτούν μυστικά και ετοιμάζουν με προσοχή τις λεπτομέρειες της μεγαλύτερης τους ληστείας για να μην τους πάρει κανείς πρέφα. “Μονόδρομος”, “Τάξη”, “Ομαλότητα”, “Δημόσιο Συμφέρον”, “Επιβεβλημένη”, “Σύνταγμα”, “Ασφάλεια”, “Ασυδοσία”, “Ατιμωρησία”.
Και ξάφνου, κοφτερά ακούστηκαν νυστέρια ν’ ακονίζονται, δίνοντας το σύνθημα για την αρχή της σοκαριστικής επέμβασης. Και αίμα διαυγές κύλησε ως κάτω. Την ίδια ώρα που κανείς πια δεν μιλούσε, ακούστηκε κραυγή πελώρια, σαν αχός που ήχησε από τα βάθη της ιστορίας, λες και γενιές ολόκληρες καρφώθηκαν από το ίδιο αυτό νυστέρι, λες και άπειρα νεογέννητα μωρά στην πλάση δάκρυσαν ταυτόχρονα. Και αφαίρεσανε κάθε τελευταία στάλα από τους μαστούς της. Βγάλανε με λαχτάρα ένα-ένα τα δικαιώματα και τα πετάξανε στον κάλαθο των αχρήστων μαζί με νεκρά έμβρυα εκτρώσεων. Καθάρισαν σε βάθος κάθε κατάλοιπο ελευθερίας, θέλοντας να είναι βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να παραχθεί ποτέ ξανά στο μέλλον παρόμοια ουσία και κανένας πια δεν θα μπορεί να τρέφεται με δικαιώματα απευθείας, όπως πρώτα. Μόνο με μπιμπερό και σε δόσεις.
Έχει διατυπωθεί ότι ο άνθρωπος, με τον ερχομό του στον κόσμο, από τα πρώτα κιόλας ελάχιστα δευτερόλεπτα, σχεδόν ενστικτωδώς, αναζητά τη θηλή της μητρός του και με το που την εντοπίσει, χωρίς απολύτως καμία καθοδήγηση προσαρμόζει τα χείλη του και ξεκινά να καταπίνει τη ζωή, νικώντας προσωρινά τη διαρκή αγωνία τού θανάτου. Το ίδιο περίπου γίνεται και με τους πολίτες που έρχονται στο φως των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών, όταν νιώσουν τη ζεστή, στοργική αγκαλιά της Δημοκρατίας. Έχουν το φόβο και την ανησυχία για την παιδεία, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, και στην αρχή μπουσουλάνε και ψάχνουν να βρουν σταδιακά τρόπους να προστατέψουν όλα αυτά τα αγαθά που δίνουν ξεχωριστό νόημα στη ζωή τους. Θέλουν να τα απολαύσουν, να τα γευτούν έως την τελευταία τους σταγόνα. Και τώρα ακόμη, αυτό συμβαίνει. Τους βλέπεις, καθώς εξακολουθούν και συνωστίζονται γύρω από μια Δημοκρατία διαφορετική, χειρουργημένη. Κουλουριάζουν όλοι τα ισχνά κορμιά τους, και σκαρφαλώνουν πάνω στο στέρνο της, σαν τα μωρά, και ψάχνουν και κλαίνε δυνατά γιατί νιώθουν ότι δεν θα αναπτυχθούν ποτέ πια σωστά και θα εμφανίσουν πιθανόν διάφορες άλλες ασθένειες στη μετέπειτα ζωή τους και ότι θα είναι πολίτες αδύναμοι, ανίσχυροι, εκτεθειμένοι. Και στέκονται, έτσι, απογοητευμένοι, με τον αντίχειρα στο στόμα, για χρόνια, μυξοκλαίγοντας προς την εξουσία. Τους έχουν δώσει μόνο μερικά παιχνίδια για να ξεχνούν αυτήν τη στέρηση του θηλασμού τους. Ένα από αυτά είναι το πιο λαμπερό.
Η πιπίλα της Δημοκρατίας.