Μ' έλεγαν Νίκο, μ' έλεγαν Γιώργο, μ' έλεγαν Στάθη. Μ' έλεγαν Βασιλική, μ' έλεγαν Ηλέκτρα, μ' έλεγαν Μαρία. Τώρα μας λένε αυτόχειρες. Κατοικούμε πια σε άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο. Κατοικούμε στο άπειρο του λογισμού και της φαντασίας σας.
Από τότε που αποχωριστήκαμε βαλθήκαμε να φτιάξουμε τις καινούργιες ζωές μας. Δεν λέμε, οι ευχές σας μας θέρμαιναν και μας θερμαίνουν, οι σταγόνες μνήμης σας μας δροσίζουν. Όμως, καθώς των παλαιών ημερών τα διδάγματα μας φώτισαν, ξέραμε ότι κι' εδώ μια κρύα κόλαση θα ήταν ο παράδεισος που μας τάζανε οι μισθοφόροι του θανάτου. Κι' έτσι ξανά κι απ' την αρχή. Περιπλάνηση για μια γωνιά στο άπειρο, για ένα στασίδι στο χρόνο.
Όλοι εμείς οι αναχωρητές εκείνης της μακρόσυρτης νύχτας σμίξαμε 'δώ πάνω όχι από πρόσταγμα δικαιοσύνης, μα πιο πολύ από πρόταγμα εκπλήρωσης των ονείρων μας. Αυτών που δεν ζήσαμε, αυτών που δεν χώρεσαν στις άϋπνες νύχτες μας. Ναι, οι νεκροί ονειρεύονται με χρώματα, ζωγραφίζουν σε τρισδιάστατους καμβάδες, εκθέτουν στων νεράϊδων τα τάγματα και στων κολασμένων τις ψυχές. Ναι, οι νεκροί βλέπουν όνειρα χρωματιστά.
Και σείς μπορείτε να τα δείτε. Όχι με τα δικά σας μάτια, μα με τα μάτια της ψυχής σας, αυτής που δραπετεύει από το κορμί σας, αποζητώντας την ελευθερία. Μπορείτε ακόμη να μας δείτε την ώρα που συνεδριάζουμε, εμείς οι τέσσερις χιλιάδες ιφιγένειες-θυσίες σε ανέμους ανάπτυξης. Φτιάξαμε ένα σύλλογο λοιπόν και κάθε Σάββατο συνεδριάζουμε. Γιατί το Σάββατο το νοιώθουμε σαν καταφθάνουν οι μνημονεύσεις σας, καθώς η μάνα σας η Γή προστάζει. Και κεί που συνεδριάζουμε, εσείς είστε το μοναδικό θέμα συζήτησης. Εσείς και η πιότερη ζωή μας.
Αυτήν που δεν αγαπήσαμε κι' ας αγαπηθήκαμε, αυτήν που αγαπήσαμε κι' ας μην αγαπηθήκαμε. Όλα τώρα θα τα σιάξουμε, λέει ο Νώντας και γελάμε. Γιατί ξέρουμε ότι εμείς δεν μπορούμε τίποτα να διορθώσουμε πια, όμως γελάμε. Και χορεύουμε. Τραγουδά ο Πάνος μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι' ασβέστη, τ' ακούει ο Τάσος και καταφθάνει από την πέρα γειτονιά κι' αρχίζει τον χορό, άφθαρτο το άϋλο της παρουσίας του, ξεχωρίζει στο ασπρογάλανο φώς. Ναι, οι νεκροί ακούνε, γελάνε, χορεύουν. Μα δεν μπορούν τίποτα να σιάξουν πια. Μόνο να ζήσουν όπως κάποτε ονειρεύτηκαν.
Από τότε που αποχωριστήκαμε βαλθήκαμε να φτιάξουμε τις καινούργιες ζωές μας. Δεν λέμε, οι ευχές σας μας θέρμαιναν και μας θερμαίνουν, οι σταγόνες μνήμης σας μας δροσίζουν. Όμως, καθώς των παλαιών ημερών τα διδάγματα μας φώτισαν, ξέραμε ότι κι' εδώ μια κρύα κόλαση θα ήταν ο παράδεισος που μας τάζανε οι μισθοφόροι του θανάτου. Κι' έτσι ξανά κι απ' την αρχή. Περιπλάνηση για μια γωνιά στο άπειρο, για ένα στασίδι στο χρόνο.
Όλοι εμείς οι αναχωρητές εκείνης της μακρόσυρτης νύχτας σμίξαμε 'δώ πάνω όχι από πρόσταγμα δικαιοσύνης, μα πιο πολύ από πρόταγμα εκπλήρωσης των ονείρων μας. Αυτών που δεν ζήσαμε, αυτών που δεν χώρεσαν στις άϋπνες νύχτες μας. Ναι, οι νεκροί ονειρεύονται με χρώματα, ζωγραφίζουν σε τρισδιάστατους καμβάδες, εκθέτουν στων νεράϊδων τα τάγματα και στων κολασμένων τις ψυχές. Ναι, οι νεκροί βλέπουν όνειρα χρωματιστά.
Και σείς μπορείτε να τα δείτε. Όχι με τα δικά σας μάτια, μα με τα μάτια της ψυχής σας, αυτής που δραπετεύει από το κορμί σας, αποζητώντας την ελευθερία. Μπορείτε ακόμη να μας δείτε την ώρα που συνεδριάζουμε, εμείς οι τέσσερις χιλιάδες ιφιγένειες-θυσίες σε ανέμους ανάπτυξης. Φτιάξαμε ένα σύλλογο λοιπόν και κάθε Σάββατο συνεδριάζουμε. Γιατί το Σάββατο το νοιώθουμε σαν καταφθάνουν οι μνημονεύσεις σας, καθώς η μάνα σας η Γή προστάζει. Και κεί που συνεδριάζουμε, εσείς είστε το μοναδικό θέμα συζήτησης. Εσείς και η πιότερη ζωή μας.
Αυτήν που δεν αγαπήσαμε κι' ας αγαπηθήκαμε, αυτήν που αγαπήσαμε κι' ας μην αγαπηθήκαμε. Όλα τώρα θα τα σιάξουμε, λέει ο Νώντας και γελάμε. Γιατί ξέρουμε ότι εμείς δεν μπορούμε τίποτα να διορθώσουμε πια, όμως γελάμε. Και χορεύουμε. Τραγουδά ο Πάνος μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι' ασβέστη, τ' ακούει ο Τάσος και καταφθάνει από την πέρα γειτονιά κι' αρχίζει τον χορό, άφθαρτο το άϋλο της παρουσίας του, ξεχωρίζει στο ασπρογάλανο φώς. Ναι, οι νεκροί ακούνε, γελάνε, χορεύουν. Μα δεν μπορούν τίποτα να σιάξουν πια. Μόνο να ζήσουν όπως κάποτε ονειρεύτηκαν.
Δείτε μας, πόσο αθόρυβα σμίξαμε εμείς εδώ. Πως ακούμπησαν οι ψυχές μας πάνω στην απειρότητα του χρόνου, στο οικείο των ονείρων μας. Και τις στιγμές που τα δάκρυά σας τρέχουνε στα μάτια μας, ανασύρουμε τις λέξεις εκείνες που κάποτε λέγαμε οδηγείστε τον κόσμο σε πιο φωτεινά μονοπάτια, σπάστε τις αλυσίδες που κρατούν δεμένες τις ψυχές σας. Και σας μιλάμε. Ναι, εμείς οι νεκροί μιλάμε, μα πιο πολύ κλαίμε. Και δεν μπορούμε τίποτα πια να διορθώσουμε. Κάντε το εσείς για μάς.
από φιλικό blog