Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 31/8/2013)
«Οι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Κακοποιημένη, σπαταλημένη και παρεξηγημένη, η φράση με την οποία ο Τολστόι ξεκινά την «Άννα Καρένινα» παραμένει ένας γρίφος. Ακόμη κι όταν κανείς ολοκληρώσει την ανάγνωση των χιλίων και πλέον σελίδων του ερωτικού (;) έπους. Αναρωτιέμαι αν το απόφθεγμα του μεγάλου αφηγητή μπορεί να ισχύσει όχι μόνο για οικογένειες, αλλά και για κοινωνίες ολόκληρες. Εντάξει, οι κοινωνίες δεν είναι οικογένειες, οι αντιθέσεις που τις διαπερνούν είναι συντριπτικά περισσότερες από τους δεσμούς που τις συνθέτουν, αλλά μπορούν να είναι ευτυχισμένες ή δυστυχισμένες με τον τρόπο των οικογενειών;
Δεν ξέρω αν πράγματι οι ευτυχισμένες κοινωνίες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν υπήρξαν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένες κοινωνίες. Ίσως υπήρξαν απλώς κοινωνίες στις οποίες, κατά περιόδους, πλειοψηφούσαν τα μέλη τους τα οποία «δήλωναν» ευτυχισμένα. Μην ανησυχείτε, δεν θα τολμήσω να ορίσω την «ευτυχία», που παραμένει ένα μέγεθος σχετικό, ενδιάθετο και κατά κανόνα εφήμερο. Υποψιάζομαι, ωστόσο, ότι το απόφθεγμα του Τολστόι ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τις κοινωνίες ως προς το δεύτερο σκέλος του. «Κάθε δυστυχισμένη κοινωνία είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Ισχύει στον γεωπολιτικό χώρο, ισχύει και στον ιστορικό χρόνο. Κι επειδή η δυστυχία συνδέεται κυρίως με την «απώλεια» (προσώπων, αγαθών, πλεονεκτημάτων, δικαιωμάτων, κοινωνικού ήθους, μνήμης), σημασία έχει από ποιο σύνολο κεκτημένων μετράς απώλειες, από ποιο επίπεδο πέφτεις. Έτσι, δεν έχει νόημα να πεις «είμαι δυστυχής ως μνημονιακός Έλληνας, αλλά τουλάχιστον είμαι ευτυχέστερος από τον εμπόλεμο Σύριο». Ούτε, επίσης, έχει νόημα να συγκρίνεις το επίπεδο δυστυχίας της γενιάς των σημερινών 1,5 εκατομμυρίων ανέργων με τη δυστυχία των παππούδων τους, που έζησαν δυο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους, μια Κατοχή, έναν Εμφύλιο και άφθονη καταπίεση. Το κρίσιμο μέγεθος είναι η βιωμένη ευτυχία ή δυστυχία κάθε γενιάς. Κάθε γενιά έχει τη δική της κλίμακα δυστυχίας, διαρκώς μεταβαλλόμενη στο πέρασμα του χρόνου. Και μιαν αντίστοιχη κλίμακα έχει και κάθε κοινωνία, ανάλογα με το αν βρίσκεται στην καθημαγμένη Αφρική, στην αναπτυσσόμενη Ασία ή στην κατά συνθήκη ευημερούσα Ευρώπη. Η Ευρώπη σήμερα βρίθει κοινωνιών που καλπάζουν προς τη δυστυχία, κι ας τις χωρίζουν ιλιγγιώδεις αποστάσεις από τις πάμφτωχες αφρικανικές κοινωνίες.
«Αν είχα γεννηθεί στην κλασική Αθήνα πιθανότατα θα ήμουν δούλος, αν είχα γεννηθεί στην αρχαία Ρώμη μάλλον θα ήμουν πληβείος, αν είχα γεννηθεί στη Γαλλία των Λουδοβίκων θα ήμουν αγρότης στο έλεος των βασιλικών φοροεισπρακτόρων, αν είχα γεννηθεί στη βικτωριανή Αγγλία θα είχα πεθάνει μέχρι τα 30 μου, μέσα σ’ ένα άθλιο ανθρακωρυχείο. Επομένως, οφείλω να είμαι ευτυχής που ζω εδώ και τώρα». Ένας τέτοιου είδους συλλογισμός ακούγεται παρηγορητικός. Αλλά είναι άτοπος και μεταφυσικός. Κάθε εποχή έχει τις μορφές της -ακόμη και τις μορφές δυστυχίας της-, κάθε γενιά και το μέτρο της. Στη Δύση, οι γενιές μετά τον Β΄ Πόλεμο έζησαν σε ένα περιβάλλον που καλλιεργούσε την προσδοκία συνεχούς βελτίωσης του επιπέδου ζωής, έστω και με σκαμπανεβάσματα. Και για δεκαετίες εκπλήρωνε σε μεγάλο βαθμό την προσδοκία αυτή. Αυτή η γραμμική, σχεδόν εγγυημένη εξέλιξη, λειτούργησε ως θερμοκήπιο «ευτυχίας» για τις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, γιατί εκπλήρωνε μια βασική λειτουργία: έδινε τη δυνατότητα σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού να ικανοποιήσουν συσσωρευμένες ανάγκες σε πυκνό χρόνο. Ένα αίσθημα ευφορίας που θα μπορούσε να θυμίζει «ευτυχία» ήταν το αποτέλεσμα. Σήμερα, η εξίσου εγγυημένη διακοπή και αντιστροφή αυτής της γραμμικής εξέλιξης ανοίγει τον δρόμο για την αντίστροφη πορεία: για μια μαζική διολίσθηση προς τη δυστυχία. Γιατί μας φαίνεται, λοιπόν, παράξενο που οι μνημονιακές χώρες του ηλιόλουστου και κατά τεκμήριο αισιόδοξου ευρωπαϊκού Νότου έχουν τα πρωτεία σε ακραία δυστυχισμένους, που καταλήγουν αυτόχειρες;
Κατ’ αναλογία, μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι οι αναρίθμητοι Κινέζοι, που ζουν με πολύ λιγότερα χρήματα, υλικά και άυλα αγαθά από τους δυστυχέστερους των Ευρωπαίων, έχουν αρκετούς λόγους να ρέπουν προς την ευτυχία όχι μόνο λόγω αυτάρκειας και ιδιοσυγκρασίας, αλλά γιατί είναι αγκιστρωμένοι στην προσδοκία για βελτίωση της ζωής τους και γιατί εδώ και είκοσι χρόνια αυξάνεται γεωμετρικά η ταχύτητα ικανοποίησης συσσωρευμένων αναγκών τους. Αυτό, τουλάχιστον, υπόσχεται το γεγονός ότι η χώρα τους είναι το εργοστάσιο του κόσμου, ο παγκόσμιος πρωταθλητής της ανάπτυξης. Αλλά, αυτή η προσδοκία μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαψευστεί, αν επιβεβαιωθούν να σενάρια μιας δραματικής επιβράδυνσης ή ύφεσης της κινεζικής οικονομίας.
Αντιθέτως, στη λεηλατημένη Αφρική, το γεγονός και μόνο ότι αρκετές χώρες βγαίνουν δειλά δειλά από μια κατάσταση μακρόχρονων εμφυλίων και ξένων επεμβάσεων, γενοκτονιών, μαζικών λιμοκτονιών και επιδημιών, σε καθημερινή εγγύτητα με τον θάνατο, μπορεί να καταστήσει τις κοινωνίες τους αίφνης «ευτυχισμένες». Τουλάχιστον με την έννοια που όριζε ο Φρόιντ την ευτυχία, ως απλή κατάσταση αποτροπής της δυστυχίας. Όταν η βασική ανάγκη μιας κοινωνίας και των δυστυχισμένων μελών της είναι απλώς να γλιτώνουν τον πρόωρο και βίαιο θάνατο που ελλοχεύει καθημερινά, η ικανοποίησή της μπορεί να τους κάνει τους ευτυχέστερους ανθρώπους του κόσμου.
Παρέθεσα τις παραπάνω πομφόλυγες όχι γιατί χθες ξύπνησα με κακή διάθεση, αλλά για ν’ απαντήσω σε ένα υπόρρητο ερώτημα που πλανάται, καθηλώνοντας τους ανθρώπους σε κατάσταση λογοκριμένης μελαγχολίας: δικαιούμαστε να αισθανόμαστε δυστυχείς; Δικαιούμαστε να αισθανόμαστε δυστυχείς απλώς και μόνο γιατί είμαστε άνεργοι, γιατί είναι αβάσταχτοι οι φόροι που πληρώνουμε, γιατί γίναμε φτωχότεροι κατά 30% μέσα σε τρία χρόνια; Δικαιούμαστε να νιώθουμε δυστυχείς και, πολύ περισσότερο, να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως δυστυχισμένη κοινωνία, όταν οι δρόμοι μας δεν είναι γεμάτοι θύματα βομβαρδισμών, στα πεζοδρόμια δεν σκοντάφτουμε σε σκελετωμένα πτώματα, οι άστεγοι δεν έχουν δημιουργήσει αχανείς παραγκουπόλεις, τα παιδιά μας δεν ζητιανεύουν μαζικά στους δρόμους και ο μέσος όρος ζωής δεν έχει πέσει από τα 80 στα 40 χρόνια; Έχουμε δικαίωμα στην αίσθηση της δυστυχίας ή πρέπει να αποδεχθούμε τη νέα μας πραγματικότητα ως την αναγκαία «διόρθωση» μιας υπερβολής, το τίμημα μας υπερβολικής, άδικης και σπάταλης ευτυχίας; Το επιχείρημα εμπεριέχει μια ηθική απάτη, καλλιεργεί εδώ και τρία χρόνια μια καθηλωτική συλλογική ενοχή, και από τη χυδαιότητα του παγκάλειου «μαζί τα φάγαμε» περνά στο στάδιο του «μαζί τα χάσαμε». Πράγμα που υπονοεί ότι ως κοινωνία οφείλουμε να αισθανόμαστε «ήπια ευτυχής», απλά και μόνο επειδή η δυστυχία, ως συσσώρευση απωλειών και ανικανοποίητων αναγκών, κατανέμεται αναλογικά σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, από τον αφρό μέχρι το θολό ίζημά του. Επομένως, ο άνεργος που οσονούπω θα μείνει και άστεγος χάνει το δικαίωμα στη δυστυχία όχι μόνο επειδή δεν κινδυνεύει να πεθάνει από ασιτία, αλλά κι επειδή επίλεκτοι εκπρόσωποι της οικονομικής ελίτ βρίσκονται στη φυλακή, έχασαν την έπαυλή τους στη Μύκονο και αδυνατούν να χρησιμοποιούν το κατασχεμένο Learjet τους. Να κάνουμε ένα έρανο, να τους αποκαταστήσουμε τους δυστυχείς…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Στο πρόγραμμα της δημιουργίας δεν περιέχεται η πρόθεση να είναι ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Αυτό που ονομάζουμε σε αυστηρή έννοια ευτυχία προέρχεται μάλλον από την ξαφνική ικανοποίηση συσσωρευμένων αναγκών και είναι σύμφωνα με τη φύση του δυνατό μόνο σαν συγκυριακό φαινόμενο. Κάθε διάρκεια μιας ποθητής με βάση την αρχή της ηδονής κατάστασης προσφέρει μόνο ένα αίσθημα χλιαρής ευχαρίστησης. Είμαστε έτσι φτιαγμένοι, ώστε μπορούμε να απολαμβάνουμε έντονα μόνο την αντίθεση, την κατάσταση μόνο λίγο. Έτσι, οι δυνατότητες της ευτυχίας μας είναι περιορισμένες ήδη από την ιδιοσυστασία μας. Πολύ πιο εύκολο είναι να μας βρει η δυστυχία. Από τρεις πλευρές απειλεί ο πόνος. Από το ίδιο μας το σώμα, που προορισμένο να μαραθεί και να διαλυθεί δεν μπορεί να αποφύγει τον πόνο και το άγχος σαν προειδοποιητικά σημάδια. Από το περιβάλλον, που μπορεί να στραφεί εναντίον μας με πανίσχυρες αδυσώπητες και καταστρεπτικές δυνάμεις. Και τελικά από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Τον πόνο που προέρχεται από αυτήν την πηγή τον αισθανόμαστε ίσως οδυνηρότερα από κάθε άλλον. (…) Δεν είναι παράξενο που οι άνθρωποι κάτω από την πίεση αυτών των δυνατοτήτων του πόνου συνηθίζουν να μειώνουν την απαίτησή τους για ευτυχία, όπως επίσης και η ίδια η αρχή της ηδονής μεταμορφώθηκε κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος στην λιτότερη αρχή της πραγματικότητας, αφού θεωρούμαστε ήδη ευτυχείς όταν έχουμε αποφύγει τη δυστυχία, όταν έχουμε ξεπεράσει τον πόνο, όταν γενικά το καθήκον της αποφυγής του πόνου απωθεί στο παρασκήνιο το καθήκον της αποκόμισης της ηδονής …
Ζίγκμουντ Φρόιντ, «Η δυσφορία στον πολιτισμό»