Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 17/8/2013
Έχει ο Στουρνάρας σεντούκι; Ξέρει τι είναι σεντούκι; Τι σχήμα έχει, σε τι χρησιμεύει; Μήπως έχει δει πολύ «Πειρατές Καραϊβικής» τελευταία; Μήπως φαντασιώνεται ότι είναι ο Τζακ Σπάροου που οδηγεί ατρόμητος τους τροϊκανούς πειρατές της Βαλκανικής στα κρυμμένα σεντούκια κάθε νεκρού και ζωντανού ανθρώπινου πλάσματος, στην παρηκμασμένη αποικία της αυτοκράτειρας Άνγκελα; Και πώς μέτρησε τους κρυμμένους θησαυρούς τους; Προσέλαβε εκτιμητές; Τη Goldman Sachs, τη Morgan Stanley, τη μάγισσα Μοργκάνα- ή κάποια μεταμοντέρνα μετενσάρκωσή της;
Δεν αντιλέγω, κρυμμένοι θησαυροί υπάρχουν, σε σεντούκια, σε γιούκους, σε πατάρια, σε ανύποπτες κρύπτες, σε εντοιχισμένα κι απαραβίαστα θησαυροφυλάκια με πολύπλοκους κωδικούς ασφαλείας. Ανθούσε κάποτε εδώ η αγορά σεντουκιών, όταν το χρήμα έρεε άφθονο, σαν πέστροφα, κόντρα στο ρεύμα του ποταμού, από κάτω προς τα πάνω, από τους πάμφτωχούς προς τους ανεκτώς φτωχούς, κι από εκεί στους ημιπλούσιους, τους απλώς πλούσιους, τους υπερπλούσιους και τελικά σ’ αυτούς που είναι υπεράνω μέτρου πλούτου, γιατί απλώς τα έχουν όλα.
Σεντούκια υπάρχουν, όπως λεφτά υπήρχαν, και σκέφτομαι μήπως τελικά πρέπει να διευκολύνουμε τον υπουργό Τζακ Σπάροου. Δεν ξέρω πόσο χρήσιμο θα αποβεί, αλλά ας το κάνουμε κι αυτό. Αλλά θ’ ανοίξουμε όλα τα σεντούκια. ΟΛΑ! Γιατί υπάρχουν δυο κατηγορίες σεντουκιών: αυτά που γεμίζουν με κομμάτια και θρύψαλα της ζωής του καθενός μας, σκόπιμα ή τυχαία συλλεγμένα, ξεχασμένα στον πάτο του σεντουκιού. Και τα σεντούκια που γεμίζουν με τις λεηλατημένες ζωές των άλλων. Μεγάλα παιδιά είμαστε, σε μικρή χώρα ζούμε, και με μισό αιώνα και πλέον την πλάτη πολλοί από μας, δεν δικαιούμαστε να κάνουμε τους ανήξερους.
Ανοίγω το σεντούκι μου, λοιπόν. Στρώματα μνήμης ανάκατα με κατεψυγμένες υπεραξίες, σε τυχαία χρονική σειρά. Εκπλήσσομαι κι εγώ με το πόσους θησαυρούς κατέχω, πόσο πλούσιος μπορεί να είμαι. Πρώτα οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Εγώ μωρό, στη μητρική αγκαλιά, ευτυχές κι ανυποψίαστο για το τι με περιμένει. Κι άλλες φωτογραφίες, η οικογένεια πλήρης, πριν αρχίσει να την ακρωτηριάζει ο θάνατος. Και έγχρωμες φωτογραφίες, σόγια ολόκληρα σε πολυπληθείς συναντήσεις, γάμοι, βαφτίσια, γιορτές. Η χημεία του σελουλόιντ έχει αφαιρέσει κάμποσο από το χρώμα της μνήμης. Ενδεικτικά αποφοίτησης, «διαγωγή κοσμιοτάτη», ήμουν καλό και μάλλον αθόρυβο παιδί. Έλεγχοι προόδου στο γυμνάσιο, στο λύκειο, σταθερές, καλές επιδόσεις στα μισά μαθήματα, ασθμαίνουσες προβιβάσεις στα μαθηματικά και τη φυσικοχημεία. Θεωρητικός τύπος. Τίτλοι ιδιοκτησίας, ένα κτήμα με αιωνόβιες ρίζες ελιάς, προκομμένοι άνθρωποι οι παππούδες της μιας πλευράς, ανέστιοι πρόσφυγες της άλλης, χωρίς ίχνος ιδιοκτησίας. Ένα τοπογραφικό του κτήματος, σημάδι πως κάποια στιγμή το μικρόβιο της ιδιοκτησίας γέννησε σχέδια, που προφανώς εγκαταλείφθηκαν.
Τώρα το κτήμα υπάρχει μόνο στο Ε9. Κι άλλες φωτογραφίες, σε άλλες οικογένειες, πολιτικές πια. Εικόνες με οργισμένα και ξαναμμένα νεανικά πρόσωπα, ενσταντανέ από διαδηλώσεις, ο βρασμός της μεταπολίτευσης. Ένα κομματικό βιβλιάριο- ποιος πρόδωσε ποιόν; Εμείς το κόμμα ή το κόμμα εμάς; Δεν έχει σημασία ποιο κόμμα-. Ένας χάρτης εργασιακής περιπλάνησης, η πανεπιστημιακή θητεία στο ράφι. Χαμένα χρόνια; Όχι, τα θυμάμαι με άγρια χαρά. Κουμπιά, δεκάδες κουμπιά, σε κάθε μέγεθος και χρώμα, ανάκατα με ασημένια εικοσάρικα, μεταλλικά τριαντάρια και πενηντάρια, και χαρτονομίσματα από τον αιώνα της δραχμής. Και μερικά κατοχικά, των εκατομμυρίων- δεν ήταν συλλέκτης ο πατέρας μου, απλώς είχε αυτή την περίεργη πρόνοια.
Παιχνίδια, ράγες ενός εκτροχιασμένου ηλεκτρικού τρένου που για πολλά παιδικά χρόνια μ’ έκανε περήφανο. Όστρακα, παλιές πένες που δεν γράφουν πια, το ρολόι Ω του πατέρα μου, πολύτιμο στην εποχή του - δεν το φορώ πια, δεν υπάρχει λόγος να ξέρω την ώρα, αρκεί η ώρα να ξέρει πού είμαι εγώ-. Η μηχανή Singer της μάνας μου που ανέθρεψε τρία παιδιά, μασούρια, κουβαρίστρες, κεχριμπαρένιες χάντρες από ένα κομπολόι του πατέρα μου, ένας αναπτήραςRonson- ακριβά γούστα για φτωχομεσαίους. Το συμβόλαιο αγοράς του πατρικού σπιτιού που τώρα κατοικούν άλλοι. Ερωτικές επιστολές- κάποτε οι άνθρωποι έγραφαν γράμματα-, τα αποτυπώματα της γοργής ενηλικίωσης και ωρίμανσής μου, εγώ και η γυναίκα μου σε άπειρες εκδοχές διακοπών (γιατί οι άνθρωποι φωτογραφίζονται μανιωδώς στις διακοπές, κι όχι στη δουλειά; Ρητορικό το ερώτημα.).
Τα πρώτα αποτυπώματα της εισβολής της κόρης μου στη ζωή μας, μια βρεφική μπούκλα, φωτογραφίες, οι τελευταίες προ ψηφιακής εποχής, μια κασέτα με τα πρώτα βρεφικά γαρδελίσματα, δόντια νεογιλά- η μακάβρια γονεϊκή τρυφεράδα!-, συμβόλαιο αγοράς κατοικίας (σοβαρέψου, έγινες μπαμπάς πια!)-, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, σύναψη τον 20ο αιώνα, εξόφληση το πρώτο μισό του 21ου , βιβλιάρια καταθέσεων με αστεία υπόλοιπα, κάρτες μισθοδοσίας και πιστωτικές σε αχρησία, λέμε να διακόψουμε πλήρως τις σχέσεις με τις τράπεζες, αλλά δεν μας αφήνουν, ο παιδικός κουμπαράς του ΤΤ που μέσα του κουδουνίζει κάτι, ίσως μια λίρα, δώρο ποιος ξέρει ποιού.
Πιστοποιητικά οργής, άυλα και σταδιακώς μετασχηματιζόμενα σε φθόνο και κοινωνικό μίσος- ναι, δεν έχω πια κανένα πρόβλημα να μισώ νηφάλια την αφρόκρεμα αυτής της κοινωνίας που καταστρέφει συστηματικά τους όρους της ύπαρξής μας. Και λεφτά. Το ομολογώ, στο σεντούκι μου υπάρχουν και λεφτά, στα σεντούκια πολλών ανθρώπων υπάρχουν λεφτά, υπουργέ θησαυροθήρα Τζακ Σπάροου, λεφτά αιματηρά εξοικονομημένα, πονηρά αποκρυμμένα από τον τυφλό τραπεζικό Τειρεσία και το αόμματο Γενικό Λογιστήριο, γιατί πολύ απλά καταλάβαμε εγκαίρως ότι ανά πάσα στιγμή μπορούμε να γίνουμε πρόσφυγες στο σπίτι μας. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα που καθιστά απαραβίαστα τα σεντούκια μας. Γι’ αυτό στα σεντούκια μας κρύβουμε και λεφτά. Και μερικά παγούρια δροσερό νερό, γιατί ξέρουμε από παλιά ότι το μέλλον έχει πολλή ξηρασία.
Σε διευκολύναμε καθόλου, υπουργέ Τζακ Σπάροου; Δεν νομίζω ότι στα σεντούκια των άλλων κοινών θνητών θα βρεις κάτι ριζικά διαφορετικό απ’ ό,τι περιέχει στο δικό μου. Τα σεντούκια των περισσότερων ανθρώπων είναι ένας αχταρμάς από θραύσματα μνήμης, συντετριμμένα όνειρα, ματαιωμένα σχέδια κι ένα μικρό ή αξιόλογο απόθεμα υλικών επιβίωσης σε ένα καθεστώς που δεν την εγγυάται πλέον σχεδόν για κανένα, εκτός από τους πειρατές της Βαλκανικής, τους αλλοδαπούς θησαυροθήρες και την εγχώρια τροϊκανή νομενκλατούρα.
Και τώρα η σειρά σας. Ας ανοίξουμε το σεντούκι ενός εκλεκτού μέλους της ηχηράς μειοψηφίας- η σιωπηρά πλειοψηφία έκανε το καθήκον της. Δεν μας ενδιαφέρει η ιδιωτική τους μνήμη, αλλά τα λάφυρα από τη στρέβλωση της συλλογικής μνήμης που κρύβουν στους πάτους των σεντουκιών τους. Οι υπεραξίες που άντλησαν από εθνικές τραγωδίες. Τα χρήματα του μαυραγοριτισμού και του δοσιλογισμού της κατοχής, της αιματηρής συναλλαγής με τους ναζί.
Κεφάλαια εξαγοράς της υποστήριξης των νικητών του εμφυλίου και του άγριου διωγμού των ηττημένων. Τα κονδύλια του σχεδίου Μάρσαλ, αιμοδοσία υπέρ μιας χαριστικής και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας- τι ωραία που τα έχει πει ο πρόεδρος του ΣΕΒ!-, συμβόλαια εξαγοράς της ανοχής ή θερμής στήριξης της χούντας, χρηματοδότηση ευρωπαϊκών οραμάτων, επιδοτήσεις, κρατικές και κοινοτικές, χρήματα εκμαυλισμού των κοινών θνητών, ληστεία χρηματιστηρίου, λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων, πιστωτικό big bang, χρήμα μαύρο, γκρι και κατάλευκο, αδάπανα παραχωρημένο σε μια ιστορικά αποτυχημένη ελίτ, που σε δυο διαδοχικές γενιές της έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα σωρό παραγωγικών ερειπίων.
Ας ανοίξουμε τα σεντούκια, λοιπόν. ΟΛΑ ΣΕΝΤΟΥΚΙΑ! Προειδοποιήστε μας μόνο, όταν είναι ν’ ανοίξουμε τα σεντούκια της δεύτερης κατηγορίας να κλείσουμε τις μύτες μας, μη μας πάρει η μπόχα της ιστορίας.
Υ.Γ. Το παρόν δεν αφιερώνεται στον Γ. Στουρνάρα που εποφθαλμιά τα σεντούκια της ανοχής μας, αλλά στη μπλογκοπαρέα του Μπαχάρ* που με την έκτακτη έκδοση «Καλοκαίρι», τα 17 κείμενα και τις 9 φωτογραφίες της, μού έφτιαξαν ένα αυγουστιάτικο απόγευμα με θέα το Μυρτώο και με σάουντρακ τον βελουτέ κυματισμό του. Το θερινό Μπαχάρ* προσφέρεται για ένα απολαυστικό δίωρο με τρίωρο, είτε είστε σε διακοπές είτε όχι. Διαθέσιμο σε βιβλιοπωλεία της Αθήνας, όχι στα φαρμακεία της.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο γάμος έγινε στον Ασπρόπυργο και τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές έχουμε κατασκηνώσει κοντά στη λίμνη Κουμουνδούρου, όπου και θα περάσουμε το υπόλοιπο του θέρους (…) Τα μεσημέρια γυρνάμε και παίρνουμε καΐκι από το λιμανάκι του Σκαραμαγκά που κάνει το δρομολόγιο Ψυτάλλεια- Ρεβυθούσα. Η θάλασσα στην Ψυτάλλεια είναι συνήθως κόκκινη. Το νησί είναι μικρό αλλά καλύπτεται από ένα υπερμεγέθες γεράνι, το οποίο με τον παραμικρό αέρα αδυνατεί να συγκρατήσει τα πέταλά του, με αποτέλεσμα η θάλασσα να καλύπτεται από ένα κόκκινο χνουδωτό πέπλο. Η Ρεβυθούσα από την άλλη έχει πιο δυνατή μυρωδιά, καθώς στο ελάχιστο έδαφός της φυτρώνει αστεροειδής γλυκάνισος, γεγονός που δημιουργεί περίεργες ψευδαισθήσεις την ώρα που μαζεύουμε διαφόρων ειδών όστρακα (…) Η νύχτα στη λίμνη είναι παράξενη. Οι ντόπιοι ονομάζουν φεγγάρι ένα τεράστιο πυρσό που φέγγει κάθε βράδυ, αλλά τους είναι άγνωστη η λέξη σελήνη. Λένε πως αν το φεγγάρι τους σβήσει θα χαθεί κάθε ίχνος ζωής στην περιοχή. Και πως μόνο το νερό της λίμνης μπορεί να το καταφέρει αυτό.
*anenecuilco14, «Ξυπόλητοι» (Από την έκδοση του Μπαχάρ* «Καλοκαίρι»)