Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Λάβετε θέσεις (αναδημοσίευση)


του Γιάννη Μακριδάκη

Διαβάζω ότι γνωστός πολύτιμος συνεργάτης προπαγανδιστής του νεοναζισμού συνέστησε χτες από τηλεοράσεως την συγκρότηση κυβέρνησης ΝΔ- Χρυσής Αυγής για να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Το Πασόκ το λησμόνησε άραγε ή δεν το χει πια σε καμία υπόληψη ούτε αυτό το ρετάλι της δημοσιογραφίας;

Εκτός από το ότι όλα είναι θέμα ευρώ, ακόμα και η απόφαση για εκπόρνευσή μας, ψυχική και σωματική, αυτό ήταν γνωστό προ πολλού και το έκραζαν προς πάσα κατεύθυνση αυτού του είδους οι παπαγάλοι της αναξιοπρέπειας, ο προπαγανδιστής του νεοναζισμού μάς έκανε χτες επιτέλους τη χάρη να δώσει την πολυπόθητη σπρωξιά στην Ιστορία και να πει την πραγματικότητα με το όνομά της, ως δήθεν διακαή του πόθο.

Οι νεοναζί που κάνουν τους αντικαθεστωτικούς και οι νεοναζί που κυβερνούν δεν έχουν καμιά διαφορά ούτε στη μούρη ούτε στα μυαλά. Ομοίως και οι παπαγάλοι τους.

Είναι καιρός λοιπόν να φέρουν στο προσκήνιο όλοι οι νεοναζί, κρατικοί και παρακρατικοί, την έως τώρα παρασκηνιακή τους συνεργασία για να λάβει χώρα όσο το συντομότερο το τελικό ξεπάστρεμα.

Το ταξίδι της ζωής ή Χρόνια μετά το κακό (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Όποτε μπω στο διαδίκτυο για να ενημερωθώ περί των ειδήσεων της συστημικής μας επικαιρότητας, νιώθω ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο έντονα ότι όλο αυτό το σύμπαν δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα και τη ζωή.

Κι επειδή στο μούρκι που ζω δεν έχω σύνδεση στο δίκτυο, διανύω περπατώντας μια απόσταση χιλιομέτρου περίπου μέχρι το κοντινότερο σημείο σύνδεσης κι έτσι έχω όλον το χρόνο να σκεφτώ αυτή μου τη μετάβαση από τη ζωή των πλασμάτων στο φιάσκο των καταναλωτών.

Βγαίνω, περπατώντας, από τον κόσμο του οικοσυστήματος, από την λιτή και σε απόλυτη αρμονία με τα άλλα πλάσματα ζωή, βγαίνω από τον κόσμο της αργής φυσικής ανάπτυξης, της οποίας είμαι παρατηρητής αλλά και συμμέτοχος και εισέρχομαι εντός ολίγων λεπτών σε έναν κόσμο γεμάτο βία κάθε μορφής, ανισόρροπο, καταφανώς άδικο και, ακόμα πιο εμφανώς, μάταιον. Σε ένα σύστημα που, αντιθέτως από τη φύση, έχει ως κύριο γνώρισμα την βίαιη ανάπτυξη, τον βίαιο γιγαντισμό, σε ένα σύστημα που ενσαρκώνεται από δίποδα όντα τα οποία δεν έχουν χρόνο να νιώσουν πια, μόνο σκέφτονται, λογαριασμούς κάνουν συνέχεια, προσθέσεις κι αφαιρέσεις μέσα σε μια μίζερη επανάληψη οκταώρων.

Κι αναρωτιέμαι τότε, εκείνες τις στιγμές της μετάβασής μου από το ένα σύστημα στο άλλο, τις στιγμές που περπατώ και, ανασαίνοντας τη φύση γύρω μου, ο θάνατος πάντα έρχεται να μου θυμίσει πως ζει και καρτερεί τους πάντες, αναρωτιέμαι λοιπόν εκείνες τις στιγμές πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να μην έχουν πάνω απ’ όλα κάθε μέρα τον ανθρώπινο εαυτό τους, το πρόσκαιρο, φθαρτό, θνητό Είναι τους αλλά να νιώθουν αθάνατοι κι έτσι να λειτουργούν, σαν να μην τους αφορά η ζωή, να την αφήνουν για άλλη μέρα, για κάποια επόμενα χρόνια, όταν θα πάρουν σύνταξη ας πούμε ή όταν θα είναι έτοιμοι, όταν θα έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να… ζήσουν!

Ειλικρινά, το χω ξαναγράψει, απορώ. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η λύση των πάντων, η αποκαθήλωση της Ύβρης, το προσωπικό φορμάτ, η τρυφερή επανάσταση, με όποιαν ορολογία σας αρέσει πείτε το, εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία, η ομορφιά, η αγνότητα, η απλότητα, η λιτότητα, η αρμονία, η ταπεινότητα, η ευτυχία, η ζωή. Στην καθημερινή συνειδητοποίηση του θνητού μας Είναι, που πιθανότατα δεν έχει άλλη μέρα ζωής εκτός από σήμερα. Που έχει Χρέος να ζήσει, να νιώσει, να οσφρανθεί, να δει, να γευτεί, να πλημμυρίσει Φύση. Διότι, βρείτε μου έναν άλλο λόγο για τον οποίον ήρθαμε στη ζωή αν όχι για να κάνουμε ένα ταξίδι σ’ αυτό το υπέροχο αρμονικό σύμπαν του οικοσυστήματος, βρείτε μου έναν άλλον λόγο που γεννηθήκαμε. Προσωπικά, όσο κι αν το σκέφτηκα, όσο κι αν το έψαξα, στα 42 χρόνια της ζωής μου δεν έχω άλλην αιτία που γεννήθηκα πλην του να δω αυτό το θαύμα της Φύσης γύρω μου, να αποτελέσω μέρος του κι εγώ με τη ζωή μου και να φύγω αφήνοντάς το όσο γίνεται ανέγγιχτο για να το δουν κι οι κατοπινοί

Σήμερα το πρωί πάλι, καθώς βάδιζα, ό,τι που χε χαράξει, πάνω στην παραλία των Μαγεμένων, δίπλα στο κύμα, ανάμεσα στα πουλιά και στης γης τα φυντάνια, ένας απ’ όλους κι εγώ, μια ανεπαίσθητη ύπαρξη μέσα στην πανδαισία κινήσεων, ήχων, ψυχών, εκεί ένιωσα καθαρά ότι τη συνειδητότητα αυτή του Είναι σου την αποκτάς μονάχα όταν ζεις στη φύση, ανάμεσα στα τόσα πολλά και διαφορετικά από σένα θνητά πλάσματα, κι όχι όταν ξυπνάς τα πρωινά της ζωής σου εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος και βλέπεις γύρω σου μονάχα άψυχα αντικείμενα και άλλα όμοιά σου.

Εκεί την πάτησε ο άνθρωπος και τώρα, χρόνια μετά το κακό, ψάχνει λύσεις μάταια.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Μέρες αδέσποτες (αναδημοσίευση)

του Πάνου Μουχτερού, 
από τα ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)

Σκύλιασαν οι άνθρωποι


Είχα κάμποσο καιρό να κατέβω προς το κέντρο της πόλης. Πήρα τους δρόμους έτσι, χωρίς να θέλω να πάω απαραίτητα κάπου συγκεκριμένα. Πέρασα από τα στέκια τα παλιά, τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί ήταν τότε που ήμουν αρκετά πιο νέος. Για έναν περίεργο λόγο, θυμόμουν με λεπτομέρεια ποιες διαδρομές έπρεπε να ακολουθήσω, δεν χάθηκα ούτε στιγμή, αν και διαπίστωσα ότι είναι πολλά εκείνα που έχουν αλλάξει μετά από τόσα χρόνια. Τελικά είναι φοβερό πράγμα η μνήμη. Ειδικά αν την έχεις λιγάκι ενισχυμένη όπως εγώ. Έτσι και τώρα. Θυμήθηκα ακόμα και τις πιο καλά κρυμμένες γωνιές των δρόμων, τα ασπρόμαυρα μάρμαρα στις πλατείες, τα περίεργα εκείνα σχήματα πάνω στο φθαρμένο ξύλο από τα παγκάκια στο πάρκο. Μέχρι και μερικές φυσιογνωμίες αναγνώρισα αμέσως με το που τις συνάντησα, καθώς περνούσα έξω από σπίτια, πάγκους και μαγαζιά. Δεν έχει σημασία που κανείς τους δεν κατάλαβε ποιος ήμουν, είναι όλοι τους δικαιολογημένοι, περάσαν τα χρόνια, οι άνθρωποι μεγάλωσαν, ασπρίσαν τα μαλλιά τους, άλλοι δεν έχουν καν πια μαλλιά, μεγάλωσα και εγώ, άλλαξα, άλλαξε ακόμα και αυτή η ίδια η γειτονιά, είναι λογικό λοιπόν που κανένας τους δεν μου έκανε έστω ένα νόημα, ένα σινιάλο, για να δείξει ότι με ξέρει. Τι και αν μερικές φορές κοντοστάθηκα επίτηδες έξω από την πόρτα τους, τι κι αν μπήκα μπροστά τους την ώρα που βγαίναν βόλτα με τα παιδιά τους, τι κι αν έκανα πως φωνάζω, πως τάχα κάτι μου είχε συμβεί. Όχι μόνο δεν τους ένοιαξε. Ήταν λες και τους ενοχλούσα, έτσι όπως με παραμέριζαν. Ουστ! 

Πως αγρίεψαν έτσι όλοι. Γέμισε η περιοχή από ανθρώπους που είναι λες και έχουν όλοι τους το ίδιο πρόσωπό. Λες και έφυγε το χαμόγελο από τα χείλη τους, λες και δεν έχουν πια καμία άλλη έκφραση παρά μόνο την έκφραση κάποιου που έπαψε να εκφράζεται. Κοιτάζονται σπάνια μεταξύ τους όταν μιλάνε, τις περισσότερες φορές ούτε καν μιλάνε. Κι ύστερα από λίγο, το βλέμμα τους χάνεται, φεύγει σε διαφορετικές κατευθύνσεις, λες και ξεχνιούνται, λες και ξεχνάνε ποιοι είναι, που βρίσκονται, γιατί βρίσκονται, από πότε βρίσκονται εκεί. Μπερδεύουν τα βήματά τους, σκοντάφτουν και ξανασηκώνονται, σκουπίζοντας τα ματωμένα χέρια τους από ρούχα άσπρα γεμάτα τρύπες και λίγο αργότερα ουρλιάζουν, μαλλιοτραβιούνται, κάνουν λες και δεν αναγνωρίζουν αυτόν που έχουν δίπλα τους, αυτόν με τον οποίο μόλις πριν λίγο ήταν αγκαλιά, περίεργα πράγματα, είναι λες και όλοι τους ονειρεύονται ξύπνιοι. Μερικοί από αυτούς έρχονται προς το μέρος μου, μου μιλάνε χωρίς να με ξέρουν, μου πιάνουν κουβέντα, μου λένε λέξεις που είναι μπερδεμένες και που δεν καταλαβαίνω και απλώνουν τα χέρια τους προς το πρόσωπό μου και είναι λες και με παρακαλάνε να τους δώσω λίγη προσοχή, έτσι όπως με περιεργάζονται με τα θολωμένα τους μάτια. Και λίγο μετά, πέφτουν στα γόνατα και με ικετεύουν να τους βοηθήσω ενώ έχω μείνει να παρατηρώ ένα-ένα τα δάκρυα που κυλάνε πάνω στα μάγουλά τους. Και έτσι όπως κλαίνε, βγάζουν κραυγές πνιχτές, κραυγές που τις ακούς κι ας βγαίνουν από στόματα κλειστά. Σαν κλάμα σκύλου.

Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα στ’ αλήθεια με όλα αυτά κι έκανα να απομακρυνθώ από εκείνους τους παράξενους και ανήμπορους τύπους. Πήγα παραπέρα, και άρχισα να χάνομαι μέσα σε πιο απόμερα στενά, δίπλα από κάδους σκουπιδιών, κάτω από σκάλες σάπιες, ετοιμόρροπες. Προχώρησα γοργά και προσπέρασα τοίχους ζωγραφιστούς και κτίρια με τζαμαρίες μεγάλες που όταν έκανες να κοιτάξεις πάνω τους, έβλεπες μονάχα το είδωλό σου, μιας και στο εσωτερικό τους δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο το κενό. Έτσι όπως περιπλανιόμουν αμέριμνος, ένιωσα να μπλέκονται τα πόδια μου με τα πόδια ενός τύπου που είχε ξαπλώσει στο πεζοδρόμιο, πάνω σε μερικά βρεγμένα χαρτόνια και είχε τυλιχτεί από τα νύχια μέχρι το κεφάλι, τόσο που δεν μπορούσες να διακρίνεις καν τα χαρακτηριστικά του, αν ήταν άντρας, αν ήταν γυναίκα, αν ήταν άνθρωπος, αν ήταν ζώο τυλιγμένο. Μόλις τον πάτησα, πετάχτηκε απότομα και αμέσως κουλουριάστηκε σε μια γωνιά, με το κορμί του να τρέμει λες και ένιωσε κάποιον τρόμο μεγάλο, λες και είχε να φάει για ημέρες, δεν ξέρω, μόνο τα μάτια του μπόρεσα να δω μέσα από τη βρώμα, έτσι όπως ανοιγόκλεινε αργά τα τρομαγμένα βλέφαρά του. Κι αυτός ο τρόπος που με κοίταζε, πρώτη μου φορά έβλεπα άνθρωπο να κοιτάζει έτσι, σαν σκυλάκι φοβισμένο, από εκείνα που έχουν ένα βλέμμα μόνιμα θλιμμένο. Πιο κάτω, παραπάτησα πάλι κι έπεσα πάνω σ’ έναν ακόμα τέτοιο. Και σ’ έναν ακόμα. Και σ’ έναν ακόμα. Και σ’ έναν ακόμα. Ήταν τόσοι πολλοί. Και τόσο ίδιοι. Σαν αγέλη.

Έβαλα τα δυνατά μου και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να γλιτώσω. Βγήκα και πάλι στην ελεύθερη, μεγάλη λεωφόρο κι έκανα μια στάση να ηρεμήσω λίγο από το συνεχόμενο λαχανητό. Είχα αρχίσει να διψάω ύστερα από όλη αυτήν την περιπλάνηση αλλά εκεί που βρέθηκα δεν υπήρχε κανείς τριγύρω να μου δώσει λίγο νερό, ψυχή δεν έβλεπες, λες και όλοι είχαν εξαφανιστεί, λες και πήγανε όλοι μαζί για ύπνο, ούτε αυτοκίνητα έβλεπες να κινούνται, ούτε να περπατάει κανείς. Εκμεταλεύτηκα αυτήν την απουσία και σωριάστηκα για λίγο στην άσφαλτο να πάρω μιαν ανάσα, να ξεκουραστώ. Έτσι όπως ηρεμούσα, άκουσα από τη μια μεριά να έρχονται ποδοβολητά λες και τρέχανε μαζί άνθρωποι χιλιάδες, φωνές ακούστηκαν βγαλμένες ταυτόχρονα από τα στόματα, όλες με τον ίδιο το ρυθμό, έτσι καθώς μεγάλωνε η έντασή τους και με πλησιάζανε ολοένα. Από την άλλη την πλευρά είδα να έρχονται άνθρωποι που είχαν όλοι την ίδια φορεσιά και φορούσαν όλοι το ίδιο κράνος και κρατούσαν όλοι το ίδιο κομμάτι γυαλί και είχανε όλοι την ίδια σειρά και βήμα ίδιο. Σε λίγο, χωρίς να το υποψιαστώ, από το πουθενά, βρέθηκα ανάμεσα σε αυτούς που ήρθαν από τη μια πλευρά του δρόμου και που ορμήξανε σε αυτούς που ερχόντουσαν από την άλλη και δεν μπορούσα να βρω τρόπο να ξεμπλέξω από όλο αυτό το πλήθος, έτσι όπως όλοι έτρεχαν και έπαιρναν φόρα και έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο. Ξάφνου, ένιωσα καπνό που μου έκαιγε το λαιμό και τη μύτη και τα μάτια. Κι άρχισα να δακρύζω χωρίς να το θέλω. Με το ζόρι.

Δεν είναι κατάσταση αυτή. Όταν ηρέμησε ο πανικός, πήρα την απόφαση να φύγω, να γυρίσω στο σπίτι μου. Κόντευε πλέον να νυχτώσει. Μου πήρε ώρα να επιστρέψω πίσω αλλά τα κατάφερα, παρά την εξάντλησή μου. Επειδή ήξερα καλά τους δρόμους πήγα από τον συντομότερο. Πέθαινα και της πείνας. Μα, όταν έφτασα, το σπίτι ήταν άδειο και η πόρτα ανοιχτή. Πολλή ησυχία έπεσε εδώ πέρα. Μήπως ανησύχησαν και είπαν να με ψάξουν; Ούτε φαγητό βλέπω να είναι έτοιμο, ακόμα και αυτό το πιάτο μου αδειανό είναι. Ανυπομονώ να βρω τον καλό μου φίλο να του πω όσα είδα και άκουσα σήμερα! Είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, χωρίς υπερβολές. Είναι εδώ όποτε τον χρειαστώ, θα τρέξει να δει αν μου έλειψε τίποτα, αν έχω φάει, αν έχω κοιμηθεί, αν είμαι ήρεμος κι ευτυχισμένος. Θα παίξουμε, θα τρέξουμε, θα κάνουμε τρέλες και κόλπα ωραία και στο τέλος θα μου δώσει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Μα που έχει πάει; Και τι είναι όλα αυτά τα σχηματισμένα βήματα στον χωματένιο δρόμο; Θα τα ακολουθήσω από ένστικτο για να δω που βγάζουν. Που ξέρεις, ίσως τον βρω έτσι. Κι όλο πάω και πάω και ακολουθώ τα χνάρια με όλες μου τις αισθήσεις, μέχρι στη μύτη μου νιώθω τη μυρωδιά από τα ρούχα του, από το κορμί του. Κι ολοένα πλησιάζω. Κι ολοένα τον νιώθω δίπλα μου. Μα δεν τον βλέπω! Το μόνο που βλέπω είναι λουλούδια και ένα μικρό βουνό από χώμα και έναν σταυρό επάνω του. Σαν να τον ακούω μέσα στο έδαφος. Μάλλον θα κρύφτηκε για να μου κάνει έκπληξη. Θα κάτσω εδώ. Όλη τη νύχτα αν χρειαστεί. Και θα γαβγίζω δυνατά. Μήπως και φανεί.

Και θ’ ακούγεται το γάβγισμα σαν κλάμα.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Είδα ένα όνειρο και φοβήθηκα (αναδημοσίευση)

της Αυγής Πλατσή (http://omniatv.com)

Ότι... 
Μπορεί να ντύσεις την εικόνα του άστεγου που κοιμάται στο παγκάκι μ' ένα ψέμα περί ατομικής επιλογής, για να μην πληγωθεί το δικό σου παιδί... Μπορεί να μεταφράσεις σε ισορροπισμό χωρίς δίχτυ το σάλτο του αυτόχειρα που αγωνιά για το αύριο των άλλων, για να μην ταραχτεί το δικό σου παιδί... Μπορεί να υψώσεις αγάλματα στις πλατείες και στα πάρκα ώστε να κρύψουν τους πεινασμένους που κάνουν ουρές στα συσσίτια, για να πιει ήρεμα το τοξικό του γάλα το δικό σου παιδί... Μπορεί να ζωγραφίσεις με άλλο χρώμα το αίμα και το θάνατο που ρέουν κάθε μέρα, για να μη δει εφιάλτη το δικό σου παιδί... 

Ότι... 
Μπορεί να τα κάνεις αυτά χαρούμενο ξενόγλωσσο τραγούδι για να χορέψει το δικό σου παιδί... 

Άνοιξα τα μάτια και είδα... 

* Το αυτονόητο: διαδηλώσεις, πορείες, αναγραφή συνθημάτων, σπάσιμο παρμπρίζ (τέντωσα τα μάτια και δεν είδα ακόμα γκρέμισμα κρατικών κινητών και ακινήτων) για τη δολοφονία ενός παλικαριού που δεν πλήρωσε εισιτήριο από έναν συνειδητά μεταλλαγμένο σε κεφαλοκυνηγό τέως άνθρωπο. Σα να λέμε: για την άρνηση υποταγής στον κατακτητή. 

* Το αυτονόητο: την ανάληψη ευθύνης των δικαζομένων για τη συμμετοχή στα παραπάνω. Σα να λέμε: τη στοιχειώδη αντίσταση στον κατακτητή. 

** Το μη αυτονόητο: τις κραυγές εκείνων που θέλουν οργανωμένο και διαρκή αγώνα ενάντια στη δολοφονία της Παιδείας και της Υγείας να εμπαίζονται, να λοιδορούνται και να καταπνίγονται από τις παρατάξεις που νέμονται τον θεσμοθετημένο συνδικαλισμό. 

** Το μη αυτονόητο: την κάθε λογής ανθρωποφαγία, το μαυραγοριτισμό, την επιλογή της κουκούλας του καταδότη και του δημίου ως μέσου χρηματισμού, με χαρακτήρα «συνετισμού των μαζών». 

** Το μη αυτονόητο: την αντιμετώπιση κάθε στρατιωτικής επέμβασης, επεκτατικής ή «ανθρωπιστικού χαρακτήρα», με ερμηνείες διεθνούς δικαίου --- δηλαδή, νομικού, οικονομικού/εμπορικού δικαίου, δηλαδή τρισχιλιετούς αθλιότητας. 

Ήπια νερό και δεν ξεδίψασα... 

Η αλληλεγγύη, η ύψωση του αναστήματος απέναντι στις όποιες Αρχές, η διεκδίκηση με όποιον τρόπο του κεφαλαιώδους δικαιώματος στη ζωή απέναντι σ' έναν κρατικό, ντόπιο και παγκόσμιο, μηχανισμό κυριολεκτικής σήψης και δολοφονικής μανίας (σα να λέμε: η απαίτηση για τα στοιχειώδη, για τα αυτονόητα) έφτασαν να επαινούνται ως παλικαριά, μαγκιά, εντιμότητα, ηρωισμός... από μια κοινωνία που παρατηρεί ακόμα --- σα να λέμε: ακολουθεί τα χνάρια του θεοποιημένου από την ίδια κράτους, το οποίο σχεδόν παρακαλάει να υπάρχει ακόμα και ως έχει, στο οποίο αναθέτει τη ζωή της και συγχρόνως το κατηγορεί. 

Κάνει ζέστη κι ο ιδρώτας στεγνώνει πάνω στα σεντόνια... 

Ακολουθούν τα ρίγη πολιτισμικού αποτροπιασμού απέναντι στη φύση από εκείνους που έμμισθα εκπαιδεύουν την αποχαυνωμένη κοινωνία στη διαφθορά: 
- απέναντι στη μάνα που θηλάζει σε δημόσια θέα, 
- απέναντι στα παιδιά που γεννιούνται ανεξέλεγκτα (!) σε χώρες που οι λαοί λιμοκτονούν... στις ίδιες χώρες που δεν είχαν ποτέ (ή που κατάργησαν) και την ελάχιστη έννοια πρόνοιας. 

Παραχαράσσοντας την Ιστορία, αποσιωπώντας ότι ο χριστιανισμός (η θρησκεία που ως προϊόν εκπολιτισμού εξάγεται εδώ και αιώνες ακόμα -με άμεση ή έμμεση βία και με αντίδωρο την εδαφική προτεραιότητα ενός εκάστου δόγματος- από τον πρώτο και τον «νέο» κόσμο στον δεύτερο και στον τρίτο) απαγορεύει την αντισύλληψη --- όμοια όπως ανάγουν σε μύθο των αναρχοκομμουνιστών πως το δίδυμό της κεφάλαιο καταπατά, επί αιώνες ώς τώρα, σ' αυτές τις ίδιες ηπείρους την ελευθερία, την εδαφική και οικονομική ανεξαρτησία, το δικαίωμα στο νερό και στην τροφή, πως εισήγαγε δικής του έμπνευσης ενδοφυλετικό αλληλοσπαραγμό, όπλα, ναρκωτικά και κατασκευασμένες ασθένειες. 

Σ' ένιωσα να στριφογυρνάς, ξυπνώντας από τον ήχο της βροχής στα δέντρα του βόρειου κήπου σου... 
Και πόνεσα στη σκέψη σου. 

Πώς θα αποβιβαστεί σ' αυτόν τον κόσμο το δικό σου παιδί; 
Ακόμα κι αν γεννηθεί στην ακρογιαλιά μιας σμαραγδένιας θάλασσας, στην πλαγιά μιας καταπράσινης οροσειράς, στα βάθη του πιο τροπικού δάσους... ακόμα κι αν οι ερωτευμένοι με τον έρωτα και την έφοδο στον ουρανό τραγουδούν δυνατότερα από τις μπόμπες... ακόμα κι αν οι στρατιές των εξεγερμένων το προστατεύουν αποτελεσματικά από τα δηλητήρια και τις αιχμές του «πολιτισμένου» κόσμου... 

Θα 'ρθεί η στιγμή που θα ξεφύγει. 
Που θα δει το αίμα κόκκινο και το θάνατο μαύρο. 
Που θα πάει εκεί που σκοτώνουν 15χρονα και 20χρονα... θα τρέξει πλάι στους θαλασσοπνιγμένους πρόσφυγες... θα ανοίξει τα φτερά για κει που 5χρονα έχουν για παιχνίδι τη σφεντόνα απέναντι σε τανκς και πυραύλους... 

Θέλοντας να δει με τα μάτια του όσα δε θα μπορείς πια να του κρύψεις, θέλοντας να τα πολεμήσει με πάθος, με την αυθύπαρκτη αίσθηση δικαίου που έχουν όλα τα παιδιά πριν τα περιλάβει η κοινωνία των ενηλίκων. 

Φοβήθηκα πως... 
Δεν θα το νανουρίσεις γι' αυτά, δεν θα σκιρτά η καρδιά σου στα πρώτα του λόγια αν πει λέξη γι' αυτά, δεν θα κλάψεις από αγαλλίαση βλέποντάς το να μπουσουλάει στην αυλή ενόσω εκείνο συνεχίζει για τη Μεσολογγίου ή την Κολομβία, για τη ΓΑΔΑ ή τη Συρία, για τη Γουατεμάλα ή την Τσιάπας... 

Είδα ένα όνειρο, φοβήθηκα και θέλησα να σου γράψω. 
Μα τώρα που το σκέφτηκα καλύτερα, ησύχασα. 

Παιδί της Γης, ακόμα κι αν η δύναμη όλων των γονιών του Σύμπαντος συνωμοτήσει για να σε κρατάει «αλλού», ξέρω πως κάπου εδώ θα σε συναντήσω.

Φθινοπωριάζει στην Μονόπολη (αναδημοσίευση)


του Γιάννη Μακριδάκη (http://yiannismakridakis.gr/)

Όσο περισσότερο συμβιώνει κάποιος με τη γη και το οικοσύστημα, τόσο πιο ευδιάκριτη γίνεται στα μάτια του και στην ψυχή του η άθλια πραγματικότητα της Μονόπολης που παίζουν με πιόνια τους εαυτούς τους όσοι “ζούνε” μέσα στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Παιχνίδι ύβρης ανούσιο, μάταιο, ανθυγιεινό, καταστροφικό εν τέλει για όλους, και για τους παίκτες και για τους μη μετέχοντες σ’ αυτό, οι οποίοι δέχονται τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο της κατανάλωσης στις ζωές και στους βιοτόπους τους....

Με την προσδοκία μιας υποτιθέμενης προόδου και εξέλιξης έφτιαξε ο σύγχρονος άνθρωπος αυτό το σύστημα κι εντάχθηκε εντός του, στρατός καταναλωτών που απομυζεί και αφανίζει μέρα με τη μέρα τον πλανήτη και ταυτόχρονα, δίχως να του καίγεται καρφί γι αυτό, φέρνει στον κόσμο παιδιά, για το μέλλον των οποίων δήθεν νοιάζεται, λέει.

Όσο πιο κοντά στη γη είναι κανείς, όσο πιο κοντά στην διατροφική αυτάρκεια φτάνει με εργασίες καλλιέργειας και συλλογής τροφής, όσο πιο λιτός είναι, όσο πιο κοντά στη ζωή όπως ακριβώς την ορίζει η φύση ζει, τόσο πιο ευκρινώς νοιώθει την πλάνη που ζουν όσοι παίζουν Μονόπολη με τις ζωές τους. 

Όσοι δώσανε την υγεία τους και την ελευθερία τους ενέχυρο στο σύστημα που τους ταϊζει αρρώστιες και τους ασφαλίζει ταυτόχρονα. Όσοι απαξίωσαν τον πλούτο και τις αξίες και ανήγαγαν σε φυσικό πόρο τα κουπόνια που τους δίνουνε κάθε μήνα για να τα δίνουν με τη σειρά τους πάλι πίσω και να “ζουν”, παράγοντας απορρίμματα. Όσοι απαξίωσαν τις ζωές και το είναι τους κι εντάχθηκαν ως αριθμημένα γρανάζια στο σύστημα της μηχανής κυκλοφορίας του χρήματος, με την ελπίδα να προλάβουν κάποτε στα γεράματα να ζήσουν μερικά χρόνια ελεύθεροι, έστω και ασθενείς βαριά. Όσοι, δήθεν πετυχημένοι, κάνουνε ταξίδια και ψώνια, κάνουνε σόπινγκ θέραπυ, σπαταλούν φυσικούς πόρους δίχως να έχουν καν σκεφτεί ποτέ τι σημαίνει αυτό, ζουν μια ζωή ελαφρότητας, ματαιότητας και υποκρισίας, πεθαίνοντας μια μέρα έντρομοι και δίχως να χουν ζήσει.

Όσο πιο κοντά είναι κανείς στη γη, τόσο πιο όμορφο και ελπιδοφόρο τού φαίνεται το Φθινόπωρο που έρχεται να ρίξει τις βροχούλες του στο οικοσύστημα, να φυτρώσουνε οι σπόροι. Κι ακόμα πιο ελπιδοφόρο του φαίνεται, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, για το φύτρωμα των σπόρων του λόγου και της σκέψης στους ανθρώπους, το διαρκές φθινόπωρο που βιώνει το χρηματοοικονομικό σύστημα και ο βαρύς πολυετής χειμώνας που θα ακολουθήσει.

ΥΓ
Σήμερα έκοψα γλυκό πεπόνι και το χώρισα στα τέσσερα. Η σάρκα του για τους ανθρώπους, τα υπολείμματα της σάρκας μέχρι τον φλοιό για τις κότες, τα τσόφλια για την γη και τους σπόρους για του χρόνου. τίποτε δεν περίσσεψε για τα απορρίμματα…

Το δικαίωμα στη δυστυχία (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 31/8/2013)

«Οι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Κακοποιημένη, σπαταλημένη και παρεξηγημένη, η φράση με την οποία ο Τολστόι ξεκινά την «Άννα Καρένινα» παραμένει ένας γρίφος. Ακόμη κι όταν κανείς ολοκληρώσει την ανάγνωση των χιλίων και πλέον σελίδων του ερωτικού (;) έπους. Αναρωτιέμαι αν το απόφθεγμα του μεγάλου αφηγητή μπορεί να ισχύσει όχι μόνο για οικογένειες, αλλά και για κοινωνίες ολόκληρες. Εντάξει, οι κοινωνίες δεν είναι οικογένειες, οι αντιθέσεις που τις διαπερνούν είναι συντριπτικά περισσότερες από τους δεσμούς που τις συνθέτουν, αλλά μπορούν να είναι ευτυχισμένες ή δυστυχισμένες με τον τρόπο των οικογενειών; 

Δεν ξέρω αν πράγματι οι ευτυχισμένες κοινωνίες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν υπήρξαν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένες κοινωνίες. Ίσως υπήρξαν απλώς κοινωνίες στις οποίες, κατά περιόδους, πλειοψηφούσαν τα μέλη τους τα οποία «δήλωναν» ευτυχισμένα. Μην ανησυχείτε, δεν θα τολμήσω να ορίσω την «ευτυχία», που παραμένει ένα μέγεθος σχετικό, ενδιάθετο και κατά κανόνα εφήμερο. Υποψιάζομαι, ωστόσο, ότι το απόφθεγμα του Τολστόι ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τις κοινωνίες ως προς το δεύτερο σκέλος του. «Κάθε δυστυχισμένη κοινωνία είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Ισχύει στον γεωπολιτικό χώρο, ισχύει και στον ιστορικό χρόνο. Κι επειδή η δυστυχία συνδέεται κυρίως με την «απώλεια» (προσώπων, αγαθών, πλεονεκτημάτων, δικαιωμάτων, κοινωνικού ήθους, μνήμης), σημασία έχει από ποιο σύνολο κεκτημένων μετράς απώλειες, από ποιο επίπεδο πέφτεις. Έτσι, δεν έχει νόημα να πεις «είμαι δυστυχής ως μνημονιακός Έλληνας, αλλά τουλάχιστον είμαι ευτυχέστερος από τον εμπόλεμο Σύριο». Ούτε, επίσης, έχει νόημα να συγκρίνεις το επίπεδο δυστυχίας της γενιάς των σημερινών 1,5 εκατομμυρίων ανέργων με τη δυστυχία των παππούδων τους, που έζησαν δυο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους, μια Κατοχή, έναν Εμφύλιο και άφθονη καταπίεση. Το κρίσιμο μέγεθος είναι η βιωμένη ευτυχία ή δυστυχία κάθε γενιάς. Κάθε γενιά έχει τη δική της κλίμακα δυστυχίας, διαρκώς μεταβαλλόμενη στο πέρασμα του χρόνου. Και μιαν αντίστοιχη κλίμακα έχει και κάθε κοινωνία, ανάλογα με το αν βρίσκεται στην καθημαγμένη Αφρική, στην αναπτυσσόμενη Ασία ή στην κατά συνθήκη ευημερούσα Ευρώπη. Η Ευρώπη σήμερα βρίθει κοινωνιών που καλπάζουν προς τη δυστυχία, κι ας τις χωρίζουν ιλιγγιώδεις αποστάσεις από τις πάμφτωχες αφρικανικές κοινωνίες.

«Αν είχα γεννηθεί στην κλασική Αθήνα πιθανότατα θα ήμουν δούλος, αν είχα γεννηθεί στην αρχαία Ρώμη μάλλον θα ήμουν πληβείος, αν είχα γεννηθεί στη Γαλλία των Λουδοβίκων θα ήμουν αγρότης στο έλεος των βασιλικών φοροεισπρακτόρων, αν είχα γεννηθεί στη βικτωριανή Αγγλία θα είχα πεθάνει μέχρι τα 30 μου, μέσα σ’ ένα άθλιο ανθρακωρυχείο. Επομένως, οφείλω να είμαι ευτυχής που ζω εδώ και τώρα». Ένας τέτοιου είδους συλλογισμός ακούγεται παρηγορητικός. Αλλά είναι άτοπος και μεταφυσικός. Κάθε εποχή έχει τις μορφές της -ακόμη και τις μορφές δυστυχίας της-, κάθε γενιά και το μέτρο της. Στη Δύση, οι γενιές μετά τον Β΄ Πόλεμο έζησαν σε ένα περιβάλλον που καλλιεργούσε την προσδοκία συνεχούς βελτίωσης του επιπέδου ζωής, έστω και με σκαμπανεβάσματα. Και για δεκαετίες εκπλήρωνε σε μεγάλο βαθμό την προσδοκία αυτή. Αυτή η γραμμική, σχεδόν εγγυημένη εξέλιξη, λειτούργησε ως θερμοκήπιο «ευτυχίας» για τις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, γιατί εκπλήρωνε μια βασική λειτουργία: έδινε τη δυνατότητα σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού να ικανοποιήσουν συσσωρευμένες ανάγκες σε πυκνό χρόνο. Ένα αίσθημα ευφορίας που θα μπορούσε να θυμίζει «ευτυχία» ήταν το αποτέλεσμα. Σήμερα, η εξίσου εγγυημένη διακοπή και αντιστροφή αυτής της γραμμικής εξέλιξης ανοίγει τον δρόμο για την αντίστροφη πορεία: για μια μαζική διολίσθηση προς τη δυστυχία. Γιατί μας φαίνεται, λοιπόν, παράξενο που οι μνημονιακές χώρες του ηλιόλουστου και κατά τεκμήριο αισιόδοξου ευρωπαϊκού Νότου έχουν τα πρωτεία σε ακραία δυστυχισμένους, που καταλήγουν αυτόχειρες;

Κατ’ αναλογία, μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι οι αναρίθμητοι Κινέζοι, που ζουν με πολύ λιγότερα χρήματα, υλικά και άυλα αγαθά από τους δυστυχέστερους των Ευρωπαίων, έχουν αρκετούς λόγους να ρέπουν προς την ευτυχία όχι μόνο λόγω αυτάρκειας και ιδιοσυγκρασίας, αλλά γιατί είναι αγκιστρωμένοι στην προσδοκία για βελτίωση της ζωής τους και γιατί εδώ και είκοσι χρόνια αυξάνεται γεωμετρικά η ταχύτητα ικανοποίησης συσσωρευμένων αναγκών τους. Αυτό, τουλάχιστον, υπόσχεται το γεγονός ότι η χώρα τους είναι το εργοστάσιο του κόσμου, ο παγκόσμιος πρωταθλητής της ανάπτυξης. Αλλά, αυτή η προσδοκία μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαψευστεί, αν επιβεβαιωθούν να σενάρια μιας δραματικής επιβράδυνσης ή ύφεσης της κινεζικής οικονομίας.

Αντιθέτως, στη λεηλατημένη Αφρική, το γεγονός και μόνο ότι αρκετές χώρες βγαίνουν δειλά δειλά από μια κατάσταση μακρόχρονων εμφυλίων και ξένων επεμβάσεων, γενοκτονιών, μαζικών λιμοκτονιών και επιδημιών, σε καθημερινή εγγύτητα με τον θάνατο, μπορεί να καταστήσει τις κοινωνίες τους αίφνης «ευτυχισμένες». Τουλάχιστον με την έννοια που όριζε ο Φρόιντ την ευτυχία, ως απλή κατάσταση αποτροπής της δυστυχίας. Όταν η βασική ανάγκη μιας κοινωνίας και των δυστυχισμένων μελών της είναι απλώς να γλιτώνουν τον πρόωρο και βίαιο θάνατο που ελλοχεύει καθημερινά, η ικανοποίησή της μπορεί να τους κάνει τους ευτυχέστερους ανθρώπους του κόσμου.

Παρέθεσα τις παραπάνω πομφόλυγες όχι γιατί χθες ξύπνησα με κακή διάθεση, αλλά για ν’ απαντήσω σε ένα υπόρρητο ερώτημα που πλανάται, καθηλώνοντας τους ανθρώπους σε κατάσταση λογοκριμένης μελαγχολίας: δικαιούμαστε να αισθανόμαστε δυστυχείς; Δικαιούμαστε να αισθανόμαστε δυστυχείς απλώς και μόνο γιατί είμαστε άνεργοι, γιατί είναι αβάσταχτοι οι φόροι που πληρώνουμε, γιατί γίναμε φτωχότεροι κατά 30% μέσα σε τρία χρόνια; Δικαιούμαστε να νιώθουμε δυστυχείς και, πολύ περισσότερο, να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως δυστυχισμένη κοινωνία, όταν οι δρόμοι μας δεν είναι γεμάτοι θύματα βομβαρδισμών, στα πεζοδρόμια δεν σκοντάφτουμε σε σκελετωμένα πτώματα, οι άστεγοι δεν έχουν δημιουργήσει αχανείς παραγκουπόλεις, τα παιδιά μας δεν ζητιανεύουν μαζικά στους δρόμους και ο μέσος όρος ζωής δεν έχει πέσει από τα 80 στα 40 χρόνια; Έχουμε δικαίωμα στην αίσθηση της δυστυχίας ή πρέπει να αποδεχθούμε τη νέα μας πραγματικότητα ως την αναγκαία «διόρθωση» μιας υπερβολής, το τίμημα μας υπερβολικής, άδικης και σπάταλης ευτυχίας; Το επιχείρημα εμπεριέχει μια ηθική απάτη, καλλιεργεί εδώ και τρία χρόνια μια καθηλωτική συλλογική ενοχή, και από τη χυδαιότητα του παγκάλειου «μαζί τα φάγαμε» περνά στο στάδιο του «μαζί τα χάσαμε». Πράγμα που υπονοεί ότι ως κοινωνία οφείλουμε να αισθανόμαστε «ήπια ευτυχής», απλά και μόνο επειδή η δυστυχία, ως συσσώρευση απωλειών και ανικανοποίητων αναγκών, κατανέμεται αναλογικά σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, από τον αφρό μέχρι το θολό ίζημά του. Επομένως, ο άνεργος που οσονούπω θα μείνει και άστεγος χάνει το δικαίωμα στη δυστυχία όχι μόνο επειδή δεν κινδυνεύει να πεθάνει από ασιτία, αλλά κι επειδή επίλεκτοι εκπρόσωποι της οικονομικής ελίτ βρίσκονται στη φυλακή, έχασαν την έπαυλή τους στη Μύκονο και αδυνατούν να χρησιμοποιούν το κατασχεμένο Learjet τους. Να κάνουμε ένα έρανο, να τους αποκαταστήσουμε τους δυστυχείς…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Στο πρόγραμμα της δημιουργίας δεν περιέχεται η πρόθεση να είναι ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Αυτό που ονομάζουμε σε αυστηρή έννοια ευτυχία προέρχεται μάλλον από την ξαφνική ικανοποίηση συσσωρευμένων αναγκών και είναι σύμφωνα με τη φύση του δυνατό μόνο σαν συγκυριακό φαινόμενο. Κάθε διάρκεια μιας ποθητής με βάση την αρχή της ηδονής κατάστασης προσφέρει μόνο ένα αίσθημα χλιαρής ευχαρίστησης. Είμαστε έτσι φτιαγμένοι, ώστε μπορούμε να απολαμβάνουμε έντονα μόνο την αντίθεση, την κατάσταση μόνο λίγο. Έτσι, οι δυνατότητες της ευτυχίας μας είναι περιορισμένες ήδη από την ιδιοσυστασία μας. Πολύ πιο εύκολο είναι να μας βρει η δυστυχία. Από τρεις πλευρές απειλεί ο πόνος. Από το ίδιο μας το σώμα, που προορισμένο να μαραθεί και να διαλυθεί δεν μπορεί να αποφύγει τον πόνο και το άγχος σαν προειδοποιητικά σημάδια. Από το περιβάλλον, που μπορεί να στραφεί εναντίον μας με πανίσχυρες αδυσώπητες και καταστρεπτικές δυνάμεις. Και τελικά από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Τον πόνο που προέρχεται από αυτήν την πηγή τον αισθανόμαστε ίσως οδυνηρότερα από κάθε άλλον. (…) Δεν είναι παράξενο που οι άνθρωποι κάτω από την πίεση αυτών των δυνατοτήτων του πόνου συνηθίζουν να μειώνουν την απαίτησή τους για ευτυχία, όπως επίσης και η ίδια η αρχή της ηδονής μεταμορφώθηκε κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος στην λιτότερη αρχή της πραγματικότητας, αφού θεωρούμαστε ήδη ευτυχείς όταν έχουμε αποφύγει τη δυστυχία, όταν έχουμε ξεπεράσει τον πόνο, όταν γενικά το καθήκον της αποφυγής του πόνου απωθεί στο παρασκήνιο το καθήκον της αποκόμισης της ηδονής …
Ζίγκμουντ Φρόιντ, «Η δυσφορία στον πολιτισμό»

Αυτόνομη Εκπαίδευση των Ζαπατίστας: Τα Μικρά Σχολεία των προλετάριων


 του Raúl Zibechi 
από εφημερίδα Δράση (http://efimeridadrasi.blogspot.gr/)

Θα υπάρξει «πριν» και «μετά» το Μικρό Σχολείο των Ζαπατίστας, τόσο αυτού του πρόσφατου όσο και αυτών που θα επέλθουν. Θα έχει μια αργή διάχυτη επίδραση, η οποία θα γίνει μεν αισθητή σε μερικά χρόνια, αλλά θα πλαισιώσει τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων για δεκαετίες ολόκληρες. Αυτό που βιώσαμε ήταν μία μη θεσμική εκπαίδευση, που το αντικείμενό της το εκπαιδευτικό είναι η κοινότητα. Μία μορφή αυτοδιδασκαλίας, πρόσωπο με πρόσωπο. Να μαθαίνει κανείς με το πνεύμα και με το σώμα, όπως θα έλεγε κι ο ποιητής. Πρόκειται για μέθοδο μη παιδαγωγική, εμπνευσμένη από τον πολιτισμό του κόσμου της αγροτιάς: συλλέγεις τους καλύτερους σπόρους, τους διασπείρεις σε γόνιμο έδαφος και ποτίζεις τη γη έτσι ούτως ώστε το θαύμα της βλάστησης να αρχίσει να παράγει καρπούς, κάτι το οποίο δεν είναι ποτέ βέβαιο ότι θα συμβεί και δεν είναι δυνατό να προσχεδιαστεί. Το Μικρό Σχολείο των Ζαπατίστας, για το οποίο περισσότεροι από χίλιοι μαθητές εισήλθαν σε αυτόνομες κοινότητες, ήταν ένας διαφορετικός τρόπος εκμάθησης και διδασκαλίας, χωρίς τάξεις ή πίνακες, χωρίς δασκάλους ή καθηγητές, χωρίς πρόγραμμα σπουδών ή προαπαιτούμενα προσόντα. Η αληθινή διδασκαλία αρχίζει με τη δημιουργία ενός κλίματος αλληλεγγύης[1] στα πλαίσια πληθώρας μαθημάτων, κι όχι αφού προηγηθεί ο διαχωρισμός μεταξύ ενός παιδαγωγού με ισχύ και γνώση, και αδαών μαθητών, στους οποίους πρέπει να εμφυσήσει τη γνώση αυτή (όπως συμβαίνει στα συμβατικά σχολεία). Ανάμεσα στις πολυάριθμες μαθητείες, οι οποίες είναι αδύνατο να συνοψιστούν σε λίγες μόνο γραμμές, θα’ θελα να δώσω έμφαση σε πέντε πτυχές αυτών, επηρεασμένος ίσως από τις κρίσιμες στιγμές που διανύουμε στο νότιο τμήμα της ηπείρου. Η πρώτη πτυχή αφορά στο γεγονός ότι οι Ζαπατίστας νίκησαν τις πολιτικές των κοινωνικών αντεξεγέρσεων, οι οποίες είναι ο τρόπος που μηχανεύτηκε η μπουρζουαζία για να διαχωρίζει, να επιλέγει και να υποβάλλει τους ανθρώπους που επαναστατούν. Πλάι σε κάθε κοινότητα των Ζαπατίστας βρίσκονται κοινότητες, που σχετίζονται με την κακή κυβέρνηση του Μεξικού, σε μικρά συγκροτήματα σπιτιών από θράκα που λαμβάνουν χρηματικές ανταμοιβές και μετά βίας δουλεύουν τη γη. Χιλιάδες οικογένειες υπέκυψαν, όπως συμβαίνει παντού άλλωστε, και δέχθηκαν ανταλλάγματα από την άρχουσα τάξη. Ωστόσο, αυτό που είναι αξιοσημείωτο κι εξαιρετικό, είναι ότι χιλιάδες άλλες προχωρούν μπροστά, χωρίς να αποδέχονται τίποτα. Δε γνωρίζω ανάλογη διαδικασία σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική που να έχει σταθεί ικανή να εξουδετερώσει τις κοινωνικές πολιτικές. Αυτή είναι μια σημαντική αρετή του Ζαπατισμού, κατεκτημένη με μαχητική αποφασιστικότητα, πολιτική διαύγεια και ατέρμονη ικανότητα για θυσία. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα: Είναι δυνατό να νικήσουμε τις κοινωνικές πολιτικές. 

Το δεύτερο μάθημα είναι η αυτονομία. Πριν χρόνια, ακούγαμε ομιλίες σχετικά με την αυτονομία στα πιο ποικιλόμορφα κοινωνικά κινήματα, γεγονός σίγουρα σημαντικό. Στους αυτόνομους δήμους και στις κοινότητες που απαρτίζουν την περιοχή Caracol της Morelia[2] μπορώ να καταθέσω με βεβαιότητα ότι οικοδόμησαν ένα αυτόνομο σύστημα οικονομίας, υγείας, εκπαίδευσης και δύναμης. Με άλλα λόγια, μια ενσωματωμένη στη χώρα αυτονομία η οποία περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ζωής. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι το ίδιο συμβαίνει και στις υπόλοιπες τέσσερις περιοχές Caracol[3]. 
Ας αναφέρουμε εν συντομία κάτι σχετικά με την οικονομία και την υλική ζωή: οι οικογένειες των κοινοτήτων δεν «αγγίζουν» την καπιταλιστική οικονομία. Μετά βίας προσεγγίζουν την αγορά. Παράγουν όλα τα υλικά για να καλύψουν τις σιτιστικές τους ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης μιας καλής αναλογίας πρωτεϊνών. Ό,τι δεν παράγουν (αλάτι, λάδι, σαπούνι, ζάχαρη) το αγοράζουν σε καταστήματα των Ζαπατίστας. Εξοικονομούν από το περίσσευμα των οικογενειών και των κοινοτήτων σε βοοειδή, ανάλογα με την πώληση του καφέ. Όταν υπάρχει ανάγκη, για λόγους υγείας ή για τις ανάγκες του αγώνα, πουλούν ένα κεφάλι. 
Η αυτονομία στην εκπαίδευση και στην υγεία εναπόκειται στον έλεγχο των κοινοτήτων. Η κοινότητα εκλέγει αυτούς που θα διδάξουν στους γιους και στις κόρες τους και αυτούς που θα φροντίσουν για την υγεία τους. Υπάρχει ένα σχολείο σε κάθε κοινότητα, στο χώρο που προορίζεται για τις υπηρεσίες υγείας, οι μαίες, οι φυσικοθεραπευτές κι εκείνοι που εξειδικεύονται στα φαρμακευτικά βότανα, εργάζονται μαζί. Η κοινότητα τους συντηρεί κατά τον ίδιο τρόπο που συντηρεί τις αρχές τους. 

Το τρίτο μάθημα σχετίζεται με τη συλλογική εργασία. Όπως είπε ένας Votán[4]: «Η συλλογική δουλειά είναι ο κινητήριος μοχλός της διαδικασίας.» Οι κοινότητες έχουν τη δική τους γη, χάρη στην απαλλοτρίωση, το αναπόφευκτο πρώτο βήμα για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου. Άντρες και γυναίκες έχουν τη δική τους συλλογική δουλειά και το δικό τους συλλογικό χώρο απασχόλησης. Η συλλογική εργασία είναι ένας απ’ τους θεμέλιους λίθους της αυτονομίας, του οποίου οι καρποί συνήθως σπείρονται σε νοσοκομεία, σε κλινικές, στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στην ενίσχυση των δήμων και των Συμβουλίων Καλών Κυβερνήσεων[5]. Πολλά από αυτά που έχουν οικοδομηθεί στις αυτόνομες κοινότητες, δε θα ήταν δυνατό να συμβούν χωρίς τη συλλογική δουλειά των ανδρών, των γυναικών, των αγοριών, των κοριτσιών και των ηλικιωμένων. 

Το τέταρτο ζήτημα είναι η νέα πολιτική νοοτροπία, η οποία έχει τις ρίζες της στις οικογενειακές σχέσεις και διεισδύει σε όλη την «κοινωνία» των Ζαπατίστας. Οι άντρες συνεργάζονται στις οικιακές εργασίες, οι οποίες εξακολουθούν να εμπίπτουν στις γυναικείες αρμοδιότητες. Ακόμη, φροντίζουν τα παιδιά τους, όταν οι γυναίκες αφήνουν την κοινότητα για να επιτελέσουν το έργο τους στις διοικητικές αρχές. Οι σχέσεις πατέρα - γιου είναι στοργικές και πλήρεις σεβασμού, στα πλαίσια ενός γενικότερου κλίματος αρμονίας και καλής διάθεσης. Δεν παρατήρησα ούτε μία κίνηση βίας ή επιθετικότητας στην οικογενειακή εστία. Μεγάλη πλειονότητα των Ζαπατίστας είναι νέοι ή πολύ νέοι, και υπάρχουν τόσες πολλές γυναίκες όσοι και άντρες. Η επανάσταση δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς τους πολύ νέους κι αυτό είναι κάτι το οποίο δε χωράει συζήτηση. Εκείνοι που κυβερνούν, υπακούν, και αυτή η ιδέα δεν είναι απλά μια διαύγαση. Αυτοί θέτουν το ίδιο το σώμα, το οποίο αποτελλεί ένα από τα κλειδιά για τη νέα πολιτική νοοτροπία. 

Ο καθρέφτης είναι το πέμπτο σημείο. Οι κοινότητες λειτουργούν ως διπλοί καθρέφτες: Στους οποίους μπορούμε να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας και μπορούμε να δούμε και τις ίδιες. Όχι όμως ετεροχρονισμένα, αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε τους εαυτούς μας να αντικατοπτρίζονται μέσα από το είδωλο των κοινοτήτων στους καθρέφτες. Σε αυτό το αλισβερίσι μαθαίνουμε να δουλεύουμε μαζί, να κοιμόμαστε και να τρώμε κάτω απ’ την ίδια στέγη, υπό τις ίδιες συνθήκες, χρησιμοποιώντας τα ίδια αποχωρητήρια, βαδίζοντας στην ίδια λάσπη και βρεχόμενοι από την ίδια βροχή. Είναι η πρώτη φορά που ένα επαναστατικό κίνημα διεξάγει ένα πείραμα τέτοιου είδους. Μέχρι τώρα η εκμάθηση μεταξύ επαναστατών αναπαρήγαγε τα πνευματικά πρότυπα της ακαδημαϊκής κοινότητας, με μια ψυχρή διαστρωμάτωση ανώτερων και κατώτερων. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Διδασκόμαστε με το δέρμα και τις αισθήσεις μας. 
Εν τέλει, υπάρχει το ζήτημα της μεθόδου ή της μορφής της εργασίας. Ο EZLN[6] γεννήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου εκπροσωπούνταν κάθετες και βίαιες σχέσεις που επιβάλλονταν από τους γαιοκτήμονες. Έμαθαν να εργάζονται οικογένεια προς οικογένεια, και κρυφά, καινοτομώντας τον τρόπο εργασίας των αντισυστημικών κινημάτων. Όταν ο κόσμος μοιάζει καθημερινά ολοένα και περισσότερο με στρατόπεδο συγκέντρωσης, οι μέθοδοί τους μπορεί να φανούν χρήσιμοι για όσους από εμάς συνεχίζουν να επιδίδονται με αποφασιστικότητα στη διαμόρφωση ενός νέου κόσμου.

Παραπομπές
 [1] Ισπανιστί hermanamiento, δηλαδή αδελφοποίηση. [2] Morelia: Πόλη του Μεξικού, πρωτεύουσα της πολιτείας Michoacán de Ocampo. [3] Caracoles: Οργανωμένες περιοχές των αυτόνομων κοινοτήτων των Zapatistas. [4] Votán: Λέξη προερχόμενη από τους Mayas που χρησιμοποιήθηκε από τους Zapatistas για να αναφερθούν σε κάθε μέλος της αυτόνομης κοινότητας. Σημαίνει «φρουρός και καρδιά του λαού/της γης». [5] Βλ. Juntas de Buen Gobierno, τα λεγόμενα δηλαδή Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης, οργανωμένα από το Στρατό των Zapatistas για την Εθνική Απελευθέρωση, τα οποία έδρασαν κυρίως στην πολιτεία Chiapas του Μεξικού. [6] EZLN: Αρχικά που αντιστιχούν στην ονομασία Ejército Zapatista de Liberación Nacional, δηλαδή Στρατός των Zapatistas για την Εθνική Απελευθέρωση. Μετάφραση: Κρυσταλένια Αμπρέου Τσιτσιρίκου 

Ότι δεν έχει ούτε βάρος ούτε μέτρο είναι η περιουσία μου (αναδημοσίευση)


Υπάρχουν κυρία μου σε ότι αφορά αυτό τον κόσμο,τρεις διαφορετικές θεωρίες-πως όλα είναι έργο της Τύχης ,πως όλα είναι έργο του Θεού και πως όλα είναι έργο πολλών πραγμάτων που συνδυάζονται ή συγκρούονται.

Σκεφτόμαστε,γενικά,σύμφωνα με την ευαισθησία μας,κι έτσι όλα γίνονται για μας ένα ζήτημα καλού και κακού. εδώ και πολύ καιρό υφίσταμαι κι εγώ ο ίδιος τρομερές συκοφαντίες εξαιτίας αυτής της ερμηνείας. Φαίνεται ότι ποτέ δεν πέρασε από κανενός το μυαλό πως οι σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα -αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν πράγματα και σχέσεις- παραείναι πολύπλοκες για να τις εξηγήσει ένας Θεός ή ένας Διάβολος, ή για να τις εξηγήσουν και οι δυο.

Είμαι ο σεληνιακός αφέντης του κάθε ονείρου,ο επίσημος μουσικός της κάθε σιωπής. Θυμάστε τι σκέφτεστε όταν είστε μόνη μπροστά σε ένα απέραντο τοπίο από δέντρα και φεγγαρόφωτο; Δε θυμάστε, γιατί έχετε σκεφτεί εμένα, αλλά, οφείλω να σας πω, δεν υπάρχω στα αλήθεια.Δεν έχω ιδέα αν υπάρχει οτιδήποτε.

Οι αόριστοι πόθοι, οι μάταιες επιθυμίες,η αηδία που προκαλούν τα τετριμμένα, ακόμα κι αν τα αγαπάμε,η ενόχληση από κάτι που δεν ενοχλεί-όλα αυτά είναι έργα δικά μου, που γεννιούνται όταν, ξαπλωμένος στις όχθες των ποταμών της αβύσσου, σκέφτομαι ότι κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τίποτα.Και τότε η σκέψη μου κατεβαίνει, σαν γάργαρο κύμα,στις ψυχές των ανθρώπων κι εκείνοι νιώθουν διαφορετικοί από τον εαυτό τους.

Είμαι το αιώνιο Διαφορετικό, το αιώνιο Αναβληθέν, το Περιττό της Αβύσσου.
Έμεινα έξω από τη δημιουργία. Είμαι ο θεός των κόσμων που υπήρξαν πριν από τον κόσμο. Η παρουσία μου στο σύμπαν είναι παρουσία απρόσκλητου.

Κουβαλάω μέσα μου τις αναμνήσεις πραγμάτων που δεν κατόρθωσαν ποτέ να υπάρξουν, κι όμως ήταν έτοιμα να υπάρξουν.

Η αλήθεια, όμως είναι ότι δεν υπάρχω, ούτε εγώ ούτε τίποτα άλλο. Όλο αυτό το σύμπαν και τα άλλα σύμπαντα, με τους διάφορους Πλάστες και τους διάφορους Σατανάδες τους-περισσότερο ή λιγότερο τέλειους και εκπαιδευμένους- είναι κενά μέσα στο κενό, μηδενικά που περιστρέφονται,δορυφόροι την άχρηστη τροχιά του τίποτα......................
Όπως η νύχτα είναι το βασίλειό μου, το όνειρο είναι το κτήμα μου.

...ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΥΤΕ ΒΑΡΟΣ ΟΥΤΕ ΜΕΤΡΟ ΕΙΝΑΙ Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΟΥ.......

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Έχω, άρα υπάρχω (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής της 24/8/2013

Ένα ακόμη φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Το φάντασμα του πλειστηριασμού. Μαζί του πλανιούνται και τα φαντάσματα της κατάσχεσης -αν και για πολλούς δεν είναι πια φαντάσματα, αλλά απτή πραγματικότητα-, του κουρέματος των καταθέσεων, της απαλλοτρίωσης κάθε μορφής ιδιοκτησίας και περιουσίας. Είναι σαν να μας κάνει πλάκα η Ιστορία. Περίπου 165 χρόνια από τη συγγραφή του «Κομμουνιστικού μανιφέστου», στο οποίο διατυπώθηκε η πιο ευθεία και κατηγορηματική απειλή κατά της «ατομικής ιδιοκτησίας», αυτή απειλείται με ανάλογη ευθύτητα και κατηγορηματικότητα από τους υποτιθέμενους εγγυητές της. 

Αν το καλοσκεφτούμε, για δύο τουλάχιστον αιώνες, η ανθρωπότητα κυλίστηκε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο αίμα και στη λάσπη για να υπερασπιστεί μεταξύ άλλων αυτό το υποτιθέμενο ιερό και απαραβίαστο δικαίωμα. Η ιδιοκτησία μπορεί να προϋπήρχε για χιλιετίες, αλλά ήταν ο καπιταλισμός, ο αστικός πολιτισμός που το αναγνώρισε ως δικαίωμα σε κάθε άτομο, εφάμιλλο του habeas corpus. Στη θρησκεία της ατομικής ιδιοκτησίας, άλλωστε, υπάρχει μια σταθερή συνάρτηση ανάμεσα στο «να είσαι» και στο «να έχεις». Η ιδιοκτησία μάς θυμίζει ότι υπάρχουμε. Έχω, άρα υπάρχω. 

Αλλά, ως γνωστόν, η αναγνώριση ενός δικαιώματος δεν σημαίνει αυτόματα και την άσκησή του. Για την ακρίβεια, η αναγνώριση της απόλυτης ελευθερίας να αποκτήσει κανείς όσο περισσότερα περιουσιακά στοιχεία μπορεί, πολύ περισσότερα από όσα αρκούν για να του θυμίζουν ότι υπάρχει, σήμανε ταυτόχρονα την ελευθερία να τα στερήσει από πολλούς άλλους. Η εδραίωση του καπιταλισμού στον δυτικό κόσμο και πέραν αυτού τους δύο τελευταίους αιώνες συνοδεύτηκε από μια τρομακτική χρήση αυτής της «ελευθερίας». Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι έγιναν στο όνομά της προλετάριοι, κατά τη ρωμαϊκή κυριολεξία του όρου, δηλαδή άτομα που δεν έχουν να διαθέσουν τίποτε άλλο στο κράτος πέρα από τους απογόνους τους. Κι αυτή η εξέλιξη, αποτυπωμένη στην αθλιότητα διαβίωσης των πληθυσμών στις μητροπόλεις του καπιταλιστικού θαύματος, ωθούσε τους κομμουνιστές του 19ου αιώνα να εκτοξεύουν τα φλογερά πυρά τους κατά της ατομικής ιδιοκτησίας, μέσω του «Μανιφέστου»: «Σας πιάνει τρόμος γιατί θέλουμε να καταργήσουμε την ατομική ιδιοκτησία. Μα στη σημερινή σας κοινωνία η ατομική ιδιοκτησία έχει καταργηθεί για τα εννιά δέκατα των μελών της. Και υπάρχει ίσα- ίσα γιατί δεν υπάρχει για τα εννιά δέκατα. Μας κατηγορείτε, λοιπόν, ότι θέλουμε να καταργήσουμε μιαν ιδιοκτησία που προϋποθέτει σαν απαραίτητο όρο την έλλειψη της ιδιοκτησίας για την τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας. Με μια λέξη, μας κατηγορείτε γιατί θέλουμε να καταργήσουμε τη δικιά σας ιδιοκτησία. Ναι, αυτό θέλουμε». 

Αλλά, όπως είπαμε, η Ιστορία μάς κάνει πλάκα. Αυτό που ήθελαν οι κομμουνιστές του 19ου αιώνα το θέλουν και θα το κάνουν οι φιλελεύθεροι του 21ου αιώνα. «Θα μας πάρουνε τα σπίτια», ήταν η υστερική κραυγή που για δεκαετίες συμπύκνωνε λαϊκιστί την καθεστωτική προπαγάνδα του αστικού κόσμου, από τη φασίζουσα μέχρι τη φιλελεύθερη εκδοχή του, εναντίον κάθε αριστερού ή αριστερόστροφου ρεύματος το οποίο αποκτούσε επιρροή στην κοινωνία. Ακόμη και στις τελευταίες εκλογές, η χονδροειδής επιχειρηματολογία περί των καταστροφικών επιπτώσεων από μια επικράτηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων γαργαλούσε το λαϊκό ένστικτο της ιδιοκτησίας, με τις αναφορές στο ενδεχόμενο να χαθούν οι καταθέσεις των αποταμιευτών ή να απαξιωθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία από μια βίαιη έξοδο από την Ευρωζώνη. Βεβαίως, οι κάπως παλιότεροι ίσως θυμούνται ότι τέτοιες χοντράδες ακούγονταν από χούλιγκαν του φιλελευθερισμού και της παραδοσιακής Δεξιάς ακόμη και επί επέλασης του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, παρ’ ότι η πράσινη πλημμυρίδα δεν περιείχε ίχνος απειλής κατά της ιδιοκτησίας. Ίσα ίσα που φρόντισε να διαχυθεί σε όλο το κοινωνικό σύμπαν, έστω και με τη στοιχειώδη μορφή του ενυπόθηκου διαμερίσματος. 

Η Ιστορία κάνει πλάκα, λοιπόν, με την αντιστροφή ρόλων ανάμεσα στους πόλους Αριστεράς και Δεξιάς. Η Αριστερά εμφανίζεται πρόθυμη να προτάξει τα στήθη της για να μη θιγεί το δικαίωμα στην ιδιόκτητη κατοικία, ενώ η Δεξιά εγκαταλείπει ένα από τα πιο εμβληματικά ιδεολογικά της προπύργια, συζητώντας τρόπους άρσης ή χαλάρωσης του προστατευτικού πλαισίου της ενυπόθηκης κατοικίας. Δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, είναι η νέα παγκόσμια συνθήκη επιβίωσης του καπιταλισμού, που παίρνει πίσω όσα γενναιόδωρα έδωσε στις υποτελείς τάξεις κατά τη μακρά μεταπολεμική, κεϊνσιανή παρένθεση. Είναι μια ιδιότυπη προσχώρηση των υπερασπιστών του καπιταλισμού της αγοράς στο δόγμα του αναρχικού Προυντόν: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, εφόσον δεν έχεις να πληρώσεις τις δόσεις του στεγαστικού σου δανείου. Και το κλοπιμαίο επιστρέφεται στους πραγματικούς ιδιοκτήτες του, στις τράπεζες. 

Αν ήμασταν στον 19ο αιώνα, οπότε η Ευρώπη πλημμύριζε από ανέστιους και πένητες που ξεριζώνονταν από τη γη και τις αγροικίες τους για να γίνουν εργάτες, δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Το πρόβλημα θα αφορούσε μια μικρή μειοψηφία κατόχων ιδιόκτητης κατοικίας. Ωστόσο, τον αιώνα που μεσολάβησε έχει συμβεί το ιστορικό παράδοξο ο καπιταλισμός της Δύσης να έχει υιοθετήσει και υλοποιήσει τρόπον τινά το πρόγραμμα του αναρχικού Προυντόν για τη λύση του προβλήματος της κατοικίας. Αν και πολέμιος της ιδιοκτησίας, ο Προυντόν πρότεινε ένα είδος ομοιοπαθητικής για την απαλλαγή από τα δεινά άνισης κατανομής της. Αυτός και οι οπαδοί του ζητούσαν να γίνουν ΟΛΟΙ ιδιοκτήτες τουλάχιστον της κατοικίας τους, αντικαθιστώντας τη μίσθωσή της με τη σταδιακή απόκτησή της, έναντι του ποσού που αντιστοιχούσε στο ενοίκιο. Η πρόταση τροφοδότησε, ως γνωστόν, τη σφοδρή πολεμική του Φρίντριχ Ένγκελς, με τα άρθρα του «Για το ζήτημα της κατοικίας». Ο Ένγκελς κατατρόπωσε τους προυντονιστές, αλλά ο Προυντόν κατά παράδοξο τρόπο επιβεβαιώθηκε. Χάρη στη χρηματοπιστωτική έκρηξη, ιδιαίτερα της μεταπολεμικής περιόδου, στη θέση των ιδιοκτητών-εκμισθωτών κατοικίας μπήκαν οι τράπεζες, στη θέση του ενοικίου η δόση του δανείου κι έτσι οι περισσότεροι φτωχοί και ανέστιοι μισθωτές κατοικιών έγιναν ιδιοκτήτες. Η υποσημείωση της ιστορίας που δεν προσέχθηκε, ιδιαιτέρως όσο οι κοινωνίες επέπλεαν στην ψευδαίσθηση της εγγυημένης ευημερίας, ήταν ότι στη θέση της απειλής έξωσης για τα απλήρωτα νοίκια υπεισήλθε η απειλή κατάσχεσης για τις απλήρωτες δόσεις. 

Εν ολίγοις, δεν είμαστε όλοι τόσο ιδιοκτήτες όσο δείχνουμε, είμαστε χρήστες των κατοικιών για μία περίπου γενιά, όσο διαρκεί μια δανειακή σύμβαση, και πάντως μέχρι να χτυπήσει την πόρτα ο δικαστικός κλητήρας. Το αν οι τράπεζες έχουν τους λόγους τους να το αποφεύγουν αυτό μαζικά είναι άλλο ζήτημα. Πάντως, σ’ αυτή την παραπλανητική εικόνα στηρίζεται και ο αστικός μύθος περί πλουσίου ευρωπαϊκού Νότου με ποσοστά ιδιοκατοίκησης έως 90% και φτωχού Βορρά, με αντίστοιχα ποσοστά κάτω του 50%. Αφαιρώντας τις ενυπόθηκες κατοικίες, το πραγματικό ποσοστό ιδιοκτησίας -και όχι ιδιοκατοίκησης- στον Νότο είναι λίγο πάνω από το 50%. Αν ίσχυε αυτή η αστική μπαρούφα, οι πλουσιότεροι Ευρωπαίοι θα ήταν οι Ρουμάνοι, με ποσοστό ιδιοκατοίκησης 97% και οι φτωχότεροι οι Γερμανοί, με ποσοστό μόλις 43%. Και στο κάτω κάτω, αν το 57% των Γερμανών μένουν στο νοίκι, σε ποιον ανήκουν τα σπίτια που κατοικούν; Ποιοι είναι οι ζάμπλουτοι ιδιοκτήτες τους; Αυτό είναι προεκλογικό homework για την κ. Μέρκελ… 

Το συμπέρασμα είναι ότι η ιδιοκτησία που μας παραχωρήθηκε γενναιόδωρα από τον καπιταλισμό της ευημερίας για να μας θυμίζει ότι υπάρχουμε τελεί υπό την αίρεση αυτής της ευημερίας. Όταν το χρειάζεται ο ίδιος αυτός «γενναιόδωρος» οικονομικός πολιτισμός μπορεί να αμφισβητήσει ακόμη κι αυτή την ελάχιστη πολυτέλεια, την υπενθύμιση της ύπαρξής μας μέσω της ιδιοκτησίας. Οπότε καταλήγουμε στο ζοφερά επίκαιρο συμπέρασμα του «Μανιφέστου» που παραθέτω στις «Θεωρίες για την υπεραξία». Έχει κανείς να προτείνει κάτι σαφέστερο και πιο εύγλωττο; 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
Ο εργάτης πέφτει στην αθλιότητα και η μαζική αθλιότητα αυξάνει ακόμη πιο γρήγορα από τον πληθυσμό και τον πλούτο. Έτσι, γίνεται φανερό ότι η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλει στην κοινωνία σαν ρυθμιστικό νόμου τους όρους ύπαρξης της τάξης της. Είναι ανίκανη να κυριαρχεί, γιατί είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στον σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμη και μέσα στη σκλαβιά του, γιατί είναι υποχρεωμένη να τον ρίξει ως την κατάσταση που θα χρειάζεται να τον τρέφει αυτή, αντί να τρέφεται η ίδια απ’ αυτόν. Η κοινωνία δεν μπορεί πια να ζήσει κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή η ύπαρξη της κοινωνίας δεν συμβιβάζεται άλλο με την ύπαρξη της αστικής τάξης. 
Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» 

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

TERRA INCOGNITA: Νεκρές φύσεις των πυρακτωμένων καλοκαιρινών τοπίων… (αναδημοσίευση)


Γράφει ο Μάκης Γεωργιάδης

Πυρακτωμένος ο Αύγουστος θαρρείς πως βάζει φωτιά στους ίδιους τους ίσκιους. Των ανθρώπων και των αντικειμένων ολόγυρα. Δεν είναι αλήθεια οδυνηρό να διαπιστώνεις περπατώντας μέσα στο λιοπύρι πως ακόμη και ο ίσκιος σου έχει χαθεί; Πως δε σε συντροφεύει πια ούτε η εξ αντανακλάσεως μοναδικότητα που προκαλεί το φως; Μέρα μεσημέρι σε έναν κόσμο χωρίς ίσκιους δεν παραπέμπει ευθέως στο σκοτάδι; Μικρές σκέψεις ακατέργαστης ανοησίας… 

Οι ίσκιοι που χάνονται δεν είναι τίποτα άλλο παρά ανθρώπων οι οποίοι λουσμένοι από το καλοκαιρινό φως μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με νεκρές φύσεις αποτυπωμένες στον καμβά ενός άγνωστου και υπερδραστήριου ζωγράφου. Νεκρές φύσεις σαν μια αμείλικτη συνέχεια της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Των ναπάλμ στο Γράμμο και στα περίχωρα του Μάι Λάι…

Οι νεκρές φύσεις που αποτυπώνουν τη βεβαιότητα της καταστροφής και της βαρβαρότητας όταν συμπλέκονται σφιχταγκαλιασμένες με το θάνατο.

Ζωή με βεβαιότητες, δομημένη πάνω σε βεβαιότητες. Μικρά απίθανα τουβλάκια να περιστοιχίζουν σταδιακά για χρόνια την κάθε ατομική έγκλειστη και ψευδεπίγραφη ευτυχία. Με τη βεβαιότητα ότι πρόκειται περί απόρθητου κάστρου ώσπου αυτό να καταρρεύσει χωρίς καν να κάνει πάταγο. Ομοίως όπως καταρρέουν τα παιδικά παλάτια και τα κάστρα που χτίζονται στην άμμο και μετά έρχεται το κύμα για να διαλύσει και να τα σκεπάσει αλύπητα….

Έτσι έρχεται το κύμα για να καταπιεί φωνές και γέλια παιδικά και ο ήλιος να μεσουρανεί καίγοντας θαρρείς τους ίδιους τους ίσκιους. Αποτεφρώνοντας βεβαιότητες και νομοτέλειες. 
Είναι εκπληκτικό πόσο αμέριμνα και χαρούμενα τα παιδιά παίζουν με τα κάστρα στην άμμο με τη δική τους βεβαιότητα ότι δεν θα τα γκρεμίσει το κύμα. Κι αν τυχόν τα γκρεμίσει ξανά από την αρχή. Με αυτήν την ίδια την παιδική αφέλεια χτίσανε και οι ενήλικες τον δικό τους κόσμο και τώρα που το κύμα ξεπέρασε τους κυματοθραύστες διαλύεται ο κόσμος μέσα από τη διάψευση των βεβαιοτήτων.

Σωροί ερειπίων οι χτεσινές βεβαιότητες. Μέσα στον ορυμαγδό ίσως και να προλαβαίνεις να αναρωτιέσαι. Υπάρχουν ζωές για ξόδεμα; Ζωές πεταμένες στα αζήτητα, παρανάλωμα και καύσιμη ύλη μιας τερατόμορφης μηχανής με τα χαρακτηριστικά του κράτους και τη μυρωδιά αιματοβαμμένου χρήματος;
Μα με πόση αφοπλιστική βεβαιότητα μπορεί κάποιος να απαντήσει: ναι. Σε όποια πλευρά του ποταμού κι αν βρίσκεται. Οι μεν ομολογούν πως υπάρχουν κραυγάζοντας με αγωνία και οι δε το ομολογούν χωρίς αιδώ πια. Με κυνισμό και απίστευτη χυδαιότητα.

Ναι. Μονάχα αναλώσιμες ζωές υπάρχουν πια. Στο «θαύμα» του λιμανιού της COSCO, στα διαλυμένα εργοστάσια. Στα φραουλοχώραφα όλης της Ελλάδας και όχι μόνο της Μανωλάδας. Εσχάτως υπάρχουν ζωές για πέταμα και στις ρόδες των ηλεκτρικών λεωφορείων. Υπάρχουν ζωές για ξόδεμα. Τόσο που η μοναδική βεβαιότητα να είναι πια η βαρβαρότητα.

Οι ίδιοι οι δρόμοι της ιστορίας είναι πια πυρακτωμένοι. Ανθρώπινες μορφές χωρίς τον ίσκιο τους να τους συνοδεύει μοιάζουν με οντότητες που έχουν πια απολέσει τη βεβαιότητα ότι παραμένουν άνθρωποι. Μοιάζουν πια με ψυχές περιπλανώμενες αιωνίως σε ένα δαντικό καθαρτήριο. Εγκλωβισμένοι σε ένα χώρο μεταξύ παραδείσου και Κόλασης σε μια κοινωνία λύκων η οποία καθημερινά βουλιάζει ολοένα και περισσότερο. 
Οι καθημερινές διαψεύσεις των χτεσινών βεβαιοτήτων και η αδυναμία να στηριχτείς σε ένα άλλο σύστημα νομοτελειών προδικάζει τη μεγάλη μάχη που είναι μπροστά. Ο καθένας είναι πια το ενεργό υποκείμενο της ιστορίας και είναι στο χέρι του και επιλογή του να κάνει το βήμα για να ξεκολλήσει ο τροχός από τις λάσπες.

Δεν υπάρχει όμως προεξοφλημένη βεβαιότητα για την επιτυχία. Αυτό βάζει και τα δύσκολα. Όταν μάθεις να ζεις με τις βεβαιότητες είναι δύσκολο να εγκαταλείψεις την πρακτική του χτες. Ίσως πάρει καιρό να πάρουν σχήμα και μορφή οι νέες καταστάσεις που κι αυτές με τη σειρά τους αναπότρεπτα θα οδηγήσουν στην οικοδόμηση νέων βεβαιοτήτων πέρα από τη βαρβαρότητα και την εκμετάλλευση. Ίσως να πάρει πολύ καιρό… 

Μόνο για μια βεβαιότητα δεν πρέπει σε όλο αυτό το διάστημα να πάψεις να είσαι σίγουρος όσο κι αν σε ωθούν να το κάνεις. Να απωλέσεις τη σιγουριά και τη βεβαιότητα πως είσαι άνθρωπος. Άνθρωπος ναι, με άλφα κεφαλαίο και όχι ένας ασήμαντος αριθμός όπως προσπαθούν να σε πείσουν. Άνθρωπος που η ζωή του έχει αξία και όχι κάποια τιμή την οποία καθορίζουν ασφαλιστικές εταιρείες. Άνθρωπος που η ζωή του δεν είναι για ξόδεμα, αλλά αν είναι να ξοδευτεί ας είναι για να γυρίσει ο τροχός της Ιστορίας και όχι για την πλουσιοπάροχη επιβίωση των δυναστών αυτού του κόσμου.
Αν και σε αυτήν την περίπτωση η σωστή λέξη δεν είναι το ξόδεμα αλλά η αυτοθυσία…