του Γιάννη Μακριδάκη
Όποτε μπω στο διαδίκτυο για να ενημερωθώ περί των ειδήσεων της συστημικής μας επικαιρότητας, νιώθω ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο έντονα ότι όλο αυτό το σύμπαν δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα και τη ζωή.
Κι επειδή στο μούρκι που ζω δεν έχω σύνδεση στο δίκτυο, διανύω περπατώντας μια απόσταση χιλιομέτρου περίπου μέχρι το κοντινότερο σημείο σύνδεσης κι έτσι έχω όλον το χρόνο να σκεφτώ αυτή μου τη μετάβαση από τη ζωή των πλασμάτων στο φιάσκο των καταναλωτών.
Βγαίνω, περπατώντας, από τον κόσμο του οικοσυστήματος, από την λιτή και σε απόλυτη αρμονία με τα άλλα πλάσματα ζωή, βγαίνω από τον κόσμο της αργής φυσικής ανάπτυξης, της οποίας είμαι παρατηρητής αλλά και συμμέτοχος και εισέρχομαι εντός ολίγων λεπτών σε έναν κόσμο γεμάτο βία κάθε μορφής, ανισόρροπο, καταφανώς άδικο και, ακόμα πιο εμφανώς, μάταιον. Σε ένα σύστημα που, αντιθέτως από τη φύση, έχει ως κύριο γνώρισμα την βίαιη ανάπτυξη, τον βίαιο γιγαντισμό, σε ένα σύστημα που ενσαρκώνεται από δίποδα όντα τα οποία δεν έχουν χρόνο να νιώσουν πια, μόνο σκέφτονται, λογαριασμούς κάνουν συνέχεια, προσθέσεις κι αφαιρέσεις μέσα σε μια μίζερη επανάληψη οκταώρων.
Κι αναρωτιέμαι τότε, εκείνες τις στιγμές της μετάβασής μου από το ένα σύστημα στο άλλο, τις στιγμές που περπατώ και, ανασαίνοντας τη φύση γύρω μου, ο θάνατος πάντα έρχεται να μου θυμίσει πως ζει και καρτερεί τους πάντες, αναρωτιέμαι λοιπόν εκείνες τις στιγμές πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να μην έχουν πάνω απ’ όλα κάθε μέρα τον ανθρώπινο εαυτό τους, το πρόσκαιρο, φθαρτό, θνητό Είναι τους αλλά να νιώθουν αθάνατοι κι έτσι να λειτουργούν, σαν να μην τους αφορά η ζωή, να την αφήνουν για άλλη μέρα, για κάποια επόμενα χρόνια, όταν θα πάρουν σύνταξη ας πούμε ή όταν θα είναι έτοιμοι, όταν θα έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να… ζήσουν!
Ειλικρινά, το χω ξαναγράψει, απορώ. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η λύση των πάντων, η αποκαθήλωση της Ύβρης, το προσωπικό φορμάτ, η τρυφερή επανάσταση, με όποιαν ορολογία σας αρέσει πείτε το, εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία, η ομορφιά, η αγνότητα, η απλότητα, η λιτότητα, η αρμονία, η ταπεινότητα, η ευτυχία, η ζωή. Στην καθημερινή συνειδητοποίηση του θνητού μας Είναι, που πιθανότατα δεν έχει άλλη μέρα ζωής εκτός από σήμερα. Που έχει Χρέος να ζήσει, να νιώσει, να οσφρανθεί, να δει, να γευτεί, να πλημμυρίσει Φύση. Διότι, βρείτε μου έναν άλλο λόγο για τον οποίον ήρθαμε στη ζωή αν όχι για να κάνουμε ένα ταξίδι σ’ αυτό το υπέροχο αρμονικό σύμπαν του οικοσυστήματος, βρείτε μου έναν άλλον λόγο που γεννηθήκαμε. Προσωπικά, όσο κι αν το σκέφτηκα, όσο κι αν το έψαξα, στα 42 χρόνια της ζωής μου δεν έχω άλλην αιτία που γεννήθηκα πλην του να δω αυτό το θαύμα της Φύσης γύρω μου, να αποτελέσω μέρος του κι εγώ με τη ζωή μου και να φύγω αφήνοντάς το όσο γίνεται ανέγγιχτο για να το δουν κι οι κατοπινοί
Σήμερα το πρωί πάλι, καθώς βάδιζα, ό,τι που χε χαράξει, πάνω στην παραλία των Μαγεμένων, δίπλα στο κύμα, ανάμεσα στα πουλιά και στης γης τα φυντάνια, ένας απ’ όλους κι εγώ, μια ανεπαίσθητη ύπαρξη μέσα στην πανδαισία κινήσεων, ήχων, ψυχών, εκεί ένιωσα καθαρά ότι τη συνειδητότητα αυτή του Είναι σου την αποκτάς μονάχα όταν ζεις στη φύση, ανάμεσα στα τόσα πολλά και διαφορετικά από σένα θνητά πλάσματα, κι όχι όταν ξυπνάς τα πρωινά της ζωής σου εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος και βλέπεις γύρω σου μονάχα άψυχα αντικείμενα και άλλα όμοιά σου.
Εκεί την πάτησε ο άνθρωπος και τώρα, χρόνια μετά το κακό, ψάχνει λύσεις μάταια.