από τον ΚΙΜΠΙ
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 5/10/2013
Το ιστορικό-φιλοσοφικό επεισόδιο είναι γνωστό, πρόσφατα έγινε και ταινία. Η Γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ αναλαμβάνει το 1962, για λογαριασμό του αμερικανικού περιοδικού «New Yorker», να παρακολουθήσει τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν, ενός εκ των εμπνευστών και εκτελεστών του Ολοκαυτώματος, στην Ιερουσαλήμ. Η πολύμηνη δίκη και η διεισδυτική παρατήρησή της από την Άρεντ απέδωσαν το κλασικό, αν και αμφιλεγόμενο στην εποχή του, δοκίμιο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: έκθεση για την κοινοτοπία του κακού».
Η άποψη της Άρεντ, που προκάλεσε υστερικές αντιδράσεις από ετερόκλητες πλευρές, ήταν ότι το απόλυτο κακό μπορεί να συντελεστεί από εντελώς «κανονικούς» ανθρώπους, ανθρώπους σαν όλους μας. Αξιοπρεπείς συζύγους, τρυφερούς γονείς, φιλότιμους γραφειοκράτες ή ανθρώπους «σοκαριστικής μετριότητας», όπως λέει η Άρεντ, υποταγμένους ωστόσο στο καθήκον να τηρούν κανόνες, διαταγές, εντολές, όσο παράλογες κι απάνθρωπες κι αν είναι. Ο ίδιος ο Άιχμαν, κατά την ανάκρισή του, δήλωσε πως είχε ζήσει όλη τη ζωή του σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες του Καντ, κι ιδιαίτερα με βάση την καντιανή αντίληψη για το καθήκον.
Η άποψη της Άρεντ σόκαρε τότε, αν και αποτύπωνε με ακρίβεια το φαινόμενο της μαζικής συμμετοχής κανονικών, αξιοπρεπών, μετρίων Γερμανών -και όχι μόνον- στα ανήκουστα εγκλήματα της ναζιστικής μηχανής. Οι άνθρωποι αυτοί -όχι χιλιάδες, αλλά εκατομμύρια- δεν ήταν, σύμφωνα με την Άρεντ, ενσαρκώσεις του απόλυτου κακού, αλλά τρομακτικά φυσιολογικοί άνθρωποι που συμμετείχαν σε τερατώδεις πράξεις κάνοντας απλώς το καθήκον τους: υπακούοντας στον νόμο του ναζιστικού κράτους, στην πιο αποκρουστική «νομιμότητα» που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός.
Καθώς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη το λαϊκό υπερθέαμα «εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής», με πλούσιες λεπτομέρειες για το πώς δρούσαν, πώς συζητούσαν στο τηλέφωνο, πώς εξέφραζαν τον φόβο ή τον θυμό τους, πώς βιοπορίζονταν, πώς πέρασαν τα πρώτα βράδια τους στο κρατητήριο, τι έφαγαν, τι ανέβασαν στο Facebook, τι «τουίταραν» πρωταγωνιστές και κομπάρσοι της ναζιστικής οργάνωσης, ερχόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με την κοινοτοπία του κακού. Είδαμε την κόρη του «φίρερ» να υπερασπίζεται τον πατέρα της, τη σύζυγό του να αντιδρά σαν πληγωμένη μαινάδα στη σύλληψή του. «Ακούσαμε» μέλη και στελέχη να συνομιλούν στα τηλέφωνα -με φράσεις στραμπουληγμένες-, να εναλλάσσουν τους φόβους τους για το στρίμωγμα της Χ.Α. με κουτσομπολιά για τους αρχηγούς της, σχόλια για γνωστούς τους και εντελώς κοινότοπες πληροφορίες: για την εφορία, για την ουρά στον ΟΑΕΔ, για ένα γεύμα με φίλους, για μια έξοδο σε κλαμπ, για εμπειρίες από τις «θύρες» ποδοσφαιρικών ομάδων.
Αυτοί οι «τρομακτικά φυσιολογικοί» άνθρωποι, νέοι, ώριμοι ή μεσήλικες, εργαζόμενοι, άνεργοι ή λαθρόβιοι, εντασσόμενοι στη δομή της νεοναζιστικής οργάνωσης κατά την τελευταία τριετία, οπότε εισέβαλε στο πολιτικό προσκήνιο και τελικά πέτυχε την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση, διαπίστωσαν μια πολύπλευρη νομιμοποίηση όσων παράλογων τους απαιτούσε η ηγεσία τους.
Πέτυχαν πολύ περισσότερα από τα 15 λεπτά τής κατά Γουόρχολ δικαιούμενης δημοσιότητας. Το lifestyle τους έγινε τηλεοπτικό ρεπορτάζ, τα στελέχη τους εισέβαλαν ακόμη και στα πρωινάδικα, τα τραμπούκικα σόου τους (βλέπε χαστούκι Κασιδιάρη) αντιμετωπίστηκαν σαν διασκεδαστικά χάπενινγκ, τα ρατσιστικά τους πογκρόμ είχαν αναπάντεχη ανοχή από Αρχές και κοινωνία, η ρατσιστική τους «φιλανθρωπία» αντιμετωπίστηκε με ανομολόγητη εύνοια από ΜΜΕ. Το αντι-μεταναστευτικό τους πρόγραμμα κατέκτησε ιδεολογική ηγεμονία, όταν ώθησε ακόμη και τον σημερινό πρωθυπουργό να χαρακτηρίσει «τυράννους της κοινωνίας» τους λαθρομετανάστες και να υπόσχεται ότι «θα ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας από τα γκέτο των παράνομων μεταναστών». Το κόμμα τους πολλαπλασίασε τους οικονομικούς του πόρους, επίσημους και μαύρους, ανέπτυξε σχέσεις διαπλοκής με μικρομεσαίους -και όχι μόνο- επιχειρηματικούς θυλάκους και αξιοποίησε τις νέες οικονομικές δυνατότητες για να χρηματοδοτήσει ένα ευρύτατο σύστημα πελατείας όχι πολύ διαφορετικό απ’ αυτά που είχαν αναπτύξει εδώ και δεκαετίες τα κόμματα εξουσίας.
Αλλά, το σημείο καμπής είναι η δημοσκοπική εκτόξευση της Χ.Α. που εισάγει στα μέλη της την προσδοκία-μικρόβιο της εξουσίας («έχουμε εκτοξευτεί μ’ όλα αυτά, κυβέρνηση θα ’μαστε τώρα», λέει σε μια από τις αποκαλυφθείσες τηλεφωνικές συνομιλίες μέλος της Χ.Α., προφανώς με έξαψη που δεν αποτυπώνεται στο χαρτί). Κι αυτή η προσδοκία της εξουσίας επωάστηκε, όταν η κρατική ανοχή μετατράπηκε σε φλερτ και ο γραμματέας της κυβέρνησης χαρακτήρισε «απευκταία, αλλά όχι απίθανη τη συνεργασία με τη Χ.Α.». Και δεν ήταν ο μόνος.
Όλα αυτά ύφαναν ένα ευρύχωρο κουκούλι νομιμότητας στη δράση των νεοφασιστών. Ουσιαστικά, σήμαναν τη μετάλλαξη της Χ.Α. από ένα «αντισυστημικό» σε ένα «συστημικό» κόμμα, με την έννοια ότι η αδιανόητη δράση της στο σκοτάδι των δρόμων υπηρετούσε έναν διόλου αδιανόητο για κάθε κόμμα στόχο: την εξουσία. Εν ονόματί της τα κόμματα εξουσίας εδώ και δεκαετίες έκαναν χιλιάδες αδιανόητα πράγματα: μίζες, διασπάθιση δημοσίου χρήματος, παράνομες συναλλαγές, ξέπλυμα, ρουσφέτια, φωτογραφικοί νόμοι, απάτες, ψεύδη, διαφθορά. Και φυσικά ευθύνονται για το συλλογικό έγκλημα της καταβαράθρωσης της κοινωνίας στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα. Το «κακό» γίνεται κοινότοπο, σε εκδοχές αιματηρές ή όχι, σε κάθε επαφή με την εξουσία. Καμιά φορά αρκεί και η απόμακρη ευωδία της.
Η προοπτική της εξουσίας αποτέλεσε την πιο ισχυρή βάση νομιμοποίησης της «κοινοτοπίας του κακού» που διατρέχει τη δράση μελών και στελεχών της Χ.Α., με τον ίδιο τρόπο που τη νομιμοποιούσε για τα σημερινά κόμματα εξουσίας. Η εξαφάνιση της προσωπικής ηθικής, αυτής που ανταποκρίνεται στους στοιχειώδεις κανόνες της «κοινοτοπίας του καλού» (ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις…), έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ποτέ η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας κατά την επέλαση των κομματικών στρατών εξουσίας και των πελατειακών παρελκομένων τους στο κράτος. Έγινε μια απεχθής ρουτίνα με την οποία εξοικειώθηκε επικίνδυνα και η πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία αναλάμβανε και μερίδιο πολιτικής συνενοχής διά της ψήφου της.
Το πρόβλημα, λοιπόν, με το «κακό» είναι ότι έχει γίνει προ πολλού ανησυχητικά κοινότοπο. Βρίσκεται σε διαδικασία ώσμωσης με την «κοινοτοπία του καλού» από την εποχή που αυτή διέρρηξε και τους τελευταίους δεσμούς με στοιχειώδεις ηθικούς κώδικες και κανόνες που δέσμευαν δημόσια πρόσωπα και θεσμούς (συμβολικό σημείο καμπής η διακήρυξη Βουλγαράκη ότι «το νόμιμο είναι και ηθικό»). Μόνο που οι νεοναζί έκαναν ένα ποιοτικό άλμα, εντάσσοντας στην «κοινοτοπία του κακού» την παραβίαση της πιο θεμελιώδους απαγόρευσης στις πολιτισμένες κοινωνίες. Του φόνου. Αν ακόμη κι ο φόνος γίνει κοινότοπος -ως κομματικό ή εθνοφυλετικό καθήκον, ως αιματηρή προπαγάνδα, ως εκφοβισμός των αντιπάλων-, ανοίγουν οι πύλες της κόλασης.
Όταν έχεις τόσο ευρεία και βαθιά καταστροφή του κοινωνικού ήθους, ο κίνδυνος ν’ ανοίξουν αυτές οι πύλες είναι υπαρκτός. Η Χ.Α. αλιεύει όχι στην ελπίδα, αλλά στην απελπισία. Και η απελπισία τσακίζει την προσωπική ηθική, το έσχατο σύνορο αντίστασης του «καλού». Η ίδια η Χάνα Άρεντ, συντετριμμένη από τη σύγχυση που προκάλεσε η αιρετική της διαπίστωση για τον «φυσιολογικό χασάπη Άιχμαν», επισήμανε: «Το μοναδικό μου σφάλμα είναι πως δεν τόνισα ότι το κακό δεν μπορεί να είναι ριζοσπαστικό. Το κακό ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό, μονάχα ακραίο. Ριζοσπαστικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό». Όσο κι αν φαίνεται κοινότοπο, απλοϊκό ή αφελές, η κοινωνία, οι κοινωνίες έχουν αυτήν ακριβώς την ανάγκη: να ανακαλύψουν απ’ την αρχή τον ριζοσπαστισμό του καλού. Δυστυχώς γι’ αυτές -δυστυχώς για μας- αυτή η «ανακάλυψη» βρίσκεται μακριά από τον διαγκωνισμό για την εξουσία…
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο συνήγορος υπεράσπισης δήλωσε, πριν από τη δίκη, ότι ο πελάτης του είχε την προσωπικότητα «ενός κοινού ταχυδρόμου». Ο Άιχμαν φαίνεται ότι είναι ένας τρομακτικά φυσιολογικός άνθρωπος. Όσο τερατώδεις κι αν ήταν οι πράξεις, ο δράστης δεν ήταν ούτε τερατώδης ούτε σατανικός, και το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τόσο στο παρελθόν όσο και στη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της δίκης και της ανακριτικής διαδικασίας ήταν κάτι ολότελα αρνητικό: δεν ήταν η ανοησία, αλλά μια παράξενη, σχεδόν αυθεντική ανικανότητα να σκεφτεί.
Χάνα Άρεντ, «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: έκθεση για την κοινοτοπία του κακού»