Καρδιά από κόπωση
Πολύ με εκνευρίζει όταν προσπαθώ να πληκτρολογήσω μερικές αράδες από φράσεις που πρέπει επειγόντως να διατυπωθούν, να αποθηκευτούν και να εκτυπωθούν εγκαίρως, αλλά τα δάκτυλά μου ιδρώνουν και γλιστράνε και πατάνε άλλα πλήκτρα από αυτά που θέλω να πατήσω. Ένα περίεργο πράγμα, είναι κάποιες τέτοιες στιγμές, που, όσες φορές κι αν σκουπίσω τον ιδρώτα από το δέρμα μου, αυτός δεν στεγνώνει με τίποτα, στέκω για ώρες έτσι, ολόκληρος, νωπός κι αλαφιασμένος. Αυτό βέβαια συνδυάζεται και με άλλα τέτοια αλλόκοτα συμπτώματα, όπως, ας πούμε, το ότι στα καλά καθούμενα νιώθω να με σφίγγουν οι κρόταφοί μου, είναι σαν κάποιος να στέκεται πίσω μου και ν’ ακουμπάει και τις δύο τις κάννες από όπλα ζεματιστά εκεί πέρα και τις στρίβει διαρκώς κι ολοένα και πιο μέσα και πάει να με πεθάνει. Μετά από λίγο, το σφίξιμο αυτό θα πάει παρακάτω και θα κάτσει στο λαιμό, αφαιρώντας κάθε ίχνος από το σάλιο μου, είναι λες και καταπίνω καρφιά που γδέρνουνε αργά κι επαναλαμβανόμενα τον οισοφάγο μου. Όσο η ώρα περνάει, όλα αυτά θα συνδυάζονται μεταξύ τους, με το χειρότερο να συμβαίνει μέσα στο στομάχι μου, που στριφογυρνάει και δένεται, λες κι είναι γόρδιος δεσμός, διπλώνεται κι αναδιπλώνεται, και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζομαι και πέφτω στο πάτωμα και δένομαι σαν κόμπος κι εγώ. Τότε είναι που τίποτε δεν πάει κάτω. Ούτε νερό, ούτε φαγητό, ούτε όρεξη, ούτε ανάσα, ούτε τίποτα. Κι είναι κι αυτή η καρδιά μου, η τραυματισμένη, που με κουφαίνει και χτυπάει δυνατά, λες κι ετοιμάζεται να σπάσει. Όπως κι εγώ που κοντεύω να σπάσω το άτιμο το πληκτρολόγιο, γαμώ τα πλήκτρα του, γαμώ, τα νευρά μου εντελώς έχουνε σπάσει. Κι αγχώθηκα.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, είναι κάμποσα τα χρόνια που κουβαλάω όλες αυτές τις περίεργες ψυχοσωματικές αντιδράσεις, θα έλεγα τελικά ότι ελάχιστα είναι τα διαστήματα στη ζωή μου που να με θυμάμαι χωρίς αυτά τα περίεργα ιδρώματα και τα σφιξίματα, ίσως μόνο τότε που δεν ήμουν παρά παιδάκι μικρό, σχεδόν βρέφος, τότε δηλαδή που έτσι κι αλλιώς ελάχιστα θα μπορούσα να θυμάμαι. Αλλά ακόμα κι από τους γονείς μου είχα να ακούω ιστορίες ολόκληρες για το πόσο ταλαιπωρήθηκαν να με αποκτήσουν και ότι είχαν ένα μόνιμο άγχος γιατί ανησυχούσαν μήπως και μείνουν μόνοι, χωρίς να κάνουν παιδί, και τότε η ιατρική η επιστήμη δεν είχε προχωρήσει τόσο, όμως τα χρόνια προχωρούσαν γοργά κι η ανάγκη τους αυτή διογκώθηκε και συσσωρεύτηκε και στο τέλος όλα καλά, εντάξει, τα καταφέρανε, γεννήθηκα εγώ αλλά ήταν λες κι όλο αυτό το άγχος πήγε και σφηνώθηκε μέσα στην υπόστασή μου, με αποτέλεσμα να είμαι ένας άνθρωπος που ήρθε στη γη αγχωμένος σχεδόν εκ γενετής. Κι όσο μεγάλωνα, σαν δίδυμό μου αδερφάκι μεγάλωνε παρέα μ’ εμένα κι αυτή η περίεργη αρρώστια, όσο η καθημερινότητά μου άλλαζε πρόσωπα, έτσι κι αυτό μου το πρόβλημα μεταλλασσόταν, έπαιρνε μορφές νέες, απρόβλεπτες, όπως ένας ιός που εξελίσσεται διαρκώς κι αλλάζει θέση συνεχώς μέσα στα σωθικά σου και που ποτέ δεν σ’ αφήνει να βρεις τη γιατρειά και να ηρεμήσεις. Και η πιο παράδοξη από όλες τις ιδιότητες που έχει είναι ότι πάει κι εμφανίζεται ακόμα και όταν θεωρητικά θα έπρεπε να είσαι χαρούμενος κι ευτυχισμένος, όχι, θα βρει τρόπο, δικαιολογία κι αφορμή και θα κολλήσει σαν βδέλλα επάνω σχεδόν σε όλες τις στιγμές σου και θα σου τις ρουφάει τόσο, που στο τέλος θα σε κάνει να αγχώνεσαι με τη χαρά σου.
Θυμάμαι τότε που έπρεπε να ξυπνήσω την επόμενη ημέρα και θα κάναμε για πρώτη φορά θρησκευτικά, καθώς κι άλλα μαθήματα νέα κι απαιτητικά, σχεδόν μάτι δεν έκλεισα, ήταν λες κι από την πολλή την ταραχή μου είδα μπροστά μου το Θεό, παρακαλώντας τον να κάνει ένα θαύμα, μήπως και διώξει μακριά μου το άγχος. Μετά πάλι, όταν πήγα στο Γυμνάσιο κι από εκεί στο Λύκειο, κάθε φορά αγχωνόμουν για το τί θα συναντούσα, έπρεπε να προσαρμοστώ, να ξεχάσω αυτά που ήξερα, να προσηλωθώ σε αυτά που από ’δω και πέρα έπρεπε να μάθω. Κι ύστερα, στις πανελλήνιες τις εξετάσεις αγχώθηκα να βγάλω γρήγορα τη διδακτέα ύλη για να μπορέσω ν’ ανταποκριθώ και να συγκεντρωθώ πάνω από το γραπτό χωρίς άγχος αλλά εμένα τα χέρια μου τρέμανε κι ιδρώνανε από τότε, από τότε ήθελα να πάρω τη γόμα και να σβήσω με μιας το δεμένο μου στομάχι, έλα, πως πήγες, σε περιμένουμε έξω, όλα καλά, καλά δεν αισθάνομαι, νιώθω μια ζαλάδα, αναγούλα, εμετό, ευτυχώς που δεν το έπαθα αυτό όσο έγραφα, φαντάζεσαι να ξερνούσα πάνω στο γραπτό όλο μου το άγχος; Και όταν το άγχος για τα αποτελέσματα ήρθε και συνάντησε τη χαρά για την είσοδο στο Πανεπιστήμιο, κατά έναν διαολεμένο πάλι τρόπο, εκεί που νόμιζα ότι πάει, αυτό το άγχος όλο κι όλο ήταν, ήρθε ακόμα χειρότερο από τα προηγούμενα τα χρόνια, ίσως γιατί πλέον ο πήχης είχε ανέβει ψηλότερα κι οι απαιτήσεις ήταν αυξημένες κι αγχωνόμουν πάλι σε κάθε εξεταστική, να τελειώσω, να πάρω το πτυχίο, εντάξει, μην αγχώνεσαι αλλά, που’ σαι, θα πρέπει να κάνεις και μεταπτυχιακό στην ώρα σου, για να μην έχεις άγχος στα λέω όλα αυτά, μπράβο, μπράβο, σιδεροκέφαλος, καλή σταδιοδρομία, υγεία, αυτό μετράει, και που ’σαι, να θυμάσαι, χωρίς άγχος.
Και τώρα δηλαδή τι θα κάνεις; Εντάξει με τη σχολή, εντάξει με τα πτυχία και τα διδακτορικά, με το στρατό και όλα τα άλλα τα αγχωτικά, με τη ζωή σου τι θα κάνεις ρε, γαμώ την επιστήμη μου μέσα; Ξεκίνα να βρεις μια δουλειά, χωρίς άγχος, όλα θα γίνουν, πρέπει να ζήσεις, δεν θα σε θρέφει η μάνα κι ο πατέρας σου για μια ζωή, να εξασκηθείς πάνω στο αντικείμενο των σπουδών σου, αυτό που τόσο ξεσκίστηκες κι αγχώθηκες να κατακτήσεις. Είναι τόσο εκνευριστικά γελοίο το συναίσθημα να κάνεις κάτι που στ’ αλήθεια αγαπάς αλλά από το πολύ άγχος σου για να το κάνεις όσο καλύτερα μπορείς τελικά να καταλήγεις να είσαι ένα επαγγελματικά επιτυχημένο ράκος. Ναι, να πατήσεις στα πόδια σου, κι ας τρέμουν που και που στα κρυφά, δεν πειράζει, όλοι τα έχουν περάσει αυτά, δεν είσαι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος αγχωμένος στη γη, μάζεψε κανένα φράγκο να παντρευτείς, άσε στην άκρη όλα αυτά τα αγχωτικά πηδήματα, στα οποία αγχώνεσαι μόνο για να καυλώσεις το σύντροφό σου και που στο τέλος πηδάς την ψυχολογία σου και μόνο, τα χρόνια περνάνε, πότε θα κάνεις οικογένεια, δεν μπορούν τα παιδιά σου να έχουν σαράντα χρόνια άγχους διαφορά με εσένα, πρέπει να είστε σε αγχωτικά κοντινή ηλικία για να μπορείς να καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που τα αγχώνει. Ωραία, έχεις μια σχέση που τη λες σοβαρή, πρέπει να την επισημοποιήσεις, να βρεις εκκλησιά, κουμπάρο και παπά, να πάτε να διαλέξετε μέσα από δυο χιλιάδες παραμυθένια νυφικά, να ζήσετε, μέχρι γεράματα βαθιά, να σας ενώνουν άγχη κοινά, να κάνετε και κάποια αγορά, ένα σπίτι γεμάτο άγχη και χαρά, μη φοβάσαι, κάποια τράπεζα θα βρεθεί να σας δανείσει λιγάκι ευτυχία αγχωμένη. Έλα σε μας. Με το χαμηλότερο επιτόκιο άγχους τής αγοράς.
Και είναι και το άλλο. Το χειρότερο άγχος από τα άγχη όλα. Το αν θα μπορέσεις να ανταποκριθείς στα άγχη αυτά και όσο γίνεται με το λιγότερο δυνατό άγχος. Κι αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι δεν θα σου συμβεί κάποιο πρόωρο κακό, κάποια ανύποπτη στιγμή, γι’ αυτό προσπαθείς όλη σου τη ζωή, χωρίς άγχος, να βάζεις κάποια λεφτά στην άκρη για την ώρα εκείνη που ίσως χρειαστεί να κάνεις θεραπείες εξειδικευμένες για να αντιμετωπίσεις την ασθένεια εκείνη που θα σιγοτρώει τη ζωή σου και που πιθανότατα θα οφείλεται στο πολύ το άγχος που είχες στη ζωή σου όλη. Και δεν θα πρέπει να ξεχάσεις μέσα σε όλα αυτά να αποκαταστήσεις τα παιδιά, ειδικά τώρα που έχουν όλα τους αγαθά δανεικά, προχτές άκουσα στις ειδήσεις κάτι που με άγχωσε πολύ, ότι οι τράπεζες θα πάρουν τα σπίτια όλων όσων αγχώθηκαν παραπάνω από όσο έλεγε η δανειακή τους σύμβαση και δεν κατάφεραν να πληρώσουν τις δόσεις και ότι δεν πρόκειται να συνεχιστεί αυτή η αγχωτική κατάσταση, με τα κόκκινα δάνεια και τους χλωμούς ανθρώπους, ότι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών έχουν πολύ μεγάλο άγχος γιατί όλες τους πρόκειται να περάσουν από εξαιρετικά απαιτητικές δοκιμασίες, τα λεγόμενα «στρες τεστ», γι’ αυτό θα επιβάλλουν νέα, αγχολυτικά μέτρα, θα προσπαθήσουν δηλαδή να δουν πόσο αντέχει ο κάθε αγχωμένος δανειολήπτης κι αναλόγως θα του παίρνουν πίσω όλα αυτά τα δανεικά άγχη για να τελειώνουν μια και καλή με την αγχωμένη τη ζωή του. Κι αγχώθηκα. Γι’ αυτό έκατσα κι εγώ σήμερα, να πληκτρολογήσω ετούτη τη διαθήκη. Φοβάμαι ότι άκρη δεν θα βγαίνει έτσι αγχωτικά που τα έγραψα όλα. Ότι κι ύστερα από αυτόν τον επερχόμενο, τον τόσο αγχωτικό θάνατό μου, θα εξακολουθώ ν’ αναρωτιέμαι αν, ύστερα από τόσα άγχη, τελικά έζησα.
Ή αν αγχώθηκα να ζήσω.