Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί γεννήθηκε μια νύχτα με βροχή. Είχε μεγάλα μάτια, διάφανα, και μακριά μαλλιά. Ο γιατρός είπε στη λεχώνα ότι είχε γεννήσει ένα ξωτικό. Εκείνη το 'ξερε.
Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί κοιμόταν μ' ανοιχτά μάτια τη μέρα και ξυπνούσε τα βράδια, για να κλάψει. Ο γάτος της οικογένειας, ένας αργόσχολος σιαμέζος, καθόταν στο προσκεφάλι του, για να διώχνει τ άσχημα όνειρα και τ' ανόσια πνεύματα.
Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί άργησε να μιλήσει και δυσκολεύτηκε να μάθει να περπατά. Προτιμούσε να κοιμάται, αγκαλιά με τον γάτο. Κι όταν ξυπνούσε περνούσε ώρες πολλές κοιτώντας τις σκιές στο ταβάνι ή έφτιαχνε αλλόκοτα πλάσματα από πλαστελίνη. Τους έδινε κι ονόματα, λέξεις μπερδεμένες που ακούγονταν σαν Κουένυα και Σίνταριν και Φαλάνια και Σύρινθαλ.
Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί πήγε σχολείο, αλλά έγραφε τα γράμματα ανάποδα. Την ώρα του μαθήματος ζωγράφιζε αγγέλους στο τετράδιο του και στο διάλειμμα έμενε να παρατηρεί πώς οι σφήκες έτρωγαν τ' αχλάδια που πέφταν απ' το δέντρο. Οι δάσκαλοι δεν τον μάλωναν, γιατί ήταν ήσυχος κι είχε μεγάλα μάτια. Τ' άλλα παιδιά τον άφηναν στην ησυχία του, γιατί καταλάβαιναν ότι δεν είναι εκεί.
~~{}~~
Ένα βράδυ οι γονείς του τον έχασαν. Τον έψαξαν, ξεσήκωσαν τη γειτονιά, φώναξαν την αστυνομία. Τελικά τον βρήκαν στο πανηγύρι, δίπλα στον πάγκο ενός πλανόδιου καλλιτέχνη.
Ο πλανόδιος έφτιαχνε λέξεις από σύρμα, ονόματα ανθρώπων και ζώων και ονείρων. Δεν χρησιμοποιούσε εργαλεία. Έπιανε το σύρμα και το 'στριβε, το γυρνούσε, το ίσιωνε, το στίλβωνε, μέχρι που κρατούσε το όνομα κάποιου ή -μερικές φορές- έναν στίχο.
Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί είχε ξεχαστεί να κοιτάει τα επιδέξια χέρια του καλλιτέχνη, όλη νύχτα.
Οι γονείς του τον μάλωσαν, αλλά εκείνος δεν ήταν εκεί. Μόλις έφτασαν σπίτι ξεκίνησε να φτιάχνει τις δικές του λέξεις από σύρμα.
Τα χρόνια κυλούσαν κι ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί περνούσε όλο και περισσότερο καιρό με τα μικρά του καλλιτεχνήματα. Όσοι τον συναντούσαν νόμιζαν ότι ήταν εκεί. Έτσι φαινόταν. Και συχνά ήταν. Όμως όσοι τον γνώριζαν καλύτερα ήξεραν ότι δεν ήταν εκεί.
Όταν μεγάλωσε ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί γνώρισε ένα κορίτσι που του έμοιαζε. Είχε μεγάλα διάφανα μάτια και μακριά μαλλιά. Ζωγράφιζε θλιμμένα πρόσωπα και περπατούσε σαν γάτα. Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί γοητεύτηκε απ' το κορίτσι.
Μια θερινή νύχτα, σ' ένα παγκάκι πάνω απ” το Αιγαίο, τη ρώτησε αν θα τον παντρευόταν κάποτε. Εκείνη δέχτηκε. Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί της φόρεσε στο δάχτυλο ένα κρίκο από αναψυκτικό. Έκαναν ένα παιδί με μεγάλα διάφανα μάτια.
Τα χρόνια συνέχισαν να περνάνε, έτσι όπως συνηθίζουν να κάνουν απ' την αρχή του κόσμου.
Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί είχε στήσει έναν πάγκο με τις λέξεις του, πλανόδιος κι εκείνος όπως ο δάσκαλος του. Σπάνια όμως πουλούσε κάποια λέξη από σύρμα. Τις περισσότερες τις χάριζε και χαιρόταν όταν έβλεπε τους ανθρώπους να τις φοράνε στο στήθος, πάνω στην καρδιά.
Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί αγαπούσε τις νύχτες και τις βροχές. Αγαπούσε το γέλιο των παιδιών και τα μπαλόνια με ήλιο που το 'σκαγαν και 'φτάναν ως τον ήλιο.
Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί είχε και κάποιους φίλους, ελάχιστους, μετρημένους στα δάκτυλα του χεριού ενός πάντα. Όταν βρισκόταν με τους φίλους του κανείς δεν ήταν εκεί. Κι ένιωθαν ωραία να μην είναι εκεί παρέα.
Κάποιες μέρες ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί ζήλευε τους ανθρώπους που μπορούσαν να είναι εκεί, τους ανθρώπους που τα κατάφερναν τόσο καλά εκεί.
Κάποιες νύχτες ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί ευχόταν να ήταν κι αυτός εκεί, κι ας μην είχε φτιάξει ούτε μια λέξη από σύρμα.
Δεν το είχε επιλέξει να μην είναι εκεί. Είχε συμβεί, έτσι όπως γεννήθηκε με μεγάλα διάφανα μάτια, ίσως επειδή κι η μητέρα του δεν ήταν εκεί.
Το κορίτσι με το δακτυλίδι από κρίκο αναψυκτικού προσπάθησε να τον βοηθήσει, να είναι εκεί. Κι εκείνος το ήθελε, όταν όμως βρισκόταν εκεί ξεθώριαζε, γινόταν διάφανος, τόσο που μπορούσες να δεις από μέσα του.
Και κάθε μέρα που περνούσε εκεί, ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί ένιωθε να χάνει ένα ακόμα κομμάτι του.
Μόνο οι λέξεις από σύρμα τον βοηθούσαν να ενώνει τα κομμάτια του.
Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί κάποτε κατάλαβε ότι υπήρχαν πολλοί ακόμα άνθρωποι που δεν ήταν εκεί. Κι αν κάτι έφταιγε γι' αυτό δεν ήταν οι άνθρωποι, ήταν το εκεί.
Οι άνθρωποι που δεν ήταν εκεί δεν ήταν ηλίθιοι, δεν ήταν δειλοί, δεν ήταν ανίκανοι. Είχαν γεννηθεί με κάποια αποστροφή για το εκεί ή μπορεί να ήταν μόνο αλλεργία, αλλεργία σε όλα όσα τους δίνονταν έτοιμα, σε όλα όσα δεν ήταν δικά τους.
Οι άνθρωποι που δεν ήταν εκεί ήθελαν να δημιουργούν το εκεί τους.
Έφτιαχναν λέξεις, μουσικές, χορούς, πίνακες, σπίτια, φαγητά, ιδέες, εφευρέσεις, εξισώσεις, φάρμακα, σχολεία, επιστήμες.
Οι άνθρωποι που δεν ήταν εκεί έφτιαχναν τον κόσμο απ” την αρχή, έτσι όπως θα ήθελαν να είναι.
Δεν γνωρίζω πώς τελειώνει αυτή η ιστορία. Μου τη διηγήθηκε ένας καλλιτέχνης του δρόμου με μεγάλα μάτια. Είχε ινδιάνικο αίμα και τ' όνομα του ήταν Πλανόδιο Βουνό.
Κάποια στιγμή χαμογέλασε και σταμάτησε να είναι εκεί. Το χαμόγελο του άργησε να σβήσει, σαν να ήταν ο γάτος του Τσέσαϊρ.
Μου άφησε μόνο αυτές τις λέξεις, καμωμένες από σύρμα.
Έτσι δεν γνωρίζω πώς τελειώνει αυτή η ιστορία.
Ίσως και να μην τελειώνει.