άρθρο του Γιώργου Νικολαΐδη
στο RedNotebook
Το πρώτο νομοσχέδιο της νέας κυβέρνησης υπήρξε εκείνο της αλληλεγγύης στους περισσότερο πληττόμενους από ό,τι τελευταία αποκαλείται «ανθρωπιστική κρίση», δηλαδή τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Η υποδοχή του χαρακτηρίστηκε από αντιφατικές αντιδράσεις.
Στην πλευρά της θετικής του αποτίμησης κάποιοι υπογράμμισαν τη σημειολογική του πλευρά ως αφετηρία του κυβερνητικού έργου, άλλοι επισήμαναν την αναγνώριση της «ανθρωπιστικής κρίσης» και την πρώτη έπειτα από πολύ καιρό ψήφιση ενός νόμου που δεν περιέχει περικοπές, ενώ ορισμένοι τόνισαν την κοινωνική του ωφελιμότητα για κάποια εξουθενωμένα στρώματα εντός των ασφυκτικών πλαισίων της παρούσας οικονομικής κατάστασης του δημόσιου κορβανά.
Από την άλλη, αρκετοί στηλίτευσαν το γεγονός ότι ακριβώς λόγω αυτού του σεβασμού των δημοσιονομικών περιορισμών της δανειακής σύμβασης με τους θεσμούς το πακέτο διάσωσης των πληττόμενων λαϊκών στρωμάτων περιορίστηκε από 1,9 δισ. ευρώ που προϋπολογιζόταν στο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης σε ένα πενιχρό 0,2-0,3 δισ. ευρώ που σίγουρα μπορεί να θεραπεύσει πολύ λιγότερες κοινωνικές πληγές από τον αρχικό στόχο. Στο κριτικό στρατόπεδο απέναντι στο νομοσχέδιο δημοσιεύτηκαν και κάποιες λίγες, μάλλον πιο ενδιαφέρουσες κριτικές που εστίαζαν τα πυρά τους στη γενικευμένη χρήση του λεγόμενου «εισοδηματικού κριτηρίου» στις πρόνοιες του νομοσχεδίου, κατονομάζοντας τη μεθοδολογία αυτή ως νεοφιλελεύθερη πολιτική στο χώρο της πρόνοιας. Και θεωρητικά, πράγματι, η αντίληψη αυτή της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, με βάση το υφιστάμενο εισόδημα και την αρχή της συμπληρωματικότητας, έλκει την καταγωγή της από το φιλοσοφικό έργο του Αμερικανού φιλελεύθερου διανοητή Τζον Ρωλς και αντιδιαστέλλεται συχνά στην καθολικότητα που χαρακτήρισε τα σοσιαλδημοκρατικά και σοσιαλιστικά συστήματα κοινωνικής αλληλεγγύης.
Υπάρχει ωστόσο ένα ερώτημα που, παρότι εύλογο, οι κριτικές φωνές του χώρου δεν φαίνεται να απαντούν, ούτε καν να πραγματεύονται. Το ερώτημα αυτό αφορά τη μάλλον πιθανότατη προοπτική δημιουργίας μιας κατάστασης οικονομικής ασφυξίας από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε οποιαδήποτε χώρα επέλεγε ένα διαφορετικό, εναλλακτικό προσανατολισμό, ακόμα κι αν δεν προϋπήρχε κρίση. Να το πούμε διαφορετικά: ακόμα και προ οικονομικής κρίσης, στους καιρούς που συχνά χαρακτηρίζονται «των παχιών αγελάδων» (αλήθεια, «παχιών» για ποιους άραγε;), αν ο λαός εξέλεγε μια κυβέρνηση η οποία θα εννοούσε να χαράξει διαφορετικό δρόμο για την κοινωνία και τις διεθνείς εξαρτήσεις της, πάλι, πολύ σύντομα, η προβλεπόμενη αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη θα την οδηγούσε σε κατάσταση οικονομικού στραγγαλισμού ίσως πολύ χειρότερου από τον σημερινό της παρούσας κυβέρνησης. Άρα, και η πιο αριστερίστικη κυβέρνηση να είχε αναλάβει και στους πιο ανθηρούς οικονομικά καιρούς, το πιθανότερο είναι πως πάλι δεν θα είχε την ευχέρεια της πασοκικής επταετίας του 1980 που νοσταλγούν κάποιοι. Aντιθέτως, θα είχε αναγκαστεί σε χρόνο ρεκόρ να διαχειριστεί ελάχιστους πόρους, βασικά εγχώριους, και πλήθος αναγκών.
Άρα η κριτική περί «μικρού» οικονομικού «πακέτου» είναι μάλλον άστοχη και μερική τουλάχιστον από τη σκοπιά μιας αριστερής πολιτικής. Γιατί η λογική προϋπόθεση μιας τέτοιας κριτικής αφ’ εαυτού της θα ήταν ότι μια πιο αριστερή διακυβέρνηση θα διέθετε ακόμα μεγαλύτερο «πακέτο» στην κοινωνική αλληλεγγύη, πράγμα αρκετά αμφίβολο: στην πραγματικότητα, πιο πιθανό φαίνεται το γεγονός ότι όσο πιο αριστερή θα ήταν μια κυβέρνηση τόσο ασφυκτικότερος θα ήταν ο διεθνής οικονομικός της αποκλεισμός και άρα λιγότερα τα κονδύλια που θα είχε να διανείμει. Και πραγματικά, μια ειλικρινής ματιά στην ιστορία των κοινωνιών τον 20ό αιώνα επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό: ότι ο ιμπεριαλισμός δεν δίνει κανένα περιθώριο ανάσας στις κυβερνήσεις που τον απειλούν.
Δείχνει όμως και κάτι ακόμα: πως όλα τα καθεστώτα που προσπάθησαν να αποτινάξουν από την κοινωνία τους την καπιταλιστική βαρβαρότητα και τον ιμπεριαλιστικό ζυγό, από τη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση ως την Κούβα του Κάστρο και από τη Χιλή του Αλιέντε έως τη σημερινή Λατινική Αμερική, βιώνοντας εξαρχής την επιθετική πολιτική του διεθνούς παράγοντα, αποφάσισαν για να αντιμετωπίσουν τις εκρηκτικές ανάγκες των λαών να αλλάξουν το ερώτημα: από το «πόσα» στο «πώς». Αποφάσισαν, λοιπόν, και ακριβώς για να τα καταφέρουν παρά την οικονομική ασφυξία, να δοκιμάσουν κοινωνικούς πειραματισμούς, αναδιατάξεις ρόλων και σχέσεων εξουσίας, νέους θεσμούς και μοντέλα που κοινό τόπο είχαν την αξιοποίηση κυρίως των υφιστάμενων στις κοινωνίες πόρων, ήταν «έντασης εργασίας» και όχι «έντασης κεφαλαίου», βασίζονταν στη λαϊκή κινητοποίηση και ως εκ τούτων ήταν φθηνότερα αλλά και αποτελεσματικότερα των όσων προϋπήρξαν. Η κίνηση αυτή όμως τις περισσότερες φορές είχε μια παρενέργεια: η μεταφορά της διαπάλης από το γενικό, πανκοινωνικό επίπεδο στο επίπεδο της δομής των θεσμών και στο εσωτερικό τους όξυνε τις αντιθέσεις και οδήγησε βήμα προς βήμα στη ριζοσπαστικοποίηση όσων κοινωνικών στρωμάτων στήριζαν τις τομές αυτές, δημιουργώντας επιπλέον και μια στρατιά λυσσαλέων αντιπάλων από τους «χαμένους», από όσους έβλεπαν τα μικροπρονόμια και τις μικροεξουσίες τους να απειλούνται ή και να εξαφανίζονται, από τα υποσυστήματα της εξουσίας που δρουν σε κάθε θύλακα της κοινωνικής ζωής και δέχονταν πια σοβαρότατα πλήγματα.
Αν όλα τα παραπάνω είναι ιστορική πραγματικότητα, τότε με βάση αυτά η κατεύθυνση την οποία κανείς μπορεί να προτείνει στην παρούσα διακυβέρνηση από μια αριστερή, ριζοσπαστική σκοπιά δεν μπορεί να συγκεφαλαιώνεται στο «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Φυσικά, και πόροι θα χρειαστούν. Και φυσικά για μια αριστερή οπτική οι δαπάνες της κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελούν προτεραιότητα. Ωστόσο το σημαντικότερο είναι ο τρόπος αξιοποίησης των όποιων πόρων τους οποίους μπορεί σήμερα να διαθέσει η κοινωνία, ιεραρχώντας μεν την ανάγκη στήριξης των πλέον αδυνάτων, βιώνοντας δε μια πραγματική κατάσταση αποστέρησης πόρων και ιμπεριαλιστικής «περικύκλωσης». Και ο τρόπος αυτός δεν είναι πολιτικά ουδέτερος.
Και βέβαια, σε γενικές γραμμές, στο παρόν νομοσχέδιο δύσκολα κανείς αναγνωρίζει στοιχεία κοινωνικού πειραματισμού ή ριζοσπαστικοποίησης των θεσμών. Αυτό ωστόσο δεν είναι παράλογο για το πρώτο νομοσχέδιο μιας οποιασδήποτε κυβέρνησης. Ένα πράγμα όμως μέλλει να φανεί στη συνέχεια: αν η κυβέρνηση δεν ριζοσπαστικοποιήσει τα μέσα και τα κοινωνικά υποκείμενα με τα οποία ελπίζει να επιτύχει μια κοινωνική αναδιανομή προς όφελος των πλέον αδυνάτων, σύντομα θα διαπιστώσει πως οι ούτως ή άλλως λιγοστοί πόροι προς διάθεση δεν επαρκούν. Θα είναι σαν «να κουβαλάει νερό με τρύπιο λαγήνι»: θα δίνει ό,τι μπορεί με βάση την ασφυξία της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ούτε θα φτάνει ούτε ουσιαστική διαφορά θα κάνει στην εξέλιξη της κοινωνικής διαπάλης. Αν πάλι αντιληφθεί πως μια άλλη κίνηση είναι η μόνη ρεαλιστική, τότε θα πρέπει να αναλάβει το κόστος της σύγκρουσης με τα υποσυστήματα εξουσίας που θα πρέπει να γκρεμίσει. Και άρα να τερματίσει με δική της πρωτοβουλία την επί του παρόντος κατάσταση στην οποία όλοι λίγο-πολύ μπορούν να είναι με την κυβέρνηση και αντιθέτως να μορφοποιήσει την πολιτική και κοινωνική αντιπολίτευση προς αυτή την ίδια.
Στο ιδιαίτερο πεδίο της κοινωνικής αλληλεγγύης, όμως, αν επιλέξει τον δεύτερο αυτό δρόμο, θα έχει να αντιμετωπίσει και μια πρόσθετη πρόκληση. Στα περισσότερα σχετικά ιστορικά παραδείγματα το διαφορετικό «πώς», η ριζοσπαστική κατεύθυνση για την αναδιαμόρφωση των θεσμών, έχει προκύψει από μια προηγούμενη πορεία κοινωνικών κινημάτων που διαμόρφωσαν εν πολλοίς και τις αδρές γραμμές μια άλλης πορείας ως στοχοθεσία. Στη χώρα μας, η ανάλογη παράδοση στον τομέα της αλληλεγγύης είναι μάλλον ισχνότερη του απαιτούμενου: η αιτηματολογία των κινημάτων συχνά εξαντλούνταν στην προάσπιση των μισθολογικών όρων των εργαζομένων του χώρου αυτού, ενίοτε έφθανε και στην υπεράσπιση της παρούσας κατάστασης έναντι πλέον νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, ενώ στο επίπεδο των επωφελουμένων η επιδοματική λογική υπήρξε μάλλον η κυρίαρχη και εντός των κοινωνικών υποκειμένων. Αυτό ίσως ερμηνεύει και την σχετική υστέρηση σε αριστερές κριτικές για το «πως» και την επικέντρωσή τους στο «πόσα». Άρα, αν τυχόν μια κυβέρνηση για να λύσει τον Γόρδιο Δεσμό αποφασίσει να προχωρήσει με μέτρα θεσμικής ριζοσπαστικοποίησης του εν λόγω χώρου, θα πρέπει μάλλον να αναλάβει και το δύσκολο, όχι όμως ακατόρθωτο έργο, της ανασυγκρότησης των κινηματικών διαδικασιών και των κοινωνικών υποκειμένων που θα ενστερνιστούν και θα υλοποιήσουν μια τέτοια τομή. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει σε ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, με μεγάλα ρίσκα. Οποιαδήποτε άλλη ωστόσο επιλογή μοιάζει να είναι «χαμένη από χέρι».