Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Πατρική γλώσσα (αναδημοσίευση)

δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (11.4.2015)

Δευτέρα των λέξεων
Ημέρα πρώτη
στις γειτονιές της Αλμπα
Και εκείνος βράζει νερό, όλο βράζει νερό
Στο κοίλο κομμάτι της γλώσσας
Εκεί που λιμνάζουν οι λέξεις
Οι αχειροποίητες, οι τοιχογραφημένες, οι άκαπνες
Στο νερό, Στον ατμό
Και εκείνος Βράζει νερό, όλο βράζει νερό.
Μαθαίνοντας πώς συντάσσεται εκείνο που λιγοστεύει
Μαθαίνοντας το πώς τα Π και τα Τ χάνουν την ευθεία της στέγης τους
Το πώς τα ζ και τα ξ ξεριζώνονται
Το πώς φονεύονται τα φωνήεντα
Το πώς η γλώσσα κοχλάζει

Προσφορά των σιωπηλών
Σε εκείνους που σιώπησαν
(Από την υπό έκδοση συλλογή «Αλμπα»)

Η γλώσσα μού δόθηκε κατάστικτη. Ειπώθηκε και επέστρεψε αγκαλιά με αμφίβολα νοήματα, λέξεις αρχαίες γεμάτες αρθριτικά που δεν μπορούν καλά καλά να ψιθυρίσουν το τι σημαίνουν. Λέξεις αυτοσχέδιες, εκκωφαντικές στη βραδυφλεγή ζωή τους, λέξεις επιφωνήματα, άδειες πέρα από την όψη. Η γλώσσα μάς δόθηκε μαζί με τις ώρες εκείνες που η γλώσσα δεν είναι αρκετή, τότε που το γεγονός εξοκέλλει στο αμφίβολο. Πώς να μιλήσουμε για τις ώρες αυτές που οι λέξεις απουσιάζουν; Ποια λέξη στέκει ικανή να εκφράσει τη μη λέξη;

Φοβάμαι τις ώρες εκείνες που οι λέξεις λιγοστεύουν. Οταν ο αριθμός ελαττώνεται προς τη σιωπή, τις ώρες εκείνες που δεν ξέρεις τι να πεις. Ισως γιατί το μέγεθος των γεγονότων καταπίνει το ελάχιστο μέγεθος των λέξεων, ίσως γιατί ενώ μιλάς, κοιτάς τις λέξεις στα χέρια σου και είναι μονάχα λέξεις. Και όμως, αν υπάρχει κάποιος τρόπος να καταλάβεις, αυτός είναι ακριβώς αυτές οι λέξεις. Κάθε ιστορία και κάθε συμπέρασμα, κάθε περιγραφή και κάθε σκέψη βρίσκεται στα λεξικά. Λέξεις εντοιχισμένες σε ένα αυστηρό νόημα, λέξεις ψυχρά καταλογογραφημένες, περιμένουν να στρατευτούν σε φράσεις, να μπούνε σε σειρά μπας και αποκτήσουν νόημα, να αποκτήσουν το ειδικό εκείνο βάρος που παραχωρεί η διαδοχή τους. Και είναι το βάρος αυτό που χάνεται στη δίαιτα εκείνη των ωρών, το βάρος αυτό που καταλήγει να ζυγίζει όσο ένα τίποτα.

Δεν είναι η σιωπή, είναι η εκκωφαντική απουσία της λέξης αυτή που μας ξεκουφαίνει. Και μένουμε εδώ, περιπλανώμενοι σε σελίδες άγνωστων ημερών και άγνωστων βιβλίων, μαθαίνοντας να τσακίζουμε αποκλειστικά τις άδειες σελίδες. Να μην ξεχάσουμε αυτό το λευκό, την ορθογώνια σιωπή, τις σελίδες που υπάρχουν ως παύσεις, ως γεμίσματα, ως σημεία εκτός μέτρησης. Κάπου εδώ κατοικούμε, στον εκτός μέτρησης χρόνο, σε σελίδες-γεμίσματα ενός βιβλίου, σε άδειες παρενθέσεις. Από ποιο υλικό και ποιο μέταλλο θα φτιάξουμε τις νέες λέξεις; Και ποια υπηρεσία θα κόψει τις λέξεις αυτές στο μέτρο του παρόντος;

Η τραγωδία του ανθρώπου συνίσταται στο ότι το μόνο εργαλείο που έχει για να κατανοήσει τον κόσμο και τις εκφάνσεις του -ως μέρος του κόσμου αυτού και κομμάτι του- είναι περιορισμένο, και κουβαλά κάθε φορά ακριβώς αυτή την αδυναμία κατανόησης σε κάθε του καταγραφή. Οσο και να ρουφιέται, το μέγεθος του κόσμου δεν χωρά στο μέγεθος της γλώσσας. Και η κάθε λέξη κουβαλά το μερίδιο της σιωπής που της αντιστοιχεί. Ετσι, κάθε φορά που λέμε ή γράφουμε κάτι, διατυπώνουμε ταυτόχρονα όλα όσα δεν μπορούν να ειπωθούν. Ισως γι' αυτό να καταφεύγουμε στην ποίηση, σε αυτή την άλλη γλώσσα, εκεί που η διαδοχή, το βάρος και το νόημα απελευθερώνονται και μιλούν με έναν νέο, δικό τους τρόπο, κυριολεκτώντας πέρα από την κυριολεξία, σημαίνοντας πέρα από τη σημασία.

Ισως γι' αυτό να καταφεύγω για άλλη μια φορά στον αγαπημένο ποιητή, για να τελειώσω αυτό το άρθρο. Γιατί η σιωπή μπορεί να μας επιλέγει, αλλά δεν είναι επιλογή:

Βλέπω στις ερημιές να σου χυμούν ρεκάζοντας τέρατα/ απαντήσεις/ να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα/ ώσπου να φτάσεις κάποτε/ στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις/ Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφάν το νόημά τους/ Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές// Και δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει (αναδημοσίευση)

από την Αντιστροφή Προοπτικής

Με αφορμή την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, κάποιες σκέψεις πάνω στην ταινία των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι (Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά εδώ


Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ 
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. 
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. 
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· 
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. 
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. 
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. 
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 
K.Π. Kαβάφης, 1896 

Στη φυλακή Ρεμπιμπία στα προάστια της Ρώμης μερικοί βαρυποινίτες ξεκινούν πρόβες για να ανεβάσουν τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η ταινία ξεκινά από το τέλος. Η αυλαία του μικρού θεάτρου των φυλακών πέφτει, οι θεατές αποχωρούν και οι κρατούμενοι πρέπει να γυρίσουν ξανά στα κελιά τους. Είναι η πιο ωμή λύση του δράματος. Τα τείχη, που για λίγες στιγμές ήλπιζες πως μπορούσαν να πέσουν, επιστρέφουν. Τώρα η φυλακή γίνεται «πραγματικά αφόρητη» – όπως παραδέχεται ένας κρατούμενος. 

Είναι η τέχνη υπόσχεση ελευθερίας; Πρέπει, ίσως εξαρχής, να διαχωρίσουμε την τέχνη από το πλαστό της ομοίωμα. Γιατί αν η αυθεντική τέχνη διαφυλάσσει μέσα της τον κόσμο της ουτοπίας, είναι σίγουρο πως υπάρχει και μια άλλη, ψεύτικη και ανούσια, που στο βλέμμα της πραγματώνεται μόνο η δυστοπία. Αυτή είναι η πραγματική αντίθεση μεταξύ ελευθερίας και εγκλεισμού. Η τέχνη της ουτοπίας κόντρα στη σύγχρονη βαρβαρότητα. Θα ήταν λάθος λοιπόν να δούμε αυτή την ταινία σαν ένα ακόμα δράμα φυλακής, μια κραυγή αγωνίας για τις συνθήκες εγκλεισμού ή ως μια ωδή στον λυτρωτικό ρόλο της τέχνης. Εδώ έχουμε μια ταινία που μιλά για όλους μας και για αυτό αξίζει να την παρατηρήσουμε βαθύτερα. 

Τι είναι τελικά η φυλακή; Τα τείχη που ο Καβάφης περιγράφει δεν είναι φτιαγμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Είναι η ίδια η ζωή. Κάποιοι δημοσοφιστές λένε πως οι φυλακές είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας. Μόνο που ανάμεσα στην κοινωνία και τα ανθρώπινα κλουβιά υπάρχει ένας αποφασιστικός κρίκος που κρατά πάντα κλειδωμένη την αλυσίδα γύρω από τα πόδια μας. Είναι η εξουσία· και η πραγματική της εικόνα, απαλλαγμένη από το καμουφλάζ της κυρίαρχης αφήγησης, ζωγραφίζεται στους τείχους αυτών των “ευγενών” ιδρυμάτων μαζικού “σωφρονισμού.” 

Συνηθίσαμε να σκεφτόμαστε τις φυλακές σαν τους τόπους που καταλήγει κάποιος όταν παραβιάσει τον νόμο και την τάξη, όταν καταλύσει το δίκαιο. Αλίμονο, όπως μας έδειξε ο Φουκώ, ο Νόμος εφευρέθηκε για να νομιμοποιήσει τη φυλακή και όχι το αντίστροφο. Η φυλακή προϋπάρχει του νόμου, η τιμωρία προϋπάρχει της δικαιοσύνης. Γιατί αυτή η δικαιοσύνη, που τόσο εξυμνούν οι θιασώτες του Νόμου, δεν συγκροτεί τίποτα παραπάνω από τους εκ των υστέρων νομιμοποιητικούς λόγους των κυρίαρχων τάξεων.Δεν είναι λοιπόν η κοινωνία αντανάκλαση της φυλακής, αλλά η Εξουσία. Αυτή που αναμόρφωσε θεσμοδικαιικά την κοινωνία ώστε να μοιάζει με φυλακή. Εδώ εντοπίζεται και το περιεχόμενο της απελπισμένης κραυγής του ποιητή που ήδη από το 1896 μας προειδοποιεί για τον επερχόμενο ολοκληρωτισμό: τα τείχη κτίζονται γύρω από τις κοινωνίες του ελέγχου και της καταστολής χωρίς “αιδώ” και υπό την κρυπτική και υπόκωφη λειτουργία των μηχανικών της εξουσίας. Με τέτοιον τρόπο που ξαφνικά θα βρεθείς με τη φυλακή ολόγυρα χωρίς να ακούσεις ποτέ “κρότον κτιστών”. 

Στις εφιαλτικές συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού η φυλακή είναι η ίδια η πραγματικότητα· ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου το πανοπτικόν του Μπένθαμ ορίζει τη συνολική εικόνα. Οι κοινωνίες του ελέγχου και της καταστολής όπου κάθε κίνηση ανιχνεύεται και κάθε συμπεριφορά καθυπαγορεύεται είναι η τραγική πραγματικότητα που βιώνουμε και για την οποία μας μιλούν χωρίς περιστροφές οι αδελφοί Ταβιάνι. 

Μα αν η φυλακή είναι η εξουσία, η τέχνη τι ρόλο παίζει; Μήπως απλά εντείνει τραγικά τον εγκλεισμό, αφού η υπόσχεσή της για ελευθερία αίρεται τραγικά τη στιγμή που πέφτει η αυλαία; Μήπως καλύτερα να ζούμε μέσα στη συνεχώς επαναλαμβανόμενη αυτοεικόνα του παρόντος, ναρκωμένοι στα σκουπίδια της μαζικής κουλτούρας, πνιγμένοι στα σκατά της μικροαστικής μιζέριας, χωρίς (τυφλές) ελπίδες φυγής; Αφού τα κάγκελα είναι πάντα εδώ, ποιος ο λόγος να ζωγραφίζουμε με κιμωλία στους γκρίζους τοίχους ένα παράθυρο; 

Η φυγή προϋποθέτει αυτογνωσία. Η ελευθερία συνείδηση. Αν κάτι διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα βόδια, είναι ακριβώς αυτή η εκζήτηση της ελευθερίας. Γιατί αν είναι να ζήσουμε ευτυχισμένα έγκλειστοι χωρίς συνείδηση του εγκλεισμού, χίλιες φορές ας ζήσουμε ελεύθεροι πολιορκημένοι. Αυτό είναι το μήνυμα των Ταβιάνι και αυτός ο τελικό ρόλος της πραγματικής τέχνης στο θρυμματισμένο κόσμο του σήμερα. 

Ο Καίσαρας πρέπει λοιπόν να πεθάνει γιατί προδίδει τη δημοκρατία, γιατί απειλεί τους θεσμούς της κοινωνίας που τον ανέδειξε, γιατί αμφισβητεί τη σύγκλητο και τους νόμους της πολιτείας, γιατί η αυτονομημένη εξουσία του στρατηγού που υπέταξε τόσους και τόσους λαούς στο όνομα της Ρώμης απειλεί να αφανίσει την ίδια την πολιτεία. Ο Καίσαρας είναι η βίαιη γέννηση αυτής της σύγχρονης μορφής κράτους που έφερε η αυτοκρατορία. Ο απόλυτος κυρίαρχος της εικόνας και των θεαμάτων, ο αυταρχικός δυνάστης του κόσμου. Ο Καίσαρας είναι η ίδια η φυλακή.

Η δική μας ανάσταση (αναδημοσίευση)


Πηγή: Γιώργος Ρούσης - 
"Ελευθεροτυπία" 4/5/2013

Για να επιτευχθεί η δική μας Ανάσταση, ως συλλογική ανατροπή – απελευθέρωση του ίδιου του λαού εν ζωή, είναι αναγκαίο να υπερβούμε τη δύναμη της συνήθειας και τη συνεπαγόμενη εθελοδουλία σε θεούς αλλά και σε άλλους ανθρώπους.

Θυμίζω ενδεικτικά ότι αυτές οι βαθύτατα συντηρητικές δυνάμεις έχουν αναδειχθεί με τον πιο γλαφυρό τρόπο, από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι σήμερα, από σημαντικούς στοχαστές.

Ο Πλάτωνας, στην παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών, αναφέρεται στην τρομερή δυσκολία που θα συναντήσουν όσοι δουν την πραγματικότητα ως έχει, για να πείσουν εκείνους οι οποίοι έχουν εθιστεί να βλέπουν τα είδωλα της.

Διαπρεπείς ιστορικοί μάς επισημαίνουν ότι οι εξεγέρσεις του Σπάρτακου δεν στόχευαν στην κατάργηση του δουλοκτητικού συστήματος γενικά, αλλά στο να πάψουν να είναι δούλοι οι ίδιοι οι εξεγερμένοι.

Ο Λα Μποεσί το 16ο αιώνα αναφέρεται στην εθελοδουλία και στον «απεριόριστο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι όχι μόνο υπακούουν, αλλά υπηρετούν, όχι μόνο κυβερνώνται αλλά τυραννούνται».

Ο Ντέιβιντ Χιουμ επισημαίνει ότι «εθιζόμαστε τόσο έντονα στην υπακοή και την υποταγή, που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναζητούν να πληροφορηθούν περισσότερα για την προέλευση ή την αιτία της, παρά όσο για τις αρχές της βαρύτητας, της αδράνειας ή για τους πιο γενικούς νόμους της φύσης».

Ο Ρουσό κάνει λόγο για δειλία που διαιωνίζει τη σκλαβιά, για τους δούλους που χάνουν τα πάντα μέσα στα δεσμά τους, ακόμα και τον πόθο να ξεσκλαβωθούν, για ανθρώπους που αγαπούν τη σκλαβιά τους, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα αγαπούσαν την αποκτήνωση τους.

Ο Ροβεσπιέρος και ο Μπαμπέφ μιλούν για τον αρνητικό ρόλο της μεγάλης δύναμης των προκαταλήψεων.

Ο Ένγκελς μας υπενθυμίζει ότι όταν στην Πρωσία καταργήθηκε η δουλοπαροικία και μαζί με αυτήν η υποχρέωση για τα αφεντικά να βοηθούν τα υποκείμενα τους στη μιζέρια τους, την αρρώστια και τα γηρατειά, οι αγρότες απηύθυναν έκκληση στο βασιλιά, ζητώντας του να διατηρήσει τη δουλοπαροικία.

Την ίδια αντίδραση είχαν και οι Ρώσοι κολίγοι μετά την απελευθέρωση τους από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ το 1864, όταν ελεύθεροι πια συνέχιζαν να κουρνιάζουν έξω από τα αρχοντικά των αφεντάδων τους.

Ο Μαρξ επισημαίνει ότι όπως «αυτός ο άνθρωπος είναι […] βασιλιάς μόνο γιατί άλλοι άνθρωποι φέρονται απέναντι του σαν υπήκοοι», έτσι και το κεφάλαιο θα συνεχίσει να βασιλεύει όσο το προλεταριάτο θα υπακούει στα κελεύσματα του και δεν θα εξεγείρεται.

Ο Μπακούνιν ερμηνεύει την απογοητευτική βραδύτητα της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας με τη δουλοπρέπεια, τη ρουτίνα, την έλλειψη πρωτοβουλίας και πνεύματος εξέγερσης που κυριαρχεί στα πνεύματα των ανθρώπων.

Ο Λένιν, πέρα από την επισήμανση της τρομερής δύναμης της συνήθειας, κάνει λόγο για ένα τμήμα του προλεταριάτου των αναπτυγμένων χωρών, που αντιδρούν σαν «ευχαριστημένοι σκλάβοι που απαρνούνται την ιδέα της εξάλειψης της σκλαβιάς», και συμφωνεί με τον Μπουχάριν όταν αυτός επισημαίνει ότι όσο «ηεργατική τάξη στο σύνολο της […] ¨συγκατατίθεται¨σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία», ο καπιταλισμός θα συνεχίζει να κυριαρχεί.

Το ίδιο και ο Γκράμσι, όπως έχουμε ξαναγράψει, μας λέει ότι πρέπει να ξεπεράσουμε το σύνδρομο που είχε το αλογάκι Ντιαμαντίνο, το οποίο επειδή γεννήθηκε σε μια σκοτεινή στοά, του ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε να ζήσει στο φως του ήλιου. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Βίλχελμ Ράιχ μιλά για το μίσος στο φως του ήλιου του «Ανθρωπάκου» του. Ο Νίτσε με τη σειρά του μας θυμίζει ότι πρέπει «να θελήσουμε ν’ αφανιστούμε για να μπορέσουμε να ξαναγίνουμε». Και ο Ερνστ Μπλοχ μιλά για τη συνήθεια σαν ναρκωτικό.

Τέλος, ο Ανδρέας Κάλβος, με τον πλέον έξοχο τρόπο, μας προειδοποιεί και μας προτρέπει: «Οσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται,/ζυγόν δουλείας, ας έχωσι/ θέλει αρετήν και τόλμην/ η ελευθερία».

Καλή κόκκινη Ανάσταση – Επανάσταση.

Ο θάνατος θα 'ρθει ~ Cesare Pavese



Ο θάνατος θα ρθει
Με μάτια θλιμμένα
Και θα ναι όμοιος σου
Θα μου πει καλημέρα
Ή καλησπέρα κατά περίπτωση

Θα κάθομαι στο παράθυρο
Αν και θα ξέρω πως θα ρθει
Θα κάθομαι στο παράθυρο
Δε θα σε θυμάμαι
Καν δε θα σαι σε κάποια γωνιά Του νου

Θα σκέφτομαι μάλλον
Όπως πολύ το συνηθίζω τελευταία
Θα σκέφτομαι Στίχους
Ή
το τέλος μισοτελειωμένων ιστοριών
Ξέρεις δεν τις έχω αγγίξει από τότε
Σχεδόν τις φοβάμαι
Και μένουν ημιτελείς.
Μα κάπως εγώ τις νοιώθω ολοκληρωμένες
Γιατί έχω χαθεί από μένα και δε με ψάχνω
Όμως για το τυπικό του πράγματος το αναφέρω
Σαν οφειλή σε παλιόν καιρό

Θα έρθει κάποτε
Ίσως με διαγράψει ήσυχα
Μπορεί πάλι όχι
Μα είμαι σίγουρη
Πως ενώ δε θα σε θυμάμαι
Θα πω τ’ όνομά σου
Γιατί ο θάνατος θα χει τη μορφή σου

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Adagio (αναδημοσίευση)

Ο Στάθης στον eniko

Την ημέρα εκείνη τα τσιράκια των καγκελάριων πετούσαν φαΐ στους φτωχούς στον δρόμο της Αγοράς.
Το τυπικόν της τελετής ήταν αυστηρό: οι φτωχοί περπατούσαν στα πεζοδρόμια σφυρίζοντας αδιάφορα. Αίφνης ένας σμπίρος πεταγόταν από μια γωνία, ένα περίπτερο, ένα μαγαζάκι και πετούσε ένα πιάτο φαγητό. 

Αυτό διέγραφε μια τροχιά κι έσκαγε (αν στο μεταξύ κάποιος φτωχός δεν το έπιανε με πλονζόν) στο οδόστρωμα - αλλού πήγαινε το πιάτο, αλλού το φαγητό κι όλοι οι φτωχοί μαζί έπεφταν πάνω και στα δυο. Κι άρχιζε η κλοτσοπατινάδα, δαγκιές, μπουνιές, κλοτσιές, κατς! ώσπου κάποιος να άρπαζε το πιάτο - για το ποδοπατημένο φαγητό ούτε λόγος να γίνεται, είχε ήδη φαγωθεί απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα ανακατεμένο με τα χώματα και τις βρωμιές του δρόμου.

Από τα υπερώα οι Σαδδουκαίοι χάιδευαν τις χοντρές κοιλιές τους και ευχαριστούσαν τον Κύριο για την τύχη τους, ανάλογη βεβαίως της αξίας τους. Ο ραψωδός διεκτραγωδούσε τα βάσανα του κόσμου τούτου - τη φτώχεια, την γκαντεμιά και την αρρώστια, ψέλνοντας έναν αμανέ σε ήχο βαρύ κι ασήκωτο.

Με το τέλος του αμανέ έληγε και η τελετή. Οι φτωχοί άδειαζαν τον δρόμο αυτοστιγμεί κι εξαφανίζονταν στις τρύπες τους, εκτός απ’ τον τροπαιούχο του πιάτου. Αυτός ήταν πλέον ένας εκλεκτός, τον έκαναν εργάτη.

Τω καιρώ εκείνω, γύρω στο 2015, στις μεγάλες επικράτειες, στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Κίνα και αλλού, οι εργάτες δούλευαν άγρια για ένα πιάτο φαΐ - αυτό άλλωστε ήταν και το νόημα της τελετουργίας του πιάτου στον δρόμο της Αγοράς.

Οι εργάτες έπαιρναν χάπια για να αντέξουν τις βάρδιές τους, αλλά ορισμένοι αυτοκτονούσαν, δίνοντας έτσι νέες θέσεις εργασίας σε όσους περίμεναν να μυηθούν στις αδελφότητες των ευτυχισμένων υποαμειβόμενων.

Ματαίως ματώνεις.
Κι αν έχεις δίκιο, γίνεσαι ενοχλητικός.

Σκυμμένος πάνω απ’ το πιάτο ο σύντροφός σου δακρύζει και το πιάτο με τα δάκρυα πλένει τα χέρια του. Περάσαμε τριάντα τρία χρόνια αλλαγών, ώσπου να φθάσουμε στην ουσία που δίνουν στη ύπαρξή μας οι Δυνατοί - ένα πιάτο φαΐ. Ενα πιάτο που πολλοί άλλοι δεν το έχουν. Τριάντα τρία χρόνια αλλαγών, κι εγώ νοσταλγώ όσα δεν άλλαξαν μέσα μου. Ενα είδος παρηγοριάς, εντελώς άχρηστης σε οποιονδήποτε άλλον. Πράγμα που έχει και την καλή του πλευρά: όταν είσαι άχρηστος, είσαι ταυτοχρόνως και αβλαβής.

Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, τούτο Σου εστί το σώμα, τούτο Σου εστί το αίμα: ένα πιάτο φαγητό για τον φτωχό. Και εκατό χρόνια μετά την Επανάσταση, άλλος φτωχός έχει πιάτο κι άλλος δεν έχει...

Η αιώνια σφαγή ή United Colors of Benetton (αναδημοσίευση)



Όποιος νιώσει για λίγο στο πετσί του την Αφρική θα κλαίει με μαύρο δάκρυ για χίλια χρόνια. Την ώρα που οι ορθόδοξοι περιμένουν το άγιο φως, συνοδεία Ιερών Κουράδων εξ Ιεροσολύμων, με τιμές αρχηγού κράτους και την κατάνυξη να δουλεύει στο φουλ, η μισή Αφρική σφάζεται με τον πιο πούστικο τρόπο. Και είναι συνήθεια παλαιά των αποικιοκρατών να κρύβουν τα εγκλήματά τους κάτω απ’ το χαλάκι της ιστορίας, με ακόρεστη προπαγάνδα, πασπαλισμένη με κορώνες περί ελευθερίας και μπόλικη συνωμοσία σιωπής. Στο Κονγκό σφάξανε τον Πατρίς Λουμούμπα που αγωνίστηκε ενάντια στην ταπεινωτική σκλαβιά της αποικιοκρατίας. Οι σύντροφοί του βρέθηκαν δολοφονημένοι, φυλακισμένοι, εξόριστοι. Ο Αϊζενχάουερ έδωσε παραγγελία να βρεθεί ο Λουμούμπα σε ένα ποτάμι γεμάτο κροκόδειλους. Οι Βέλγοι τον εκτέλεσαν και τον πέταξαν σ’ ένα βαρέλι με θειικό οξύ για να σαπίσει. Χαλκός, κοβάλτιο, διαμάντια, χρυσός, ουράνιο, πετρέλαιο ήταν τα αγαθά που ήθελαν για να χορτάσουν τους χριστιανούς του πολιτισμένου κόσμου. 

Ο Λουμούμπα είχε πει πως κάποια μέρα η ιστορία θα πάρει το λόγο. Όχι η ιστορία που μας μαθαίνουν τα Ηνωμένα Έθνη, η Ουάσιγκτον, το Παρίσι ή οι Βρυξέλες. Στη Μοζαμβίκη οι Πορτογάλοι άφησαν αναλφάβητο για δεκαετίες ολόκληρες το ενενήντα εννέα τοις εκατό του πληθυσμού. Στην Μπουρκίνα Φάσο, τη γη των ενάρετων ανθρώπων-όπως την ονόμασε μετά τους Γάλλους αποικιοκράτες ο Τομά Σανκάρα-η παγκόσμια τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αρνούνταν τους πόρους για να βρούνε πόσιμο νερό στα εκατό μέτρα αλλά διέθεταν μυθικά ποσά για να σκάψουν πηγάδια τριών χιλιάδων μέτρων για πετρέλαιο. Οι κάτοικοι έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην κόλαση και το καθαρτήριο. Στη δεκαετία του πενήντα η παγκόσμια κοινή γνώμη πίστευε πως οι Μάου Μάου στην Κένυα χόρευαν αποκεφαλίζοντας Εγγλέζους, τους οποίους έκοβαν κομματάκια και τους έπιναν το αίμα σε σατανιστικές τελετές. 

Οι Δυτικοί έβρισκαν πάντα τρόπους για να βγάζουν λεφτά. Για να έχουν τη μπότα τους στο σβέρκο των λαών της Αφρικής. Μαζί με τους ιεραπόστολους, τους γιατρούς χωρίς σύνορα, τις ελεημοσύνες και την εκλεπτυσμένη υποκρισία για τα παιδάκια της Αφρικής έρχεται το απόλυτο κακό. Οι φανατικοί Ισλαμιστές, παιδιά των εργαστηρίων τρόμου της Δύσης. Σπουδαγμένοι εκεί που μαθαίνεις πώς να ρουφάς ανθρώπινο μεδούλι. Βιομηχανίες όπλων της πολιτισμένης Ευρώπης που κάνουν παιχνίδι. Που φτιάχνουν ωραία μωσαϊκά πτωμάτων για τους φωτογράφους. Για τη μπένετον, τους διαφημιστές, για τον παρδαλό Ευρωπαίο που γαμεί με κατάνυξη τον τρίτο Κόσμο. Αυτόν που έχτισε με τόσο τρόμο και τόσες σφαγές.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Τα σκουπίδια της πλατείας (Εξαρχείων).

όμως,η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο



Κυριακή 5 Απρίλη, ώρα 8.30 τπ πρωί. Σε λιγάκι στο χώρο θα φιλοξενηθεί η Λαϊκή της πλατείας. Θα στηθούν πάγκοι με τρόφιμα, θα ρθούν οικογένειες με παιδιά. 

Μετέχοντας μέσω μιας δομής στο παζάρι βρέθηκα εκεί. Λίγοι οι περαστικοί που συνήθως κάθε μέρα περνούν από την πλατεία. Συνάντησα τη Χλ. κάτοικο της περιοχής. Αγανακτισμένη μου είπε πως δεν έχει αντικρύσει ξανά τέτοιο θέαμα. "Απόψε έγινε του Αγ. Βαρθολομαίου" λέει κάποιος άλλος. 


Παραδίπλα μετανάστες έχουν μαζέψει άλλοι τα μεταλικά κουτιά, άλλοι τα μπουκάλια μπύρας και άλλοι τα χαρτόνια. Έβγαλαν ένα καλό μεροκάματο. Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες μετά το πρώτο καθάρισμα που έκαναν οι μετανάστες. 


Σε λίγο κατέφθασαν οι υπάλληλοι του Δήμου (οι "ΘΕΣΜΟΙ", όπως ειρωνικά και με κακεντρέχειια του αποκαλούν κάποιοι "επαναστάτες". Οι σκούπες και η βυτιοφόρα έπιασαν δουλειά. Να καθαρίσουν την κόπρο του Αυγείου. Να μπορέσουν και οι παραγωγοί να κάνουν τη δουλειά τους, να μπορέσει άνθρωπος να μπεί στο "άβατο" της πλατείας.


Οι "ΘΕΣΜΟΙ" !! Άκουσον, άκουσον ! Κάποιοι θα φρυάττουν αυτή τη στιγμή στον ύπνο τους. Θα βλέπουν εφιάλτες ! Ίσως κάποιοι άλλοι να την έπεφταν στους "ΘΕΣΜΙΚΟΥΣ" εργάτες Αλλά ευτυχώς, τώρα αποκαμωμένοι από την "επαναστατική" σκουπιδοκατανάλωση αναπαύονται. Για να ξανάρθουν το βράδυ φρέσκιοι-φρέσκιοι. Να επαναλάβουν το καθημερινό τους "καθήκον".



όμως...
πάντα άγρυπνη η ομορφιά θα μετρά του καθενός το "μπόϊ" και θα θυμίζει ποιό το αληθινό και ποιό το κάλπικο.

(Οι κουτσουπιές της πλατείας-Απρίλης 2015)



σημείωση1: προσωπική η μαρτυρία, προσωπικές και οι "προεκτάσεις" της.
σημείωση2: αν υπήραχν κάδοι όπου τα "παιδιά" να πέταγαν τα σκουπίδια τους ;
-......

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Γ. Σταθάκης: συνεχίστε αυτό που κάνετε στα Ειρηνοδικεία...


Ρεπορτάζ: Βασίλης Νούσης

Στις 31/3 η επιτροπή της συνέλευσης Ειρηνοδικείου Ιλίου ενάντια στους πλειστηριασμούς, συναντήθηκε με τον υπουργό οικονομίας, υποδομών, ναυτιλίας και τουρισμού κ. Γιώργο Σταθάκη στο υπουργείο εθνικής οικονομίας.

Η διάρκεια της συνάντησης ήταν 45 λεπτά, ενημερώθηκε ο υπουργός για τα αιτήματα της συνέλευσης και ακολούθησε σχετική συζήτηση.

«Το μεγαλύτερο κέρδος που εισπράξαμε από τον ίδιο τον υπουργό ήταν η παρότρυνση του για συνέχεια αυτού του αγώνα, για συνέχεια της λαϊκής απαίτησης έως ότου διευρυνθεί ο νόμος πέραν του παρόντος για την πρώτη κατοικία», σημειώνει η κυρία Ντίνα Κοέδρου και συνεχίζει «ζητήσαμε από τον υπουργό να συμπεριλάβει τα αιτήματά μας στο νομοσχέδιο, αλλά μας απάντησε ότι, ενώ θα το επιθυμούσε, ακόμα κι έτσι όπως είναι το νομοσχέδιο, το οποίο προβλέπει πάγωμα των κατασχέσεων περιπτώσεων πρώτης κατοικίας, κατεβαίνει προς ψήφιση ενώ υπάρχουν μεγάλες πιέσεις από τους ευρωπαϊκούς εταίρους».

Στην απάντηση του υπουργού, μέλη της επιτροπής του επεσήμαναν ότι μέσα από τον αγώνα τους, έχουν εισπράξει από τον κόσμο, πως όλο και περισσότερο απομακρύνεται ο φόβος μιας ενδεχόμενης ρήξης και ότι ο κόσμος επιθυμεί απεγκλωβισμό από τον κλοιό των ελέγχων του ΔΝΤ.

Κάθε Τετάρτη, 3.30μμ με 5.00μμ, ραντεβού στα Ειρηνοδικεία όλης της Χώρας, ενάντια στους πλειστηριασμούς!

δείτε το σχετικό video.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Ραούλ Βανεγκέμ: Η Βίβλος των Ηδονών (αναδημοσίευση)

από eagainst.com

Ο Ραούλ Βανεγκέμ (4 Σεπτεμβρίου 1934) είναι Βέλγος συγγραφέας και φιλόσοφος. Σπούδασε λατινική φιλολογία στις Βρυξέλλες, δίδαξε στο πανεπιστήμιο και συμμετείχε στην Καταστασιακή Διεθνή από το ’61 ως το ’70. Μέχρι σήμερα έχει γράψει περισσότερα από 30 βιβλία, ανάμεσά τους τα: Βασικές κοινοτοπίες, Η βίβλος των Ηδονών, Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπινου όντος, Η επανάσταση της καθημερινής ζωής. Ο Βανεγκέμ στα έργα του απορρίπτει την ηθική της εργασίας και ασκεί έντονη κριτική στον καπιταλισμό και τον σύγχρονο κόσμο, θεωρώντας ότι οι αυταπάτες εμποδίζουν τη δημιουργία και καλεί σε μια αλλαγή προοπτικής. Ο Βανεγκέμ συνεχίζει να γράφει βιβλία, προωθώντας την ιδέα μιας ελεύθερης και αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας.


Ο έρωτας αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του.
Άν ο έρωτας είναι τυφλός, ο λόγος είναι ότι δεν βλέπει τίποτα με τα μάτια της εξουσίας. Μην ελπίζετε να κρίνει και να κυβερνήσει, γιατί αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του. Όντας το κέρας της Αμάλθειας της σεξουαλικότητας, εκφράζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο του ευνουχισμού τη θέληση για ζωή και την υπέροχη αγριάδα της.

Αν πάντως, οι εραστές που χτες λατρευόταν, χωρίζουν ξαφνικά μέσα στο μίσος και στην περιφρόνηση, η αιτία δεν βρίσκεται σε κάποιον αναλλοίωτο νόμο της παρακμής, σε κάποια αδυσώπητη μοίρα της κούρασης. Προέρχεται από τη μέγγενη των ανταλλαγών, που μαραίνει τα πάθη, σβήνει τις φλόγες της καρδιάς, πνίγει τις παρορμήσεις.

Αντί να μείνουν άπληστοι για τα πάντα μέχρι την εσχατιά του κορεσμού, να που οι εραστές επικαλούνται το καθήκον, απαιτούν αποδείξεις, αναζητούν μια παραγωγικότητα της στοργής. Επιβάλλονται νόρμες συνοδευόμενες από την απαίτηση της αυστηρής τήρησής τους, δεν γίνεται πια ανεκτή η απερίσκεπτη λήθη, η αδεξιότητα, το ανάρμοστο, η φαντασιοκοπία, τα πάντα αποτελούν αφορμή επιπλήξεων και κυρώσεων. Επειδή τους λείπει η θέληση να δημιουργήσουν την αλλαγή όπου θα ξαναβρεθούν, δανείζονται τα δεκανίκια της κοινωνίας που τους ακρωτηριάζει από τη γενναιοδωρία τους.

Η ψυχρή λογική αποδιώχνει την τρέλα της αφθονίας και έρχεται να κάνει απολογισμό των πραγμάτων. Έφτασαν οι ύπουλοι καιροί του να ζητάς και να δίνεις λογαριασμό, των υποχρεώσεων που πληρώνουν εντόκως τα αναγνωριζόμενα δικαιώματα, των φιλιών έναντι φιλιών που προαναγγέλλουν το ”μία σου και μία μου” του απελπισμένου γοήτρου.

Με το να ιδιοποιούνται ο ένας τον άλλο, με το να μετράνε την αμοιβαία στοργή, ο καθένας καταλήγει να πειστεί ότι τα προτερήματα του αλλού ήταν προϊόν της φαντασίας, ότι η γενναιοδωρία δεν ανταμείβεται όπως πρέπει κι ότι η έλξη δεν ήταν καθόλου δικαιολογημένη.

Ο έρωτας διαμαρτύρεται ότι εκχωρήθηκε σε αφερέγγυο οφειλέτη, οι απογοητεύσεις συντάσσουν ένα πιστοποιητικό χρεωκοπίας, το πάθος καταλήγει στη μικροπρέπεια, η στοργή στο παζάρεμα, η φιλία στη συκοφάντηση…

Πως να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα πληρώνονται; Τις λίγες απολαύσεις που σας απέμειναν να προσφέρετε στους άλλους και στον εαυτό σας, έχετε βαλθεί να τις ανταλλάξετε, να τις λογαριάσετε, να τις ζυγίσετε, να ορίσετε ισοτιμίες.

Το να πίνουμε με ακόρεστη δίψα από το ποτήρι της ζωής είναι η καλύτερη εγγύηση ότι δεν θα στερέψει ποτέ. Αυτό το ξέρουν τα παιδιά, που παίρνουν τα πάντα για να τα προσφέρουν στην τύχη. Η αισθησιακή αφθονία ζωογονεί τις τοπιογραφίες τους πριν η οικονομική επιταγή αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση του βιώματος. Πριν μάθουν την ανταποδοτικότητα, πριν μυηθούν στο να αξίζουν ένα δώρο, να απαιτούν τα οφειλόμενα, να ανταμείβουν για ένα κέρδος, να τιμωρούν για μια υποτίμηση, να ευχαριστούν εκείνους που τους αφαιρούν ένα προς ένα τα θέλγητρα μιας ύπαρξης δίχως αντάλλαγμα.

Το ίδιο ισχύει και για τους παθιασμένους, αυτά τα παιδιά που ξανα-ανακαλύφθηκαν μέσα στον εαυτό τους. Οι εραστές δίνουν τα πάντα και παίρνουν τα πάντα ανεπιφύλακτα. Σαν να συναγωνίζονται ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα, δίχως να ζητά τίποτα σε ανταπόδοση. Κι αυτό δεν παύει να δίνει περισσότερη δύναμη στον έρωτα, που αντλεί νέες απολαύσεις ακόμα κι από τις ατονίες του και τις εξαντλήσεις του.

Αν η συγκυρία των συναντήσεων μου προσφέρει τον έρωτά σου και σου προσφέρει τον δικό μου, μην υποβιβάζεις την αρμονία των επιθυμιών μας σε ανταλλαγή… [Πρέπει να ζητώ ανταπόδοση] για να αγαπήσω; Τόσο λίγο αγαπώ τον εαυτό μου; Όποιος δεν είναι γεμάτος από τις δικές του επιθυμίες δεν μπορεί να δώσει τίποτα. Όποιος βαδίζει στον δρόμο του δούναι και λαβείν, προχωρά σιγά σιγά προς την ανία, την κούραση και τον θάνατο…

Όποιος ξέρει να αφουγκράζεται προσεκτικά την απόλαυση, αγνοεί πατρίδες και σύνορα, αφέντες και δούλους, κέρδος και ζημία. Η σεξουαλική πληθώρα είναι αυτάρκης, έχει στον χώρο της και στον χρόνο της αρκετή τόλμη για να συντρίψει ό,τι την εμποδίζει».

Κοινωνική Αλληλεγγύη στον καιρό της κρίσης

άρθρο του Γιώργου Νικολαΐδη
στο RedNotebook 

Το πρώτο νομοσχέδιο της νέας κυβέρνησης υπήρξε εκείνο της αλληλεγγύης στους περισσότερο πληττόμενους από ό,τι τελευταία αποκαλείται «ανθρωπιστική κρίση», δηλαδή τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Η υποδοχή του χαρακτηρίστηκε από αντιφατικές αντιδράσεις.

Στην πλευρά της θετικής του αποτίμησης κάποιοι υπογράμμισαν τη σημειολογική του πλευρά ως αφετηρία του κυβερνητικού έργου, άλλοι επισήμαναν την αναγνώριση της «ανθρωπιστικής κρίσης» και την πρώτη έπειτα από πολύ καιρό ψήφιση ενός νόμου που δεν περιέχει περικοπές, ενώ ορισμένοι τόνισαν την κοινωνική του ωφελιμότητα για κάποια εξουθενωμένα στρώματα εντός των ασφυκτικών πλαισίων της παρούσας οικονομικής κατάστασης του δημόσιου κορβανά.

Από την άλλη, αρκετοί στηλίτευσαν το γεγονός ότι ακριβώς λόγω αυτού του σεβασμού των δημοσιονομικών περιορισμών της δανειακής σύμβασης με τους θεσμούς το πακέτο διάσωσης των πληττόμενων λαϊκών στρωμάτων περιορίστηκε από 1,9 δισ. ευρώ που προϋπολογιζόταν στο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης σε ένα πενιχρό 0,2-0,3 δισ. ευρώ που σίγουρα μπορεί να θεραπεύσει πολύ λιγότερες κοινωνικές πληγές από τον αρχικό στόχο. Στο κριτικό στρατόπεδο απέναντι στο νομοσχέδιο δημοσιεύτηκαν και κάποιες λίγες, μάλλον πιο ενδιαφέρουσες κριτικές που εστίαζαν τα πυρά τους στη γενικευμένη χρήση του λεγόμενου «εισοδηματικού κριτηρίου» στις πρόνοιες του νομοσχεδίου, κατονομάζοντας τη μεθοδολογία αυτή ως νεοφιλελεύθερη πολιτική στο χώρο της πρόνοιας. Και θεωρητικά, πράγματι, η αντίληψη αυτή της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, με βάση το υφιστάμενο εισόδημα και την αρχή της συμπληρωματικότητας, έλκει την καταγωγή της από το φιλοσοφικό έργο του Αμερικανού φιλελεύθερου διανοητή Τζον Ρωλς και αντιδιαστέλλεται συχνά στην καθολικότητα που χαρακτήρισε τα σοσιαλδημοκρατικά και σοσιαλιστικά συστήματα κοινωνικής αλληλεγγύης.

Υπάρχει ωστόσο ένα ερώτημα που, παρότι εύλογο, οι κριτικές φωνές του χώρου δεν φαίνεται να απαντούν, ούτε καν να πραγματεύονται. Το ερώτημα αυτό αφορά τη μάλλον πιθανότατη προοπτική δημιουργίας μιας κατάστασης οικονομικής ασφυξίας από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε οποιαδήποτε χώρα επέλεγε ένα διαφορετικό, εναλλακτικό προσανατολισμό, ακόμα κι αν δεν προϋπήρχε κρίση. Να το πούμε διαφορετικά: ακόμα και προ οικονομικής κρίσης, στους καιρούς που συχνά χαρακτηρίζονται «των παχιών αγελάδων» (αλήθεια, «παχιών» για ποιους άραγε;), αν ο λαός εξέλεγε μια κυβέρνηση η οποία θα εννοούσε να χαράξει διαφορετικό δρόμο για την κοινωνία και τις διεθνείς εξαρτήσεις της, πάλι, πολύ σύντομα, η προβλεπόμενη αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη θα την οδηγούσε σε κατάσταση οικονομικού στραγγαλισμού ίσως πολύ χειρότερου από τον σημερινό της παρούσας κυβέρνησης. Άρα, και η πιο αριστερίστικη κυβέρνηση να είχε αναλάβει και στους πιο ανθηρούς οικονομικά καιρούς, το πιθανότερο είναι πως πάλι δεν θα είχε την ευχέρεια της πασοκικής επταετίας του 1980 που νοσταλγούν κάποιοι. Aντιθέτως, θα είχε αναγκαστεί σε χρόνο ρεκόρ να διαχειριστεί ελάχιστους πόρους, βασικά εγχώριους, και πλήθος αναγκών.

Άρα η κριτική περί «μικρού» οικονομικού «πακέτου» είναι μάλλον άστοχη και μερική τουλάχιστον από τη σκοπιά μιας αριστερής πολιτικής. Γιατί η λογική προϋπόθεση μιας τέτοιας κριτικής αφ’ εαυτού της θα ήταν ότι μια πιο αριστερή διακυβέρνηση θα διέθετε ακόμα μεγαλύτερο «πακέτο» στην κοινωνική αλληλεγγύη, πράγμα αρκετά αμφίβολο: στην πραγματικότητα, πιο πιθανό φαίνεται το γεγονός ότι όσο πιο αριστερή θα ήταν μια κυβέρνηση τόσο ασφυκτικότερος θα ήταν ο διεθνής οικονομικός της αποκλεισμός και άρα λιγότερα τα κονδύλια που θα είχε να διανείμει. Και πραγματικά, μια ειλικρινής ματιά στην ιστορία των κοινωνιών τον 20ό αιώνα επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό: ότι ο ιμπεριαλισμός δεν δίνει κανένα περιθώριο ανάσας στις κυβερνήσεις που τον απειλούν.

Δείχνει όμως και κάτι ακόμα: πως όλα τα καθεστώτα που προσπάθησαν να αποτινάξουν από την κοινωνία τους την καπιταλιστική βαρβαρότητα και τον ιμπεριαλιστικό ζυγό, από τη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση ως την Κούβα του Κάστρο και από τη Χιλή του Αλιέντε έως τη σημερινή Λατινική Αμερική, βιώνοντας εξαρχής την επιθετική πολιτική του διεθνούς παράγοντα, αποφάσισαν για να αντιμετωπίσουν τις εκρηκτικές ανάγκες των λαών να αλλάξουν το ερώτημα: από το «πόσα» στο «πώς». Αποφάσισαν, λοιπόν, και ακριβώς για να τα καταφέρουν παρά την οικονομική ασφυξία, να δοκιμάσουν κοινωνικούς πειραματισμούς, αναδιατάξεις ρόλων και σχέσεων εξουσίας, νέους θεσμούς και μοντέλα που κοινό τόπο είχαν την αξιοποίηση κυρίως των υφιστάμενων στις κοινωνίες πόρων, ήταν «έντασης εργασίας» και όχι «έντασης κεφαλαίου», βασίζονταν στη λαϊκή κινητοποίηση και ως εκ τούτων ήταν φθηνότερα αλλά και αποτελεσματικότερα των όσων προϋπήρξαν. Η κίνηση αυτή όμως τις περισσότερες φορές είχε μια παρενέργεια: η μεταφορά της διαπάλης από το γενικό, πανκοινωνικό επίπεδο στο επίπεδο της δομής των θεσμών και στο εσωτερικό τους όξυνε τις αντιθέσεις και οδήγησε βήμα προς βήμα στη ριζοσπαστικοποίηση όσων κοινωνικών στρωμάτων στήριζαν τις τομές αυτές, δημιουργώντας επιπλέον και μια στρατιά λυσσαλέων αντιπάλων από τους «χαμένους», από όσους έβλεπαν τα μικροπρονόμια και τις μικροεξουσίες τους να απειλούνται ή και να εξαφανίζονται, από τα υποσυστήματα της εξουσίας που δρουν σε κάθε θύλακα της κοινωνικής ζωής και δέχονταν πια σοβαρότατα πλήγματα.

Αν όλα τα παραπάνω είναι ιστορική πραγματικότητα, τότε με βάση αυτά η κατεύθυνση την οποία κανείς μπορεί να προτείνει στην παρούσα διακυβέρνηση από μια αριστερή, ριζοσπαστική σκοπιά δεν μπορεί να συγκεφαλαιώνεται στο «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Φυσικά, και πόροι θα χρειαστούν. Και φυσικά για μια αριστερή οπτική οι δαπάνες της κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελούν προτεραιότητα. Ωστόσο το σημαντικότερο είναι ο τρόπος αξιοποίησης των όποιων πόρων τους οποίους μπορεί σήμερα να διαθέσει η κοινωνία, ιεραρχώντας μεν την ανάγκη στήριξης των πλέον αδυνάτων, βιώνοντας δε μια πραγματική κατάσταση αποστέρησης πόρων και ιμπεριαλιστικής «περικύκλωσης». Και ο τρόπος αυτός δεν είναι πολιτικά ουδέτερος.

Και βέβαια, σε γενικές γραμμές, στο παρόν νομοσχέδιο δύσκολα κανείς αναγνωρίζει στοιχεία κοινωνικού πειραματισμού ή ριζοσπαστικοποίησης των θεσμών. Αυτό ωστόσο δεν είναι παράλογο για το πρώτο νομοσχέδιο μιας οποιασδήποτε κυβέρνησης. Ένα πράγμα όμως μέλλει να φανεί στη συνέχεια: αν η κυβέρνηση δεν ριζοσπαστικοποιήσει τα μέσα και τα κοινωνικά υποκείμενα με τα οποία ελπίζει να επιτύχει μια κοινωνική αναδιανομή προς όφελος των πλέον αδυνάτων, σύντομα θα διαπιστώσει πως οι ούτως ή άλλως λιγοστοί πόροι προς διάθεση δεν επαρκούν. Θα είναι σαν «να κουβαλάει νερό με τρύπιο λαγήνι»: θα δίνει ό,τι μπορεί με βάση την ασφυξία της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ούτε θα φτάνει ούτε ουσιαστική διαφορά θα κάνει στην εξέλιξη της κοινωνικής διαπάλης. Αν πάλι αντιληφθεί πως μια άλλη κίνηση είναι η μόνη ρεαλιστική, τότε θα πρέπει να αναλάβει το κόστος της σύγκρουσης με τα υποσυστήματα εξουσίας που θα πρέπει να γκρεμίσει. Και άρα να τερματίσει με δική της πρωτοβουλία την επί του παρόντος κατάσταση στην οποία όλοι λίγο-πολύ μπορούν να είναι με την κυβέρνηση και αντιθέτως να μορφοποιήσει την πολιτική και κοινωνική αντιπολίτευση προς αυτή την ίδια.

Στο ιδιαίτερο πεδίο της κοινωνικής αλληλεγγύης, όμως, αν επιλέξει τον δεύτερο αυτό δρόμο, θα έχει να αντιμετωπίσει και μια πρόσθετη πρόκληση. Στα περισσότερα σχετικά ιστορικά παραδείγματα το διαφορετικό «πώς», η ριζοσπαστική κατεύθυνση για την αναδιαμόρφωση των θεσμών, έχει προκύψει από μια προηγούμενη πορεία κοινωνικών κινημάτων που διαμόρφωσαν εν πολλοίς και τις αδρές γραμμές μια άλλης πορείας ως στοχοθεσία. Στη χώρα μας, η ανάλογη παράδοση στον τομέα της αλληλεγγύης είναι μάλλον ισχνότερη του απαιτούμενου: η αιτηματολογία των κινημάτων συχνά εξαντλούνταν στην προάσπιση των μισθολογικών όρων των εργαζομένων του χώρου αυτού, ενίοτε έφθανε και στην υπεράσπιση της παρούσας κατάστασης έναντι πλέον νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, ενώ στο επίπεδο των επωφελουμένων η επιδοματική λογική υπήρξε μάλλον η κυρίαρχη και εντός των κοινωνικών υποκειμένων. Αυτό ίσως ερμηνεύει και την σχετική υστέρηση σε αριστερές κριτικές για το «πως» και την επικέντρωσή τους στο «πόσα». Άρα, αν τυχόν μια κυβέρνηση για να λύσει τον Γόρδιο Δεσμό αποφασίσει να προχωρήσει με μέτρα θεσμικής ριζοσπαστικοποίησης του εν λόγω χώρου, θα πρέπει μάλλον να αναλάβει και το δύσκολο, όχι όμως ακατόρθωτο έργο, της ανασυγκρότησης των κινηματικών διαδικασιών και των κοινωνικών υποκειμένων που θα ενστερνιστούν και θα υλοποιήσουν μια τέτοια τομή. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει σε ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, με μεγάλα ρίσκα. Οποιαδήποτε άλλη ωστόσο επιλογή μοιάζει να είναι «χαμένη από χέρι».