Σύντομη παρουσίαση της ερευνητικής δουλειάς της Αγγελικής Πλέσσα* από την Άννα Χατζηευγενιάδου στα πλαίσια του πανευρωπαϊκού διημέρου Το Δικαίωμα στη Στέγη που οργανώθηκε στις 20 και 21 Ιούνη στην Αρχιτεκτονική Σχολή.
*****
Υπάρχει πάντα λόγος να αναφερόμαστε σε εναλλακτικά εγχειρήματα κατοίκησης που ευδοκιμούν στις χώρες του βορρά, στον βαθμό που αυτά εγείρονται από τα κάτω και στηρίζονται στις πρωτοβουλίες και την αυτοοργάνωση των ίδιων των πολιτών που τους αφορούν.
Η πρωτότυπη ερευνητική δουλειά της Αγγελικής Πλέσσα, αφορά μια αναζήτηση δομών, τόσο κοινωνικών όσο και χωρικών, με στόχο την υποστήριξη ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, λιγότερο συμβατού με τις αξίες που υποβάλλονται από το σύγχρονο μοντέλο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Δομές που υπαγορεύουν λιγότερη αλλοτρίωση, λιγότερη αποξένωση, λιγότερες φοβίες. Δομές που προάγουν την αποδοχή και την συνοχή και ενισχύουν την δυνατότητα ανάπτυξης δεσμών μεταξύ των μελών μιας ομάδας, εγκαθιστώντας ανάμεσα τους τη συνεργασία - ήδη, σε ότι αφορά τις απλές καθημερινές διαδικασίες.
Πρόκειται για ανησυχίες που διατρέχουν το θεωρητικό έργο της Αγγελικής Πλέσσα και συνοψίζονται στις δυο διπλωματικές εργασίες της: “Το Cohousing ως εναλλακτικός τρόπος κατοίκησης” (2010) και “Cohousing/Gated Communities - Αποτίμηση των μοντέλων και η προοπτική τους για το μέλλον” (2013), για το ΔΠΜΣ της Αρχιτεκτονικής σχολής του ΕΜΠ, κατατεθειμένες στις κατευθύνσεις “Σχεδιασμός-χώρος-πολιτισμός” και “Πολεοδομία-Χωροταξία” αντίστοιχα.
Στα πλαίσια της εν λόγω διερεύνησης, είναι κυρίαρχη η προβολή ενός αιτήματος συμβίωσης μέσα σε συνθήκες κοινωνικής πολυμορφίας. Ταυτόχρονα, γίνεται φανερό το πάθος για μια Αρχιτεκτονική αναδυόμενη μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες που στοχεύει στην παραγωγή φιλόξενου χώρου, ικανού να συμπεριλάβει το διαφορετικό και να επιτρέψει την συνύπαρξη.
Το Cohousing, το νόημα του οποίου θα συνοψιζόταν στην φράση Συνύπαρξη με την ετερότητα με όρους ισότητας και συμπληρωματικότητας, έρχεται ως απάντηση στα παραπάνω αιτήματα. Δομημένο στην βάση της συλλογικής οργάνωσης μιας κοινότητας, προτείνει ουσιαστικά μια εναλλακτική μορφή Κατοίκησης, επιχειρώντας να εισάγει στοιχεία αλληλεγγύης και άμεσης δημοκρατίας στην διαχείριση της καθημερινής ζωής.
Δεν πρόκειται για ένα ιδεατό μοντέλο, μια θεωρητική κατασκευή ή μια ουτοπία, αλλά αποτελεί ζωντανό, υπαρκτό παράδειγμα επιτυχούς εφαρμογής ενός τέτοιου εγχειρήματος, έχοντας γνωρίσει ποικίλες εκφάνσεις.
Η Σουηδία και η Δανία, δυο χώρες- σταθμοί, όσον αφορά την εξέλιξη της θεσμοθετημένης συλλογικής κατοίκησης, προσφέρονται για μια συλλογή αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων μέσω των οποίων αναδεικνύεται η κοινωνική δυναμική που παράγει το Cohousing και φανερώνονται τα όρια και οι δυνατότητες της.
Το νέο μοντέλο κατοίκησης δεν αποτελεί ακριβώς καινοτομία. Προέρχεται από την εξέλιξη του τύπου Κατοικία με Συλλογικές Εξυπηρετήσεις του 20ου αιώνα - όπως αυτός εμφανίζεται αρχικά στις κηπουπόλεις της Βρετανίας, στις κομμούνες της σοβιετικής ένωσης, κ.τλ., δίνοντας εν συνεχεία το στίγμα του στο μοντέρνο κίνημα και εμπνέοντας αντίστοιχες εκ μέρους του προσπάθειες.
Η ιστορική διαδρομή της Κατοικίας με Συλλογικές Εξυπηρετήσεις, ενός μοντέλου με μακρά παράδοση τόσο στην Σουηδία - ως kollektivhus - όσο και στην Δανία - ως bofællesskab - με ευρύτατη εφαρμογή στα πλαίσια των προγραμμάτων δημόσιας κοινωνικής κατοικίας, αποτελεί πεδίο αναφοράς των οικονομικών αλλαγών και των κοινωνικών μετατοπίσεων που διαμορφώνουν τις συνθήκες για την ανάπτυξη της σύγχρονης εκδοχής του Cohousing.
Η μορφή του, σημαδεύεται από την κρίση του κράτους πρόνοιας και του μοντέρνου κινήματος. Αναδύεται μέσω του προβληματισμού και της κριτικής επί των εφαρμοζόμενων κοινωνικών προγραμμάτων και οφείλει πολλά στα αστικά κοινωνικά κινήματα και ιδιαίτερα στο φεμινισμό, των δεκαετιών '60 και '70. Συνδέεται με τον θεωρητικό λόγο που αναπτύχθηκε πάνω σε ζητήματα σχετικά με την πόλη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την πολιτική χειραφέτηση, την ισότητα, την σεξουαλική απελευθέρωση, διαμορφώνοντας τις διεκδικήσεις των κινημάτων. Συνδέεται ακόμη, με την εμπειρία των κοινοβιακών κοινοτήτων της ίδιας εποχής, που (παρά την περιθωριακότητα τους) αποτέλεσαν "ένα σημαντικό κοινωνικό εργαστήριο" , συντελώντας έτσι στην μεταστροφή των κοινωνικών αντιλήψεων και στην διαμόρφωση μιας νέας νοοτροπίας.
Οι μετασχηματισμοί της μορφής της συλλογικής κατοικίας, αποτελούν εν κατακλείδι μια καταγραφή της μετάβασης από το Κράτος πρόνοιας προς την Κοινωνία πρόνοιας. Αυτή η αλλαγή, επιτελούμενη επελαύνοντος του νεοφιλελευθερισμού, ανοίγει τον δρόμο για την θέσμιση εναλλακτικών εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης και επιτρέπει την επιτυχή τους έκβαση.
Πιο συγκεκριμένα, ο όρος Κατοικία με Συλλογικές Εξυπηρετήσεις, αναφερόμενος σε οικιστικά συγκροτήματα, σημαίνει παροχή υπηρεσιών υποστήριξης της καθημερινής ζωής - όπως παρασκευή φαγητού, πλύσιμο ρούχων, καθαριότητα αλλά και φύλαξη παιδιών, φροντίδα ηλικιωμένων, κτλ. - στεγαζόμενες σε επί πλέον διατιθεμένους κοινόχρηστους χώρους. Η διαχείριση αυτών των εξυπηρετήσεων, παρεχόμενων από τις κρατικές ή τις δημοτικές αρχές, ενέπιπτε κατ' αρχήν, στην λογική ενός συγκεντρωτικού συστήματος. Ένα κέντρο εξυπηρέτησης αναλάμβανε την οργάνωση των οικιακών εργασιών που διεκπεραιωνόταν από έμμισθο προσωπικό.
Η αλλαγή αντιμετώπισης της κοινωνικής συλλογικής κατοικίας, οφείλεται κατά πολύ στην ανεπάρκεια του επιβεβλημένου εκ των άνω, οικιστικού στερεότυπου - που μέσα από τον διαχωρισμό και την ομοιογένεια των προστατευόμενων ομάδων (ανύπαντρες μητέρες, ηλικιωμένοι, κ.τλ.) προάγει τελικά τον ιδρυματισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ αδυνατεί να παρακολουθήσει τις αλλαγές στην δομή των νοικοκυριών (καθώς αυξάνονται, οι μονογονεϊκές οικογένειες, τα διαζύγια και τα μοναχικά νοικοκυριά, κ.τλ.). Ακόμη χειρότερα, η σκλήρυνση της στάσης του κεφαλαίου με τη στροφή του προς τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, γίνεται αιτία επίθεσης στο κράτος πρόνοιας και προτάσσοντας ως αναγκαιότητα τις ιδιωτικοποιήσεις, απειλεί τις κοινωνικές παροχές με κατάργηση. Αυτός είναι ο ουσιαστικός παράγοντας που ευθύνεται για την δομική αλλαγή της συλλογικής κατοικίας και προσδιορίζει την νέα εναλλακτική της ταυτότητα. Διαμορφώνει τους όρους ανάπτυξης μιας κοινωνικής δυναμικής που ωθεί προς την αυτοοργάνωση και την αυτοδιαχείριση τέτοιων εγκαταστάσεων ενώ όσον αφορά τον χώρο, καθιστά εμφανή την βαθμιαία αντικατάσταση της αντίληψης του δημόσιου από την αντίληψη του κοινού. Ως προς την αντιμετώπιση του δεδομένου μοντέλου, καθορίζει την μετατόπιση από την παθητική αποδοχή προς την ενεργό συμμετοχή των ίδιων των κατοίκων για την λειτουργία του.
Οι κάτοικοι είναι αυτοί που βαθμηδόν, αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία για την κατάρτιση των προγραμμάτων του Cohousing κι από απλοί αποδέκτες υπηρεσιών γίνονται μέτοχοι, σχεδιαστές και παραγωγοί αυτών των συλλογικών συγκροτήσεων που πλέον, αλλάζουν στόχο.
Δημιουργώντας κοινότητες, επιδιώκουν την βελτίωση των όρων της καθημερινής τους διαβίωσης, διεκδικώντας συλλογικά πια, μέσα από την δική τους πρακτική, όχι μόνο την ανάκτηση αλλά και την αναβάθμιση μιας ποιότητας ζωής που οι 'κανόνες της αγοράς' τείνουν να τους στερήσουν.
Φαίνεται, ότι «…το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που εξελισσόμενο προάγει το ατομικό και το αγοραίο… αποτελεί κατ’ αντιπαράθεση, το έδαφος για την ανάπτυξη του συλλογικού …και του αλληλέγγυου».
Δυο είναι οι κύριες παράμετροι για την επιτυχία των εγχειρημάτων Cohousing: η κοινωνική δυναμική και η χωρική διαμόρφωση. Η σχέση ανάμεσα τους είναι αμφίδρομη, όπως έχει δείξει η εμπειρία.
Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της απαιτούμενης κοινωνικής δυναμικής, είναι η συνειδητή επιλογή της συλλογικότητας, όχι απλά ως τρόπου διεκδίκησης αλλά ως τρόπου ζωής και διαχείρισης των προβλημάτων της καθημερινότητας.
Ο αλληλοσεβασμός, η μετατροπή του ατομικού ζητήματος σε κοινή υπόθεση, ο εντοπισμός της συμπληρωματικότητας των καθημερινών αναγκών και δραστηριοτήτων και η συνεργασία για την αντιμετώπιση τους, κτίζουν την αλληλεγγύη σε στέρεα βάση. Η δέσμευση των συγκατοίκων για εκ περιτροπής ανάληψη καθηκόντων παροχής υπηρεσιών και η διασφάλιση της μέσα από την συνέπεια και την υπευθυνότητα ως προς την τήρηση κανόνων που οι ίδιοι έχουν θεσπίσει, πέρα από πρακτικά και οικονομικά οφέλη, προσφέρει κάτι ανεκτίμητο: το συναίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα - μαζί με την πληρότητα, την ασφάλεια και την φυσική εξωστρέφεια που απορρέουν απ' αυτό.
Σε τέτοιες αξίες, θεμελιώδεις στα πλαίσια της έμπρακτης αυτοδιαχείρισης, στηρίζεται η λειτουργία του self-work model (που αντικαθιστά το service model) στη Σουηδία και του bofaellesskab στην Δανία…
Το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση υλοποίησης του συλλογικού τρόπου κατοίκησης, αποτελεί η σύσταση συνεταιριστικών ομάδων, είτε ενοικιαστών είτε ιδιοκτητών. Προσδιορίζεται έτσι, το καθεστώς κυριότητας αυτών των εγκαταστάσεων, διαμορφώνοντας συγχρόνως το πλαίσιο για την ανάπτυξη της συλλογικής ιδιοκτησίας.
Το είδος των εγκαταστάσεων ποικίλει: παλιά κτίρια πόλεων που ανακαινίζονται, πολυκατοικίες που αναπροσαρμόζονται, πρώην βιομηχανικά κτίρια που αλλάζουν χρήση μέσα από μετατροπές και προσθήκες, καινούργιες κατασκευές, σχεδιασμένες εξ αρχής ως συλλογικές κατοικίες, κατακόρυφης ή οριζόντιας δόμησης, εντός ή εκτός του αστικού ιστού - όλα, βρίσκουν εφαρμογή στα πλαίσια του Cohousing.
Σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση του εκάστοτε συγκροτήματος βρίσκεται πάντα στα χέρια των κατοίκων - υπεύθυνων, τόσο για την μορφή όσο και για την λειτουργία του.
Μέσω του θεσμικά κατοχυρωμένου Συμμετοχικού σχεδιασμού, οι κάτοικοι συνεργάζονται εξ αρχής για την διαμόρφωση του χώρου όπου πρόκειται να ζήσουν. Οι αποφάσεις για τα κάθε είδους κοινά ζητήματα, λαμβάνονται μέσα από τακτικές συνελεύσεις που προϋποθέτουν τη συμμετοχή όλων. Οι διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας σε συνδυασμό τον ισότιμο, κυκλικό τρόπο κατανομής των αναγκαίων καθημερινών εργασιών, καταδεικνύουν την μη ιεραρχική δομή αυτών των κοινοτήτων - που χαρακτηρίζονται από την μείξη ηλικιακών ομάδων και την συνύπαρξη νοικοκυριών διαφορετικών κατηγοριών.
Η πλέον χαρακτηριστική συλλογική λειτουργία που συνδέει τα μέλη κάθε τέτοιας κοινότητας, είναι η παρασκευή του φαγητού και τα κοινά γεύματα. Κουζίνα και τραπεζαρία, μαζί με καθιστικό και παιδότοπο είναι οι στοιχειώδεις κοινές χρήσεις που χωροθετούνται στο 'Common House' κάθε αξιοπρεπούς Cohousing
Εργαστήρια μουσικής, φωτογραφίας, ξύλου, ραψίματος, εντευκτήρια εφήβων, ξενώνες, βιβλιοθήκες και γυμναστήρια, προστίθενται συχνά στις συλλογικές δραστηριότητες που οι κάτοικοι μοιράζονται, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με την γειτονιά και την πόλη στην οποία ανήκουν.
Ένας οικολογικότερος και λιγότερο καταναλωτικός τρόπος ζωής γίνεται εφικτός μέσα από αρχές και εφαρμογές που υιοθετούνται στα πλαίσια των κοινοτήτων Cohousing, όπως:
-η ανταλλαγή γνώσεων, υπηρεσιών και εξοπλισμού και η επαναχρησιμοποίηση αγαθών (όπως ρούχα, έπιπλα, παιχνίδια, κτλ) μεταξύ των κατοίκων.
-η λειτουργία τους ως καταναλωτικών συνεταιρισμών (με αποτέλεσμα πολλά αγαθά να τους είναι διαθέσιμα σε πολύ χαμηλότερο κόστος) 14
-η χρήση εναλλακτικών συστημάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η οικολογική διαχείριση των φυσικών πόρων (με εγκαταστάσεις ανακύκλωσης, διαχείρισης αποβλήτων, κτλ.)
-η κτιριακή κατασκευή με βάση τις αρχές του βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής - που εξοικονομεί ενέργεια και ισχύει για πολλά από τα νεώτερα συγκροτήματα.
Σημαντική παράμετρος για την βιωσιμότητα του συγκροτήματος, είναι η Κλίμακα. Η εμπειρία έχει δείξει ότι μια χωρητικότητα 20-35 νοικοκυριών είναι ιδανική, καθώς προσφέρει μεγαλύτερη δυνατότητα ανάπτυξης σχέσεων αλλά και προσωπικής παρέμβασης του κάθε χρήστη.
Χωρικά Χαρακτηριστικά
Είναι φανερή η σημασία του χώρου, τόσο ως υλικής υποδομής όσο και ως οργάνωσης, για την πραγμάτωση των στόχων του Cohousing. Αναμφίβολα, η πραγματοποίηση ενός πλήθους δραστηριοτήτων εντός του συγκροτήματος, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ύπαρξη των ανάλογων εγκαταστάσεων, αλλά και χωρίς τον σχεδιασμό που τις καθιστά λειτουργικές, ευνοώντας την καθημερινή τους χρήση.
Η εναλλακτική αρχιτεκτονική των Cohousing που παρακολουθεί τις ανάγκες των κατοίκων και στοχεύει στην ανάπτυξη της συλλογικότητας, επιδιώκει να καταστήσει εφικτή την οικειοποίηση του χώρου και να διαμορφώσει μια συνεκτική ενότητα. Βασισμένη σε σχεδιαστικές αρχές όπως ευελιξία και μεταβλητότητα, και επιμένοντας στην διαχείριση των μεταβάσεων και των ορίων, προσπαθεί να δημιουργήσει συνθήκες άνεσης σε ότι αφορά την άμεση επαφή των κατοίκων, για να συμβάλλει στην ενίσχυση των σχέσεων εντός της κοινότητας. Εξ ου η έμφαση στην διάρθρωση της μεταβατικής ζώνης. Το δίκτυο κίνησης εμπλουτίζεται με ενδιάμεσους χώρους, παρεμβαλλόμενους ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, το μέσα και το έξω - δημιουργώντας σκόπιμα σημεία αλληλοεπικάλυψης των δυο χωρικών ποιοτήτων. Η εμπρόθετη ασάφεια των ορίων και ο πλούτος των χωρικών διαβαθμίσεων που εξασφαλίζει ομαλές, σταδιακές μεταβάσεις, εγγυώνται στους κατοίκους μια πολλαπλότητα ευκαιριών για συνεύρεση, χωρίς να τους στερούν το δικαίωμα της επιλογής.
Η θέση των commons και η σχέση τους τόσο με τις κατοικίες όσο και με την πόλη είναι καθοριστικής σημασίας για την ζωτικότητα του συνόλου. Με την χωροθέτηση αυτών των χώρων επί του δικτύου της κίνησης, επιδιώκεται η δημιουργία πόλων έλξης που προκαλώντας την αυθόρμητη προσέλευση των κατοίκων, αποκτούν ενεργό ρόλο στη ζωή του συγκροτήματος. Η τοποθέτηση σε σημεία επαφής με την πόλη, ιδιαίτερα της κουζίνας και της τραπεζαρίας, είναι ενδεικτική της διάθεσης της κοινότητας για άνοιγμα και εξωστρέφεια. 18
Η ευελιξία που εκφράζεται σε πολλά επίπεδα, προτρέπει σε εναλλακτική διαχείριση των χώρων. Μέσα από την χρήση ελαστικών συστημάτων δόμησης που προσφέρουν την δυνατότητα μετατροπής και αυξομείωσης του μεγέθους, τόσο των ιδιωτικών (μονάδων κατοικίας) όσο και των κοινών χώρων, οι κάτοικοι εφόσον είναι αναγκαίο, μπορούν να επιφέρουν μεταβολές στο αρχικό σχεδιασμό: να ανταλλάξουν ή να ενοποιήσουν χώρους, να μετατρέψουν την μονάδα σε δύο ανεξάρτητες κατοικίες ή να προσθέσουν δωμάτια στην κατοικία τους, να αλλάξουν τη χρήση σε χώρους κοινών δραστηριοτήτων - να βάλουν τελικά, στο χώρο την σφραγίδα τους παρεμβαίνοντας στην δομή του.
Συγκρίνοντας τα συγκροτήματα Cohousing με τις Gated Communities, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι από άποψη σχεδιασμού, η διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται στην διαχείριση των ορίων. Διαφορά, ανάμεσα στην ασάφεια και τη σαφήνεια, την χειραφέτηση και τον έλεγχο.
Στα πλαίσια της εμπορευματοποίησης και της κερδοσκοπίας, δεν είναι δύσκολο το επιτυχημένο παράδειγμα του Cohousing να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης εκ μέρους των ιδιωτικών εταιρειών, και να πουλιέται ως μια άλλη εκδοχή του life style. Ο κίνδυνος μιας τέτοιας εξέλιξης είναι ορατός, σε περίπτωση που το συγκρότημα αποβεί ένας απομονωμένος θύλακας, αποκομμένος από την ευρύτερη κοινωνική ζωή. Να καταλήξει δηλαδή, σε κάτι ανάλογο των Gated Communities, της σύγχρονης τάσης του κοινοτισμού, όπου το ανήκειν αγοράζεται ως καταναλωτικό προϊόν. Θέτοντας σαφή όρια, με πρόσχημα την ασφάλεια απέναντι στην εγκληματικότητα, οι οχυρωμένοι αυτοί θύλακες, επιβάλλουν τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ των εντός και των εκτός - του μέσα και του έξω, του ιδιωτικού και του δημόσιου. Εμποδίζοντας οποιαδήποτε αλληλεπίδραση μεταξύ των δυο χωρικοτήτων και των δύο διαφορετικών κόσμων που εκπροσωπούν, προκαλούν ρήξη με την ζωή στην πόλη.
Ωστόσο, η κύρια παράμετρος της επιτυχίας του Cohousing είναι η κοινωνική δυναμική που το παράγει. Γεννιέται από την πρόθεση των ίδιων των κατοίκων του να συγκροτήσουν μια δομή που θα αγκαλιάσει το διαφορετικό, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Εδώ, η συνοχή τροφοδοτείται από τις σχέσεις που αναπτύσσονται και ενδυναμώνονται διαρκώς μέσα από την καθημερινή επαφή και την συλλογική πρακτική ενώ η ενότητα, κερδίζεται μέσα από την έμπρακτη συντροφικότητα και την συνεργασία που αυθόρμητα οδηγούν στην δημιουργία ενός δικτύου αλληλεγγύης. Η ποιότητα ζωής που κατακτάται μέσα από την συμμετοχή στις διαδικασίες της κοινότητας και την επακόλουθη πληρότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, συνιστά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δυο μοντέλων και μεταφράζεται σε μια αξία μη εξαγοράσιμη.
Άννα Χατζηευγενιάδου
Αρχιτέκτονας
Αρχιτέκτονας
* η πρώτη παρουσίαση της έρευνας της Αγγελικής Πλέσσα στα πλαίσια του πανευρωπαϊκού διημέρου Το Δικαίωμα στη Στέγη συνέπεσε με τον ένα χρόνο από τον πρόωρο χαμό της.