Εκτός των τόσων δεινών που επισώρευσε η τρέχουσα Κρίση, παρήγαγε και πολυάριθμα κοινωνικά αντισώματα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Διαφόρων ειδών και τύπων συλλογικά εγχειρήματα, από παρέες, συντροφιές και εκδηλώσεις, μέχρι και κοινωνικές επιχειρήσεις και κολεκτίβες ή δημιουργικές κοινότητες.
Ατυχώς, όμως, τα πιο πολλά από τα εγχειρήματα αυτά καταλήγουν, το πιο συχνά, σε απογοητευτική ματαίωση των προσδοκιών που είχαν καλλιεργήσει και μάλιστα για λόγους που μοιάζει να μην συναρτώνται άμεσα με την ίδια την αποτυχία της συλλογικότητας και την αστοχία των σκοπών της, όσο με δυσλειτουργικά στοιχεία που ανακύπτουν από την ατομική στάση ενός εκάστου των συστατικών της μελών. Λες και είναι αδύνατο να οικοδομηθούν οάσεις μέσα στην καπιταλιστική έρημο. Λες και είναι αδύνατον να απαλλαγεί κανείς από το ατομοκεντρικό-καπιταλιστικό μπόλιασμα και τις ψυχικές συνέπειες του, παρά την όποια θεωρητική-διανοητική μαρξιστική του κατάρτιση.
Ίσως γιατί μπορεί να το έχουμε ξεχάσει, αλλά οι άνθρωποι έχουμε ανάγκες. Όχι επιθυμίες, αυτές συνήθως τις θυμόμαστε εύκολα και άλλο τόσο εύκολα τις ξεχνάμε. Ανάγκες! Συχνά άρρητες, ανομολόγητες, ανεπεξέργαστες. Ανάγκες απ’ αυτές που, όπως λέει ο Rycroft, αν ματαιωθούν είναι πιθανόν και να αποδεχτούμε την πραγματικότητα, αλλά που μόνο η ικανοποίηση τους μπορεί να μας οδηγήσει στο να την αγαπήσουμε. Κι όπως καίρια το ορίζει ο Παύλος, «η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες».
Ανάγκες να νιώσουμε σωματικά και συναισθηματικά ασφαλείς. Να έρθουμε σε επαφή με τους Άλλους. Να πιστοποιήσουμε την υπαρξιακή μας αυτονομία. Να επιβεβαιώσουμε την αυτοεκτίμηση μας, αλλά και να εκφράσουμε τον Εαυτό μας.
Αν γυρεύουμε λοιπόν, πραγματικά, να αγαπήσουμε τη συλλογική πραγματικότητα που φτιάχνουμε κάθε φορά, αν ζητούμενο είναι να εκπληρώσουμε μέσα απ’ αυτήν και τις υποκειμενικές μας ανάγκες, τότε είναι βέβαιο πως οι ανάγκες αυτές, οι βαθιές υπαρξιακές μας ανάγκες, οφείλουν να κατατίθενται με σαφήνεια. Γιατί οι συλλογικότητες, οι πάσης φύσεως συλλογικότητες, από την ερωτική-φιλική σχέση και την οικογένεια, μέχρι το κόμμα ή την κοινωνία, είναι δυναμικά πεδία σχέσεων. Και καθώς οι ανάγκες υπεισέρχονται σ’ αυτές, μπορούν ανά πάσα στιγμή να εκπέσουν από Σχέσεις σε απλές συσχετίσεις ή χρήσεις.
Να λοιπόν 13+1σίγουροι τρόποι όπου οι ανάγκες δεν κατατίθενται, αλλά στρεβλώνονται και υποθηκεύουν τη συλλογική πραγματικότητα, για την οποία -κατά τα λοιπά- τόσο νοιαζόμαστε. Κι’ αυτό δεν είναι καθόλου μια «αμερικανιά», ούτε μια συνταγή…
1. ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΜΑΝΤΕΨΕΙ Ο ΑΛΛΟΣ
Συχνά, αρνιόμαστε να ομολογήσουμε ξεκάθαρα τι είναι αυτό που πραγματικά μας πείραξε στη συμπεριφορά του Άλλου. Είναι το αυτονόητο δικαίωμα μας, ότι ο Άλλος -επειδή είναι σύντροφος, επειδή έχουμε «φάει μαζί ψωμί κι αλάτι»- οφείλει με κάποιο μαγικό τρόπο να ξέρει τι μας ζορίζει και τι μας ενοχλεί, χωρίς να χρειάζεται να μιλήσουμε εμείς γι’ αυτό. Λες και η συντροφικότητα δεν προϋποθέτει το ψυχικό άνοιγμα. Λες και η συντροφικότητα συναρτάται και μόνον με την κοινή μας στόχευση αλλαγής των υλικών όρων της ζωής.
2. ΔΕΝ ΕΧΩ ΧΡΟΝΟ ΝΑ Σ’ ΑΚΟΥΣΩ
Όταν ο Άλλος δυσκολεύεται, κατά κάποιο τρόπο, να εκφραστεί εμείς δεν έχουμε χρόνο να τον ακούσουμε ενεργητικά. Είναι και οι ριμάδες οι διαδικασίες που πρέπει να προχωρήσουν. Κι ίσως δεν είναι και πολύ κοντά στον διαλεκτικό υλισμό να ρωτήσουμε τον Άλλο πώς νιώθει γι’ αυτό. Άσε που τις περισσότερες φορές εμείς, που «πιάνουμε πουλιά στον αέρα», καθώς έχουμε εμπειρία απ’ αυτές τις διαδικασίες, ξέρουμε τι συμβαίνει πριν ακόμη και από τον σύντροφο που τον αφορά. Η ολόπλευρη αποδοχή του Άλλου και του δικού του τρόπου έκφρασης, της εκφραστικής του διαφορετικότητας, «κουράζει».
3. Ο ΘΥΜΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΕΜΑ
Όταν ο Άλλος είναι θυμωμένος ή κάτι τον έχει στεναχωρήσει ή κάτι μέσα του τον «ζόρισε» σ’ αυτή τη διαδικασία, δεν είναι ποτέ δική μας ευθύνη. Ας πάει στον ψυχαναλυτή του! Από πότε οι επαναστατικές πρωτοπορίες έχουν ευθύνη και χρόνο για τέτοια θέματα; Και στο φινάλε, αν θέλει να μιλήσει όταν ηρεμήσει, έχει καλώς. Αλλιώς, σκασίλα μας. Εμείς δεν οφείλουμε να ριψοκινδυνεύσουμε να συναντήσουμε τον πόνο του Άλλου. Αυτό, δεν είναι δουλειά της Συλλογικότητας μας. Το πολύ-πολύ να εισπράξουμε προσωπικά το θυμό του Άλλου και να αντεπιτεθούμε με απαξίωση, επικρίνοντας το πρόσωπο και όχι τις απόψεις του κλπ.
4. Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΠΙΚΡΙΣΗ
Όταν δε θα «αφήσουμε τίποτα να πέσει κάτω». Είναι δικαίωμα μας, αναφαίρετο μάλιστα, να κρίνουμε τον άλλο, όχι μόνο για τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, αλλά γι’ αυτό που είναι ο ίδιος. Άλλωστε, η προηγούμενη εμπειρία μας από ανάλογες συλλογικότητες μας έχει δείξει, ότι πάντα κάπου από πίσω υπάρχουν κακοπροαίρετα κίνητρα. Ανυποψίαστοι ότι αυτός ο παρανοειδής τρόπος του σχετίζεσθαι, σχεδόν πάντα λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, βγάζοντας αληθινά τα χειρότερα σενάρια μας.
5. ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΛΑΘΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ
Όταν τα δικά μας λάθη δεν έχουν ποτέ την ίδια βαρύτητα με τα λάθη των Άλλων. Στο κάτω-κάτω, για μας πάντα υπάρχει μια σοβαρή δικαιολογία, που, βέβαια, ποτέ δεν ισχύει για τους Άλλους.
6. «ΕΧΟΥΜΕ ΤΗ ΜΥΓΑ»
Όταν μια συζήτηση αποτυγχάνει ή η σχέση μας με τον Άλλο δεν πάει στη «σωστή» κατεύθυνση, εμείς θα έχουμε στο νου μας πως να το πάρουμε προσωπικά. Πως να προσβληθούμε ή πως να αποτινάξουμε άμεσα από πάνω μας την «προσβολή». Να αμυνθούμε επιθετικά. Αδυνατώντας να δούμε πίσω από τις λέξεις του Άλλου, τι πραγματικά μπορεί να τον επηρέασε. Πού και ο Άλλος ζορίστηκε.
7. ΑΓΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
Όταν αγνοούμε ότι πίσω από το θυμό του Άλλου, υπάρχει πάντα μια μετάφραση. Μια μετάφραση που συνήθως λέει, «χρειάζομαι περισσότερο χρόνο, προσοχή και νοιάξιμο -γιατί όχι- ρε συ. Ο θυμός είναι σαν την κόκκινη ένδειξη στο ταμπλό ενός αυτοκινήτου. Σημαίνει κάποια «βλάβη». Κάποια ανάγκη που «κοκκίνισε» ανεκπλήρωτη.
8. ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΚΡΥΦΤΟ
Όταν αποφεύγουμε, προσεκτικά, να μιλήσουμε για τις σκέψεις και κυρίως, για τα όποια συναισθήματα μας για τον Άλλο. Κυρίως αν είναι θετικά, δεν τολμάμε να μιλήσουμε γι’ αυτά μην τυχόν μας «πάρει τον αέρα», μην τυχόν και μας κυριαρχήσει εμάς τους σούπερ αυτόνομους. Αν πάλι πρόκειται για αρνητικά συναισθήματα, αντί να μπούμε στη δύσκολη θέση να πούμε πώς αισθανθήκαμε γι’ αυτό, προτιμάμε να μιλήσουμε χαρακτηρίζοντας τον Άλλο. Λες και, είναι ο Μαρξισμός που απαγορεύει την επαφή με το συναίσθημα μας και τη γνήσια έκφραση του, και όχι η χυδαία και περίκλειστη αυτοαναφορικότητα του καπιταλισμού.
9. ΦΤΑΙΝΕ «ΑΥΤΟΙ» ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ
Όταν ο Άλλος δεν φαίνεται να καταλαβαίνει άμεσα το ζήτημα, η λύση είναι να ανέβουν οι τόνοι, να τα «χώσουμε» ή να το κάνουμε πιο κομψά, με την απαραίτητη «ελιτίστικη» ειρωνεία και υποτίμηση. Στο τέλος-τέλος, μπορεί να ρίξουμε και καμιά απειλή που πάντα «βοηθάει», ώστε να χτίζεται μια συναισθηματική απόσταση ασφαλείας για μας και ανασφάλειας για τον Άλλο. Βλέπεις, η Αριστερά μπορεί να «πεθαίνει από συναίσθημα», δεν είναι όμως «πολιτικό» να μιλάει για τα συναισθήματα της. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που μπορούμε να εξωτερικεύσουμε τα συναισθήματα μας, αρκεί να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στη «σκοτεινή μας όψη». Η «αυθεντικότητα» μας επιτρέπει να είμαστε ο χειρότερος δυνατός εαυτός μας, «ξερνώντας» στα μούτρα του Άλλου ό,τι «θηρίο» κουβαλάμε μέσα μας, αδιαφορώντας, όχι μόνο για το πως μπορεί να νιώσει εκείνος, αλλά και την εξέλιξη της διαπροσωπικής μας σχέσης, ή την προοπτική του ίδιου του συλλογικού εγχειρήματος.
10. ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Καθώς συζητάμε ένα ζήτημα μπορούμε να «κατεβάσουμε» μια ολόκληρη λίστα με παρεμφερή ζητήματα που ανάγονται στο πρόσφατο ή μακρινό ή και «αρχαίο» παρελθόν. Τα προβλήματα για την Αριστερά δεν είναι ποτέ, ούτε και συζητιούνται, μεμονωμένα. Είναι πάντα σε «συνάρτηση με» κομμάτια από το παρελθόν. Έτσι κι αλλιώς,το να τίθεται η λίστα και να εκτονώνεται ο ψυχισμός, είναι σημαντικότερο από το να βρίσκεται μια λύση για το, κάθε φορά, συγκεκριμένο ζήτημα, στο εδώ και τώρα.
11. ΕΝΤΟΠΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΟΤΗΤΑ ΤΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ
Όταν εντοπίζουμε στα λάθη του Άλλου και μάλιστα με τρόπο, που δεν του αφήνει κανένα άλλο τρόπο διαφυγής, παρά μονάχα την αντεπίθεση. Γιατί, τα δικά του λάθη είναι «επαναλαμβανόμενα πάντα». Αυτός, κάνει «πάντα το ίδιο πράγμα». Κι εμείς, «του το έχουμε πει εκατό φορές». «Αλλά αυτός ποτέ δεν ακούει». «Κάνει πάλι τα ίδια». Αντίθετα, εμείς, «μερικές φορές μπορεί να κάνουμε λάθος». Δηλαδή, η σχετικότητα του «μερικές φορές», του «μπορεί», ισχύει μόνο για μας. Για τον Άλλο, ισχύει η απολυτότητα του «πάντα», του «ποτέ» και του «πάλι». Μονάχα, που αυτή η απολυτότητα στην έκφραση μας, γίνεται ωτοασπίδα στα αυτιά του συντρόφου, που δεν θέλει πλέον να ακούσει.
12. ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ΠΟΤΕ ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ
Όταν θυμόμαστε πάντοτε με θαυμαστή ενάργεια και με λογιστική τακτοποίηση τα αρνητικά στη σχέση μας με τον Άλλο. Ίσως, γιατί πάντα θυμόμαστε την καλή μανούλα μας, που δεν εντόπιζε τα θετικά γιατί μετά «θα έπαιρναν τα μυαλά μας αέρα και δεν βελτιωνόμαστε». Ίσως, γιατί μόνο οι δυσκολίες και τα αρνητικά μας «ατσαλώνουν». Ίσως, γιατί η «μίρλα» είναι συστατικό στοιχείο της «αδικημένης ταξικής μας υπαγωγής».
13. ΟΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ… ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ!
Όταν η κατάσταση σε μια συλλογικότητα μας δημιουργεί πρόβλημα κι έχουμε μια δυσκολία να μιλήσουμε γι’ αυτό, είναι πιο βολικό να ενδώσουμε στο θυμό ή στο φόβο και, ή να κλειστούμε στο ασφαλές ατομικό καβούκι μας, ή να την «κάνουμε» με ελαφρά πηδηματάκια από τη συλλογικότητα που μας «κουράζει». «Άσε με ρε με τους μαλάκες!». Εκείνο που μετράει, είναι εμείς να νιώσουμε ανακούφιση. Γιατί όποιος φοβάται να μιλήσει, δεν φοβάται να τσακωθεί...
14. Η ΑΡΝΗΣΗ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΤΟΝ «ΑΛΛΟ»
Καθώς έχουμε συστηματικά «εκπαιδευτεί» να επιδιώκουμε μια καλή «εξωτερική εμφάνιση» των σχέσεων μας με τους Άλλους, προτιμάμε να μην ριψοκινδυνεύσουμε στο να γνωρίσουμε τον άλλο πραγματικά. Να μην μάθουμε, έστω κάποιες πτυχές του εαυτού του, να μην γνωρίσουμε τις ανάγκες του, τα συναισθήματα και τα «θέλω» του. Κι εκείνος το ίδιο. Λες και η Αριστερά δεν χρειάζεται αυτό το βάθος.
Αυτή η Αριστερά που κάποτε τολμούσε να «είναι πάντα με τους Άλλους», ξέμαθε να είναι και με τον Εαυτό της. Αλλά μερικές φορές, καλή ώρα, οι ανθρώπινες ανάγκες μας στέλνουν, με τον τρόπο τους, ραβασάκια. Μας λένε τον πόνο τους. Βγάζουνε στην επιφάνεια το ακόρεστο, το πονετικό ανεκπλήρωτο τους. Και χρειαζόμαστε, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, τις συλλογικότητες, και μόνο αυτές, που θα μπορούν να αρθρώσουν μια λέξη γι’ αυτόν τον πόνο, αν όχι να τον γειάνουν.