Ένα πεύκο στη Νέα Μάκρη μίλησε
Γεια σας. Είμαι ένα πεύκο στη Νέα Μάκρη. Είμαι ένα είδος που κάποιοι ονομάζουν και κουκουναριά. Αλλά έχω και «διεθνή» ονομασία. Pinuspinea.
Ζω στην οδό Λιβισίου, στην άκρη ενός πεζοδρομίου. Κάποτε τα σπίτια γύρω μου ήταν πιο χαμηλά, με αυλές. Τώρα γύρω μου έχουν «φυτρώσει» πολυκατοικίες, πιο γρήγορα απ’ ότι φύτρωσα εγώ. Κι εδώ που είμαι, βλέπω πλέον περισσότερα αυτοκίνητα παρά ανθρώπους ή δέντρα.
Όπως είπαμε, ζω σε ένα δρόμο που λέγεται «Λιβισίου». Πλέον, έχω πατήσει τα πενήντα και ξέρω πολλά. Κάποτε και το Λιβίσι και η Μάκρη βρίσκονταν στη Μικρασία. Μετά το ’22, «μεταφέρθηκαν» εδώ. Δηλαδή δε μεταφέρθηκαν ακριβώς, φτιάχτηκαν ξανά, από το μηδέν. Όταν πρωτοήρθαν εδώ οι πρόσφυγες, σε αυτούς τους δρόμους ολόγυρά μου, βρίσκονταν μόνο κι άλλα πεύκα σαν και μένα, αδέρφια μου. Εγώ βέβαια είμαι πιο νέο, αλλά –όπως είπαμε- ξέρω την ιστορία. Τώρα πλέον κοιτάζω τριγύρω και βλέπω όλο και λιγότερα αδέρφια μου. Αλλά καταλαβαίνω. Κάπου έπρεπε να ζήσουν κι αυτοί οι άνθρωποι. Μας έλαχε να ζήσουμε μαζί…
Ξέρω βέβαια ότι και σήμερα στη γύρω περιοχή βρίσκονται ακόμα χιλιάδες αδέρφια μου. Είτε δυτικά προς το Διόνυσο, είτε νότια προς το Ζούμπερι, είτε βόρεια στο Μαραθώνα και στο Σχινιά, ζουν πάρα πολλά αδέρφια μου. Τόσα πολλά πεύκα που αν τα κοιτάς από μακριά χάνεται το μάτι σου στο πράσινο κι ύστερα στο γαλάζιο του Ευβοϊκού.
Κάπως έτσι ήταν κι εκεί. Στο Μάτι. Τώρα πια ξέρω ότι είναι πολύ διαφορετικά.
Εκείνη τη μέρα είδα τον καπνό και μύρισα εκείνη την αποπνικτική μυρωδιά. Σκέφτομαι όλους αυτούς που έφυγαν και πονάω. Τους ανθρώπους και τα αδέρφια μου…
Τις τελευταίες μέρες έχουν ειπωθεί πολλά για τη σχέση μας με τους ανθρώπους. Γι’ αυτά θέλω να μιλήσω. Είπανε για μας τα πεύκα ότι είμαστε πολύ επικίνδυνα, κάτι σαν όπλα της φωτιάς. Ότι είμαστε «δαδιά», ανά πάσα στιγμή έτοιμα να ανάψουμε. Γράψανε μέχρι κι ότι οι Ρωμαίοι απαγόρευαν στις πόλεις τους τα πεύκα, για παν ενδεχόμενο…
Κι έτσι να είναι-γιατί αυτή είναι η φύση μας- εμείς τι φταίμε;Τι φταίμε -αλήθεια- όταν η φωτιά χρησιμοποιεί το σώμα μας…;
Άλλοι πάλι επαναλαμβάνουν ότι παλιά, λέει, δεν υπήρχαμε στο Μάτι. Ότι μας φυτέψανε οι παραθεριστές, όταν στην περιοχή φτιάχτηκαν εξοχικές κατοικίες. Χρησιμοποιούν μάλιστα και μια αεροφωτογραφία του ’47, που δείχνει ότι στο Μάτι υπήρχαν χωράφια και λιβάδια. Να η απόδειξη, λένε, ότι τα πεύκα ήρθαν μετά…
Όχι, δεν λέει ψέματα η φωτογραφία. Αλλά θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι υπήρχε πιο πριν, πριν το ’47, και αν έμοιαζε με αυτό που έγινε μετά. Με άλλα λόγια: το να υπάρχουν πεύκα εκεί, είναι στη φύση της περιοχής. Της ευρύτερης περιοχής από τους πρόποδες της Πεντέλης μέχρι εκεί που σκάει το κύμα του Ευβοϊκού. Φυσικά, όταν η γη γινόταν καλλιεργήσιμη, δεν επέτρεπε την ανάπτυξή τους…
Αλλά στη μετέπειτα περίοδο, ακόμα κι αν κάποιοι παραθεριστές φύτεψαν οι ίδιοι πεύκα, το πεύκο θα φύτρωνε ούτως ή άλλως. Και η απόδειξη είναι ότι υπάρχει παντού ολόγυρα. Στη Ραφήνα, στο Ζούμπερι, στο Νέο Βουτζά, σε όλη την πλαγιά του Διονύσου, στη Ραπεντώσα, στην Ανατολή, στο Μαραθώνα, στο Σχινιά… Πάνω και κάτω από τη Λεωφόρο Μαραθώνος. Το πεύκο στην περιοχή αυτή είναι, όπως λέμε, αυτοφυές.
Εάν κάποιος πάρει ένα χέρσο οικόπεδο εδώ και το αφήσει απείραχτο, το «εγκαταλείψει» στη βλάστηση της περιοχής, εμείς τα πεύκα κάποια στιγμή, με το πέρασμα των χρόνων, θα έρθουμε…Θα μας φέρει ο άνεμος, το νερό, όλα αυτά που μεταφέρουν τους σπόρους… Η φύση έχει τους τρόπους της…
Και βέβαια το πεύκο δεν είναι αυτοφυές μόνο στην Ανατολική Αττική, αλλά και σ’ ένα μεγάλο μέρος της Ελλάδας.
Μ’ αυτά θέλω να πω ότι άνθρωποι, ζώα, πεύκα και άλλα δέντρα, είναι από την ίδια πλευρά. Είναι από την ίδια πλευρά και στη μεγάλη καταστροφή που έγινε εδώ. Και γενικά. Ζούμε μαζί. Μαζί μεγαλώνουμε…
Κάτω από τη σκιά που ρίχνω εγώ και τα αδέρφια μου σε αυτά τα μέρη, τόσοι άνθρωποι έχουν ξαποστάσει, έχουν κοιμηθεί μέσα στους ήχους των τζιτζικιών, έχουν φιληθεί δίπλα στη θάλασσα, έχουν ερωτευτεί…
Τόσα μικρά παιδάκια κάνουν εμένα και τα αδέρφια μου να γελάμε κρυφά, όταν τα αγκυλώνουν οι βελόνες μας. Αλλά και τόσο πολύ ταλαιπωρούμαστε όταν μας τραντάζει το αυγουστιάτικο μελτέμι –ιδιαίτερα δυνατό εδώ- την ίδια στιγμή που εσείς οι άνθρωποι χαίρεστε τη θάλασσα…
Ζούμε μαζί… Αλλά βιώνουμε μαζί και τον κίνδυνο, όταν η φωτιά κατεβαίνει από το βουνό, όταν καταστρέφει τα πάντα στο διάβα της…
Και μαζί ξαναγεννιόμαστε…Έχουν ειπωθεί τόσα για τα κουκουνάρια μας που στη διάρκεια της φωτιάς εκτινάσσονται πυρωμένα, αλλά δεν έχει ειπωθεί το άλλο, ότι το ίδιο το κουκουνάρι είναι αυτό που μπορεί να προφυλάξει το σπόρο από τη φωτιά. Όταν καίγομαι και το κουκουνάρι εκτινάσσεται, ρίχνει το σπόρο μακριά και τον μεταδίδει. Μπορεί να προφυλάξει τη ζωή δηλαδή. Κι ο σπόρος που έχει σωθεί, αργότερα, με το πέρασμα του χρόνου, θα ξαναπετάξει βλαστό.Για να γίνει το πεύκο ξανά. Και το πευκοδάσος.
Ναι, έχω και αυτήν την ιδιότητα… Μπορεί να ξαναγεννηθώ μέσα από τις στάχτες μου…
Στη διάρκεια της ζωής μου εδώ στη Νέα Μάκρη, παραμένω στο ίδιο σημείο και έχω δει γύρω μου να αλλάζουν πολλά… Ένα δεν έχει αλλάξει. Το ότι ζούμε μαζί με τον άνθρωπο. Κι είμαι σίγουρο ότι κι ο άνθρωπος αν το σκεφτεί, θα διαπιστώσει το ίδιο πράγμα…
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το αν,παλιότερα,στις περιοχές που κάηκαν, υπήρχαν ή δεν υπήρχαν πεύκα, υπήρχαν ή δεν υπήρχαν δέντρα. Εμείς είμαστε κομμάτι αυτού που υπήρχε και θα υπάρχει. Είμαστε κομμάτι του μεσογειακού οικοσυστήματος.
Και μαζί, θα φανταστούμε ξανά τη ζωή μας και από εδώ και πέρα, όταν το καμένο χώμα ξαναπετάξει βλαστό…
Το πεύκο άκουσε ο Γιώργος Διάκος
Στη φωτογραφία εικονίζεται η οδός Λιβισίου στη Νέα Μάκρη.