Η Παρέμβαση της Τόνιας Κατερίνη
Η συμμετοχή μου σε αυτό το συνέδριο δεν αφορά μόνο στο γεγονός ότι διαμορφώνει τις προϋποθέσεις μιας πολύ κρίσιμης συζήτησης για τα θεωρητικά μας εργαλεία σε μια περίοδο που όλες και όλοι αναρωτιόμεθα για πολλά ζητήματα, αναζητώντας απαντήσεις για την ερμηνεία μιας κατά τεκμήριο δύσκολης συγκυρίας για τους κοινωνικούς αγώνες και την χειραφέτηση των υποτελών τάξεων.
Αφορά κυρίως την ανάγκη να τοποθετηθώ πάνω σε σημαντικά ερωτήματα που γέννησε η κατά τα τελευταία έξι χρόνια συνεχής ενασχόλησής μου με το κίνημα κατά των πλειστηριασμών και τα κινήματα για το δικαίωμα στη στέγη. Στον αγώνα αυτό, που υπήρξε αρκετά αποτελεσματικός καταφέρνοντας να ανασχέσει για τέσσερα χρόνια απόλυτα τους πλειστηριασμούς, να οδηγήσει την κυβέρνηση να νομοθετήσει πιο αυταρχικές πολιτικές προκειμένου να τον αντιμετωπίσει, αλλά ακόμα και σήμερα στο πλέον δυσμενές πλαίσιο να ασκεί μεγάλες πιέσεις όσον αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας, βρεθήκαμε συχνά αντιμέτωπες/οι με την κριτική που ασκήθηκε τόσο από κυβερνητικούς και μιντιακούς παράγοντες όσο και στο εσωτερικό της αριστεράς για την ταύτιση του αγώνα μας με την προστασία της ιδιοκτησίας, κριτική που οδήγησε και στην χαλαρή εμπλοκή τμημάτων της αριστεράς σ’ αυτό τον αγώνα.
Ταυτόχρονα χρειάστηκε και χρειάζεται συνεχώς να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς και τα εργαλεία με τα οποία οι κυρίαρχες τάξεις επιτίθενται σήμερα στο πεδίο αυτό ώστε να οργανώσουμε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τον αγώνα μας. Είναι σημαντικό ότι κινήματα και συλλογικότητες σε όλο τον κόσμο είναι σήμερα ιδιαίτερα δραστήρια στο πεδίο αυτό και εκτός από την κινηματική τους δράση παράγουν και σημαντική γνώση.
Είτε μιλάμε για την Ελλάδα, όπου η εμπορευματοποίηση της κατοικίας υπήρξε όχι μόνο καθολική πρακτική στην κάλυψη της ανάγκης στέγης, αλλά και κυρίαρχο εργαλείο μιας στρεβλής οικονομικής ανάπτυξης, είτε για τις χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης με μια μακρά παράδοση κοινωνικής κατοικίας που τα τελευταία χρόνια αποδομείται με ποικίλους τρόπους, τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπα με μια ευθεία αμφισβήτηση του δικαιώματος κατοίκησης και της χωρικής ταυτοτικής σχέσης που αυτό συνεπάγεται. Ανέστιοι οι άνθρωποι, οφείλουν να αποδεσμευτούν από κάθε είδους ενδυναμωτικούς δεσμούς και να διατηρήσουν – τις περισσότερες φορές φέροντας και την αποκλειστική ευθύνη – μόνο τα στοιχειώδη για την αναπαραγωγή του εαυτού τους.
Το κοινωνικό κράτος εκπίπτει σε ελαχιστοποιημένες προνοιακές πρακτικές, που στην καλύτερη περίπτωση διατηρούν εκείνο τον ελάχιστο βαθμό κοινωνικής συνοχής που επιτρέπει την λειτουργία ενός παγιωμένου συστήματος εκμετάλλευσης. Ενώ η υποχώρηση υποστήριξης της στεγαστικής ανάγκης με όρους μόνιμης κατοίκησης είναι καθολική.
Υφαρπαγή της μικρής ιδιοκτησίας, υφαρπαγή της κοινοτικής γης και στέγης, υφαρπαγή των δημόσιων γαιών και ακινήτων είναι ένα τρίπτυχο που περιγράφει την επίθεση αυτή. Η στρατηγική του δανεισμού και στη συνέχεια της υπερχρέωσης, οι πολιτικές φορολόγησης, η δραστηριότητα του χρηματιστηριακού κεφαλαίου στον τομέα της στέγης, η απορρύθμιση του πλαισίου προστασίας των ενοικιαστών είναι μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε αυτή την επίθεση.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια στροφή στη στάση των κυρίαρχων τάξεων απέναντι στην κατοίκηση και γενικότερα απέναντι στα εργαλεία αναπαραγωγής των εργαζομένων. Η κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου των τελευταίων χρόνων οδήγησε σε ένα νέο κύκλο σκληρότερων πολιτικών κατά τον οποίο οι αναδιανεμητικές πολιτικές της προηγούμενης πεντηκονταετίας εκμηδενίζονται και το κράτος πρόνοιας αποσύρεται για να εκπέσει σε απλό διαχειριστή της ακραίας φτώχειας. Είναι λοιπόν σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία όπου το κράτος συνηγορεί στη επίθεση στην σταθερή στέγη και τη μικρή ιδιοκτησία προς όφελος του κεφαλαίου.
Οι πολιτικές των προηγούμενων χρόνων που ενίσχυαν την απόκτηση ιδιωτικής στέγης είτε μέσα από τις διαδικασίες της αγοράς (αντιπαροχή, χαμηλή φορολογία, φθηνός δανεισμός) είτε σε άλλες χώρες με την παραγωγή κοινωνικής κατοικίας που περνούσε με χαμηλότοκη εξόφληση στα χέρια των δικαιούχων, είτε ακόμα και με την παραγωγή κοινωνικής κατοικίας με χαμηλό ενοίκιο και προστασία του ενοικιαστή, έχουν αποσυρθεί. Το συμβόλαιο της άρχουσας τάξης με τα μικρομεσαία στρώματα μέσα από την μετατροπή τους σε μικροϊδιοκτήτες διαρρηγνύεται. Παράλληλα το ενδιαφέρον της ταύτισης του εργαζόμενου με έναν τόπο που αναπτύσσει τις παραγωγικές του δυνατότητες προσδοκώντας σε σταθερούς και ποιοτικούς όρους στην καθημερινή του ζωή αποσύρεται. Η νέα στρατηγική βασίζεται στο τρίπτυχο μεταβλητότητα, κινητικότητα, αβεβαιότητα που εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή πειθάρχηση των εργαζομένων στις απαιτήσεις του κεφαλαίου. Μια συνθήκη που αλλάζει σημαντικά τους όρους με τους οποίους οφείλουμε πλέον να αντιλαμβανόμαστε τη σύγκρουση με το κεφάλαιο.
Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο D. Harvey:
«Οι εργάτες μπορούν να αγωνίζονται για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες εργασιακές συνθήκες και ενδεχομένως το πετυχαίνουν στο χώρο εργασίας τους. Όταν όμως παίρνουν την αύξησή τους, επιστρέφουν σπίτι και ανακαλύπτουν ότι πρέπει να τη δώσουν πίσω και πάλι στην αστική τάξη για να πληρώσουν το αυξημένο νοίκι, την πιστωτική κάρτα, το λογαριασμό του τηλεφώνου και τόσα άλλα. Επομένως από την πλευρά του εργάτη υπάρχει μια ανησυχία όχι μόνο για το τι συμβαίνει στο σημείο της παραγωγής αλλά και για το κόστος της κατοικίας, των υπηρεσιών, των αγαθών, των εμπορευμάτων στα καταστήματα, κρυφά χρέη από υποθήκες, δάνεια κ.λπ.».
Επιδιώκοντας μια κωδικοποίηση των μετώπων που ανοίγει αυτή η νέα φάση θεωρώ ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε:
-Τη σημασία της υφαρπαγής της στέγης και της μικρής ιδιοκτησίας στην διαδικασία αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων.
-Την καταστροφή των μεσοστρωμάτων.
-Τη συγκεντροποίηση γης και ακινήτων και την ενίσχυση του προσανατολισμού του κεφαλαίου στην κερδοφορία από την γεωπρόσοδο. Σήμερα με βάσει στοιχεία της παγκόσμιας τράπεζας υπολογίζεται ότι πάνω από το 50% των επενδύσεων αφορούν γη και ακίνητα.
-Τη χρηματιστικοποίηση του χωρικού αποθέματος και το ρόλο του στη μετατροπή μη παραγωγικού χρήματος σε αποδοτικό, τη μετατροπή του δηλαδή σε κεφάλαιο.
Θα μπορούσαν να περιγραφούν όλα τα παραπάνω σαν ένας νέος κύκλος πρωταρχικής συσσώρευσης με ότι κατ’ αναλογία αυτό συνεπάγεται για τις σχέσεις κεφαλαίου εργασίας;
Αλλά ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα:
Η διαπίστωση ότι η μέριμνα για την απόκτηση στέγης ή την εξασφάλισή της ως κοινωνικό αγαθό υποχωρεί στις αναπτυγμένες χώρες είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις χειραφετιτικές κατακτήσεις των εργαζόμενων τάξεων τα προηγούμενα χρόνια. Κατακτήσεις που μείωσαν την δυνατότητα του κεφαλαίου να αντλεί την επιθυμητή κερδοφορία από αυτές. Η ασφάλεια στο πλαίσιο αναπαραγωγής καθιστά τους εργαζόμενους/ες λιγότερο «υπάκουους» στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Ταυτόχρονα τους δίνει και τη δυνατότητα ατομικών σχεδιασμών, μετάβασης στη κατάσταση των μικροαστικών στρωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναλογία μισθωτών εργαζομένων στον ενεργό πληθυσμό είναι αντιστρόφως ανάλογης της αναλογίας ιδιοκτητών προς ενοικιαστές κατοικίας. Η ευαλλωτότητα που δημιουργεί η επισφάλεια στέγης ενισχύεται και από τις συνθήκες διάρρηξης της χωρικής και κοινωνικής ταυτότητας με την υποχρεωτική μετακίνηση για την αναζήτηση φθηνότερης κατοικίας.
Τις ίδιες επιπτώσεις κατ επέκταση έχουμε και με τη υφαρπαγή της μικρής ιδιοκτησίας είτε πρόκειται για μια δεύτερη κατοικία για οικονομικό απόθεμα, για μικρή παραγωγική ή οικοδομήσιμη γη κ.λπ. Μέσα από τη στρατηγική της υπερχρέωσης και των πολλαπλών μορφών φορολόγησης που σήμερα περιλαμβάνουν πλέον και το ασφαλιστικό σύστημα, οδηγούμαστε σε μια καταστροφή των πλέον αδύναμων τμημάτων της μεσαίας τάξης, διαμορφώνοντας ένα υπερπλεόνασμα προσφοράς εργασίας συχνά υψηλής εξειδίκευσης.
Την ίδια περίοδο παρατηρούμε μια επιθετική πολιτική του κεφαλαίου στην απόκτηση και συγκεντροποίηση μεγάλων τμημάτων του οικιστικού και χωρικού αποθέματος που απαξιώθηκε μέσα από την διαδικασία της υπερχρέωσης (δημόσιας και ιδιωτικής) καθώς αποτέλεσε την εγγύηση για τον δανεισμό. Τράπεζες, κεφαλαιακές εταιρείες, εταιρείες κτηματαγοράς σχεδιάζουν σήμερα ένα νέο κύκλο κερδοφορίας για το κεφάλαιο και ένα νέο πλαίσιο κοινωνικού και οικονομικού έλεγχου. Τα χαρακτηριστικά αυτού του νέου κύκλου δεν είναι με σαφήνεια ορατά αλλά έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς αυτές τις νέες δυναμικές σε σχέση με τα αναδυόμενα πεδία σύγκρουσης με το κεφάλαιο σήμερα.
Πρόκειται άραγε για μια νέα φάση στον κοινωνικό ανταγωνισμό και θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την θέση ότι αντιστοιχεί σε έναν νέο κύκλο πρωταρχικής συσσώρευσης;
Για να προσεγγίσουμε το ερώτημα θα πρέπει να θέσουμε αφετηριακά την βάση της ανάγνωσης της έννοιας της πρωταρχικής συσσώρευσης όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Marx αλλά και ερμηνεύθηκε από τους επιγόνους του. Κυρίως να διευκρινίσουμε και να συμφωνήσουμε αν ως πρωταρχική συσσώρευση αντιλαμβανόμαστε μια συγκεκριμένη και ιστορικά προσδιορισμένη διαδικασία, ή αν όπως θα υποστηρίξουμε πρόκειται για μια διαδικασία που επανέρχεται για συγκεκριμένους λόγους παρ ‘ότι εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως διαφορετικές πολιτικές που επιφέρουν διαφορετικές καταστάσεις.
Παρακολουθώντας την προσέγγιση της Ρόζας Λούξεμπουργκ για την πρωταρχική συσσώρευση συναντάμε αυτό που ονομάζει «εγγενή ή συνεχόμενη πρωταρχική συσσώρευση» υποστηρίζοντας ότι το χαρακτηριστικό της επιπλέον οικονομικής διαδικασίας του διαχωρισμού των ανθρώπων από τα μέσα παραγωγής είναι διαρκές και εγγενής διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής.
Σε μια συμπληρωματική προσέγγιση η πρωταρχική συσσώρευση είναι κατά τον Braudel συνεπής με την κατανόηση της καπιταλιστικής οικονομίας ως παγκόσμιας οικονομίας στην οποία η συσσώρευση σε ένα τόπο μπορεί να αντιστοιχεί σε πρωταρχική συσσώρευση σε άλλο τόπο, στον οποίο η εξαρχής (ex novo) παραγωγή του διαχωρισμού μπορεί να αποτελεί τη συνθήκη της αναπαραγωγής του ίδιου διαχωρισμού σε ένα άλλο διασυνδεδεμένο τόπο.
Την προσέγγιση αυτή υποστηρίζει και αναπτύσσει και στο ενδιαφέρον άρθρο του σχετικά με την έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης στον Marx ο Massimo De Angelis θέτοντας μια σειρά από σημαντικές συνθήκες για την διαρκή επανεμφάνιση της διαδικασίας της πρωταρχικής συσσώρευσης.
Η πρώτη αφορά στην αποξένωση των εργαζόμενων τάξεων όχι μόνο από τα μέσα παραγωγής αλλά και από τα μέσα αναπαραγωγής.
Η δεύτερη αφορά στην ύπαρξη εγγυημένων δικαιωμάτων, υγεία , παιδεία στέγη κ.λπ. (όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τους κοινωνικούς αγώνες στο μεταπολεμικό κράτους πρόνοιας) και τα οποία λειτουργούν ως κοινά αγαθά και με αυτή την έννοια υπόκεινται σε μια νέα επίθεση περίφραξης.
Η τρίτη αφορά την συνθήκη της κοινωνικής σύγκρουσης κατά την οποία οι παραγωγοί αμφισβητούν την διαδικασία αναπαραγωγής του διαχωρισμού τους από τα μέσα παραγωγής, καθώς και τις τρέχουσες διαδικασίες συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Αν λοιπόν μας ενδιαφέρει σήμερα να κατανοήσουμε αυτούς τους κοινωνικούς μηχανισμούς είναι για να μην υποτιμήσουμε την αξία της σύγκρουσης που διεξάγεται στο πεδίο της στέγης αλλά και χώρου ευρύτερα θεωρώντας το απλά μέρος μια ρουτίνας αναζήτησης πεδίων κερδοφορίας του κεφαλαίου παραβλέποντας τα δεδομένα της συγκυρίας, τις ιδιαίτερες επιπτώσεις που αυτοί μπορεί να έχουν στην συγκρότηση και το πρόταγμα χειραφέτησης των εργαζομένων.
Η υπεράσπιση λοιπόν σήμερα της κατοικίας και της μικρής ιδιοκτησίας δεν αποτελεί το αίτημα μιας κοινωνικής τάξης σε κρίση, μιας κοινωνικής τάξης που στην κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου–εργασίας μοιάζει να αποτελεί υπόλειμμα ενός μη ολοκληρωμένου συστήματος σχέσεων. Στην πραγματικότητα συζητάμε για την υπεράσπιση δικαιωμάτων που επέτρεψαν στους εργαζόμενους ένα βαθμό χειραφέτησης. Η πλήρης αποστέρηση των μέσων παραγωγής και αναπαραγωγής δεν φάνηκε ιστορικά να αποτελεί βαθμίδα στην χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Αντίθετα και χωρίς καμία διάθεση αναγωγισμού η στρατηγική της Ρώσικης επανάστασης για την προλεταριοποίηση των αγροτών δεν φάνηκε να οδήγησε στα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η υπεράσπιση της κατοικίας και της μικρής ιδιοκτησίας σήμερα εισέρχεται στο εσωτερικό στην σύγκρουσης ανάμεσα στη λογική της απεριόριστης συσσώρευσης (boundless accumulation) του κεφαλαίου και στον αγώνα των ανθρώπων για ελευθερία και αξιοπρέπεια, και μας βοηθά να περιγράψουμε τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της «πρωταρχικής συσσώρευσης» αλλά επίσης τοποθετεί ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα κάθε εναλλακτικής στον καπιταλισμό, την άμεση πρόσβαση στα μέσα ύπαρξης (means of existence).
Μια μεγάλη συζήτηση παραμένει ανοιχτή στους κόλπους των κινημάτων στέγης. Ο αγώνας μας είναι αγώνας για την προστασία της κατοικίας παραδείγματος χάριν από τους πλειστηριασμούς ή είναι αγώνας για την διεκδίκηση επαρκούς ποιοτικής δημόσιας κατοικίας για όλες και όλους; Πέρα από την προφανή ανάγκη που επιβάλει η συγκυρία η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα να είναι συνθετική και πολύμορφη αναγνωρίζουμε έναν επιπλέον ισχυρό λόγο για να υπερβούμε με συνθετικό τρόπο τέτοιου είδους διλήματα. Οι σημερινοί μηχανισμοί υφαρπαγής αν δεν ενορχηστρώνονται, σίγουρα γίνονται εφικτοί χάρη σε ένα συνδυασμό στρατηγικής του κεφαλαίου και θεσμικής βίας που απορρέει από ένα όλο και περισσότερο απολυταρχικό κράτος που στηρίζει αυτή την στρατηγική στην κατεύθυνση της προλεταριοποίησης νέων στρωμάτων της κοινωνίας, και υφαρπαγής των κοινών αγαθών. Ενός κράτους που ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διοικείται από τις αυτοπροσδιοριζόμενες προοδευτικές κυβερνήσεις επιβεβαιώνει την διαπίστωση του Μαρξ στην περιγραφή του για το ρόλο του κράτους στην πρωταρχική συσσώρευση, να ορίζει αυτή την αποστέρηση ως πορεία προς την «Ελευθερία και την Ισότητα».