Νεαροί Σαλταδόροι, όπως εμφανίζονται στο φιλμ ΤΟ ΞΥΠΟΛΗΤΟ ΤΑΓΜΑ.
της Αννίτας Π. Παναρέτου
Η Μαρία Σαμπατακάκη είναι ιστορικός, έχοντας στο ενεργητικό της και σπουδές Λογοτεχνίας. Επί πολλά χρόνια ασχολείται με την έρευνα και τη συγκρότηση ετερόκλιτων αρχείων. Από το 2004 είναι σταθερά προσανατολισμένη στο πεδίο της Δημόσιας Ιστορίας (και στο πλαίσιο αυτό δημιούργησε, ύστερα από δέκα χρόνια προεργασίας, την ομάδα «hιστορισταί», που πραγματοποιεί δράσεις σχετικές με την Ιστορία, με τη βοήθεια διαφόρων μορφών τέχνης).
Όπως η ίδια εξηγεί, «η Δημόσια Ιστορία πρωτοεμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1930, αλλά καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1970. Ο όρος αφορά στα είδη και στον τρόπο χρήσης της Ιστορίας στη δημόσια σφαίρα (μνημεία, αγάλματα, ταινίες, ιστορικά μυθιστορήματα κ.ά.). Μέχρι πολύ πρόσφατα η Δημόσια Ιστορία αντιμετωπιζόταν ως μια πρακτική εκλαΐκευσης της επιστημονικής Ιστορίας, παραγόμενης τις περισσότερες φορές από μη ειδικούς. Σήμερα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, καθώς με τον όρο περιγράφεται ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που στοχεύουν στην πρακτική αξιοποίηση της Ιστορίας σε πολλούς τομείς».
Οι πρωτογενείς μαρτυρίες, με καθοριστική συνδρομή στην ιστοριογραφία ως πρώτη ύλη της, συνεισφέρουν εξίσου και στις διαδικασίες της Δημόσιας Ιστορίας καθώς, όπως προσθέτει η Μαρία Σαμπατακάκη, «μετέχουν στον δημόσιο διάλογο για το παρελθόν μας και αποκωδικοποιούν τη σχέση του βιώματος, της μνήμης και της Ιστορίας».
Παρά το υποκειμενικό στοιχείο, που θέτει εν αμφιβόλω τον βαθμό αξιοπιστίας τους και καθιστά αναγκαία μια ιδιαίτερα προσεκτική επιστημονική αξιοποίησή τους, οι πρωτογενείς μαρτυρίες καλύπτουν συγκεκριμένα κενά, καθώς αναδεικνύουν παραμέτρους που συνήθως βρίσκονται έξω από το αντικείμενο της ιστοριογραφίας. Παραμέτρους συναισθηματικές και ηθικές, παραμέτρους που άπτονται διλημμάτων και επιλογών, παραμέτρους ακόμη και φύλου -από τη στιγμή που στην πρώτη ύλη της ιστοριογραφίας η γυναικεία φωνή δεν είναι συνήθως η πιο ηχηρή.
Οι κομπάρσοι μεταφέρουν τη Δημόσια Ιστορία σε βιβλίο. Ας δούμε πώς τους συστήνει η συγγραφέας του:
«Οι κομπάρσοι. Χαρακτήρες υπαρκτοί αλλά αθόρυβοι, το απρόσωπο πλήθος στις ιστορικές φωτογραφίες. Άνθρωποι που δεν διαδραμάτισαν κανέναν σπουδαίο ρόλο στις μεγάλες και κομβικές στιγμές της νεότερης Ιστορίας, αλλά αφηγούνται το αποτύπωμα που αυτή άφησε στις ζωές τους. Αντιήρωες προσηλωμένοι στις καθημερινές ανάγκες. Οι μαρτυρίες τους ξεδιπλώνουν κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πτυχές του ελληνικού δημόσιου βίου από τον Μεσοπόλεμο έως την απριλιανή δικτατορία, ιδωμένες υπό το πιο ταπεινό πρίσμα. Οι κομπάρσοι δεν είναι παρά μια ωδή στο μεγαλείο της ασημαντότητας».
Οι εκάστοτε ισχυροί, άτομα και κέντρα εξουσίας -πολιτικής, θρησκευτικής, στρατιωτικής, οικονομικής- πρωταγωνιστούν στον ιστορικό χρόνο, καθώς λαμβάνουν τις αποφάσεις και τις επιβάλλουν ύστερα στους υπόλοιπους, δηλαδή στη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων αυτού του πλανήτη: στους κομπάρσους του ίδιου έργου. Τους εξαρτημένους από την οικονομική δυσχέρεια, από κοινωνικές προκαταλήψεις, από πολιτικές ιδεοληψίες, από ιστορικές συγκυρίες και γεωγραφικές ιδιομορφίες.
Όμως, με την επιβολή των αποφάσεων οι ρόλοι μετατίθενται και ένα περίεργο σχήμα δημιουργείται. Οι απλοί άνθρωποι -οι κομπάρσοι- αναγκάζονται να πρωταγωνιστήσουν, ως ακούσιοι δέκτες των επιπτώσεων που συνεπάγονται οι αποφάσεις, στερημένοι από τη δυνατότητα να ορίσουν τα του εαυτού τους.
Οι κομπάρσοι αποτελούνται από 13 ιστορίες (προφορικές, γραπτές, επιστολικές), καθεμιά με τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητά της.
Οι 11 είναι σύντομες, από 2 ως 4 σελίδες. Αποτυπώνουν μικρά περιστατικά -στιγμιότυπα, που ωστόσο λένε πάρα πολλά:
Το δεκάχρονο αγόρι της πάμφτωχης οικογένειας από την επαρχία, που ο πατέρας του το διώχνει ουσιαστικά από το σπίτι και το στέλνει να εργαστεί σε κάποιον άνθρωπο του παρακρατικού υπόκοσμου -στα 15 του έχει εξελιχθεί σε πιστό αντίγραφο του εργοδότη του· το άλλο αγόρι, ορφανό από μητέρα -και με πατέρα αντάρτη, φυγάδα στο Παραπέτασμα-, που μετέχει με ιλαροτραγικό τρόπο στην εκδήλωση υποδοχής της Βασίλισσας Φρειδερίκης, στην «κατασκήνωση της Βασιλίσσης» όπου φιλοξενείται· ο έφηβος που φεύγει από το χωριό για να δουλέψει ως «παιδί για όλες τις δουλειές» σ΄έναν βουλευτή και μένει άφωνος μπροστά στον πολιτικό καιροσκοπισμό και την υποκρισία· ο απόφοιτος της Φιλολογίας που εργάζεται σε καφενείο της Αθήνας, και όταν κατορθώνει να βρει μια εργασία ανάλογη των σπουδών του, αυτή έχει ήδη δοθεί σε ευνοούμενο κάποιου πολιτευτή.
Ο αδελφός που ζητά οικονομική βοήθεια για την μητέρα η οποία πρέπει να νοσηλευτεί, μα δεν έχει τα μέσα σε μια πολιτεία που στερείται κοινωνικής πρόνοιας, αλλά και ο γιατρός (αποδεικνύεται ότι πρόκειται για τον Γρηγόρη Λαμπράκη) που προσφέρει αφιλοκερδώς τη βοήθειά του σε μια περίπτωση δύσκολης εγκυμοσύνης και τοκετού.
Η αναπάντεχη τροπή στη ζωή ενός άνδρα, επιταγμένου από τις Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες Κυνηγών Λακωνίας προκειμένου να γράφει και να μοιράζει στα χωριά αντικομμουνιστικά φυλλάδια· και η δραματική ανατροπή στη ζωή της μικρής κόρης αντάρτη του ΕΛΑΣ, που αντικρίζει τους γονείς της νεκρούς και βεβηλωμένους, εκτελεσμένους από την ΟΠΛΑ.
Η αφήγηση από τη Ρουμανία, για τον Έλληνα πολιτικό πρόσφυγα, θύμα μαζικής δολοφονίας από το καθεστώς -που προσεγγίζει τους Έλληνες οι οποίοι κατέφυγαν στην Ανατολική Ευρώπη μετά τον Εμφύλιο· και η αφήγηση από το Βέλγιο, για τον συμπατριώτη θύμα στα ανθρακωρυχεία -που προσεγγίζει τους άλλους Έλληνες, οι οποίοι μετανάστευσαν στη δυτική Ευρώπη.
Η Μαρία Σαμπατακάκη αφήνει τον πρώτο λόγο στους ήρωές της. Η ίδια μένει διακριτικά πιο πίσω, παρεμβαίνει όμως στο τέλος κάθε ιστορίας με ένα σημείωμα, όπου δίνει στοιχεία για τον τόπο, τον χρόνο και τη συγκυρία στην οποία αυτή εκτυλίσσεται. Στις συντομότερες και ως εκ τούτου αποσπασματικές ιστορίες η παρέμβαση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Για όλες ανεξαιρέτως τις ιστορίες είναι απαραίτητη, καθώς τα τεκταινόμενα και οι απόψεις που προβάλλονται τοποθετούνται στο ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο, ερμηνεύονται μέσα από αυτό και ευθυγραμμίζονται με την ιστορική πραγματικότητα .
Οι δυο μακροσκελέστερες ιστορίες αποτελούν εκτεταμένες αυτοβιογραφίες και παρέχουν αφθονία πληροφοριών. Έτσι, η παρέμβαση-επίλογος της Μαρίας Σαμπατακάκη είναι εδώ λακωνικότερη και κατά κύριο λόγο επιβεβαιωτική της αξιοπιστίας τους ως μαρτυριών.
«Η γη της Επαγγελίας» καλύπτει 67 σελίδες και απαρτίζεται από 28 επιστολές, που στάλθηκαν από έναν μετανάστη στην Αμερική, στους συγγενείς του στην Ελλάδα, από τον Δεκέμβριο του 1938 ως τον Αύγουστο του 1961.
Χρόνια μετά τον ξενιτεμό του, χωρίς νέα από τους δικούς του, ανακαλύπτει τη διεύθυνσή τους και επικοινωνεί μαζί τους ξανά. Ξετυλίγεται όλο το νήμα της διαδρομής του -ανύπαντρος στην αρχή, παντρεμένος αργότερα, χωρίς παιδιά, ως τα γεράματα και τη συνταξιοδότηση· λίγο τσιγκούνης, λίγο ανειλικρινής, παραπονιέται για αναδουλειές, για προβλήματα υγείας, για τα χρήματα που δεν επαρκούν, για τους υψηλούς κυβερνητικούς φόρους. Στην πρακτική/πραγματιστική θέαση των καταστάσεων τρυπώνει το όνειρο της Φλόριντα, η παρηγοριά που του προσφέρει το μαντολίνο του, η θλίψη για τον σκύλο του που πέθανε. Ως τη στιγμή της μεγάλης απόφασης: η ακίνητη περιουσία εκποιείται, κανονίζεται η αποστολή στην Ελλάδα των μπαούλων με μέρος της οικοσκευής και προσωπικών αντικειμένων (ανάμεσά τους και τα βιβλία της μουσικής, για να δωρηθούν στη «βιβλιοθήκη Αθηνών») και ο ίδιος, με τη σύζυγο και ένα άλλο σκυλάκι που δεν αντέχει να αφήσει πίσω, ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Γη της Επαγγελίας. Με καθαρά ελληνικά, χωρίς τις ελληνοποιημένες αγγλικές λέξεις που διατρέχουν τις σελίδες του, η κατάληξη της τελευταίας επιστολής αποτελεί και την κατάληξη μιας ζωής (χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε αν πρόκειται για νίκη ή για ήττα): «Λοιπόν, δεν έχω άλλο τίποτα να σου γράψω μόνον πολλούς χαιρετισμούς από εμένα και την Αλβάνα στην Ελενίτσα, στη Βάσω, στον Παναγιώτη, σε όλους σας. Γυρίζουμε».
Ο μόνος άνθρωπος στις ιστορίες του βιβλίου, που, πέρα από τον ρόλο του κομπάρσου τόλμησε και μπόρεσε να πρωταγωνιστήσει στη ζωή του, είναι γυναίκα. Η συνειδητή, σταθερή, ατρόμητη Ιωάννα Κότσικα: η συνταρακτική Ζαννιά με τη συνταρακτική, σχεδόν επική, αφήγησή της. «Οι γυναίκες αξία δεν είχαμε» δηλώνει, κατορθώνοντας όμως τελικά να ανατρέψει την επί αιώνες πανθομολογούμενη πικρή διαπίστωση.
Στην ανέχεια και την οπισθοδρόμηση της ελληνικής επαρχίας του Μεσοπολέμου, στην δεινοπαθημένη Αθήνα της Κατοχής, στην απειλητική ύπαιθρο του Εμφυλίου, κυοφορώντας, παιδοκομώντας, δουλεύοντας σκληρά και επιστρατεύοντας την εφευρετικότητα και το τάλαντο που θα βελτίωναν την καθημερινότητα της οικογένειάς της, αντιμετωπίζοντας συμπεριφορές απαράδεκτες ως επικίνδυνες, σε ένα διαρκή αγώνα μέσα στη φτώχεια (που κι αυτή πάλευε να την κρατήσει αξιοπρεπή, με την καθαριότητα και τη νοικοκυροσύνη), η Ζαννιά αναμετρήθηκε πεισματικά με τις συνθήκες που της επιβλήθηκαν.
Παράλληλα, κατόρθωσε ακόμα κάτι, πολύ σπουδαίο: παρέμεινε συνεπής σε ένα θεμελιώδες αξίωμα, που με μοναδική σοφία διατύπωσε μια άλλη γυναίκα -η άσημη πεθερά της: «Να προσέχεις την ψυχή σου, Ζαννιά. Κατάρα ούτε να παίρνεις ούτε να δίνεις».
Δεν έχει, ατυχώς, αποδειχθεί ότι η Ιστορία μπορεί αποφασιστικά να διδάξει, ώστε να μην επαναλαμβάνονται αενάως τα ατοπήματα του παρελθόντος. Από μια συγκεκριμένη σκοπιά, τα διδάγματα της Δημόσιας Ιστορίας ίσως αποδειχθούν αποτελεσματικότερα, επειδή είναι ανθρώπινα, επειδή πηγάζουν από βιωμένες εμπειρίες και επειδή απευθύνονται στην ψυχή. Και σ΄αυτά τα διδάγματα πρωταγωνιστεί η φωνή των κομπάρσων.
περισότερα: Μαρία Σαμπατακάκη, Οι κομπάρσοι (Κέδρος, 2019)