Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Χαμήλωσε (αναδημοσίευση)

της Αννίτας Λουδάρου

Όταν σηκώνεις και δείχνεις με τεντωμένο δάκτυλο τον απέναντι σου να προσέχεις. Και όταν πετάς στημένες απαντήσεις, βγαλμένες από το λυσσάρι σου πάλι να προσέχεις. Γιατί υπάρχουν πολλοί που μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά τους με ψέμματα. Με ψέμματα, όχι με κέρματα. Και αν δεν ξέρεις πως είναι αυτό καλύτερα να μην κουνάς δάκτυλα τεντωμένα.

Σκέψου μονάχα τι είσαι και εσύ. Με το ένα χέρι γαντζωμένο στο χθες και το άλλο μετέωρο, αυτό είσαι. Αφού χειρολαβή για το μέλλον ακόμα δεν υπάρχει. Αυτό το δήθεν καινούργιο που καθημερινά προστίθεται στην ειδησεογραφία είναι κατά κανόνα παλιό και ξανά ειπωμένο. Είτε με τον ίδιο, είτε με διαφορετικό τρόπο. Το σύστημα στο οποίο θεμελιώθηκε η καθημερινότητα σου δεν ήταν μόνο ψευδές και παράνομο αλλά και πολύπλοκο και επικύνδινο. Ό,τι μας περιβάλλει είναι ασφυκτικό και εξαιρετικά δυσλειτουργικό. Κι όμως δεν δέχτηκες να ξεβολευτείς για να έχεις τώρα επιλογές.

Η επιλογή δύσκολα περιγράφεται και ακόμα πιο δύσκολα βιώνεται. Που να δεις πως αφομιώνεται. Αυτή η επιλογή είναι όμως η χειρολαβή για το μέλλον. Τα ουτοπικά σχέδια αντικαθιστούνται μπροστά στα μάτια σου από τα ''μη σχέδια''. Μια ωραία μέρα απλά έρχεται η ώρα για να πέσουν κεφάλια ώστε να συμπληρωθεί ένας αριθμός. Και η επιλογή σε αυτό το τόπο είναι μία μόνο το μικρότερο πολιτικό κόστος. Το πελατειακό κράτος θα παραμείνει ζωντανό και μετά την πυρηνική καταστροφή, όσο εσύ κοιτάς μονάχα να σηκώνεις δασκαλίστικα το δάκτυλο σου για να δείξει τον απέναντι φταίχτη.

Κατέβασε το δάκτυλο γιατί δεν ξέρεις την πραγματικότητα του διπλανού σου. Δεν ξέρεις καν την αναπηρία της δια βίου άρνησης σου στην διαφορετικότητα του. Δεν νομίζεις πως είναι καιρός να την μάθεις; Θα αφήσεις το δάκτυλο σου να πέσει ; Χαμήλωσε . Κράτησες ενός λεπτού σιγή για τους απελπισμένους ; Άσε τα "έτσι μάθατε", "υποθηκεύσατε το μέλλον σας" και άλλες τέτοιες μελούρες. Χαμήλωσε να ακούσεις πιο καθαρά τον αδύναμο, τον άρρωστο, τον μόνο.

Αυτό το δάκτυλο θέλω μια μέρα να το δω κατεβασμένο. Θα είναι η μέρα που θα βγεις να περπατήσεις στους δρόμους. Θα σε ρωτήσω τότε '' Τι είδες; '' και θα μου πεις:
Είδα χαρούμενους, είδα λυπημένους
και είδα πολλούς ούτε χαρούμενους, ούτε λυπημένους. Μόνο πεινασμένους.

Θα καταλάβω πως εννοείς στερημένους. Και αυτό είμαστε όλοι. Και μας αφορά όλους. Θα είναι η μέρα που θ΄ αλλάξουν τα χρώματα. Θα είναι η νίκη δίχως πανοπλία.

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Ένα βαγόνι γεμάτο νεκρούς (αναδημοσίευση)

το κείμενο αναρτήθηκε στις 28 Ιούνη του 2012 στο http://mpananas.wordpress.com/.
αυτονόητη η επικαιρότητά του με ό,τι καθημερινά συ-ζούμε. είθε το κείμενο να στρέψει για λίγο την εγωκεντρική μας ματιά πάνω στον άλλο. Όποιος κι' αν είναι αυτός.

Λεπτομέρεια εξωφύλλου από τη Γαλλική έκδοση 
του Ξένου (L'Etranger) του Αλμπέρ Καμύ
Άνοιξα τα μάτια λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Αυτό συμβαίνει τις μέρες του άγχους. Πρώτη σκέψη της ημέρας ‘δεν έχω πληρώσει τη δεη’. Γαμώ τη δεή η επόμενη σκέψη. Το αντίδοτο του άγχους κοιμάται δίπλα μου. Ευτυχώς. Μέχρι να φτάσω στο μετρό η δεη έχει γίνει μια δουλειά που θα ταχτοποιήσω αύριο.

Μπαίνω στο μετρό. Αλλάζω γραμμή στο σύνταγμα και μπαίνω στο βαγόνι που με οδηγεί στον τελικό προορισμό. Μόλις που πρόλαβα να βρω τη γωνιά μου και να βγάλω το βιβλίο, μια σπαρακτική φωνή από δίπλα επαναλαμβάνει ‘Δε μπορώ να πάρω ανάσα’, ΄Χάνομαι’. Είναι μια γυναίκα γύρω στα 40 με τα ρούχα της δουλειάς. Έχει ιδρώσει, το βλέμμα της φανερώνει απελπισία, δε μπορεί να πάρει ανάσα. Παθαίνει έμφραγμα, κρίση πανικού, τι συμβαίνει; Οι διπλανοί της δεν την κοιτάνε καν. Την πλησιάζω. Δεν κουνιέται κανείς.

Μόνο εγώ την ακούω ρε; Τι γίνεται;

Στη διαδρομή μέχρι την επόμενη στάση, φωνάζει σπαρακτικά πως δεν έχει ανάσα. Κουνάει τα χέρια της για να κάνει αέρα στο πρόσωπο της. Σηκώνεται όρθια, το σώμα της έχει μια κλίση προς τα πάνω σαν να προσπαθεί να βγει πάνω από όλους μας για να αναπνεύσει.

Δε νιώθετε ρε σείς την απελπισία της;

Η οδηγός του μετρό έρχεται στο βαγόνι μας και με πολύ αυστηρό ύφος της λέει ‘ Σας παρακαλώ κυρία μου περάστε έξω’. Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, γιατί της μιλάει έτσι, τι έκανε λάθος; Τη βοηθάω να βγει έξω. Την ώρα που βγαίνει φωνάζει ‘είχε σταματήσει για χρόνια. Με έχει πιάσει κρίση πανικού. Χάνομαι’. Ζητάει απελπισμένα ένα μπουκάλι νερό. Το ξέρω ότι δεν έχω στην τσάντα αλλά κοιτάω. Δε ξέρω τι να κάνω. Ένα μπουκάλι νερό ρε σεις. Ο χρόνος έχει παγώσει στην αποβάθρα. Στην απόλυτη ησυχία μια γυναίκα φωνάζει την απελπισία της. Δε μπορεί να αναπνεύσει. Την ακούτε;

Γιατί κοιτάτε όλοι έτσι; Τι έχετε πάθει ρε; Τι σας συμβαίνει;

Ένας ζωντανός ανάμεσα τους της ρίχνει ένα μπουκάλι νερό στα μαλλιά, μια άλλη ζωντανή της δίνει οδηγίες για βαθιές ανάσες. Συνέρχεται. Ηρεμεί. Η ανάσα της κοπάζει, αλλάζει το βλέμμα της. Ζητάει συγνώμη.

Σας ζητάει συγνώμη ρε.

Πλησιάζει το βαγόνι, κάνει να ξαναμπεί. Δυο γυναίκες γύρω στα 60 δεν την αφήνουν. Απαγορεύεται να μπεις της λένε. Η κοπέλα που την είχε βοηθήσει νωρίτερα κι εγώ από λίγο πιο πίσω τους απαντάμε. Τι σημαίνει απαγορεύεται; Οι πόρτες κλείνουν, η γυναίκα μένει απέξω, το μετρό φεύγει.

Τι συμβαίνει; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος εδώ μέσα ή έχετε πεθάνει όλοι ρε σεις;

Κλαίω. Δεν είναι μόνο η απελπισία της και τα σπαρακτικά της λόγια που με έχουν λυγίσει. Είναι που δεν υπάρχουν ζωντανοί. Τι έχουν πάθει; Δε μπορώ να συγκρατήσω με τίποτα τα δάκρυα μου. Τα σκουπίζω. Ό άντρας δίπλα μου με κοιτάει.

Τι με κοιτάς ρε; Κι αυτό σου φαίνεται περίεργο; Νιώθεις ρε;

Κι άλλος ένας ζωντανός, γύρω στα 60, κλαίει κι αυτός. Δεν προλαβαίνω να τα μαζέψω και πέφτουν κι άλλα. Κλαίμε εμείς για σας, τρέχουμε εμείς για σας. Για σας, τα ζόμπι με τις ωτοασπίδες που αγχώνεστε να φτάσετε στη δουλειά σας. Που κοιτάνε παγωμένοι, που μπροστά στην απελπισία του άλλου μάθατε μόνο να παγώνετε. Δε σκεφτήκατε σε καμία στιγμή άραγε πως θα μπορούσατε να είστε εσείς στη θέση της; Δε ξέρω πως τα καταφέρνετε.

Βγαίνω από το μετρό. Θέλω να μιλήσω σε έναν ζωντανό. Τα λέω. Κλαίω. Πρώτα μια περιγραφή, μετά η στεναχώρια και τα δε θέλω να ζω εδώ, κωλοέλληνες.

Εδώ, η ζωή δυσκολεύει. Νομίζεις πως θα την αντέξεις, από τη μία σκέφτεσαι πως εσύ πρέπει να συνεχίσεις να είσαι αυτός που θα βοηθήσεις τη γυναίκα που χάνεται και από την άλλη δεν αντέχεις άλλο να τους κοιτάς όλους αυτούς τους παγωμένους. Τους αδιάφορα παγωμένους.

Καθώς έμπαινα στο γραφείο, με έπιασα να φωνάζω σιωπηλά αυτά που δεν είπα στην 60άρα με το απαγορεύεται. Πόσα ‘εσείς μας φέρατε ως εδώ’ να επανέλαβα άραγε.

Την ξέρω την κρίση πανικού. Είναι μια σκέτη φρίκη. Ωμή απελπισία που σου κόβει την ανάσα. Αυτό που σε πεθαίνει όμως δεν είναι αυτό. Θάνατος είναι αυτά τα εκατοντάδες όρθια και καθιστά ζόμπι που παρακολουθούσαν. Τα σώματα τους έχουν παγώσει από το θάνατο. Η μόνη με ζεστό ακόμα χνώτο φώναζε ‘χάνομαι’ και 4-5 ζωντανοί της κρατούσαν το χέρι. Αυτοί, οι μόνοι ζεστοί.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Μπορείτε να είστε περήφανοι για μένα (αναδημοσίευση)


Μπορείτε να είστε περήφανοι για μένα. Έχω την τιμή να είμαι ανάμεσα στους πρώτους που απολύονται από το δημόσιο. Μπορείτε να είστε ακόμα πιο περήφανοι. Είμαι ανάμεσα στους πρώτους που εξαιρέθηκαν λόγω αυξημένων προσόντων και μετά εξαιρέθηκαν από την εξαίρεση γιατί δεν έβγαιναν τα νούμερα, το είπε και ο υπουργός σε ασύντακτα ελληνικά: “Ο συνολικός αριθμός, που ήταν υποχρέωση της Κυβέρνησης δεν μπορούσε να καλυφθεί, κι επομένως κοιτάζουμε να καλύψουμε αυτόν τον αριθμό”. Μπορείτε να είστε κι ακόμα πιο περήφανοι. Έχω απολυθεί και από τον ιδιωτικό και από τον δημόσιο τομέα. Θέλετε κι άλλο; Θα σας κάνω ακόμα πιο περήφανους. Έβαλα πλάτη βρε, σε μένα οφείλεται το 1/250 των ανθρώπων (και όχι αριθμών) που έβαλαν πλάτη για να πάρουμε την επόμενη γαμημένη δόση που θα μας πετάξει στο τραπέζι η τρόικα. Όταν το σκέφτομαι φουσκώνω από περηφάνεια, εγώ τώρα σώζω την πατρίδα. Χαλάλι λοιπόν και τα πτυχία μου και τα μεταπτυχιακά μου και η δουλειά που έχω κάνει στα σχολεία, και τα σεμινάρια που παρακολούθησα στη ζωή μου, τα συνέδρια, οι δημοσιεύσεις, τα χρήματα που ξόδεψα, χαλάλι όλα….. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο…..

Είπε κι άλλα ο υπουργός. Είμαι σίγουρη πως τώρα κλαίει με μαύρο δάκρυ και βρέχουν τα δάκρυα το μαξιλάρι του από τη στενοχώρια του για μας. Το σκέφτηκε όμως, δεν θα μας αφήσει έτσι, όοοοοοχι……. Κοιτάξτε βρε να δείτε τι άνθρωπος είναι (σε πιο ασύντακτα ελληνικά ο πανεπιστημιακός…..):“Θεωρούμε ότι άνθρωποι οι οποίοι έχουν αυξημένα προσόντα πρέπει, να κρατήσουμε στο Δημόσιο….. Οι άνθρωποι αυτοί θα πριμοδοτηθούν ούτως ώστε αμέσως κι αυτοί να απορροφηθούν σε Τομείς του Δημοσίου, γιατί έχουν αυξημένα προσόντα . Ακριβώς γιατί αυτό επιβάλλει και η λογική της αναδιάρθρωσης του Δημοσίου Τομέα, δηλαδή να κρατήσουμε ανθρώπους οι οποίοι έχουν αυξημένα προσόντα”. Καταλάβατε βρε; “Οι άνθρωποι αυτοί δεν θα πεταχθούν, μη κοιτάτε που τους πετάξαμε έξω τώρα για να ρίξουμε στάχτη στα μάτια της τρόικας…. εμείς προβλέψαμε. Θα τους δώσουμε μπόνους, έτσι ώστε να προηγούνται αυτών που προηγούνται από άλλους για να δουλέψουν σαν ωρομίσθιοι των 400 το πολύ ευρώ, στα ΙΕΚ που θα φτιάξουμε αφού διαλύσουμε την Τεχνική Εκπαίδευση”. Καταλάβατε βρε; Δεν καταλάβατε; Τι να σας πω…… Είστε σίγουρα προκατειλημμένοι, συριζαίοι κομμουνιστές και ανθέλληνες.

Τώρα ρίξτε μια ματιά κι εδώ να δείτε τι μπορεί να συμβαίνει εκτός από το διακαή πόθο του υπουργείου να αναβαθμίσει την κατακαημένη Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, καταργώντας ολόκληρους τομείς και ειδικότητες-φιλέτα με τη μεγαλύτερη ζήτηση από τους μαθητές και πετώντας στη διαθεσιμότητα που οδηγεί στην απόλυση, ανθρώπους και όχι αριθμούς.

Εναλλακτικά τσιμπούρια (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Έλεγα κι εγώ ότι πάνε όλα τόσο άψογα με την οργάνωση των συναντήσεων στη Βολισσό και ότι όλοι όσοι έχουν δηλώσει συμμετοχή είναι τόσο εξαιρετικά συνεργάσιμοι και συνενοήσημοι άνθρωποι, ότι μια φορά λέμε το κάθε πράγμα και καταλαβαινόμαστε, αλλά μάλλον το μάτιαξα το θέμα.

Ξαφνικά προέκυψε, όχι από το πουθενά αλλά από την Αθήνα, τύπος εναλλακτικός της θεωρίας, με χίλια δυο λινκ κάτω από το όνομά του, που παραθέτουν σε ό,τι είναι της μόδας τελευταίως, από οικολογικά χωριά μέχρι τράπεζες χρόνου, σε όλα συμμετέχει, προφανώς ακαδημαϊκά, ο οποίος μου έστειλε μέηλ ζητώντας μου πληροφορίες περί της διαμονής του για περισσότερες μέρες σε σκηνή επί παραλίας ή εντός κάποιου κτήματος για να κάνει τις διακοπές του και να ξεφύγει “από το άγχος του πλοίου, του ταξιδιού και της Αθήνας”, όπως συγκεκριμένα μού έγραψε.

Και βεβαίως του απάντησα ότι κανένα πρόβλημα δεν παίζει εδώ με τους κατασκηνωτές, ότι ποτέ κανείς δεν δημιούργησε πρόβλημα σε όσους κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ στις παραλίες και ότι μπορεί να έρθει με την παρέα του και την σκηνή του και να μείνουν όσες μέρες θέλουν.

Ως εδώ όλα ωραία και καλά.
Προφανώς όμως του τύπου δεν του άρεσε η απάντησή μου διότι άλλο ήθελε εξαρχής και μάλλον δεν το έλεγε, οπότε μού ξανάγραψε ότι η λογική του αιτήματός του δεν είναι μόνο προσωπική, ότι κατά κάποιον τρόπο μιλάει εξ ονόματος όλων, για να γνωριστούμε όλοι και να ήμαστε σε κάποιο μέρος όλοι μαζί, λες και δεν έχω κανονίσει ήδη να είμαστε σε κάποιο μέρος όλοι μαζί. Συνεχίζοντας λοιπόν, μου γράφει ότι τελικά, με την απάντησή μου, κατάλαβε ότι είμαι άλλο ένα τίποτα μέσα στο τίποτα!!

Μάλλον εκεί στην πόλη τα ζωνάρια είναι λυμένα για καβγά και οι αντοχές και ανοχές περιορισμένες και μερικοί μέσα στο τίποτά τους όλα τα νιώθουν ως επίσης τίποτα. Αλλά από ανθρώπους που δηλώνουν αλλιώτικοι κι έχουν κι ένα κάρο οικολογικά χωριά, οικοκοινότητες και τράπεζες χρόνου κάτω από την υπογραφή τους, δεν περιμένει κανείς είναι τόσο κάφροι και τομάρια, διότι όποιος μονάχα το προσωπικό του συμφέρον και τομάρι σκέφτεται, δεν πηγαίνει σε συλλογικότητες παρά μόνο για να κάνει το τσιμπούρι. Να δουλεύουν άλλοι κι αυτός να ρουφάει από το σβέρκο τους.

Αυτή είναι και η παθογένεια όλων αυτών των ομάδων, αυτός είναι και ο λόγος που δημοσιοποιώ εδώ όλη αυτή την γελοία και κατά τα άλλα ανάξια λόγου ιστορία μιας επίσης ανάξιας λόγου αστικής προσωπικότητας, η οποία ήθελε να κάνει δωρεάν διακοπές μέσα στον μπαξέ μου προφανώς διότι άλλον χώρο δεν έχω, αλλά το έθετε σε πλαίσιο ιδεολογικό και όταν είδε πως δεν του βγαίνει, ξεβρακώθηκε μόνος του.

Διότι δεν τελείωσε εδώ η επικοινωνία μας, συνέχισε και μου έγραψε και χίλια δυο άλλα, όπως ότι θα πρεπε να υπήρχε από μέρους μου πλήρης φιλοξενία όλων, δίχως συμμετοχή οικονομική, με όμορφο πρόγραμμα για πραγματική επικοινωνία, όπως ότι ενδιαφέρομαι να γίνω δήμαρχος ή αρχικάτις και ότι είμαι κακή απομίμηση υποψήφιου στελέχους του συστήματος που θέλει να παράγει υπεραξία από τον εναλλακτικό χώρο, στον οποίον βεβαίως ανήκει ο ίδιος!

Τέτοιο θράσος από έναν τύπο εντελώς άγνωστο σε μένα, αλλά τόσο γνωστό όπως όλα τα κνώδαλα που ψάχνουν μέσα σε συλλογικότητες βιότοπο τσιμπουριού, όπου άλλοι θα δουλεύουν κι άλλοι θα θεωρητικολογούν επιβιώνοντας εις βάρος τους και κριτικάροντάς τους κι από πάνω.

Προσοχή στα “εναλλακτικά” τσιμπούρια λοιπόν, κυρίως τώρα το καλοκαίρι είναι πιο επιθετικά και αποτελούν τις πιο σημαντικές αιτίες καταστροφής κάθε συλλογικής προσπάθειας και κάθε εγχειρήματος.

σημείωση διαχειριστή: εκτός από τα εναλλακτικά υπάρχουν και άλλες συνομοταξίες τσιμπουριών: αντιστασιακά (στους παληούς καιρούς-τώρα είναι ντεμοντέ εννοείται), τα "αυτόνομα", τα "αναρχικά" και πλείστα άλλα μέσα κι' έξω από κόμματα, συνιστώσες, κινήματα, κ.λπ.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Κενό



Έσβησα το φώς κρατώντας τα μάτια ανοικτά, το μυαλό να περιοδεύει κατά τις πατημασιές των βημάτων όλου τούτου του καιρού. Απλώνω το χέρι να πιάσω το σκοτάδι και το χέρι επιστρέφει στη θέση του με τη ρικνή ύλη σωμάτων που λες και κάποτε υπήρξαν άνθρωποι.

Τούτη η έλλειψη φωτός σε βοηθά να δείς καλύτερασκέπτομαι. Σφικτοδένομαι στο κορμί μου, αφήνοντας το νού και την άσπλαχνη μνήμη να ταξιδεύουν. Και φεύγουν και ξανάρχονται, κομίζοντας την ίδια εκείνη ρικνή ύλη που τα χέρια μου πριν λίγο άγγιξαν.

Φωνάζω στη μνήμη και το μυαλό να μαζευτούν σιμά μου, να μη σεργιανούν σε τοπία επιμολυσματικά. Και κείνα έρχονται, καθόμαστε τώρα όλοι μαζί τυλιγμένοι στα σεντόνια.
Φτωχύναμε λέωΑπό καιρό θάπρεπε να τόχες σκεφθεί μου απαντά η φρόνηση, και διπλώνομαι ξανά στο κορμί μου. 

*****

Απονεκρώθηκαν οι αισθήσεις περιαγόμενες στο ταπεινό ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τόσο που να μην μπορούμε ούτε να γροικήσουμε τα ουρλιαχτά των σχεδιαστών της ψυχής μας, τις σκιές των οργανωτών του μέλλοντός μας. Τόσο που οι λέξεις μας αρνούνται να υπακούσουν στη γλώσσα μας, αν πρώτα δεν πάρουν την αμοιβή τους. 

Δεν ξέρω αν κοιμάμαι, αν ονειρεύομαι, αν είμαι ζωντανός, αν υπάρχω εκεί έξω, αν ανήκω καν στη σκιά μου, αν έχω σκιά. Δεν ξέρω αν είμαι κάποιος, αν ήμουν ποτέ, αν ωφέλησα ή έβλαψα με την παρουσία μου, αν άπλωσα το χέρι μου και πήρα ευγνωμοσύνη, αν πλήγωσα, αν πληγώθηκα. Δεν ξέρω αν πέθανα ή ζώ.

Στριφογυρίζω στο κρεββάτι μου σαν από συνήθεια, κείνη τη συνήθεια των αϋπνιών μου, κείνος ο γύρος της ανυπαρξίας του αισθητού. Παράτησα το χρόνο, αφήνοντάς τον να κυλήσει στο δικό του ρυθμό. Κι' έφερε τη χαραυγή, κι' έφερε το ξημέρωμα, απιθώνοντας το φώς τους στα μάτια μου. Σηκώθηκα, πήγα στο μπαλκόνι, κι' αντίκρυσα τον ήλιο να μου μηνύει πως σε λίγο καταφθάνει, κι' άκουσα την αποκοτιά της πόλης, τ' άγουρο ξύπνημα των ανθρώπων, των ερωτευμένων την αγαλλίαση.

Κι' ήλθε το μικρό πουλί ζητώντας μου να γίνω ταίρι του, ο πλανόδιος πωλητής να μοιραστούμε την αγωνία μας. Γιατί μόνον αγωνία έχουμε πια, και φόβο. 

Πάρτε από την αγωνία μου ξαναφωνάζει ο πλανόδιος πωλητής -δύο κιλά κεράσια τρία ευρώ-, αγοράζω τον φόβο σου δωρεάν, διαλαλεί κάποιος άλλος. Κατέβηκα στο δρόμο κι' ώσπου να τελειώσει η συναλλαγή με την αγωνία, ο άλλος είχε σιωπήσει. Ίσως γιατί πρόλαβαν οι άλλοι και του φόρτωσαν τον φόβο τους. 

Ανέβηκα πάνω κρατώντας τα δύο κιλά κεράσια των τριών ευρώ. Κεράσια που σε λίγες ώρες θα σάπιζαν, τώρα ίσως και να είναι ευπρόσδεκτο δώρο από κάποιους. Και τη στιγμή που ξανανέβαινα λεύτερος πια από τα κεράσια, ελαφρότερος από την αγωνία του πωλητή, η ψυχή μου πεθύμησε να βροντοφωνάξει αγοράζω τον φόβο σας, μα η γλώσσα μου δίστασε από φόβο.

*****

Φτωχύναμε εμείς και εσείς πλουτίζοντας τους άλλους, αγοράζοντας πανάκριβα τον Φόβο τους. Μα τί λέω; εσείς, είστε εμείς που βαδίζουμε στα δικά σας χνάρια, που βροντοφωνάζουμε τα δικά σας συνθήματα. Μήπως είναι καιρός να πούμε και τα δικά μας; 

από φιλικό ιστολόγιο

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Ήσυχες μέρες στην Αθήνα (αναδημοσίευση)

φωτογραφία από εδώ

Από τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ - ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟ

Παρακολουθώντας τις ειδήσεις των ημερών, και τη αργή αλλά σταθερή εξάπλωση της σκοτεινιάς στην φαινομενικά ηλιόλουστη αυτή πατρίδα, θα μπορούσα να ξεκινήσω την ανάρτηση αυτή με κάποια ανατριχιαστικό και γοητευτικό συνάμα, λαβκραφτικό απόσπασμα, όπως....

Όσο για τις άμορφες αυτές οντότητες που κυριαρχούν πάνω στις θύελλες της κόλασης, που πολλαπλασιάζονται στα έγκατα της γης, είναι άραγε πάντα μια απειλή, όσο κι αν αδυνατίζει η ράτσα τους στα βάθη των μαύρων αβύσσων, ενώ άλλες μορφές ζωής συνεχίζουν να αναπνέουν στην επιφάνεια του πλανήτη μας?
(από το διήγημα μέσα στην άβυσσο του χρόνου)

Εκ πρώτης όψεως θα πει κάποιος, τι παράνοια σε έπιασε πρωί πρωί και τι σχέση έχουν τα γεγονότα των ημερών με τα τέρατα του Λάβκραφτ. Ξέρετε η λογοτεχνία του τρόμου, ασκεί πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία (μαζί με το φόβο) πάνω στις ψυχές των ανθρώπων για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Κατ΄αρχήν για να σε γοητεύσει και να σε τρομάξει κάτι πρέπει να περιέχει δυο στοιχεία. Να αναφέρεται σε φόβους ίσως άγνωστους, αλλά που μπορούν να ανακαλέσουν μνήμες μέσα από τα βάθη της ψυχής, μνήμες που έχουν καταχωνιαστεί ακριβώς γιατί είναι πολύ οδυνηρές ή φρικιαστικές για να τις αντέχει κανείς στην καθημερινότητά του και να περιγράφει, τόπους, χρόνους όπου αυτοί οι φόβοι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, με τέτοιο τρόπο ώστε η μεν «λογική» να χαμογελάει ειρωνικά διαβάζοντας τις υπερβολικές αυτές φαντασιώσεις, αλλά χωρίς να εμποδίζει αυτή η ειρωνεία ένα έστω κι ελάχιστο φως να πέφτει μέσα στην πιο σκοτεινή άβυσσο αυτή που κρύβουμε μέσα μας.

Πολύ απλά σε μια φράση όπου συνυπάρχουν οι φράσεις «θύελλες της κόλασης», «έγκατα της γης» «μαύρων αβύσσων» «άλλες μορφές ζωής» είναι κλειδιά που ανοίγουν κάτι αμπαρωμένα πορτάκια που στέκονται δίπλα στις «ήσυχες μέρες» μας κι αφήνουν να βγει μια δυσωδία που δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρη και γι΄αυτό τόσο τρομαχτική.

Πιστεύω πως οι πόρτες της αβύσσου έχουν ανοίξει εδώ και καιρό για την ανθρωπότητα. Ίσως γιατί σε καιρούς που υπήρχε πραγματικά η ευκαιρία, οι άνθρωποι αντί να σφραγίσουν μια για πάντα, αποφασιστικά, τα περάσματα σε «απειλητικές μορφές ζωής» οι οποίες κατά το παρελθόν είχαν κάνει την εμφάνισή τους κι είχαν αποδείξει πόσο ανελέητο και καταστροφικό ήταν το έργο τους, τα άφησαν ανοιχτά, θεωρώντας ηλιθιωδώς πως οι κάτοικοι της αβύσσου, πέθαναν. Εξαφανίστηκαν. Δεν θα ενοχλήσουν ξανά κανέναν.

Μέγα σφάλμα. Αυτές οι άλλες μορφές ζωής, που στην ουσία σιχαίνονται την ίδια τη ζωή, παραφύλαγαν, τη κατάλληλη ευκαιρία να ανέβουν ξανά στην επιφάνεια. Οι πόρτες της αβύσσου αφέθηκαν ανοιχτές για ποικίλους λόγους...

Αυτοί όμως που κοιτάζουν μέσα στην άβυσσο, διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο αν την κοιτάξουν κατά πρόσωπο να γίνουν ...πέτρα. Και πολλές φορές οι απειλητικές μορφές ζωής, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μετάλλαξη της ειδυλλιακής μορφής που φαντασιωνόμαστε πως έχουμε, σε κάτι που υπάρχει.. πίσω από το καθρέφτη και που παραφυλάει να πάρει τη θέση του στην επιφάνεια και τις περισσότερες φορές είναι πολύ πεινασμένο, μετά από τόσο καιρό μοναξιάς στη φυλακή της αβύσσου.

Ο φύλακας στο κατώφλι, επειδή είναι καλοκαιράκι, έχει πάει διακοπές σε κάποια από τις μαγευτικές παραλίες μας. Και το παλιό σκοτάδι, απλώνεται, σιγά σιγά αλλά σταθερά.

Νομίζω πως οι ήσυχες μέρες στην Αθήνα, έχουν περάσει οριστικά. Κι αυτή η σιωπή που θα απλωθεί ως συνήθως τον Αύγουστο, αυτή τη φορά δεν θα είναι η ησυχία της ξεκούρασης από τον ετήσιο κόπο, αλλά η απουσία λέξεων γι΄αυτό που θα ακολουθήσει.

Λυπάμαι αν χαλάω την ειδυλλιακή καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, αλλά η μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας σε λύκο που έχει στριμωχτεί με τη πλάτη στο τοίχο, είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί, γιατί πάμε διακοπές....

Προχτές ονειρεύτηκα, πως πλάσματα βγαλμένα από κάποια άλλη πραγματικότητα, είχαν μπει στο σπίτι μου και πάλευα σ΄ολο το όνειρο μαζί τους. Προσπαθώντας να υπερασπίσω τη ζωή μου και τη ζωή της οικογένειάς μου. Ήταν μια μυθική μάχη. Το όνειρο θα μπορούσα να το μεταφράσω με διάφορους τρόπους. Ένας κρυφός φόβος που μεταφράστηκε σε εικόνες. Πως έχω ανάγκη από ξεκούραση. Πως βλέπω πολύ τηλεόραση ή πως πρέπει να τρώω πιο ελαφριά το βράδυ...

Εγώ όμως ξύπνησα με την αίσθηση πως ήταν απλά μια σκηνή από το μέλλον. Και μου φάνηκε τόσο φυσιολογική που τρόμαξα. Γιατί κοιτάζοντας γύρω μου, τίποτα δεν προμηνύει αυτό που είδα, ενώ είναι ήδη εδώ. Θυμήθηκα μια φίλη που έμπαινε μέσα στο δωμάτιο που καθόμασταν όλη η παρέα (4 άτομα) κι έλεγε γελώντας «καλησπέρα και στους πέντε!» και μας άφηνε να αναρωτιόμαστε ποιος στο καλό ήταν ο πέμπτος που δεν βλέπαμε.

Καλές διακοπές λοιπόν και μη δίνετε σημασία σ΄αυτά που γράφω. Ανούσιες πολυλογίες φαντασιόπληκτες. Κάνει και ζέστη...

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Συλλυπητήρια στους αισιόδοξους (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ

(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 27/7/2013)

Έχουμε ανακαλύψει έναν ιδιότυπο τρόπο να αποτιμούμε τα πράγματα, ν’ ανησυχούμε ή να αισιοδοξούμε για την κατάστασή μας. Κάποιοι επιμένουν να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, άλλοι το βλέπουν μισοάδειο. Αλλά σε τελική ανάλυση, μαθηματικά, το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό: από το ποτήρι εξακολουθεί να λείπει τουλάχιστον το μισό του περιεχόμενο. Οι αισιόδοξοι (συγχαρητήρια στους αισιόδοξους!) θέλουν να πιστεύουν ότι είμαστε στη διαδικασία πλήρωσης του ποτηρίου, οι απαισιόδοξοι βλέπουν μια ταχεία διαδικασία εξάτμισης του περιεχομένου του. Δεν πρόκειται για τρικυμία εν ποτηρίω, περισσότερο είναι τρικυμία εν κρανίω, που σχετίζεται με το απλούστατο γεγονός ότι καθένας αντιλαμβάνεται την αντικειμενική κατάσταση μέσα από την υποκειμενική του πραγματικότητα, μετρημένη κι αυτή σε μισοάδεια και μισογεμάτα ποτήρια. Για κάποιους εντελώς άδεια. Και για άλλους χωρίς καν ποτήρια.

Οι έμποροι της αισιοδοξίας αναρωτιούνται γιατί το εμπόρευμά τους έχει τόση λίγη πέραση, ώστε στις δημοσκοπήσεις οι απαισιόδοξοι να εμφανίζονται ως συντριπτική πλειοψηφία που δηλώνει με βεβαιότητα ότι η κατάσταση της οικονομίας φέτος είναι χειρότερη από πέρυσι και του χρόνου θα είναι χειρότερη από φέτος. Ούτε περνά από το μυαλό των αισιόδοξων -ή, αν τους περνά, κάνουν τους Αλέκους- ότι το θηριώδες έλλειμμα αισιοδοξίας δεν είναι παρά απλή αποτύπωση της πραγματικότητας. Η τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων έχει χάσει χρήματα, έχει χάσει τη δουλειά της, έχει χάσει περιουσιακά στοιχεία, έχει χάσει την ικανότητα να προγραμματίζει όχι το μέλλον γενικώς, αλλά τον ερχόμενο μήνα ή την ερχόμενη εβδομάδα. Και θα χάσει κι άλλα, γιατί έτσι έχει προγραμματίσει το σύστημα της φορολογικής αρπαχτής, το σχέδιο της εσωτερικής υποτίμησης και το μνημονιακό «όραμα» ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Εν ολίγοις, το δικό τους κενό στο ποτήρι της αισιοδοξίας είναι μετρήσιμο.

Οι αισιόδοξοι -τα συγχαρητήριά μας και πάλι!- αντιτείνουν ότι εξίσου μετρήσιμη είναι η προσδοκία για βελτίωση. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε φάει τον γάιδαρο, ας μην κωλώσουμε στην ουρά του. Και αναλώνουν φαιά ουσία στην ακριβή μέτρηση της ουράς (όπως διαπιστώνετε, έχουμε φύγει από τη μέτρηση του όγκου των υγρών, και ασχολούμεθα με μήκη). Η ουρά του γαϊδάρου -σιγά μη στάξει…- μετριέται άλλοτε ως δημοσιονομικό κενό και άλλοτε ως χρηματοδοτικό κενό. Σε αδρές γραμμές, το πρώτο αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους για να πληρώνει τις υποχρεώσεις του και το δεύτερο τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, ώστε να εξακολουθεί να παράγει το έστω συρρικνωμένο ετήσιο ΑΕΠ των 200 δισ. ευρώ. Οι αισιόδοξοι λένε, λοιπόν, ότι το δημοσιονομικό κενό μέχρι το 2016 είναι καμιά δεκαριά δισεκατομμύρια και το χρηματοδοτικό κενό της οικονομίας καμιά εικοσαριά. Δεν ξέρω πώς και με τι κριτήρια τα μετρούν, αλλά, επειδή εδώ και τριάμισι χρόνια τα πάντα μετριούνται με γνώμονα τα μνημόνια, υποθέτω ότι το υποδεκάμετρο των αισιόδοξων δεν είναι άλλο από αυτό της τρόικας. Δηλαδή η απλή υποχρέωση της κοινωνίας να ξεπληρώνει τους γαλαντόμους δανειστές.

Αλλά αυτή η υποχρέωση ελάχιστη σχέση έχει με το πραγματικό κενό της κοινωνίας. Το κριτήριο ενός κράτους θα έπρεπε να είναι πώς θα λειτουργήσουν οι υπηρεσίες του, το σύστημα υγείας, τα σχολεία, πώς θα συντηρούνται και θα εκσυγχρονίζονται οι υποδομές, πώς θα πληρώνονται οι συντάξεις και οι μισθοί. Και το κριτήριο χρηματοδότησης μιας οικονομίας, που αναπαράγει τουλάχιστον μια φορά τον εαυτό της κάθε χρόνο σε ΑΕΠ, θα έπρεπε να είναι το πόσα χρήματα χρειάζονται για να συντηρηθούν και να εκσυγχρονιστούν οι παραγωγικές υποδομές, για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, πόσα χρήματα απαιτούνται για να υπάρχει ισοζύγιο πληρωμών στις συναλλαγές ανάμεσα στις επιχειρήσεις ή μεταξύ επιχειρήσεων και κράτους. Αυτά τα κριτήρια έχουν εξαφανιστεί από τον ορίζοντα των αισιόδοξων, που επιμένουν να κάνουν την τρίχα τριχιά και να εννοούν πως με 30 δισ. ευρώ θα επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα η οποία υπάρχει μόνο στη φαντασία τους.

Οι απαισιόδοξοι, πάλι, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν τη μόνη ρεαλιστική μέτρηση του κενού: μετρά ο καθένας το δικό του. Κι εγώ αυτό κάνω. Κι όπως κι αν το μετρήσω, ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Να τα βγάλω στη φόρα; Τα βγάζω! Έχουμε και λέμε, λοιπόν: αυτή τη στιγμή το χρηματοδοτικό μου κενό μετριέται σε 350 ευρώ απλήρωτων λογαριασμών για τα πάγια, συν 1.000 ευρώ ρυθμισμένης φορολογικής οφειλής κι άλλα τόσα αρρύθμιστης. Το φθινόπωρο θα προστεθούν δυο χιλιάρικα νέου φόρου εισοδήματος, συν μια πεντακοσάρα χαράτσι για το ακίνητο, το οποίο πάντως ανήκει στην τράπεζα, η οποία με τη σειρά της θα πάρει άλλο ένα διχίλιαρο μέχρι τέλος του έτους. Το φθινόπωρο έρχεται και το επόμενο κύμα λογαριασμών για τα πάγια (+ 400), συν ένα 200άρι για την εκκίνηση της δωρεάν εκπαίδευσης της κόρης μου κι άλλο ένα 800άρι για τα παρελκόμενά της – γλώσσες, φροντιστήρια. Βάλτε κι ένα χιλιάρικο για ασφάλιστρα και τέλη κυκλοφορίας δύο αυτοκινήτων – τι σπατάλη κι αυτή, να μη δουλεύουν οι δυο μισθωτοί μιας οικογένειας στην ίδια περιοχή, στην ίδια δουλειά, τις ίδιες ώρες! Περίπου 800 ευρώ, επίσης, για κοινόχρηστα μέχρι τέλος του χρόνου, εφόσον δεν χρειαστεί ν’ ανάψουμε καλοριφέρ πολλές φορές. Τα έβαλα όλα; Δεν μιλάμε για δαπάνες σίτισης, για βενζίνη, για έξοδο Σαββατοκύριακου ή για τις διακοπές που όλοι δικαιούνται, αλλά τις κατάπιε ένα χρηματοδοτικό κενό 2.000 ευρώ ανά τριμελή οικογένεια. Μιλούμε απλώς για το ποσό με το οποίο εξαγοράζεις το δικαίωμα να υπάρχεις έναντι του κράτους, χωρίς να κινδυνεύεις να πας φυλακή ή να σου κατασχέσουν το περιουσιακό σου σύμπαν. Άθροιση: το χρηματοδοτικό μου κενό για τους επόμενους πέντε μήνες είναι 10.000 με 12.000 ευρώ. Κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβεί τίποτα έκτακτο, ότι θα εξακολουθήσουμε να έχουμε δουλειά εγώ κι η σύζυγος και θα συνεχίσουμε να αμειβόμαστε γι’ αυτήν, πράγμα διόλου δεδομένο για μια ευρεία μειοψηφία μισθωτών σκλάβων (αν δεν είναι και πλειοψηφία).

Υποθέτοντας ότι είμαι αρκετά πάνω από το μέσο των μνημονιακών υποζυγίων, πολύ πάνω από τους 1,5 εκατ. ανέργους και από τους 2 εκατ. νεόπτωχους συνταξιούχους, είμαι διατεθειμένος να δεχθώ πως το μέσο χρηματοδοτικό κενό ανά νοικοκυριό είναι περίπου το μισό δικό μου. Ήτοι, 6 χιλιάρικα. Επί 4 εκατ. νοικοκυριά, το συνολικό κενό ανέρχεται στα 24 δισ. Αν, λοιπόν, σ’ αυτό το κενό αθροίσει κανείς τους μετριοπαθείς υπολογισμούς των αισιόδοξων για τα κενά κράτους και οικονομίας, φτάνουμε αισίως -αλλά διόλου αισιόδοξα- τα 54 δισ. ευρώ. Κι αυτό απλώς για να μηδενιστεί το κοντέρ. Επιστροφή σε μια κάποια κανονικότητα, όμως, θα σήμαινε επαναφορά σε ένα ΑΕΠ τουλάχιστον 300 δισ. (του 2008), που σε σημερινές ονομαστικές τιμές θα ήταν περίπου 340 δισ.

Καταλήγουμε σε ένα κενό 140 + 54 δισ. ευρώ. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό δεν είναι κενό. Είναι η άβυσσος. Που θα καταπιεί και τους αισιόδοξους και την αβυσσαλέα, πλην εντελώς ιδιοτελή, αισιοδοξία τους. Συλλυπητήρια, λοιπόν, στους αισιόδοξους!

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Μανολίτο: Ξέρεις γιατί τα χαρτονομίσματα είναι έτσι ατσαλάκωτα τώρα τελευταία; Γιατί είναι«wash and wear»!
Φελίπε: «Wash and wear»; Τα χαρτονομίσματα δεν είναι wash and wear, είναι «best sellers».
Μανολίτο: «Best sellers» είναι τα βιβλία, ανόητε!
Φελίπε: Και γιατί όχι τα χαρτονομίσματα; Έχουν μεγαλύτερο τιράζ και εξαντλούνται γρηγορότερα.
Μανολίτο (στη Μαφάλντα): Ξέρεις τι τυπώνεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο; Τα χαρτονομίσματα!
Μαφάλντα: Έλα!
Μανολίτο: Μάλιστα. Tα χαρτονομίσματα είναι πάντα best seller. 
Μαφάλντα: Να, λοιπόν, ποιος σχεδιάζει εκείνους τους κυρίους πάνω στα χαρτονομίσματα.
Μανολίτο:……
Μαφάλντα: Ο Γουόλτ Ντίσνεϋ!!
Quino, «Μαφάλντα, Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους».

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Εμπιστοσύνη στο Χάος (αναδημοσίευση)


Του Γιάννη Μακριδάκη

Η αμορφωσιά στην υπηρεσία της πολιτικής. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της πολιτικής ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Βεβαίως οι πολιτικοί αγύρτες δεν προκύπτουν με παρθενογένεση αλλά είναι ο κακός εαυτός μας, βαλμένος εκεί ψηλά να φαίνεται σαν τον κώλο της μαϊμούς από παντού, μπας και νιώσουμε την κατάντια μας και αντιδράσουμε για να τον βελτιώσουμε.

Όλη η Ελλάδα βρίθει πολιτικών ρεταλιών της οθωμανικής εποχής, οι οποίοι ανδρωμένοι πολιτικά εντός των μεσαιωνικών κομματικών μηχανισμών, έχουν όλοι το ίδιο γελοίο κορδωμένο ύφος, κάνουν τον ίδιο θόρυβο γύρω από το είναι τους, αλλά, το δυστυχέστερο απ’ όλα είναι ότι, όπως κάθε αμόρφωτος, είναι βέβαιοι για όλα και κυρίως για το μυαλό τους και τις ικανότητές τους.

Όλοι αυτοί, διασκορπισμένοι σε κάθε βαθμίδα της διοίκησης, από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι την κεντρική κυβέρνηση αλλά και σε όλο το φάσμα του Τύπου, από την πιο μικρή τοπική εφημερίδα και ραδιοτηλεόραση μέχρι τα πανελλαδικά μμε, αποτελούν τον εκφραστή του γελοίου και συνάμα θλιβερού και αδιέξοδου συστήματος που έχουμε φτιάξει και εντός του προσπαθούμε να επιβιώνουμε καταστρέφοντας τον κόσμο γύρω μας. Δίχως να νιώθουμε και δίχως να κατανοούμε ότι αυτοκαταστρεφόμαστε, ότι οδηγούμαστε στον αφανισμό. Αυτό ακριβώς, το ότι κάποιος δεν μπορεί πλέον ούτε να νιώσει ούτε να κατανοήσει κάτι που έχει να κάνει με το ίδιο το είναι του, αποτελεί την κορύφωση της έννοιας του αποκτηνωμένου βλάκα.

Κι έτσι βαδίζουμε όλοι μαζί όμορφα και πάντα προς την “ανάπτυξη”!

Έχοντας μπροστάρηδες τους χειρότερους, τους χειρίστους του είδους μας, αναξιοπρεπείς και προσκηνυμένους, να κάνουν κωλοτούμπες όπως κάθε χιμπατζής μπροστά στον καταστροφέα “επενδυτή” και τα καθρεφτάκια του.

Και να λένε πάντα ναι σε κάθε καταστροφή, σε κάθε ξεπούλημα οι θλιβεροί με τις εκπορνευμένες συνειδήσεις, να εκπορνεύουν με την ίδια ευκολία και την πατρίδα και την φύση γύρω τους σαν να τους ανήκει. Καρμπόν οι κουβέντες τους, οι προσεγγίσεις και η υποκρισία τους. Κι εμείς να μην τους βαριόμαστε. Κι εκείνοι να μην ντρέπονται. Τόσο γελοίοι είμαστε όλοι, ένας θίασος που οδεύει στο να γκρεμοτσακιστεί από την σκηνή.

Σας παραθέτω κλείνοντας, ως αποδεικτικό, μιας και τη σβήσαμε τη φωτιά γρήγορα φέτος, μια, εισαγωγική σε κάποια πιθανώς επερχόμενη λαίλαπα, ατάκα του παλαιοπασόκου πολιτικάντη που ξέμεινε να παριστάνει την εξουσία εδώ στη Χίο, την οποία διατύπωσε προχθές σε επίσημο θεσμό, το πιθανότερο κατά παραγγελία κάποιου “επενδυτή” που θα σκάσει μύτη οσονούπω, φυσικά για να μας σώσει κι αυτός. Όπως η ελντοράντο στην Χαλκιδική, όπως η ιμπερντρόλα πάλι εδώ στα νησιά μας.

“Η υπόγεια εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του νησιού που από την Αρχαιότητα συνεισέφερε στην οικονομία του νησιού είναι μια δραστηριότητα που μπορεί να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη. Βέβαια είναι ανάγκη να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και του τοπίου , με παράλληλη δημιουργία από την πλευρά των φορέων εκμετάλλευσης των κατάλληλων υποδομών για την διάθεση των βιομηχανικών απορριμμάτων και εξουδετέρωση των αποβλήτων “

Το να θεωρούν, και μάλιστα να είναι και απολύτως καθησυχασμένοι και βέβαιοι, ότι κάθε επέμβαση στη φύση ακόμα και η παραγωγή αποβλήτων και απορριμμάτων, μπορεί να εξουδετερωθεί, σημαίνει ηλιθιότητα ολκής. Το να υποκρίνονται ότι το πιστεύουν αποτελεί ανηθικότητα και αναξιοπρέπεια.

Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο Χάος ότι θα αφανίσει τους ηλίθιους, τους ανήθικους και τους αναξιοπρεπείς του πλανήτη, επειδή ακριβώς δεν το βάζει ο νους τους ή δεν το υπολογίζουν λόγω αλαζονείας.

Στον αστερισμό του καρκίνου (αναδημοσίευση)

Άστρα οι άνθρωποι.


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net/)
του Πάνου Μουχτερού

Το περίμενα, σου λέω. Από μικρό παιδάκι ήξερα ότι κάπως έτσι θα γίνει. Σαν από προαίσθηση, λες και ήταν ένα αυθόρμητο ένστικτο, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά απροειδοποίητα, σχεδόν από το πουθενά, ειδικά κατά τις στιγμές εκείνες που η παιδική μου ευτυχία κορυφωνόταν, ανάμεσα στο παιχνίδι και την ξεγνοιασιά, ερχόντουσαν στα μάτια μου μπροστά εικόνες περίεργες, θολές, εικόνες βγαλμένες από το μέλλον, εικόνες απώλειας, γεμάτες αγωνία, ανθρωπιά, συγκίνηση. Ήταν τότε που ήρθε και άνθισε μέσα μου το αγκάθινο λουλούδι της επιθανάτιας αγωνίας. Κάποιοι φίλοι καλοί μού είπαν αργότερα ότι όλο αυτό το φαινόμενο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλά μελετημένος ψυχολογικός μηχανισμός για την άμυνά μου απέναντι στον αόριστο χρονικά πόνο που επρόκειτο να βιώσω. Ότι ανέκαθεν προετοιμαζόμουν υποσυνείδητα για το βίωμα της αναπόφευκτης απώλειας, ότι έχτιζα τις δικές μου αντιστάσεις, όπως πάνω-κάτω συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, απλά σε άλλους η αντίδραση αυτή εμφανίζεται νωρίτερα και σε άλλους αργότερα, με το που αντιληφθούν τη φθορά και το βιολογικό μας τέλος. Μόνο που εδώ υπήρχε μία διαφορά σπουδαία. Αυτή μου η βεβαιότητα για την αρνητική εξέλιξη των γεγονότων δεν περιοριζόταν στο γεγονός και μόνο του θανάτου. Αφορούσε τον τρόπο, τον πρόωρο ερχομό του, το ότι ο πατέρας μου δεν θα είχε τελικά βαθιά, ευτυχισμένα γεράματα. Ότι θα έφευγε νέος, διανύοντας μια διαδρομή επίπονη για εκείνον και για εμάς, ότι το τέλος του δεν θα ήταν “φυσιολογικό”. Ότι θα δοκιμαστούμε όλοι μαζί του, βλέποντας τελικά την ίδια τη ζωή μέσα από τα μάτια του θανάτου. Όπως κι έγινε.

“Ποιος είναι ο γιος του;”. Αυτή η ερώτηση που σαν αντίλαλος εξαπλώνεται στο βάθος των διαδρόμων των νοσοκομείων όλης της χώρας και που από μόνη της μπορεί να σταθεί άνετα ως πιασάρικος τίτλος σε μυθιστόρημα, σε σίριαλ για την τηλεόραση, σε ποιητική συλλογή και που με τις ίδιες ακριβώς λέξεις και το ίδιο ακριβώς ύφος αναδιατυπώνεται καθημερινά από τους ίδιους ακριβώς ασπροφορεμένους γιατρούς απέναντι σε γιους χιλιάδες που στέκονται απορημένοι και που πρέπει να μάθουν πρώτοι τα δυσάρεστα νέα για τον μπαμπά τους και που πρέπει να φανούνε δυνατοί, όπως αρμόζει σε άντρες που ποτέ δεν κλαίνε. Το ήξερα και αυτό όμως. Ήξερα ότι θα ανοίξει με αυτό το συγκεκριμένο ρυθμό η πόρτα και θα βγουν οι γιατροί και θα πάρουν αυτό το συμπονετικό ύφος και θα με αναζητήσουν για να μου πουν κάτι που επαναλάμβανα για χρόνια μέσα μου από πιτσιρικάς. Ότι ο πατέρας είναι βαριά άρρωστος. Ότι η περίπτωσή του είναι προχωρημένη. Ότι δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα. Ότι πρέπει να ακολουθήσουμε πιστά όλες τις οδηγίες. Ότι θα μπούμε σε έναν απαραίτητο κύκλο αναλυτικών εξετάσεων. Ότι τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα. Ότι κάθε οργανισμός αντιδράει διαφορετικά. Ότι φταίει η κακή ποιότητα ζωής. Ότι ο πατέρας δεν πρόσεχε και κάπνιζε και ποτέ του δεν έκανε προληπτικές εξετάσεις και ότι ήταν άνθρωπος λαϊκός που δεν είχε το νου του στα τεστ αλλά στον αγώνα για το μεροκάματο. Ότι σπουδαίο ρόλο παίζει η ψυχολογία του ασθενή. Ότι καλό θα ήταν να μην του πούμε ακόμα τίποτα πριν να έχουμε την πλήρη εικόνα της νόσου. Ότι έτσι είναι αυτά. Ότι όλα είναι μέσα στη ζωή, τη ζωή μου μέσα.

Κι όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. Ναι, είναι τότε που κάνουν την εμφάνισή τους όλες εκείνες οι αφόρητα κλισέ εκφράσεις που μέχρι πριν αντιμετώπιζες κάπως υποτιμητικά. Είναι τότε που αναθεωρείς την αντίληψη που μέχρι πριν είχες για τις ματιές, τα αντικείμενα, τις έννοιες. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχει χρόνος, γενικά. Τα ρολόγια αχρηστεύονται, μετράς πια τις στιγμές παρατηρώντας το ρυθμό από τις ατέλειωτες σταγόνες, έτσι όπως πέφτουν από τον παραγεμισμένο ορό και από εκεί εξαπλώνονται στο ταλαιπωρημένο σώμα. Οι ρημάδες πέφτουν με τόσο σταθερή συχνότητα που αντικαθιστούν τα δευτερόλεπτα, γίνονται μια ολοκαίνουργια μονάδα μέτρησης, ο χρόνος πλέον μετριέται σε δόσεις χημειοθεραπείας. Είναι τότε που γυρνάς στο άδειο σπίτι και το κρεβάτι σού φαίνεται αλλιώτικο, να, εκείνο το εικόνισμα που είχες ξεχάσει ότι βρίσκεται εκεί απέναντι θαρρείς ότι πριν λίγο σε κοίταξε και σχεδόν απαιτεί να πας και να το προσκυνήσεις, παρακαλώντας για ένα θαύμα, την ώρα που λες χιλιάδες μπερδεμένες προσευχές και που τις λες από την αρχή ξανά με το σωστό τρόπο μήπως και πιάσουν. Και είναι οπωσδήποτε ανυπόφορο να πέφτεις για ύπνο με ταλαιπωρημένο το μυαλό σου, αλλά είναι ασύγκριτα δυσκολότερο να ξυπνάς και να ταλαιπωρείται ο νους με το που ανοίξεις τα βλέφαρά σου. Κάθε μέρα, συνηθίζεις στην αποτυχημένη σου απόπειρα να πεταχτείς απότομα και να βγάλεις τη μεγαλύτερή σου ανάσα και να αναφωνήσεις με ανακούφιση ότι ένα κακό όνειρο ήταν και πάει. “Γιατί σε εμένα; Γιατί σε εκείνον; Και μετά, τι; Και μετά, ποιοι;” Ερωτήσεις που σου κάθονται στο λαιμό λες και ο λαιμός πήγε και κρεμάστηκε από τα ερωτηματικά τους.

“Σισπλατίνη, καρμποπλατίνα! Μην ξεχάσετε την αγωγή για τις κρίσεις Ε. Λευκά, αιματοκρίτης, πεσμένα. Πάμε για τριήμερη, μέχρι να γίνει σχήμα. Το σκιαγραφικό. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις. Συμπέρασμα. Απαιτείται περαιτέρω ακτινολογική διερεύνηση μέσω MRI. Συμπέρασμα. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις ιδιαιτέρως ευμεγέθεις.” Τι λες τώρα! Κι όμως. Στην αρχή όλα αυτά σού ακούγονται κινέζικα αλλά στην πορεία γίνονται η καλημέρα και η καληνύχτα σου. Μαθαίνεις να διαβάζεις τα πορίσματα, βάζεις την ορολογία στις μηχανές αναζήτησης, βλέπεις σχεδιαγράμματα με κύτταρα σε χρώμα μοβ, ανοίγεις άπειρα παράθυρα στον υπολογιστή σου, συγκρίνεις εμπειρίες επιζώντων, ζώντων και θανόντων. Κι ύστερα, πάντα, ο κέρσορας από το ποντίκι πέφτει στο ίδιο έσχατο σημείο. Στο προσδόκιμο επιβίωσης. Ναι, η ζωή έχει πια αλλάξει όνομα και αποκαλείται επιβίωση γιατί είναι πια ζωή σε αναμονή, δεν ζεις ακριβώς, επιβιώνεις. Και γυρνάς αγκαλιά με τους φακέλους και τα αποτελέσματα από τα εξειδικευμένα διαγνωστικά κέντρα και σου έρχεται να αρπάξεις τον ταξιτζή από το λαιμό γιατί σε ρωτάει χίλια δυο άσχετα πράγματα και θυμήθηκε εκείνη την ώρα να πει την κάθε μαλακία του, την ώρα που η ψυχή σου φλέγεται από την αγωνία για το πώς θα παραστήσεις τον θεατρίνο για μια ακόμη φορά και θα καταφέρεις να παίξεις το ρόλο που έμαθες να παίζεις τόσο καλά όλους αυτούς τους μήνες και να φορέσεις πάλι το ψεύτικο χαμόγελο για να πεις ψέματα στον πάσχοντα πατέρα που πασχίζει να μάθει τα νέα. “Γιατί είσαι έτσι ταραγμένος, γιε μου; Μήπως έχω τίποτα πιο σοβαρό και δεν μου το λες; Θα ήμουν έτσι χαμογελαστός ρε πατέρα αν ήταν έτσι; Αυτό να μου πεις, γιε μου.” Κλόουν, γιε μου.

Όλα ‘γίναν όπως περίμενα να γίνουν. Ο πατέρας έμεινε χωρίς μαλλιά, έγινε σταδιακά ένας ενήλικας με μωρουδιακές εκφράσεις, μετά από κάποιο σημείο άρχιζε να θυμίζει εμένα όταν ήμουν μωρό παιδί. Ακόμα και όταν φαινομενικά είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται ενστικτωδώς, ειδικά όταν τον πλησίαζα και, μολονότι ο εγκέφαλός του δεν λειτουργούσε, εκείνος σούφρωνε τα χείλη για να μου φιλήσει το μάγουλο. Κι έτσι, έφυγε, ενστικτωδώς, με τον τρόπο εκείνο που είχα φανταστεί από την αρχή. Τα κλάματα, οι συγκλονισμένοι συγγενείς, οι επικήδειοι λόγοι, τα λόγια των γιατρών. “Ο καλύτερος γιος του κόσμου”. Και περάσαν τα χρόνια. Και βάλαμε πάλι τα ρολόγια στους τοίχους και στα χέρια μας. Και αρχίσαμε πάλι να μετράμε το χρόνο όπως πριν. Προχτές, βρέθηκα τυχαία έξω από εκείνο το νοσοκομείο. Είδα τα ασθενοφόρα να λείπουν και τις θέσεις στάθμευσης όλες αδειανές. Αποφάσισαν να το κλείσουν, λέει. Για έναν περίεργο λόγο μπήκα στον πειρασμό και παραβίασα τις κορδέλες που απαγορεύανε την είσοδο και περπάτησα στους άδειους του διαδρόμους, ενώ περιεργαζόμουν τα σκουριασμένα πόμολα στις πόρτες. Μερικοί παραπεταμένοι φάκελοι με παλιές εξετάσεις και τσαλακωμένες ακτινογραφίες εξείχαν από τα ντουλάπια και, πιο πέρα, σεντόνια βρόμικα, τυλιγμένα σε κουβάρια, να θυμίζουν ψυχές που μπήκανε στα άπλυτα. Δωμάτιο 133. Πνευμονολογική Κλινική. Οι ταμπέλες, ακόμα, στη θέση τους. Όπως και το κρεβάτι που ξεψύχησε ο πατέρας. Το πλησίασα. Και χάιδεψα τρυφερά το παγωμένο σεντόνι. Και ξάφνου, στα χέρια μου, κάτι περίεργο, κάτι σαν σκόνη. Σκόνη από άστρο.

Αυτό, δεν το περίμενα.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Τα τζιτζικια ροκανίζουν το καλοκαίρι (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Καθόμουν σήμερα, ώρες εργάσιμες του συστήματος, κι άκουγα δίχως τύψη καμία τα τζιτζίκια που κυριαρχούσαν στο μικροσύμπαν μου, λες και ροκάνιζαν το καλοκαίρι, έβλεπα τα κλαριά των λιόδεντρων να σουρομαλλιάζονται από τον άνεμο, μέλισσες να πετάνε από τον έναν κολοκυθοανθό στον άλλον, ακριδάκια και χίλια δυο άλλα έντομα να κάνουν κι αυτά τη ζωή τους, οι γάτες ξάπλα σε λήθαργο και όλα τα φυτά να καρτερούνε πότε θα φύγει ο ήλιος από πάνω τους, πότε θα πέσει πάλι η δροσιά της νύχτας να αναλάβουν κι αυτά δυνάμεις.

Και σκεφτόμουν πως καθόλου δεν τη νοιάζει τη φύση ολόγυρα για το παράλληλο σύμπαν, το οποίο φτιάξαμε και μέσα του ζούμε δυστυχισμένοι οι άνθρωποι. Καρφί δεν της καίγεται αν βάλαμε μαντρότοιχους και σύρματα, αν ορίσαμε περιουσίες και σύνορα, αν κάναμε μεταξύ μας συμβόλαια, αν πληρώνουμε φόρους και χαράτσια, αν έχουμε πάρει στα πολύ σοβαρά τον εαυτό μας και τον ρόλο μας ως ιδιοκτήτες της, αν νομίζουμε πως την ορίζουμε, πως είμαστε αιώνιοι και πως θα την κληροδοτήσουμε κιόλας ο καθένας όπου γουστάρει.

Καμία απολύτως έγνοια δεν έχει η φύση ολόγυρα για το αν έχουμε ορίσει εμείς την πλάνη μας, αισθανόμαστε βολεμένοι ως αυθεντικοί ηλίθιοι εντός της, και διάγουμε τον βίο μας όλον δουλεύοντας για το χρήμα και την ιδιοκτησία, πεθαίνουμε στο τέλος δίχως να έχουμε ζήσει τίποτα.

Τόσους και τόσους είδανε τούτα τα αιωνόβια λιόδεντρα να κάθονται από κάτω τους, να απολαμβάνουν, να ερωτεύονται, να μοχθούν. Σαν τα τζιτζίκια που κάθε καλοκαίρι είναι άλλα πάνω στα κλαριά τους, αλλά όλα τα ίδια φαίνονται κι ακούγονται, έτσι μας βλέπει κι εμάς ύστερα από τόσες χιλιάδες χρόνια πια η φύση. Δεν ξεχωρίζει ούτε βενιζέλους, ούτε σαμαράδες, ούτε στουρνάρες, ούτε σοιμπλέδες, ούτε κανέναν κρετίνο αλαζόνα που μοστράρει τις κοιλιές και τις γραβάτες του, τις γνώσεις του τις απολύτως χειραγωγημένες, και νομίζει πως είναι κάτι. Δεν ξεχωρίζει η φύση ούτε καν χοντρούς, κεκέδες, βλάκες, μαύρους, λευκούς, ανάπηρους, πλούσιους ή φτωχούς, τίποτα δεν ξεχωρίζει. Ένα είμαστε όλοι γι’ αυτήν. Ένα σώμα η ανθρωπότητα. Κανείς δεν είναι ανώτερος από τον άλλον, κι όλοι εξυπηρετούμε τους κύκλους της ζωής και της οικονομίας της, της μοναδικής αληθινής, αυθύπαρκτης οικονομίας, όλοι μετέχουμε σ’ αυτούς τους κύκλους ως οργανικά στοιχεία της που ετοιμάζονται να γίνουν ανόργανη ύλη, είμαστε απλά και μόνο ο κρίκος της αέναης αλυσίδας θανάτων, ο οποίος τούτη τη στιγμή οδεύει στο να γίνει χώμα κι αυτός, όπως εκατομμύρια άλλοι όμοιοι κρίκοι στο παρελθόν, για να θρέψει τους επόμενους, ανθρώπους, φυτά και ζώα, που θα γεννηθούν και θα δοκιμάσουν κι αυτοί μπας και ζήσουν…

Χαμπάρι όμως δεν παίρνουμε από τίποτα. Ούτε από ιστορία ούτε από θάνατο πια. Πορευόμαστε στα ίδια και τα ίδια λάθη, την ίδια ύβρη χιλιάδες χρόνια και όσο πάμε μπρος, όσο πιο “πολιτισμένοι” γινόμαστε, τόσο για τον θάνατό μας ιδέα δεν έχουμε, τόσο από ζωή δεν παίρνουμε πρέφα τίποτα. Αντ’ αυτού ξανά και ξανά αναλωνόμαστε στο να θρέφουμε όσο πιο χοντρό και υπερφίαλο το τομάρι μας, κι έτσι τόσο πιο έντρομοι φτάνουμε στην ύστατη ώρα, στον προσωπικό μας θάνατο.

Ο καθένας θα την βρει μπροστά του πολύ σύντομα την κάθε του πράξη και την κάθε του μη πράξη, την ύβρη που διέπραξε σπαταλώντας το δώρο της μοναδικής του ζωής για να θρέψει κοιλιά και μάταιο εγωισμό.

Εν αναμονή λοιπόν της κρίσης του καθένα, ας απολαύσουμε ως τότε όποιοι και όσο μπορούν την κάθε μοναδική στιγμή και ανάσα μας