Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

"Αύριο δεν θα κλαίει κανείς"


Γλιστρώντας πάνω στη σκουριά του χρόνου
Ψωμί και Τριαντάφυλλα ο δρόμος που θα πάρεις.




για νάβρει το ερώτημα δικαίωση στο Αύριο 


Κι' αν σου ζητήσουν τη Ζωή σου όλη
κράτησε τα τριαντάφυλλα



 
 Για "να μην κλαίει κανείς αύριο"

Από τη διαδήλωση των εργαζομένων της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ στην ΕΡΤ

Μισό χάπι, μισή ζωή (αναδημοσίευση)

από εφημερίδα ΠΡΙΝ
της Μαριάννας Τζιαντζή 

Με μακάβριο τρόπο, το θρυλικό «ολίγον έγκυος» επανέρχεται: ολίγον ζωντανοί, ολίγον ετοιμοθάνατοι. Ένας στους πέντε πάσχοντες από χρόνιο νόσημα κόβει το χάπι του στη μέση για να κάνει οικονομία, σύμφωνα με μια έρευνα για τις ιδιωτικές φαρμακευτικές δαπάνες που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στα Νέα. Η είδηση δεν μας ξαφνιάζει. Λίγες μέρες νωρίτερα, σε μια εκπομπή της υπό κατάληψη ΕΡΤ, ένας καρδιολόγος από το Αττικό Νοσοκομείο έλεγε ότι πολλοί ασθενείς τον παρακαλούν: «Γιατρέ, κόψε κάτι!» εννοώντας να τους γράψει λιγότερα φάρμακα γιατί δεν έχουν να πληρώσουν τη συμμετοχή στην αγορά τους....

Εδώ δεν μας παρηγορεί η σκέψη ότι υπάρχουν και χειρότερα, δηλαδή ότι πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καμία πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Τουλάχιστον αυτοί που κόβουν το χάπι τους στη μέση είναι σε καλύτερη θέση από τους ανασφάλιστους. Όμως αυτό το μισό χάπι μοιάζει πιο θλιβερό από το «καθόλου χάπι». Ενώ θεωρητικά υπάρχουν οι δυνατότητες για θεραπεία, το ίδιο το χέρι του αρρώστου «κόβει κάτι».

Ο καρδιοπαθής που κόβει το χάπι του στη μέση δεν βρίσκεται στο τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης, όμως κατρακυλά προς τα κει. Δεν είναι ούτε ξεγραμμένος, ούτε θεραπευμένος. Ακροβατεί μες στην αβεβαιότητα: σήμερα ζεις, αύριο πεθαίνεις. Σαν τους φτωχούς της πόλης που αγοράζουν από καροτσάκια της οδού Αθηνάς κονσέρβες ψαριού χωρίς ημερομηνία λήξης και με απροσδιόριστη χώρα προέλευσης. Δεν στέκονται στην ουρά των συσσιτίων, δεν γίνονται αντικείμενο φιλανθρωπίας, η αξιοπρέπειά τους μένει αλώβητη. Θα χορτάσουν ξέροντας ότι θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους. 

Το κομμένο στη μέση χάπι είναι μια κίνηση απελπισίας, αλλά και τρεμάμενης, σχεδόν μυστικιστικής ελπίδας. Σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάνεις κάτι, ότι αποφεύγεις το «δεν κάνω τίποτα», την πλήρη παραίτηση. Ποιος ξέρει, ίσως το μισό χάπι να κάνει τη δουλειά του, να καθυστερήσει αν όχι να εμποδίσει την πλήρη κατάρρευση. Με μακάβριο τρόπο, το θρυλικό «ολίγον έγκυος» επανέρχεται: ολίγον ζωντανοί, ολίγον πεθαμένοι.

Με μισό χάπι, με μισή ελπίδα μοιάζουν οι υποσχέσεις των κομμάτων εξουσίας. Μισή, μισερή ζωή μάς τάζουν. Μισός μισθός και σύνταξη μισή της μισής. Δεν θα γίνεις καλά, λένε στο λαό, δεν θα ξαναγυρίσεις εκεί που ήσουνα, δεν θα ζήσεις σαν άνθρωπος, αλλά μπορεί και να μην πεθάνεις σήμερα. Μπορεί εσένα να σε φάμε τελευταίο.

(ΠΡΙΝ, "Το τέλος της αγοράς", 30-6-2013)

ΚΙΜΠΙ, Ο μεγάλος θυμός (αναδημοσίευση)


από http://kibi-blog.blogspot.gr
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Eπενδυτής, 29/6/2013)

Οι Βραζιλιάνοι ξεσαλώνουν με σάμπα. Οι Αιγύπτιοι χορεύουν raqsharqi (το γνωστό οριεντάλ). Οι Πορτογάλοι είναι καθολικοί, οι Τούρκοι μουσουλμάνοι. Οι Ισπανοί βρίζουν στα ισπανικά, οι Μαροκινοί στα αραβικά. Οι Ιταλοί γράφουν τις προκηρύξεις και τα πανό τους από αριστερά προς τα δεξιά. Οι Αλγερινοί αντίστροφα. Οι Σουηδοί πυρπολούν αυτοκίνητα. Οι Τυνήσιοι αυτοπυρπολούνται οι ίδιοι. Οι Έλληνες αυτοκτονούν μοναχικά. Οι Μεσανατολίτες ζώνονται με εκρηκτικά και παίρνουν καμπόσους μαζί τους....

Όταν το ζεις, δεν αντιλαμβάνεσαι το ιστορικό του βάρος. Εδώ και έξι χρόνια όλος ο κόσμος χορεύει, αγανακτεί, διαδηλώνει, εξεγείρεται, συγκρούεται με αστυνομίες και στρατούς. Σε πρωτοφανή μεγέθη, με απίστευτη ένταση. Αναρίθμητα πλήθη γεμίζουν τις πλατείες του κόσμου στις πιο διαφορετικές χώρες, με τις πιο διαφορετικές κουλτούρες, θρησκείες, καθεστώτα, επίπεδα ανάπτυξης. Εκτός από τον μεγάλο θυμό των ανθρώπων, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τι συνδέει τους Βραζιλιάνους με τους Τούρκους διαδηλωτές σήμερα ή τι συνέδεε τους Αιγύπτιους και Τυνήσιους της Αραβικής άνοιξης με τους Ισπανούς Indignados ή τους Έλληνες Aγανακτισμένους.

Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα δυσκολευτούν να κατατάξουν το μεγάλο κύμα κοινωνικής αναταραχής που σαρώνει τον κόσμο από το 2008. Θα δυσκολευτούν να ορίσουν το σημείο εκκίνησής του – να ήταν άραγε ο ελληνικός «Δεκέμβρης 2008»; Αλλά τι κοινό υπήρχε ανάμεσα στον έφηβο Γρηγορόπουλο, που έπεσε νεκρός από σφαίρα αστυνομικού, και στον 27χρονο Τυνήσιο λαχανοπώλη Μπουαζίζι, που, δυο χρόνια μετά, διαμαρτυρήθηκε για την αστυνομική αυθαιρεσία αυτοπυρπολούμενος; Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στους Τούρκους διαδηλωτές που υπερασπίζονται την κοσμικότητα της κοινωνίας τους και στους Βραζιλιάνους πολίτες που ζητούν να διοχετευτεί στα δημόσια αγαθά μερίδιο από το πλεόνασμα της ανάπτυξης στη χώρα τους;

Εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει τίποτα κοινό. Εκτός από το γεγονός ότι ο μεγάλος θυμός της τελευταίας εξαετίας αποτελεί το δεύτερο «μακρύ κύμα» της μεταπολεμικής ιστορίας που σκάει στα βράχια της «νέας τάξης». Το προηγούμενο κύμα, η «μεγάλη έκρηξη» του 1968, διέκοψε απρόσμενα τη μεταπολεμική αμεριμνησία της ευημερίας. Ήταν ένα κύμα νεανικό, με τους Γάλλους βλαστούς μεσοαστικών οικογενειών να τραγουδούν τη Διεθνή και τους Γερμανούς νέους να πειραματίζονται με το αντάρτικο πόλεων. Ήταν, όμως, καθαρά υπόθεση της Δύσης και των ανεπτυγμένων οικονομιών της. Ένα χασμουρητό πλήξης που εξελίχθηκε σε ουρλιαχτό ηθικής αποδοκιμασίας.

Αλλά ποιο είναι το συνεκτικό στοιχείο του νέου μεγάλου θυμού που έχει βγάλει στον δρόμο, με παράδοξη μεταδοτικότητα και εντυπωσιακό ιστορικό συγχρονισμό, Έλληνες δημοσίους υπαλλήλους, Ισπανούς ανέργους, Γάλλους αποταμιευτές, Βραζιλιάνους μικροαστούς, πιστούς μουσουλμάνους της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής; Μην ακούσω: «Τα social media!». Το ότι το Facebook και το Twitter έχουν υποκαταστήσει επάξια στην κινητοποίηση των μαζών τις χειρόγραφες προκηρύξεις, τα φέιγ βολάν και τις άλλοτε πολυπληθείς συλλογικότητες δεν κάνει τη διαφορά. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει κοινό κίνητρο.

Ένα ευδιάκριτο κίνητρο είναι η διάχυτη δυσφορία απέναντι στην εξουσία. Είτε αυτή έχει τη μορφή της ακραίας απολυταρχίας, είτε καλύπτεται κάτω από τον μανδύα της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, η εξουσία αμφισβητείται μαζικά και στην ουσία της. Ο Ερντογάν έχει ευρεία λαϊκή υποστήριξη και το άστρο του ανέτειλε μέσα από σκληρή σύγκρουση με το κεμαλικό καθεστώς. Αλλά, από τη στιγμή που έγινε ο ίδιος καθεστώς, πέρασε στη γκρίζα ζώνη της αμφισβήτησης. Αυτό ισχύει και για τα αραβικά καθεστώτα που, τρία χρόνια από το πρώτο ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης, αδυνατούν να βρουν σημείο ισορροπίας. Ισχύει και για την πρώην αντάρτισσα Ντίλμα Ρούσεφ που δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά γιατί ο αναπτυξιακός άθλος της Βραζιλίας δεν έχει αγγίξει ούτε τις φαβέλες, αλλά ούτε τη νέα μεσαία τάξη της χώρας. Ισχύει πολλαπλάσια για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, οι οποίες με εξαιρετικό κυνισμό αδειάζουν τη δημοκρατία από το στοιχειώδες κοινωνικό της περιεχόμενο. Καθώς η Ευρώπη αποκτά τυπικά χαρακτηριστικά απολυταρχίας εντός της οποίας η πολιτική επιρροή των κοινωνιών σταδιακά εκμηδενίζεται, οι κοινωνίες θα κινούνται σταθερά μεταξύ δυσφορίας και έκρηξης.

Η μια πηγή, λοιπόν, του μεγάλου θυμού του ετερόκλητου πλήθους είναι ο αυξανόμενος αυταρχισμός και αμοραλισμός της εξουσίας. Παραμένει, ωστόσο, παράδοξο το γεγονός ότι αυτός ο θυμός εκδηλώνεται εξίσου μαζικά, αν και όχι το ίδιο αιματηρά, τόσο σε καθεστώτα τυπικά δημοκρατικά όσο και σε εκείνα που δεν κρατούν δημοκρατικά προσχήματα. 

Η συγκολλητική ουσία του οικουμενικού μεγάλου θυμού είναι η βιαιότητα που συνοδεύει την τελευταία φάση καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Μια γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που διασπείρει τη δράση της σε τρεις ηπείρους χρειάζεται σταθερούς όρους αναπαραγωγής και στη Φρανκφούρτη, όπου βρίσκεται το σχεδιαστικό της επιτελείο, και στη Σανγκάη όπου παράγει τα αυτοκίνητά της. Ένας διεθνής χρηματοπιστωτικός κολοσσός έχει ανάγκη την απρόσκοπτη κίνηση των κεφαλαίων του από τη Νέα Υόρκη, όπου επινοεί άπειρες οβιδιακές μεταμορφώσεις του χρήματος, μέχρι το Νέο Δελχί, όπου κακοπληρωμένοι Ινδοί των call centers λύνουν σε άψογα αγγλικά απορίες Ευρωπαίων αποταμιευτών. Το παγκόσμιο χρήμα σε όλες τις εκδοχές του -παραγωγικό,πιστωτικό ή εμπορικό, ακόμη και ψηφιακό- ενοποιεί τα θεσμικά και πολιτικά πλαίσια, απαιτεί και επιβάλλει όλο και πιο ομοιόμορφους όρους πίεσης στην εργασία, εκμετάλλευσης του κοινωνικού πλούτου, ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών, παραπλάνησης ή καταπίεσης του πλήθους, είτε συναλλάσσεται με αιμοσταγείς χούντες είτε δρα σε άψογες δυτικές δημοκρατίες.

Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ότι αυτή η μόνιμη πια διαπλοκή του παγκόσμιου χρήματος, με τις αυταρχικές ή φιλελεύθερες πολιτικές ελίτ των χωρών που αποικίζει, γίνεται και μόνιμη πηγή δυσφορίας και θυμού των κοινωνιών. Ούτε ο Ερντογάν μπορεί να χτίσει οθωμανικούς στρατώνες χωρίς «χριστιανικές» πιστώσεις ούτε η κινεζική ηγεσία μπορεί τιθασεύσει τον θηριώδη πληθυσμό της χωρίς γερμανικές επενδύσεις. Είναι υποχρεωμένοι να συνυπάρξουν -για πόσο, άραγε;- με δυσφορούσες ή θυμωμένες κοινωνίες, σταθερά καχύποπτες πια για το πώς η κυριαρχία του παγκόσμιου χρήματος απονεκρώνει τις δημοκρατίες όπου υπάρχουν και τις απομακρύνει όπου δεν έχουν ακόμη υπάρξει. Τη στιγμή ακριβώς που ο καπιταλισμός γίνεται πραγματικά παγκόσμιο σύστημα, προδίδει πόσο άβολα αισθάνεται με ό,τι έχει απομείνει από την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης.

Το πλήθος το διαισθάνεται αυτό. Μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τον μηχανισμό του, αλλά το διαισθάνεται. Κι αυτό τρέφει τον μεγάλο του θυμό. Το πότε και σε ποιο σημείο του πλανήτη ο θυμός εκρήγνυται κάθε φορά, ανάγεται στο θρίλερ της ιστορίας. Η σημασία φωλιάζει στ’ ανύποπτα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Όταν το πλήθος γίνεται υποκείμενο ηθικής ανυπακοής εναντίον ενός άδικου ή ανήθικου νόμου, τότε ο νόμος φθείρεται και παύει να υφίσταται κοινωνικά, αργότερα και τυπικά. Αλλά, όταν το πλήθος ενώνεται σε μια πολύμορφη και συντονισμένη δημοκρατική ανυπακοή και αντίσταση, μπορεί, μαζί με τους νόμους, να ανατρέψει και την κυβέρνηση που τους θέσπισε ή τους διαιωνίζει. Το διαπιστώσαμε ζωντανά στην Τυνησία και στην Αίγυπτο. Έπειτα στις πλατείες της Ισπανίας και της Ελλάδας. Η πολιτική ανυπακοή του πλήθους αποτελεί αυθεντική ηθική και δημοκρατία εν δράσει σε αντίθεση με την ανομία της εξουσίας. Είναι αυτό που φοβάται κάθε εξουσία.

Κώστα Δουζίνα,«Αντίσταση και φιλοσοφία στην κρίση. Πολιτική, ηθική και στάση Σύνταγμα»

Ένας ανώνυμος, ένας ακόμα. (αναδημοσίευση)


της Αννίτας Λουδάρου

Δεν με ξέρει κανείς. Δεν μου συμπαραστάθηκε ποτέ κανένας επώνυμος. Δεν φτιάχτηκαν για μένα στιχάκια με ομοιοκαταληξία. Δεν μου σφίξανε αδερφικά το χέρι , δεν με χτύπησαν στον ώμο με νόημα. Δεν πέσανε πάνω μου τα φώτα της δημοσιότητας, δεν με κοίταξε κανείς στα μάτια με κατανόηση. Δεν έγινα κατάληψη. Ένας ακόμα άνεργος είμαι του ιδιωτικού τομέα.

Μόλις τελείωσα τις σπουδές, έμαθα να βρίσκω δουλειά, ακόμα και εκεί που δεν υπήρχε μονιμότητα. Να στέλνω αριστογραμμένα βιογραφικά, να διεκδικώ. Έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου. Ήμουν συνεργάσιμος, φιλικός, γέλαγα με την καρδιά μου με τους συναδέλφους μου. Δεν πρόδωσα, δεν άπλωσα το χέρι ν΄αρπάξω. Βοήθησα και έδωσα.

Όταν μου χρωστούσαν τέσσερις μήνες μισθούς ζήτησα να πληρωθώ. Με ειρωνεύτηκαν που είχα το θάρρος να διαμαρτυρηθώ. Εδώ δεν μιλάς, δεν αντιστέκεσαι. Με απολύσανε. Με συνοπτικές διαδικασίες βρέθηκα με άλλους 1,200,000 άνεργους στον ΟΑΕΔ. Πες μου έχεις πάει κανένα πρωί έξω από τον ΟΑΕΔ ; Να δεις πόσα όνειρα και βιογραφικά λιώνουν στα βρώμικα σκαλιά του.

Ξέρω πως δεν θα μου δωθεί ο λόγος ποτέ. Ξέρω πως δεν θα βρεθώ σε κανένα παράθυρο και πως θα με γράφουν κάτω κάτω στα ονόματα των κομπάρσων μιας ιστορικής ταινίας, που άλλοι την έγραψαν , άλλοι την σκηνοθέτησαν, άλλοι πρωταγωνίστησαν, άλλοι την διήυθυναν και άλλοι την αποτέλειωσαν. Δεν θα γίνω γιγαντοοθόνη. Για μένα δημόσια συμπαράσταση δεν θα υπάρξει ποτέ. Σαν να είμαι ένα λάθος, ένας αποσιωπημένος αριθμός, ένα στατιστικό στοιχείο, του ιδιωτικού όμως τομέα. Αυτό το όμως, άργησα, αλλά το κατάλαβα.

Αυτή είναι η πραγματικότητα μου, η δική μου και όλων αυτών που βρέθηκαν στην θέση μου και στην 1η του μήνα δεν έχουν πληρωθεί για αρκετούς προηγούμενους μήνες. Πάντα μου άρεσε να πατώ τα πόδια μου στην πραγματικότητα και να μην ονειροβατώ. Απο το πόσο γερά πατάς τα πόδια σου στην πραγματικότητα και το πόσο την αντέχεις, κρίνεται και όλη η αντίσταση σου στο κύμα της παραίτησης και της άρνησης στην ζωή που ακολουθεί αυτή την βία που έχει το όνομα ανεργία. Η ανεργία αποτυπώνει την ύπαρξη της στους αριθμούς και στα στοιχεία. Ο άνεργος στην ψυχή του.

Δεν το βάζω κάτω. Μπορεί γι΄αυτή την χώρα να είμαι αποπαίδι, δεν θα σταθώ όμως ούτε άδειος, ούτε γυμνός, να με πάρει το κύμα. Θα γίνω "μάνα'' του εαυτού μου. Θα με θρέψω. Τα όνειρα είναι δωρεάν. Συμπαραστέκομαι σε ΟΛΟΥΣ τους τίμιους, άνεργους ανθρώπους και σε κανέναν άλλο χαραμοφάη.

Δεν θα πάψω να νιώθω χρήσιμος, γιατί είμαι χρήσιμος, εδώ ή ακόμα και σ΄έναν εργοδότη κάπου στο εξωτερικό. Έχω σκέψη, ιδέες, ταλέντα. Δεν ήμουν ποτέ μονάχα η δουλειά μου.

Αρχίζω να καταλαβαίνω σιγά σιγά γιατί πάντα μου άρεσαν τα ανεξήγητα, τα ανείπωτα, τα άμορφα. Όλα όσα δεν χωράνε, όσα περισσεύουν, όσα κρύβουν μυστικά. Σαν το λευκό πανί που περιμένει να φυσήξει ο αέρας για να φουσκώσει και να ξεκινήσει. Και όπως πιστεύω στην ποίηση, στους άγραφους νόμους, πιστεύω και στην δύναμη της ψυχής. Αυτό είναι. Πιστεύω. 

Ζωγραφική Δημήτρης Αναστασίου.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Tα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές (αναδημοσίευση)



Tα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύ άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς και να ακριβολογώ τα μυστήρια όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.

Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, πως – αλίμονο – τους τόνους, τις αποχρώσεις και τις ανεπαίσθητες διαφορές των πραγμάτων της ζωής μας τις αντιλαμβάνονται όλο και λιγότεροι..

Τις νιώθουν μόνο αυτοί που δεν απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος – έτσι καθώς δεν παύει να αναστρέφεται κάθε μέρα γεμάτος θάμπος για να μας ανταμείψει! Είναι τα όνειρα και οι ελπίδες που έχουμε εναποθέσει ο ένας στο βλέμμα του άλλου , τις ώρες της ατέρμονης σιωπής… και της αναμονής των ακουσμάτων μας.

Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας ατέλειωτης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό ή γαλαζο-πράσινο σαν της Αρτίμου τα διαυγή νερά, και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

Ιπποκράτους 163: Η Vodafone νύχτα "φυτεύει" την ανάπτυξη



Σαν τους κλέφτες ! Από χθές τα χαράματα εργολάβος της Vodafone κουβάλησε τα οικοδομικά υλικά και όλο τον εξοπλισμό για να στηθεί κεραία υψηλής ισχύος στην ταράτσα πολυκατοικίας στην Οδό Ιπποκράτους 163-165 και Βατάτζη, στην Αθήνα.


Το έργο ξεκίνησε από μέρες πριν όταν η Vodafone νοίκιασε το δώμα της πολυκατοικίας που ανήκει στον γιατρό-γυναικολόγο Ζωγράφο Θεόδωρο έναντι ποσού 4.000 ΕΥΡΩ μηνιαίως σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων. Ο ίδιος ιδιοκτήτης κατέχει και ολόκληρο τον 5ο όροφο (κάτω από το δώμα) στην πολυκατοικία και το οποίο διαμέρισμα νοικιάζει.

Χθες το πρωί άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες. Άρχισε να κτίζεται καμινάδα μεγάλων διαστάσεων, αφού πρώτα τρύπησαν την ταράτσα της πολυκατοικίας. Προφανώς μέσα στην καμινάδα θα φιλοξενηθεί η κεραία, πλην όμως η καμινάδα χτίστηκε στο κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας. Για να είμαστε ακριβείς η καμινάδα 'ηλθε έτοιμη και απλά "συναρμολογήθηκε".

Όταν οι ένοικοι της πολυκατοικίας αντιλήφθηκαν την παρανομία ανέβηκαν στην ταράτσα και σταμάτησαν το τσιμεντάρισμα της καμινάδας. Έτσι το έργο έμεινε ημιτελές. Οι κάτοικοι της πολυκατοικίας και της περιοχής κάλεσαν τις "αρμόδιες" αρχές και βρίσκονται στη διαδικασία προσφυγής κατά της αυθαιρεσίας της Vodafone αλλά και του αδίσταχτου γιατρού-εισοδηματία.

¨Έχει κληθεί από ώρες εισαγγελέας πλην όμως ακόμη να φανεί. Αντί αυτού ήλθε η Άμεση Δράση (100) και άρχισε να γράφει τα μηχανάκια που ήταν παρκαρισμένα στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας.



Από το πρωί το είχαμε κοινοποιήσει σε συλλογικότητες της περιοχής mail που καλούσε στην αποψινή (27/6) συνέλευση στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μέχρι αυτή την ώρα οι ένοικοι και οι κάτοικοι της περιοχής παραμένουν στην πολυκατοικία καλώντας ταυτόχρονα σε νέα συνέλευση αύριο Παρασκευή 28 Ιούνη στις 9 το βράδυ στο ίδιο μέρος.


Η σημερινή Λαϊκή Συνέλευση, στην οποία πήραν μέρος πάνω από 200 κάτοικοι, είχε στόχο τη διαμαρτυρία για την τοποθέτηση μιας παράνομης και επιβλαβούς για την υγεία κεραίας κινητής τηλεφωνίας. Μαζεύτηκαν υπογραφές για την άμεση απομάκρυνση της κεραίας από την περιοχή. 

Συντάχθηκε κείμενο διαμαρτυρίας στο οποίο τονίζεται:«κινδυνεύει άμεσα η υγεία η δική μας και των παιδιών μας. Η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη και σε πολύ κοντινή απόσταση βρίσκονται βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολεία και φροντιστήρια». Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί κάθε ένδικο μέσο και να κατατεθούν ασφαλιστικά μέτρα, ώστε να σταματήσουν οι εργασίες κατασκευής της «καμινάδας».  

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Για την αντικατάσταση του μαύρου (αναδημοσίευση)


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)

Η ημέρα των ματωμένων λουλουδιών

Από μικρός λάτρευα εκείνη τη μοναδική αίσθηση που σου αφήνει το χάραμα. Τότε που πρωτοβγαίνει ο ήλιος, τότε που η ατμόσφαιρα δεν έχει ακόμα κατασταλάξει ανάμεσα στο ζεστό και το κρύο. Τότε που της αυγής το αεράκι χαϊδεύει απαλά τα βλέφαρά σου για να ξυπνήσεις οριστικά. Είναι τότε που η νύχτα μόλις έχει χαθεί και βλέπεις ακόμα απομεινάρια από το μαύρο της να θρυμματίζονται και να χάνονται μέσα στα ουράνια στόματα της πλάσης.

Είναι τότε που τα χρώματα σμίγουν και φτιάχνουν μια ιριδίζουσα βεντάλια και θαρρείς ότι χορεύουν μεταξύ τους και αλλάζουν διαρκώς στον ουρανό θέση, κρύβονται πίσω από σύννεφα και εμφανίζονται ξανά, απροειδοποίητα, λες και δίνουν τη δική τους παράσταση στον κόσμο που αγουροξυπνά. Είναι τότε που τα πλάσματα της φύσης βγάζουν τις καθαρότερες και δυνατότερες φωνές τους, τότε που το πέταγμά τους είναι το πιο τρανταχτό, έτσι όπως σχίζουν τους αιθέρες και σπάζουν την άθικτη μέχρι εκείνη την ώρα σιωπή. 

Είναι τότε που οι άνθρωποι χουζουρεύουν, κρύβονται κάτω απ’ τα σεντόνια κι αγκαλιάζονται και δίνουν φιλιά ζεστά, φιλιά γεμάτα από όνειρα, καθώς πιστεύουν ότι ακόμα ονειρεύονται στ’ αλήθεια και ότι ίσως τελικά η αλήθεια να μην είμαι μονάχα ένα όνειρο. Είναι τότε που ο ήλιος ξεγλιστράει μέσα απ’ τις γρίλιες και κάνει ζωγραφιές πάνω στις ημίγυμνες τις πλάτες, τότε που τα δάκτυλα σχηματίζουν στη σάρκα ονόματα και σχήματα που πρέπει να μαντέψεις, καθώς μπερδεύεις την αγάπη με την ανατριχίλα. Τότε που όταν λες ότι αγαπάς, σχεδόν ανατριχιάζεις.

Έτσι είναι και σήμερα, καθώς ατενίζω την πόλη από ψηλά. Ανέβηκα ως εδώ πάνω, στο υψηλότερο σημείο, σε μια δική μου ακρόπολη, για να νιώσω όσο εντονότερα μπορούσα όλο αυτό το συναίσθημα, να πάρω ανάσες βαθιές και να εισπνεύσω την ενέργεια ενός κόσμου που ξυπνάει ταυτοχρόνως. Υπολόγισα την ώρα, ώστε να προλάβω να είμαι εδώ την κατάλληλη χρονική στιγμή, ακριβώς πριν η μαγεία τούτη χαθεί και πετάξει μακριά σαν πουλάκι φοβισμένο. Πριν εισβάλλουν όλοι με μανία στην ορμή της καθημερινότητας και χάσουν τα ζωηρά τα χρώματά τους και φορέσουν στα μάγουλα πάλι εκείνο το τσιμεντένιο γκρι. Πριν γίνουν οι αγκαλιές αλαφιασμένα τροχοφόρα που εναλλάσσονται στο ίδιο τοπίο αμέτρητες φορές, τόσο που νομίζεις ότι αυτός ο πλανήτης κατοικείται από ρόδες, παρά από ανθρώπους. Πριν μετρήσω λαιμούς σφιγμένους με γραβάτες, που ώρες-ώρες μοιάζουν με κόμπους και θηλιές που έχουν μπει εκεί για να κρεμιούνται όλοι αυτοί που καθημερινά αυτοκτονούν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Πριν δω την απογοήτευση στους ώμους εκείνους που ανεβοκατεβαίνουν συγκαταβατικά, στα χείλη που γελάνε με ανάποδη φορά, προς τα κάτω, στα βλέμματα τα στατικά, που δεν ανοιγοκλείνουν, τόσο που μπερδεύεσαι και λες ότι σε κοιτούν αλλά μπορεί και να μη σε βλέπουν. Πριν εμφανιστούν τα απλωμένα χέρια με τις αδειανές τις χούφτες να παρακαλάνε για μερικά ψίχουλα ζωής, καθώς κενά στομάχια συρρικνώνονται και συνεχώς μικραίνουν για να υπάρξουν με όλο και λιγότερα. Ήρθα πριν ρουτινιαστώ απ’ τη ρουτίνα.

Μα είναι λες και πάγωσε η στιγμή. Λες και δεν υπήρξε επόμενο δευτερόλεπτο στα κλάσματα του χρόνου, σαν κάποιος να αποφάσισε την παύση των κινήσεων, την αφαίρεση της βοής και της πολυκοσμίας, λες και όλοι εγκατέλειψαν τη γη και δεν έμεινε ξοπίσω της κανείς. Λες και δεν ξύπνησε κανένας και είναι ακόμα όλοι βαθιά κοιμισμένοι υπό την επήρεια του ισχυρότερου υπνωτικού. Τρέχω γρήγορα στο κέντρο των δρόμων, ανάμεσα σε φανάρια που έχουν μείνει σταθερά σε χρώμα κόκκινο, κυλιέμαι πάνω στην έρημη την πίσσα, ουρλιάζω δυνατά, σκίζω τα ρούχα μου αλλά κανένας δεν εμφανίζεται από πουθενά για να με σταματήσει. Κι είναι όλα τα μαγαζιά κλειστά, οι τράπεζες με δεμένα ακόμα τα υπερσύγχρονα λουκέτα, στους ουρανοξύστες δεν ήρθε καν ο θυρωρός, τα αυτοκίνητα είναι με τις πόρτες ανοιχτές και τα κλειδιά στα τιμόνια, τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν και οι τηλεοράσεις δεν εκπέμπουν πια σήματα. Τα σχολειά δεν έχουν δασκάλες ούτε μαθητές ούτε μωρά παίζουν στις παιδικές χαρές και είναι όλες οι τζαμαρίες καλυμμένες με δισέλιδα από εφημερίδες του χθες. Οι υπηρεσίες όλες αδειανές, μόνο πρωτόκολλα και χαρτιά επείγοντα και σοβαρά βλέπεις να πηγαινοέρχονται στους έρημους διαδρόμους που κανονικά τώρα θα είχαν ατέλειωτες ουρές. Δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν, ούτε καμπάνες ηχούν στις εκκλησιές, ούτε πλοία διασχίζουν τα πελάγη, ούτε αεροπλάνα ακουμπάνε τις γραμμές των αεροδιαδρόμων. Ακόμα και ο πύργος ελέγχου δείχνει να μην έχει πια τον έλεγχο.

Όταν πρόκειται κάτι σπουδαίο να συμβεί, προηγείται μια παύση διαρκείας. Πριν από τη εντονότερη έκρηξη, πριν τη δυσκολότερη εκτόξευση, πριν τον ισχυρότερο σεισμό. Ακόμα και τα καλύτερα τραγούδια έχουν μέσα τους μια καλά μελετημένη παύση, για να πιστέψεις ότι το τραγούδι τέλειωσε και τότε να έρθει και να σε εκθέσει το ξέσπασμα που θα σκεπάσει το βιαστικό το χειροκρότημά σου με την αυξανόμενη ένταση που έκρυβε μέσα της η σύνθεση της έμπνευσης, μόνο και μόνο για το ρεφρέν που θα απογειώσει την αποκορύφωση όλης της δημιουργίας. 

Ζω το φαινόμενο αυτής της παύσης, ακριβώς πριν το ρεφρέν της ιστορίας. Από μακριά, διακρίνω ορδές να κατακλύζουν σαν κινούμενα ποτάμια τα στενά, με νέους και γέρους χιλιάδες που στόλισαν με λουλούδια και καρφιά τα σώματά τους. Μανάδες με νεογέννητα στα στήθη και τις αγκαλιές, ξυλουργοί που σπάσανε τα καθιστικά και πήραν τα ξύλα για λοστάρια, ναυτικοί που κουβαλούν στις πλάτες τους κόμπους χοντρούς από εκείνους που δένουν τα μεγαλύτερα καράβια, τραγουδιστές που τραγουδούν συνθήματα, τύπους κουστουμαρισμένους που λιώσανε τα σακάκια και κάνανε λαμπάδες τις γραβάτες. Νιώθω κύματα τις φωνές να εξαπλώνονται και να πλημμυρίζουν τον αέρα, ποδοβολητά συγχρονισμένα, ρυθμικά που το έδαφος ταρακουνάνε, τα δέντρα να έχουν πάρει την κλίση του κινούμενου πλήθους λες και το ακολουθούνε, λες και σηκώθηκαν από τη θέση τους δάση και βουνά για να φτάσει ο κόσμος εκεί που θέλει πιο κοντά. Μια φυσική επανάσταση με τη βοήθεια της φύσης.

Τρίβω τα μάτια, τσιμπιέμαι μήπως και είμαι στο κρεβάτι μου ακόμα, μήπως δεν βλέπω αυτό που υπάρχει αλλά αυτό που θέλω να υπάρχει, μήπως παρασύρθηκα από τις παραισθήσεις της αυγής και βλέπω οράματα που έμειναν στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όπως τα κατάλοιπα των πρόσφατων ονείρων. Ο βαθύς πόνος στο σβέρκο από το λοστό ενός αστυνομικού με πείθει ότι τούτο το σκηνικό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Κανένας δεν άνοιξε το μαγαζί του σήμερα. Κανένας δεν πήγε στη δουλειά του. Καμιά τράπεζα δεν έδωσε και δεν πήρε λεφτά. Κανένα καράβι δεν έδεσε ούτε σάλπαρε να φύγει. Η χώρα μοιάζει με κορμί που μέχρι χτες κινούταν μηχανικά κι αυτόματα αλλά τώρα δεν μπορεί να κάνει ούτε βήμα παραμικρό λες κι έχει παραλύσει. 

Δίχως να καταλάβω πως, γίνομαι κι εγώ ένα με τούτο τον ολόκληρο λαό που τώρα έχει συμπυκνωθεί σαν μια σφιγμένη δυνατή γροθιά και ενώνει τα χέρια με τα μπράτσα και τους αγκώνες και φτιάχνει τείχη ανθρώπινα και ορμάει με ορμή απέναντι σε φορτηγά και άρματα που ρίχνουνε νερά μήπως και σβήσουν τη φωτιά που βγαίνει μέσα από άπειρα στόματα και κατακαίει τα πάντα και ολοένα εξαπλώνεται και προχωρά μπροστά. Και πέφτουνε κορμιά ανάμεσα σε καπνούς και ουρλιαχτά, καθώς ο λαός νικά, σηκώνοντας τους ένστολους ψηλά, στη θάλασσα πετώντας τους βαθιά, ετούτη η αλλαγή πίσω δεν γυρνά, τη γη που του ανήκει αποκτά ξανά, την ώρα που νέοι φιλιούνται στο στόμα δυνατά με μια σημαία αγκαλιά. Την ώρα που μια σφαίρα με τρυπά και το αίμα μου λέξεις στον ουρανό σκορπά.

Μαύρο δεν υπάρχει πια.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Σας λέει τίποτα αυτό ;


Η φρίκη σε πρώτο πλάνο (αναδημοσίευση)


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)
του Πάνου Μουχτερού

Ραψ’ το αλλιώς θα στο ράψουν

Τόσα χρόνια, τόσοι τόποι διαφορετικοί, αποτυπώθηκαν στο μνημονικό μου επάνω σκηνές χιλιάδες. Βρέθηκα σε όλων των ειδών τις επικίνδυνες αποστολές και τις ανταποκρίσεις, πάντα με ένα μικρόφωνο στο χέρι και μια κάμερα από πίσω να ακολουθεί υπομονετικά τα λαχανητά μου, καθώς κατέγραφα περιστατικά που στην πορεία θα βαφτίζονταν γεγονότα και μετά από το κατάλληλο μοντάζ θα κατέληγαν να παίζονται ως τρίλεπτα ρεπορτάζ στα δελτία των ειδήσεων.

Σε ζούγκλες μέσα, σε ερήμους, σε στάδια που έγιναν καταυλισμοί για τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου. Κι είναι μερικές εικόνες που όσο και αν προσπαθώ να ξεχάσω μαζί με τα καταχωνιασμένα βίντεο που έχω στο αρχείο, αυτές δεν λένε να ξεκολλήσουν από την οθόνη του μυαλού μου. Εικόνες σκληρές, γεμάτες από τα απάνθρωπα έργα των ανθρώπων. Είναι στιγμές που νιώθω ότι κουβαλάω τα τραύματα ενός στρατιώτη βετεράνου, έτσι καθώς συχνά-πυκνά τινάζομαι μέσα στη νύχτα και βλέπω απέναντί μου να με κοιτά κατάματα στα μάτια εκείνο το γλυκό κοριτσίστικο προσωπάκι που είχαν βιάσει τότε, έξω από εκείνο το αχυρένιο σπίτι, κι ύστερα φωτιά, φωτιά, φωτιά, παντού φωτιά, καθώς γυναικόπαιδα έτρεχαν γυμνά με πέλματα καμμένα και μαλλιά λαμπαδιασμένα, νερό, ρε, φέρτε νερό, εδώ ο κόσμος καίγεται την ίδια ώρα που διψά. Και σηκώνομαι απότομα για να συνέλθω και να δροσιστώ και έτσι, καταπίνοντας, θυμάμαι τους λαούς εκείνους που ξυπνάνε με τα χέρια γύρω από το λαιμό και αργοπεθαίνουν και πνίγονται σε μια γουλιά νερό.

Ξημέρωσε γρήγορα, ευτυχώς. Είναι μέρες τώρα που με ξυπνά αυτός ο υπέροχος ήλιος, έτσι όπως πρόωρα ανατέλλει και λούζει με φως τον απέραντο καταγάλανο ουρανό. Με έστειλαν εδώ για μια τελευταία δημοσιογραφική έρευνα, τη δυσκολότερη από όλες, μου είπαν. Ήρθα σε μια χώρα που μετρά κάθε ημέρα θύματα χιλιάδες, χωρίς να βρίσκεται σε πόλεμο. Που παρά το λαμπερό και γελαστό της κλίμα, οι κάτοικοί της περπατούν με πρόσωπα μαύρα και σκυφτά. Που δίπλα στα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία του ανθρώπου, βλέπεις να γίνονται μάρμαρο οι άνθρωποι από την πείνα και τη μοναξιά. Που δίχως βόμβες να βουτάνε βαθιά μέσα στη γη, δίχως πυρομαχικά να καρφώνονται στα μέτωπα των περαστικών, πέφτουνε διαρκώς όλες οι γέφυρες της κοινωνίας και τα κενά ανάμεσα στις υπάρξεις γίνονται μεγαλύτερα ολοένα. Που χωρίς άρματα να ποδοπατάνε πεζοδρόμια και κορμιά, παραπατάς πάνω σε νεκρούς που μένουν έτσι αραδιασμένοι στα πλακόστρωτα, ηλιοκαμένοι και γυμνοί. 

Και όταν πας να τους περιεργαστείς, δεν βλέπεις αίματα στα δέρματά τους. Βλέπεις αριθμούς και σύμβολα νομισμάτων να τους έχουν καλύψει με βαθύ μαύρο όλη την καρδιά. Που ψάχνεις να βρεις μια σκιά να δροσιστείς, την ώρα που καύσωνας εξατμίζει τις ανάσες και νομίζεις ότι η σκιά ξαφνικά κινείται και λες ότι έχεις παραισθήσεις από την πολλή τη ζέστη αλλά σηκώνεις το ιδρωμένο κεφάλι σου ψηλά και διαπιστώνεις ότι δροσίζεσαι από τη σκιά ενός γέρου που κρεμάστηκε σε ένα κάγκελο από τη λουλουδάτη βεράντα του σπιτιού του. Είναι η εποχή που ανθίζει η φρίκη.

Ψάχνω να βρω μια κάποια παραμικρή εξήγηση για όλα τούτα τα περίεργα που συμβαίνουν εδώ πέρα. Χτυπάω μεσημεριάτικα τις πόρτες και μπαίνω σε σπίτια μέσα και ανοίγω όποια τηλεόραση βρεθεί μπροστά μου, αλλά διαρκώς πέφτω πάνω σε οθόνες μαύρες που δείχνουν μόνο μαύρο μαυρισμένο και τίποτε άλλο. Βάζω σε φουλ ένταση τα ραδιόφωνα αλλά από τα ηχεία δεν βγαίνουν ανθρώπινες φωνές, παρά μόνο ο συνεχής ήχος του κενού, ξέρω πολύ καλά αυτόν τον ήχο, είναι όπως τότε, όταν βάζεις το αυτί σου πάνω από έναν σκοτωμένο εργάτη, προσπαθώντας να καταλάβεις αν όντως έπαψε να υπάρχει ο σφυγμός του, ή όπως όταν προσπαθείς να επικεντρώσεις όλες τις αισθήσεις σου στο ελάχιστο εκείνο κλάσμα του δευτερολέπτου, ακριβώς πριν σκάσει η βόμβα χιλιόμετρα πιο πέρα και ταρακουνηθεί το έδαφος κάτω από τα πόδια σου και σωριαστείς λίγο μετά κι εσύ σαν θραύσμα από σφαίρα. 

Για τέτοιο κενό μιλάμε, κενό διαπεραστικό, θανατηφόρο. Και βλέπεις οικογένειες ολόκληρες να κάθονται αμίλητες, αγκαλιαστά, κρατώντας σημαιάκια πράσινα και μπλε, έχοντας μπουκώσει με τηλεχειριστήρια τα στόματα, καθώς βυθίζονται βαθιά σε καναπέδες τεράστιους, που έχουν το χρώμα της άμμου. Και είναι λες και ζωντανεύει το έπιπλο και γίνεται άμμος κινούμενη, που καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της, αντικείμενα, σημαιάκια και ανθρώπους, με την εξέχουσα παλάμη τους να κάνει το σύμβολο της νίκης, έτσι όπως ρουφιούνται κυκλικά και χάνονται προς τον ατέλειωτο πάτο του σαλονιού τους. Και με τη νίκη. Κι ας νικηθούμε.

Τρέχω να ξεφύγω μακριά, να φτάσω έως τη θάλασσα, να βουτήξω με φόρα μέσα στα διάφανα νερά της, να θυμηθώ ότι η χώρα τούτη έχει μέρη μαγικά και μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις τα βάσανα και να δεις τις αρνητικές σκέψεις να χάνονται, όπως το κύμα που σβήνει τώρα πάνω στην ακρογιαλιά. Μα έτσι όπως έχω παρασυρθεί και με ταχύτητα ορμάω, αντί να καταλήξω στο βυθό, πέφτω με δύναμη πάνω σε μερικές κοιλιές που έχουν κάτσει στη σειρά, πασαλειμμένες με λίπος και ιδρώτα. Και γλιστράει το πρόσωπό μου πάνω σε τρίχες που μπλέκονται με επίχρυσα στολίδια γύρω από αρωματισμένα μπράτσα και λαιμούς γεμάτους κρεατοελιά. 

Όπως κάνω να σκουπίσω την αηδία που κόλλησε πάνω στα μάγουλά μου, παρατηρώ ότι τούτοι εδώ οι τύποι λένε δυνατά λέξεις ελληνικές αλλά για κάποιον περίεργο λόγο όταν μιλάνε στραβώνουνε τα στόματά τους και χασκογελάνε φωναχτά και τα στραβά τους δόντια στάζουν νικοτίνη καφετιά και τα νύχια των ποδιών τους είναι πιο μεγάλα κι από τα ίδια τους τα πέλματα, έτσι όπως εξέχουν μέσα από σκισμένες σαγιονάρες και φτέρνες ποτισμένες με τις ουσίες της λίγδας. Δεν μπορεί να είναι απόγονοι των ένδοξων αρχαίων Ελλήνων όλοι αυτοί, δεν γίνεται να βλέπεις άντρες που το στήθος τους πάχυνε τόσο που σχημάτισε βυζιά, δεν είναι δυνατόν οι γυναίκες αντί για φύλλα ελιάς να ρίχνουν στο πέλαγος αποτσίγαρα, δεν στέκει μικρά παιδιά να πετάνε σακούλες μ’ αποφάγια και πλαστικά κουτιά έξω από τα παράθυρα των φιμέ αυτοκινήτων. Σαν ταινία τρόμου μοιάζει. Κι ύστερα ήρθαν οι μπάσταρδοι.

Πετυχαίνω το πρώτο λεωφορείο και ανεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά και βρίσκω μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Πάντα μου άρεσε να το κάνω αυτό, όχι μόνο για λόγους εμπνεύσεως, αλλά επειδή μέσα από το τζάμι μπορώ κάθε φορά και συλλέγω χρήσιμες πληροφορίες για κάθε μέρος που θα βρεθώ σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ειδικά αν η διαδρομή είναι μακρινή και περάσει ώρα μέχρι να φτάσουμε στον τερματικό σταθμό, μπορώ να γράψω ολόκληρο αφιέρωμα. Βρίσκω την ευκαιρία και παρατηρώ την αρχιτεκτονική της πόλης, σημειώνω τα χρώματα που κυριαρχούν στον χώρο, τις τάσεις και τις κινήσεις των κατοίκων, τις συνήθειές τους, τον τρόπο που επιλέγουν να συνωστίζονται, λίγο πριν ανέβουν και κατέβουν στις στάσεις που τους ενδιαφέρουν. 

Λίγο πιο κάτω, το λεωφορείο σταματάει σχεδόν αναγκαστικά έξω από μια λαϊκή αγορά. Κόσμος πολύς που μοιάζει να είναι στάσιμος, μποτιλιαρισμένος. Ξαφνικά βλέπεις τους πάγκους να εκτοξεύονται και τις πολύχρωμες τέντες να γίνονται πανιά που τα ξεσκίζουν μερικοί καλογυμνασμένοι τύποι, έτσι όπως πετάγονται απότομα πίσω από τους κάδους και που τώρα τρέχουν απειλητικά, έχοντας λεπίδες στα χέρια για να γδάρουν τους άτυχους τους εμποράκους. Και βλέπεις τους μαύρους να ασπρίζουν από το φόβο. Βλέπεις τους λευκούς να μαυρίζουν από το μίσος. Δευτερόλεπτα μετά, μπουκάρουν μέσα στο λεωφορείο. Και μου σπάνε την κάμερα. Και ψάχνω έντρομος έναν τρόπο να κλείσω τούτο το ρεπορτάζ. Από τη χώρα του ποτέ. Για την τηλεόραση που δεν θα δείξει τίποτα. Ο ανταποκριτής που φοβήθηκε να πει τ’ όνομά του.

Που τον έκαναν να καταπιεί την ίδια του τη γλώσσα. 

Η γέννα δεν είναι εμπόρευμα!

ΚΑΛΕΣΜΑ 

Σας καλούμε την Τέταρτη 26 Ιουνίου, 2013 στην αίθουσα του Δήμου Ζωγράφου, στην οδό Ανακρέοντος 60, στις 19μμ. 

Σκοπός: Να οργανώσουμε κίνημα των κατοίκων δημιουργώντας επιτροπή αγώνα, από κοινού με τα κοινωνικά ιατρεία, τις γυναικείες, τις ανθρωπιστικές, μεταναστευτικές και κοινωνικές οργανώσεις, για να ανοίξουν τα μαιευτήρια και τα νοσοκομεία της περιοχής μας τις πόρτες τους και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν στους ανασφάλιστους/ες και φτωχούς/ές. 

Και αυτό επειδή στα μαιευτήρια και στα νοσοκομεία οι άνεργες και ανασφάλιστες γυναίκες δεν μπορούν να γεννήσουν δωρεάν. 
Επειδή, οι φτωχές γυναίκες, όταν δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το τοκετό τις κυνηγάει η εφορεία και απειλούνται με κατάσχεση των υπαρχόντων τους. 
Επειδή, προβλέπεται διπλασιασμός του ήδη δυσβάστακτου ποσού που πληρώνουμε για τον τοκετό και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους «…μη Έλληνες πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών…» με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές. 
Επειδή, η στάση της ηγεσίας του υπουργείου υγείας και της ''τροϊκανής'' κυβέρνησης απέναντι στο δράμα που βιώνουν οι ανασφάλιστοι/ες ασθενείς, είναι ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ. 

ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΟΚΕΤΟΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ! 

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟ Ε.Σ.Υ.! ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ 

Για επαφή: «Γυναίκες για τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα» kstyps@gmail.com