Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Μαθήματα στοιχειώδους ταξικής συνείδησης (αναδημοσίευση)


Όταν εμείς, τα ποιητικά βρέφη, πήραμε χαμπάρι την φιλοσοφική αποστροφή του Φουριέ, πως οι έλξεις, δηλαδή, εναρμονίζονται με τα πεπρωμένα τους, γυρίσαμε σελίδα ή αλλιώς το σκάσαμε νύχτα απ’ το βρεφοκομείο. Κι αφού αναπολήσαμε την φτώχεια μας και ψηλαφήσαμε τις παράφωνες κραυγές των πατεράδων μας, αρχίσαμε αυτό το γράψιμο, που εδώ σ’ αυτό το μικροαστικό σύμπαν λογίζεται ως προϊόν νωθρότητας και δειλίας. 

Θιασώτες εμείς, μιας εκρηκτικής αρμονίας που πλησιάζει, μιας σκληρής και άγριας νύχτας με φόνους και σάπια δόγματα, μιας λατρείας σκοτεινών άστρων και προκαταλήψεων. Πιστοί, γδαρμένοι απ’ το σουγιά του θαυματοποιού, γονατισμένοι και φοβικοί, μαγαρισμένοι από το όπιο της μεταφυσικής, χωνεμένοι μέσα στις δροσερές ψιθυρίζουσες καμπάνες του ιεροκήρυκα. 

Ομοιόμορφα πατικωμένοι από μικροιδιοκτησία και μικροπάθη. Ένα είδος υπαρξιακού τζόγου. Μια νοοτροπία στρατηγού οικογενειάρχη, που η εξουσία τού χάρισε αυτό το πεδίο επιρροής. Αυτό το φασματικό μαστίγιο της τακτοποιημένης ζωής και της κοινωνικής ειρήνης. Μιας ειρήνης άκρως πολεμικής και άκρως νεκρικής. Ένα αδιάκοπο μουρμουρητό κοινωνικού σεισμού κάτω απ’ το σπίτι του οικοδόμου και του μικροπωλητή. Κάτω απ’ τα οικιακά Κινέζικα σπήλαια και τα μαγαζιά που μυρίζουν υγραέριο και βραστό κρέας. Που μυρίζουν δυστυχισμένα παιδιά και μισοπεθαμένα ζώα. Ανασφάλιστη εργασία. Μαθητεία. Κακομοιριά. Συντρίμμια. Ξεσχισμένες ψυχές και τσακισμένες σάρκες. 

Αυτός ο φοβερός ζυγός της πλουτοκρατίας έχει αληθινά επιστημονικές αρχές. Έχει γαλουχήσει τον προλετάριο με αυταπάτες. Έχει κάνει κλύσμα στο νεόπτωχο άνεργο και στην καταθλιπτική νοικοκυρά. Έχει κάνει ανεκτή στα μάτια του μικροαστικού όχλου, αυτή τη συνθήκη της εκμετάλλευσης κι αυτή τη θεσμική ελεημοσύνη προς τους απόβλητους πληθυσμούς. 

Εκείνα τα όντα που μπορούν να το βουλώσουν με ένα πιάτο φαί, συνεπικουρούμενα απ’ τη χριστιανική ρουφήχτρα που με προφητική υποκρισία μιλάει για υπακοή και μετάνοια. Εκείνα τα όντα που δεν διαβάζουν, δεν ακούν και δε μιλάνε. Εκείνα τα όντα που οι σάτυροι του τηλεοπτικού αισθησιασμού τα σέρνουν απ’ τη μύτη κι απ’ το βυζί κι απ’ το λοβοτομημένο τσουτσούνι της επιθυμίας. Ένα βλαμμένο κοινό που σταυροκοπιέται γελοιωδώς σα να ξύνει το στέρνο του, περνώντας κάτω απ’ το θεόρατο σταυρό της υποταγής με το γιωταχή του. Βρίζοντας, κραυγάζοντας, γκρινιάζοντας, χορεύει και κλαίει πάνω απ’ τα συντρίμμια του. Πάνω απ’ το πηγάδι με το μαγαρισμένο νερό. Εκεί όπου οι μεγαλοφυΐες αποτεφρώνονται πριν ανθίσουν κι απομένει μονάχα ο δικός μας χορός σπινθήρων στο σκοτάδι.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

"Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου"




το βρήκαμε  στους Σκοπευτές Ονείρων

O καθένας αναζητά έναν τρόπο


να ξαναγεννηθεί στη ζωή
κι ας κυνηγάμε φεγγάρια
κι ας χάνουμε σε κάθε στιγμή
στο σύνολο πάντα νικάμε
όλοι εμείς εδώ λοιπόν
κλαίγοντας, ξεσπάμε σε γέλια
το παιχνίδι θα χαθεί μόνο όταν
οι εραστές θα γοητεύονται από την ανία
μένει μονάχα να ενώσουμε τα αστέρια μας
και θα γίνουμε αστραπές
σύντομα όλα θα καίγονται
και θα φωτίζουν τα μάτια σου
η επόμενη επανάσταση
θα είναι επανάσταση ομορφιάς


Νίκου Ειρηνάκη
από τη συλλογή "Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου", εκδ. Ροές,, 2009

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

ΚΙΜΠΙ: Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση (αναδημοσίευση)


Από τον ΚΙΜΠΙ
(13/5/2014, ένα τρόπον τινά προεκλογικό ποστ) 

Το σύστημα λατρεύει τα προσχήματα, τις προφάσεις, τα πρωτόκολλα, τους κώδικες δεοντολογίας. Όσοι για διάφορους λόγους είναι καθηλωμένοι στα σπίτια τους, κατ’ επιλογήν ή αναγκαστικά, και το βασικό μέσο πρόσληψης της πραγματικότητας (ή ενός παραμορφωμένου ειδώλου της) είναι γι’ αυτούς η τηλεόραση, παρηγορητικά ανοικτή τις περισσότερες ώρες τις μέρες, παίρνουν μια ισχυρή δόση απ’ τα προσχήματα αυτά. Ο τηλεοπτικός χρόνος είναι τετμημένος σε περίπου τρία ίσα μέρη. Το ένα τρίτο είναι πρόγραμμα, ψυχαγωγικό ή ενημερωτικό, φρέσκο ή επανάληψη. Το δεύτερο τρίτο είναι αυτοδιαφήμιση. Και το τρίτο τρίτο είναι καθαρή διαφήμιση. Το ΕΣΡ είναι αλλού, είναι διακοπές, είναι σε αγρανάπαυση, γενικώς δεν είδε και δεν ξέρει τίποτα για τον καταστρατηγούμενο κανόνα δεοντολογίας περί αναλογίας προγράμματος και διαφήμισης. 

Ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στ’ αλεύρι, πάντως, οι υπεύθυνοι ροής των καναλιών τηρούν απαρέγκλιτα τον προεκλογικό κανόνα. Όταν πρόκειται να πέσουν τα διαφημιστικά σποτ των κομμάτων για τις εκλογές, προηγείται αυστηρά η προειδοποίηση: «Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση». Λες και οι τηλεθεατές είναι τόσο μαλάκες, ώστε υπάρχει περίπτωση να νομίσουν ότι το σποτ της Ν.Δ. περί «νέας Ελλάδας» διαφημίζει το θρυλικό pretty bra, ότι το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ που δηλώνει πως «η υπομονή μας τελείωσε» προβάλλει τη μαγική σίτα και ότι το σποτ της «Ελιάς» που αυτοπροβάλλεται ως μοναδικός παράγοντας σταθερότητας δεν μιλάει παρά για το pretty pants, που μαζεύει και σταθεροποιεί τις πατσοκοιλιές. «Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση»επιμένουν οι βράχοι της δεοντολογίας, λες και δεν είναι αρκετή η διαφήμιση των άθλων του Σαμαρά και των ανδραγαθημάτων του Βενιζέλου που προηγείται στα δελτία ειδήσεων και στις από-ενημερωτικές εκπομπές, λες και οι άλλες διαφημίσεις, οι κατ’ ευφημισμόν εμπορικές, που προηγούνται ή ακολουθούν είναι λιγότερο πολιτικές από τις κατ’ όνομα πολιτικές διαφημίσεις. 

Στην πραγματικότητα υπάρχει ελάχιστη πολιτική στα προεκλογικά σποτάκια των κομμάτων και των υποψηφίων, ή τουλάχιστον πολύ λιγότερη από τις μη πολιτικές, εμπορικές διαφημίσεις. Αντιθέτως, η βαθιά πολιτική υπάρχει κυρίως σ’ αυτές τις φαινομενικά αθώες και πολιτικά απαθείς διαφημίσεις προϊόντων, υπηρεσιών και εταιρικών φιρμών, οι οποίες αφηγούνται το success story της εσωτερικής υποτίμησης και της εξόδου από την κρίση με μεγαλύτερη πανουργία από την κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της. Δεν μιλώ τόσο για το colossal mascara της Max Factor που υπόσχεται να μετατρέψει όλες τις γυναίκες σε βοώπεις Αθηνάς, ούτε για τη διαφήμιση του Jacobs, ούτε για τα τσιπς του Ρουβά και την αγελαδίτσα του Παπακαλιάτη, όσο για τα σποτ των τραπεζών, του ΟΠΑΠ, των λαχείων, των υπό ιδιωτικοποίηση ή ήδη ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ, των αλυσίδων λιανικής, των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, των ασφαλιστικών. 

Επειδή η Eurobank έκανε αύξηση κεφαλαίου κι ένα βήμα στην ιδιωτικοποίησή της, ο κόσμος γίνεται απίστευτα όμορφος, πλημμυρίζει με πέταλα ροζ λουλουδιών που παρασύρει το ελαφρύ αεράκι από τις αλέες των αντίστοιχων δένδρων που κατακλύζουν μια ονειρική Αθήνα. Οι άνθρωποι χαμογελούν ευτυχισμένοι, προφανώς γιατί η τράπεζα θα μπορεί να ξαναδανείσει. Επειδή η Πειραιώς «κληρονόμησε» την Αγροτική και μονοπωλεί τη συμβολαιακή γεωργία, η τηλεοπτική οθόνη γεμίζει από ειδυλλιακές αγροτο-βουκολικές εικόνες με ακάματους πλην ευτυχισμένους αγρότες και κτηνοτρόφους. Κι επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου τύχει πηγαίνοντας να πληρώσεις έναν λογαριασμό (μπορεί να σε πάρουν για κλέφτη, να πάρει φωτιά το μανίκι σου σε ένα μπάρμπεκιου, να πάρεις σβάρνα μια απλωμένη μπουγάδα, να βρεθείς σ’ ένα ξένο σπίτι- αυτές είναι οι μόνες αναποδιές της ζωής, όχι το να μείνεις άνεργος, απλήρωτος, ή να μην έχεις καν χρήματα για τον λογαριασμό), υπάρχει η winbank. Η Alpha Bank είναι ο στυλοβάτης μιας οικογένειας με έναν χαζοχαρούμενο οικογενειάρχη που ανακαλύπτει ότι με κάθε χρήση της πιστωτικής του κερδίζει χρήματα που θα του φτάσουν μέχρι και για να ανακαινίσει το σπίτι, η Εθνική επιστρέφει μετρητά στους επίσης πανευτυχείς χρήστες των καρτών της, η Cosmote, πέρα από τα προϊόντα της, εμφανίζεται ως ακάματος χορηγός της νεανικής επιχειρηματικότητας- όλοι οι άνεργοι νέοι θα γίνουν επιχειρηματίες και start uppers, σε μια άλλη διαφήμιση κάνει πλάκα με το πρωτογενές πλεόνασμα στο χωριό Κάτω Βαρδούλι, οι εταιρείες κινητής φαντάζονται έναν κόσμο που ζει μόνο στην εικονική πραγματικότητα των smart phones και των tablets, οι ασφαλιστικές χορεύουν χαρούμενες πάνω στο πτώμα του ΕΣΥ, το ίδιο κάνουν οι πενταψήφιοι αριθμοί για τα ιατρικά ραντεβού, οι αλυσίδες λιανικής διαφημίζουν τα οφέλη της εσωτερικής υποτίμησης με ανταγωνισμό προσφορών και ισοπέδωση τιμών, ο ΟΠΑΠ υπόσχεται να κάνει έναν στους τέσσερις Έλληνες πλούσιο με το «σκρατς» και να μεταμορφώσει τη συλλογική μας κόλαση σε ένα μεγάλο, μαγικό λούνα παρκ, με τον ίδιο τρόπο που η Coca Cola επιμένει να υπόσχεται έναν καλύτερο κόσμο μέσα από τις φυσαλίδες του ανθρακικού της… 

Η βαθιά πολιτική ασκείται εκεί, μέσα στις χαζοχαρούμενες, αλλά υποδορίως πανούργες αφηγήσεις που υπονοούν ή λένε ευθέως ότι ο κόσμος, κουτσά στραβά, έχει ξανασταθεί στα πόδια του. Αυτό είναι ένα προπαγανδιστικό στρατήγημα που υπερβαίνει τις προθέσεις των δημιουργών των διαφημιστικών μηνυμάτων, αν και συχνά τα ευρήματά τους είναι τόσο προφανή που τους φέρνουν σε μια ευγενή άμιλλα με τους λογογράφους του Σαμαρά. Το πώς δουλεύει αυτό το στρατήγημα στο συλλογικό ασυνείδητο δεν μού είναι απολύτως σαφές, αλλά κάποια συμβολή έχει σίγουρα στην κοινωνική ακινησία, στη συλλογική αταραξία που μας διαπερνά μέρες και ώρες πριν από τις κάλπες. Τέσσερα χρόνια μνημόνιο, χίλιες τετρακόσιες εξήντα μέρες εφιάλτες, κι ορίστε, η χώρα βρίσκεται ξανά στη θέση της, οι τράπεζες ξανάγιναν το σταθερό της θεμέλιο, οι επιχειρήσεις μας καλούν να καταναλώσουμε, η τύχη μας χαμογελά με τον ήχο ενός «σκρατς», ο λαός των ταμπλετούχων σερφάρει νυχθημερόν, η Ελλάδα θα πλημμυρίσει τουρίστες, οι νέοι θα γίνουν επιχειρηματίες, οι τολμηροί αγοράζουν και πάλι αυτοκίνητα, υπάρχουν «χιλιάδες νικητές κάθε μέρα», αν τίποτα από όλα αυτά δεν σε αφορά, εσύ είσαι ο προβληματικός, εσύ ο λούχερ, εσύ δεν έχεις πάρει πρέφα ότι η γη γυρίζει ξανά, πιες κανένα λαντόζ, κανένα ζάναξ, γιατί δεν σε βλέπω καλά. Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση.

«Τα μαλλιά μου δεν στολίστηκαν ποτέ με τ’ αετού τα φτερά…» (1)


Οι ιστορίες των Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής απασχόλησαν και απασχολούν ακόμη ιστοριοδίφες, φιλοπερίεργους, αλλά και ανθρώπους για τους οποίους η μνήμη γίνεται οι φλέβες της ζωής, μιας και αυτές καθαιρούν την συσσώρευση των εξουσιαστικών ακαθαρσιών απ’ την μετώπη του χρόνου. Εύλογα, λοιπόν, είναι ένα ζήτημα με το οποίο συχνά πυκνά καταπιάνονται και οι αναρχικοί. Στα λόγια, μάλιστα, πολλών αρχηγών των ελευθέρων φυλών της Βορείου Αμερικής συναντάμε μια σοφία απαράμιλλης αμεσότητας, ειλικρίνειας και ομορφιάς.

Ας ξεκαθαρίσουμε βέβαια, πως η έννοια του αρχηγού είχε εντελώς διαφορετική σημασία στην κουλτούρα των Ινδιάνικων φυλών από την αντίστοιχη που έχει στον πολιτισμό, όπως αυτή διαμορφώθηκε εδώ και χιλιετηρίδες κράτους και εξουσίας. Πρώτα απ’ όλα, η θέση του αρχηγού αποδίδονταν σε αυτόν που έχαιρε της πλήρους εμπιστοσύνης ολόκληρης της φυλής και σε καμμία των περιπτώσεων δεν την κέρδιζε κάποιος με ισχύ, δόλο ή ακόμη και ψηφοφορία. Απαιτούνταν δηλαδή συναίνεση. Ωστόσο, θα μπορούσε εύλογα να πει κανείς πως, ακόμη και έτσι, η έννοια του αρχηγού διαθέτει εξουσιαστική χροιά ή πως στην τάδε ή στην δείνα φυλή Ινδιάνων συνέβαινε εκείνο ή το άλλο αρνητικό στοιχείο∙ ίσως πάλι να θεωρεί την θέση της γυναίκας προβληματική ή πολλά ακόμη σημεία να χρήζουν ενδελεχών συζητήσεων και τοποθετήσεων, προφορικών και γραπτών. Εξ άλλου, αυτός δεν είναι και μόνος δρόμος για το προχώρημα της αναρχικής θεώρησης;

Απ’ την πλευρά μας θεωρούμε πως η διάσωση της μνήμης των απανταχού γης ελευθέρων φυλών, ως κομμάτι της αναρχικής θεώρησης, αποτελεί σκοπούμενο θεμελιώδους σημασίας. Ας δούμε, λοιπόν, παρακάτω τρεις τοποθετήσεις Ινδιάνων σε χαλεπούς καιρούς τόσο για τους ίδιους, όσο και για τα υπόλοιπα μέλη της φυλής τους.

Ο Τεκούμσε, αρχηγός της φυλής των Σόνι και ικανός ρήτορας, προσπάθησε να ενώσει τους Ινδιάνους ενάντια στον αμερικανικό κρατισμό: Ο τρόπος –ο μοναδικός τρόπος– να ελέγξουμε και να εξαλείψουμε αυτό το κακό είναι όλοι οι Ινδιάνοι να διεκδικήσουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε αυτή τη γη από κοινού και επί ίσοις όροις, όπως συνέβαινε παλιότερα. Η γη ποτέ δεν μοιράζεται, αλλά η χρήση της ανήκει σε όλους τους Ινδιάνους. Καμία φυλή δεν έχει το δικαίωμα να την πουλήσει ούτε καν σε άλλη φυλή κι ακόμη περισσότερο σε ξένους σαν και αυτούς, που τα θέλουν όλα και δεν συμβιβάζονται με τίποτε λιγότερο.

Η «Οχιά», ένας εκατοχρονίτης άντρας της φυλής των Κρικ, αντέδρασε στην επεκτατική πολιτική του κράτους των Η.Π.Α λέγοντας: Αδέλφια! Άκουσα πολλά λόγια από τον μεγάλο λευκό πατέρα μας (2). Όταν πρωτοήρθε, πέρα από τον ωκεανό, δεν ήταν παρά ένας μικρός άνθρωπος… πολύ μικρός. Τα πόδια του ήταν πιασμένα απ’ το μακρύ ταξίδι μέσα στο μεγάλο του πλοίο και εκλιπαρούσε για μια μικρή γωνιά να ανάψει μια φωτιά να ζεσταθεί… Όταν όμως ο λευκός άνθρωπος ζεστάθηκε από τη φωτιά των Ινδιάνων και γέμισε το στομάχι του με το καλαμπόκι τους, τότε τρανώθηκε. Μ’ ένα βήμα δρασκέλισε τα βουνά και τα πόδια του σκέπασαν τις πεδιάδες και τις κοιλάδες. Το χέρι του άρπαξε την ανατολική και την δυτική θάλασσα και το κεφάλι του ακούμπησε στο φεγγάρι. Έπειτα έγινε ο μεγάλος πατέρας μας. Αγαπούσε τα ερυθρόδερμα παιδιά του και γι’ αυτό έλεγε: «Απομακρυνθείτε λίγο περισσότερο για να μη σας πατήσω». Αδέλφια! Έχω ακούσει τον μεγάλο πατέρα μας να βγάζει πολλούς λόγους. Όλοι άρχιζαν και τελείωναν πάντα ως εξής: «Πηγαίνετε λίγο πιο πέρα. Είστε πολύ κοντά μας».

Ο Κάρλεϊ, αρχηγός της φυλής των Κρόκερ (κουρούνες) αρνήθηκε το 1912 να παραχωρήσει περισσότερη γη της φυλής του στην αμερικάνικη κυβέρνηση. Η απάντηση του ήταν η εξής: Αυτή η γη που βλέπετε δεν είναι συνηθισμένη γη. Είναι η στάχτη από το αίμα των προγόνων μας, τη σάρκα και τα κόκκαλα τους. Πολεμήσαμε και ματώσαμε για να την υπερασπιστούμε. Πρέπει να σκάψετε βαθιά κάτω απ’ την επιφάνεια της, για να βρείτε τη γη της φύσης, αυτό το στρώμα που πατάτε είναι από τον λαό μας. Αυτή η γη που βλέπετε περιέχει το αίμα και το θάνατο μου. Είναι ιερή και δεν θέλω να δώσω κανένα της κομμάτι.

Σχετικά βιβλία:
-Λαρς Πέρσον Άκου λευκέ!
-Howard Zinn Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών.

[1] Στίχος απ’ το ποίημα «Τα μοκασίνια μου» του Ινδιάνου Ντιουκ Ρέντμπερντ,
[2]Δεν είδαν βεβαίως όλοι οι Ινδιάνοι με καλό μάτι τον χαρακτηρισμό τους από τους λευκούς αξιωματούχους ως «παιδιά» και του προέδρου ως «Πατέρα». Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του Τεκούμσε στην συνάντηση του με τον Γουίλιαμ Χένρι Χάρισον, πολέμιο των Ινδιάνων και μελλοντικό πρόεδρο των Η.Π.Α, όταν ο διερμηνέας είπε στον Τακούμσε: «Ο Πατέρας σου, σου ζητά να καθίσεις», εκείνος απάντησε: «Ο Πατέρας μου! Ο Πατέρας μου είναι ο ήλιος και μάνα μου η γη και στον δικό της κόρφο θ’ αναπαυτώ».

πηγή:σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση.

Δικαίωση ενός τεράστιου αγώνα: Οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών επαναπροσλαμβάνονται!



Δικαίωση ενός τεράστιου αγώνα: Οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών επαναπροσλαμβάνονται!

Σύμφωνα με πληροφορίες από τον δικηγόρο των καθαριστριών, κ. Καρούσο, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών διέταξε την επαναπρόσληψη των 397 καθαριστριών του υπ. Οικονομικών κάνοντας δεκτή την αγωγή για ακύρωση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης

Σύμφωνα με τον @dromografos, συγκίνηση και πανηγυρισμοί κυριαρχούν στην αγωνιστική κατασκήνωση των καθαριστριών.

Θετική ήταν η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, που είχαν κινηθεί δικαστικά κατά της απομάκρυνσής τους από το δημόσιο.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την αγωγή των 397 καθαριστριών, από το σύνολο των 465 που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα, οι οποίες ζητούσαν την απόσυρση της ΚΥΑ και την επαναπρόσληψή τους, χωρίς να έχει γίνει ακόμα γνωστό αν η απόφαση κρίνεται προσωρινά εκτελεστή ή όχι.

Η απόφαση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς την Παρασκευή 16 Μαΐου ολοκληρωνόταν η περίοδος της διαθεσιμότητας των καθαριστριών και από την επομένη θα βρίσκονταν εκτός δημοσίου τομέα.

Μάλιστα, όπως ανέφερε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο δικηγόρος των καθαριστριών, Γιάννης Καρούζος το δικαστήριο αναγνώρισε πως οι καθαρίστριες αποτελούσαν εργαζόμενες του στενού πυρήνα του δημοσίου, βάζοντας έτσι σε «κίνδυνο» το μέτρο της διαθεσιμότητας που εφάρμοσε το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και ο υπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. 

ΟΧΙ στην ιδιωτικοποίηση του νερού της Θεσσαλονίκης.


Την Κυριακή 18/05 ψηφίζουμε μαζικά στο δημοψήφισμα: 
ΟΧΙ στην ιδιωτικοποίηση του νερού της Θεσσαλονίκης

Ανακοίνωση από το Ρεύμα Νέων Σοσιαλιστών

Την Κυριακή 18/05, την πρώτη Κυριακή των εκλογών, παράλληλα με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι πολίτες της Θεσσαλονίκης έχουν άλλο ένα μεγάλο ραντεβού στις κάλπες του δημοψηφίσματος για το νερό της πόλης τους. Η κυβέρνηση των μνημονίων ετοιμάζεται να πουλήσει το νερό της Θεσσαλονίκης και το ΤΑΙΠΕΔ έχει ξεκινήσει διαγωνισμό για την πώληση του 51% της ΕΥΑΘ.

Μετά τη διάλυση του εναπομείναντος κοινωνικού κράτους, με τη συρρίκνωση της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης, μετά το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, επιχειρείται πλέον και η ληστρική παραχώρηση σε ιδιώτες όσων κοινωνικών αγαθών έχουν απομείνει. Το νερό, ένα φυσικό αγαθό, παραχωρείται στο βωμό των συμφερόντων ιδιωτικών εταιρειών. Στη χώρα μας, όπου πλέον βασικά ανθρώπινα δικαιώματα έχουν πάψει να θεωρούνται αυτονόητα μια τέτοια εξέλιξη πρέπει να αποτραπεί γιατί:

Το νερό δεν είναι εμπόρευμα, αλλά ανθρώπινο δικαίωμα.

Είναι ορατός ο κίνδυνος συμπολίτες μας που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις να μείνουν χωρίς ύδρευση και αποχέτευση. Η ΕΥΑΘ είναι κερδοφόρος χωρίς δάνεια και υποχρεώσεις και υπολογίζεται ότι η τιμή πώλησής της θα αποσβεστεί σε βάθος 4 χρόνων από τα κέρδη της.

Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η διαχείριση της ύδρευσης και της αποχέτευσης επιστρέφει στο δημόσιο έλεγχο μετά από το αποτυχημένο πέρασμά της σε ιδιώτες. 

Όπου ιδιωτικοποιήθηκε το αγαθό του νερού:
-Αυξήθηκε κατακόρυφα η τιμή του και μειώθηκε αισθητά η ποιότητά του, αφού το ιδιωτικό μονοπώλιο νοιαζόταν μόνο για τη μεγιστοποίηση του κέρδους του.
-Τα υδάτινα αποθέματα εξαντλήθηκαν, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμα περισσότερο την τιμή του νερού.
-Υποβαθμίστηκε η ποιότητα του παρεχόμενου νερού, καθώς οι ιδιώτες ενδιαφέρονταν μόνο για τα κέρδη τους.

Είναι απαραίτητο η πρωτοβουλία των πολιτών της Θεσσαλονίκης, με τη στήριξη και των δήμων, να αγκαλιαστεί από το σύνολο της κοινωνίας που θα προσέλθει στις κάλπες την Κυριακή. Στέλνουμε αποφασιστικό μήνυμα σε αυτούς που ονειρεύονται μια χώρα και έναν ολόκληρο λαό ξεπουλημένο σε «ημέτερους» και κερδοσκοπικά funds, μια κοινωνία που τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα θα θεωρούνται πολυτέλεια για αυτούς που έχουν να πληρώσουν.

ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΜΑΖΙΚΑ ΟΧΙ-ΔΕΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑΣ-ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Η Γιορτή για τα πέντε χρόνια του Πάρκου της Ναυαρίνου

Κυριακή 11 Μάη. Μαζί με τη γιορτή της Μητέρας ήταν και η δική μας γιορτή, η γιορτή του πάρκου μας. Η γιορτή της Γής, μητέρας όλων μας, κοιτίδα ζωής, πηγή αστείρευτη ελπίδας και δύναμης.


Από νωρίς πρώτοι και καλύτεροι εορτάζοντες οι μικροί μας φίλοι. Που είχαν να κάνουν πολλά: να ζωγραφίσουν, να φτιάξουν ψηφιδωτά, να μυηθούν στα φυτέματα, στις κατασκευές αντικειμένων. Να διασκεδάσουν με την καλή μας ξυλοπόδαρη, ν' ακούσουν τις χορωδίες, να πάρουν δώρα, να παίξουν στην παιδική τους χαρά.






Υπήρχαν και παρουσιάσεις συλλογικών εγχειρημάτων από τη γειτονιά. Η Τράπεζα Χρόνου, ο Σκόρος, Η Συλλογική Κουζίνα του Αυτόνομου Στεκιού, ο Ζήκος, η Αυτοοργανωμένη Δομή Υγείας Εξαρχείων (ΑΔΥΕ), οι Τροφοσυλλέκτες ήταν εκεί.


Ακούσαμε μουσικές, πολυφωνικά ηπειρώτικα από τη χορωδία της Συνέλευσης της Ακαδημίας Πλάτωνος και γνωστά τραγούδια διασκευασμένα για χορωδία από τη χορωδία Εξαρχείων. Γευτήκαμε την μαγειρική τέχνη των ανθρώπων του πάρκου. 




Με τις γκάϊντες και την καλή μας ξυλοπόδαρη κάναμε και μια βόλτα προς την πλατεία. Η υποδοχή των θαμώνων της αλλά και των περαστικών ήταν η καλύτερη προσφορά για όλους όσους μοχθούμε καθημερινά ώστε το πάρκο να μείνει στους κατοίκους της περιοχής, σε κάθε έναν από τους επισκέπτες του και φίλους του.





Ας ευχηθούμε με τα έργα μας και στα δέκα και στα είκοσι και στα πενήντα του χρόνια και γιατί όχι και στα χιλιόχρονά του.

Δύο βίντεο από τη βόλτα μας με τις γκάϊντες στην πλατεία.



Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

γερατιό (αναδημοσίευση)

στο καφενείο της Γιασεμή-δυτ.Πελοπόννησος
(πλανόδιοι μουσικοί στο "είδα τα μάτια σου  κλαμένα καλή μου"

by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

Τέχνη είναι να κρατάς τη γιορτή όχι των αισθήσεων αλλά του νοήματος. 

Τέχνη είναι μια φευγαλέα επαφή με το σώμα του πλάσματος που ποθούμε. Να ζητάς απ’ το δέρμα να δώσει μιαν απάντηση. 

Τέχνη είναι το αίτημα της ανταπόκρισης. Η παραδείσια περιοχή των λεπτών και λαθραίων σημείων. 

Τέχνη είναι τα ασήμαντα θέματα που ξεφτίζουν. Το φιτίλι που καπνίζει τη σπιρτάδα στην ατμόσφαιρα. 

Τέχνη είναι η ζούρλια ν’ αγαπήσεις τη γριά που θα γίνεις κάποτε. Το ανάερο σφυράκι που θα σου καρφώσει στο γόνατο την εμμονή του θανάτου. Τ’ ακροαστικά, οι γρίπες που θα αθροίσουν τις δύσκολες εποχές. 

Τέχνη είναι η ανθρωπίλα που φινίρει τις αντιφάσεις. Οι άνθρωποι που θα περιθάλψεις με τις πιο γενναίες μεταφορές. 

Τέχνη είναι να στεγάζεις τους απόντες μέσα στη γραφή.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Γιορτή για τα 5 χρόνια του Πάρκου της Ναυαρίνου


Ήρθε επιτέλους η στιγμή να γιορτάσουμε τα 5 χρόνια ηρωικής παρουσίας του Αυτοδιαχειριζόμενου πάρκου Ναυαρίνου στα Εξάρχεια και η συγκίνησή μας είναι μεγάλη. 

Την Κυριακή 11 Μαίου από τις 12 το μεσημέρι μια ολοήμερη γιορτή στήνεται στο πάρκο με τη συμμετοχή φίλων, συλλογικοτήτων και γειτόνων. 

Περιλαμβάνει εργαστήρια για παιδιά όλων των ηλικιών, από απλά όπως π.χ. ζωγραφική με δακτυλομπογιές με την Ελένη μέχρι εργαστήρια κατασκευής ψηφιδωτού με την άλλη Ελένη και τη Δέσπω και επίδειξη στένσιλ από ομάδα στενσιλάδων για μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες. 

Ανακυκλώνοντας άχρηστα υλικά θα κατασκευάσουμε μουσικά όργανα με την Κατερίνα αλλά και σβούρες, θα στηθεί από 13:00 μέχρι 15:00 εργαστήρι επισκευής ποδηλάτων από τον Τζουλιάνο, θα ξετυλιχτεί μια ιστορία για το πάρκο με την πολύτιμη συμβολή της Ιωάννας, η Μαρία θα ζωγραφίζει μεταμορφώνοντας τα προσωπάκια, η Τέρρυ θα κόβει βόλτες με τα ξυλοπόδαρα, η Ρόζα θα είναι ένα λουλούδι και θα κάνει παντομίμα, θα γίνονται μπαλονοκατασκευές και θα φυτέψουμε στο περιβόλι και στην παιδική χαρά. 

Στις 17:00 οι αγαπημένες Τσιριτσάντσουλες παρουσιάζουν την παράσταση ΑΣΤΡΟΑΠΕΡΓΙΑ (διάρκειας 60΄) που απευθύνεται σε παιδιά από 5 μέχρι 95 χρόνων και θα ακολουθήσει παραδοσιακό γλέντι με τη συμμετοχή χορευτικής ομάδας και εκλεκτών μουσικών, φίλων του πάρκου. Δυο Στέφανοι, ο Γανωτής και ο Φίλος, η Αυγερινή και η παρέα τους θα κάνουν παιχνίδι! Θα έχουμε τη χαρά ακόμα να φιλοξενήσουμε δυο νέες αυτοοργανωμένες χορωδίες, το Πολυφωνικό καφενείο της Ακαδημίας Πλάτωνος και την Χορωδία Εξαρχείων καθώς και μπάντα με γκάιντες!! 

Θα δούμε σχέδια από το κοντέινερ που ετοιμάζεται πυρετωδώς από φοιτητές της Αρχιτεκτονικής και σύντομα θα έρθει στο πάρκο για να φιλοξενεί τις συνελεύσεις και τις δράσεις μας. 

Θα φάμε χορτοφαγικά, θα πιούμε κρασί βιολογικό και θα έχουμε την ευκαρία να γνωρίσουμε από κοντά αυτοοργανωμένες κοινωνικές δομές των Εξαρχείων. 

Η συνέλευση του πάρκου θα κάνει τα πάντα ώστε όλη αυτή η υπερπαραγωγή να βγει σε πέρας και να περάσουμε όλοι μας ωραία. 

Σας περιμένουμε όλους με χαρά την Κυριακή! 
Αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο Ναυαρίνου

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Ας μεθύσουμε από τις στάχτες χιλιάδων μάηδων



όσο η ιστορία γράφει για τα τσαλακωμένα μας όνειρα,
όσο στις σελίδες της μνημονεύονται οι τόποι όπου στοιχειώνουν όνειρα,
όσο στις σελίδες της μνημονεύονται οι στιγμές που μάτωσε η γή.
χρονιές μήνες και μέρες, νύχτες παγερές και μέρες χωρίς ήλιο.
όσο καπνίζουν ακόμη τα αποκαϊδια μιας καλύβας
που πρόχειρα στήσαμε για να μην ξεπαγιάζουμε τις νύχτες.

Προχώρα,
ας μεθύσουμε από τις στάχτες χιλιάδων μάηδων
από την αλήθεια του ότι ο άλλος είσαι εσύ και εσύ ο άλλος
τότε μόνο...σαν το δεχτώ, σαν το δεχτείς η λευτεριά.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Εξάρχεια: στα ίχνη της ιστορίας και της ζωής της γειτονιάς

Φωτογραφίες από τον περίπατο του υποψηφίου δημάρχου Αθήνας Γαβριήλ Σακελλαρίδη και των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων του συνδυασμού "Ανοικτή Πόλη" στη γειτονιά των Εξαρχείων.



Ο περίπατος ξεκίνησε από το σχολείο του Πικιώνη στην οδό Σίνα, συνεχίσθηκε στο σχολικό συγκρότημα στην οδό Πρασσά (που πλέον έκλεισε με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας) και στη συνέχεια σταμάτησε στο κατειλημμένο από τους κατοίκους της περιοχής Πάρκο Ναυαρίνου.


Μέσω της οδού Τζαβέλα όπου απετήθη φόρος τιμής στους αγώνες της νεολαίας το 2008 έφτασε στο απειλούμενο με κατεδάφιση λαϊκής αρχιτεκτονικής οίκημα στην οδό Θεμιστοκλέους και Τζαβέλα και στη συνέχει στην πλατεία Εξαρχείων μπροστά από την μπλε πολυκατοικία.


Μέσω της πεζοδρομημένης οδού Θεμιστοκλέους ανέβηκε ως την οδό Ερεσσού και στη συνέχεια μέσω της οδού Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας κατευθύνθηκε στο κτήριο του υπουργείου Πολιτισμού όπου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας βασανίσθηκαν χιλιάδες αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα.


Ο περίπατος κατέληξε στο σπίτι όπου έμενε ως το τέλος της ζωής του ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συγκινητική ήταν η απαγγελία δύο ποιημάτων του από την ηθοποιό και υποψήφια δημοτική σύμβουλο του συνδυασμού της Ανοικτής Πόλης Αννίτα Δεκαβάλλα.

Ὅταν βραδιάζει
Ὅταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνοῦν τὰ περασμένα... 
Ξυπνοῦν ἀργά, σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό,
σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν, καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶ,
κι ἔρχονται πάλι, μαγικὰ κι ἀνέλπιδα, σὲ μένα...

Πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικὲς φωνές,
λόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα, κι ὡστόσο ξεχασμένα,
παράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινές,
ὅπως ἡ φλόγα μιᾶς αὐγῆς, ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση, τότε, μαγική, μοῦ λύνεται ξανά,
καὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει,
ἕνα τραγούδι καθαρό, καθὼς τὰ δειλινὰ
ποὺ μέσα του λυτρώνονται, καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι...

Πολλοί ήταν αυτοί που αναφέρθηκαν λεπτομερώς σε κάθε σημείο αναφοράς του περιπάτου τονίζοντας την ιστορία τους, επισημαίνοντας τα καίρια προβλήματα του χώρου, ανακαλώντας μνήμες πολιτισμού και αντίστασης. 


Ο Νίκος Σαραντάκος μίλησε για αρκετή ώρα στον τελευταίο σταθμό του περιπάτου στο σπίτι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη τόσο για τη ζωή και το έργο του ποιητή όσο και για το σπίτι όπου έζησε και τη σημασία του για την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης. Στη συνέχεια αναφέρθηκε λεπτομερώς σε όλη την ιστορία της πόλης, από την ανακήρυξή της ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ως τις μέρες μας. Αναφέρθηκε στα τοπωνύμια των γειτονιών της, στα ποτάμια και τους λόφους της, στους ανθρώπους και τις κοινωνικές ομάδες που διαμόρφωσαν την υφή του πολεδομικού, πολιτικού και κοινωνικού ιστού της. Ήταν μια ομιλία για τη ψυχή της Αθήνας, μια αναστήλωση των λέξεών της, των λέξεων της πόλης που ζούμε.

Κάθε δρόμος, κάθε σταθμός του περιπάτου είχε το συμβολισμό του και υποδήλωνε το ενδιαφέρον του Γαβριήλ Σακελλαρίδη και των συνεργατών του τόσο για την ιστορία της γειτονιάς όσο και για τα προβλήματά της.

Τον περίπατο που ήταν ενταγμένος στον προεκλογικό αγώνα της Ανοικτής Πόλης, δημοτικής παράταξης στο Δήμο Αθήνας, ακολούθησαν εκατοντάδες κάτοικοι της γειτονιάς αλλά και μέλη συλλογικοτήτων και εγχειρημάτων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Η άνοδος των αντικοινωνικών (αναδηοσίευση)

By The Machinist 

Η γενικευμένη απάθεια της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στις εφεδρείες της άρχουσας τάξης στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και τις παραφυάδες της δεν είναι σημερινό, μεμονωμένο περιστατικό. Στην χώρα των νοικοκυραίων, υπάρχει ιστορικό συναίνεσης και ένοχης υπομονής.

Πάντα υπήρχαν πρόθυμοι, είτε στην γερμανική κατοχή, όπου ξεπετάχτηκαν οι μαυραγορίτες και οι ρουφιάνοι, είτε στην χούντα οι καταδότες και οι συνεργάτες της αστυνομίας, είτε ακόμα και επί τουρκοκρατίας. Το χειρότερο είναι πως όλοι αυτοί, με κάποιον τρόπο ή πλούτισαν και προσπαθούν στο σήμερα να διατηρήσουν τα προνόμιά τους ή έθαψαν τόσο βαθιά τους σπόρους τους που φύτρωσαν οι απόγονοι των ιδεών και της νοοτροπίας τους.

Αλλά και φτάνοντας στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, ακόμα διαπιστώνεται μια αδικαιολόγητη ανοχή του λαού, απέναντι σε διεφθαρμένα κόμματα και αντιπροσώπους των κεφαλαιοκρατών, που μάλιστα νομοθετούν ανερυθρίαστα υπέρ των ισχυρών. Μάλιστα τους ψηφίζει όλους αυτούς και σε περιπτώσεις τους υποστηρίζει οπαδικά. Ακόμα και η διάχυτη εμφυλιακή ατμόσφαιρα που διχάζει χρόνια αυτόν τον λαό, είναι απόρροια και της δικής του μαλθακότητας να απαιτήσει δικαιοσύνη.

Στην σύγχρονη Ελλάδα, αυτοί που ουσιαστικά συντηρούν το κάθε καθεστώς, είναι οι λεγόμενοι “μετριοπαθείς”. Αυτοί κάνουν πλάτες στους πραγματικούς εξτρεμιστές, σ’ αυτούς που αποφασίζουν να αυτοβαπτιστούν ως “Μεσσίες” και να διαφεντεύουν τις μάζες. Οι μετριοπαθείς, ψύχραιμοι και δήθεν ορθολογιστές, είναι οι κοινωνοί της απάθειας, αυτοί που τους ανέχονται και θέλουν να καταστείλουν και οποιεσδήποτε αντιδράσεις.

Είναι χαρακτηριστική η υπομονή μεγάλης μερίδας του πληθυσμού απέναντι σε αυταρχικές, ρατσιστικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές, που ανήκουν σε όλο το φάσμα του φασισμού. Είναι θέμα νοημοσύνης; Αντίληψης; Ψυχολογίας; Όλα αυτά μαζί; Ή μήπως αυτή η πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, κοινωνικά και πολιτικά, τους κάνει να αισθάνονται οικεία και άνετα; Όπως τα γουρούνια με την λάσπη. Το θέμα είναι καθαρά ηθικό και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ο μέσος ελληναράς, ενδιαφέρεται για την δουλειά ΤΟΥ, το σπίτι ΤΟΥ και το πορτοφόλι ΤΟΥ. Όλα τα υπόλοιπα αν δεν του αποφέρουν κάποιο κέρδος, δεν βρίσκονται στην σφαίρα ενδιαφερόντων του. Ακριβώς γι’ αυτό και η δημόσια σφαίρα αφήνεται βορά στα νύχια των επαγγελματιών πολιτικών, των σταυροφόρων των free press και του κάθε “Ποταμιού”.

Η επικρατούσα συνθήκη προβλέπει ένα πιάτο φαΐ και ιδιωτική tv, άντε και κάνα βυζί. Για τους πιο “προνομιούχους”, σκυλάδικο και Μύκονος. Όσο αυτά διασφαλίζονται, όροι όπως τα δικαιώματα (ανθρώπινα και εργασιακά), η παιδεία, η υγεία, τα δημόσια αγαθά, η ισότητα κοκ, θα ακούγονται “κομμουνιστικά” ή πιο γραφικά κι από την Σαντορίνη. Αυτό δεν ισχύει μόνο σε ενεστώτα χρόνο, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αλλά στην Ελλάδα ίσχυε πάντα. Η επιβίωση του καθενός χωριστά, ήταν είναι και θα είναι πάνω απ’ όλα. Ακόμα κι αν το κράτος δεν παρέχει τίποτα ή μόνο τα απολύτως στοιχειώδη, οι αντιδράσεις έχουν καμφθεί, καθώς ο πολίτης υποβιβάστηκε διαχρονικά και τεχνηέντως σε παθητικό δέκτη-καταναλωτή.

Τι μπορεί να αποτρέψει την άνοδο κάθε αντικοινωνικού στοιχείου; Αναμφίβολα -αφού στις μαζικές επιφοιτήσεις δεν πιστεύω- μια καταστροφή μεγάλης κλίμακας στον ελληνικό χώρο. Μια τραγωδία κολοσσιαίων διαστάσεων, που ούτε οι “μετριοπαθείς” δεν θα μπορούσαν να καλύψουν ή να ανεχθούν. Για αφύπνιση ούτε που το συζητάω. Υπάρχει η ανάγκη μιας νέας παραγωγής κουλτούρας, συμβόλων και οραμάτων. Ακριβώς γιατί όλα τα αντίστοιχα παλιά έχουν μεταμφιεστεί με μοντέρνες φορεσιές, κάποιες εκ των οποίων γνώριμες και αποδεκτές από το νεοελληνικό life style.

Μάλιστα, περνούν στην διαχείριση όλου του θυμού που προκύπτει από τις καταφανείς αδικίες και τον διοχετεύουν στον ρατσισμό και την μισαλλοδοξία. Αυτό το πανηγύρι που συνδέεται με πολλές διανοητικές και ψυχικές παθολογίες, το ονομάζουν “πατριωτισμό” (δηλαδή εθνικισμό), χειραγωγώντας την συλλογική συνείδηση. Η κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων αποπροσανατολίζει και διαιωνίζει τα στερεότυπα τα οποία εξευγενίζονται ή κανιβαλίζονται, ανάλογα με το σενάριο που εξυπηρετεί τον απώτερο σκοπό, δηλαδή την διάσωση της κυρίαρχης κορπορατικής ελίτ στην Ελλάδα. Της σύμπραξης πολιτικού προσωπικού, επιχειρηματιών και καναλαρχών.

Η εκπαίδευση των μεσοαστών και των μικροαστών βεβαίως, για έτη πολλά από τα ΜΜΕ, αποσκοπούσε και αποσκοπεί στην υιοθέτηση πειθήνιας συμπεριφοράς, στην κατάποση όλων των ψεμάτων και στην διατήρηση της πλάνης, πως οι ελίτ και οι “από κάτω”, έχουν τα ίδια συμφέροντα. Είναι ένας τύπος σωφρονισμού, σκοπός του οποίου είναι η διατήρηση της “κοινωνικής γαλήνης” που συχνά επικαλούνται και σήμερα οι κυβερνώντες.

Kατά κάποιον τρόπο πρόκειται για ψυχολογικό εκβιασμό, αφού συνδέουν την δική τους ηγεμονία και μακροημέρευση με την επιβίωση (άντε και την καλοπέραση) της μάζας. Γι’ αυτό ακριβώς έχουν ξεφυτρώσει πάρα πολλοί που προσπαθούν να στρογγυλέψουν τις εξόφθαλμες αδικίες και φρίκες, ενώ παράλληλα μας καλούν να δούμε “αισιόδοξα” το μέλλον και ν’ αφήσουμε στην άκρη το σκυθρωπό πρόσωπο της κριτικής σκέψης. Η κριτική σκέψη και η ανάλυση της πραγματικότητας περνάνε σε δεύτερη μοίρα, λοιδορούνται και διαπομπεύονται. Ας πούμε ότι για να μιλάς για το τι συμβαίνει αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, το να βλέπεις και να ακούς, αλλά να μην σιωπάς, είναι συνώνυμο του ότι κάνεις κακό στον τουρισμό (sic).

Ακόμα και σε παρέες, οι συζητήσεις περί πολιτικών θεωρούνται tres passe, βαρετές, δυσάρεστες. Η αποθέωση του ιδιωτικού βίου ως μόνο ενδιαφέρον, είναι ένα μεθυστικό άρωμα απάθειας και απόδειξη όξινης αλλοτρίωσης. Μια συνειδησιακή ύβρις και βλάσφημη αποχαύνωση. Και το παράδοξο είναι πως όσοι λένε ότι δεν ασχολούνται με την πολιτική θεωρούν εαυτούς (αλλά θεωρούνται και από τους ομοίους τους) ως “έξυπνοι” που “δεν βάζουν σκοτούρες στο μυαλουδάκι τους”. Δηλαδή ο ηλίθιος που αφήνει ακόμα και διεφθαρμένους να εξουσιάζουν, είναι ο “νορμάλ” στην μνημονιακή Ελλάδα. Κι εκεί που είχαμε την καρκινογένεση, πλέον το απολιτίκ και εγωκεντρικό μιμίδιο κάνει μετάσταση σε όλο το σώμα της κοινωνίας και ονομάζεται πλέον φασισμός.

Ποτέ μα ποτέ, αυτοί που ενδιαφέρονταν μόνο για το τομάρι τους δεν είχαν καλό τέλος. Στην χώρα μας αποτελούν πλειοψηφία, οπότε μόνο μια μαζική καταστροφή μπορεί να οδηγήσει σε αφύπνιση. Και σ’ αυτό μην βάλετε στο νου σας σεισμούς και καταποντισμούς. Η απάθεια γεννά τέρατα και η ανοχή τα θρέφει.
Κι όπως έλεγε η Γώγου, ποτέ δεν σημαδεύουν στα πόδια, ο στόχος είναι στο κεφάλι.

Δεν θα σε σώσει κανείς ηλίθιε (αναδημοσίευση)


του Θωμά Γιούργα

Το 9ο τεύχος του UNFOLLOW, κάτω από τη σκιά του Τσίπρα, προειδοποιεί: ‘Δεν θα σε σώσει αυτός’. Το σαφές υπονοούμενο είναι ότι κανείς δεν πρόκειται να σε σώσει, αφού καμία αυθεντική σωτηρία δεν μπορεί να έχει παθητικό πρόσημο. Η ενημέρωση, η συμμετοχή, η διεκδίκηση, το ρίσκο των κεκτημένων, η αμφιβολία, η αναζήτηση είναι πολιτικές ενέργειες-προαπαιτούμενα για την ατομική και την συλλογική σωτηρία. Η παθητικότητα της μεσσιανικής προσδοκίας για σωτηρία-delivery από τον πεφωτισμένο ηγέτη οδηγεί αναπόδραστα σε διαρκή ματαίωση και αλλοτρίωση της ταυτότητας του πολίτη και της κοινωνίας.

Δυστυχώς, το άρωμα της παθητικότητας και της προσήλωσης στην ιδιωτεία είναι διάχυτο στην ελληνική πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες. Αν το δούμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η κυρίαρχη στάση ζωής δεν απέχει ιδιαίτερα από το σχήμα: ‘εκπαίδευση αποκλειστικά και μόνο για να βρω δουλειά – κατανάλωση για να νοηματοδοτήσω τη ζωή μου’.

Αυτή η πρωτοφανής αφοσίωση στην ιδιωτική σφαίρα και η αποχή από τα ‘’πολιτικά’’ θεωρείτο σχεδόν αρετή και ένδειξη σωφροσύνης, νοημοσύνης. Η ταύτιση της πολιτικής ενέργειας με τον επαγγελματία πολιτικό δημιούργησε την ψευδαίσθηση της κανονικότητας και περιόρισε ασφυκτικά την έννοια της πολιτικής ευθύνης την οποία μεταβιβάσαμε άνευ όρων (εξαιρουμένων των πελατειακών) στους full-time επαγγελματίες της πολιτικής.

Η πολιτική έκφραση, ακόμα και στις παρέες, καταδικαζόταν ως ανυπόφορα μπανάλ, παρωχημένη, περιττή. Όμως, το μοντέλο του περιχαρακωμένου ιδιώτη δεν έμεινε πουθενά και ποτέ ατιμώρητο. Φυσικό επόμενο, η ενασχόληση με τα κοινά να αφεθεί στα πιο λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας. Μιλάμε για πρωτοφανή και διαρκή παράδοση της δημόσιας σφαίρας στους κουτοπόνηρους μακιαβελιστές που διοίκησαν και διοικούν τη χώρα. Ακόμα χειρότερα, η αρρώστια του απαθούς ιδιώτη επιφέρει συνειδησιακή αποχαύνωση σε όλες τις εκφράσεις της ζωής. Η μετάσταση της νόσου της πολιτικής και συνειδησιακής αποχαύνωσης ονομάζεται φασισμός. Πλέον, αυτός ο απολιτίκ καρκίνος βρίσκεται σε στάδιο νεοναζιστικής μετάστασης. Η άνοδος των ελλήνων ναζί δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τελικό σύμπτωμα του απολιτίκ καρκίνου, το οποίο μάλιστα αποπροσανατολίζει από τα βαθύτερα αίτια της ελληνικής νοσηρότητας.

Η πανταχού παρούσα α-συνειδησιακή ύβρις ‘’εγώ δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά’’ θεμελιώνει την άτη του κοινωνικού δαρβινισμού. Πολύ απλά και αναπόφευκτα, η κοινωνία που απέχει από τα δημόσια θα λαμβάνει ως αντίδωρο γεωργιάδηδες να δηλώνουν: ‘’όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει’’. Η απειλή είναι απολύτως σοβαρή και καθόλου μεταφορική. Η οικονομική αποτυχία, η αδυναμία κάποιου να προσαρμοστεί στην προκλητικά στοχευόμενη αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω θα μεταφράζεται σε θάνατο της αξιοπρέπειας ή ακόμα και σε βιολογικό θάνατο.

Με αυτά τα δεδομένα, η μόνη αναίμακτη επαναστατική πράξη ενάντια στον κοινωνικό δαρβινισμό και τον ναζισμό είναι η συνειδησιακή αφύπνιση και η προσπάθεια αυτονόμησης της σκέψης. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν υπάρχουν αρκετοί συνειδησιακοί κήρυκες στην ελλάδα του σήμερα. Έτσι καλούμαστε ως μονάδες να πετύχουμε την προσωπική μας συνειδησιακή αφύπνιση. Φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο εγχείρημα για μια κοινωνία ναρκωμένη, τρομοκρατημένη και βαθιά χτυπημένη από τον καρκίνο του απαίδευτου απολιτίκ ιδιώτη.

Μονάχα μια συνειδησιακή επανάσταση θα προσφέρει στην κοινωνία την απαραίτητη μαγιά πολιτών ώστε να επανακαταλάβουμε τη δημόσια σφαίρα και να επιβάλλουμε την πολιτική ατζέντα από τα κάτω προς τα πάνω. Φαντάζει ουτοπικό αλλά είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος.

Γιατί, κανένας δεν πρόκειται να σε σώσει, idiot!
Σε σύνδεση με τα παραπάνω, η διαχρονική σκέψη του Μπερτολτ Μπρεχτ:
“Ο χειρότερος αναλφάβητος είναι ο πολιτικά αναλφάβητος. Δεν ακούει τίποτε, δεν βλέπει τίποτε, δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή. Μοιάζει σαν να μην γνωρίζει ότι το κόστος ζωής, η τιμή των φασολιών, του αλευριού, του ενοικίου, των φαρμάκων, όλα εξαρτώνται από πολιτικές αποφάσεις. Ακόμα χειρότερα περηφανεύεται για την πολιτική του άγνοια, φουσκώνει το στήθος του και δηλώνει πως μισεί την πολιτική. Δεν γνωρίζει, ο ηλίθιος, πως εξαιτίας της αποχής του από την πολιτική υπάρχει η πορνεία, το εγκαταλελειμμένο παιδί, ο ληστής και ακόμα χειρότερα, οι διεφθαρμένοι κυβερνήτες, οι λακέδες των διεθνών εταιρειών που μας εκμεταλλεύονται.”

σελίδες από το ημερολόγιο της Έρημης Χώρας (αναδημοσίευση)

  
από τον Costinho
  
Και λες να το ρίξεις λίγο έξω -γιορτινές μέρες είπαν, άλλωστε. Τυχαίνεις σε κλαμπ λουσάτο, εκεί βγήκε ο κλήρος με τους φίλους. Λούσο, λέμε τώρα· όλα ψευδοροφές και νέον, όλα ψευδή, όλα ψευδά. Πιάνεις τον εαυτό σου κρατούμενο. Πορτιέρηδες· πληρωμένα σκιάχτρα που ανοίγουν την πόρτα απ'έξω. Όταν υποδέχεσαι κάποιον η πόρτα ανοίγει από μέσα, αυτό ξέρω εγώ. Ψιλά γράμματα. Άμα επιβιώνεις από την ξεφτίλα, τη βάζεις σε λέξεις· να εξευμενίσεις ό,τι περίσσεψε. Περιήγηση στην Έρημη Χώρα, άδειοι πόθοι κενά βλέμματα τυραννισμένα σώματα, το Άουσβιτς σε εκδοχή αυτοϊκανοποίησης. Κλαμπ. Μονοσύλλαβος κωδικός, εύκολος, λίγα γράμματα, ένας ήχος, γρήγορος. Ατέρμονη ανορθογραφία. Γυναίκες που δεν είναι γυναίκες, που θυμίζουν γυναίκες. Η γυναικεία όψη εδώ λησμονείται, κανείς δεν φαίνεται να θυμάται ότι οι ιέρειες είναι ρόλος σε τελετή, όχι σιλουέτες αφημένες στην τύχη τους. Πρώτα πρώτα οι γυναίκες οι ίδιες, αυτές το ξεχνάνε και το πνίγουν σε τόνους από κολώνιες· αποσμητικές, που δεν οσμίζουν, που μόνο απωθούν. Που τρομάζουν. Κάθε ερωτικό μικρόβιο σε ακτίνα δύο μέτρων πέφτει νεκρό, κάθε πόθος ξενιτεύεται προς άγνωστη κατεύθυνση και δεν ξαναγυρίζει πίσω. Φρούρια υπερβολών οι στολές τους, τρομακτικές αποστάσεις. Προσδοκίες στον αέρα με μυρωδιά απειλής. Ακόμα και στο σαφάρι, στη ζούγκλα, ένα θήραμα κάπου κάπως υπονοείται· κάποιος κάπως υποκρίνεται τον κυνηγό. Κανείς δεν βγαίνει από εδώ ζωντανός. Κυρίως επειδή δεν μπήκε καν ζωντανός.

Η Έρημη Χώρα σε εικόνες καθημερινής συνάφειας, ανίερης και ταπεινωμένης. Αγόρια σε αμήχανο σχηματισμό πίνουν ματαιοδοξία με χαμηλό δείκτη αλκοόλ, βγάζουν selfies -έτσι λένε τώρα τη μοναξιά, τη φωνάζουν εαυτό- και αναβάλλουν τις ερωτήσεις για άλλη ζωή. Δεν θα το ψάξουν ούτε το πρωί που θα σηκωθούν· ό,τι έγινε, έγινε. Πέρασε κι αυτή η μέρα, πιάσαμε λίγο κώλο, κάπου ακουμπήσαμε. Τυχαία ίσως, αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Αρκεί που μας σηκώθηκε. Κλικ κι άλλο κλικ, ψηφιακός ο ήχος, ψευδής. Βγαλ'την καλή, να φαίνονται και οι γκόμενες στο μπαγκράουντ. Γκόμενες στο μπαγκράουντ. Ποτέ πρωταγωνίστριες, ποτέ ηρωίδες.Κλικ. Μονοσύλλαβος κι αυτός ο κωδικός, εύκολες λειτουργίες, απλές πρωτοζωικές, γρήγορες. Ένστικτο και ανάγκη, παντού γύρω υπομνήσεις της κατάθλιψης. Νέο επάγγελμα στη διασκέδαση, ο φωτογράφος. Παλεύει να καταγράψει κι αυτός την επιδημία, να νιώσει ο καθένας σημαντικός, να θυμηθεί ότι ήρθε με παρέα εδώ, ότι έχει φίλους, το λέει και η φωτογραφία, έχω φίλους έχω ζωή, είμαι ένα μικρό θέμα στις ειδήσεις του βίου μου, στα κοσμικά, εκεί που μέχρι μία ώρα πριν δεν υπήρχα καν, δεν ήξερα τι γύρευα μέσα σ'αυτά τα ρούχα· εκεί στα κοσμικά, δηλαδή στα απόκοσμα. Κι όχι εκείνα όπου αντηχούν προσευχές και χρησμοί, λάθη και διαψεύσεις. Ούτε ερωτήσεις ούτε απαντήσεις. Σαν ένα γιγάντιο ΚΨΜ, αλλά χωρίς τον χαβαλέ των πιστών της κοινότητας. Καμία ευλάβεια. Εδώ η στέρηση είναι σημαία, όχι καταναγκασμός.

Η πίστα δεν είναι πίστα, στη θέση της πίστας βρίσκεται ένα τεράστιο μπαρ, μπάρμαν μούρες μέσα χορεύουν συνταγές φτηνής χημείας και χορηγούς με δόντια, ο κόσμος γύρω γύρω, οι πελάτες. Καθόμαστε χαζεύουμε τα μπαρ, προσκυνάμε ό,τι καταναλώνουμε, δεν χρειάζεται ο χορός, δεν απαιτείται τίποτα. Όλοι σε στοίχιση· κανένα σώμα δεν σαλεύει. Μάθανε ότι αν σαλέψουν λίγο, μπορεί όλα να μετακινηθούν, μπορεί να αλλάξουν θέση, μπορεί να απογυμνωθεί καμιά πλάτη και ο κόσμος ν'αλλάξει χρώμα. Αμάν κάνανε να καταλάβουν τα παλιά τα χρώματα, κάποια γκρι και λίγα τιρκουάζ του βαρετού, που να μαθαίνουν τώρα καινούρια; Η μουσική, ποια μουσική, πλέον το αυτό που υπάρχει στη θέση της μουσικής από τον κουφό δισκοθέτη -ακριβώς όπως τα αφηγήθηκε ο αγαπητικός της Ρέας Φραντζή. Ο φίλος του ο Παπαγιώργης, στον Ασημάκη, λέει πως η σοφή δολιότητα του προσωρινού είναι ότι ο χρόνος αθροίζεται αθόρυβα κάτω από την μύτη μας. Λέει επίσης ότι ο χώρος είναι ο χειρότερος εκμαυλιστής και ρουφιάνος του χρόνου. Κάπως δένουν τώρα όλα αυτά, κάπως γίνονται στέρεα μέσα μου. Ως δικαιολογία περισσότερο.

* *

Σκέφτομαι κάποια που της αρέσουν οι δικαιολογίες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να κινείται ο κόσμος, έστω. Τρόπος. Αν κάτι πληρώναμε μέχρι τώρα είναι ότι βρίσκουμε τρόπους. Έτσι περνάνε οι μέρες από εδώ μεριά. Νικάμε με τις λέξεις, δεν εξευμενίζουμε τίποτα, δεν χρειάζεται, όλα μας δίνονται σαν χάρη. Η ζωή που φτιάχνουμε επιστρέφει ακέραια και γενναιόδωρη. Ξέρουμε που να ακουμπήσουμε, μάθαμε με τον καιρό· μάθαμε και με τον χώρο. Ξέρουμε που και πόσο να σταθούμε. Δεν μας αρκεί πάντα, αλλά όσο πληρώνεις, καλά είναι. Με το αίμα ζεις, καμιά πληγή δεν σου είναι ξένη, τίποτα δεν είναι τρομακτικό. Τίποτα δεν είναι τρομακτικό μέσα στον τρόμο της υπόλοιπης ζωής, της ζωής μπροστά· σ'αυτόν τον εξαιρετικά γλυκό τρόμο των πάντων, των όσων ακούμπησες, της ζωής που δεν υπολογίζεται. Μόνο σχεδιάζεται και μετά ξεφεύγει. Όλα μαγεύουν και μαγεύονται. Ξέρεις έτσι ότι υπάρχεις και δεν χρειάζεται κανένας φωτογράφος. Οι πιο ωραίες φωτογραφίες είναι εκείνες που υπονοούν, εκείνες που κρύβουν, όχι αυτές που αποτυπώνουν. Τα φαινόμενα απατούν, έλεγε ο επιστήμονας, τα ακούσματα φανερώνουν. Οι ωραιότερες φωτογραφίες είναι κοντινά των ακουσμάτων, πλησιάσματα του αυτιού στις εικόνες. Μουσική είναι ένα χαμόγελο που δεν ντρέπεται, κυρίως εκείνο που δεν βγάζει κανένα ήχο. Που σκίζει τη σιωπή με το δικό του τρόπο -γράφω "τρόπο", αλλά αρχικά ξεχνάω το ρο. Με το δικό του τόπο. Να'χεις αυτιά να τ'ακούς όλα αυτά, να εκπαιδεύεσαι στα πλησιάσματα, να σου φανερώνονται μορφές και χειρονομίες. Ασπούμε ένα χαμόγελο που μοιράζεται, χωρίς στολή, χωρίς κολώνια, χωρίς υπερβολές. Είναι από μόνο του υπερβολή, γιατί μπορεί να χωρέσει όλο τον κόσμο. (το'ξερες ότι σ'ένα χαμόγελο μπορείς να μάθεις τα πάντα; για κάποιον ή για την κάποια). Να μαθαίνεις. Ή να βλέπεις στα κλεφτά μια πλάτη, απογυμνωμένη -ασπούμε γυναικεία, της ομορφιάς- και να υποθέτεις κάθε στοιχείο της όψης σε ανφάς, κοντινό. Αυτός είναι φωτογράφος όχι μαλακίες, ντίτζιταλ και φώτοσοπ. Σχηματίζεις με το νου σου μια μορφή -έτσι στα αυθαίρετα, χωρίς στοιχεία- και είναι αυτό μια ερωτική πράξη. Είναι ο μισός δρόμος. Η μάχη της γοητείας, το έτσι που μαίνεται στα χαρακώματα των επιθυμιών και των άρρητων σκέψεων, όχι μόνο είναι ιερή υπόθεση και μέλημα καθήκον από τα λίγα, αλλά βγαίνουν όλοι νικητές. Μετά να επιστρέφεις ξανά, να παίρνεις ώρα -και χώρο, χώρα- και από τις σκιές της πλάτης, την κάθε γραμμή, την κάθε αμυχή -την κάθε συνάντηση με τον ήλιο, αυτό είναι η αμυχή- να επιβεβαιώνεις κάθε υπόθεση, κάθε αυθαιρεσία σου. Αυθαίρετα και πάλι. Γιατί το έτσι δεν εξηγείται, μόνο βιώνεται. Να μυρίζεσαι τα αγγίγματα, να ακούς τα βλέμματα, να γεύεσαι τους ήχους· τον ήχο της σύσπασης των μυών στις άκρες του στόματος ασπούμε. (έτσι σχηματίζεται το χαμόγελο, σύσπαση μυών είναι και τίποτ'άλλο). Να μπερδεύεις τις αισθήσεις, να μπερδεύεσαι· μπορείς;

Τίποτα δεν είναι έρημο εκεί απάνω -ξέρεις που- όλα όμως είναι χώρα, όλα μπορούν να γίνουν χώρα, χώρος, χρόνος. Τίποτα δεν είναι τρομακτικό, αρκεί να βρίσκεις τρόπο να καλύψεις τα χιλιόμετρα. Κάθε αίσθηση υπονοεί κάποια χιλιόμετρα, κάθε αίσθηση καλύπτει μια απόσταση, χρειάζεται ένα χρόνο, ένα χώρο, ένα χορό. Το σώμα τότε, το κάθε σώμα, σαλεύει και όλα αλλάζουν θέση, σαλεύουν και τα μυαλά, σαλεύουν και οι αποστάσεις και τα χιλιόμετρα και οι τρόποι, χρώματα πηγαινοέρχονται, επιθυμίες μαίνονται, όλα αλλάζουν θέση ξανά, όλα αλλάζουν θέση ξανά, πλάτες απογυμνώνονται και φανερώνουν μορφές, φανερώνουν ακούσματα, όλα αλλάζουν θέση ξανά, ξανά και ξανά, όλα ξανάρχονται σε μας.

Να είμαι αυτό το παιδί που χαζεύει τα πυροτεχνήματα. Μου αρκεί. Κι ας μη μαγεύεται πια, κι ας ξέρει το παραμύθι. Πάντα το ήξερε. Να είσαι πάνω σε ώμους. Να πατάς στους ώμους, καλύτερα από το να πατάς στο έδαφος. Αρκεί. 

Τα δύο αστεράκια που χωρίζουν εδώ τα κείμενα δεν είναι σημεία στίξης. Είναι πυροτεχνήματα. Έτσι μπορώ να πηγαίνω από το σκοτάδι στην ομορφιά. Με εκρήξεις. Φαντασμαγορικές και άχρηστες, αν μου μιλάς για χρησιμότητα.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Εγώ, ο λίβελος (αναδημοσίευση)



Οι βεβαιότητές μου είναι και οι μικρές μου τραγωδίες. Αν εγώ, ο μικρός και μέγας ανίσχυρος δε στοιχίσω το γραφτό μου με το παγκόσμιο ποδοβολητό είμαι χαμένος. Ο λίβελος μπορεί να φαίνεται κάτι αποτρόπαιο μα είναι ιαματικός. Ο λίβελος έχει την οργή και το όργιο που σε κρατούν ζωντανό. Είναι πρώτης σειράς στασίδι στην εκκλησιά της γλώσσας. Δεν έχει λήθες, ταπεινοφροσύνες και γλυκερά αισθήματα. Όσο τιποτένιος κι αν είναι διαλαλεί πονετικά το ξεχαρβάλωμα της ύπαρξης. Γράφεται για να ξεβγάλει διαπιστώσεις και βεβαιότητες, διαιωνίζοντας έναν δημιουργικό θυμό που κάνει λογοτεχνίες και φιλοσοφίες και πουτανιές. 

Ο λίβελος είναι συστατικό της λογοτεχνίας και της ποιητικής του συναισθήματος. Θυμίζει πως η ζωή είναι ένα ακριβό σχολείο. Πως τα μαθήματα είναι πανάκριβα. Πως στη ζωή δεν έχει δωρεάν παιδεία. Πληρώνεις και μαθαίνεις. Δεν πληρώνεις, δεν μαθαίνεις. Ο λίβελος φανερώνει πως η ιστορία είναι ένα αλώνι γεμάτο γαϊδουρομούλαρα που κλωτσά το ένα το άλλο. Δαγκωματιές, ακρωτηριασμοί, καρφιά. Μπόχα και δυσωδία και φριχτοί πόλεμοι και πάθος για νέα σφαγή. Ο λίβελος χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως ιδεολογικό όπλο ενάντια σε κερατιάτικες κατεστημένες βεβαιότητες. Σε μαθαίνει να γράφεις και να αυτοαναιρείσαι. Να ξορκίζεις την αταξία γύρω σου με το δικό σου τρόπο χρησιμοποιώντας το σκοτεινό θάλαμο του μυαλού. 

Ο λίβελος μπορεί να αρχίζει παρωδώντας ένδοξους κομμένους λαιμούς που έπεσαν για την πατρίδα και να τελειώνει ειρωνευόμενος το πανδαιμόνιο αλληλοεξόντωσης για του Χριστού την πίστη την αγία. Μπορεί να στήνει έρωτες και να γκρεμίζει άμβωνες. Ο λίβελος ακόμη κι αν είναι μνησίκακος και φορτικός και άδικος δεν προκαλεί κακό διότι εξαρχής και προγραμματικά αυτοσυστήνεται ως τέτοιος. Την λύσσα του και την ωμότητά του την έχει προμετωπίδα κραυγάζοντας πως δεν κόπτεται δήθεν για δικαιοσύνη και αλήθεια αλλά για να ξεφτίσει βεβαιότητες επικαλούμενος μοιραία άλλες βεβαιότητες συνήθως κατάπτυστες και άσεμνες και μη αποδεκτές. 

Ο λιβελογράφος είναι ένα πληγωμένο ζώο. Κι η αλήθεια του πληγωμένου ζώου είναι η επιβίωση. Να βρει ανάσα, να κρατηθεί στη ζωή. Κι αν κρατηθεί στη ζωή να υπενθυμίσει, να ξεσκεπάσει το δόλο αρχόντων και δούλων, αρχιερέων και μη. Ο λίβελος είναι κατεξοχήν συγκρουσιακός. Ο λίβελος είναι το αληθινό όπλο των εξεγερμένων. Των συγγραφέων και των ποιητών που δεν αποδέχονται τη χλαπάτσα του διαφημιστή και το ρεμπελιό των ευνούχων αστών. Ο λίβελος υποκλέπτει τη ζωή για να στοιχειώσει τα δικά του φαντάσματα. Ο λιβελογράφος διεγείρεται απ’ την ταπεινή τέχνη του χαρτογράφου που ανατρέπει τα ονόματα των πραγμάτων άρα και τη θέση τους άρα και τις βεβαιότητες που απορρέουν απ’ το αεικίνητον της εξουσίας. 

Ο λιβελογράφος προκαλεί τη μήνιν του παντοδύναμου αυτοκράτορα αφού γίνεται το ανελέητο μάτι των τυφλωμένων υπηκόων του. Ο λιβελογράφος είναι ο σεσημασμένος ηδονιστής που όσο πιπέρι κι αν του βάζουν στη γλώσσα αποθηριώνεται εσχάτως, αντιστεκόμενος με μιαν αμετακίνητη προσήλωση στην ουτοπία, που λέει, κι αν με σκεπάσει εμένα ο θάνατος θ’ ακούγεται από πάνω μου αιωνίως το ποδοβολητό της ζωής. Τίποτε μάταιο κι όλα μάταια. Αγώνας ενάντια στους διαστρεβλωτές και τους ψευδομάρτυρες της ζωής. Μην πιστεύεις σε θεούς δαίμονες και ήρωες. Γίνε θεός δαίμονας και ήρωας. Η μεγάλη έκρηξη δεν υπήρξε ποτέ. Άπειρες εκρήξεις μονάχα στον άπειρο κυκλικό ορίζοντα. Σπέρματα αλλαγές διαπορθμεύσεις στη γλυπτή αρμονία του σύμπαντος. Πέρα απ’ την παραφορά και την υπόσχεση, το έλεος, την ευφροσύνη και την ευσπλαχνία, τους γάμους, τους θανάτους και τις λατρείες υπάρχει ο λόγος που χορδίζει την ανάγκη για ποίηση, εξέγερση κι αθώο λυτρωτικό γαμήσι.

Κοδριγκτώνος 21 (αναδημοσίευση)

από τον Costinho
  
Όσο να εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
μας πήραν σβάρνα τα χρόνια...

Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
σ'απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον 
αλλά τα κομμάτια μας
και κάπου μακριά ακόμα ά
ρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα μουσικά όργανα...
Θωμάς Γκόρπας 

Όταν γράφεις για κάποιον που φεύγει, στην πραγματικότητα γράφεις για σένα τον ίδιο. Εσύ είσαι αυτό που μένει πίσω του. Είτε υπήρξες κομμάτι του είτε ήσουν παντελώς άγνωστος για εκείνον· αρκεί που υπήρξε εκείνος κομμάτι σου, που φρόντισε κάτι εντός σου. Και τότε δεν μιλάς παρά για ένα κομμάτι σου που αποσχίστηκε βιαίως, που ξεριζώθηκε -ανάλογα και τη θέση που βρισκόταν. Δεν ξέρεις καλά ποιος είναι ο άλλος, ξέρεις όμως πόσο κομμάτι σου υπήρξε. Τις προάλλες ασπούμε έφυγε ο συγγραφέας Κωστής Παπαγιώργης, διάβασα αρκετούς επικήδειους. Κάθε πένα θρηνούσε τον Παπαγιώργη που της αφαιρέθηκε. Προχωράμε λοιπόν με έναν Παπαγιώργη λιγότερο ο καθένας. Φεύγουν κομμάτια μας, πέφτουν στο δρόμο, άλλα συνθλίβονται, άλλα βαλσαμώνονται· δεν επιζούν -τροχαία ατυχήματα. Μικραίνουμε αντί να μεγαλώνουμε. Κάπως όμως προχωράμε,νέα μουσικά όργανα κατασκευάζονται και τέτοια.

Την προηγούμενη βδομάδα έφυγε ο Λεωνίδας Παπαγεωργίου -ο Λεωνίδας που είχε το Τριανόν. Λάθος. Ο Λεωνίδας δεν είχε το Τριανόν. Ήταν το Τριανόν. Μια μικρή χώρα, μια πατρίδα μέσα στην πόλη, ένα καταφύγιο που'χε μαζέψει εκεί όλη την Αθήνα· εκείνη που θα μπορούσε να είναι πόλη, όχι άθροισμα κατοίκων και τσιμεντοκατασκευών. Χιλιόμετρα φιλμ έτρεξαν μπροστά από το φως της λάμπας, φωτίστηκαν πόθοι και επιθυμίες με μυθικές ατάκες, συναντήσεις και υποσχέσεις, κάθε συνάντηση μέσα και έξω από το πανί συνιστούσε τελετουργία. Να βρεις να παρκάρεις απ'έξω ή κάπου κοντά, να περιμένεις τον αγαπημένο, να βγάζεις εισιτήρια για τον άλλον -ποτέ δεν ήταν τόσο θερμή η έκδοση εισιτηρίων όσο σ'αυτό το ταμείο- να χαζεύεις τις αφίσες, παλιοί πόθοι επιθυμίες υποσχέσεις και αναμνήσεις λεζάντες από μυθικές ατάκες. Κάθε βόλτα στο Τριανόν ήταν μια ταινία· και πριν και μετά. Γιατί εκεί έβλεπες ταινίες. Είχες να πεις κάτι για τη ζωή σου, είχες να τη θυμηθείς. Να περάσει μπροστά από τη λάμπα της μηχανής -ξέρεις στα πόσα χιλιάδες βατ δουλεύει αυτή η λάμπα; ασ'το καλύτερα, μη μάθεις. Να λάμψει, χωρίς να καεί. Ξέρεις, τα παλιά φιλμ αρπάζανε με τη μία, αυτές οι καρβουνιάρες μηχανές ήτανε φονιάδες. Τα φιλμ μετά έγιναν ντίτζιταλ φορμά, δεν άρπαζε πια κανείς με τη μία, συνηθίσαμε στις εκπτώσεις. Κι όμως. Στην έκπτωση της αγοράς, στην έκπτωση της ζωής, ο Λεωνίδας δεν απάντησε με έκπτωση, αλλά με αύξηση κεφαλαίου. Φιλμικού, ανθρώπινου. Στην κρίση απάντησε με ποιότητα, όχι με διαχείριση· στις κρίσεις, απαντούσε με κρίση, με κριτήριο. Και κόστος, όχι μούρη και αραχτό χάι με χορηγό και στέγη. Μιλάω για κόστος μεγάλο, από αυτά που δεν γνωρίζεις. Να έχεις μπει μέσα χιλιάρικα ολόκληρα και να παίζεις Ταρκόφσκι. Ξέρεις στα πόσα χιλιάδες βατ δουλεύει αυτό το τσαγανό; Ασ'το καλύτερα.

Για να πω την αλήθεια, δεν τον γνώριζα τον Λεωνίδα. Είχαμε γνωριστεί πριν πολλά χρόνια στο γραφείο του, προτείνοντάς του σχέδια. Κι εκείνος άκουγε, με ενδιαφέρον. Όπως εκείνη τη συναυλία που λέγαμε να κάνουμε με τον Αλέξανδρο τον Boy· είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα, αλλά ζοριζόταν με τους διανομείς. "Θα μου φωνάζουν άμα τους κόψω προβολή, αλλά αξίζει τον κόπο". Δεν την κάναμε ποτέ αυτή τη συναυλία. Μεσολάβησαν ματαιώσεις της καθημερινότητας. Θυμάμαι επίσης που του'χα δώσει να δει την ταινία μου -το πρώτο σχέδιο ερασιτεχνικό που είχα σκαρώσει ως πτυχιακή εργασία πριν δέκα χρόνια. Όταν πήγα να τον ξαναβρώ λίγες μέρες μετά, την είχε δει. Του άρεσε. Μου είπε "αυτή δεν είναι για εδώ, αλλά για πιο μεγάλη κατάσταση. Ίσως για το Μέγαρο". Νόμισα τότε ότι με αποφεύγει ευγενικά. Ο χρόνος τον δικαίωσε. Δέκα χρόνια μετά η ταινία -στην πιο γκράντε εκδοχή της- έπαιζε στο Μέγαρο. Ενώ της έπρεπε στο Τριανόν· αυτό θα ήταν η δικαίωση. Ούτε αυτό το κάναμε ποτέ. Κι ας τον πήρα φέτος κάποια τηλέφωνα, αλλά χωρίς να το πιστεύω εγώ ο ίδιος θερμά. Σκεφτόμουν τη μιζέρια που'χουν καταδικάσει οι τριγύρω φασιστευμένοι την Κοδριγκτώνος και το πόσο θα ζόριζα ίσως τον ήδη ζορισμένο Λεωνίδα, να αγωνιά αν θα βγουν τα εισιτήρια, αν θα αξίζει τον κόπο. Ξέρω ότι αυτός δεν θα ζοριζόταν να το σκεφτεί. Ντοκιμαντέρ ανθρώπου της γειτονιάς θα το έπαιζε. Μην λέμε κι ό,τι θέλουμε τώρα.

Πριν κι απ'αυτά, κάτι χρόνια πριν, κατεβαίναμε από την Κέρκυρα με τον Φρανκ για εκπαίδευση, να μάθουμε τεχνικοί προβολής, να στήσουμε την κινηματογραφική λέσχη πάνω, στο πανεπιστήμιο, να παίζουμε φιλμ. Μας είπαν να πάμε στο Τριανόν, εκεί θα μαθαίναμε. Είδα τότε τον Λεωνίδα να λάμπει για λίγο, σα να χαιρόταν που κι άλλη φουρνιά θα έβγαινε μέσα από τα κάρβουνα του μικρού ναού της Κοδριγκτώνος. Μας φιλοξένησε στο καμαράκι προβολής για μια βδομάδα, μοντάραμε φιλμ, κουμαντάραμε χιλιόμετρα εικόνων, μάθανε τα δάχτυλα μας στα δύσκολα αγγίγματα -προσοχή στο κάντρο, τα μάτια σας πάντα στο κάντρο, μας έλεγε συνέχεια ο Δημήτρης ο προβολατζής, άλλος πρόσκοπος κι αυτός. Να πάμε στο Τριανόν για να μάθουμε. Αυτό το κάναμε, δεν έμεινε σχέδιο. Τη θυμάμαι την εβδομάδα εκείνη, είχε αφιέρωμα στο τούρκικο σινεμά -γλώσσα κατανοητή, αυτή του σινεμά. Χιλιόμετρα φιλμ και πόθων και συναντήσεων· μαθαίναμε. Το σινεμά και την Αθήνα. Ο Λεωνίδας ανάστατος γιατί μία μέρα πριν την πρεμιέρα, χρυσαυγίτες -κάπου δώδεκα δεκατρία χρόνια πριν, λέω- είχαν ρίξει ρουκέτα στο σινεμά, σπάζοντας ένα τζάμι και γράφοντας στις προθήκες προδότες. Ποιοι προδότες ρε. Που να ξέρανε. Ταραγμένος πολύ ο Λεωνίδας, αλλά παλικάρι· στην τσίτα, στο ταμείο, στο μπαρ. Μας βλέπει να ερχόμαστε και μέσα στη φούρια του και μερικά θραύσματα από την επίθεση της προηγούμενης νύχτας, δεν ξεχνάει να μας ρωτήσει. -Όλα καλά παίδες; -Όλα καλά Λεωνίδα, σε ευχαριστούμε πολύ. Δεν σου έδινε ποτέ την εντύπωση ότι ευχαριστιόταν, ούτε ότι είχε πολυτέλεια χρόνου και αισθημάτων. Πάντα ανάστατος, πάντα στο τρέξιμο. Ταμείο, μπαρ, καμαράκι, γραφείο, διπλοβάρδιες στο Ίλιον παραδίπλα. Πάντα εκεί. Δικαιωμένος από την κάθε στιγμή, από το κάθε καρέ· και μιλάμε για χιλιόμετρα. Όλα τα φιλμ επιλεγμένα ένα κι ένα, όλα τα χιλιόμετρα περπατημένα. Οι συναυλίες, οι παραστάσεις, όλα. Ποιος το κάνει αυτό πια. Ποιος το έκανε πάντα. Ποια Αθήνα διάλεγε το κάθε βήμα της, ποια πόλη πέρασε καρέ καρέ μπροστά από τη λάμπα. Ταμείο, μπαρ, καμαράκι. Διαδρομή που δεν θα τη νιώσεις εύκολα, πολλά χιλιάδες βατ.

Μίκρυνε η Αθήνα. Μικραίνει η Αθήνα· η ζωή μας. Το Τριανόν ήταν μια δική μας χώρα. Ο Λεωνίδας ήταν δικός μας άνθρωπος κι ας μην το'ξερε. Μας φρόντισε, μας έμαθε να ξέρουμε τα σημεία του σινεμά, τ'απίθανα σημεία της νύχτας, μιας πόλης που άλλαξε, που ακόμα αλλάζει, που μας αλλάζει. Εκεί πίσω λοιπόν, χάσαμε μια πατρίδα· χάσαμε την τελευταία αίθουσα, τον τελευταίο δρομέα των φιλμικών αποστάσεων -μιλάμε για χιλιόμετρα και χιλιάδες βατ. Τις Θερμοπύλες της Κοδριγκτώνος· που σε καιρούς όχι ηρωικούς, μόνος τις κρατούσε ο Λεωνίδας. Χωρίς τους τριακόσιους. Χωρίς καν εμάς, που μάθαμε σε άλλη πόλη. 

Κάπου εκεί πίσω πρέπει να ξαναβρούμε τις μικρές μας χώρες, να περπατήσουμε ξανά τα χιλιόμετρα, να περαπατάμε πάντα σε χιλιόμετρα, να κουρδίζουμε το βλέμμα μας σε χιλιάδες βατ, να λάμπουμε χωρίς να καιγόμαστε. Να μην ξεχάσουμε ποτέ το σινεμά. Να θυμόμαστε πάντα τον ποιητή, άλλη πατρίδα και δαύτη η φάρα, πως ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο: ο κινηματογράφος. 

τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω
κι έπιασε αντάρα στα βουνά
και καταχνιά στις ρίζες
και περπατώ θλιφτά θλιφτά