Posted by Кроткая
Κάθομαι και κοιτάω το άσπρο ηλεκτρονικό χαρτί και σκέφτομαι μονάχα πως
το μόνο που λυπάμαι είναι εκείνα τα βράδια που έφυγα νωρίς από την
Ιπποκράτους, εκείνα τα Χριστούγεννα που πάλι την είχαμε κλείσει (την
Ιπποκράτους ντε) με γέλια και ποτά στα χέρια, κι ίσως να ήταν η
τελευταία φορά που σε είδα, και μού’χες φανεί καλά, αλλά έφυγες εσύ πολύ
νωρίς.
Εκείνο το βράδυ έφυγες νωρίς. Αλλά και γενικά. Ξαναδιαβάζω τα δώρα και νιώθω πλούσια, δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω, σου χρωστάω ξέρεις πολλά, αλλά δε στό’πα ποτέ, αυτή τη μαλακία κάνουμε μωρέ, νομίζουμε πως θα είμαστε εδώ για πάντα και δεν μιλάμε, δεν λέμε στους ανθρώπους αυτά που λάμπουν στα μάτια μας, το αφήνουμε για αργότερα, μην και μας πέσει η μύτη, και μετά είναι αργά πια και λες γαμώτο, έφυγε, πέρασε η ώρα, πέρασε η μέρα, πέρασε η ζωή -και δεν πρόλαβα.
Πάλι για μένα θα πω, αυτό το «δεν πρόλαβα» δεν παίζει να ξανασυμβεί, άλλαξα ούτε και φαντάζεσαι πόσο, δεν υπάρχει «δεν πρόλαβα», δεν υπάρχει «άστο για αύριο», όχι, αύριο θα είναι αργά, αύριο παίζει και να μην προλάβω, τώρα, τώρα πρέπει, τώρα *θέλω*. Τώρα που το νιώθω, τώρα που έχω τις λέξεις έτοιμες και θέλουν λίγο σπρωξιματάκι για να αρθρωθούν. Λίγο τσιπουράκι.
Λίγο τσιπουράκι, σαν εκείνο που πίναμε στην Ιπποκράτους, γαμώτο σου, και βρίζαμε όλοι μαζί το μλκ τον κουμπάρο σου που γενικά σπαστικός είναι -το ξες- αλλά τους αγαπάμε τους σπαστικούς που μας κάνουν να γελάμε και μπορούμε άνετα να τους βρίζουμε και μετά πάλι να γελάμε.
Άλλαξα που λες. Δεν κάνω πλάνα γιατί βαρέθηκα να κάνω το θεό να γελάει, λέω καλύτερα να γελάω εγώ. Δηλαδή μερικά πλάνα τα κάνω, όχι μόνη, με όσους θέλουν να ακολουθήσουν. Όποιος θέλει καλώς, όποιος δε θέλει κρίμα. Αλλά αν έμαθα κάτι στο ίδρυμα (ξές, το ίδρυμα της Ιπποκράτους), είναι πως είναι καλό να αφήνεις τους ανθρώπους να ανθίσουν, και τα ζιζάνια καλά είναι, γνώση και εμπειρία, ειδικά όταν τα ξεριζώνεις. Πιο καλά όμως ακόμα να ποτίζεις το σπόρο της αμφιβολίας και μετά να τον βλέπεις να θεριεύει.
Όλοι αλλάζουμε, όλα αλλάζουν, αυτή είναι η ουσία στη ζωή, αυτή είναι η ζωή τελικά. Κι ακόμα κι αν μένουμε αμετακίνητοι, πάλι αλλάζουμε, γιατί αλλάζει το πλαίσιο, οπότε αναγκαστικά αμετακίνητος εσύ σε άλλο φόντο, κι αυτό ακόμα συνιστά αλλαγή και εξέλιξη, ανεξάρτητα από σένα. Ανθρώπινο να φοβόμαστε το ξένο, το διαφορετικό, το καινούριο, το άγνωστό. Θαρραλέος δεν είσαι επειδή δε φοβάσαι. Θαρραλέος είσαι όταν φοβάσαι, αλλά παρόλαυτά πηγαίνεις, τολμάς, πράττεις κι ας τρέμεις.
Εκείνο το βράδυ έφυγες νωρίς. Αλλά και γενικά. Ξαναδιαβάζω τα δώρα και νιώθω πλούσια, δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω, σου χρωστάω ξέρεις πολλά, αλλά δε στό’πα ποτέ, αυτή τη μαλακία κάνουμε μωρέ, νομίζουμε πως θα είμαστε εδώ για πάντα και δεν μιλάμε, δεν λέμε στους ανθρώπους αυτά που λάμπουν στα μάτια μας, το αφήνουμε για αργότερα, μην και μας πέσει η μύτη, και μετά είναι αργά πια και λες γαμώτο, έφυγε, πέρασε η ώρα, πέρασε η μέρα, πέρασε η ζωή -και δεν πρόλαβα.
Πάλι για μένα θα πω, αυτό το «δεν πρόλαβα» δεν παίζει να ξανασυμβεί, άλλαξα ούτε και φαντάζεσαι πόσο, δεν υπάρχει «δεν πρόλαβα», δεν υπάρχει «άστο για αύριο», όχι, αύριο θα είναι αργά, αύριο παίζει και να μην προλάβω, τώρα, τώρα πρέπει, τώρα *θέλω*. Τώρα που το νιώθω, τώρα που έχω τις λέξεις έτοιμες και θέλουν λίγο σπρωξιματάκι για να αρθρωθούν. Λίγο τσιπουράκι.
Λίγο τσιπουράκι, σαν εκείνο που πίναμε στην Ιπποκράτους, γαμώτο σου, και βρίζαμε όλοι μαζί το μλκ τον κουμπάρο σου που γενικά σπαστικός είναι -το ξες- αλλά τους αγαπάμε τους σπαστικούς που μας κάνουν να γελάμε και μπορούμε άνετα να τους βρίζουμε και μετά πάλι να γελάμε.
Άλλαξα που λες. Δεν κάνω πλάνα γιατί βαρέθηκα να κάνω το θεό να γελάει, λέω καλύτερα να γελάω εγώ. Δηλαδή μερικά πλάνα τα κάνω, όχι μόνη, με όσους θέλουν να ακολουθήσουν. Όποιος θέλει καλώς, όποιος δε θέλει κρίμα. Αλλά αν έμαθα κάτι στο ίδρυμα (ξές, το ίδρυμα της Ιπποκράτους), είναι πως είναι καλό να αφήνεις τους ανθρώπους να ανθίσουν, και τα ζιζάνια καλά είναι, γνώση και εμπειρία, ειδικά όταν τα ξεριζώνεις. Πιο καλά όμως ακόμα να ποτίζεις το σπόρο της αμφιβολίας και μετά να τον βλέπεις να θεριεύει.
Όλοι αλλάζουμε, όλα αλλάζουν, αυτή είναι η ουσία στη ζωή, αυτή είναι η ζωή τελικά. Κι ακόμα κι αν μένουμε αμετακίνητοι, πάλι αλλάζουμε, γιατί αλλάζει το πλαίσιο, οπότε αναγκαστικά αμετακίνητος εσύ σε άλλο φόντο, κι αυτό ακόμα συνιστά αλλαγή και εξέλιξη, ανεξάρτητα από σένα. Ανθρώπινο να φοβόμαστε το ξένο, το διαφορετικό, το καινούριο, το άγνωστό. Θαρραλέος δεν είσαι επειδή δε φοβάσαι. Θαρραλέος είσαι όταν φοβάσαι, αλλά παρόλαυτά πηγαίνεις, τολμάς, πράττεις κι ας τρέμεις.
Πάνω που σκεφτόμουν πως κι ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής. Πάνω που ξαναθυμόμουν την απόλυτη εκλογίκευση αυτού που δε χωράει στο μυαλό του ανθρώπου. «Στις κηδείες δεν κλαίμε για κείνους που έφυγαν. Κλαίμε για εκείνους που έμειναν πίσω, κλαίμε για μας.» Φυσικά. Γιατί ο άλλος την έκανε και πια δε νιώθει, εμείς όμως νιώθουμε ακόμα και ζούμε και όχι, δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου. Και δεν τη δέχεται βρε αδερφέ την αδικία, δεν την θέλει.
Πάω να γράψω «μου λείπεις». Αντί γι’αυτό προτιμώ να πω πως χαίρομαι που σε γνώρισα, που έζησα το μοίρασμα, την αίσθηση να ξαναγίνομαι μαθήτρια και να ρουφάω την κάθε λέξη, το κάθε πείραγμα, το κάθε απόσταγμα σοφίας που έλαβα από σένα. Χαρά και ευγνωμοσύνη μόνο. Κρίμα για όποιον δεν είχε τη δική μου τύχη, ακόμα χειρότερα για όποιον δεν κατάλαβε. Και ξυπνάει ο ελιτισμός μου και μου ψιθυρίζει πως όποιος δεν κατάλαβε δεν το άξιζε, αλλά δεν είναι ώρα τώρα γι’αυτά. Τέρμα πια με τα δηλητήρια. Αρκετό δηλητήριο κύλησε στις δικές σου φλέβες, φτάνει να καταστρέψει ολόκληρη χώρα.
Εγώ δεν ήμουν εκεί όταν σου είπαν το τελευταίο γεια χαρά. Αλλά νιώθω να φουσκώνω από χαρά και περηφάνεια που ήταν εκεί άνθρωποι που δε σε γνώρισαν καν. Έτσι πρέπει να γίνεται, αυτό είναι το σωστό. Ένα θησαυρό πρέπει να τον μοιραζόμαστε, ακόμα και αν είμαστε πια στο «και πέντε», δεν είναι αργά.
Σαν την αγάπη: όσο πιο πολλή δίνεις, τόσο πιο πολλή έχεις. Χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς αστερίσκους, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς προσδοκίες. Και χωρίς επεξηγήσεις. Αγαπάς γιατί απλά δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Ή αγαπάς ή δεν αγαπάς. Δεν έχει λίγο, πολύ, μέτρια. Δεν είναι καφές η αγάπη. Μερικά μεγέθη είναι απολύτως απόλυτα, και αυτά είναι που αξίζουν, αυτά είναι που γεμίζουν, εκεί είναι η ουσία.
Η αγάπη είναι το αντίθετο της σύγκρισης. Στην αγάπη δε χωρούν τα γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί αγάπη. Στην αγάπη δεν υπάρχει το πιο και το λιγότερο. Αγάπη τόσο. Αγάπη έτσι. Χωρίς ερωτηματικά. Χωρίς σημεία στίξης. Συνεχής και αρμονική ροή είναι η αγάπη.
Και δε σταματάς να αγαπάς επειδή ο άλλος έφυγε. Και τι πα’να πει «έφυγε»; Τι πα’να πει «πέθανε»;
***
Άνοιξα σήμερα, για χάρη σου, ένα κουτάκι με αναμνήσεις. Βρήκα εκεί μέσα ξεχασμένα, καλά και κακά. Θύμωσα, στεναχωρήθηκα, μετάνιωσα, έκλαψα, χαμογέλασα, έσκασα στα γέλια, μου κόπηκε η όρεξη, μου κόπηκε ο βήχας, ντράπηκα λίγο, αναστέναξα από χαρά, αναστέναξα από λύπη.
Ένιωσα.
Έζησα.
Ευχαριστώ.