Κι ο Θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών
που φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας
που στέλνουν την ελπίδα στους ναυαγούς.
Τάσος Λειβαδίτης
Όποιος δεν ζεί στον κόσμο τους χίλιες φορές πεθαίνει. Και στον κόσμο τους δεν χωράς πια. Μέρα τη μέρα μικραίνει γιατί ανεπιθύμητοι βαφτίστηκαν οι μή-εκλεκτοί. Το αιματοβαμμένο τους δάκτυλο σου δείχνει την έξοδο, με τη σιδερένια τους μπότα σπρώχνουν τα πτώματα των θυμάτων για να χωρέσουν τα ερπετά. Τα κατοικίδια στην κιβωτό τους αλέθουν την τροφή τους: είσαι εσύ αυτή η τροφή.
Πόσες φορές θε να το δείς και πόσες να τ' ακούσεις…
Και όλοι οι "άλλοι" οι εκτός, εκσκαφείς μιας ατέλειωτης νύχτας, παραχαράχτες μιας ήττας που δεν ήταν νίκη, πορεύονται απόβλητοι ενός παραδείσου της "τρυφής". Πορεία χωρίς εισιτήριο, εσχάτη χορηγεία και πλάνη μιας ελπίδας που θάβεται καθημερινά σε ερείπια νοσοκομείων, σχολείων, σπιτιών, μαγαζιών. Που παίρνει το χρώμα της ντροπής το κόκκινο, γιατί κάποτε θέλησε να διεκδικήσει. Και το έπαθλο του καταχραστή φορτίο ασήκωτο και σκιάχτρο για τους επόμενους.
Ερείπια και σκιάχτρα ενός πάλαι ποτέ πολιτισμού της αξιοπρέπειας και της διεκδίκησης.
Και με πρόσχημα και εφαλτήριο τούτη τη μεθοδευμένη χρεωκοπία σου χρεώνουν όλο και ακριβότερα την είσοδο σ' έναν "παράδεισο" που εσύ έχτισες αλλά δεν σου ανήκει πια. Με εισιτήριο να πηγαίνεις στη δουλειά σου, να μπείς στο νοσοκομείο, να αδράξεις λίγη γνώση, να αναπνεύσεις λίγο πολιτισμό, να ξεφύγεις από την κόλαση της καθημερινότητας, να αναπνεύσεις τον αέρα , εισιτήριο για να ζείς. Εισιτήριο που όλο και ακριβαίνει την ίδια στιγμή που η εργασία σου, η ίδια σου η ύπαρξη υποτιμάται. Και στο πλεόνασμα των "ελλειμάτων" να προστίθεται η ύβρις που αδυνατείς να πληρώσεις γιατί αυτοί το θέλησαν.
Και στην είσοδο αυτού του παραδείσου φύλακας και ελεγκτής ο γείτονάς σου, ένας από το πλήθος των καταραμένων ετούτης της γής. Και γίνεται ο δήμιός σου και ο εκτελεστής σου πότε σαν υπάλληλος της υπηρεσίας, πότε σαν ελεγκτής, πότε σαν προστάτης του ναού της επί πληρωμής ευωχίας που σούταξαν.
Και να πληρώνεις πανάκριβα και από το ψωμί σου ή το φάρμακο ή το γάλα των παιδιών σου για ένα εισιτήριο για να υπερασπιστείς το δικαίωμα να λέγεσαι άνεργος πηγαίνοντας στην υπηρεσία ή στο σχολείο που συγχωνεύθηκε ή στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε μακρυά. Να πληρώνεις πανάκριβα ένα δωρεάν θέαμα, ένα συσίτιο, μιαν ελπίδα πως θα βρείς το φάρμακο που δεν σου γράφουν πια και που δεν μπορείς να αγοράσεις. Να λαχταράς την πρόσκληση σε ένα φιλικό σπίτι κάπου έξω από την πόλη και το θέλγητρό της να νεκρώνεται στο υπολογισμό του κόστους του εισιτηρίου, η κοντόπνοη ευτυχία να σβήνεται με μιας στην πρώτη επόμενη σκέψη σου.
Κι' αν η απαντοχή κουρνιάζει κρυμμένη στις αναπολήσεις μιας άλλης ζωής νά ξεπροβάλλει το πρόσωπο του στυγνού μισθοφόρου να σου τσακίζει κάθε αξιοπρέπεια. Και κάθε φτερούγισμα της λαχτάρας να συντρίβεται πάνω σε βράχους μιας επιμελώς τεθλασμένης αναλγησίας. Γιατί η αξιοπρέπεια της διεκδίκησης του αυτονόητου "πρέπει να συντριβεί". Να πάρουν το μάθημα και οι υπόλοιποι. Πως ο κόσμος τους που έχτιζαν με το δικό σου ιδρώτα δεν σου ανήκε ποτέ.
Πόσες φορές θε να το δείς και πόσες να τ' ακούσεις…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.