Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Οι (αν)ήσυχες μέρες του Αυγούστου


από την πρώτη τ' αυγούστου ήταν νάχα φύγει με την άδειά μου. για κείνες τις λεγόμενες διακοπές και να πώ την μαύρη μου αλήθεια πάντα λαχταρούσα τούτη τη μέρα. να δραπετεύεις έστω και για λίγο απ' ό,τι σε ισοπεδώνει, σε αλέθει και σε τρώει τελικά. να όμως πως από τ' άλεσμα οι μυλωνάδες είχαν κάτι σπουδαιότερο να επιτελέσουν: να κάνουν τούτη την απόδραση από τη μυλόπετρα της αλλοτρίωσης μαύρη ανάμνηση, τα καλοκαίρια μου σύμφυτα με το φόβο και την ανασφάλεια. να λες χειμώνας και δουλειά και ν' αναπαύεται ο νούς στη μονοκαλλιέργεια της υποταγής, σε μια ζωή βάλτο. 

την τετάρτη πρωί 31 ιούλη πηγαίνοντας στο γραφείο μου είδα τούτο το γράμμα, χωμένο στο συρτάρι, 

μη φύγεις, ακύρωσε την αδειά σου. μη φύγεις, περιμένουν πως και πως. όσοι φύγουν τώρα με άδεια θα μπούν στη λίστα των 180... 

τόσους ζήτησε ο μινώταυρος από τον οργανισμό. κι' ας έχουν φύγει αυτά τα δύο χρόνια οι μισοί, άλλοι με εθελουσία αδιεξόδου και άλλοι με το μαστίγιο της δικαιοσύνης των "έκτακτων και αορίστου χρόνου". λέγαμε, δεν κινδυνεύουμε πια, μείναμε οι μισοί, όλοι μόνιμοι, όλοι απαραίτητοι. που και πού κάποιοι "συνάδελφοι" λειτουργοί της ρουφιανιάς και των διευθυντων-υπουργών τσιράκια κρυφογελούσαν, έχοντας κατά νού αυτά που που η αξιοπρέπεια της δουλικότητάς των υπαγόρευε. το μάθημα τόξεραν καλά. τώρα το να μαρτυρήσω πως σε τούτον τον οργανισμό η πασκε σε συνεργασία με τη δακε πήραν στις τελευταίες εκλογές (πριν 6 μήνες !) ποσοστά χουντοκρατίας ; μάλλον άσχετο θα σας φανεί. 

αν φύγεις, γυρνώντας δεν θα βρείς τη δουλειά σου. ένα εξώδικο στη πόρτα σου θάχει αναγγείλει το τέλος. θα το αντέξεις ; σ' άφησα αυτό το σημείωμα και σου θυμίζω πως κάπως έτσι πέρισυ τον Ιούλιο την πάτησα κι' εγώ. 

δεν έφυγα, ανέστειλα την άδεια μέχρι νεωτέρας. την επόμενη -πρώτη του μήνα-το σωματείο μαζί και η συνομοσπονδία κήρυξαν 48ωρη απεργία. σήμερα έγινε συνέλευση, κι' ακούστηκαν ψυχές τρομώδεις, φωνές με σκέψεις αλλόκοτες. τόλμησε μόνο κάποιος... 

όταν απέλυαν τους έκτακτους δεν μίλησε κανείς 
όταν απέλυαν τους αορίστου όλοι σιωπήσαμε... 

κι' ήταν κεφάλια που σκύψανε από ντροπή, κι' άλλα που κρυφογελούσαν.

όμως εμένα ο νούς κόλλησε από κείνο το πρωϊνό της τετάρτης. να ψάχνει τις αιτίες, το γιατί εγώ...
ναι, ήμουν μια ύλη ενδιάμεση σε μια σκληρή αιωνιότητα, αιωνιότητα άκαμπτη που θάπρεπε πάντα να ντύνομαι τις αγωνίες εκείνες που υποσκάπτουν την ύπαρξή μου, τη βεβαιότητα της δικαιοσύνης. που θάπρεπε να φορώ κρέμες ενυδάτωσης από νερά βαλτωμένα. και στα ενδιάμεσα του χρόνου μου να επιχειρώ μια πτήση αλυσοδεμένου πουλιού σε τόπους ευωχίας, ανάμεσα σε ευωχούμενους αβέβαιων καιρών. και τίποτα να μην προδικάζει το τέλος, γιατί τέλος δεν υπήρχε μιας και δεν υπήρξε ποτέ μια αρχή.

και να πιστεύεις πως όλα τάχεις προβλέψει. όχι, δεν τάχα προβλέψει, κι' ούτε είχα κάνει το το νοικοκυριό μου με υλικά ευτελέστατα στης ψυχής μου τα μάτια. μα ούτε και τις σκιές των γελωτοποιών και των σαλτιμπάγκων της ανάγκης να με κυνηγούν έως εκεί που η στροφορμή της καθημερινότητας δεν μάς αγγίζει πια. έως εκεί, που το φώς μου σπάει, γίνεται χίλια κομμάτια για να επιστραφούν πίσω στην αταξία της αδηφάγου καθημερινότητας.

και να ψάχνεις στα ίχνη αυτής της καθημερινότητας, προσπαθώντας να ξετρυπώσεις αναμνήσεις από γεγονότα φευγαλέα. και ν' ακαλύπτεις πως κανένα κομμάτι τ' ουρανού δεν ήταν δικό σου ποτέ, αυτό που νόμιζες δικό σου ήταν μια δανειακή διευκόλυνση να αποκαλύψεις την ταυτότητά σου, την ομάδα αίματος που θάβαφε το θυσιαστήριο. κι' ήταν κείνα τ' αργοπορημένα τέταρτα προσέλευσης στην υπηρεσία, κείνες οι χιλιάδες ώρες απεργίας και στάσεων εργασίας, τα δεκάδες φιλοδωρήματα που δεν καταδέχθηκες και οι φιλοφρονήσεις που αρνήθηκες, ήταν όλα αυτά τα υλικά της ταυτότητάς σου, κόκκινα υλικά.

και λένε πως στην κρίση οι κακοί γίνονται χειρότεροι κι' από λύκους πεινασμένους. το ζούμε κάθε μέρα, έμμονο κήρυγμα ζωής.

όχι, δεν είμαι μόνη, είμαστε χιλιάδες αυτοί με τα βραχιολάκια της απασχόλησης, της ζωής εν τέλει, τουρίστες σε μιαν ήπειρο αφιλόξενη. γιατί εμείς λοιπόν,

που στον καθρέφτη μας ώρες-ώρες αντικρύζουμε τον άλλο μας εαυτό χαιρέκακα να μας γνέθει, σας τάλεγα εγώ. κι' ήταν αυτός ο άλλος, πότε ο απεργοσπάστης, πότε ο ρουφιάνος του διπλανού γραφείου, πότε ο γλειψηματίας, πότε ο νομότυπος κοπανατζής. ακίνδυνα ασπόνδυλα σε μια εποχή καθόλου ανύποπτη και ακίνδυνη. ασπόνδυλα που θρέψαν με τα κακοφορμισμένα κορμιά τους εξουσίες και εξουσίες, που γίναν στιβάδες ν' ανέλθουν άλλοι, ελπίζοντας πως μια μέρα θ' ανέλθουν κι' αυτοί στα τείχη της Χεράτ.


είναι τ' ασπόνδυλα μακράς διαρκείας που οι σκιές τους τώρα μας κυνηγούν ως την άκρη της απείρου γής των. και ξέρουμε όλοι μας καλά πια πως τα μυστικά μας θα τα πάρουν στον τάφο τους, δικό τους απόχτημα και δικαίωμα. είναι τ' ασπόνδυλα που τάδαμε σήμερα το πρωί να κρυφογελούν καθισμένα σε πέτρινο θρόνο ενός αρχαίου θεάτρου σε μια παράσταση ύστερη της πρεμιέρας, επιδοτούμενη άδεια εισόδου με δικαίωμα μενού στον παρακείμενο ναό της ευωχίας των.


μη φύγεις. θα τους αφήσεις ξωπίσω σου να αλωνίζουν και ν' αλέθουν.

15 είχαμε απομείνει σ' κείνο το γραφείο, τόσα χρόνια ψωμί κι' αλάτι μαζί, μα ήλθε η ώρα κι από τους 15 ένας τουλάχιστον πρέπει να φαγωθεί.

να βάλουμε κλήρωση, 
είπε κάποιος στη συνέλευση, γνωρίζοντας πολύ καλά πως η αίτηση εξαίρεσής του (των) από την κλήρωση θα εξετασθεί μετά προσοχής. και είναι και τούτη η προσοχή που διαρκώς εξαιρείται της ανά πάσα στιγμή υποχρεωτικής παρουσίας της. 

 να εξαιρεθούν όλοι, εκτός από την υπεξαίρεση της ανθρωπιάς μας !

μη φύγεις, δεν έφυγα. θα πάω στο γραφείο για να πάρω πίσω τα μυστικά μου. ο τάφος τους δεν χωρά τη δική μου ζωή.

όσα, ατάκτως ειρηθέντα, άκουσα από τη σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.