NOMOΣ 4354 15 φ.176
Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ=φ.176/16.12.2015)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Άρθρο 1.
Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Ε.Δ.Α.Μ.Ε.Δ.) και Εταιρείες Μεταβίβασης Απαιτήσεων από Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Ε.Μ.Α.Μ.Ε.Δ.)
1. Η διαχείριση των απαιτήσεων των άρθρων 2 και 3 και η μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις ανατίθεται αποκλειστικά: α) σε ανώνυμες εταιρείες που εδρεύουν στην Ελλάδα, στους σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνεται η διαχείριση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, καθώς και (β) σε ανώνυμες εταιρείες που εδρεύουν σε κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος για την, σύμφωνα με το σκοπό τους, διαχείριση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις.
Οι παραπάνω εταιρίες λαμβάνουν ειδική προς τούτο άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η αίτηση χορήγησης άδειας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου πρέπει να συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα:
α) το καταστατικό της εταιρίας και όλες τις τροποποιήσεις,
β) την ταυτότητα των προσώπων που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στην αιτούσα ανώνυμη εταιρεία ή τα οποία, δυνάμει διατάξεων του καταστατικού της αιτού-σας ανώνυμης εταιρείας ή δυνάμει συμφωνίας μετόχων διαθέτουν ειδικά δικαιώματα στη διοίκηση και διαχείριση της αιτούσας εταιρείας, καθώς και την ταυτότητα των μετόχων με συμμετοχή στο Μετοχικό Κεφάλαιο της αιτούσας εταιρείας δέκα τοις εκατό (10%) ή μεγαλύτερη,
γ) την ταυτότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή των διοικούντων,
δ) ερωτηματολόγια συμπληρωμένα από τα προβλεπόμενα β) και γ) πρόσωπα για την αξιολόγηση των κριτηρίων ικανότητας και καταλληλόλητας, όπως αυτά καθορίζονται με απόφαση που εκδίδεται από την Τράπεζας της Ελλάδος,
ε) την οργανωτική δομή της εταιρείας,
στ) το επιχειρηματικό πλάνο της εταιρείας,
ζ) εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και μέθοδοι που θα εφαρμόζονται κατά τη διαχείριση των απαιτήσεων. Ειδική μνεία θα γίνεται για δανειολήπτες που εντάσσονται σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες σύμφωνα και με τις ρυθμίσεις του Κώδικα Δεοντολογίας του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4224/2013 (Α' 288) και του ν. 3869/2010 (Α' 130), όπως εκάστοτε ισχύουν.
η) οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληροφορία ή/και αρχεία τα οποία η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί σημαντικά για την αξιολόγηση της αίτησης.
3. Οι μετοχές των ανώνυμων εταιρειών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, είναι ονομαστικές.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την επομένη της υποβολής της σχετικής αίτησης ή σε περίπτωση που η αίτηση είναι ελλιπής εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή των επιπρόσθετων πληροφοριών, στοιχείων ή εγγράφων που απαιτούνται. Προηγείται απλή γνώμη τριμελούς Επιτροπής, της οποίας η σύνθεση, σύσταση και οι λοιπές λεπτομέρειες για τη λειτουργία της, καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, και Οικονομικών. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει άμεσα το φάκελο της αίτησης με συνοπτικό σημείωμα στην Επιτροπή, η οποία διαβιβάζει τη γνώμη της μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την επομένη της υποβολής της σχετικής αιτήσεως με πλήρη φάκελο. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, η Τράπεζα της Ελλάδος εκδίδει την απόφασή της εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου και χωρίς τη γνώμη της Επιτροπής.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια εφόσον, διαπιστώσει ότι:
α. Η εταιρία είναι σε θέση να συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
β. οι μέτοχοι και οι σύμβουλοι της εταιρίας έχουν καλή φήμη, επαρκή γνώση, ικανότητες και εμπειρία να ασκούν την αρμοδιότητά τους και να πληρούν τα κριτήρια της ικανότητας και της καταλληλότητάς τους, όπως αυτά καθορίζονται από τη σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ. η εταιρία διαθέτει οργανωτική δομή που της επιτρέπει να παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
δ. το επιχειρηματικό πλάνο λειτουργιών και στόχων της εταιρίας στοχεύει στην επίτευξη οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης,
ε. δεν υφίστανται επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων της παραγράφου 2 περιπτώσεις β' και γ' και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων που κατέχουν υψηλά πολιτικά αξιώματα ή διοικητικές θέσεις στην εποπτεύουσα αρχή, ώστε να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική διεξαγωγή εποπτείας.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται αιτιολογημένα τη χορήγηση της απαιτούμενης άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, αν δεν διαπιστώσει ότι η εταιρία πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και ενημερώνει προς τούτο την αιτούσα εταιρία.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί στην επίσημη ιστοσελίδα της πλήρως ενημερωμένο κατάλογο με όλες τις αδειοδοτημένες εταιρίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου.
8. Σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο:
α. προτίθεται να αποκτήσει ή να διαθέσει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε εταιρία διαχείρισης ή μεταβίβασης πιστώσεων, ή
β. προτίθεται να αυξήσει ή να μειώσει άμεσα ή έμμεσα την ειδική συμμετοχή του σε εταιρία του παρόντος κεφαλαίου ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, να φτάσει ή να υπερβεί ή να μειωθεί κάτω από το είκοσι (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%) του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, ή ώστε η εταιρία να καταστεί ή να παύσει να είναι θυγατρική του, οφείλει να γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει από τη συμμετοχή αυτή.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της κατά το παραπάνω εδάφιο γνωστοποίησης πρόθεσης εξαγοράς ή της αύξησης της ειδικής συμμετοχής, δύναται να μην επιτρέψει την εν λόγω εξαγορά, εάν υπό το πρίσμα της ανάγκης διασφάλισης της ορθής και συνετούς διοίκησης της εταιρίας κρίνει αιτιολογημένα ως ακατάλληλα οποιοδήποτε από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, ενώ σε περίπτωση που επιτρέψει την εν λόγω αγορά δύναται να ορίσει προθεσμία για την υλοποίησή της.
9. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι η ίδρυση της εταιρίας ή η εξαγορά συμμετοχής σε αυτήν υποκρύπτει ή αποσκοπεί στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τότε:
α) αρνείται τη χορήγηση άδειας του παρόντος νόμου ή
β) δεν επιτρέπει την απόκτηση ή την αύξηση ειδικής συμμετοχής κατά την παράγραφο 8.
10. Σε περίπτωση κατά την οποία εταιρία του παρόντος νόμου αποφασίσει να τερματίσει τις δραστηριότητές της, υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αναλυτικό σχέδιο δράσης για τη διαδικασία παύσης δραστηριότητας το οποίο πρέπει να μεριμνά για τη μεταβίβαση των ανειλημμένων υποχρεώσεών της. Το υποβληθέν σχέδιο δράσης και ο τερματισμός δραστηριοτήτων υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος.
11. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αναστείλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου τη χορηγηθεί-σα άδεια σε εταιρίες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που:
α. σταθμίζοντας την βαρύτητα των παραβάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου, αποφασίσει να μην προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας,
β. διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των Πράξεων της Τράπεζας της Ελλάδος ή των όρων της σύμβασης μεταβίβασης ή διαχείρισης δανειακών απαιτήσεων.
Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος αναστείλει τη χορηγηθείσα άδεια προβαίνει ταυτόχρονα σε έγγραφες συστάσεις προς την εταιρία θέτοντας εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει του τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της αναστολής της χορηγηθείσας άδειας.
Εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος όπως προκύπτει από το παραπάνω εδάφιο, η εταιρία ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος αναφορικά με τη συμμόρφωσή της προς τις συστάσεις του προηγούμενου εδαφίου.
12. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος:
α. διαπιστώσει ότι η εταιρία συμμορφώθηκε με συστάσεις της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου, ανακαλεί την πράξη περί αναστολής της άδειας και ενημερώνει γραπτώς την εταιρία,
β. διαπιστώσει ότι η εταιρία δεν συμμορφώθηκε πλήρως με τις συστάσεις της παραγράφου 11, είτε παρατείνει την περίοδο αναστολής της άδειας και προβαίνει σε νέες συστάσεις είτε ενεργοποιεί την διαδικασία ανάκλησης της άδειας.
Κατά την περίοδο αναστολής της άδειας, η εταιρία δύναται να συνεχίσει τις λειτουργίες της που αφορούν στη διαχείριση των υφιστάμενων υποχρεώσεων αλλά δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε σύναψη νέων συμβάσεων διαχείρισης απαιτήσεων ή μεταβίβασης απαιτήσεων προς αυτήν.
13. 1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ανακαλεί τη, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, χορηγηθείσα άδεια, εάν η εταιρία:
α. εξασφάλισε την άδεια βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά παράβαση των διατάξεων της παρούσης ή υπέβαλε, γνωστοποίησε ή άλλως δημοσιοποίησε με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή έντυπα,
β. δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις λειτουργίας της,
γ. έχει διαπράξει παραβάσεις του παρόντος νόμου ή των Πράξεων που εκδόθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή αυτών που εκδίδονται βάσει του παρόντος νόμου ή/και έχει διαπράξει κατ’ εξακολούθηση τέτοιες παραβάσεις,
δ. χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδοτεί εγκληματικές δραστηριότητες.
2. Σε περίπτωση ανάκλησης χορηγηθείσας άδειας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, η εταιρία παύει πάραυτα να προβαίνει σε σύναψη νέων συμβάσεων διαχείρισης απαιτήσεων ή μεταβίβασης σε αυτήν απαιτήσεων προς αυτήν.
3. Σε περίπτωση ανάκλησης χορηγηθείσας άδειας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, η εταιρία οφείλει εντός ενός (1) μήνα να υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος για έγκριση σχέδιο δράσης για τον τερματισμό της δραστηριότητάς της.
4. Εταιρία της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί, παραμένει υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρις ότου ολοκληρωθεί η υλοποίηση του σχεδίου δράσης τερματισμού δραστηριοτήτων που έχει εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος σε περίπτωση που εταιρία του παρόντος νόμου, παραβαίνει τις διατάξεις των υπο-παραγράφων 2 και 3 της παρούσας παραγράφου, αφού προηγουμένως καλέσει την εταιρία σε ακρόαση, δύναται να της επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
14. Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τις δραστηριότητες των εταιριών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου με στόχο τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα.
15/1. Κάθε εταιρία που εξαγοράζει απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή/και πιστώσεις, οφείλει να διατηρεί ανά πάσα στιγμή ελάχιστο καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ύψους εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.
15/2. Το μετοχικό κεφάλαιο της παραπάνω εταιρίας επιτρέπεται να μειωθεί κάτω από το προβλεπόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ελάχιστο όριο, εφόσον υπάρχει εγκεκριμένο από την Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο δράσης για τον τερματισμό της δραστηριότητας αυτής.
16. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά τη διεξαγωγή των εποπτικών της λειτουργιών, κρίνει αιτιολογημένα ότι οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού οργάνου της εταιρίας είναι ανίκανο ή/και ακατάλληλο να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου, με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την παράγραφο 23 του παρόντος άρθρου δύναται να διατάξει εγγράφως όπως το πρόσωπο αυτό παύσει να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου της εν λόγω εταιρίας.
17/1. Κάθε εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας σε ισχύ, βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αντίγραφο του ισολογισμού, του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί απαραίτητες για τους σκοπούς της άσκησης του προληπτικού ελέγχου και εποπτείας.
17/2. Με Πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται ο τρόπος, η συχνότητα, οι ημερομηνίες υποβολής και αναφοράς, καθώς και το είδος της απαιτούμενης πληροφόρησης του παραπάνω εδαφίου.
18. Κάθε εταιρία αδειοδοτημένη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος οφείλει, κατόπιν κλήσεως της Τράπεζας της Ελλάδος να επιτρέψει σε εξουσιοδοτημένους προς το σκοπό αυτόν υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος να εισέλθουν στα κτίρια της για να διερευνήσουν τις εργασίες και τις δραστηριότητές της και να θέσει στη διάθεσή τους οποιαδήποτε βιβλία, έγγραφα ή αρχεία, ή/και να διαβιβάσει στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιεσδήποτε πληροφορίες η τελευταία κρίνει αναγκαίες για την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων αυτής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού και ιδίως έγγραφα και αρχεία αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο των μεταβιβασθεισών σε αυτήν απαιτήσεων.
19. Κάθε εταιρία αποζημιώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για όλα τα έξοδα τα οποία σχετίζονται με τη διεξαγωγή των εποπτικών της λειτουργιών δια της καταβολής σε αυτήν ετήσιου τέλους, του οποίου το ύψος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής θα προσδιοριστούν με Πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος.
20. Οι εταιρίες του παρόντος άρθρου δύνανται, αναλογικά εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 2α. του ν. 4261/2014 (Α' 107), να λαμβάνουν άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να χορηγούν νέα δάνεια ή πιστώσεις σε δανειολήπτες, δάνεια ή/και πιστώσεις των οποίων έχουν εξαγοράσει, με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση των δανείων τους. Οι Εταιρείες Διαχείρισης δύνανται να χορηγούν νέα δάνεια μόνο με την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του κυρίου των απαιτήσεων.
21. Το επαγγελματικό απόρρητο του δικαιούχου των υπό διαχείριση απαιτήσεων έναντι των δανειοληπτών αίρεται στις σχέσεις του με την Εταιρεία Διαχείρισης, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της διαχείρισης.
22. Οι εταιρίες του παρόντος νόμου θεωρούνται προ-μηθεύτριες κατά την έννοια του ν. 2251/1994 {Α 191), διέπονται από την κείμενη νομοθεσία περί Προστασίας Καταναλωτή, όπως αυτή κάθε φορά εφαρμόζεται και ισχύει, και λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, όπως ενδεικτικά ο Κώδικας Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 (Α' 288).
23. Με Πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά και όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τη χορήγηση της άδειας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
24. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας. Εξαιρούνται οι αποφάσεις της υποπαραγράφου 5 της παραγράφου 13 οι οποίες υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.
Άρθρο 2. Συμβάσεις ανάθεσης της διαχείρισης
1. Στις εταιρίες του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων, οι οποίες δεν εξυπηρετούνται για διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών. Απαιτήσεις από δάνεια ή/και πιστώσεις που εξυπηρετούνται δύνανται να ανατίθενται προς διαχείριση μόνο μαζί με απαιτήσεις κατά των ίδιων οφειλετών οι οποίες υπάγονται στο προηγούμενο εδάφιο.
2. Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και καθορίζει κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:
α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το στάδιο μη εξυπηρέτησης που έχει περιέλθει κάθε μια εξ αυτών.
β. Το περιεχόμενο της διαχείρισης, το οποίο μπορεί να συνίσταται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 -872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας που έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4224/2013, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και σε κάθε άλλη πράξη διαχείρισης στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας. Αντίγραφο της συμβάσεως κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος.
γ. Την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλύεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης.
3. Το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης κατά την προηγούμενη παράγραφο δύναται να εξειδικεύεται περαιτέρω με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Με όμοιες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί επίσης να συμπληρώνεται το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης. Οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο από την Τράπεζα της Ελλάδος πριν ισχύσουν. .
4. Οι εταιρίες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να εγείρουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014.Ε-φοσον οι εταιρίες συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης ισχύει υπέρ και κατά του δικαιούχου της απαίτησης.
5. Οι εταιρίες διαχείρισης δύνανται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, να προσλαμβάνουν Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Οφειλές, που λειτουργούν σύμφωνα με το ν. 3758/2009, η αντίστοιχου σκοπού εταιρίες που λειτουργούν σε κράτος-μέλος της Ε.Ε. ή κράτος του ΕΟΧ. Οι εταιρείες του παρόντος νόμου κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οφείλουν να ακολουθούν τις ρυθμίσεις του ν. 3758/ 2009
Άρθρο 3. Συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων και πιστώσεων
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν εκτός Ελλάδος και οι εταιρίες ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (Α' 157) και οι Εταιρίες Μεταβίβασης Απαιτήσεων του παρόντος νόμου, δύνανται να πωλούν και μεταβιβάζουν σε πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα και Εταιρίες Μεταβίβασης Απαιτήσεων του παρόντος νόμου, απαιτήσεις τους από συμβάσεις χορήγησης κάθε μορφής δανείων και πιστώσεων, τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών.
2. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου υπάγεται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Σε περίπτωση πώλησης ομάδας απαιτήσεων κατά του ίδιου του δανειολήπτη, δύνανται να περιληφθούν σε αυτήν και απαιτήσεις από συμβάσεις χορήγησης κάθε μορφής δανείων και πιστώσεων που εξυπηρετούνται κανονικά με την προϋπόθεση ότι στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται απαιτήσεις από συμβάσεις χορήγησης δανείων και πιστώσεων που δεν εξυπηρετούνται. Αλλα δικαιώματα, ακόμα αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
3. Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση απαιτήσεις της παραγράφου 1 είναι, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής εντός δώδεκα (12) μηνών προ της προσφοράς να ρυθμίσει ή διακανονίσει τις οφειλές του. Εξαιρούνται απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4224/2013, όπως αυτοί ισχύουν.
4. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της παραγράφου 1 καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (Α' 220), και τυχόν συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 και δανειοληπτών περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση.
5. Απαραίτητη είναι η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές, με κάθε πρόσφορο μέσο. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1. Καταβολή προς το πιστωτικό ίδρυμα ή την εταιρία ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (Α' 157) πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.
6. Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πώλησης και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής συμβάσεως και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ.
7. Αν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρείας ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 ασφαλίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου είναι απαραίτητη η καταχώριση της βεβαίωσης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και σχετική μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρείας ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν. δ. 17.7/13.8.1923.
8. Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή.
9. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου αναστέλλεται ως προς τις καταναλωτικές δανειακές συμβάσεις και πιστώσεις, τις δανειακές συμβάσεις με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας και τα δάνεια και τις πιστώσεις προς σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τη σύσταση 2C03/361/EK της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαίου 2003 (Επίσημη Εφημερίδα L124/20.5.2003), καθώς και τα δάνεια με εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου, μέχρι την 15η Φεβρουάριου 2016. Το εφαρμοστικό πλαίσιο της μεταβίβασης των παραπάνω κατηγοριών απαιτήσεων θα καθοριστεί νομοθετικά καταλλήλως.
HYPERLINK