από την ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΙΩΣΑ
«Καθαρίστε με αλληλεγγύη», προτρέπει το σύνθημα πάνω στην ετικέτα του μαλακτικού ρούχων της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής, κατά κόσμον ΒΙΟΜΕ. «Η αλληλεγγύη είναι η θερμοκοιτίδα μέσα στην οποία μεγαλώνει το εγχείρημά μας. Τη θέση της προστασίας του κράτους και του κεφαλαίου, που απορρίπτουμε, παίρνει η αλληλεγγύη της κοινωνίας», υποστηρίζει ο Κώστας Χαριτάκης, εργαζόμενος της ΒΙΟΜΕ εξ Αθηνών.
Από το 2013 μέχρι σήμερα, το ενδιαφέρον σχετικά με το πρώτο εργοστάσιο στην Ελλάδα (η έδρα του βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη), το οποίο περνάει στα χέρια των εργατών του, γίνεται όλο και πιο έντονο. Ήταν το 2013 όταν το κλειστό εργοστάσιο, που είχε αφεθεί στην τύχη του από τους προηγούμενες ιδιοκτήτες του, ανοίγει ξανά, με τη διαφορά ότι ο έλεγχος της παραγωγής γίνεται πλέον από τους εργάτες και με όρους αυτοδιεύθυνσης. Μία κατάληψη κι ο μονόδρομος της αυτοδιαχείρισης γίνονται τα όπλα των εργαζομένων ενάντια στην ανεργία και τα συνοδά της αποτελέσματα. Αποφασίζουν να σπάσουν το λουκέτο και μαζί μ’ αυτό να πετύχουν ένα κάθε άλλο παρά αδιάφορο ράγισμα στο οικοδόμημα του ισχύοντος καπιταλιστικού συστήματος.
Κρεμοσάπουνο χεριών, σκόνη και μαλακτικό ρούχων, υγρό πιάτων, καθαριστικά γενικής χρήσης, καθαριστικά για τα τζάμια, αλλά και σαπούνια είναι τα αλληλέγγυα προϊόντα που φτιάχνουν οι εργαζόμενοι της ΒΙΟΜΕ και τα διαθέτουν σε επιλεγμένα στέκια ανά την Ελλάδα. Τα σαπούνια, μάλιστα, εξάγονται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, στην Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ιταλία και τη Γαλλία, όπως σημειώνει ο κύριος Χαριτάκης. Έχει δημιουργηθεί, επίσης, ένα δίκτυο αλληλέγγυων εγχειρημάτων μέσω ενός συνεδρίου, που έλαβε χώρα στη Γαλλία, υπό τον τίτλο Οικονομία των εργαζομένων και αφορούσε αυτοδιαχειριζόμενες ή κατειλημμένες επιχειρήσεις, και τον ερχόμενο Οκτώβρη θα επαναληφθεί στο χώρο της ΒΙΟΜΕ με συμμετοχές εργατικών ενώσεων και σωματείων ακόμη και από τη Βόρειο Αφρική.
Ήδη από την αρχή, κύριο μέλημα των εργαζομένων ήταν το άνοιγμα του εργοστασίου στην κοινωνία. «Η απόφαση να λειτουργήσει ξανά το εργοστάσιο συναποφασίστηκε με ένα κομμάτι αλληλέγγυου κόσμου που είχε πλαισιώσει τον αγώνα», λέει ο κύριος Χαριτάκης. «Οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, πρώτα στη Θεσσαλονίκη, κι έπειτα στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας, είχαν οργανικό ρόλο όχι μόνο στη στήριξη και τη διάδοση του εγχειρήματος, αλλά και στις αποφάσεις σχετικά με την εξέλιξή του». Όμως, είναι και το άνοιγμα του ίδιου του χώρου του εργοστασίου που αποτελεί συνιστώσα της κοινωνικής συνισταμένης. «Φιλοξενούμε πολιτιστικές εκδηλώσεις, παζάρια χωρίς μεσάζοντες, συναυλίες. Έχουμε διαθέσει ένα χώρο για την αποθήκευση των ειδών πρώτης ανάγκης που διανέμονται στους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ειδομένη, ενώ εδώ και κάποιους μήνες λειτουργεί, σε συνεργασία με το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης, εργατικό ιατρείο αλληλεγγύης, ανοιχτό σε όλο τον κόσμο: σε εργαζόμενους, άνεργους, μετανάστες, ανασφάλιστους». Είναι σαφές πως τα τείχη κι η απομόνωση δεν ταιριάζουν στη ΒΙΟΜΕ.
«Θα επιμένεις», γράφει ο Άρης Αλεξάνδρου στο ομότιτλο ποίημα, «πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου/θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο». «Εμείς χρειάστηκε να πριονίσουμε δύο ειδών πέτρες: εσωτερικές και εξωτερικές», συμπεραίνει ο Κώστας Χαριτάκης. «Οι εσωτερικές είναι τα βαρίδια που κρατούν δέσμια τη μέση συνείδηση των ανθρώπων και των εργαζομένων. Όσοι πήραν μέρος στη ΒΙΟΜΕ δεν ήταν επαναστάτες ή όλοι ομοϊδεάτες, αλλά καθημερινοί άνθρωποι, με διαφορετικές απόψεις, με διαφορετικές πολιτικές διαδρομές, από διάφορους χώρους. Άλλοι τόλμησαν συνειδητά, άλλοι δοκιμαστικά κι άλλοι, που ήταν πολύ αρνητικοί στην αρχή, στη συνέχεια μπήκαν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό στο εγχείρημα. Κάποιοι εγκατέλειψαν κι αυτό είναι σεβαστό. Οι εξωτερικές πέτρες, από την άλλη, είναι το θέμα της ιδιοκτησίας, αυτής της…ιερής αγελάδας του καπιταλισμού, των αφεντικών, του δικαστικού και πολιτικού συστήματος, όπως και των θεσμικών οργάνων του συνδικαλιστικού συστήματος. Ήρθαμε αντιμέτωποι με όλους», συμπληρώνει.
Η πρώην εργοδοσία δεν έχει καταθέσει ακόμη τα δεδουλευμένα των προηγούμενων ετών κι η απορία για το αν βγαίνει, τελικά, το μεροκάματο τρία χρόνια μετά την επαναλειτουργία του εργοστασίου παραμένει. Η απάντηση είναι σαφής: «Είμαστε πάνω από το επίδομα ανεργίας. Αυτό δεν είναι ικανοποιητικό, όμως είναι μια νίκη. Καταφέραμε να μην το παίρνουμε από το κράτος, αλλά να το παίρνουμε μόνοι μας, με τα χέρια μας και φυσικά με τη στήριξη και την αλληλεγγύη της κοινωνίας. Τη στιγμή που θα πετύχουμε ένα σημαντικό πλεόνασμα, θα επιστρέψουμε μέρος αυτού στην κοινωνία, αυτό εξάλλου σημαίνει αλληλεγγύη».
Μέχρι το τέλος Ιουνίου το οικόπεδο που στεγάζεται η ΒΙΟΜΕ είναι προστατευμένο από τη νομοθετική ρύθμιση που ανέστειλε τους πλειστηριασμούς για ένα εξάμηνο, ενώ έχει ήδη ζητηθεί η εξαίρεσή του και η συνέχιση της διαδικασίας με τα υπόλοιπα οικόπεδα , στα οποία στεγαζόταν το σύνολο της επιχείρησης προ πτώχευσης. «Στο παρελθόν, ο ίδιος κίνδυνος, του πλειστηριασμού, αντιμετωπίστηκε κινηματικά και με επιτυχία μέσω συνεχών αποκλεισμών και κινητοποιήσεων τις μέρες αυτών. Μετά την εκπνοή αυτού του εξαμηνιαίου διαστήματος, δε θέλουμε να βρεθούμε στην ίδια κατάσταση, γι’ αυτό κλιμακώνουμε τόσο την παραγωγική μας δραστηριότητα όσο και την κοινωνική, αγωνιστική μας δράση».
Δίπλα στη νομική λύση για την περίπτωση της ΒΙΟΜΕ, δεν θα μπορούσε ν’ απουσιάζει κι η πολιτική: «να κατοχυρωθεί αυτό που κάνουμε, να συνεχιστεί να γίνεται χωρίς την απειλή της καταστολής ή της έξωσης. Εκεί που θα ήταν μια ερειπωμένη εγκατάσταση, εμείς συνεχίζουμε μια δραστηριότητα και, μάλιστα, μ’ έναν τρόπο που πιστεύουμε ότι είναι πολύ πιο δημιουργικός και πολύ πιο ουσιαστικός για τον εργαζόμενο και την κοινωνία».
Η αλληλέγγυα οικονομία της ΒΙΟΜΕ, ωστόσο, φύεται και μεγαλώνει μέσα σε χώμα μπολιασμένο με κανόνες και νόμους αντιδιαμετρικά αντίθετους με τις αρχές της. «Νομίζω ότι η δύναμη της δική μας εργασίας και της αλληλεγγύης μπορεί είναι πολύ πιο δυνατή απ’ όσο θεωρούμε ακόμη κι εμείς οι ίδιοι. Είναι αρκετά δυνατή για ν’ αντιμετωπίσει τις επιθέσεις και τα εμπόδια που συνθλίβουν την κοινωνία συνολικά», καταλήγει ο κύριος Χαριτάκης.
Το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ ακολούθησαν προσφάτως κι οι επονομαζόμενοι Ρομπέν του Ξύλου, το κατειλημμένο, αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο επεξεργασίας ξυλείας στην Ημαθία. «Μπορούν να γενικευτούν αυτές οι πρακτικές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για κάτι εύκολο ή με δεδομένη κατάληξη. Το κίνημα της αυτοδιαχείρισης είναι συστατικό στοιχείο του ευρύτερου εργατικού και κοινωνικού κινήματος, αναγκαίο για να έρθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός που όλοι επιθυμούμε. Συγκριτικά με άλλες μορφές αγώνα και διεκδίκησης, είναι ένας τρόπος άμεσης αλλαγής κάποιων σχέσεων εργασίας και συνθηκών παραγωγής, έστω και σε μια μικρή κλίμακα. Εντούτοις, από τη μικρή κλίμακα μπορεί να γίνει αντιληπτό τι είναι αυτό που επιδιώκουμε και στη μεγάλη κλίμακα της κοινωνίας. Από μόνο του, όμως, δεν μπορεί να δώσει συνολική πολιτική και κοινωνική απάντηση.»
Η καρυδόψυχα αυτού του εγχειρήματος, που ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια και φαίνεται να προχωρά, μαινόμενο, προς το μέλλον, ίσως να είναι η αλλαγή που έχει τελεστεί στις συνήθεις τακτικές που ακολουθούσαν οι εργαζόμενοι. «Είναι εξαιρετικής σημασίας η αυτοεκπαίδευση όλων μας. Από εκεί που έχεις μάθει να λειτουργείς σαν ένας εργαζόμενος μ’ έναν επιστάτη από πάνω σου, σε μια ιεραρχική λειτουργία στην οποία εσύ απλώς εκτελείς ορισμένα καθήκοντα, ξαφνικά θα πρέπει να διευθύνεις μαζί με όλους τους υπόλοιπους ισότιμα και συλλογικά μια ολόκληρη διαδικασία. Να τη διευθύνεις με τρόπο που δεν θα έχεις την ευκολία της εκμετάλλευσης του εργαζόμενου ή της επιβάρυνσης της φύσης, αλλά με τους περιορισμούς, πρώτον, του ότι όλοι πρέπει να είμαστε ελεύθεροι κι αξιοπρεπείς και, δεύτερον, ότι η φύση δεν πρέπει να επιβαρύνεται από τη δική μας δραστηριότητα».
Στο τέλος της ημέρας, το ερώτημα που καλείται ο καθείς ν’ απαντήσει είναι ένα και μοναδικό: ποιες είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες θέλουμε να ζούμε; Κι αν δώσουμε μιαν απάντηση, το επόμενο βήμα είναι ν’ αναλογιστούμε αν μπορούμε να τις διαμορφώσουμε. «Εμείς οι εργαζόμενοι, οι δημιουργοί του πλούτου, μπορούμε να τα καταφέρουμε και όχι μόνο στο μικρό εργοστάσιο, αλλά συνολικά στην κοινωνία. Μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας, χωρίς αφεντικά, και, μάλιστα, καλύτερα. Μπορούμε να συνεργαστούμε και όχι ν’ ανταγωνιζόμαστε στις αγορές εργασίας του καπιταλισμού. Το σύνθημά μας είναι: μπορούμε. Δεν μπορείτε εσείς; Mπορούμε εμείς», δηλώνει με σιγουριά ο κύριος Χαριτάκης.
Ίσως, Κεμάλ, ήρθε η ώρα να διακόψεις τον ύπνο σου. Ίσως, τελικά, αυτός ο κόσμος να μπορεί ν’ αλλάξει.