από ArtiNews
Η πρώτη κραυγή μας ήταν κραυγή μοναξιάς. Στην επικράτεια του πόνου και του θανάτου ή του έρωτα, επίσης ο καθένας μας είναι μόνος. Για τον M. Cioran, «είμαστε τόσο μόνοι σ’ αυτή τη ζωή που πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως η μοναξιά του θανάτου δεν είναι παρά ένα σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης».
Για τον Καβάφη, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ/μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη/Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον/Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Ο Ρίτσος στη «Σονάτα του σεληνόφωτος» αφιερώνει στη μοναξιά τους εμβληματικούς του στίχους: "Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,/μοναχός στη δόξα και στο θάνατο". Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γράφει: «Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,/μόνος έζησα του κάκου,κι όπως ήρθα και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου». «Η μοναξιά είναι για το πνεύμα ό,τι η δίαιτα για το σώμα», έγραψε ο Νίτσε ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι «αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε θεός». Για άλλους είναι όπως το σκοτάδι, η απουσία του φωτός, νοείται ως απουσία. Ωστόσο, όλη η εμπειρία της ζωής υποστηρίζει τη συνεχή αλλαγή και σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, δεν μπορείς να προσκολληθείς σε τίποτα. Γι αυτό η μοναξιά είναι και η ελευθερία από το φόβο του να νιώθεις μόνος. Η εμπειρία της μοναχικότητας ξεδιαλύνει την ταυτότητά μας. Για τον Μπέρναρντ Σω «Το να μπορείς να αντέχεις τη μοναξιά και, επιπλέον, να την απολαμβάνεις, είναι μεγάλο προσόν».
Για την Hannah Arend («Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», εκδ. Ευρύαλος), η αποξένωση δεν ταυτίζεται με τη μοναξιά. Ο πρώτος που έκανε τη διάκριση μεταξύ μοναξιάς και αποξένωσης, γράφει, ήταν ο Επίκτητος, ο ελληνικής καταγωγής απελευθερωμένος σκλάβος και φιλόσοφος. Όπως παρατηρεί ο Επίκτητος (Διατριβαί, Βιβλίο 3, Κεφ. 13), ο αποξενωμένος άνθρωπος περιτριγυρίζεται από άλλους ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί να έχει κάποια επαφή μαζί τους και είναι εκτεθειμένος στην εχθρότητά τους. Ο μοναχικός, αντίθετα, είναι μόνος και μπορεί γι΄αυτό «να είναι μαζί με τον εαυτό του». Στη μοναξιά είμαστε δηλαδή «με τον εαυτό μας», ενώ στην αποξένωση είμαστε στην πραγματικότητα εγκαταλειμμένοι απ΄όλους. Κάθε σκέψη γεννιέται στη μοναξιά και είναι ένας διάλογος με τον εαυτό μας. Αυτό που κάνει τόσο αφόρητη την αποξένωση είναι η απώλεια του εαυτού, που δεν υπάρχει πραγματικά στη μοναξιά που μπορεί να είναι λυτρωτική, όταν αποτελεί επιλογή, και κατάρα όταν επιβάλλεται αναγκαστικά. Η μοναξιά ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Γίνεται καταφύγιο όταν ο αγαπημένος άλλος είναι απών ή ψευδαισθητικά παρών. Μοναξιά νοιώθουμα νεογέννητα, αποκομμένα από τον πλακούντα, με την κραυγή και το κλάμα εκφράζοντας τη βαριά απόγνωση, τον ανοίκειο χωρισμό από τα σπλάχνα της μητέρας όπου βρίσκαμε ως τότε καταφύγιο. Συνδέεται με τις ψευδαισθήσεις και την αδυναμία επικοινωνίας των εραστών, την απόρριψη, με μια μητέρα που κοιτάζει το παιδί της να κοιμάται και συλλογίζεται το άγνωστο μέλλον του, την επιθανάτια αγωνία, την έλλειψη επικοινωνίας.
Για την Φρανσουάζ Ντολτό (μετάφραση: Ελισάβετ Κούκη, επιμέλεια σειράς: Ηλίας Γιούρης, Σμίλη, 2008), είναι η μοναξιά του πλούσιου και του φτωχού, του δυστυχισμένου παιδιού, του άρρωστου, του ηλικιωμένου. Είναι η μοναξιά των γιορτών, του κρυφού πόνου, της δουλειάς, της απώλειας της πίστης, κάθε απώλειας. Είναι θελκτική ωστόσο όταν παραδινόμαστε στη μαγεία των ρεμβασμών μας. Η πορεία της επιθυμίας, λέει, η Ντολτό χαράσσεται με την εναλλαγή μοναξιάς και επικοινωνίας. Εξημμένη από τη μοναξιά, η επιθυμία εφευρίσκει τρόπους για να διαμεσολαβηθεί η επικοινωνία. Η μοναξιά είναι άλλοτε ανοίκεια κι άλλοτε ελκυστική ή απειλητική, μαρασμός ή διέγερση της επιθυμίας. Είναι συγκροτητικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, συνθήκη πρωτεϊκή που οδηγεί στο αναπάντεχο της συνάντησης με τον άλλον και τον εαυτό όσο και στην απώλεια του εαυτού.
Η μοναξιά, μας ωθεί να αγγίξουμε και να υπερβούμε τα όρια μας, γράφει η Ντολτό. Το 1975, αντιμέτωπη με την ασθένεια του συντρόφου της Μπορίς Ντολτό, επιχειρεί μια γραφή σε ύφος προσωπικού ημερολογίου και αποκαλύπτει τις διαφορετικές όψεις της μοναξιάς, της παράδοξης αυτής εμπειρίας που είναι εγγενής της υπόστασής μας από τη στιγμή της γέννησης ως τα γηρατειά. Η Ντολτό αναδεικνύει όψεις της μοναξιάς συναιρώντας τον θεωρητικό, ψυχαναλυτικό λόγο, την κλινική εμπειρία και το προσωπικό της βίωμα: «Δίχως εσένα, Μοναξιά του ανθρώπινου Ζην, που από τα παιδικά χρόνια ως τα γηρατειά, είσαι παγίδα ή οίστρος της ανθρώπινης επιθυμίας... δεν θα υπήρχαν παρά μονόλογες σκέψεις, δεν θα υπήρχαν καθόλου έργα, καθόλου πολιτισμός, γέλια παιδιών, χαρά, γιορτές ποίησης, τέχνες, επιστήμες».
Παναγιώτα Ψυχογιού
Η πρώτη κραυγή μας ήταν κραυγή μοναξιάς. Στην επικράτεια του πόνου και του θανάτου ή του έρωτα, επίσης ο καθένας μας είναι μόνος. Για τον M. Cioran, «είμαστε τόσο μόνοι σ’ αυτή τη ζωή που πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως η μοναξιά του θανάτου δεν είναι παρά ένα σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης».
Για τον Καβάφη, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ/μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη/Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον/Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Ο Ρίτσος στη «Σονάτα του σεληνόφωτος» αφιερώνει στη μοναξιά τους εμβληματικούς του στίχους: "Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,/μοναχός στη δόξα και στο θάνατο". Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γράφει: «Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,/μόνος έζησα του κάκου,κι όπως ήρθα και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου». «Η μοναξιά είναι για το πνεύμα ό,τι η δίαιτα για το σώμα», έγραψε ο Νίτσε ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι «αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε θεός». Για άλλους είναι όπως το σκοτάδι, η απουσία του φωτός, νοείται ως απουσία. Ωστόσο, όλη η εμπειρία της ζωής υποστηρίζει τη συνεχή αλλαγή και σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, δεν μπορείς να προσκολληθείς σε τίποτα. Γι αυτό η μοναξιά είναι και η ελευθερία από το φόβο του να νιώθεις μόνος. Η εμπειρία της μοναχικότητας ξεδιαλύνει την ταυτότητά μας. Για τον Μπέρναρντ Σω «Το να μπορείς να αντέχεις τη μοναξιά και, επιπλέον, να την απολαμβάνεις, είναι μεγάλο προσόν».
Για την Hannah Arend («Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», εκδ. Ευρύαλος), η αποξένωση δεν ταυτίζεται με τη μοναξιά. Ο πρώτος που έκανε τη διάκριση μεταξύ μοναξιάς και αποξένωσης, γράφει, ήταν ο Επίκτητος, ο ελληνικής καταγωγής απελευθερωμένος σκλάβος και φιλόσοφος. Όπως παρατηρεί ο Επίκτητος (Διατριβαί, Βιβλίο 3, Κεφ. 13), ο αποξενωμένος άνθρωπος περιτριγυρίζεται από άλλους ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί να έχει κάποια επαφή μαζί τους και είναι εκτεθειμένος στην εχθρότητά τους. Ο μοναχικός, αντίθετα, είναι μόνος και μπορεί γι΄αυτό «να είναι μαζί με τον εαυτό του». Στη μοναξιά είμαστε δηλαδή «με τον εαυτό μας», ενώ στην αποξένωση είμαστε στην πραγματικότητα εγκαταλειμμένοι απ΄όλους. Κάθε σκέψη γεννιέται στη μοναξιά και είναι ένας διάλογος με τον εαυτό μας. Αυτό που κάνει τόσο αφόρητη την αποξένωση είναι η απώλεια του εαυτού, που δεν υπάρχει πραγματικά στη μοναξιά που μπορεί να είναι λυτρωτική, όταν αποτελεί επιλογή, και κατάρα όταν επιβάλλεται αναγκαστικά. Η μοναξιά ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Γίνεται καταφύγιο όταν ο αγαπημένος άλλος είναι απών ή ψευδαισθητικά παρών. Μοναξιά νοιώθουμα νεογέννητα, αποκομμένα από τον πλακούντα, με την κραυγή και το κλάμα εκφράζοντας τη βαριά απόγνωση, τον ανοίκειο χωρισμό από τα σπλάχνα της μητέρας όπου βρίσκαμε ως τότε καταφύγιο. Συνδέεται με τις ψευδαισθήσεις και την αδυναμία επικοινωνίας των εραστών, την απόρριψη, με μια μητέρα που κοιτάζει το παιδί της να κοιμάται και συλλογίζεται το άγνωστο μέλλον του, την επιθανάτια αγωνία, την έλλειψη επικοινωνίας.
Για την Φρανσουάζ Ντολτό (μετάφραση: Ελισάβετ Κούκη, επιμέλεια σειράς: Ηλίας Γιούρης, Σμίλη, 2008), είναι η μοναξιά του πλούσιου και του φτωχού, του δυστυχισμένου παιδιού, του άρρωστου, του ηλικιωμένου. Είναι η μοναξιά των γιορτών, του κρυφού πόνου, της δουλειάς, της απώλειας της πίστης, κάθε απώλειας. Είναι θελκτική ωστόσο όταν παραδινόμαστε στη μαγεία των ρεμβασμών μας. Η πορεία της επιθυμίας, λέει, η Ντολτό χαράσσεται με την εναλλαγή μοναξιάς και επικοινωνίας. Εξημμένη από τη μοναξιά, η επιθυμία εφευρίσκει τρόπους για να διαμεσολαβηθεί η επικοινωνία. Η μοναξιά είναι άλλοτε ανοίκεια κι άλλοτε ελκυστική ή απειλητική, μαρασμός ή διέγερση της επιθυμίας. Είναι συγκροτητικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, συνθήκη πρωτεϊκή που οδηγεί στο αναπάντεχο της συνάντησης με τον άλλον και τον εαυτό όσο και στην απώλεια του εαυτού.
Η μοναξιά, μας ωθεί να αγγίξουμε και να υπερβούμε τα όρια μας, γράφει η Ντολτό. Το 1975, αντιμέτωπη με την ασθένεια του συντρόφου της Μπορίς Ντολτό, επιχειρεί μια γραφή σε ύφος προσωπικού ημερολογίου και αποκαλύπτει τις διαφορετικές όψεις της μοναξιάς, της παράδοξης αυτής εμπειρίας που είναι εγγενής της υπόστασής μας από τη στιγμή της γέννησης ως τα γηρατειά. Η Ντολτό αναδεικνύει όψεις της μοναξιάς συναιρώντας τον θεωρητικό, ψυχαναλυτικό λόγο, την κλινική εμπειρία και το προσωπικό της βίωμα: «Δίχως εσένα, Μοναξιά του ανθρώπινου Ζην, που από τα παιδικά χρόνια ως τα γηρατειά, είσαι παγίδα ή οίστρος της ανθρώπινης επιθυμίας... δεν θα υπήρχαν παρά μονόλογες σκέψεις, δεν θα υπήρχαν καθόλου έργα, καθόλου πολιτισμός, γέλια παιδιών, χαρά, γιορτές ποίησης, τέχνες, επιστήμες».
Η μοναξιά νοείται ως παγίδα και ανία ή οδύνη μετά από αναπόφευκτο χωρισμό αλλά και φορέας νέων δρόμων, αναζωπύρωση της επιθυμίας. Συνδέεται με την κτητικότητα των γονιών προς τα παιδιά επειδή φοβούνται να έρθουν αντιμέτωποι με τη μοναξιά τους, πηγή ζωής και θανάτου, συνώνυμο μάλλον της ζωής της ίδιας στις πολλαπλές της εκφάνσεις. Για μερικούς ανθρώπους η μοναξιά είναι απόδραση όχι από τους άλλους, αλλά από τον εαυτό τους. Ξεκινώντας από την πρωταρχική μοναξιά του βρέφους που βιώνει ως μοναξιά τους πολλαπλούς αποχωρισμούς και τους αντισταθμίζει, εντέλει, με τη γλώσσα, μας ακολουθεί ως τη στιγμή του θανάτου. Για την Ντολτό, η μοναξιά θεωρείται ως μια κατεξοχήν ρευστή και απροσδιόριστη έννοια, ως συνώνυμο της ζωής όπου το νόημα της ζωής μπορεί να επιβεβαιώνεται και συγχρόνως να απειλείται. «Η πιο μεγάλη οδύνη όταν αγαπάμε κάποιον είναι η αδυναμία μας να τον εμποδίσουμε να υποφέρει από τη μοναξιά του», γράφει.
Για τον Οδυσσέα Ελύτη, «η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς.» Στην «Ιδιωτική οδό γράφει: «Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ‘χα πεθάνει της πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.»
Η ιστορία της μοναξιάς είναι η ιστορία των τραυμάτων, των ερώτων και των φιλικών μας σχέσεων. Όπως το το πένθος είναι κι αυτή η αρχή της ζωής καθώς δεν υπάρχει ζωή χωρίς πένθος. Αν δεν υπήρχε πένθος θα είμαστε ακόμα στην κοιλιά της μάνας μας. Με ένα κλάμα γεννιόμαστε και αυτό το κλάμα σηματοδοτεί το πρώτο πένθος και τη συναίσθηση της μοναξιάς καθώς φεύγουμε από την θαλπωρή του ενδομήτριου παραδείσου. Ωστόσο, χωρίς πένθος, χωρίς απώλεια, χωρίς αποχωρισμό από μια προηγούμενη κατάσταση δεν υπάρχει ζωή. Όλοι παλεύουμε να βγούμε αρτιμελείς μέσα από την αναμέτρηση με τη φθορά, το θάνατο και την απώλεια όντας συνεχώς σε διάλογο με τη μοναξιά. Στις σημαντικές στιγμές της ζωής είμαστε πάντα μόνοι και η μοναξιά προσθέτει θλίψη αλλά και ομορφιά στη ζωή αυτή. Δίνει μια ιδιαίτερη απόχρωση στα ηλιοβασιλέματα και στις νύχτες μας, είναι τόπος εξαγνισμού, όσο και μαρτυρίου.
Για τον Οδυσσέα Ελύτη, «η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς.» Στην «Ιδιωτική οδό γράφει: «Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ‘χα πεθάνει της πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.»
Η ιστορία της μοναξιάς είναι η ιστορία των τραυμάτων, των ερώτων και των φιλικών μας σχέσεων. Όπως το το πένθος είναι κι αυτή η αρχή της ζωής καθώς δεν υπάρχει ζωή χωρίς πένθος. Αν δεν υπήρχε πένθος θα είμαστε ακόμα στην κοιλιά της μάνας μας. Με ένα κλάμα γεννιόμαστε και αυτό το κλάμα σηματοδοτεί το πρώτο πένθος και τη συναίσθηση της μοναξιάς καθώς φεύγουμε από την θαλπωρή του ενδομήτριου παραδείσου. Ωστόσο, χωρίς πένθος, χωρίς απώλεια, χωρίς αποχωρισμό από μια προηγούμενη κατάσταση δεν υπάρχει ζωή. Όλοι παλεύουμε να βγούμε αρτιμελείς μέσα από την αναμέτρηση με τη φθορά, το θάνατο και την απώλεια όντας συνεχώς σε διάλογο με τη μοναξιά. Στις σημαντικές στιγμές της ζωής είμαστε πάντα μόνοι και η μοναξιά προσθέτει θλίψη αλλά και ομορφιά στη ζωή αυτή. Δίνει μια ιδιαίτερη απόχρωση στα ηλιοβασιλέματα και στις νύχτες μας, είναι τόπος εξαγνισμού, όσο και μαρτυρίου.