Κλειώ Βλαχάκη
Ψιλο-λόγια
9/9/2016
Ηράκλειο
«Ήρθες, είδες, απήλθες. Κι εγώ σου γράφω ακόμα γράμματα. Ο καθένας πορεύεται όπως μπορεί. Άλλος με τις λέξεις του κι άλλος με την απουσία. Εμένα η ανάγκη μου είναι γράμματα. Θαρρώ πως έτσι βρίσκω μαξιλάρι κι ακουμπώ για λίγο την ψυχή μου. Παράξενα πλάσματα είμαστε! Θα φτάσουμε στο τέρμα και δε θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε την αλήθεια. Δεν είναι μία. Ευτυχώς γιατί θα θέλαμε όλοι από το ίδιο μερίδιο και θα ξεσκίζαμε πάλι τις σάρκες μας.
Ο νοτιάς τις τελευταίες μέρες έχει στήσει πανηγύρι. Κάθε Σεπτέμβρη μου δίνει ραντεβού. Και τότε θυμάμαι την υπόσχεση που είχα δώσει και πιάνω μολύβι και χαρτί και σου γράφω. Ήθελα να προλάβω να σου πω ότι μου λείπεις. Μόνο γι’ αυτό δε θα ’θελα να μου κόψουν τη γλώσσα. Θα τους παρακαλούσα, θα τους ικέτευα, θα τους έταζα το πιο μεγάλο, το πιο σπουδαίο, το πιο ακριβό. Ποτέ δεν κατάφερα να σου το πω. Πάντα σου το έγραφα μα το ρημάδι το στόμα μια φορά δεν το άνοιξα. Αυτές τις μέρες όμως έχω εκείνο το φόβο του προσωρινού. Με έπιανε από παιδί. Μια φίλη μου λέει πως είναι διαταραχή και πρέπει να πάω σε κάποιον ειδικό. Εγώ είμαι σίγουρη ότι μεγαλώνω και μεγαλώνουν και οι απώλειες. Πληθαίνουν οι πουτάνες!
Όταν ήμουν πιο μικρή είχα αποκούμπι εκείνο το καραβάνι της ελπίδας. Μετά το εγκατέλειψα. Η ελπίδα είναι δίκοπο μαχαίρι. Σε κάνει να περιμένεις και περιμένεις μέχρι το άπειρο. Ευτυχώς που το κατάλαβα νωρίς γιατί εκείνα τα στερητικά άλφα με είχαν αποδιοργανώσει. Και ο μέλλοντας δεν ήταν ο αγαπημένος μου χρόνος. Ξεχνούσα τον ενεστώτα. Γιατί τον ξεχνάμε όλοι; Πόσο παράξενα πλάσματα!
Δε μου αρέσουν τα καλοκαίρια. Αρέσουν σε όλους. Εμένα λιώνουν τα χέρια μου. Είναι κέρινα. Κι ήθελα τόσο πολύ να σου γράψω δυο στίχους. Τώρα δεν έχω τρόπο να σε αγγίξω. Τώρα δεν έχω χρόνο. Τον σπατάλησα να σε περιμένω. Τρώγοντας τα νύχια μου από αγωνία, έφαγα και τις σάρκες μου. Δε φταις. Ο καθένας έχει τις ανάγκες του. Αγαπάμε και περιμένουμε να μας αγαπά και ο άλλος; Μα αφού η αγάπη είναι προσωπική υπόθεση.
Το Σάββατο βρεθήκαμε σε ένα καφενείο ενός χωριού να πίνουμε ρακές. Δυο ελιές, ένα κομμάτι φέτα, δυο παξιμάδια, μια τομάτα κομμένη στα τέσσερα. Κάτσαμε έξω στην αυλή κάτω από την κιτρινισμένη κληματαριά. Το φθινόπωρο μου αρέσει να κλωτσάω τα φύλλα. Κάνουν εκείνο το τρίξιμο που μοιάζει με ρέκβιεμ! Αργά το απόγευμα και μας βρήκε το βράδυ. Ο τίτλος ήταν «μνημόσυνο». Φέρνει η μνήμη θύμησες και νοσταλγία. Μαζί με εκείνον μνημόνευα και όλα τα άλλα. Ταύτιση ανθρώπων. Διαφορετικές ζωές. Πιο στομωμένες, πιο κλειστές. Όλο το βράδυ έλεγα την ίδια φράση: «Ξέρω πώς νιώθει απόψε. Τον νιώθω. Σα να του μιλώ. Κι εκείνος ξέρει».
Είχε μια δροσιά φθινοπωρινή. Ένα μούχρωμα και μια υγρασία. Κλαίγαμε, γελούσαμε και πάλι από την αρχή. Να πηγαίνουμε ασορτί με τη φύση. Να κουμπώνουμε τουλάχιστον με αυτό μια και με όλα τα άλλα δεν τα καταφέραμε.
Δυο ελιές, ένα κομμάτι φέτα, δυο παξιμάδια και μια τομάτα κομμένη στα τέσσερα. Και στάμπες από κίτρινα φύλλα. Πάντα μου άρεσε να κλωτσάω κίτρινα φύλλα. Εκείνο το βράδυ δεν πόνεσα κανένα. Τα άφησα πεταμένα στη γη να αργοπεθαίνουν. Έβαλα μια ζακετούλα και άναψα τσιγάρο.
Στομωμένες οι ζωές με πρέπει. Να δεις που κανένα βράδυ θα πνιγούμε από τις ανείπωτες λέξεις. Γι’ αυτό σου γράφω. Πριν πνιγώ γιατί στη διαδρομή θα χτυπάω το κεφάλι μου και θα κλαίω που δεν είπα όσα ήθελα να πω.
«Ήρθες, είδες, απήλθες. Κι εγώ σου γράφω ακόμα γράμματα. Ο καθένας πορεύεται όπως μπορεί. Άλλος με τις λέξεις του κι άλλος με την απουσία. Εμένα η ανάγκη μου είναι γράμματα. Θαρρώ πως έτσι βρίσκω μαξιλάρι κι ακουμπώ για λίγο την ψυχή μου. Παράξενα πλάσματα είμαστε! Θα φτάσουμε στο τέρμα και δε θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε την αλήθεια. Δεν είναι μία. Ευτυχώς γιατί θα θέλαμε όλοι από το ίδιο μερίδιο και θα ξεσκίζαμε πάλι τις σάρκες μας.
Ο νοτιάς τις τελευταίες μέρες έχει στήσει πανηγύρι. Κάθε Σεπτέμβρη μου δίνει ραντεβού. Και τότε θυμάμαι την υπόσχεση που είχα δώσει και πιάνω μολύβι και χαρτί και σου γράφω. Ήθελα να προλάβω να σου πω ότι μου λείπεις. Μόνο γι’ αυτό δε θα ’θελα να μου κόψουν τη γλώσσα. Θα τους παρακαλούσα, θα τους ικέτευα, θα τους έταζα το πιο μεγάλο, το πιο σπουδαίο, το πιο ακριβό. Ποτέ δεν κατάφερα να σου το πω. Πάντα σου το έγραφα μα το ρημάδι το στόμα μια φορά δεν το άνοιξα. Αυτές τις μέρες όμως έχω εκείνο το φόβο του προσωρινού. Με έπιανε από παιδί. Μια φίλη μου λέει πως είναι διαταραχή και πρέπει να πάω σε κάποιον ειδικό. Εγώ είμαι σίγουρη ότι μεγαλώνω και μεγαλώνουν και οι απώλειες. Πληθαίνουν οι πουτάνες!
Όταν ήμουν πιο μικρή είχα αποκούμπι εκείνο το καραβάνι της ελπίδας. Μετά το εγκατέλειψα. Η ελπίδα είναι δίκοπο μαχαίρι. Σε κάνει να περιμένεις και περιμένεις μέχρι το άπειρο. Ευτυχώς που το κατάλαβα νωρίς γιατί εκείνα τα στερητικά άλφα με είχαν αποδιοργανώσει. Και ο μέλλοντας δεν ήταν ο αγαπημένος μου χρόνος. Ξεχνούσα τον ενεστώτα. Γιατί τον ξεχνάμε όλοι; Πόσο παράξενα πλάσματα!
Δε μου αρέσουν τα καλοκαίρια. Αρέσουν σε όλους. Εμένα λιώνουν τα χέρια μου. Είναι κέρινα. Κι ήθελα τόσο πολύ να σου γράψω δυο στίχους. Τώρα δεν έχω τρόπο να σε αγγίξω. Τώρα δεν έχω χρόνο. Τον σπατάλησα να σε περιμένω. Τρώγοντας τα νύχια μου από αγωνία, έφαγα και τις σάρκες μου. Δε φταις. Ο καθένας έχει τις ανάγκες του. Αγαπάμε και περιμένουμε να μας αγαπά και ο άλλος; Μα αφού η αγάπη είναι προσωπική υπόθεση.
Το Σάββατο βρεθήκαμε σε ένα καφενείο ενός χωριού να πίνουμε ρακές. Δυο ελιές, ένα κομμάτι φέτα, δυο παξιμάδια, μια τομάτα κομμένη στα τέσσερα. Κάτσαμε έξω στην αυλή κάτω από την κιτρινισμένη κληματαριά. Το φθινόπωρο μου αρέσει να κλωτσάω τα φύλλα. Κάνουν εκείνο το τρίξιμο που μοιάζει με ρέκβιεμ! Αργά το απόγευμα και μας βρήκε το βράδυ. Ο τίτλος ήταν «μνημόσυνο». Φέρνει η μνήμη θύμησες και νοσταλγία. Μαζί με εκείνον μνημόνευα και όλα τα άλλα. Ταύτιση ανθρώπων. Διαφορετικές ζωές. Πιο στομωμένες, πιο κλειστές. Όλο το βράδυ έλεγα την ίδια φράση: «Ξέρω πώς νιώθει απόψε. Τον νιώθω. Σα να του μιλώ. Κι εκείνος ξέρει».
Είχε μια δροσιά φθινοπωρινή. Ένα μούχρωμα και μια υγρασία. Κλαίγαμε, γελούσαμε και πάλι από την αρχή. Να πηγαίνουμε ασορτί με τη φύση. Να κουμπώνουμε τουλάχιστον με αυτό μια και με όλα τα άλλα δεν τα καταφέραμε.
Δυο ελιές, ένα κομμάτι φέτα, δυο παξιμάδια και μια τομάτα κομμένη στα τέσσερα. Και στάμπες από κίτρινα φύλλα. Πάντα μου άρεσε να κλωτσάω κίτρινα φύλλα. Εκείνο το βράδυ δεν πόνεσα κανένα. Τα άφησα πεταμένα στη γη να αργοπεθαίνουν. Έβαλα μια ζακετούλα και άναψα τσιγάρο.
Κι αλήθεια, ήξερα ακριβώς πώς ένιωθες.
Κι αλήθεια, ήξερες ακριβώς πώς ένιωθα.
Στομωμένες οι ζωές με πρέπει. Να δεις που κανένα βράδυ θα πνιγούμε από τις ανείπωτες λέξεις. Γι’ αυτό σου γράφω. Πριν πνιγώ γιατί στη διαδρομή θα χτυπάω το κεφάλι μου και θα κλαίω που δεν είπα όσα ήθελα να πω.
Πέθανε ο Θάνος. Εκείνο το βράδυ που πίναμε στο καφενείο για εκείνον τα πίναμε. Πενθούμε. Δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Εμείς ξέρουμε. Έχω το βιβλίο του. Διάλεξα ένα απόσπασμα για σένα. Στην αρχή σκέφτηκα πως είναι ένας τρόπος να απολογηθώ και να δικαιολογηθώ που σου γράφω. Μα ύστερα σκέφτηκα πως δεν πρέπει να έχουμε ανάγκη να δικαιολογήσουμε την αγάπη. Αγαπώ σημαίνει αγαπώ και τίποτα άλλο. Μη ρωτήσεις ποτέ κανέναν άνθρωπο γιατί. Αν βρει απάντηση δεν αγαπά. Λέει ψέματα.
«Σ’ αγαπώ
κι όταν χτυπάει μεσάνυχτα
κι όταν ακούγεται ο τελευταίος ασπασμός μιας πόρτας πίσω μας
κι όταν πρέπει να υπομείνουμε πολύ
κι όταν χτυπάει μεσάνυχτα
κι όταν ακούγεται ο τελευταίος ασπασμός μιας πόρτας πίσω μας
κι όταν πρέπει να υπομείνουμε πολύ
κι όταν χρειάζεται τα δικά μας παράθυρα να ανοίγουμε
κι όταν καθόλου δεν ξεκουράζεται αυτό το “σ’ αγαπώ”
ολοένα
διαρκώς
ανάμεσα στους δαίμονες και στα θαύματα
συνέχεια
Σ’ ΑΓΑΠΩ».
κι όταν καθόλου δεν ξεκουράζεται αυτό το “σ’ αγαπώ”
ολοένα
διαρκώς
ανάμεσα στους δαίμονες και στα θαύματα
συνέχεια
Σ’ ΑΓΑΠΩ».
Έτσι θα κλείσω. Εκείνος τα είπε όλα.
«Καλή αντάμωση…»
Υ. Γ. Μια φίλη με πήρε τηλέφωνο.
– Γιατί δε γράφεις κάτι για το Θάνο; Αφού ξέρω την αδυναμία που του έχεις.
– Τα έγραψαν όλα. Κι έπειτα νομίζω πως ό,τι γράψω θα είναι λίγο, μικρό.
– Γράψε αυτό που νιώθεις.
Σήμερα αποφάσισα να γράψω σε κάποιον άλλο που κι εκείνος αγαπούσε πολύ το Θάνο. Και να μιλήσω για την αγάπη που είναι η αρχή και το τέλος. Ο πιο ισχυρός αλλά ξεχασμένος θεός. Όμως ακόμα αναρωτιέμαι: Αφού τον αγαπούσαμε τόσο γιατί πέθανε;
«Καλή αντάμωση…»
Υ. Γ. Μια φίλη με πήρε τηλέφωνο.
– Γιατί δε γράφεις κάτι για το Θάνο; Αφού ξέρω την αδυναμία που του έχεις.
– Τα έγραψαν όλα. Κι έπειτα νομίζω πως ό,τι γράψω θα είναι λίγο, μικρό.
– Γράψε αυτό που νιώθεις.
Σήμερα αποφάσισα να γράψω σε κάποιον άλλο που κι εκείνος αγαπούσε πολύ το Θάνο. Και να μιλήσω για την αγάπη που είναι η αρχή και το τέλος. Ο πιο ισχυρός αλλά ξεχασμένος θεός. Όμως ακόμα αναρωτιέμαι: Αφού τον αγαπούσαμε τόσο γιατί πέθανε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.