Τα σχεδόν δυόμισι χρόνια της πανδημίας ήταν ένας μικρός θάνατος. Οχι ο «μικρός θάνατος» των Γάλλων, που παραπέμπει στον οργασμό, δημιουργώντας ένα συγκλονιστικό οξύμωρο για την αδιαχώριστη συνάφεια ζωής και θανάτου. Αλλά ένας συλλογικός θάνατος, που εκτός από τα 6,2 εκατ. κυριολεκτικούς θανάτους ανθρώπων που δεν κατάφεραν να παλέψουν τον κορονοϊό ή την αποσάθρωση των εθνικών συστημάτων υγείας, επέφερε εκτεταμένες νεκρώσεις. Νεκρώσεις στην οικονομία, στην παραγωγική δραστηριότητα, στα παγκόσμια συστήματα διανομής αγαθών και υπηρεσιών, στις διεθνείς συναλλαγές, στις διεθνείς σχέσεις, στα δίκτυα τροφοδοσίας με πρώτες ύλες.
Η πανδημία έφερε επίσης μικρούς, μεσαίους και μεγάλους θανάτους στις ανθρώπινες και στις κοινωνικές σχέσεις. Τα παρατεταμένα και διακεκομμένα διαστήματα συλλογικής ή ατομικής απομόνωσης -από τα πρώτα συναινετικά και σχεδόν τρυφερά λοκντάουν της Ευρώπης του 2020 μέχρι τα άγρια, βίαια λοκντάουν της Σανγκάης του 2022- έχουν προκαλέσει μια αισθητή αν και απροσδιόριστου μεγέθους καταστροφή στις διασυνδέσεις των ανθρώπων.
Οι επανασυνδέσεις και οι επανασυγκολλήσεις δεν είναι τόσο ενθουσιώδεις ούτε τόσο πρόθυμες όσο φανταζόμασταν στη διάρκεια της αναγκαστικής αποστασιοποίησης. Λες και στον καθένα μας έχει συντελεστεί ήδη ένας βαθμός θανάτου, ένα ποσοστό νέκρωσης στοιχείων που μας επέτρεπαν να «κουμπώνουμε» με τους άλλους, σαν ακρωτηριασμένα κομμάτια παζλ. Παρέες, φιλίες, συγγένειες, γνωριμίες, δεσμοί έχουν επικίνδυνα χαλαρώσει, τουλάχιστον στη φυσική, σωματική τους εκδοχή. Αμφιβάλλω αν αυτό αναπληρώνεται από την τρομακτική πύκνωση και εντατικοποίηση των εικονικών, διαδικτυακών ή τηλεπικοινωνιακών σχέσεων και συναναστροφών.
Αυτός ο εκτεταμένος μικρός θάνατος των ανθρώπινων σχέσεων στη διάρκεια της πανδημίας ίσως άφησε το ισχυρότερο αποτύπωμα στις εργασιακές σχέσεις. Πέρα από το μεγάλο πείραμα της τηλεργασίας, που σε ορισμένους κλάδους και υπηρεσίες έχει πάρει πια μόνιμα χαρακτηριστικά, τα λοκντάουν αλλά και τα προγράμματα στήριξης των θέσεων εργασίας περισσότερο το 2020 και λιγότερο το 2021, τα μικρά και μεγάλα σοκ που προκλήθηκαν από τις απότομες διακοπές και τις υπεραισιόδοξες επανεκκινήσεις έχουν προκαλέσει τεράστια κινητικότητα στο ανθρώπινο δυναμικό. Ανθρωποι που έμειναν για πολλούς μήνες σε επιδοτούμενη αδράνεια ή που κουράστηκαν από το «σταμάτα-ξεκίνα» και το «άνοιξε-κλείσε», άλλαξαν πεδία, δραστηριότητα, επάγγελμα, περιοχή, ακόμη και χώρα.
Αυτό που σχηματικά αποκαλείται «μεγάλη παραίτηση», και που στις ΗΠΑ έγινε σε κλίμακα δεκάδων εκατομμυρίων, δεν είναι απλώς ένα τυχοδιωκτικό κυνήγι καλύτερης δουλειάς και καλύτερης αμοιβής από τους νεότερους εργαζόμενους με τις πολλές δεξιότητες. Περισσότερο είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής μηχανικής που εφάρμοσαν στη διάρκεια της πανδημίας κράτη και επιχειρήσεις, κλονίζοντας τις εργασιακές σχέσεις και τους συνεκτικούς ιστούς σε κάθε μικρή ή μεγάλη παραγωγική δομή. Η «μεγάλη παραίτηση» είναι πιθανότατα ένας κοινωνικός εξαναγκασμός σε φυγή και σε αναζήτηση ενός ελάχιστου βαθμού ασφάλειας, σταθερότητας και συνοχής. Ισως γι’ αυτό, παρά τα δισεκατομμύρια χαμένες ώρες εργασίας -αυτού του διάχυτου εργασιακού μικρού θανάτου- η ανεργία δεν αυξήθηκε, αντίθετα μειώθηκε παρά την τεράστια ύφεση του 2020. Ωστόσο, η επίπτωση αυτής της μεγάλης αναταραχής στην παραγωγικότητα της εργασίας δεν έχει ακόμη μετρηθεί. Και η αίσθησή μου είναι πως θα αποδειχθεί θανατηφόρα.
Η παγκόσμια πολιτική, οικονομική και επιχειρηματική ελίτ ήταν σχεδόν ηδονικά εξοικειωμένη με τον μικρό θάνατο που προκάλεσε η πανδημία στα δυόμισι χρόνια επέλασής της στον κόσμο. Οπως περίπου είχε συμβεί τη δεκαετία του ’90, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού-ανύπαρκτου σοσιαλισμού», με τις παραμυθίες Φουκουγιάμα για το «τέλος της Ιστορίας», έτσι και τώρα η πανδημία σχεδόν αποθεώθηκε ως η τέλεια «δημιουργική καταστροφή», η μεγάλη ευκαιρία ανασύνθεσης του κόσμου πάνω στα λείψανα των νεκρωμένων μελών και ιστών του. Ο μεγάλος θάνατος του 2020, με την παγκόσμια ύφεση και τις θηριώδεις μειώσεις του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες οικονομίες, προβλήθηκε με τον ζήλο νεοφώτιστου χριστιανού πιστού ως η προϋπόθεση της ανάστασης.
Η θεωρία του ελατηρίου είναι η κλασική μεταγραφή του θεμελιώδους χριστιανικού μύθου στο πεδίο της οικονομίας, κι ας μην το παραδέχονται οι δήθεν ορθολογιστές της οικονομικής μελλοντολογίας. Οπως χωρίς σταύρωση δεν υπάρχει ανάσταση, έτσι και την ύφεση οφείλαμε σχεδόν να τη γλεντήσουμε, γιατί ήταν η προαναγγελία μιας θεαματικής ανάκαμψης, μας έλεγαν σε αδρές γραμμές. Κι αν το 2021 με κάποιο τρόπο οι αριθμοί και μόνο αυτοί τους επιβεβαίωσαν, τι θα μας πουν γι’ αυτή τη ζοφερή χρονιά, που ο θάνατος διαχέεται στην πιο σκληρή και αιματηρή εκδοχή του, στον πόλεμο, κατακερματίζοντας τον κόσμο, τα παγκόσμια δίκτυα ενέργειας και συναλλαγών, τις ενοποιημένες αγορές, τις αλυσίδες παραγωγής και διανομής;
Δεν θα μας πουν τίποτα. Θα καταπιούν τη γλώσσα τους και θα περιμένουν τις εκτιμήσεις για τη μεγάλη ανάσταση και ανάκαμψη να καταρρίπτονται μήνα με τον μήνα, να αναθεωρούνται προς τα κάτω, μέχρι να συρρικνωθούν στο μηδέν και τελικά κάτω απ' αυτό, σε μια καθαρή ύφεση. Τι έγινε; Πώς στράβωσε η δουλειά; Πώς εξαερώθηκε η επηρμένη αισιοδοξία, η βεβαιότητα πως όλα θα πάνε κατ’ ευχήν, κι ας ανεβαίνουν οι τιμές, ας σφάζεται κόσμος στην Ουκρανία, ας μαίνεται παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος; Η ανάσταση αναβάλλεται (αν δεν είναι ήδη νεκρή), εξοικειωθείτε με τους μικρούς, διακεκομμένους θανάτους.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Τα τείχη και η παγκοσμιοποίηση κατέστησαν απαρχαιωμένο έναν δεσμό στον οποίο μας είχαν συνηθίσει οι αναφορές στην οικονομία: μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η μετακίνηση του χρήματος είναι εικονική. Σε μια στιγμή, μέσω διαδικτύου, τα κεφάλαια φτάνουν στην άλλη άκρη της Γης. Όμως το εργατικό δυναμικό, τα «εργατικά χέρια» είναι πραγματικά χέρια που δεν μπορούν να κοπούν από τους βραχίονες και από το σώμα στο οποίο ανήκουν. Και εκείνο το σώμα, ακολουθώντας με απελπισία τις μετακινήσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων, συχνά σταματά να ζει.
Luigi Zoja, «Ο θάνατος του πλησίον»