‘’Και πράγματι, υπάρχουν χιλιάδες από δαύτους, σε κάθε γωνιά της συφιλιασμένης χώρας, σε μαγαζιά, γραφεία, σιδηροδρομικούς σταθμούς, αυτοκίνητα, σπίτια, παμπ- οι Εντός Νόμου τύποι σαν εσάς κι αυτούς, που όλοι τους παραφυλάνε τους Εκτός Νόμου τύπους σαν εμένα κι εμάς- και περιμένουν να τηλεφωνήσουν στους μπάτσους μόλις κάνουμε κάποια στραβοτιμονιά. Και θα είναι πάντα έτσι, σας το λέω από τώρα, γιατί δεν τέλειωσα ακόμα τις στραβοτιμονιές μου, και τολμώ να πω πως δεν πρόκειται να τις τελειώσω πριν τινάξω τα πέταλα.’’
Άλαν Σίλιτοου, Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν το βάρος του ήλιου επιβάλλει θερινή σιωπή, μπορείς να ακούσεις το λαχάνιασμα του δρομέα μεγάλων αποστάσεων, του δρομέα που περνά και από τους δικούς μας δρόμους. Ψιλόλιγνος, με τα ψαρά μαλλιά των 17 του χρόνων και χωρίς ούτε ένα ξεροκόμματο στο στομάχι του, ο δρομέας, ένα άγαλμα σε κίνηση, όπως τον λάξεψε η ανάγκη στο πιο τυχαίο σώμα, βγαλμένος από άλλους χρόνους και άλλους τόπους, βγαλμένος από μακρινά συλλογικά στραμπουλήγματα, τρέχει στην Αθήνα του σήμερα.
Θα τρέξει στους δρόμους με τη ζεστή άσφαλτο κάπου στο κέντρο, περνώντας δίπλα στους σκελετούς των άδειων μαγαζιών, εδώ που κοιμούνται οι επαίτες, οι εξαρτημένοι, οι άστεγοι και οι ακυρωμένες προσδοκίες δεκαετιών. Ανάμεσα στους δρόμους όπου σε κάθε γωνία Αγοράζεται Χρυσός και στα πεζοδρόμια όπου μια ξυρισμένη κεφαλή ακονίζει τον ναζισμό της. Δίπλα από τα σπίτια με τους στοιβαγμένους μετανάστες, δίπλα στους ανθρώπους που σπρώχνουν κομμάτια σίδερο σ ένα καρότσι σούπερ μάρκετ, δίπλα στις δίκυκλους ενστόλους με ύφος ‘’ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;’’. Και καθώς η νύχτα πέφτει, όλοι οι ανεμιστήρες της πόλης –εξάρτημα απαραίτητο για όποια μοναξιά ξέμεινε πίσω- θα στρέψουν το κεφάλι τους ταυτόχρονα προς την τροχιά της διαδρομής του.
Και μαζί του θα τρέχει – έστω νοερά- το πλήθος που έμαθε την τέχνη της ταχύτητας από το κυνηγητό. Άλλωστε ο ίδιος μας το ομολογεί, πως έμαθε να τρέχει για να ξεφύγει από την αστυνομία. Ο πυροβολισμός σε κάθε αφετηρία, σε κάθε ξεκίνημα, σε κάθε αγώνα δρόμου, βγαίνει από όπλο αστυνομικού. Και ο δρομέας μας τρέχει καλύτερα από τον καθένα και μπορεί να κάνει το γύρο των πέντε μιλίων καλύτερα απ όλους όσους ξέρει. Και έτσι όλοι ποντάρουν στο δρομέα μεγάλων αποστάσεων: ο διευθυντής του σωφρονιστηρίου στο οποίο κρατείται έγκλειστος, οι φύλακες που αλυσοδένουν την αχνιστή του ανάσα, οι τοπικοί παράγοντες, οι βουλευτές και όλοι οι γουρλομάτες κοιλαράδες που ήρθαν να παρακολουθήσουν το Παμβρετανικό Κύπελλο Ανώμαλου Δρόμου των Αναμορφωτηρίων, όλοι ποντάρουν σ’ ένα παιδί που πέταξαν με τυπικές διαδικασίες στους Άλλους, στους Χωρίς Φωνή, στους Εκτός Νόμου. Και μαζί με τις προσδοκίες τους ανεμίζουν μπροστά στο πρόσωπό του την ανταμοιβή του. Μια καλύτερη ζωή, λιγότερους μήνες στο αναμορφωτήριο, ίσως μια θέση στους Ολυμπιακούς, ίσως μια θέση στους Εντός Νόμου.
Μα ο Δρομέας μας πατάει το ‘’Εμείς’’ και το ‘’Αυτοί’’ σε κάθε βήμα του, σε κάθε βήμα που τον φέρνει επικεφαλής της διαδρομής. Γιατί ο Δρομέας τρέχει μια κούρσα για τον εαυτό του, διεκδικώντας την δική του τιμιότητα κόντρα στην τιμιότητα των άλλων, μια κούρσα ενάντια σε όλους αυτούς που ποντάρουν πάνω μας σαν να είμαστε άλογα του ιπποδρόμου. Και έτσι ο επικεφαλής βάζε τα δυνατά του για να χάσει, να χάσει μια κούρσα επιδεικτικά και να κερδίσει ολόκληρη την κοινωνία των άλλων.
Πριν από το τέλος της διαδρομής, ο ήρωας μας θα σταματήσει σε κάποιο βιβλιοπωλείο του αθηναϊκού κέντρου, θα διαβάσει το ‘’Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων’’, του Άλαν Σίλιτοου (σε ελληνική μάλιστα μετάφραση), γραμμένη σε κάποια Αγγλία κάποιου 1959. Το βράδυ θα δει την ομώνυμη ταινία του Τόνυ Ρίτσαρντσον, με την κέρινη φιγούρα του Tom Courtenay να πρωταγωνιστεί μοιράζοντας απλόχερη περιφρόνηση στην κοινωνία που τον εγκλωβίζει, γιορτάζοντας με ένα μειδίαμα την θριαμβευτική του ήττα. Και ίσως τη νύχτα περνώντας από κάποιο μπαρ να πετύχει το τραγούδι ‘’ Alright Now’’ με τους Chumbawamba να επαναλαμβάνουν τα λόγια του ή ίσως το ‘’Where are they now?’’ των Kinks. Και τότε ίσως και αυτός να επαναλάβει τους στίχους: ‘’Που βρίσκονται τώρα όλοι οι Οργισμένοι Νέοι;/ ο Μπάρστοου και ο Όσμπορν, ο Γουάτερχαουζ και ο Σίλιτοου/ που στην ευχή πήγαν και που είναι όλα τα τραγούδια διαμαρτυρίας τους;’’. Αυτά θα ψιθυρίσει φεύγοντας μέσα στη νύχτα, ψάχνοντας τους οργισμένους νέους και τα τραγούδια του σήμερα.
Μα το πλήθος ήδη ζητωκραυγάζει, οι επίσημοι αγκαλιάζονται και ο κόσμος γιορτάζει γιατί ο δρομέας μας φτάνει στην τελική ευθεία και προηγείται τόσο που είναι αδύνατο να χάσει. Μα αυτό που δεν γνωρίζουνε οι φωνασκούντες, είναι πως σε αυτόν τον αγώνα δρόμου, ο μόνος τρόπος να κερδίσεις είναι χάνοντας. Και μπροστά σε όλους ο δρομέας μας θα μειώσει την ταχύτητά του, σχεδόν θα μείνει στάσιμος στην τελική ευθεία και με μια περήφανη χειρονομία θα αφήσει τον δεύτερο να τον προσπεράσει, κερδίζοντας έτσι όποιον πόνταρε υπέρ του, όποιον του ζήτησε εκεχειρία και συνδιαλλαγή, όποιον καταδίκασε αυτόν και τους ομοίους του σε μια χαραγμένη διαδρομή. Και ύστερα η καταδίκη, τα καψώνια, οι τιμωρίες. Μα τη σημασία έχει; Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων, χαράσσει μια διαδρομή που εκτείνεται από το τότε μέχρι εκείνο το σημείο στο σήμερα, όπου φωλιάζει ο πιο αναιδής θρίαμβος.
(δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)