Πικετέρος (Piqueteros)
Θα αναφερθώ σε κάποιες από τις κυρίαρχες μορφές δράσης των πικετέρος και σε κάποια από τα χαρακτηριστικά του κινήματος αυτού, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προ-αργεντινάτζο εποχή.
Οι πικετέρος αποτελούνται από τα τμήματα εκείνα της εργατικής τάξης που πετιούνται στο δρόμο εξαιτίας των μέτρων ιδιωτικοποίησης του ΔΝΤ. Είναι οι εργάτες της βαριάς βιομηχανίας που στις αρχές του 90 οδηγούνται μαζικά στην ανεργία. Κύρια μονάδα στρατολόγησής τους είναι οι άνεργοι. Ουσιαστικά, ο τρόπος οργάνωσής τους μέσω των συνελεύσεων βάσης γειτονιών, αποτελεί απάντηση στη διάλυση των σωματείων τους και τη γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων. Πιο συγκεκριμένα, πρώτα εμφανίζονται μικρές ομάδες από piqueteros, που σε πρώτο επίπεδο οργανώνονται στις γειτονιές τους. Εν συνεχεία, οι μικρές ομάδες υπάγονται σε μεγαλύτερες «συντονιστικές» ομάδες, που κι αυτές με τη σειρά τους υπάγονται σε μια από τις 4 μεγάλες συνομοσπονδίες των piqueteros (στις οποίες μετέχουν και κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο πως ήταν κάποιοι από αυτούς τους πικετέρος καταδίκασαν την εξέγερση του 2001). Για την ακρίβεια υπάρχουν διάφοροι πόλοι μέσα στο κίνημα των πικετέρος (οι επηρεαζόμενοι από τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έχουν και διαφορετική τακτική στην αντιμετώπιση των αποκλεισμών όπως θα δούμε). Πάντως, μετά από τις πρώτες επιτυχίες, έγινε εισβολή των επίσημων σωματείων στο κίνημα των piqueteros.
Η δράση των πικετέρος ξεκινά στις αρχές του 90 και μέσα σε δέκα χρόνια συνεχούς παρουσίας στο δρόμο συμμετείχαν σε περίπου 8οο διαμαρτυρίες, που αναλογικά αντιστοιχούν σε 1 κατάληψη δρόμου ανά πέντε μέρες επί δέκα χρόνια. Η κύρια μορφή δράσης τους είναι οι καταλήψεις δρόμων, που μπλοκάρουν την παραγωγή και αναπαραγωγή προς και από μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όταν όμως γίνεται λόγος για καταλήψεις δρόμων, εννοούνται εκτενείς καταλήψεις, που παραλύουν για πάρα πολλές ώρες ή και μέρες όχι μόνο επιχειρήσεις, αλλά και ολόκληρες πόλεις. Οι piqueteros έχουν επίσης υπερασπιστεί σε πολλές περιπτώσεις, κατειλημμένα εργοστάσια που βρίσκονταν υπό την απειλή εκκένωσης, αποκρούοντας επιθέσεις μπάτσων. Σε τέτοιες προσπάθειες συμμετείχαν επίσης μέλη τοπικών συνελεύσεων και απλοί κάτοικοι. Και αυτό γιατί η ανάπτυξή τους μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια ήταν τόσο ραγδαία, που ο τρόπος αυτός αντίστασης επεκτάθηκε πάρα πολύ γρήγορα σε όλη τη χώρα. Χαρακτηριστικά αναφέρω δύο παραδείγματα:
- Ο πρώτος μεγάλος σε έκταση και ένταση αγώνας του κινήματος ήταν το 1997 με τον αγώνα των δασκάλων. Η απεργία αυτή έγινε ενάντια στις απολύσεις και τις περικοπές μισθών και εξελίχθηκε σε μαζικές καταλήψεις δρόμων. Όταν η αστυνομία επιτέθηκε στο μπλόκο, οι κάτοικοι των περιοχών Cutral και Plaza Huincul κινητοποιήθηκαν για υποστήριξη. Η λαϊκή συνέλευση που στήθηκε για να διαπραγματευτεί με τις αρχές απαίτησε θέσεις εργασίας, αναστολή της καταβολής φόρων και επενδύσεις στην εταιρεία πετρελαίου. Αποφάσισαν την παύση των κινητοποιήσεων όταν κάποια από τα αιτήματά τους ικανοποιήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων 500 νέων (κακοπληρωμένων) θέσεων εργασίας.
- Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να αναφέρουμε τις περιπτώσεις των Tartagal και Moscoi. Και οι δυο πόλεις, το χειμώνα του 1999 και την άνοιξη του 2000, κατελήφθησαν από δυνάμεις που συμπεριλάμβαναν piqueteros και κράτησαν για λίγες μέρες την αστυνομία έξω από αυτές. Το ίδιο έγινε και μετά το θάνατο ενός διαδηλωτή το Νοέμβριο του 2000, όπου οι πικετέρος απάντησαν με 300 μπλόκα δρόμων σε όλη τη χώρα. Κυβερνητικά κτίρια πυρπολήθηκαν και μπάτσοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Όπως είπαμε μέσα στο κίνημα υπάρχουν διάφοροι πόλοι, αλλού πιο «ριζοσπαστικοί» και αλλού πιο «ρεφορμιστικοί». Αυτό φαίνεται και στη δράση τους: η Coordinatora Anibal Veron (που απομακρύνθηκε από τις υπόλοιπες συνιστώσες επιμένοντας στην ολική της ανεξαρτησία από κόμματα και ενώσεις) ζητά από από τους ίδιους τους βουλευτές να έρχονται στα μπλόκα για διαπραγμάτευση, ενώ οι άλλες συνιστώσες αρκούνται σε αντιπροσώπους.
Με το μπλοκάρισμα των αυτοκινητοδρόμων, οι piqueteros αναδείκνυαν αιτήματα στα οποία περιλαμβάνονταν συνήθως: η απόσυρση της αστυνομίας, η καταδίκη της κρατικής καταστολής, η απελευθέρωση φυλακισμένων συντρόφων, παροχές για τους ανέργους, τρόφιμα, υγειονομικές εγκαταστάσεις, όπως και αιτήματα για «πραγματικές δουλειές» ή planes trabajar, δηλαδή, «πλάνα εργασίας».
Τα «πλάνα εργασίας» είναι μικρά επιδόματα για τους ανέργους. Το θέμα όμως είναι ότι ενώ το κράτος ήθελε να δίνει εξατομικευμένα τα επιδόματα αυτά μειώνοντας το κόστος οι πικετέρος διεκδίκησαν και πέτυχαν να δίνονται στους αρχηγούς των οικογενειών για να περιλαμβάνουν την οικογένεια ως σύνολο.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του De la Rua, το υπουργείο κοινωνικής ανάπτυξης απομάκρυνε τον έλεγχο των «πλάνων εργασίας» από τις τοπικές αρχές που αρχικά τα παρείχαν και τη διανομή τους ανέλαβαν ΜΚΟ. Αυτό έγινε εν μέρει για να ελέγξει την πελατειακή πολιτική των δήμων στην επαρχία του Buenos Aires και να μπει ένα όριο στην αύξηση των μικρών ομάδων piqueteros στην πόλη. Η πολιτική αυτή γύρισε μπούμερανγκ, όταν οι οργανώσεις ανέργων δημιούργησαν τις δικές τους ΜΚΟ ώστε να διευθύνουν τα «πλάνα» και να στήσουν δικά τους κοινωνικά εγχειρήματα, χρησιμοποιώντας τους χρηματικούς πόρους από αυτά.
Ο θεσμός του ανταλλακτικού εμπορίου
Θα προσεγγίσω τις λέσχες του ανταλλακτικού εμπορίου, που πολύς λόγος είχε γίνει μετά την κρίση του 2001, σαν ένα θεσμό που αντικαθιστά το καπιταλιστικό εμπόριο (ως εφαρμογή του «δώρου», της υποχρέωσης να δίνεις, να παίρνεις και να λαμβάνεις). Παρόλο που ως εγχείρημα μοιάζει εκ πρώτης όψεως και επιφανειακά να κινείται στα πλαίσια του «εναλλακτισμού» έχει σημασία να δει κανείς πώς ακόμα κι ένας τέτοιος θεσμός με την εξέγερση του 2001 αλλάζει μορφή.
Όταν ξεσπά η κρίση του 2001 οι ανταλλακτικές λέσχες υπάρχουν για πάνω από πέντε χρόνια γνωρίζοντας μάλιστα από χρόνο σε χρόνο μια ανάπτυξη με γεωμετρική πρόοδο. Έτσι ενώ το 1996 ξεκινάνε με περίπου 1000 μέλη στα τέλη του 1998 φτάνουν τα 180.000 μέλη και το 2001 ξεπερνάνε τα 500.000 μέλη.
Η πρώτη λέσχη (nodos) ανταλλακτικού εμπορίου δημιουργείται την πρωτομαγιά του 1995 σε ένα βιομηχανικό προάστιο του Μπουένος Άιρες από τα μέλη μιας οικολογικής ΜΚΟ που ασχολούνταν με τη ανάπτυξη βιολογικών προϊόντων με σκοπό τη δημιουργία ενός συστήματος εμπορίου και υπηρεσιών χωρίς την παρουσία χρήματος. Η μορφή αυτή εμπορίου σύμφωνα με τους ιδρυτές της είχε σκοπό να συμβάλλει σε καλύτερες συνθήκες οικονομικής ζωής τα τμήματα εκείνα του πληθυσμού που πλήττονταν περισσότερο από τον πληθωρισμό και την ανεργία. Προσπαθεί δηλαδή να επαναδραστηριοποιήσει τους αποκλεισμένους της οικονομίας (βλ. παρακάτω). Παρόλα αυτά αρχικά η μορφή αυτή εμπορίου δεν απευθύνεται στις περισσότερο φτωχές κατηγορίες, αλλά σε εργαζόμενες τάξεις του πληθυσμού που μπορούσαν να διαθέσουν χρόνο και κόπο στο εμπόριο αυτό. Σημασία έχει να συγκρατήσουμε πως ως μορφή το ανταλλακτικό εμπόριο (που ως ιδέα και πρακτική υπήρχε και σε άλλες χώρες Καναδάς, Γαλλία) εισάγεται από τις μεσαίες τάξεις οι οποίες όμως βλέπουν την οικονομική τους κατάσταση να επιδεινώνεται διαρκώς. Στο ανταλλακτικό εμπόριο βλέπουν τη δυνατότητα να συμπληρώσουν τα αγαθά που δεν μπορούν πλέον να αγοράσουν κινητοποιώντας τις γνώσεις και τις ικανότητές τους. Αρχικά μάλιστα, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του θεσμού αυτού το ανταλλακτικό εμπόριο είχε έναν πιο ξεκάθαρο ιδεολογικό προσανατολισμό (βλ. παράρτημα στο τέλος του κειμένου).
Το πλαίσιο αυτό περιλάμβανε τα εξής: το ανταλλακτικό εμπόριο είναι μια μορφή εμπορίου που αποσκοπεί στη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας μεταξύ των μελών του. Στο ανταλλακτικό εμπόριο ο καθένας δεν είναι μόνο καταναλωτής αλλά και παραγωγός (μοντέλο «παραγωγαναλωτή», όρος που πάρθηκε από το βιβλίο του Τόφλερ, Το Τρίτο Κύμα) και οφείλει να σέβεται κάποιους ηθικούς κανόνες λειτουργίας. Ο σκοπός δεν είναι δηλαδή να πουλήσεις ή να αγοράσεις αλλά να δημιουργήσεις σχέσεις και με βάση αυτές να δημιουργηθούν μικροκοινότητες μέσα στις γειτονιές αλληλοβοήθειας και υποστήριξης. Την αντικατάσταση των αντικρουόμενων εγωιστικών οικονομικών συμφερόντων με το ίδιο συμφέρον στη δημιουργία σχέσεων. Την κυριαρχία των εμπορευμάτων επί των σχέσεων (καπιταλισμός) την αντικαθιστά η κυριαρχία των σχέσεων επί των πραγμάτων. Έτσι, μπορεί να ανταλλάχθει μια υπηρεσία (π.χ. μπέιμπυ-σίτιγκ) με ένα προϊόν που η τιμή του κάθε φορά καθορίζεται από την εκάστοτε συναλλαγή (αυτό εδώ είναι και το κρίσιμο σε αυτό του είδους το εμπόριο). Πώς οι «ποιότητες» γίνονται «ποσότητες»; Πώς ανταλλάσουμε χωρίς τη μεσολάβηση ενός γενικούς ισοδύναμου; Αλλά και πώς καθορίζονται οι τιμές; Με το χρόνο εργασίας;
Ας δούμε όμως λίγο ακριβέστερα τί είναι οι λέσχες ανταλλακτικού εμπορίου. Πρόκειται πρώτα από όλα για «παζάρια» ή κάτι σαν «λαϊκές» που γίνονται συνήθως σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους και στα οποία για να μπορέσει να συμμετάσχει κάποιος πρέπει να δηλώσει συμμετοχή. Αφού δηλώσει συμμετοχή και παρακολουθήσει ένα σύντομο πρόγραμμα εκμάθησης κάποιων γενικών αρχών μετά μπορεί να ανταλλάξει εμπορεύματα με άλλα μέλη. Κάθε μέλος μπορεί να είναι εγγεγραμμένο σε πολλές διαφορετικές λέσχες και οφείλει να δώσει ένα αρχικό ποσό 1 πέσο ώστε να λάβει 50 creditos και να μπορεί να κάνει ανταλλαγές με τα υπόλοιπα μέλη (το ποσό αυτό μπορεί να το λάβει πίσω αν αποφασίσει να αποχωρήσει από την λέσχη). Το ποσό των 50 creditos δίνεται με σκοπό να επενδυθούν στο ανταλλακτικό εμπόριο και στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, δίνοντας κίνητρα στα μέλη να παράξουν και να καταναλώσουν. Στο ποσό αυτό του ένα πέσος συμπεριλαμβάνεται το κόστος για την εκτύπωση του χαρτονομίσματος, αλλά και της λειτουργίας των λεσχών. Κάθε λέσχη απαρτίζεται από έναν συντονιστή και μια γραμματέα. Οι συντονιστές αυτοί, που είναι εθελοντές που εναλλάσσονται, ασχολούνται με την εγγραφή, την εκπαίδευση των νέων μελών. Οι λέσχες στην αρχή δεν είχαν κάποια κεντρικά γραφεία, αλλά αργότερα άρχισαν να γίνονται ημι-επίσημοι θεσμοί και πολλοί δήμοι διέθεταν τη δική τους λέσχη (El Negro, Chicas Lindas).
Θα δώσω ένα παράδειγμα σύμφωνα με μια μαρτυρία: είναι 4:30 το απόγευμα μια μέρα του Απρίλη του 2002 στο Μπουένος Άιρες. Στη συνοικία Αλμάγκρο συγκεντρώνονται άντρες και γυναίκες σχηματίζοντας μια ουρά μπροστά από τις πόρτες ενός γηπέδου που ανήκει στην ενορία της εκκλησίας. Γύρω στις πέντε εμφανίζεται ένας άνδρας με μια τσάντα με έγγραφα και ανοίγει την πόρτα του γηπέδου. Τα 60 άτομα αρχίζουν να μπαίνουν στο χώρο και να στήνουν τους πάγκους τους. Ο άντρας που είχε ανοίξει την πόρτα ζητά από τους συμμετέχοντες να γράψουν το όνομά τους στη λίστα και να πληρώσουν ένα ποσό για την είσοδό τους στο χώρο. Με το ποσό αυτό η λέσχη πληρώνει ενοίκιο για τη χρησιμοποίηση του χώρου στην εκκλησία. Η μορφή όμως πληρωμής δεν είναι το πέσος αλλά τα creditos, το νόμισμα των λεσχών του ανταλλακτικού εμπορίου το οποίο μοιάζει με τα ψεύτικα χαρτονομίσματα της Μονόπολυ.
Στην αρχή στις λέσχες ανταλλάσσονταν προϊόντα μόνο καθημερινής χρήσης ενώ αργότερα και υπηρεσίες. Οι πρώτες λέσχες κατέγραφαν όλες τις συναλλαγές σε ένα φύλλο excel με σκοπό να καταγράφονται οι οφειλές και τα χρωστούμενα. Παρόλα αυτά, επειδή αυτή η δουλειά ήταν κοπιαστική για αυτό και προχώρησαν στη δημιουργία ενός χρήματος του creditos. Το χρήμα όμως προϋποθέτει μια μορφή εμπιστοσύνης απέναντι στον οργανισμό που το εκδίδει. Η εμπιστοσύνη αυτή βασίζεται στην εμπιστοσύνη της ικανότητας του κάθε μέλους να παράγει και να καταναλώνει προϊόντα. Στο ίδιο το νόμισμα αναγράφεται «dar credito» που σημαίνει ταυτοχρόνως κάνω πίστωση και εμπιστεύομαι. Ο αριθμός των χαρτονομισμάτων αυτών που κυκλοφορεί είναι ανάλογος με τον αριθμό των μελών. Τώρα, ποιος εκδίδει το χρήμα; Το ιδρυτικό δίκτυο του ανταλλακτικού εμπορίου που ονομάστηκε «συμβουλευτική επιτροπή του αλληλέγγυου εμπορίου», που έστω κι αν δεν επιθυμεί να λειτουργεί συγκεντρωτικά παρόλα αυτά αυτός διαχειρίζεται τον αριθμό των χαρτονομισμάτων που θα κοπούν.
Ουσιαστικά η εισαγωγή χρήματος τροποποιεί τις αρχικές προθέσεις των δημιουργών του. Και αυτό γιατί με τις ανταλλαγές αντιμετώπισαν το πρόβλημα του καθορισμού της τιμής των προϊόντων από μέλος σε μέλος! Αλλά και κάτι άλλο: το πρόβλημα της πλαστογράφησης και της επιβολής ενός ορίου τιμής για κάποια βασικά προϊόντα. Ουσιαστικά όλα αυτά προχώρησαν παράλληλα με τη διεύρυνση των λεσχών και την αποπροσωποποίησή τους. Δηλαδή, ενώ το ηθικό κομμάτι των συναλλαγών μπορεί να δούλευε όταν είχες να κάνεις με ανταλλαγές προϊόντων μεταξύ ατόμων που γνωρίζονται μεταξύ τους ωστόσο όταν ο αριθμός των μελών διογκώνεται και διοργανώνονται πάνω από 1 nodos την εβδομάδα που διαρκούν πολλές ώρες τότε υπάρχει πρόβλημα. Ουσιαστικά αναγκάζονται να ξαναανακαλύψουν τον τροχό.
Με το 2001 και την εξέγερση ο θεσμός του εναλλακτικού εμπορίου αλλάζει ολότελα. Η κρίση του 2001 μειώνει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί. Αυτό οδηγεί σε έκρηξη τις λέσχες ανταλλακτικού εμπορίου φτάνοντας τις 4.500 σε όλη την Αργεντινή. Κάθε μέρα εγγράφονται 5.000 νέα μέλη. Ουσιαστικά δημιουργούνται τα μεγα-παζάρια όπου καταλαμβάνουν ολόκληρα γήπεδα ποδοσφαίρου και συμμετέχουν πάνω από 2.000 άτομα. Τα μεγα-παζάρια αυτά διαλύουν τις μικροκοινότητες που είχαν δημιουργηθεί αρχικά γύρω από τα πρώτα nodos και τις σχέσεις αλληλοβοήθειας μεταξύ γειτονιών. Μια σειρά από προβλήματα δημιουργούνται:
- Δεν υπάρχει χρόνος για εκπαίδευση των νέων μελών στις αρχές του ανταλλακτικού εμπορίου. Αυτό σημαίνει πως δε διασφαλίζονται οι κανόνες του.
- Η λειτουργία των nodos γίνεται χαοτική και αναζητούνται «αστυνομικοί» μηχανισμοί διασφάλισης της λειτουργίας.
- Παρατηρούνται φαινόμενα πλαστογραφίας.
- Παράλληλα, τίθεται σε αμφισβήτηση η αρχική δομή του. Δηλαδή, αμφισβητείται 1) το γεγονός ότι ο αριθμός των creditos αντιστοιχεί με τον αριθμό των μελών 2) το γεγονός πως η αρχική καταβολή του 1 πέσος πάει στην πληρωμή των εξόδων εκτύπωσής του, αφού το κόστος αυτό δεν ξεπερνά τα 20 λεπτά του πέσος.
- Αρχίζει να εμφανίζεται πληθωρισμός.
Αυτή η αμφισβήτηση προέρχεται από τα νέα στρώματα που μπαίνουν στο θεσμό. Μπαίνουν μαζικά πλέον προλετάριοι, τα πιο εξαθλιωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης, που δεν έχουν απολύτως τίποτα να ανταλλάξουν πέρα από την εργατική τους δύναμη. Επίσης, πολλοί συμμετέχοντες ήταν δύσκολο να συνεχίσουν να παράγουν για το θεσμό αυτό γιατί δεν μπορούσαν να βρουν πρώτες ύλες για να το κάνουν. Και αυτό δείχνει τα όρια του θεσμού αυτού, την εξάρτησή του από τον καπιταλισμό. Οπότε αυξάνεται η ζήτηση για προϊόντα και μειώνεται η προσφορά τους, με αποτέλεσμα οι τιμές να ανεβαίνουν και να δημιουργείται πληθωρισμός.
Αυτό όμως δεν το παραδέχονται οι ιθύνοντες του ανταλλακτικού εμπορίου που υποστηρίζουν πως ο πληθωρισμός οφείλεται στην ανεξέλεγκτη κυκλοφορία του χρήματος και στην αύξηση της ποσότητας κυκλοφορίας του. Οπότε δημιουργούν νέα νομίσματα με τοπική ισχύ για την κάθε λέσχη ούτως ώστε να ελέγξουν την κυκλοφορία του χρήματος. Αυτή όμως η πολιτική δεν πετυχαίνει γιατί αποδυναμώνει την ισχύ του νομίσματος (creditos) με αποτέλεσμα να διώξει πολύ κόσμο.
Σύμφωνα με τους ιδρυτές του Παγκόσμιου Δικτύου Εμπορίου η εισαγωγή του νομίσματος είχε ως σκοπό να αποτελέσει «μονάδα μέτρησης και όχι αξία» των ανταλλασσόμενων προϊόντων. Παρόλο όμως που το κράτος δεν αναγνώριζε τη μορφή αυτή χρήματος ωστόσο για το ανταλλακτικό εμπόριο αποτελούσε αληθινό εργαλείο πραγματοποίησης των συναλλαγών. Κι έτσι έστω κι αν τα ιδρυτικά μέλη όπως ισχυρίζονταν με την εισαγωγή του credito θέλησαν να επινοήσουν ένα χρήμα «απαλλαγμένο από τα μειονεκτήματα του καπιταλιστικού χρήματος», παρόλα αυτά δε φάνηκε να το καταφέρνουν. Και αυτό γιατί ξαναβρέθηκαν μπροστά στο ζήτημα του προσδιορισμού της τιμής και πώς αυτή διαμορφώνεται. Π.χ. ποια η τιμή ενός σπιτικού γλυκού που έχει φτιάξει η γιαγιά που έρχεται να το πουλήσει στο ανταλλακτικό εμπόριο; Ποιο είναι το μέτρο του υπολογισμού; Για να διευκολύνουν τα πράγματα έκαναν την αντιστοιχία 1 credito= 1 pesos. Το ενδιαφέρον είναι πως η όλη έρευνα που πραγματοποιείται από την Μ.L.* προκειμένου να εντοπίσει κάποια κοινά κριτήρια καθορισμού των τιμών αποτυγχάνουν. Και το πιο εντυπωσιακό: τα μέλη δεν επικαλούνται τον χρόνο εργασίας ως προσδιοριστικό της τιμής, αλλά ηθικά κριτήρια μη μετρήσιμα!
*Αναφορά στο βιβλίο της Marianna Luzzi, Réinverter le marché ?, L’Harmattan, Παρίσι, 2005
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Διακήρυξη Αρχών του Παγκόσμιου Δικτύου Ανταλλαγής
- Η ύπαρξή μας ως ανθρώπινα όντα δεν είναι απαραίτητο να καθορίζεται από το χρήμα.
- Δεν αποζητάμε τη διακίνηση αγαθών ή υπηρεσιών, αλλά να αλληλοβοηθηθούμε προκειμένου να προσδώσουμε ένα ανώτερο νόημα στη ζωή μας, δια μέσου της εργασίας, της κατανόησης και ενός δίκαιου τρόπου ανταλλαγής.
- Δηλώνουμε πως ο στείρος ανταγωνισμός, το κέρδος και η κερδοσκοπία μπορούν να αντικατασταθούν από την αμοιβαιότητα μεταξύ ατόμων.
- Πιστεύουμε πως οι ενέργειες, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες μας μπορούν να ανταποκρίνονται περισσότερο σε ηθικούς και οικολογικούς κανόνες, παρά στις προσταγές της αγοράς, της κατανάλωσης και της αναζήτησης του πρόσκαιρου κέρδους.
- Ο μόνος όρος προκειμένου να γίνει κάποιος μέλος του Παγκόσμιου Δικτύου Ανταλλαγής είναι να παρευρίσκεται στις συνελεύσεις της ομάδας, να εκπαιδεύεται και να είναι παραγωγός και καταναλωτής, υπηρεσιών και γνώσεων στο πλαίσιο των συστάσεων των Κύκλων ποιότητας και προσωπικής ανάπτυξης.
- Δηλώνουμε πως κάθε μέλος είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για τις ενέργειες, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρέχει.
- Πιστεύουμε πως το να ανήκειν σε μια ομάδα δεν ενέχει σχέσεις εξάρτησης, δεδομένου πως σε όλες τις ομάδες του Δικτύου η ατομική συμμετοχή είναι ελεύθερη.
- Δηλώνουμε πως οι ομάδες δεν είναι απαραίτητο να οργανωθούν επισήμως και με σταθερό τρόπο, δεδομένου πως ο ίδιος ο χαρακτήρας του δικτύου περιλαμβάνει τη συνεχή εναλλαγή ρόλων και λειτουργιών.
- Πιστεύουμε πως είναι δυνατό να συνδυαστεί η αυτονομία των ομάδων στη διαχείριση των εσωτερικών τους υποθέσεων, με την εγκυρότητα των θεμελιωδών αρχών που επιτρέπουν το ανήκειν στο δίκτυο.
- Για εμάς, τα μέλη, είναι επιθυμητό να μη στηρίζουμε και να μην παρέχουμε οικονομική βοήθεια –ως μέλη του Δικτύου– σε σκοπούς διαφορετικούς από αυτόν προκειμένου να μην παρεκκλίνουμε από τους βασικούς μας στόχους.
- Δηλώνουμε πως το καλύτερο παράδειγμα είναι η συμπεριφορά μας στο εσωτερικό του δικτύου και η ζωή μας έξω από αυτό. Σεβόμαστε το απόρρητο των ιδιωτικών υποθέσεων και είμαστε προσεκτικοί στη δημόσια μεταχείριση ερωτήσεων αναφορικά με το Δίκτυο, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανάπτυξή του.
- Πιστεύουμε βαθιά στην ιδέα της προόδου ως κατάληξη της διαρκούς ευημερίας του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ατόμων σε κάθε κοινωνία.
ΠΗΓΗ: Covas H., De Sanzo C., Primavera H. (1998), Reinventando el mercado, Μπουένος Άιρες, PAR [όπως παρατίθεται στο Marianna Luzzi, Réinverter le marché ?, L’Harmattan, Παρίσι, 2005, σσ. 183-184]