Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γώγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γώγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Κατερίνα Γώγου - Για την αποκατάσταση του μαύρου

Της Χρυσούλας Παπαϊωάννου 
Αναδημοσίευση από το ΠΟΝΤΙΚΙ


Ένα ντοκιμαντέρ για την Κατερίνα Γώγου, τη γυναίκα που κατέληξε να 
σηκώσει στους ώμους της όλο το βάρος της νεοελληνικής κοινωνίας.

Έτσι βάφτισε ο σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης το ντοκιμαντέρ για τη ζωή και την ποίηση της διάσημης περσόνας των Εξαρχείων. Μιας γυναίκας που ξεκίνησε σαν ένα ελαφρόμυαλο κοριτσάκι που χόρευε τουίστ και κατέληξε να σηκώσει στους λεπτούς ώμους της όλο το βάρος της νεοελληνικής κοινωνίας....

Νιάου, νιάου, βρε γατούλα, με τη ροζ μυτούλα… Το πρώτο καρέ που πέφτει από την κινηματογραφική διαδρομή της Κατερίνας Γώγου (1940-1993) είναι η ταινία ορόσημο του νέου ελληνικού κινηματογράφου της ανεμελιάς και της ελαφρότητας. Δίπλα στην τσαχπινιά της Αλίκης Βουγιουκλάκη ξεχωρίζει ένα ακόμη χαριτωμένο μουτράκι, με κοντοκουρεμένο μαλλί, παιχνιδιάρικα μάτια και σκέρτσο στον χορό. Της Κατερίνας Γώγου. Την ώρα που παρακολουθούμε το χαρωπό τσα-τσα, το νιαζιάρικο νιαούρισμα της καλοπέρασης και του αθώου ρομάντζου, παρεμβάλλονται πλάνα από το «Βαρύ πε πόνι» του Παύλου Τάσιου. Εκεί η Γώγου είναι σκοτεινή, εσωστρεφής, με βλέμμα χαμένο στη μοναξιά και την απορία. Και είναι ακριβώς αυτή η ματιά που θα πυροδοτήσει τη γραφομηχανή της να πάρει μπροστά και να υπονομεύσει με στίχους τα σαθρά θεμέλια της νεοελληνικής κοινωνίας

Στην άκρη του κάδρου 
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Κατερίνα Γώγου - Για την απο­κατάσταση του μαύρου», δεν επέλεξε τυχαία αποσπάσματα από τις δύο αυτές ταινίες για να κάνει με έναν τρόπο την εισαγωγή του. Γιατί αυτό ήταν η Κατερίνα Γώγου. Για τους πολλούς, ένας κινηματογραφικός ρόλος, άλλοτε της χορευταρούς και ελαφρόμυαλης κόρης, άλλοτε της υπάκουης υπηρέτριας, που έπαιζε πάντα στην άκρη του κάδρου. Για κάποιους άλλους, όμως, ήταν ένα πλάσμα σκοτεινό και απόκοσμο, που τριγυρνούσε στα Εξάρχεια και κατήγγελλε κάθε μορφή πατριαρχίας ή καταπίεσης, που υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των μεονοτήτων – είτε ήταν μετανάστες, είτε πρεζάκια, είτε τραβεστί, είτε καταπιεσμένες γυναίκες –, που ζούσε πάντα στην άκρη του κάδρου της ζωής. Στο περιθώριο μιας μοναξιάς που ούρλιαζε για βοήθεια μέσα από εμπρηστικούς και απελπισμένους στίχους. Αυτή η εικόνα της αποτυπώθηκε μοναδικά στην «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου.

Το ντοκιμαντέρ δεν «διαβάζεται» ως εγχειρίδιο μύησης στο ποιητικό σύμπαν της Γώγου. Περισσότερο ως οδηγός αποκρυπτογράφησης της ποίησής της, μέσα από το πορτρέτο της. Ποια ήταν, πώς ξεκίνησε, πού έφτασε. Τι πέρασε, τι τη διαμόρφωσε, ποια τραύματα και αναμνήσεις έχτισαν πετραδάκι - πετραδάκι μια ψυχή ενός ανθρώπου, που, όπως λέει ο ποιητής Θανάσης Νιάρχος, «ανάμεσα στο ευχάριστο και το αναμενό μενο, προτίμησε το απρόβλεπτο και το εξαιρετικά οδυνηρό». Ναι, κάτι τέτοιες φράσεις είναι που φωτίζουν την προσωπικότητα της καταραμένης ποιήτριας. Οι άνθρωποι που μιλούν στην κάμερα του Μποσκοΐτη καταθέτουν ο καθένας τη μαρτυρία του ή την άποψή του ή και την ερμηνεία του. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, για παράδειγμα, τη συ γκρίνει με την Τζουλιέτα Μασίνα στο «La strada» του Φεντερίκο Φελίνι. «Στην Ελλάδα», λέει, «δεν ευδοκίμησε ο χαρακτήρας του θηλυκού κλόουν». Και ο θεατής αρχίζει να καταλαβαίνει πώς έπεσε πάνω της ο ίσκιος της κατάρας που τη βάραινε σε όλη της τη ζωή, πιάνοντας το νήμα ήδη από την κινηματογραφική της καριέρα. «Έπαιζε συχνά τον ρόλο της υπηρέτριας. Η οργή των ποιημάτων της προέρχεται από τη συμπάθεια των σκηνοθετών και των παραγωγών να κάνει τέτοιους ρόλους», εξηγεί ο ποιητής Γιώργος Χρονάς. Και ο Αντώνης Καφετζόπουλος συμπληρώνει «την κυνηγούσε η επιτυχία του comic relief ζευγαριού με τον Τζανετάκο που τους έβαζε να κάνουν συνεχώς ο Φίνος». 

Η παθολογική σχέση με την κόρη της 
Από την ενότητα του κινηματογράφου που υπογραμμίζει την αντίφαση στην καριέρα, τη ζωή και την περσόνα της, το ντοκιμαντέρ περνάει στην ενότητα των παιδικών χρόνων, των βιωμάτων. Την ουσία περιγράφει η βιογράφος της Γώγου, Αγάπη - Βιργινία Σπυράτου: «Έλεγε για τα παιδικά της χρόνια ότι ήταν σαν άκαμπτα ξυλιασμένα παιδιά που ένας κίτρινος σκύλος τα ξεθάβει και τα γυρίζει συνέχεια πίσω σε εκείνη». Στα παιδικά χρόνια χαράκτηκαν πληγές και μετουσιώθηκαν αργότερα σε ποίηση. Το προσωπικό έγινε πολιτικό γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Η βία που έζησε ως παιδί, είτε από τον αυστηρό πατέρα της, είτε από έναν γιατρό που ήθελε να επιβεβαιώσει την παρθενιά της σε ηλικία 13 ετών, πήρε σάρκα και οστά αργότερα σε μπόλικες κόλλες χαρτί, που έσταζαν φαρμάκι ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης, φαλλοκρατισμού, σεξισμού. Πολλοί ακόμα μιλούν για την Κατερίνα Γώγου. Η Μάρω Κοντού, η Ελένη Πορτάλιου, ο Γιώργος Κορδέλλας (πρώην σύντροφος της Γώγου, που προίκισε το ντοκιμαντέρ με ένα πραγματικά σπάνιο αρχείο), ο Νάνος Βαλαωρίτης, η Όλια Λαζαρίδου, η Λένα Πλάτωνος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Νίκος Καλογερόπουλος (απαγγέλλει συγκλονιστικά ένα ποίημα). Για τον χαρακτήρα της, τις πολιτικές της απόψεις, τη σχέση της φυσικά με τα Εξάρχεια κ.τλ. Δεν θα μπορούσε να μην θιγεί και το κεφάλαιο ναρκωτικά. Στο ντοκιμαντέρ, μάλιστα, αποκαλύπτεται, όπως υποστηρίζουν η Μάρω Κοντού, ο Γιώργος Γαρμπής και ο Δημήτρης Ταρνανάς, ότι αυτή που είχε συμμετάσχει σε έκδοση αφίσας με μότο «το κράτος πουλάει την ηρωίνη» έπεσε η ίδια στο πιο σκληρό ναρκωτικό όταν πήγε να βοηθήσει την εξαρτημένη από τις ουσίες κόρη της Μυρτώ, καρπό του γάμου της με τον Παύλο Τάσιο. 

Το χρέος των άλλων 
Το ντοκιμαντέρ έχει μια σκοτεινιά. Το βλέπεις και θέλεις μετά να τρέξεις να ρουφήξεις μια τζούρα αέρα. Θα μπορούσε αυτό να χρεωθεί στα μείον του. Όμως, όχι. Γιατί αυτό δεν ήταν η Γώγου; Μια απόκοσμη ποιήτρια, ένα κατατρεγμένο χτικιό της μοναξιάς, χτυπημένο από την αδυναμία της ευαισθησίας που έχουν οι άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να αφουγκραστούν τις λεπτές αποχρώσεις της ζωής. Και είναι αυτοί ακριβώς που ενδεχομένως έρχονται στον κόσμο για να αναλάβουν μια αποστολή. Την περιγράφει γλαφυρά ο Θανάσης Νιάρχος: «Τα άτομα αυτά που νομίζουμε ότι αυτοκαταστρέφονται, στην πραγματικότητα αναλαμβάνουν να ξεχρεώσουν λογαριασμούς που διστάζουν να ξεχρεώσουν οι άλλοι». 


Ο Αντώνης Μποσκοΐτης μάς μιλάει για την ταινία 

Γιατί έκανες αυτό το ντοκιμαντέρ; Τι σε γοήτευσε και σε γοητεύει στην προσωπικότη τα και το έργο της Γώγου; 

Θυμάμαι την Αρλέτα σε μία συνέντευξη που μου είχε δώσει πριν από μερικά χρόνια να λέει ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να συνεργαστεί με καλλιτέχνες σαν τον Άσιμο και τη Γώγου, διότι στην κατάσταση που βρίσκονταν θα ήταν σαν να τους εκμεταλλεύεται. Μου είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση η δήλωση αυτή και δεν θεώρησα πως η τραγουδο ποιός και ερμηνεύτρια αναφερόταν στο αντισυστημικό του χαρακτήρα και του έργου τους, μα στα προβλήματα, απ’ τα οποία κατατρέχονταν. Εν προκειμένω, δεν θα μπορούσαν αυτά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Κατερίνα Γώγου να μη θιγούν σε ένα κινηματογραφικό πορτρέτο της. Ωστόσο, ανέκαθεν με έλκυαν οι «καταραμένοι βίοι» των καλλιτεχνών, αυτών που, σύμφωνα και με τον Θανάση Νιάρχο, αναλαμβάνουν να σηκώσουν τα βάρη για όλους εμάς τους βολεμένους και ενδεχομένως τους άτολμους. Όταν μάλιστα ένας βίος συναρπαστικός για εμάς, όσο και τυραννικός για τους ίδιους τους καλλιτέχνες, συνδυάζεται με ένα αξιόλογο έργο τους, τότε η περίπτωσή τους συνολικά με εξιτάρει πολύ ως σκηνοθέτη - βιογράφο τους. Και η Κατερίνα Γώγου, όσο και αν ακόμη αμφισβητείται από το ποιητικό - λογοτεχνικό κατεστημένο, υπήρξε σίγουρα μια πολύ σπουδαία ποιήτρια. 

Τι εκπροσωπεί για σένα η Γώγου σήμερα; Πώς «στέκεται» ο λόγος της τώρα;

Αν ζούσε η Γώγου σήμερα θα πλησίαζε τα 73. Πώς θα ήταν; Μία αναρχική γηραιά πριμαντόνα των Εξαρχείων που θα τριγύριζε ακόμη στην πλατεία και θα έβριζε φωναχτά με άριες τους μπάτσους και τους καφενόβιους συμπολίτες; Μία αποτοξινωμένη απ’ όλα κυρία που θα έγραφε ποιήματα για τον Ιησού Χριστό; Ειλικρινά δεν μπορώ να τη φανταστώ, τη συντηρεί μέσα μου ο ροκ μύθος του «Ζήσε έντονα - Πέθανε νέος» κι ας έφυγε εκείνη στα 53 της. Ο λόγος της στέκεται και παραστέκεται αν υποτεθεί πως βιώνουμε το πιο σκληρό ρατσιστικό πρόσωπο της νεοελληνικής κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου την ίδια αξία με το «Σαλό ή 120 ημέρες στα Σόδομμα» του Παζολίνι έχουν και τα ποιήματα της Γώγου. Βρίθουν από ανυπόφορα σκληρές εικόνες και νοήματα. Τότε περνιόνταν για αλληγορίες, σήμερα διαβάζονται σαν προφητείες για το πιο ζοφερό, όχι μέλλον, αλλά παρόν του κόσμου μας. 

Μετά την περιπέτεια της ταινίας, τι έμαθες παραπάνω για τη Γώγου; 

Εκείνο που με σόκαρε και με συγκίνησε πολύ και δεν το γνώριζα ήταν η πραγματική αιτία που η Κατερίνα Γώγου οδηγήθηκε στην αυτοκαταστροφή από τα ναρκωτικά. Επίσης ένα ποίη μά της που γράφτηκε για τη Σόνια, την τραβεστί που δολοφονήθηκε στα Εξάρχεια, και που γι’ αυτό θέλησα να το διαβάσει μέσα στην ταινία η τρανσέξουαλ Εύα Κουμαριανού. Τέλος, αρκετά πράγματα, σημαντικά και μελαγχολικά, τα οποία ανέσυρε από τη μνήμη του ο σκηνοθέτης Γιώργος Κορδέλλας, ένας πολύ δικός της άνθρωπος. 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου