Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Λίγη σκουριά στο απελπισμένο στόμα μου (αναδημοσίευση)



Παρκάρισα δίπλα στο κολυμβητήριο. Μυρωδιά από χλώριο με μια ιδέα φυκιάδας από το Σαρωνικό. Εκεί ακριβώς που φυλάγαμε σκοπιά κάποτε, στην πύλη της Ναυτικών Δοκίμων.
«Θυμάσαι ρε μαλάκα;»
«Θυμάμαι»
«Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που έσερνα το χέρι μου κόντρα στον αδρό τοίχο μέχρι να ματώσει;»
«Θυμάμαι»
Ο ναύτης, που τώρα είχε βάρδια, σε τίποτα δεν θύμιζε τις προσωπογραφίες του Τσαρούχη. Ούτε καν εμάς. Ήταν ξινός και ασουλούπωτος μέσα στο φαρδύ παντελόνι και τον επενδύτη, παλιάτσος με το ζόρι.

Έβαλα κρασί στα ποτήρια και τον χτύπησα στην πλάτη, με το λιγδωμένο χέρι μου. Πριν καθάριζα τηγανητές γαρίδες.
«Στην υγεία σου. Το άξιζες ρε. Σου γάμησα και το ακριβό πουκάμισο.»
Γελάσαμε. Ο Αχιλλέας κι εγώ. Από το δημοτικό μαζί. Όταν ακόμα στις γειτονιές παίζαμε στη μέση του δρόμου ξεχτένιστοι, τάπες, μήλα και κυνηγητό. Ύστερα, μια ζωή παρέα. Πάντα μαζί. Έστριβα τη γωνία και με ρωτούσαν που είναι. Ήταν πιο κάτω, στο περίπτερο κι αγόραζε τσιγάρα, κρυφά. Αυτός πιο γρήγορος σε όλα, πιο συνεπής. Εγώ μια ιδέα κωλοπαιδαράς. Ή έτσι με βόλευε να πιστεύουν.

Από το βάθος του στενού δρόμου, εκείνου που η μπουγάδα του ενός χαιρετάει τις κιλότες της αντροχωρίστρας απέναντι, λες κι είμαστε στη Νάπολη, ή έτσι ακριβώς, ακουγόταν η Μοσχολιού. Τραγουδούσε τα Δειλινά. Καθώς έπλενα τα χέρια μου, στάθηκα παγωμένος για λίγο στον χτύπο του ρολογιού, πίστεψα ότι τον χάνω. Εγώ εδώ, εκείνος ένα τσικ πιο ψηλά. Σαν το καλοκαίρι που γυρίσαμε από το ναυτικό. Η Ελένη με το άσπρο φουστάνι. Ένα τίναγμα στο παρθένο καστανόξανθο μαλλί της και τον μάγκωσε για πάντα. Αχ, Ελένη.

Εκείνος παντρεμένος, εγώ στη γύρα. Ποτά, ξενύχτια, κωλόμπαρα, γκόμενες.
«Συμμαζέψου ρε μαλάκα. Για τη μάνα σου. Βρες ένα καλό κορίτσι.»
Ποτέ δεν γούσταρα τα καλά κορίτσια. Πάταγα στα άκρα. Είτε πουτάνα, εντελώς, του σχοινιού και του παλουκιού, λαϊκιά και μοιραία ταυτόχρονα, να μη ξέρεις ποιος μπαινοβγαίνει σπίτι της, ή της αριστερής διανόησης, λίγο ξιπασμένη, λίγο στο κόμμα, λίγο αγώνας, λίγο μεταμοντέρνα τέχνη, λίγο είσαι πολύ ρηχός για μένα.

Στην εταιρεία είχα ακούσει, συχνά πυκνά, κάτι γλοιώδη ανθρωπάκια να ψιθυρίζουν στις γωνίες:
«Ο Αχιλλέας έβαλε πλάτη να έρθει»
Η αλήθεια είναι ότι μίλησε για μένα, όχι ότι μου έλειπε πτυχίο ή γλώσσες ή εμπειρία. Εγώ ήμουν και Βιολόγος, είχα και μια σχέση με το αντικείμενο. Αυτοί που με έθαβαν, δεν είχαν κανένα χαρτί στο χέρι. Κομπλεξικά υπαλληλάκια με μπόνους, ταξίδια σε συνέδρια και κάνα μουνί, όλο τουπέ, στα νοσοκομεία, να τους κουνιέται. Τώρα που ο Αχιλλέας έγινε προϊστάμενος, κανείς δεν τόλμαγε να σχολιάσει τη συνεργασία μας. Τη φιλία μας. Τα βλέμματα πέταγαν στιλέτα, αλλά η γλώσσα έγλειφε, κρύβοντας με επιμέλεια, τα δόντια που διοχετεύουν δηλητήριο, όπως στα σωληνόγλυφα φίδια.

Οι μέρες πριν τις γιορτές έτρεχαν κατοστάρι. Να πιάσουμε τους στόχους, να πιάσουμε όλους τους στόχους. Το βράδυ έξω από τα γραφεία της εταιρείας, έστριβα ένα τσιγάρο, κοίταγα τον ουρανό, το φεγγάρι είχε στεφάνι, χιονιάς, θυμόμουν τον ψαρά παππού μου. Κούμπωνα το παλτό και πίσω σπίτι, τα μάτια μου πιο θολά από ανακατεμένο βυθό, το πουλί μου πεθαμένο, εκεί ανάμεσα στα σκέλια, κουλουριασμένο αδιάφορα. Καμιά διάθεση να γλεντήσω την κούραση. Αντίλαλος που σου τρυπάει το τύμπανο η φωνή του:
«Να πιάσουμε τους στόχους»

Ούτε που πρόσεξα την αλλαγή στο βλέμμα του, τη ματιά του αφεντικού που μας έπαιρνε τα μέτρα, όπως ο νεκροθάφτης. Ούτε που άκουσα το αρχικό τρέμουλο στη φωνή, στις συναντήσεις της Δευτέρας, έχουμε μείνει πίσω στους στόχους, τα κεντρικά μας πιέζουν, δεν τρέχετε αρκετά, τρέχουμε τώρα. Ούτε που θυμάμαι, πότε η φωνή αυτή σκλήρυνε και ήχησε στην γενική βουβαμάρα σα μαστίγιο που σκίζει τη σιωπή, δεν θα ανεχτώ άλλο αυτή την αδράνεια, την έλλειψη κινητοποίησης, την έλλειψη πρωτοβουλίας, δεν έχετε φιλοδοξία μέσα σας, δεν έχετε αίμα να κυλάει στις φλέβες σας, δεν ξέρω αν σας αξίζει να βρίσκεστε εδώ, γαμώ την πολυεθνική μου μέσα. Χτύπησε το χέρι πάνω στο καρυδένιο, πανάκριβο, χειροποίητο τραπέζι απ’ το Σαρίδη, μέσα στο μαυσωλείο των εταιρικών συναντήσεων. Ένα κρυστάλλινο ποτήρι έσκασε με φόρα στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια. Στο μαυσωλείο οι πεθαμένοι κατάπιαν την φωνή τους. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο πρόσωπό του. Μπροστά μου είχα έναν ξένο άνθρωπο. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ανάσαινα το λιγοστό οξυγόνο, προσπαθώντας να νιώσω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Έπεφτα και έπεφτα από το Έβερεστ τουλάχιστον, εκεί δεν είναι που το οξυγόνο είναι αραιό; Έπεφτα στο απροσδιόριστο κενό μιας γκρίζας απαρχής. Ο χαρταετός στον πίνακα του Βασιλείου που κεντράριζα, μήπως με συνεφέρει, είχε κοπεί και βυθιζόταν, σε ένα απεγνωσμένο μακροβούτι, εκεί, μπροστά στα μάτια μου.

Παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς προσκλήσεις ιδιαίτερες, για φαγητό και χαρτί, σπίτι του. Ανάμεσα σε ‘κείνον και μένα μια ηχηρή ανοικειότητα. Πως πάγωνα τη συμπεριφορά μου όταν ήθελα να χωρίσω σε μια σχέση που πέρναγα γενικά καλά; E κάπως έτσι. Δυο τρεις κουβέντες τυπικές περί ανέμων και υδάτων. Μικρές παύσεις που σου σφίγγουν το στομάχι. Στο τρίτο ουίσκι, μου είπε στο αυτί:
«Τώρα που έχεις άδεια, να πούμε δυο λόγια, οι δυο μας, εκτός γραφείου, όπως παλιά»
«Παίδες, κουράστηκα, την κάνω» είπα απότομα.
«Κάτσε ρε, είσαι καλά, που πας, χαλάς το παιχνίδι»
«Κουράστηκα, σώνει, πάω για ύπνο. Εμείς οι δύο, αύριο, Χριστούγεννα ανήμερα. Ελενίτσα καληνύχτα και καλή μας τύχη.»
Σήκωσα το ποτήρι κι ήπια δυο, τρεις γουλιές μαζεμένα. Πέταξα τα χαρτιά πάνω στην τσόχα. Ήταν άσσος, ρήγας, ντάμα, βαλές, δέκα, κούπα.

Το σούρουπο στο λιμανάκι, μπροστά στο ξωκλήσι του Αη Νικόλα στην Ηλεκτρική, είχα σούρει τα βήματα μου, βήματα κατάδικου, όχι εορταστικά, βήματα που σκόνταψαν στις πέτρες τα δετά ιταλικά μποτάκια μου. Βήματα πικρά, που δεν ξεπλένει ούτε το ξερό κρύο, ούτε τα χίλια κινέζικα λαμπιόνια του βλαχοδήμαρχου, ούτε ο ήλιος που ξεπέφτει πίσω απ’ την Ψυττάλεια. Βήματα προς το ικρίωμα της ιστορίας, το τέλος της αθωότητας, το νυν τελεία και παύλα. Βήματα που το ένα αναιρεί το άλλο, σε σημείο να βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησες, που έφτασες στο ξύλινο παγκάκι, που καρφώθηκες στον τύπο που ψαρεύει, ψαρεύει μέσα στο ψοφόκρυο ο ψυχάκιας Χριστουγεννιάτικα στο βρωμολίμανο, να βλαστημάς την ώρα που δεν έστειλες ένα μήνυμα, άκυρο μαν τα λέμε άλλη μέρα, χρόνια πολλά, από ψυχής, ξέρεις αυτή τη μαύρη, μέσα βαθιά μέσα μου.

Έπειτα το μόνο που θυμάμαι είναι τα άδεια μάτια του, μάτια νεκρά, μάτια που σκότωσαν ό,τι είχαν από ευαισθησία για να πουν μερικές σάπιες από καιρό κουβέντες, αυτές που έπρεπε να ειπωθούν, μηχανικά, για λόγους περικοπών κάποιος θα έφευγε, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο ήταν, βασανίζομαι καιρό, διάλεξα εσένα, είμαστε φίλοι τόσα χρόνια, εσύ θα καταλάβεις, δεν θα μου κρατήσεις κακία, είσαι μόνος σου Πάτροκλε, δεν έχεις ανάγκη, είσαι δυνατός, θα τα καταφέρεις, πάντα τα κατάφερνες, πάντα ήσουν ο πιο μάγκας, θαυμάζω πως είσαι μόνος σου, τον τρόπο που στέκεσαι αγέρωχος, που ζεις τη ζωή σου, που είσαι ελεύθερος.

Τα άδεια μάτια του με κρατάνε ακίνητο να υπομένω μια γλώσσα που παραληρεί. Το μόνο που θυμάμαι, είναι τα χέρια μου στο λαιμό του. Η έκφραση στα μάτια ίδια. Το στόμα σωπαίνει πια. Τίποτα, τίποτα, πέρα από ένα γλάρο που κρώζει μίλια πέρα, δεν ακούγεται. Τα μάτια του νεκρά με κοιτάνε σα να μην είμαι εκεί. Δεν υπάρχω. Ξεσφίγγω τα χέρια και τρέχω μακριά, στο σκοτάδι μιας νύχτας μεταλλικής, χωρίς ελπίδα, λίγη σκουριά μόνο, η γεύση στο απελπισμένο στόμα μου.
Αχ, Ελένη.!

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Αν δε μοιραστούμε τη Ζωή, θα μοιραστούμε το Θάνατο (αναδημοσίευση)


κείμενο του Αυτοδιαχειριζόμενου Κοινωνικού Χώρου Pasamontaña
σχετικά με τα γεγονότα των τελευταίων μηνών

«Η έρημος δεν μπορεί να εξαπλωθεί περισσότερο: είναι παντού.
Αλλά μπορεί να γίνει ακόμα πιο βαθιά.
Μπροστά στο προφανές της καταστροφής υπάρχουν
εκείνοι που αγανακτούν και εκείνοι που παρατηρούν,
εκείνοι που καταγγέλλουν και εκείνοι που οργανώνονται.
Είμαστε μεταξύ αυτών που οργανώνονται.»

(Αόρατη Επιτροπή - Κάλεσμα)

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τάγμα εφόδου της ΧΑ, η σύλληψη και ομολογία του δολοφόνου Ρουπακιά, η καθεστωτική διαχείριση των γεγονότων και οι δύο νεκροί-μέλη περιφρούρησης της ΧΑ σηματοδοτούν, εν μέσω της συστημικής κρίσης που συνεχώς βαθαίνει, την αρχή μιας νέα φάσης στην κοινωνική-ταξική σύγκρουση στην Ελλάδα.

Οι διαδηλώσεις την επομένη της δολοφονίας σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό (με επίκεντρο τις πολύωρες συγκρούσεις δεκάδων χιλιάδων κόσμου στο Κερατσίνι), οι επιθέσεις σε ναζιστικά γραφεία και η αντιφασιστική οργή που διαπέρασε όλη την επικράτεια οδήγησαν στο να μην επιχειρηθεί η αποσιώπηση (που ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο) ή η υποβάθμιση της δολοφονίας, όπως είχε συμβεί με όλες τις προηγούμενες -δολοφονικές ή μη- επιθέσεις, κυρίως εναντίον μεταναστών. Η βαρύτητα των γεγονότων, η διάχυτη κοινωνική οργή, που επανέφερε το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής έκρηξης εν μέσω εύθραυστης κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας, και το περιβάλλον έντονων πολιτικών πιέσεων, οδήγησαν το κράτος στην «εξάρθρωση της εγκληματικής συμμορίας» για να διαχειριστεί, όπως γράψαμε εξ αρχής, τις κοινωνικές εντάσεις από θέση ισχύος και προς όφελός του. Η καθεστωτική αυτή τακτική επιλογή επιχείρησε ·να αθωώσει τους κρατικούς μηχανισμούς και τα πολιτικά κόμματα που μέχρι σήμερα παρείχαν ασυλία στους φασίστες ·να ακινητοποιήσει και απονοηματοδοτήσει τον αντιφασιστικό λόγο και δράση ·να περιορίσει μια ενδεχόμενη αντιφασιστική ενεργοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση νέων κοινωνικών ομάδων και ρευμάτων ·να επανεπιβεβαιώσει το κρατικό μονοπώλιο της βίας και τέλος ·να επαναφέρει μια -προσωρινή- ενδοσυστημική ισορροπία.

Το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς παρείχε στη ναζιστική ΧΑ όχι απλά ανοχή αλλά διαρκή συνεργασία, υποστήριξη και προστασία. Η αστυνομία και η πολιτική της ηγεσία συνεργάζονταν με τους φασίστες στις διαδηλώσεις, στις επιθέσεις εναντίον μεταναστών εργατών και πολιτικών - κοινωνικών χώρων, στην προστασία μαγαζιών διασκέδασης, στον έλεγχο ολόκληρων περιοχών, όπως συνέβη με την άνωθεν παράδοση του Αγ. Παντελεήμονα ως πειραματικό και παραδειγματικό πεδίο δράσης και επιβολής. Τα Media, μικρά και μεγάλα Μέσα Διαμόρφωσης Γνώμης, έγιναν βασικό όχημα επιρροής της ΧΑ στον πληθυσμό, παρουσιάζοντάς την ως μια νέα πολιτικοκοινωνική δύναμη που δήθεν υποκαθιστά τις δομές του καταρρέοντος κράτους, είτε αποκρύπτοντας την πραγματικότητα σχετικά με το ρόλο, το χαρακτήρα και τη δράση της, είτε προβάλοντάς την ανοιχτά, χτίζοντας το δήθεν αντισυστημικό και αήττητο προφίλ της. Δεν υιοθέτησε το κράτος την πολιτική ατζέντα της ΧΑ αλλά αντίστροφα, η ΧΑ εφάρμοσε την κρατική πολιτική προεκτείνοντάς την (μεταναστευτικό, πόλεμος ενάντια στις μειονότητες, χαμηλά μεροκάματα, αντισυνδικαλισμός, αντικομμουνισμός, αποπροσανατολισμός μέσω της αναπαραγωγής εθνικών μύθων, διαρκής αντιστροφή της πραγματικότητας κλπ). Είναι πλέον για όλους προφανές ότι χωρίς την κρατική πριμοδότηση και τη χρηματοδότηση από μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου η ΧΑ δε θα μπορούσε να φτάσει όπου έφτασε και ότι χωρίς μία ΧΑ το ελληνικό κράτος δε θα μπορούσε -ούτε εύκολα, ούτε αποτελεσματικά- να συσπειρώσει τα συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας, να απορροφήσει ενδοσυστημικά την απογοήτευση που παράγει η αναδιοργάνωση του πελατειακού κράτους και η καταστροφή των μεσοστρωμάτων, να διασπείρει το φόβο και κυρίως να γίνει πράξη το «όλοι εναντίον όλων».

Η αναβάθμιση της ΧΑ από περιθωριακή παρακρατική οργάνωση σε πολιτικό κόμμα με μαζική επιρροή αποτέλεσε συγκεκριμένη επιλογή της άρχουσας τάξης της χώρας αμέσως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, που πυροδότησε πρωτοφανείς απελευθερωτικές κοινωνικές διεργασίες, και σε περιβάλλον παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία δημιουργούσε ήδη έδαφος εκτεταμένης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ήταν μέρος της κρατικής αντιεξεγερτικής στρατηγικής, της προετοιμασίας και εγκαθίδρυσης Καθεστώτος Έκτακτης Ανάγκης, που θεμελιώνει την κυριαρχία του στην πολεμική αστυνομική/στρατιωτική διαχείριση του πληθυσμού και τη δημιουργία χωροχρόνων «διαχείρισης κρίσεων», που τείνουν να καταλάβουν όλο το πεδίο της κοινωνικής ζωής. Είναι η στρατηγική της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που συμπυκνώνεται στις διώξεις και τη φασιστική διαχείριση των 27 οροθετικών γυναικών, στην επιβολή στρατιωτικού νόμου στα χωριά της Β.Α. Χαλκιδικής και τις μαζικές διώξεις ή προφυλακίσεις των αγωνιζόμενων κατοίκων, στην καταστολή-κλείσιμο χώρων και εγχειρημάτων ελευθερίας και αγώνα (όπως οι καταλήψεις των αγωνιζόμενων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ιωάννινα), στα βασανιστήρια και τα photoshop της αντιτρομοκρατικής, στις επιστρατεύσεις των απεργών στις μεταφορές, στην καθαριότητα, του μετρό και των καθηγητών, στον ανοιχτό πόλεμο εναντίον των μεταναστών με στρατόπεδα συγκέντρωσης, φράχτες, ναρκοπέδια και θαλάσσιους τάφους, στις Μανωλάδες της ωμής στρατιωτικοποιημένης «εργασίας», στο κλείσιμο της ΕΡΤ, στο θάνατο για ένα εισιτήριο όπως αυτόν του Θανάση Καναούτη στο Περιστέρι, στις επ'αόριστον προφυλακίσεις χωρίς δίκη, στις δεκάδες προκατασκευασμένες δίκες και τις σκευωρίες κεντρικής πολιτικής σκοπιμότητας (όπως αυτές ενάντια στους αναρχικούς Θοδωρή Σίψα για τα γεγονότα στη Μαρφίν και Τάσο Θεοφίλου για τη «ληστεία της Πάρου»), στις μαζικές και στοχευμένες υποκλοπές και παρακολουθήσεις, στις συλλήψεις μαθητών και τις εισβολές σε μαθητικές καταλήψεις, στην αστυνομική έφοδο στο Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού και τους Γιατρούς του Κόσμου, στην εξόφθαλμα ρατσιστική διαχείριση των Ρομά, στα τεθωρακισμένα που για αρχή επαναφέρονται στις παρελάσεις, στους θανάτους και τα βασανιστήρια μέσα στα Α.Τ. που συνεχίζονται...

Από τη μία ασκούν ωμή τρομοκρατία για να επιβάλουν τα εγκληματικά αντικοινωνικά τους σχέδια, και από την άλλη επαναφέρουν διαρκώς το φάντασμα του εμφυλίου και την αποτυχημένη θεωρία των δύο άκρων για να γλιτώσουν από την αναπόφευκτη κοινωνική έκρηξη. Στην πραγματικότητα το ένα άκρο είναι αυτοί, η ντόπια και διεθνής οικονομική ελίτ, οι υπερεθνικοί μηχανισμοί κυριαρχίας (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), το πολιτικό σύστημα, όσοι στελεχώνουν την κρατική μηχανή και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς προστασίας του συστήματος, τα ΜΜΕ και όσοι τους στηρίζουν αποκομίζοντας όφελος. Οι ίδιοι δημιουργούν τους όρους για ένα νέο εμφύλιο, ενώ παράλληλα η σύγχρονη ολιγαρχία υπερδιπλασιάζει τα κέρδη της και συνεχίζει να ζεί μέσα στη χλιδή και τα πλούτη. Στο άλλο άκρο έχουν οι ίδιοι θέσει την κοινωνική πλειοψηφία, τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται εγκλωβισμένα στη μεγάλη καθημερινή φυλακή της υλικής και συναισθηματικής μιζέριας και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

Σε παγκόσμια κλίμακα, η αναδιάρθρωση της κυριαρχίας και οι εσωτερικές συγκρούσεις πλευρών του κεφαλαίου οδηγούν στην καταστροφή των κοινωνιών, τη συνεχιζόμενη αφαίμαξη του παγκόσμιου πλούτου, τις διακρατικές συγκρούσεις και τις πολεμικές επιχειρήσεις, παράλληλα με την κατάρρευση των καπιταλιστικών μύθων της ευμάρειας ή του «τέλους της ιστορίας» και το οριστικό τέλος της πολιτικής αντιπροσώπευσης με τη μορφή της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Εξεγέρσεις και ταραχές ξεσπούν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, από τη Μεσόγειο μέχρι τη Λατινική Αμερική, αποκαλύπτοντας το μέγεθος της παγκόσμιας κοινωνικής οργής που κυοφορεί το καινούργιο. Στην Ελλάδα μετά από 3 χρόνια επιτυχημένης εφαρμογής του «πιο εντυπωσιακού προγράμματος προσαρμογής που έγινε ποτέ» σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΟΟΣΑ, μετά από 3 χρόνια σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, έχει ήδη επέλθει η κοινωνική χρεωκοπία και συνεχίζεται αμείωτα ο αποκλεισμός μεγάλων μερίδων του πληθυσμού. Οι προσπάθειες διαχείρισης της φτώχειας, κυρίως μέσα από τη συνεργασία κράτους, κεφαλαίου, εκκλησίας, Ε.Ε και Μ.Κ.Ο, αποτελούν μέσο υποταγής στο νέο κοινωνικό μοντέλο (βλ. 5μηνα) ενώ παράλληλα η «πρόταση εξουσίας» της συστημικής αριστεράς δεν έχει έτσι κι αλλιώς κανένα πραγματικό αντίκρυσμα, αφού οι αντικειμενικές συνθήκες της βαθύτερης ιστορικά καπιταλιστικής κρίσης δεν επιτρέπουν την επιστροφή στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας που ευαγγελίζονται όσοι καλλιεργούν αυταπάτες για να κυβερνήσουν.

Το ερώτημα που απασχολεί όσους ζούν στην Ελλάδα σήμερα είναι το πώς θα βγούμε από το βούρκο και το αδιέξοδο στο οποίο μας έχουν καταδικάσει. Η πραγματικότητα για τους εργαζόμενους με μισθούς-κοροϊδία και εργασιακές σχέσεις-λάστιχο, τους απλήρωτους, τους απολυμένους και τα εκατομμύρια των ανέργων είναι μια καθημερινότητα φτώχειας και μιζέριας, μαζικής κατάθλιψης και χιλιάδων αυτοκτονιών, νόμιμης κρατικής και ιδιωτικής υπερεκμετάλλευσης, διάλυσης των κοινωνικών δομών και ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, παράλληλα με τον ασφυκτικό καθημερινό αστυνομικό έλεγχο, την εργοδοτική τρομοκρατία, την κρατική βία στους δρόμους και τις διαδηλώσεις της αντίστασης, την επικράτηση του μαζικού Φόβου που διασπείρεται διαρκώς υπό το άργυπνο βλέμμα των καμερών παρακολούθησης και των αυτιών της ΕΥΠ. Παρόλο που ένα μεγάλο μέρος της βαλλόμενης κοινωνίας ταλαιπωρείται από τις ενδοταξικές διαμάχες, τη σύγχυση, τις αυταπάτες, την ηττοπάθεια και την παραίτηση και δε θέλει ή/και δεν μπορεί ακόμα να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της εποχής, υπάρχει ένα ισχυρό κοινωνικό ρεύμα που καταλαβαίνει όλο και περισσότερο ότι δεν υπάρχει λύση εντός του συστήματος της ταξικής, φυλετικής και έμφυλης εκμετάλλευσης και ιεραρχίας. Για μας η κοινωνία δεν έχει άλλη επιλογή από την αυτοοργάνωση της καθημερινότητας και του αγώνα, την καταστροφή των κυρίαρχων δομών και αντιλήψεων που βασίζονται στις διακρίσεις, την ιεραρχία και τον καταναγκασμό και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας στις βάσεις της αλληλεγγύης, της αμοιβαιότητας, της ανιδιοτέλειας και της ισότητας.

Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών και το απότομο ανέβασμα του επιπέδου της ταξικής σύγκρουσης και βίας σηματοδοτούν μια κρισιμη φάση για το μέλλον, όπου ο εγκαθιδρυμένος στο δικό μας στρατόπεδο φόβος πρέπει να γίνει δύναμη για κοινωνική αντίσταση στη βαρβαρότητα. Η επίθεση της κυριαρχίας θα ενταθεί ακόμα περισσότερο, η πιθανή επανεμφάνιση νέων -με σοβαρό προφίλ εθνικής ενότητας (πχ. με τη συμμετοχή στρατιωτικών ή τεχνοκρατών)- ή υπάρχοντων φασιστικών μορφωμάτων θα είναι ξανά μέρος της και η δράση των φασιστών θα γίνει ακόμα πιο επικίνδυνη.

Ο προσανατολισμός των αυτοοργανωμένων και ακηδεμόνευτων εγχειρημάτων οφείλει να συνεχίσει να κινείται προς την κατεύθυνση της αγωνιστικής συσπείρωσης της λαϊκής πλειοψηφίας σε απελευθερωτική κατεύθυνση μέσω της ενεργής εμπλοκής, συμμετοχής και υποστήριξης στους δίκαιους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες για μια καλύτερη ζωή. Οι κάθε μορφής μαχητικές ενέργειες οφείλουν να παραμένουν μέσα στο βαθμό διάθεσης της αγωνιζόμενης κοινωνίας, ώστε το επίπεδο της σύγκρουσης να παραμένει ξεκάθαρα στο κοινωνικό πεδίο επιλογής. Η διασταύρωση των χιλιάδων πρωτοβουλιών κοινωνικού πειραματισμού, η υποστήριξη, η ριζοσπαστικοποίηση, η περιφρούρηση και αυτοάμυνα των εγχειρημάτων που δημιουργούν από τώρα τους όρους της μελλοντικής αυτοοργάνωσης της κοινωνίας, η ενδυνάμωση των δομών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας όσων δέχονται την επίθεση της κυριαρχίας, η παράλληλη οικοδόμηση και συνεργασία των αυτοοργανωμένων κοινοτήτων αγώνα που υπερασπίζονται όλο το φάσμα των κοινωνικών αναγκών και συγκρούονται με την κρατική, καπιταλιστική και φασιστική βαρβαρότητα είναι ο μόνος δρόμος για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση από τον εφιάλτη του Φόβου και της Εξαθλίωσης.

Ειδικά στις δικές μας γειτονιές οι ενδοταξικές διαμάχες, η μιζέρια και ο καθημερινός πόλεμος «όλων εναντίον όλων», πρέπει να δώσουν τη θέση τους στη μεταξύ μας αλληλεγγύη, τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική ενότητα και τη διοχέτευση της κοινωνικής οργής στους κοινούς αγώνες ενάντια στους δυνάστες μας. Είμαστε μέρος της καταπιεζόμενης κοινωνίας, να γίνουμε μέρος του κόσμου του αγώνα, των αντιστεκόμενων, των κοινωνικών-ταξικών αγώνων. Είναι στο χέρι μας να μετατρέψουμε τον εφιάλτη της φτώχειας και των στερήσεων στο όνειρο μιας κοινωνίας αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, ισότητας και αξιοπρέπειας, με τις αποφάσεις και το δημόσιο πλούτο στα χέρια όλων μας.

Τιμή για πάντα στον Παύλο Φύσσα
να δυναμώσουμε τις κοινότητες
Αυτοοργάνωσης · Αλληλεγγύης · Αντίστασης
ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα
και την κρατική - φασιστική τρομοκρατία

Αυτοδιαχειριζόμενος Κοινωνικός Χώρος Pasamontaña

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Θέλω να σου πω, να σου μιλήσω... (αναδημοσίευση)


από Αλληλέγγυα Δύναμη
Eίναι απελπιστικά πολλά όλα αυτά που θέλω να σου πω και δεν ξέρω πώς να τα βάλω σε μια σειρά!
Εδώ τον εαυτό μας δεν μπορούμε συχνά να βάλουμε σε μια τάξη, (όχι την "τάξη" που εννοούν τα αφεντικά και τα ανδρείκελα της εξουσίας), αλλά το να κουμαντάρουμε εμείς οι ίδιοι το μυαλό μας, τις αποφάσεις μας, τις κινήσεις, τις δράσεις μας, τις παρορμήσεις, τις έξεις μας, την ίδια μας τη ζωή! Ώστε να μην καταντάει ένα συνονθύλευμα μιας πληθώρας εντυπώσεων κι αναμνήσεων, φόβων κι εμμονών, αόριστων ιδεών κι αυτοματισμών και να άγεται και φέρεται από οποιονδήποτε άλλο εκτός από πραγματικά εμάς τους ίδιους! 

Θέλω να σου πω για τη ματωμένη καρδιά του κόσμου!
Για το πόσο πολύ γίνονται οι άνθρωποι αόρατοι όταν περπατάμε με κλειστά τα μάτια!

Για το πόσο λίγο ξέρουμε ο ένας τον άλλο, ακόμα και τον ίδιο το σύντροφο της ζωής μας, όταν ζούμε μια ζωή χωρίς να τη ζούμε, σαν μηχανικά αυτόματα, σαν "φυσιολογικοί άνθρωποι με φυσιολογικά όνειρα", σαν υπάκουα στρατιωτάκια μιας ατέλειωτης γκάμας αρχηγών και αρχηγίσκων (ακόμα και μέσα στο σπίτι μας), σαν άψυχες μαριονέτες που τα σκοινιά τους ελέγχονται από αόρατα χέρια. Σαν ζωντανοί-νεκροί.

Για το πώς φοβόμαστε να ξεφύγουμε από αυτή την προκαθορισμένη πορεία της απώλειας κι ας λέμε μεγάλα λόγια, κι ας εξαπολύουμε μύδρους κατά όλων αυτών των "καραβοκύρηδων" που μας πέταξαν στις "ξέρες" της ζωής. Και για το πόσο, συχνά, ζηλεύουμε (κι άλλοτε ας τους εκθειάζουμε κι άλλοτε ας ψάχνουμε να βρούμε ψεγάδια για να τους μειώσουμε) όσους ορθώνουν, ακόμα και ολομόναχοι, σαν γίγαντες το ανάστημά τους ενάντια σε όλα τα κακά και δεινά του κόσμου. Γιατί νομίζουμε ότι απέχουμε πολύ από το παράστημά τους. Kι ας συντρίβονται, στο τέλος, από το ωστικό κύμα του μίσους προς τη γενναία κι αδούλωτη υπόστασή τους. 

Τιμή όμως σ'αυτούς που βάζουν τα δυνατά τους, όχι για να τους μοιάσουν απαραίτητα, αλλά για να τραβήξουν το δικό τους δρόμο ανάμεσα από αλλεπάλληλες συμπληγάδες κι εμπόδια που υψώνονται στη δύσβατη πορεία τους. Αψηφώντας το τραγούδι των Σειρήνων, την εχθρικότητα των σκλάβων μέσα στο μαντρί και τα σκυλιά που εξαπολύουν εναντίον τους οι "θεοί" αυτού του ματωμένου κόσμου...

Θέλω να σου πω για τον πόνο μου, που συχνά γίνεται όλο και πιο οξύς, όταν κοιτάω γύρω μου την τεράστια σε βάρος των ανθρώπων πλάνη, τις άνισες και εξόφθαλμα άσχημες εικόνες που πρέπει ν'αποδεχτώ ως "κανονικότητα" αναπόφευκτη και αναλλοίωτη εδώ και χιλιάδες χρόνια, όπως μου λένε οι περισσότεροι, κι ας ανήκουν σε αυτούς που υποφέρουν από την "κανονικότητα" του κόσμου αυτού. 

Και μετά σκέφτομαι κάτι λόγια σαν αυτά που είπανε κάποιοι αρχαίοι Έλληνες σοφοί: "το να λες την αλήθεια μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα για σένα! Αυτό που τελικά μετράει είναι να είσαι, όσο μπορείς, καλός άνθρωπος..."(Δημόκριτος)
Να προσθέσω κι εγώ: Και να αποφεύγεις την ασχήμια στη ζωή σου και τον κίνδυνο να καταστείς κομμάτι της, ακόμα και χωρίς να συνειδητοποιείς το κατρακύλισμα.

Ναι! Αλλά τι γίνεται όταν δεν σε αποφεύγει η ασχήμια; η συναινετική παραίσθηση που βαφτίζεται πραγματικότητα; Όταν τη βρίσκεις σαν επιδημική μάστιγα συνέχεια μπροστά σου; Και κατά πόσο καλός μπορεί να είσαι αν γυρνάς την πλάτη, αν κάνεις όλο και πιο συχνά το κορόιδο, αν αλλάζεις λόγια, αν λες μισόλογα ή μιλάς και γράφεις με κώδικες προκειμένου να προστατεύσεις τις σάρκες σου αλλά και "ν'ανοίξεις τα μάτια" (αν όχι στη δικιά σου τότε σε μια μελλοντική εποχή) εκείνων που είναι πρόθυμοι "να δουν" και ικανοί να κατανοήσουν; Και πότε θα'ρθει αυτή η εποχή; Αφού η ασχήμια και η αμετροέπεια και αδικία γίνονται όλο και πιο ισχυρές και άκαμπτες...Και μάλιστα, πλέον, με τη συνδρομή και υψηλής τεχνολογίας!

Θέλω, λοιπόν, να σου πω ότι αδιαφορώ πια για έννοιες όπως το "καλό και το κακό" που παραλάσσουν από λαό σε λαό κι από τόπο σε τόπο, μέσα στην Ιστορία. Έννοιες που είναι ανθρώπινες επινοήσεις κι άρα σχετικές αντιλήψεις και ανάλογα με την ερμηνεία που ενδύονται μπορεί ν'αποτελέσουν καταστροφικά εργαλεία όσον αφορά τη διάβρωση του μυαλού και την ευτέλεια της ψυχής που γίνεται...μικρόψυχη!

Θέλω να σου πω ότι το καλό για μένα σημαίνει να μάθω να είμαι ο Εαυτός μου! Κι αν είναι να με χλευάσουν, να με συκοφαντήσουν εξαιτίας αυτού, να με στοχοποιήσουν, να με τσακίσουν, να χάσω το κεφάλι μου, τότε...αν είναι να πέσει απ'τους ώμους μου τουλάχιστον ας είμαι ευθυτενής κι εκείνο ορθωμένο ψηλά...Όλες οι κακοτοπιές είναι ευπρόσδεκτες, γιατί κι όσο πιο... ποιοτικές είναι τόσο περισσότερο σε διδάσκουν, σε φωτίζουν!

Να με συμπαθείς αν σε κούρασα, αλλά νιώθω πως δεν σου είπα σχεδόν τίποτα από όλα αυτά που ήθελα...Ίσως είναι καλύτερα έτσι. 
Για να ακούσω εσένα, αδελφέ/ή μου!

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Επάνοδος (αναδημοσίευση)


Επάνοδος



Στης Ουτοπίας τον προθάλαμο μείναμε,
την πόρτα δεν τολμήσαμε να σπρώξουμε
λίγες ακτίνες μέλλοντος μονάχα
και κάποια γέλια παιδικά από το βάθος.

Και ύστερα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής
ακόμα μια φορά, ακόμα μια γενιά,

γεμάτοι συμβουλές, σοφίσματα και ύφος
κάποιων, που φάνταζαν της νιότης μας σπουδαίοι.
Νίκος Γεωργόπουλος

το βρήκαμε στο Τέχνη εν Κινήσει (http://techni-en-kinisei.blogspot.gr/)

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Φύλακας Άγγελος (αναδημοσίευση)


από τα ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)
Γράφει ο Πάνος Μουχτερός

Έμειναν τα αγγελούδια μόνα

Άσε με. Άσε με να κάνω λάθος. Μια ζωή προσπαθούσα να είμαι σωστός, φαίνεται δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να έχω φερθεί αλλιώτικα λοιπόν. Ξέρεις τι λέω. Να μην δείχνω όλες αυτές τις ηλίθιες ευαισθησίες, τα εύκολα τα κλάματα και τα τοιαύτα. Να μην είμαι εντελώς αληθινός στους άλλους, να είμαι στο περίπου, ναι, να είμαι ένα καθίκι που θα κοιτάει μονάχα το τομάρι του. Προσιτός και σαχλαμάρες. Ανοιχτό γράμμα σε όλους, φίλους, περαστικούς, γνωστούς και αγνώστους. Αυτό ήμουν πάντα. Τι κατάλαβα; Πες μου εσύ που με ξέρεις χρόνια. Δίκιο είχε ο πατέρας τελικά που έλεγε ότι όποιος είναι ο εαυτός του στο τέλος καταλήγει πρόβατο που το τρώνε οι λύκοι. Να δίνεις και την ψυχή σου. Να δίνεσαι σε όλα, δουλειά, έρωτες, παιδιά, σκυλιά, στο 101%. Να γίνεσαι χαλί να σε πατήσουν, να βοηθήσεις τον συνάνθρωπο, να αγαπάς τον πλησίον σου, να κάνεις το σταυρό σου και να το εννοείς ρε, όχι μόνο για τα μούτρα του παπά και του γείτονα. Μαλακίες. Η σωτηρία της ψυχής και κουραφέξαλα. Δεν πήρα πρέφα ότι εκτέθηκα και μαλάκωσα με τον καιρό. Ότι όσο πίστευα σε όλα αυτά τα άγια, χαλάρωσα και δεν προετοιμάστηκα σωστά για τη σφαλιάρα. Ναι, περπατούσα αμέριμνος, κοιτώντας προς τον ουρανό. Και λίγο μετά, εκεί που δεν το περιμένεις, να σου, ο γκρεμός. Και πέφτεις. Και δεν σταματάς να πέφτεις. Και καθώς πέφτεις, πνίγεσαι από το πολύ το οξυγόνο που σφηνώνεται στον ουρανίσκο και από ένα σημείο και μετά σταματάει να σε δροσίζει και σε ζεματάει. Πέφτεις. Και σωριάζεσαι. Και λες, τι στο διάολο κάνω εδώ κάτω εγώ που ήμουν στα ψηλά; Τι κάνω εδώ εγώ ρε, μέσα στις λάσπες; Και κοιτάς τον ουρανό πάλι. Και φτύνεις στα μούτρα τον Θεό.

Φτου σας ρε. Τα έμαθες τα νέα; Μας διώξανε. Ναι, ρε, μας ‘ρίξαν στον γκρεμό. Ναι, σου λέω. Δουλειά, τέλος. Όνειρα, τέλος. Ουρανός, τέλος. Μόνο πτώση, λάσπη και σμπαραλιασμένα κόκαλα. Πάει το σχολείο. Πάνε τα παιδάκια μου. Δεκαπέντε χρόνια εκεί μέσα ρε, τα ένιωσα όλα παιδιά δικά μου. Από τόσο δα, μικρά, στα γόνατά μου τα μεγάλωσα. Από τάξη σε τάξη. Πρωτάκια, δευτεράκια, τριτάκια, παιδάκια, αγοράκια που γίνανε άντρες, κοριτσάκια που γίνανε γυναίκες. Με το που άνοιγα την καγκελόπορτα τα χαράματα, περίμενα να φανούν, να δω μήπως ήρθε κανένα τους πεινασμένο, βρόμικο και ταλαιπωρημένο. Να τρέξω για όλα, τίποτα να μη λείψει. Να τα πάρω από το χεράκι από νωρίς, γιατί η μαμά και ο μπαμπάς έπρεπε να πάνε στη δουλειά και δεν είχαν άλλο τρόπο να αφήσουν τα καμάρια τους πουθενά εκείνη την ώρα, μέχρι να αρχίσει το μάθημα. Έπρεπε κάποιος να τα φυλάει, να έχει το νου του λέμε. Ειδικά τελευταία που τα έβλεπες να λιποθυμάνε από την πείνα, είχα φροντίσει να έχω μαζί μου καμιά τυρόπιτα, λίγο γάλα να τους δώσω, μη μου πάθουν τίποτα. Να τα καθησυχάσω, να τα τους πω γελοία αστεία, να ξεχαστούνε, να τρέξω κι εγώ μαζί τους όσο μπορώ, να κάνω ότι και καλά δεν βλέπω όταν είχαν κρυφτεί έτοιμα να μου ορμήξουν, να με ρίξουν κάτω και να με ποδοπατήσουν, να γίνω το παιχνίδι τους, δεν με ένοιαζε ρε που μου πατούσαν την καρδιά, εγώ ένιωθα ότι έτσι η καρδιά μου γίνεται πιο δυνατή, την ώρα ακριβώς που ήταν όλα από πάνω μου και με κυλούσαν σαν βαρέλι στο γρασίδι και μου κάνανε καψόνια και γελάγανε μεταξύ τους κάνοντας χαβαλέ. Έτσι μόνο άνοιγε η καρδιά, καρδιά μου.

Δεν απουσίασα ποτέ, ακόμα και όταν με πόναγε η καρδιά, ούτε τότε, όταν έπεφτα στο κρεβάτι και ψηνόμουνα, δεν γινόταν αλλιώς, το ξέρεις καλά, ήμουν εκεί κι ας έλιωνα στον πυρετό, κανείς δεν μπορούσε να κάνει τη δική μου δουλειά. Να ζητήσεις από κοτζάμ δάσκαλο, διευθυντή να μαζέψει τις καπότες και τις σύριγγες που ρίχνανε οι εξωσχολικοί στην αυλή εκείνες τις περίεργες τις νύχτες; Να του πεις τι; Να μαζέψει τα σκατά των σκύλων, τα πατημένα αποτσίγαρα, τι να ζητήσεις, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Μόνο εγώ είχα αυτές τις επικίνδυνες αποστολές. Για να είναι το σχολειό μας καθαρό, οι τάξεις όλες σε μια τάξη. Να φροντίζω τον όμορφο τον κήπο μας, να βάζω τα ομορφότερα λουλούδια, να τα περιποιούμαι, να φαίνεται πως είναι ο καλύτερος κήπος του κόσμου, καλύτερος και από τον κήπο της Εδέμ. Καθόλου υπερβολές. Την αλήθεια λέω. Για μένα όλα αυτά ήταν ο Παράδεισος. Βιβλικές αποκαλύψεις, η αιώνια ζωή, η βασιλεία των ουρανών και λοιπές ανοησίες. Εκεί ήταν για ‘μένα η αληθινή ευτυχία, κάθε γράμμα αυτής της λέξης ήταν εκεί, φυτεμένο σαν λουλούδι που στέριωνε και άνθιζε μέσα σε εκείνον τον κήπο, δίπλα από τα παιδικά χαμόγελα, τις φωνές τις ανακατεμένες με τα τρεχαλητά, μέσα στα μπουγελώματα και τις κοπάνες, όλος μου ο κόσμος εκεί μέσα ήταν. Κι εγώ ένιωθα όπως ένας μικρός άγγελος που σκοπός του ήταν να προστατεύει τα υπόλοιπα ανυπεράσπιστα αγγελούδια από κάθε κίνδυνο, από κάθε θλίψη, ναι, αυτό ένιωθα και δεν με ενδιαφέρει αν κάποιος πει ότι την ψώνισα, ο καθένας όσα ξέρει τόσα λέει, σχολικός φύλακας σου λέει ήσουνα ρε μεγάλε, όχι και κανένας προστάτης, ούτε καν δάσκαλος δεν ήσουν.

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζεις, ρε άσχετε. Όταν όμως έτρεμαν τα ποδαράκια των παιδιών σου και οι παιδέρες παραφυλάγανε στα κάγκελα με τις καραμέλες και τις σοκολάτες στα χέρια, εσύ ήσουν στη δουλειά σου, στην γκόμενα σου, δεν ξέρω και ‘γω που στο διάολο ήσουν, και μόνο εγώ ήμουν εκεί όταν έπρεπε και είχα και τα δυο τα μάτια ανοιχτά να βλέπω τι παίζει και να διώχνω τα τρωκτικά μακριά από τις ευαίσθητες ψυχούλες. Και τότε, όταν ράβανε την πρέζα μέσα σε μπάλες παιχνιδιών και τη ρίχνανε μέσα στο προαύλιο για να παίξουν οι μαθητές με το παιχνίδι του θανάτου, ήμουν εκεί να μυρίζομαι σαν το λαγωνικό τις ουσίες που θα κάνανε τόσα λευκά όνειρα μαύρους εφιάλτες. Και τους χειμώνες ρε, όταν ερχόμουνα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα να δω αν έχουνε πετρέλαιο τα καλοριφέρ, για να καταλάβεις, πιο πολύ με ένοιαζε να έχει το σχολειό μας ζεστές αίθουσες παρά το ίδιο μου το σπίτι ρε, δεν άντεχα να δω χεράκια να τουρτουρίζουν, αρκετό ψύχος είχε μαζευτεί μέσα στην ψυχή τους, ακόμα και όταν οι σχολικές επιτροπές ξεμένανε και δεν είχανε λεφτά έβρισκα πάντα τον τρόπο ο λέβητας να γεμίσει και να αντέξουμε την παγωνιά και μην αρρωστήσει ο γιος σου και η κόρη σου, ρε ξεφτίλα. Και πιο πολύ τότε, όταν τα πιτσιρίκια πιανόντουσαν στα χέρια μεταξύ τους για το παραμικρό και οι μεγαλύτεροι το παίζανε ιστορία και πλακώνανε στις σφαλιάρες τους μικρούς για να τους φοβίσουν και μαζευόντουσαν πολλοί απέναντι σε έναν και του ρίχνανε σύννεφο τις φάπες και τα φτυσίματα, τότε φώναζα και έτρεχα ρε, να σταματήσω το κακό και να δείξω ότι εκεί μέσα θα ήμουν πάντα άγρυπνος φρουρός και δεν περνάνε με εμένα εδώ μέσα νταηλίκια. Σκασμός!

Χάνω την ψυχραιμία μου. Την έχω χάσει εδώ και ώρα. Τα χέρια μου τρέμουν. Κοιτάω συνέχεια το γαμημένο το ρολόι. Λες και σταμάτησε είναι, λες και η ώρα δεν αλλάζει. Δεν ξε. Δεν ξέρω. Άστο. Άσε με. Μη μιλάς! Σε ακούω να μιλάς στα αυτιά μου μέσα. Με τρυπάνε. Πνίγομαι. Οξυγόνο. Ζεματάει ο ουρανίσκος. Πτώση. Γιατί ρε; Τι ζήτησα ρε; Τη δου. Τη δουλειά. Τη δουλειά μου. Αξιο. Αξιοπρέπεια. Δεν μου βγαίνουν οι λέξεις. Πνίγομαι. Να σε κοιτώ στα μάτια. Αυτό θέλησα. Καθαρά. Υπερ. Υπερήφανα. Καθαρά. Μέχρι το περίπτερο. Ούτε μέχρι το περίπτερο. Δεν μπορώ. Να πάω. Πια. Αξιοπρέπεια. Τα παιδιά μου. Μου πήραν τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου, ρε! Ποιος θα τα βάλει στα γόνατα τώρα, ρε; Ποιος θα δει αν πεινάνε, αν τρέμουν από το κρύο; Ποιος θα τρέξει να δαγκώσει στο λαιμό τους πορνόγερους που θα ξερογλείφονται με τα γλειφιτζούρια στο παντελόνι τους μέσα; Ποιος θα ανοίγει την πόρτα πρώτος το πρωί; Τον κήπο. Τα λουλούδια. Εδέμ. Ποιος θα τα ποτίσει; Ποιος θα τα φροντίσει; Ποιος θα τα ανθίσει; Κλάδεμα. Με κλαδέψατε. Πεφ. Πέφτω. Ξεριζώνομαι. Αλήτες. Η οικογένεια. Πως. Πως θα φροντίσω. Ο ρόλος μου. Ποιος είναι πια ο ρόλος μου. Νύχτες. Ξυπνήματα. Ταχυπαλμίες. Λίγο νερό. Πνίγομαι. Ήμουν άγγελος. Ψηλά. Πέταγα. Γκρεμός. Γιατί ρε; Το σχολείο. Η αυλή. Μπουγελώματα. Παλιόπαιδα, θα σας πιάσω! Μούσκεμα με κάνατε. Θέλω να πάω πίσω στο σχολείο. Δεν έχω. Πουθενά να πάω. Πνίγομαι. Ποτάμι. Το αίμα μου. Να σας πνί. Να σας πνίξει. Είμαι άνθρωπος. Όχι αρι. Αριθμός. Δεν μπορώ να γράψω άλλο. Διαβ. Διάβασε. Αυτό το σημείωμα. Φεύγω. Άσε με. Να προσέχεις. Τα παιδιά, να προσέχεις. Ο φύλακας.

Ο άγγελός σου.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

ερωτευτείτε (αναδημοσίευση)


Ερωτευτείτε αυτόν που έγραψε: «Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία που ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια.»

Ερωτευτείτε τη διανόηση που δεν δέχεται να πρωταγωνιστήσει, που δεν βγαίνει το μεσημέρι στη ΝΕΤ, που δεν μπερδεύει την μετριοπάθεια με τις ίσες αποστάσεις και την εξαθλίωση με το αναπόφευκτο. Τη διανόηση που πολεμά το αναπόφευκτο, που παθιάζεται, που καίγεται από αγάπη και αγωνία, που βρίσκει τη θέση της όταν ανάβει η μάχη. Τη διανόηση που φτύνει τον κόρφο της όταν την αποκαλείς διανόηση.

Ερωτευτείτε τους τραγουδιστές που δεν πήγαν ποτέ στον Σπύρο Παπαδόπουλο, που δεν ήπιαν στην υγειά μας, που δεν γλέντησαν εκ μέρους μας ένα κάποιο Σάββατο. Ας πιούμε στην υγειά τους. Αυτούς που τραγούδησαν το τίποτα δεν πάει χαμένο φτύνοντας το πιο πικρό σφίξιμο της καρδιάς τους.

Αυτούς που κλαίνε ξαφνικά και δίχως λόγο.

Ερωτευτείτε τα καφενεία του Γκόρπα, τα μπαρ του καλοκαιριού, τα τραπεζάκια έξω, το τάβλι δύο γέρων έξω απ’ τα άδεια μαγαζιά τους, τα σουβλάκια στα σκαλάκια των πολυκατοικιών, τις μπύρες στα δύο και το κορίτσι που περνάει ρίχνοντας λοξές ματιές.

Τα ξυπόλυτα κορίτσια, τα κορίτσια που δεν ποζάρουν, τα κορίτσια του Ιουλίου, των αόρατων νησιών, τα κορίτσια με τα αλατισμένα μαλλιά και την κόκκινη μύτη. Αυτά είναι ο πραγματικός κόσμος, η αλήθεια, το τέλος και η άκρη του νοήματος.

Τους αδύναμους. Δείτε. Η κούτα του άστεγου, το στοίβαγμα του μετανάστη, η αναζήτηση φαγητού στα σκουπίδια, ο απλήρωτος λογαριασμός. Υπάρχουμε και για να αναποδογυρίσουμε αυτό το ασυνάρτητο σύμπαν.

Ερωτευτείτε τους αυτόχειρες των χρόνων που ζούμε. Τρέξτε κοντά τους, απλώστε το χέρι, σταθείτε προσοχή. Αν δεν καταφέρετε να συγκρατήσετε το κορμί τους, πριν αυτό αιωρηθεί οριστικά και αμετάκλητα, κρεμαστείτε μαζί τους.

Αυτόν που έγραψε πρώτος το «οι μπάτσοι είναι παντού, αλλά ο έρωτας μας κάνει αόρατους» και αυτόν που το φωτογράφησε και αυτόν που το έκανε ριτουίτ και αυτόν που χαμογέλασε βλέποντάς το.

Ερωτευτείτε την πληγή του κυνηγημένου ξένου. Το φόβο του ανθρώπου χωρίς χαρτιά. Τη μοναξιά του ανθρώπου που πέρασε μέσα απ’ τις νάρκες και τα κύματα, για να πέσει απ’ το λυσσασμένο μαχαίρι του φασίστα.

Τους διαδηλωτές, που ανεβοκατεβαίνουν την Πανεπιστημίου, φωνάζοντας αλληλεγγύη, φωνάζοντας ελευθερία. Τις ομάδες σε γειτονιές και συνοικίες, που μαζεύουν ρούχα, που μαζεύουν φαγητά, ταινίες, υλικά και ανταλλάσσουν τα πάντα εκτός από χρήματα.

Αυτούς που βαριούνται να μιλήσουν για τη δουλειά ή τα λεφτά. Αυτούς που σου λένε το αγαπημένο τους χρώμα, το τραγούδι της εφηβείας τους, που θυμούνται το πρώτο κορίτσι που φίλησαν με τρυφερότητα και αυτούς που, σαν τον Χόλντεν, όταν λένε καριέρα, εννοούν να προσέχουν τα παιδιά που παίζουν σε ένα τεράστιο γήπεδο κλωτσόντας μπάλες πάνω κάτω και τραγουδώντας στίχους χωρίς λόγια, μόνο λα λα λα.

Τον Ντουρούτι, τον Ηλία Λάγιο και τον κλόουν του Μπελ. Τον Νίκο Καρούζο που πλήρωνε τα ποτά του με αυτοσχέδια ποιήματα σε χαρτοπετσέτες.

Ερωτευτείτε αυτούς που δεν κωλώνουν μπροστά στο ανέφικτο, αυτούς που πιστεύουν στα θαύματα που δεν έχουν εξήγηση, αλλά ούτε θρησκευτική προέλευση, αυτούς που αγαπούν τον ορθό λόγο επειδή υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το ανάποδο και αυτούς που δεν πίστεψαν σε οτιδήποτε ειπώθηκε οποτεδήποτε σε δελτίο ειδήσεων.

Αυτούς που κολύμπησαν νύχτα μεθυσμένοι και αυτούς που πνίγηκαν επειδή δεν άντεξαν τη σκληρότητα του κόσμου.

Ερωτευτείτε την φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή, το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε» και το παιδί που σφίγγει μια πέτρα στο χέρι, χωρίς να είναι σίγουρο ότι έχει δίκιο. Στα κρυφά, στη σιωπή, είμαστε σίγουροι ότι τουλάχιστον δεν έχει άδικο.

Τον Χρήστο Βακαλόπουλο που έλεγε για τον Αύγουστο του Νίκου Παπάζογλου, «το τραγούδι δεν είναι ερωτικό, αλλά ερωτευμένο». Μην δίνετε σημασία σε οτιδήποτε είναι ερωτικό, αλλά όχι ερωτευμένο.

Την Άννα Καρίνα, την Μόνικα Βίτι, τη σερβιτόρα της διπλανής καφετέριας, την Ροζάριο Ντόσον και όλες τις γυναίκες που έχουν αίμα μπερδεμένο, αίμα που έρχεται από δύο ή τρεις ηπείρους.

Ερωτευτείτε τον πατέρα κάποιου γαμπρού που με το τσιγάρο στο στόμα, μεθυσμένος, χορεύει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Ερωτευτείτε το αχ Παναγιά μου, στο τέλος κάθε τέτοιας μουσικής.

Αυτόν που έγραψε, «μην αγαπάς τον πλησίον, αλλά πλησίασε τον αγαπώντα».

Την πιο μικρή ελιά στην κοιλιά της, τον απογευματινό ύπνο κάτω απ’ το αρμυρίκι ή την καρυδιά, την πιο λεπτή ειρωνεία, το παγάκι, την παρέα που κλαίει γελώντας και τη βουβαμάρα του καταστρώματος της επιστροφής.

Ερωτευτείτε το κορίτσι μου. Κάθε πρωί, κάθεται νυσταγμένη στην άκρη του κρεβατιού με γερμένους τους ώμους και τα χέρια να κρέμονται σαν τεράστιο εκκρεμές. Αυτή η εικόνα είναι η ασπίδα, η μολότοφ και το φωτόσπαθο που κρατάω στη χούφτα μου και με κάνει ιπτάμενο, απίθανο και ανήλικο.

Ερωτευτείτε το κορίτσι που περνάει δίπλα σας εδώ και τώρα.

Ερωτευτείτε.


 Μουσική

Αργύρης Μπακιρτζής, Αρζεντίνα